Λωτός: «Κοιμήθηκαν» (κατὰ τὸν Mirbeau)

Λωτός: «Κοιμήθηκαν» (κατὰ τὸν Mirbeau)

Από το δυσεύρετο περιοδικό “Νέον Πνεύμα” που ευρίσκεται στο Αρχείο του Εργαστηρίου Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Πατρών, παρουσιάζουμε το παρακάτω βιβλιογραφημένο, πλην σπάνιο πεζό του Περικλή Γιαννόπουλου.
Ένας συγγραφέας που αγαπά τον αδύναμο, τον άνθρωπο που βασανίζεται στο κρύο, γραμμένο με τον τρόπο του Octave Mirbeau, πιθανότατα βασιζόμενο στο μυθιστόρημα Sébastien Roch (1890) όπου ο Μιρμπώ αφηγείται τις τραυματικές μαθητικές του εμπειρίες σε ένα σχολείο Ιησουητών, όπου οι μαθητές κακοποιούνταν και το διήγημα La Mort du père Dugué . Αρκετά διαφορετικός εδώ ο νεώτερος Γιαννόπουλος στην αφήγησή του, ανθρώπινος και λιγότερο νιτσεϊκός από όσο τον έχουμε συνηθίσει.

Ὡς Λωτός· «Νέον Πνεῦμα», ἔτος Β’, τόμ. 2, 1894, σελ. 404-405)

Ἤτανε πρωτοχρονιὰ, καὶ τὸ χιόνι εἶχε στήσει τοὺς ζαχαρένιους του πυργίσκους, σὲ παχύ μπαμπακωτὸ ποῦ σκέπαζε ἔσβηνε τὴ ζωή. Σὰ νὰ ᾽χε πνίξῃ τὴν ἀναπνοὴ τῆς γῆς, τέτοια βασίλευε ἡσυχία. Ἡ γῆ, σὰν Εὔα ἔδειχνε τὸ θεόγυμνο κορμὶ της κρυσταλλόστηθη. Φοβισμένη δεχότανε τὰ παγωμένα φιλήματα τοῦ βοριᾶ φρίσσοντας. Τὰ δέντρα, μὲ λύπη ἔβλεπαν τὸ στέμμα ποῦ τὰ στόλιζε θρύμματα στὰ πόδια τους, καὶ τὰ κλωνάρια στριμμένα ἀπ᾽ τὸ κρύο κοκκάλιαζαν. Σ᾽τους βρεμμένους μαύρους κορμοὺς, τὰ μανιτάρια ἄνθιζαν καταπράσινες σαπίλες, κι ὁ οὐρανὸς πεσμένος χαμηλὰ, μὲ τὸ βαθὺ του μαῦρο χρῶμα, ἔχυνε μιὰ πάχνη ποῦ ᾽ταν σαν καπνὸς ἀπάνου σὲ καμμένα ἐρείπια.

Σιγοβραδιάζει… Πέφτει ἡ πάχνη, ἡ νύχτα, ἡ νέκρα. Τώρα μόνον ὁ μαῦρος θόλος κουνιέται, σχίζεται, καὶ πολύμορφες σκιὲς, σὰ φαντάσματα, μὲ τὴν πνοὴ τοῦ βοριᾶ ποῦ φυσάει παγερός, ξεκινάνε… μεγαλόνουν, μικραίνουν, καββαλικεύουν τό ᾽να πάνου στ᾽ἄλλο, καὶ φεύγουνε γοργὰ γοργὰ, ἀνεμοσώρευτα.

………….

Ὁλάκερο τὸ φεγγάρι φάνηκε, σὰ νὰ γελάῃ ἀπὸ χαρὰ, θαρρῶντας τὴ γῆ πεθαμμένη, σὰν κι᾽ αὐτὸ σ᾽τὸ κάτασπρο σάβανο τυλιγμένη. Μιὰ λεπτὴ πνοῆ θανάτου, κρυσταλλιάζει τὰ ψηλότερα χορταράκια καὶ σ᾽τὴν κρύα ἐρημιὰ ἕνα δενδράκι, κρύβει, μέσα του βαθειὰ, τὴ ζωὴ του… Σὲ τέτοια ὥρα, μὲ τέτοιο φῶς, δύο παιδάκια ξυπόλυτα τῆς γδύμνιας καὶ τῆς πεῖνας ἀδελφοποιτοὶ, ταξειδεύουν θεομόναχα.

Μικρὰ μικρὰ ἀγριολούλουδα, ποῦ χτυπάει ὁ ἥλιος καὶ δέρνει ἡ βροχὴ καὶ ξεραίνει τὸ κρύο, λυγνὰ λυγνὰ, μὲ κακοραμμένα κουρέλια ποῦ σκεπάζουν ξεπαγιασμένο κορμὶ, μὲ τὰ κατάμαυρα χεράκια τους καὶ τὰ γυμνά τους πόδια, ἔχουν τῆς φτώχιας τὴ χάρι σ᾽τὸ συμπαθητικό τους πρόσωπο, καὶ τῆς ὀρφάνιας τὴ γλύκα καὶ τοῦ πόνου τὴν ἔκφρασι σ᾽τὰ πονεμένα μάτια ποῦ σκεπάζονται ἀπ᾽τὰ κατσαρά τους μαλλιὰ — γιατ᾽ ἴσως εἶνε ἔρωτα λούλουδα..

Ὅλη τὴν ἡμέρα ζητοῦσαν ἐλεημοσύνη σ᾽τὸ χωριὸ π᾽ ἀφῆκαν πίσω καὶ πρὸς τὸ βράδυ ἀπελισπμένα γιὰ ψωμὶ, μόνο ἄκρη καλύβας ζητοῦσαν, μ᾽ἕνα μόνο ὄνειρο νὰ περάσουν τὴ νύχτα. Μὰ κανένας δὲ βρέθηκε να κάμῃ τόσο λίγο καλὸ, καὶ σφίγγοντας κοντὰ κοντὰ τὴς δυὸ παγωμένες καρδιές τους, πᾶνε τῶρα μὲ τὰ μάτια καρφωμένα μακρυὰ, ἐκεῖ που τρεμοσβύνει ἡ ἐλπίδα. 

Κ᾽ ἡ ὑστερνὴ ἐλπίδα εἶνε χωριὸ κοιμισμένο!

Ἐκεῖ ποὺ πήγαιναν, σὲ μιὰ κολόνα ἀπὸ πέτρες καὶ ἄμμο μισοχτισμένη, εἶδαν σὲ μιὰ τρύπα σ᾽την ἀπάνου μεριὰ, ἕνα κουτὶ μὲ μιὰ χαραμάδα ποῦ ᾽χε στὴν πρόσοψί του μιὰ Παναγία ζωγραφισμένη, κρατῶντας σ᾽ τὰ χέρια τὸ θεάνθρωπο παιδάκι. Κ᾽ἦταν ὁλόχαρη ἡ Παναγία κ᾽ ἦταν γελαστὸς ὁ Χριστός.

Κάνουν τὸ σταυρό τους ἄφωνα τὰ δυὸ παιδιὰ καί μὲ τὴ θαμπὴ ψυχὴ τους καὶ τὰ ἀχνὰ τους μάτια στυλωμένα σ᾽τὸ λατρευτὸ εἰκόνισμα, πᾶνε κοντὰ καὶ χωρὶς προσευχὴ μὰ καὶ χωρὶς παράπονο, μὲ τὴν ψυχὴ σ᾽τὸ στόμα, κολλᾶνε τὰ χείλια τους σὲ πικρὸ φιλὶ, καὶ πᾶνε μὲ τα μάτια σβυμένα… μὰ τὸ χωριὸ μακρυά.

Κουράσθηκαν, τρέμουν, πεινοῦν, πονοῦν, στέκουνται λίγο, πᾶνε κάτου ἀπό ἕνα δένδρο γιὰ νὰ καθήσουν, νὰ ξεκουρασθοῦν καὶ τὸ μεγαλείτερο δώδεκα χρονῶν κάθεται σ᾽τὴ ῥίζα, κι᾽ ἀκουμπῶντας σ᾽τὸ δέντρο, γέρνει τὸ κεφάλι τοῦ μικροῦ του φίλου σ᾽τὴν ἀγκαλιά του, βάνει τὰ χεράκια του μέσα σ᾽τὶς μασχάλες του.

-Κρυόνω…

Τὰ παιδάκια μαζεύουνται σφίγγουνται ἀγκαλιὰ κι ὁ βοριᾶς περνάει ἀπὸ μέσα σὰ δίκοπο μαχαῖρι..

Κοιμήθηκαν οἱ δύο φίλοι, καὶ τὰ φύλλα ἀπὸ πάνου τρίζοντας πεθαίνουν, κι ἡ νύχτα ἀπλώνεται μαγικὴ, κοιμήθηκαν γιὰ νὰ ξεκουρασθοῦν ἀπ᾽τὴ μαύρη ζωή. Ἔτσι βρίσκουνται πεθαμμένα καὶ τὰ πουλάκια, κρεμασμένα ἀπ᾽τὰ κλωνάρια, σ᾽τὸν ὕπνο που παγῶνει ὁ βοριᾶς.

Ο Περικλής Γιαννόπουλος σε σκίτσο της Σοφίας Λασκαρίδου

ΛΩΤΟΣ

Πύλη Αδριανού, Αθήνα, 2021
Η Σοφία Λασκαρίδου στο Μόναχο, το 1910 [Αρχείο Νεοελληνικής Τέχνης “Σοφία Λασκαρίδου”, Έρευνα: Δημήτρης Παπαγεωργόπουλος)