Via Fra Diavolo
Category : book reviews
Χτες το βράδυ είχαμε πάει στο «Καστέλο» για να πιούμε ένα ωραίο κρασάκι κόκκινο. Το «Καστέλο» βρίσκεται μέσα στην παλιά πόλη, ένα περιποιημένο μεσαιωνικό μπαρ. Βγήκα λίγο μέσα στο κρύο να κάνω ένα τσιγάρο, απαγορεύεται εντός. Η Βιβή, φοιτήτρια Ιστορίας Τέχνης είχε κρυφτεί σε μια γωνία και στα στριφτά έκρυβε ένα τσιγάρο. Βγήκαν όλοι έξω από το «Καστέλο» να καπνίσουμε παρέα. Κάτι Σικελοί παλαβοί άρχισαν να με φωνάζουν Καπαρέτσα και να ραπάρουν στα ιταλικά. Η Βιβή άρχισε να γελάει δυνατά: «Χιονίζει! Χαχα! Χιονίζει!» Πού χιονίζει ρε Βιβή Σεπτέμβρη μήνα; Πάλι μαστουρωμένη είναι.
Πάλι καλά σήμερα το πρωί πήρα το τρένο μόνος μου να πάω να δω το Σπίτι του Ντάντε στην Φλωρεντία. Χώρος για τον οποίο είναι περήφανοι οι Φλωρεντινοί φαντάζομαι. Αμ δε! Άδειο, ούτε καν ουρά για το ταμείο. «Ούνο μπιλιέτο περ στουντέντι» λέω του ταμεία και του δίνω τέσσερα ευρώ. Μπαίνω βιαστικά μέσα. Εδώ λοιπόν έγραψε την Θεία Κωμωδία, τρομοκρατώντας τον Μεσαίωνα με την πολυώροφη Κόλασή του ο Ντάντε. Με πιάνει ένα σφίξιμο στο στομάχι. Όχι, δεν είναι από το λογοτεχνικό δέος. Χτες το βράδυ που η Βιβή είχε παραισθήσεις, εγώ έφαγα κάτι αποτυχημένα νιόκι και σήμερα φεύγοντας χαράματα από το σπίτι δεν τα ξεφορτώθηκα. Τώρα το στομάχι μου διαμαρτύρεται. Αίσχος, μέσα στο Σπίτι του Ντάντε βρήκε να μου έρθει; Για να δούμε λοιπόν. Απάτητος χώρος το Σπίτι. Μα περκέ δεν έρχεται κανείς; Πού είναι οι Γιαπωνέζοι με τις ψηφιακές; Κανένας δεν ενδιαφέρεται πια για την λογοτεχνία λοιπόν… Α! Η ιστορία του σπιτιού! Για να δούμε…
«Εδώ δεν είναι το αληθινό σπίτι του Ποιητή. Έμενε κάπου εδώ γύρω. Το σπίτι αυτό χτίστηκε το 1995 με δαπάνες της Ε.Ε. προς τιμήν του. Τα εκθέματα αποτελούν φωτογραφικές αναπαραγωγές χειρογράφων της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας» Μάλιστα. Μούφα όλα. Κάθε ντροπή φεύγει. Πού είναι η τουαλέτα παρακαλώ; Στον δεύτερο, γκράτσιε, δεν κρατιέμαι άλλο. Πεντακάθαρη, το χαρτί ανέγγιχτο. Έκτακτα. Της τα εξομολογήθηκα όλα και ξαλάφρωσα. Κάπως έτσι έχεσα στο σπίτι του Ντάντε Αλιγκιέρι.
Ελεύθερος πλέον (έτσι νόμιζα ο αδαής), σουλατσάρισα στους δρόμους γύρω από το ψεύτικο σπίτι. Κουράστηκα κι είπα να αράξω στις σκάλες μιας μικρής εκκλησίας. Σήμερα είχα αποφασίσει ότι θα σταματήσω μια άσχετη αλλά όμορφη ιταλίδα, να βγάλω φωτογραφία μαζί της, να την ανεβάσω στο Facebook, να της δώσω κι ένα ωραίο όνομα (Καρλότα, Σύλβια, Φραντζέσκα;) να κάνω κι εγώ το κομμάτι μου για τη νέα ιταλίδα γκόμενά μου. Αλλά πού; Κωλώνω. Περαστικές αβέρτα, καλοντυμένες κι όμορφες. Δεν σταματάει καμιά. Ώσπου, επιτέλους! Περνά μια τριαντάρα, με περνά για ζητιάνο και μου πετάει ένα δίευρο. Ύστερα, περνά μια Αγγλίδα γηραιά τουρίστρια. Περιεργάζεται με ενδιαφέρον τις αφίσες στον τοίχο της εκκλησίας.
Γυρίζει να με ρωτήσει: «Κουάντο κόστα;» Με πέρασε για πάστορα, ενδιαφέρεται για την αυριανή συναυλία έργων του Μπαχ. Να ξυριστώ επειγόντως. «Αη ντοντ νόου μαη φερ λέηντη». Τέλος, περνά και μια φοιτητικής ηλικίας ιταλίδα. Πράσινο παλτό, σκουφάκι και δίπλα το ποδηλατάκι της. Μάτια παιχνιδιάρικα. Σταματά μπροστά μου «Μπουοντζόρνο! Κόμε βα;» Εεεεεε, εεεε, εκείνη χαμογελάει κι εγώ στο παρατεταμένο φωνήεν. Στέκεται κάνα δίλεπτο κι ύστερα «Τσάο!», μπράβο αγόρι μου κατάφερες και στην Φλωρεντία να κάνεις τον μαλάκα. Διεθνούς καριέρας.
Ας φύγω από δω να ξεχάσω την τρομπαρισιά που με δέρνει. Παγωτό κάστανο επειγόντως, γιαμ γιαμ. Στην γωνία ένας γεράκος παίζει σε κάτι ποτήρια το «Στρέηντζερς ιν δε νάητ». Πού βρίσκομαι τέλοσπάντων; Τοσκάνη, Φλωρεντία, για να δω δρόμο.
Via Fra´ Diavolo. Ε; Οδός Εν Χριστώ Αδελφού Διαβόλου; Ζαλίζομαι. Τότε, μέσα στην υγρασία του Άρνου και πριν το πλακόστρωτο της Πόντε Βέκιο εμφανίζεται μπροστά μου ο Κρίσνα σε όραμα:
«Γιε της Πρίτχα, το κρύο και η ζέστη, η ευχαρίστηση κι η δυσαρέσκεια, το κέρδος κι η ζημιά, η έλξη κι η αποστροφή, η νίκη κι ήττα είναι ίσα. Να αποβάλεις των αντιθέτων τα ζεύγη για να φτάσεις στο Νιρβάνα του Βράχμα.» Είπε ο Κρίσνα ο κοσμοσείστης κι ελάλησα. Γι’ αυτό λοιπόν ο Εν Χριστώ Αδελφός Διάβολος δίνει το ρευματάκι του κι ηλεκτρίζει την Μαρία την Παναγία. Να ’σαι καλά Κρίσνα, την επόμενη φορά θα τραγουδάω « Ω μπέλα τσάο! Ίο βόλιο ούνα ντόνααααααα!»
Κοιτάζω τον αναπτήρα, λέει πάνω “Sardegna”, έχει ένα ζευγάρι νεόνυμφων με παραδοσιακές στολές να χορεύουν. Η Σαρδηνέζα Καρλότα Σάββα ζει σε μια κονσέρβα για σαρδέλες, το ακατάστατο, βρώμικο δωμάτιό της. Στην Καρλότα αρέσουν τα καρότα, κι αν το καταφέρω θα της κλέψω μια κιλότα. Τώρα έχουν κάπως ηρεμήσει τα πράγματα. Πριν έπρεπε να τα έβλεπες από μια μεριά.
Η Ελένη, που συγκατοικεί με την Καρλότα έκανε μια φέστα, έτσι τις κάνουν εδώ στην Φλωρεντία, γλέντι για το γλέντι, σα να λέμε τέχνη για την τέχνη, μόνο που για να καταφέρω να βρω παρέα για να πάω στο Παλάτσο Πίτι έπρεπε να κάνω τάμα στην Σάντα Μαρία Ντέλα Κρότσε! Αθάνατο ξενιτεμένο ελληνικό φοιτηταριό!
Τέλοσπάντων, σήμερα στη φέστα της Ελένης ήρθε κι ο Γιάννης. Ο Γιάννης είναι ένας ευπαρουσίαστος νεαρός, αλλά επειδή τον είχε χωρίσει η κοπέλα του όταν εκείνος τράκαρε, σήμερα βασανίζει τις γυναίκες. Και την Καρλότα, την πανέμορφη, Κλαούντια Καρντινάλε και βάλε ή έπρεπε να την λένε Καυλότα, αλλά είναι μια βλαχούλα, άβγαλτη εντελώς κι αφελής από ένα ψαροχώρι της Σαρδηνίας.
Διαβολοδειλίνισσα, βλασερό κι εύθραυστο ματσέττο ζουμπούλια, τι στέκεις έτσι ανάστραβα; Ό,τι πρέπει για τον Γιάννη, που βίτσιο το έχει να εκδικείται εκ των υστέρων το γυναικείο φύλο. Απόψε χώρισε με την Καρλότα για τέταρτη φορά από τότε που ήρθα εδώ. Χαίρομαι, γιατί τον ρώτησα και δείχνει αποφασισμένος. Στο μεταξύ η Καρλότα έφυγε απ’ τη φέστα με μαυρισμένη την ψυχή για το δωμάτιό της.
Τα διαόλια μου με πιάσανε να πάω να την παρηγορήσω αλλά κρατήθηκα. Έπειτα από δέκα λεπτά βγήκε, κι είχε πάει όχι για καρότο, αλλά για χόρτο. Έχει βγει κεφάτη λέμε τώρα.
Η Ελένη που κάνει τη φέστα το χαίρεται σήμερα, έχουν μαζευτεί όλοι οι συμφοιτητές σπίτι της και τραγουδάνε! «Να ανοίξω ένα σπουμάντε;» λέει ενθουσιασμένη. Σπουμάντε είναι αυτά τα κρασιά που βγάζουν αφρό σαν τις σαμπάνιες. Φτηνά κρασιά, και τελικά αυτές οι ψευτοσαμπάνιες στις ρεβεγιόν είναι απλώς σπουμάντε! Η Καρλότα ακούει την Ελένη κι αρχίζει να κλαίει. Κάτι να της θύμισε το κρασί; Εγώ κοιτάω αμήχανα, δεν ξέρω και καλά ιταλικά, της πετάω ένα «Μην κλαις μωρέ αφερεμένο! Του έ λα πιου μπέλα ντέλα παέζε!» και σιγά μην κατάλαβε μέσα στα λιβάδια που πλέει. Γέρνει στον ώμο μου. Σαρδηνέζα δαιμόνισσα! Μπορεί να μυρίζει σαν σαρδέλα απ’ την απλυσιά, αλλά είναι χάρμα οφθαλμών… «Άχιιιι, ίο βόλιο βίνο γκρέκο… Γκρέκο!… Άχιιιι…» Ναι, αυτό το κατάλαβα, η Καρλότα είπε ότι θέλει κρασί ελληνικό, οίνον ελληνικόν Πελοποννήσου ξηρό. Κι εγώ έχω Καρλότα, ο παππούς μου κρασί έβγαζε, ροδίτη και σιδερίτη, Διονύσου σπονδές κατέχω τες!
Αφού έγειρε στον ώμο μου, ανακάλυψα πόσο εύκολο τελικά μου είναι να ρίξω μια γυναίκα. Την ακούμπησα στο λαιμό και σε δευτερόλεπτα, η Καρλότα έγινε ένα με το πάτωμα. Αναίσθητη, καριολάκι βαποράκι Μάσιμο την έκαψες… Κομπλεξάκι Γιαννάκη την έβαψες… Την κουβάλησα στο δωμάτιό της. Τριγύρω κιλότες της. Φόρμες. Διαόλου κάλτσες. Στον τοίχο κολλάζ με φωτογραφίες της, εδώ είναι μικρή, είναι Μεγάλη Παρασκευή, Επιτάφιος. Περιφέρουν τα Μυστέρι, ξύλινα γλυπτά που αναπαριστούν τα Πάθη του Χριστού. Η μπάντα παίζει πένθιμα στις τρομπέτες της, ένας γέρος σκουπίζει το μέτωπό του αποκαμωμένος κι η μικρή Καρλότα με τη φουστίτσα της κουβαλάει λουλούδια.
Ξαπλώνω την Καρλότα στο κρεβάτι της. Έχει μακριά, σατανικά πόδια, φιδίσια μαλλιά, Μέδουσα του Καραβάτζιο. Έχω πετρώσει. Στέκω μπροστά στην σπηλιά της Σίβυλλας, το κενό στα πόδια ανάμεσό της. Αρισμαρί, θανάσιμο ρόδο της θάλασσας, Καρλότα. Η μπότα της προεξέχει στο πλάι του κρεβατιού, Ιταλική Χερσόνησος, γέρνει προς το Ιόνιο να κλωτσήσει την Ελλάδα μα δεν φτάνει. Κάτσο.
Όλα στραβά και ίσα πήγανε σήμερα στο σουλάτσο μου, σχεδόν συνελήφθην ως λαθρεπισκέπτης στο Παλάτσο Πίτι, γύρισα μετά εδώ κι έγιναν όλα αυτά με τη φέστα, τη λιποθυμία της Καρλό. Τώρα πλέω σε ένα πέλαγο αλλοτινές Καρλοτινές κιλοτίνες γκιλοτίνες. Κοιτάζω τον αναπτήρα της. Sardegna. Βγάζω ένα τοσκανέλλο, ρημάδια πούρα, πνίγομαι πάλι. Κρίμα, τόσο ωραίο κορίτσι διάβολε. Κι εγώ να μην προλάβω να της πω τίποτα. Θα μου φύγει το τσερβέλο. Κοιμάται τώρα. Τη σκουντάω. Τίποτα.
Άμα δεν κάνω τώρα παλάβρα, δεν θα κάνω ποτέ. Πού ξέρεις, άμα ξυπνήσει μπορεί και να μην τσαντιστεί. Κι ένα χωρίο του Ηροδότου μου έρχεται στο νου. Τέτοια έπρεπε να κάνουμε στο σχολείο. Στην «Ευτέρπη» που πολύ με τέρπει τελευταία, λέει για τις πολύ όμορφες γυναίκες των επιφανών ανδρών στην Αίγυπτο και πώς τις ταριχεύουνε. Αφήνουν να περάσουν τρεις τέσσερις μέρες και μετά τις ταριχεύουνε. Να έχει αρχίσει λίγο η σήψη. Να είναι λιγότερο ποθητές. Παλιά, είχε πεθάνει μια τρισεύγενη καλλίκορμη νεαρά Αιγυπτία. Ο ταριχευτής της, με πάθια από τον έρωτα για κείνη χρόνια, έσμιξε με τη νεκρή γυναίκα. Σβήνω όλα τα φώτα. Τουλάχιστον, η Καρλότα ακόμα αναπνέε.
Σε σκοτεινό πλανεύτηκα ρουμάνι, τι ήταν ο δρόμος ο σωστός χαμένος. Ο αχνός ήταν μαύρος σα ράχη θαλάσσιου κήτους. Η πλάνη μας έφερε στο σκοτεινός στενό, όπου η μοίρα μας θ ’άλλαζε ρούγα. Μια παλιά βίλλα έστεκε, γριά σκυμμένη με μάτια αινιγματικά τα σφαλιχτά παράθυρά της. Δυο ερωτιδείς στους στύλους της εισόδου πρόδιδαν την ανάμνηση μιας αλλοτινής ευφορίας. Πίσω απ’ την πύλη δύο γλάστρες με μαραμένες γαρδένιες. Στην κάθε γλάστρα μέσα, στο χώμα το άγονο πάνω δύο αβγά. Το αριστερό, στρογγυλό σαν τα βότσαλα της Μαρίνας της Πίζας. Το δεξί, αβγό ματαιωμένο με μια ραγισματιά σα να ’θελε να βγει νεοσσός μα να το ξανασκέφτηκε σε τι χάος να μεγαλώσει κι άστο καλύτερα. Η ώρα δύο, τα αβγά δύο, εγώ κι η Καρλότα δύο, μα τίποτε δεν πρόδιδε τον αστάθμητο παράγοντα, το τρίτο εκείνο πρόσωπο που θα διατάρασσε την ισορροπία της τραμπάλας μας.
Πηχτός καπνός φύσηξε απ’τα βόρεια, μια πυρκαγιά καψάλιζε τ’ αμπέλια της πλαγιάς, τα chianti. Αλλά όχι, δεν ήταν αυτό. Ήταν αναθυμιάσεις, από το πέρα του κόσμου, όπως ο αντι γιβελλίνος Γουέλφος ποιητής Δάντης Αλιγκέρι προσγειωνόταν. Της Κολάσεως τα καζάνια να μου στολίσει με λόγια θεόπνευστα.
Μόλις είχα μάθει πως πέρασα εκείνο το μάθημα – μύθο, τα Λατινικά Ογδόου, Ο Αινείας είχε τρικυμίσει την κεφαλή μου για βδομάδες δύο και χρόνια πέντε. Μα τώρα είχαμε λύσει τους λογαριασμούς μας. Το μάθημα είχε περαστεί κι ο Δάντης, εργατικός μαθητής του μέγα δασκάλου Βιργιλίου είχε έρθει να μου πει:
«Εσύ, ανάξιε τελειόφοιτε σου ’λαχε από Ηλίας Βιργηλίας να γενείς. Στολή πορφυρή θα ντυθείς και δάφνη στο κεφάλι. Μα σκουφί επαναστατικό δεν σου πρέπει, τι ειν’ το κεφάλι σου κεφάλα κι η κόμη σου κωμική. Η capa σου για rezza. Τα που θα δεις με λόγια ειλικρινή να τα στορήσεις. Μα πρώτα την Αινειάδα άμα δεν περάσεις θνητέ, πτυχίο δεν παίρνεις, στης Φιλοσοφικής τις φλόγες θα καψαλίζεσαι αιωνίως κι αμετακλήτως…» Την πέρασα του είπα. Τούτο Μπένε.
Η πλάση ζάρωσε γύρω μας κι η Καρλότα ένιωσε όπως μια φορά στον ύπνο της που την είχα πλακώσει με το χέρι μου στο στέρνο της κι ονειρεύτηκε πως την χτίσανε σε οικοδόμημα φερετροειδές. «Και σκίφο!» τραύλισε αηδιασμένη. Μα δεν υπήρχε κάτι το αηδιαστικό εκτός απ’ το σπασμένο αβγό. Λιποθύμησα και σκύφος με κρασί για να συνέλθω δεν υπήρχε.
Κάπου ακούστηκε ένα μαντολίνο. Την γεύση της θαλάσσης, άμα την περάσεις λάθος μην κάνεις και την χαλάσεις… Σαπόρε ντι μάρε, την ξινίλα μου πάρε!… Πλάτς πλούτς, τα πόδια γέμισαν άμμο, το πτυχίο άφησα χάμω νιώθω σα σε κρητικό γάμο, ρακές κι ο μεθυσμένος ο Δον Μικές. Κι εκείνη, ενωμένες όλες σε μία, εκείνη. Κάθε πρωί πιο εντυπωσιακή, χαμένες μάχες κάθε μέρα κι εγώ ο βασιλεύς της ήττας. Μ’ αρέσει. Από τον κήπο σου περνώ κι εσύ δε βγαίνεις να σε δω. Δεν έχει άλλο πλέον πια. Πόσο ωραία χορεύεις τα πόδια σου σαν της Εύης, αξούριστα κι όλο κοιτάζω και δεν μπαίνω στο χορό. Τάρα τατά τάρα τατά. Τα μαλλιά σου είναι σαν πράσινα μακαρόνια κι όταν ονειρεύομαι εκείνα μακραίνουν μακραίνουν για να τα μασήσω.
Απ’ το στόμα σου βγαίνει τραγούδι παρτιζάνικο Ο μπέλα τσάο παρτιζάνικο παρμεζάνικο τι; Τυρί να σου λούσει τα μαλλιά μακαρόνια μακάρια κι αιώνια. Δεν είμαι εκεί που είσαι, δεν ζω την ζωή που ζεις, νον σόνο κουελ κι σόνο, νο φάτσο λα βίτα και φάι. Και για τον κόσμο που μισείς δεν είμαι άλλος και για τον κόσμο που αγαπάς δεν είμαι αυτός. Είμαι του δρόμου, ο κόσμος είναι μικρός. Η νεότητά μας κραδαίνει ψηλά το φαλλικό άσμα, Πύργο της Πίζας μια στιγμή γερτό κι ύστερα στα ίσα του. Ο κόσμος να απορεί, να λέει μα ήρθα εδώ να φωτογραφηθώ να τόνε κρατάω που γέρνει κι εσείς τον ορθοποδήσατε; Σπανιόλες τουρίστριες απογοητευμένες.
Τι είναι γλυκιά τούτη η νύχτα, τι είναι ώρια. Κι εγώ δεν ξαπλώνω περιμένοντας εσένα. Κι εδώ, μπροστά στο φινιστρίνι σου της καρδιάς μου σου ανοίγω την πένα. Εγώ πάντα εσένα σκέφτομαι γιατί εσένα ψυχή μου αγαπώ κι όπου πάω, όπου στέκω, όπου σέρνομαι, στην καρδιά μου πάντα εσένα βαστώ. Κι εσύ πια δεν μ’ αγαπάς ώρια μου πιτσουλίνα, δεν με πονάς πια, μα τα όμορφά σου χειλάκια άνοιξε να μου πεις λόγια αγάπης ευλογημένα. Τα αστεράκια που πάνω με βλέπουνε και μου φέγγουνε κρυφά απ’ το φεγγάρι, και γελούν και μου λένε: Στον άνεμο, τα τραγούδια που λες είναι χαμένα. Καληνύφτα, σ’ αφήνω και φεύγω, πλάγιασε εσύ, τι είναι πικρό που ήρθα εγώ εδώ πέρα. Μα όπου πάω, όπου σύρνω, όπου στέκω, στην καρδιά πάντα εσένα βαστώ.
Οι εξελίξεις υπήρξαν ραγδαίες. Τα γυαλιά μου λιώσανε μέσα σ’ ένα σύννεφο. Βρισκόμασταν στο μπάνιο. Οι αχνοί ήταν από το καυτό μπάνιο που είχαμε μόλις κάνει. Κι ο Δάντης Αλιγκέρι ήταν η Ελένη, που φώναζε από το δίπλα δωμάτιο πως τόσην ώρα στο ζέσταμα η πίτσα κάηκε πια, πίτσα μαργαρίτα που μαδήθηκε. Η Καρλότα φόρεσε μπουρνούζι μπλε ανδρικό και βγήκε στο διάδρομο να φωνάζει. Ότι είμαι για δέσιμο, πάτσο γκρέκο πάτσοοοοο! Έξι χρόνια βολόδερνα σε ένα γκρι κτήριο με σκάλες, γκρέτζο γκρέτζο γκρέτζο κι όλη την ώρα μιλάω για ένα μαγκαζίνο ντελι στουντέντι Καλειντόπιουμ! Μπάστα με τον Άθω, τον Πολυπόρθο και τον Χρηστάρα- μη! Τρεις σωματοφύλακες μα εγώ το ένα τούτο σώμα το καρλοτινό που από Καρλό Σαρλώ ντύθηκε με μουστάκι να κάνω χάζι, το ένα τούτο σώμα που σπαρτάραγε τόσην ώρα να το καπνίζω τράκα σε ντουμάνι δεν το φύλαξα τούτο το ένα σώμα, σωματοφύλακας αεριτζής. Ντουμάνι και δεν σκέφτομαι τι θα γίνει ντομάνι.
Σωματοφύλακας δεν γίνομαι, άσε που να μεταφράσω όσα γράφω δεν μπορώ. Να της τα δείξω τα γραμμένα, δεν. Δεν πάει άλλο, έγκωσα, λιγώθηκα, διψώ. Η Καρλότα άρχισε να κατεβάζει απ’ τα ράφια βάζα, φωτιστικά, βιβλία. Κάτι ηλέκτριζε το δωμάτιο. Έβαλα τα χέρια στην βαλίτσα. Τύλιξα τα δύο τελευταία τεύχη του Καλειδοσκοπίου που είχα φέρει μαζί. Να της τα δείξω τι και πώς. Άστο καλύτερα.
Τύλιξα τα Καλειδοσκόπια μα εκείνα άρχισαν να διαμαρτύρονται σαν περιορισμένα περιστέρια. Άνοιξαν τα σαλόνια τους σα φτερά και πέταξαν μακριά απ’ το παράθυρο. Καλειδοσκόπια να πετάνε. Γλάροι με γράμματα τυπωμένα πάνω, κατεβατά από ελεύθερα φυλακισμένα σε εξακόσες λέξες. «Οι σοβαροί άνθρωποι κάποια πράγματα τα κρατάνε για τον εαυτό τους…» ψιθύρισε η Καρλό.
Ο Λουίτζι ντελε Μπικόκε, ο Λούης Ο Βερύκοκος άφησε την σπάτουλα του χτίστη. Εργάτης Σικελός ο Λούης άρχισε να ξεφυλλίζει απορημένος τα φοιτητικά αλαμπουρνέζικα με το καρπούζι στο εξώφυλλο. Άλλωστε, τα καρπούζια ως γνωστόν δεν τελειώνουν ποτέ.