Όταν ο Τηλέμαχος πηγαίνει στην Σπάρτη, στο παλάτι του Μενελάου, η Ελένη τους δίνει ένα μυστήριο ποτό. Το νηπενθές. Το ποτό αυτό, μαζί με κρασί, διώχνει τον πόνο και την λύπη. Όποιος το πίνει λησμονά όλα τα κακά. Ο Τηλέμαχος πίνει. Ξεχνάει και δεν θυμάται.
Ποιο είναι αυτό το ποτό; Δεν ξέρουμε σίγουρα. Είναι ένα φάρμακο από την Αίγυπτο. Μήπως από την Αιθιοπία; Ο Γάλλος φιλόσοφος Ντιντερό, όμως, ήταν
σίγουρος για το θέμα. Το ποτό αυτό είναι ο καφές !
Καφές ο ελληνικός; Ή ο τούρκικος καφές εν Ελλάδι;
Στην Ελλάδα σήμερα ο ζεστός καφές λέγεται “ελληνικός”. Ο ελληνικός καφές είναι ελαφρύς καφές. Έχει ωραία γεύση και δεν είναι έντονος. Στην πραγματικότητα, είναι αραβικός και ήρθε από την Κωνσταντινούπολη. Ο ελληνικός καφές πίνεται σε μία κούπα, το φλιντζάνι. Βράζει στο μπρίκι και πίνεται ζεστός. Ο ελληνικός καφές έχει αφρό, το καϊμάκι και πίνεται τον χειμώνα. Ο “βαρύγλυκος” έχει τρεις κουταλιές καφέ και τρεις ζάχαρη. Ο “μέτριος” έχει τρεις κουταλιές καφέ και δύο ζάχαρη. Ο “σκέτος” έχει μόνον καφέ. Είναι ανάλογα βαρύς ή μέτριος.
Φραπές και φρέντο: οι καλοκαιρινοί καφέδες
Ο πιο διάσημος καφές στην Ελλάδα είναι ο “φραπές”. Μοιάζει με το μιλκσέηκ. Έχει στιγμιαίο καφέ, ζάχαρη και νερό. Είναι κρύος καφές. Πίνεται κυρίως το καλοκαίρι. Ο φραπές είναι μια ελληνική εφεύρεση. Ο Δημήτριος Βακόνδιος στη Θεσσαλονίκη το 1957 θέλησε να πιει καφέ της Νεστλέ, στιγμιαίο. Αλλά δεν είχε ζεστό νερό. Έβαλε κρύο σε ένα σέηκερ και του άρεσε. Σήμερα φτιάχνουμε φραπέ με ένα μίξερ, τη “φραπεδιέρα”. Όταν ο φραπές έχει και γάλα εβαπορέ, λέγεται φραπόγαλο. Επειδή ο φραπές πίνεται σιγά σιγά, σερβίρεται με πάγο. Επίσης, ο φραπές πίνεται με παρέα, γύρω από παιχνίδια του μυαλού, όπως το τάβλι. Έτσι, χάνεται πολύς χρόνος κοντά στη θάλασσα, το καλοκαίρι.
Τέλος, ο πιο υγιεινός καφές στην Ελλάδα είναι από την Ιταλία. Ο “φρέντο εσπρέσσο”, είναι ίδιος με τον ιταλικό εσπρέσσο, αλλά πίνεται κρύος, με πάγο, το καλοκαίρι. Όταν έχει και γάλα, λέγεται “φρέντο καπουτσίνο”. Οι μεγάλοι πίνουν ελληνικό, οι νέοι φραπέ και οι νεώτεροι φρέντο εσπρέσσο.
Στο καφενείο
Αλλά πού πίνουμε καφέ; Όταν παίρνουμε τον καφέ μαζί, λέγεται “πακέτο”. Ο ελληνικός πίνεται σε παλαιά μαγαζιά, που λέγονται καφενεία. Τα καφενεία είναι μόνον για άνδρες. Μία γυναίκα σε καφενείο δεν μπαίνει. Αλλά τα καφενεία είναι πια πολύ λίγα στην Αθήνα. Στα καφενεία πηγαίνουν γέροι και συζητούν για πολιτική. Συνήθως έχει ησυχία, δεν υπάρχει μουσική. Οι άνδρες παίζουν τάβλι και μιλάνε ως την ώρα του φαγητού. Αν βρεις καφενείο, καλό είναι να το επισκεφτείς, γιατί πια είναι αξιοθέατο.
Στην καφετέρια
Οι νέοι πίνουν τον καφέ τους σε “καφετέριες”. Η καφετέρια είναι για όλους, για άνδρες και για γυναίκες. Σε μια καφετέρια έχει πολύ θόρυβο και δυνατή μουσική. Οι καφετέριες τώρα έχουν τη θέση των καφενείων. Τη νύχτα, οι καφετέριες μεταμορφώνονται σε μπαρ. Επειδή όλοι πάνε στις καφετέριες, η φράση “Πάμε για καφέ;” από άνδρα προς γυναίκα ή από γυναίκα προς άνδρα σημαίνει πολύ συχνά ερωτικό κάλεσμα.
Κάποτε ένας γάιδαρος ζήλεψε ένα άλογο. “Τι τυχερό που είναι το άλογο!” σκέφτηκε. “Δεν κουβαλάει τίποτε! Όλη τη μέρα τρώει δημητριακά. Το πλένουν. Το καθαρίζουν. Του χτενίζουν τα μαλλιά. Το προσέχουν ! Ενώ εγώ… Είμαι τόσο άτυχος! Κάνω όλες τις βαριές δουλειές! Κουβαλάω όλα τα βαριά φορτία. Τρώω μόνο άχυρο, και λίγο. Το φαγητό μου είναι πάντα λίγο. Δεν χορταίνω ποτέ. Είμαι βρώμικος. Τα μαλλιά μου είναι βρώμικα. Δεν με προσέχει κανένας. Τυχερό που είσα μωρέ άλογο!” μονολόγησε ο γάιδαρος.
Όταν όμως ήρθε ο καιρός του πολέμου, ο άνθρωπος έβαλε τη σέλα στο άλογο. Πήγε στη μάχη. Εκεί τα πράγματα ήταν πολύ επικίνδυνα. Το άλογο, με τα καθαρά μαλλιά, τραυματίστηκε άσχημα. Ένα σπαθί το τρύπησε. Τότε ο γάιδαρος σκέφτηκε “Τυχερός που είμαι μωρέ άλογο! Καλύτερα να πεινάω και να ζω, παρά να είμαι χορτασμένος και νεκρός!”
Έτσι και οι άνθρωποι. Δεν είναι καλό να ζηλεύουν τους πλούσιους και τους άρχοντες. Σκεφτόμενοι τον φθόνο και τον κίνδυνο που έχουν οι πλούσιοι, καλό είναι να αγαπάνε την φτώχια. Η φτώχια είναι μητέρα της ησυχίας.
Ένας γάιδαρος άκουσε το τζιτζίκι να τραγουδά. «Τι ωραία που τραγουδάει!» σκέφτηκε. Ευχαριστημένος τον ρώτησε: «Μα τί τρως κι έχεις τόσο γλυκιά φωνή κύριε Τζίτζικα;» «Εγώ; Τρώω αέρα! Τρώω δροσιά! Και χορταίνω ! » απάντησε ο Τζίτζικας.
Ο γάιδαρος πίστεψε τα λόγια του Τζίτζικα. “Αυτό είναι το μυστικό του!” σκέφτηκε. “Θα τρώω και εγώ λοιπόν αέρα και δροσιά! Μετά θα έχω σίγουρα γλυκιά φωνή, σαν τον Τζίτζικα!” Άνοιξε αμέσως το στόμα του. Και περίμενε. Αλλά πώς να χορτάσει αέρα και δροσιά; Έμεινε χάσκοντας μέχρι που πέθανε της πείνας.
Ο μύθος δηλώνει πως δεν έχουμε όλοι την ίδια φύση. Είναι τρέλα να προσπαθούμε τα αδύνατα.
Βαδίζω στην Ιπποκράτους ένα ήσυχο μεσημεράκι Σαββάτου και κοιτάζω τις προθήκες του βιβλιοπωλείου Καρδαμίτσα. Νέκρα μέσα, πουθενά οι ουρές φοιτητών που περιμένουν το σύγγραμμα (και φυσικά την ύλη, πόσο να διαβάσω κύριε Καθηγητά- τράτζικ υλιστές). Μα εκεί, στην προθήκη του Καρδαμίτσα βλέπω ξάφνου ένα όνομα, για το οποίο κάτι χρόνια τώρα ακούω ιστορίες κι ιστορίες: «Αίλιος Αριστείδης – Ιεροί Λόγοι». Επιτέλους! Την τέλειωσε την μετάφραση ο Γιατρομανωλάκης και την έβγαλε!Η πρώτη«Μπράβο, είσαι και η πρώτη!»Μα ύστερα κοιτάω το όνομα του μεταφραστή. Εχμ. Είναι μεταφράστρια, δεν είναι μεταφραστής. «Κούκη» στο επώνυμο. «Αίλιος Αριστείδης- Ιεροί Λόγοι: Σώμα και γλώσσα στα όνειρα ενός ρήτορα» (εκδόσεις Σμίλη). Ρε λες; Λες να έκανε τέτοια κατεργαριά και να έβγαλε την μετάφραση με ψευδώνυμο; Ικανό τον έχω! Τι αστείο επώνυμο! Παίρνω το βιβλίο. Δεν μου δείχνει όμως να είναι αυτουνού. Ναι, έχει πολύ χρήσιμα σχόλια στο τέλος, ιστορικά, γραμματολογικά, ψυχαναλυτικά και αναλυτικότατα. Η εισαγωγή όμως, κάπου χωλαίνει. Σα να πηγαίνει γύρω γύρω από το θέμα. Πάω να διαβάσω και την μετάφραση. Εντάξει, ζαβή εδώ κι εκεί, αλλά κάτι τρέχει, το ίδιο το κείμενο δεν έχει σειρά. Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Πιφ. Να τον ρωτήσω αν είναι δική του με ψευδώνυμο η μετάφραση; Μα είναι
δυνατό να έγραψε τόσο συνειρμική εισαγωγή όμως; Βιογραφικά του Αιλίου, μαζί με κρίσεις αρχαίων συγγραφέων, μαζί με ψυχαναλυτικές ερμηνείες, τουρλού. Μπερδεύτηκα που να πάρει η ευχή. Τόσα χρόνια του πήρε να γράψει αυτό;
…της είπε η «δεύτερη».
Ύστερα περνάει ο καιρός και ξαναβλέπω σε μια άλλη πια προθήκη το ίδιο βιβλίο, του ίδιου συγγραφέα, «Αίλιος Αριστείδης – Ιεροί Λόγοι» (εκδόσεις Άγρα) με την μετάφραση του Γιατρομανωλάκη. Χμ. Κάτι το σκανδαλώδες υπάρχει στην σχεδόν ταυτόχρονη διπλή μετάφραση; Ή μπα; Ή μήπως ως αληθινός νάρκισσος αυτός ο ρήτωρ χρειαζόταν δύο μεταφράσεις ώστε να υπάρχει η μία και απέναντι ακριβώς το είδωλό της; Να κοιτούν η μία την άλλη και να χαίρονται; Δεν ξέρω. Μα ας τ’ αφήσω κι ας γυρίσω στον τίτλο.
Είναι αυτός ο ρήτωρ κάπως σα να έχει απέναντί του έναν καθρέφτη. Ένα είδωλο, τον Ασκληπιό. Ένα είδωλο για το οποίο δεν μπορούμε να τον κατηγορήσουμε όμως- αν κατανοήσουμε ότι έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο ο οποίος βιώνει το θείο. Περίπου σαν τους σημερινούς ένθεους ή τις γιαγιάδες που κακώς ειρωνικά τις λέμε θεούσες. Δικαιούνται να πιστεύουν. Σήμερα οι καθρέφτες μας είναι εξίσου ιδεαλιστικοί. Για ποια ιδεώδη όμως; Πού πιστεύουμε τελοσπάντων; Ας πάω στον καθημερινό μας καθρέφτη, αυτόν στον οποίο κοιταζόμαστε μερικές φορές ακόμα και πριν νιφτούμε το πρωί. Το facebook.
Δεν είμαι ο καλύτερος; όοοοχι!
Το facebook εκπαιδεύει. Διδάσκει ανθρώπους και χρήστες του στον ναρκισισσιμό. Τον ναρκισσισμό όμως όπως ΤΟ ΙΔΙΟ το facebook τον θέλει. Φτιάχνει (με πρώτους εμάς) ανθρώπους οι οποίοι αρέσκονται στον εαυτό τους, είναι ερωτευμένοι αποκλειστικά με την ίδια τους την ύπαρξη. Υπάρχει όμως και ένα κάποιο κενό, διότι το facebook λειτουργεί όπως λέει το σύνθημα των αναρχικών. Είναι μαγικό, σαν το lifestyle: από μηδενικό σε κάνει νούμερο. Δηλαδή, τα ωραία οπίσθια δεν είναι τίποτε άλλο παρά ωραία οπίσθια. Όταν όμως αυτά τα ωραία οπίσθια ή οι κοιλιές φέτες ή η τρομερή ατάκα βγαίνουν στις αναρτήσεις του facebook, παύουν να είναι απλώς αυτά που είναι, και γίνονται μαγικά χαρακτηριστικά μέσω του like. Το ον που μαζεύει περισσότερα like είναι αυτομάτως ανώτερο του όντος που έχει μαζέψει λιγότερα like και ούτω καθεξής. Το ον με τα περισσότερα like ερωτεύεται ακόμα περισσότερο τον εαυτό του, κλείνεται σε αυτόν και αγαπάει το είδωλό του στον ηλεκτρονικό καθρέφτη που λέγεται οθόνη του υπολογιστή. Και δεκτά όλα αυτά, ενδεχομένως να χρειάζονται για να μπορεί ο άνθρωπος να συνεχίσει αυτό το ανυπόφορο πράγμα που λέγεται ζωή, έστω με κάποια ημίμετρα. Από την άλλη όμως, μήπως και φυλακίζει στο «τίποτα» αυτή η ασύστολη και αναίτια αυταρέσκεια; Θέλω να πω, το άτομο που έχει μαζέψει 3.500 like για την θεϊκή ατάκα που είπε, τι είναι πέραν αυτών των παροδικών ρευμάτων αρέσκειας; Αν το βγάλεις έξω και πέρα από την θεϊκή ατάκα, τι άλλο έχει να προσφέρει; Αν στην θέση των θεϊκών οπισθίων ή της γραμμωμένης κοιλίας τοποθετήσεις δύο μάλλον μέτρια αχλάδια ή ένα ταλαιπωρημένο ροδάκινο, τι μένει από το ίδιο το άτομο; Δυστυχώς τίποτα, νομίζω.
Να μου συγχωράτε που το πάω γύρω γύρω, αλλά θα καταλήξω εκεί που υποσχέθηκα, στα ενύπνια. Συνεχίζω περί ναρκισσισμού. Ο έρωτας εκπαιδεύει; Ναι, ενδεχομένως και λάθος. Θαρρώ πως επίσης θρέφει το ναρκισσισμό. Άπαξ και αντιληφθείς πως ο Άλλος/η Άλλη είναι ερωτευμένος/ερωτευμένη μαζί σου, αισθάνεσαι ικανός/ικανή για τα πάντα. Μπορείς να πιάσεις την πέτρα και να την κάνεις θρύψαλα με το ένα σου χέρι. Μπορείς να τραγουδήσεις όπερα στη Σκάλα του Μιλάνου ή να ταξιδέψεις μέχρι την Άπω Ανατολή ή δεν ξέρω κι εγώ τι. Δεν σε νοιάζει πια ο Άλλος/η Άλλη. Σημασία πια έχεις εσύ, η εικόνα σου, την οποία βλέπεις πλέον ως εικόνισμα, ως μαγική οπτασία να καθρεφτίζεται στα μάτια του/της ερωτευμένου/ερωτευμένης. Δημιουργικότερος αυτός ο ναρκισσισμός από τον προηγούμενο; Νομίζω ναι. Τουλάχιστον φέρνει δύο άτομα σε φυσική επαφή, ενώ ο πρώτος, ο facebook-ικός εμμένει στα κλικ.
Ο Αίλιος Αριστείδης έχει ωραίο προφίλ
Για να γυρίσω όμως στον τίτλο, υποτίθεται πως θα μιλούσα για ενύπνια, για όνειρα. Υπάρχει δημιουργικότερος ναρκισσισμός από εκείνον του facebook; Υπάρχει δημιουργικότερος ναρκισσισμός από εκείνον του έρωτος; Νομίζω ναι, και νομίζω πως ο Αίλιος Αριστείδης, ένας ρήτορας από την μακρινή και μακρά μεταελληνιστική εποχή είναι η απάντηση. Ο Αίλιος Αριστείδης είναι ένας φιλάσθενος νάρκισσος. Ασθενεί το σώμα του. Βασανίζεται. Και προκειμένου να αντέξει και να δημιουργήσει, πιστεύει τα απίστευτα. Βλέπει όνειρα, ο καταλέξη θεο-πάλαβος και πιστεύει πως ο ίδιος ο Ασκληπιός του μιλάει σε αυτά τα όνειρα. Ο Ασκληπιός τον επιλέγει, μέσα από όλη την τεράστια χοάνη ανθρώπων της ελληνιστικής εποχής, επιλέγει εκείνον, τον ρήτορα από το Λανείο, για να του απευθύνει τον θεϊκό, τον Ιερό Λόγο. Στα όνειρα αυτά ο θεός της Ιατρικής μιλά για θεραπείες, μιλά για γιατροσόφια και για την ίδια την Ρητορική. Τόσο θεοπάλαβος είναι ο Αίλιος Αριστείδης που πιστεύει πως ο θεός του απαγγέλλει ολάκερο ρητορικό λόγο στον ύπνο του!
Αν συγκρίνουμε τους παραπάνω ναρκισσισμούς με το ναρκισσισμό του Αιλίου Αριστείδη, ποιος θα νικήσει; Νομίζω αυτός του ρήτορος. Γιατί μέσα από την ασίγαστη πίστη και έρωτα για τον εαυτό του, ο Αίλιος καταφέρνει να γράψει έναν σωρό ρητορικούς λόγους, εγκώμια κι άλλα πολλά πολλά. Πιστεύει ότι του τα απευθύνει ο θεός εντός των ενυπνίων του. Εμμένει σ’ αυτή την θέση και όλη του την ζωή την ρυθμίζει βάσει των θεϊκών εντολών.
Ο Αίλιος Αριστείδης αρέσκεται στην υπερβολή. Ισχυρίζεται πως η πλήρης καταγραφή των ονείρων του είναι 300.000 αράδες, δηλαδή σχεδόν είκοσι φορές η έκταση της Ιλιάδας. Καταγράφει συνειρμικά τα όνειρά του, μα δεν είναι ο συνειρμός που τον παρασύρει, αλλά ο ίδιος ο Ασκληπιός. Ο θεός Σωτήρας που του δίνει εντολές παράδοξες μέσα από όνειρα, τον κάνει να περπατήσει ανυπόδητος μέσα στο καταχείμωνο. Να ταξιδέψει και να ναυαγήσει. Όλα περιστρέφονται γύρω από τον Αίλιο Αριστείδη. Το πλοίο δε θαλασσοδέρνεται απλώς, ολάκερο πλοίο κινδυνεύει μόνο και μόνο για να καθαρθεί ο ρήτοράς μας. Ο καιρός χαλάει κι ο βοριάς είναι άγριος συναρτήσει της σχέσης Αριστείδη και Ασκληπιού. Στην δικαιοδοσία του θεού βρίσκεται η αφήγηση, αλλά και η ίδια η ζωή του. Ο θεός της Επιδαύρου κάνει τον αστερισμό του Ηνιόχου να εμφανιστεί μονάχα για τον ρήτορα. Κάπως σαν το στίχο «Τ’ αστέρια σβήνουνε όταν με θωρεί».
Οι φρικώδεις, πάντοτε εντυπωσιακές εικόνες που βλέπει ο Αίλιος Αριστείδης στον ύπνο του δεν έχουν προηγούμενο: ο θεός τον καλεί να αποκόψει μέλη του σωματός του προκειμένου να θεραπευθεί. Να κάνει φλεβοτομίες, για να φύγει το άρρωστο αίμα. Η φαντασία δεν έχει όρια, ενώ ο ρήτορας εντός των ενυπνίων του γίνεται και λεξιπλάστης, φτιάχνοντας όπως οι υπερρεαλιστές νέες λέξεις ωσάν το άπαξ «μοιρονόμος». Διότι είναι η μοίρα του να συγχέει το πραγματικό με το φανταστικό, αυτό που ζει το βλέπει πρώτα στον ύπνο του, βρίσκεται σε μια αέναη κατάσταση εγρήγορσης και αυτοπροβαλλόμενης καταληψίας.
Οι άλλοι; Υπάρχουν άλλοι για τον Αίλιο Αριστείδη; Ποια είναι τα like του; Φυσικά και υπάρχουν άλλοι, όμως ακόμα και οι άλλοι βλέπουν όνειρα σχετικά με τον ίδιο. Γυναίκες; Ναι, ως αυτοεπαινετική παροιμία «Ή να παντρευτείς μια τέτοια γυναίκα ή να μην παντρευτείς καθόλου». Και είναι μόνος του, ο ίδιος, ο θλιμμένος αυτός άνθρωπος και η γυναίκα και ο άνδρας και όλα του. Δεν χρειάζεται κανέναν ο Αίλιος Αριστείδης γιατί αυτός ο ίδιος είναι όλα και όλοι. Οι υπόλοιποι αρρωσταίνουν με ευλογιά, εκείνος τελευταίος γιατί τον προστατεύει ο θεός. Η θεά Αθηνά εμφανίζεται στον άρρωστο ξύπνιο του, οι άλλοι νομίζουν πως παραληρεί (γελασμένοι) κι η Παλλάδα του υπενθυμίζει πως αυτά που διαβάζει στην Οδύσσεια δεν είναι παραμύθια, αλλά ο ρήτορας είναι και Οδυσσέας και Τηλέμαχος μαζί και οφείλει να δείξει καρτερικότητα, ώσπου να τον σώσει. Και τελικά τον σώζει. Διότι η ιστορία του ξεπερνά την Οδύσσεια. Μάλιστα κύριοι. Είναι πολλές οδύσσειες μαζί, η μια μέσα στην άλλη.
Άκου δω Αίλιε, το και το
Η φύση υπακούει στα θεόσταλτα όνειρά του. Ο ποταμός χαμηλώνει τα παγωμένα του νερά προκειμένου ο θεοπάλαβός μας να λουστεί και να μην ξεπαγιάσει. Γίνονται σεισμοί, πόλεις ολόκληρες καταστρέφονται, τίποτε δεν μένει όρθιο, αλλά εκεί που βρίσκεται ο Αίλιος Αριστείδης δεν συμβαίνει τίποτε. Γιατί; Μα γιατί φυσικά τον έστειλε εκεί ο Ασκληπιός. «Πώς θα με έστελνε εδώ ο Ασκληπιός αν επρόκειτο να κινδυνεύσω;» Κι έτσι κάπως σώζεται ολόκληρο το Λανείο, επειδή ο θεός αγαπά τον κλέφτη μα αγαπά και το νοικοκύρη. «Δεν πρόκειται να συμβεί κανένα κακό» τους καθησυχάζει «Διαφορετικά δεν θα είχα κληθεί στην πόλη!». Μα είναι και μετριόφρων, δεν θέλει να φανεί δημοκόπος, οπότε δεν τους εξηγεί το προφανές, ότι δηλαδή σωθήκατε γείτονες επειδή ΕΓΩ είμαι εδώ. Οι φυσικές καταστροφές συμβαίνουν ή αποτρέπονται ανάλογα με τον αφηγητή μας. Δεν υπερβάλλει. Τα πιστεύει και τα λέει. Η τρικυμία φεύγει από την θάλασσα και μεταφέρεται στο στομάχι του ή φεύγει από το στομάχι του και μεταφέρεται στην θάλασσα. Η πλάτη του τραβιέται σαν το καραβόπανο που κυρτώνει ο άνεμος. Και το καράβι μια άλλη φορά κινδυνεύει, ενώ ο ίδιος σώζεται γιατί έγραψε έναν ύμνο που είδε στον ύπνο του προς τον Απόλλωνα και ο Απόλλωνας του στέλνει οργή και ο Αίλιος δεν παίρνει το καράβι, κι έτσι ανταμοίβεται για το θεόπνευστο έργο του, ενώ οι άλλοι κινδυνεύουν.
Τα ζώα, οι ιερές χήνες επιτίθενται στον Αίλιο Αριστείδη όχι επειδή είναι χήνες, αλλά επειδή τον συνοδεύουν στον χορό προς τιμήν του θεού. Εντολές ιατρικές, συνταγές, επιβεβλημένες δόσεις κρασιού, παραισθησιογόνων και βοτανιών. Ο θεός τον προστάζει να μην τρώει βοδινό ο Ζώσιμος. Ο Ζώσιμος συνεχίζει να τρώει και πεθαίνει, ο δικός μας το αποφεύγει και επιβιώνει.
Μα μέσα στην απελπισία του, ο γοητευτικός μας νάρκισσος δημιουργεί. Γράφει ρητορικούς λόγους, ενώ είναι ασθενής εξασκείται και συνεχίζει να ομιλεί δημοσίως. Και φυσικά βλέπει όνειρα. Ένας επιφανής φιλόσοφος τον ενημερώνει ενυπνίως πως έχει ξεπεράσει σε αξία τον Δημοσθένη. Ο ίδιος ο Πλάτων του ζητά την γνώμη του. «Γράφω αυτή την επιστολή, λες να είναι καλύτερο το έργο μου από εκείνου του τάδε;» Και όχι, δεν ερωτά απλώς τον Αίλιο. Τον ερωτά επειδή ΕΙΝΑΙ ο Αίλιος. Επειδή το έργο του είναι τόσο μεγάλο. Ο φιλόσοφος εξαφανίζεται αφήνοντας τον ρήτορα σε περισυλλογή. Μέσα στο μεγάλο του έργο, το τόσο μεγάλο ώστε σε άλλο όνειρο να βλέπει πως έχει κοινό τάφο με τον Μεγαλέξαντρο γιατι «και οι δύο κερδίσαμε την κορυφή, εσύ Μεγαλέξαντρε, στη στρατιωτική δύναμη, εγώ στην ρητορική!» Τα όνειρα λειτουργούν ως ερμηνεία του έργου του, αλλά και ως πηγή: παιάνας στον Απόλλωνα, ύμνος στην Αθηνά και μια μελωδικότατη επωδός στον Διόνυσο του έρχεται στον ύπνο. Επίγραμμα σταλμένο απ’ το θεό χαράσσεται στην μνήμη του κι εκείνος μαγικά το δένει και το καταγράφει. Ολόκληρος λόγος ρητορικός καταφθάνει στο μυαλό του μέσα από όνειρο, καταγράφεται και εκφωνείται.
«Μου ήρθαν πολλά και θαυμαστά οράματα, που με οδήγησαν στην Επίδαυρο, τον ιερό τόπο του θεού. ‘Ενα από εκείνα τα πρώτα οράματα είναι το παρακάτω.»
Μα ας σταματήσω να ιστορώ τα απίστευτα και ας πάω στο ίδιο το βιβλίο. Είναι γεγονός πως ο Αίλιος Αριστείδης στο συγκεκριμένο αυτοβιογραφικό κείμενο δεν ακολουθεί κανέναν αφηγηματικό κανόνα. Ή μάλλον ακολουθεί τον απόλυτο συνειρμό. Και τι καταφέρνει η παρούσα έκδοση, η δεύτερη μετάφραση του Αιλίου στα νέα ελληνικά μετά την μυστηριωδώς εμφανισθείσα πρώτη;
Κατ’ αρχάς ως μετάφραση είναι περισσότερο ρέουσα. Ο Αίλιος Αριστείδης αρέσκεται, ως ρήτωρ, σε μακροπερίοδο λόγο και ρητορικά σχήματα. Στην δεύτερη μετάφραση ο μακροπερίοδος λόγος, πώς να το κάνουμε, είναι πιο αναγνώσιμος, έτσι, σπασμένος σε μικρές προτάσεις. Κι όσο και να το τραβάμε, η λέξη «επιγραφή» (μετάφραση Α’) στα νέα ελληνικά μου θυμίζει ταμπέλα καταστήματος, όχι «επίγραμμα»(μετάφραση Β’) δηλαδή ποιητική σύνθεση, κάτι που όντως είναι. Κι επίσης, δεν γίνεται να θεωρεί ο Αριστείδης την αναφορά στους επαίνους των άλλων ως «εκτός θέματος» (μτφρ. Α’)-ωσάν να διόρθωνε Έκθεση στο Γυμνάσιο- αλλά μάλλον «έξω από τα σχέδια και τις προθέσεις» του (μτφρ. Β’). Κι άλλα τέτοια πολλά.
Δεύτερο και σημαντικότερο, οι δύο Εισαγωγές. Η πρώτη, ονομάζεται «Διαδρομές στον βίο…» και ο μόνος άξονας που ακολουθεί είναι ο χρονολογικός. Ενδιαμέσως χάνεσαι στις πληροφορίες, που είναι πολλές, ωραίες, αλλά αραδιασμένες βιαστικά και αγχωμένα. Δεν θέλω να αγχώνομαι (και) όταν διαβάζω για κάτι που δεν ξέρω. Στην δεύτερη αντίθετα, το αταξινόμητο υλικό του Αιλίου μπαίνει σε σειρά. Πρώτα τα βιογραφικά του στοιχεία. Συνοπτικά, μεστωμένα. Κατόπιν, το έργο του ρήτορα. Ένταξη στην εποχή, ανάλυση βασικών εργογραφικών ερωτημάτων. Στη συνέχεια, το ίδιο το έργο των Ιερών Λόγων. Πέντε σελίδες μπαμ μπαμ, κατάλαβα τι παίζει. Τα θέματα του έργου : Αρρώστιες, Όνειρα και Ρητορική. Ταξινόμηση του υλικού. Τέλος, το ερώτημα για το πέρας των Ιερών Λόγων τι λένε οι μελετητές, τι φαίνεται στο ίδιο το έργο. Η σχέση Ασκληπιού – Αριστείδη και η πώς γράφτηκαν οι Ιεροί Λόγοι. Αναδιοργάνωση των ονείρων και επανασύνθεση του υλικού. Τι είναι τελικά οι Ιεροί Λόγοι; Μια όμορφη ρομαντική ιστορία που υπακούει στο σχήμα ΜΑΖΙ-ΧΩΡΙΑ-ΜΑΖΙ, ένα ατελές ρομάντζο αυτοβιογραφικής φύσεως. Εραστής ο Αίλιος Αριστείδης, ερωμένη η ρητορική, χωρισμός στους λόγους 1-3, περιπέτειες για επανένωση στους λόγους 4-5. Μάλιστα. Εντάξει, κατάλαβα.
«Έχεις δέκα χρόνια από μένα και τρία από τον Σάραπη».
Θα αναρωτηθεί κανείς γιατί χρειάζεται τόση εισαγωγή και τόσο τακτοποιημένη. Ομοιάζει με μάθημα, αυτό είναι γεγονός. Αλλά αν δεν γίνει αυτό το μάθημα, αν δεν μπει σε σειρά η θεόσταλτη συγγραφή του Αιλίου Αριστείδη, τότε δύσκολα διαβάζεται το κείμενο μονάχο του. Χρειάζεται, διότι αυτό το οποίο ακριβώς δεν κάνω σε αυτό εδώ το κείμενο, να τα βάλω σε μια σειρά, αυτό είναι που σε κινητοποιεί να διαβάσεις ένα βιβλίο. Διότι είπαμε, ο Αίλιος Αριστείδης είναι ένας νάρκισσος, και οι νάρκισσοι τα έχουν καλά μόνο με τον εαυτό τους. Δεν χαρίζουν κάστανα, δεν σου δίνονται εύκολα. Έτσι και ο ρήτοράς μας.
Τέλος, στην δεύτερη μετάφραση υπάρχουν δύο επίμετρα. Στο πρώτο γίνεται μία σύνδεση των Ιερών Λόγων με ένα άλλο θεο-πάλαβο κείμενο, τα Οράματα και Θάματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη, όπου ο Στρατηγός μας αφηγείται την ιδεοληπτική σχέση του με το θείο, την Παναγία και τους αγίους. Είναι ομολογουμένως διαβολικές οι ομοιότητες! Στο δεύτερο επίμετρο καταδεικνύεται η υπερρεαλιστική χροιά στο κείμενο του ρήτορα, η οποία δείχνει να στέκει απολύτως, αφού τι άλλο κάνει παρά να συγχωνεύει τις δύο καταστάσεις, το όνειρο με την πραγματικότητα σε ένα είδος απόλυτης πραγματικότητας, την δική του υπερπραγματικότητα. Αυτό δηλαδή που ήθελαν μελλοντικά να επιτύχουν οι υπερρεαλιστές και ο Μπρετόν στο «Μανιφέστο» του, ο Αίλιος Αριστείδης το επιτυγχάνει τόσα χρόνια πριν. Είναι λοιπόν έναυσμα για περαιτέρω σύγκριση το δεύτερο επίμετρο.
Πλην όμως, τι χρειάζονται όλα αυτά; Και πού διάολο κολλάει το facebook; Το είπα ήδη. Στην σημερινή ναρκισσιστική εποχή, που δείχνει να αφήνει ανθρώπους κενούς με το διαδικτυακό αυτό σύστημα αυτοέρωτος, ο Αίλιος Αριστείδης είναι μια ενδιαφέρουσα αντιπρόταση. Σα να μας λέει ότι «Κοίτα, εμείς κάποτε μπορούσαμε να ψωνιζόμαστε, αλλά να κάνουμε και κάτι. Να παράγουμε ένα κάποιο έργο. Ψωνισμένο; Ψωνισμένο. Αλλά έργο. Όχι πόζες και μουτσούνες και από μέσα τίποτα. Όχι απ’ έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα. Τ’ ανάποδο μάλλον. Απ’ έξω αρρώστια κι από μέσα ισορροπία». Κάτι τέτοιο.
Parthenon ~ Dithyramb Translated by Ilias Kolokouris
[Written one evening on the steps of the Parthenon].
The Battlefront is me.- And My evil Enemies barbarism,
My enemies’ mania and grudge, – And all the evil that they wanted That’s Me – the evil that – Ruins before Me, and smithereens, and ashes. Me For I am the Battlefront… * I’m looking all around heavily. And everywhere I send My glance.
And I send it to the sweetest blurry seas where the bitter sunset settles down, – And to immaterial mountaintops I send my glance, And for a cloak the golden stars I take. For I am the Battlefront, I am, I am …
* A Titan Flower Me. And from the depths of the ages I shall rise, -I am the Stone, the Thought, and the Marble – the Lily. And I shall not wither nor fade, nor shall I budge. The Marble, the Lily, the Stone, the Thought. And I remember, and I remember, and I bitterly bitter, And I weep not – only sleep heavily.
* All around me, Pilgrims deserted, Passers-by The Pilgrims and the Passers-by, Amongst the Columns and the Stylobate Pillars, They come and go With the summers and the white snow, Amongst the Pillars the Pilgrims, And the walk, all around they walk by, And they don’t even cry, They just pass by And look at I.
Πρώτη δημοσίευση του διηγήματος στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου
αρχικά στην εφημερίδα «Ελευθερία», 26-4-1953, Τη δημοσίευση κοσμούσε και σκίτσο που ίσως είναι του Μίνου Αργυράκη.
Η παράδοση του αθάνατου Δημοφώντος προέρχεται από τον ομηρικό ύμνο προς την Δήμητρα, καθώς η Δήμητρα φύλαξε το βρέφος Δημοφώντα στην προσπάθειά της να τον κάνει αθάνατο. Ο Λαπαθιώτης λοιπόν μυθογραφει επί του υπάρχοντος ομηρικού ύμνου, τον οποίο φαίνεται να μελετά είτε ως μυημένος είτε ως λόγιος αρχαιομαθής.
Then Demeter, with the beautiful garlands in her hair, addressed her:
225 “Woman, I wish you kharis back, and then some. May the gods give you good things.
With positive intentions, I will take your little boy as you tell me to.
I will nourish him, and I do not expect that, through the inadvertence of her nursemaid,
he would perish from a pestilence or from the Undercutter.[22]
I know an antidote[23] that is far more powerful than the Woodcutter;[24]
230 I know a genuine remedy for the painful pestilence.”
Having so spoken, she took the child to her fragrant bosom,
in her immortal hands. And the mother [Metaneira] rejoiced in her mind.
And thus it came to pass that the splendid son of bright-minded Keleos,
Dêmophôn,[25] who was born to well-girded Metaneira,
235 was nourished in the palace, and he grew up like a daimôn,
not eating grain, not sucking from the breast. But Demeter
used to anoint him with ambrosia, as if he had been born of the goddess,
and she would breathe down her sweet breath on him as she held him to her bosom.
At nights she would conceal him within the menos of fire, as if he were a smoldering log,
240 and his philoi parents were kept unaware. But they marveled
at how full in bloom he came to be, and to look at him was like looking at the gods.[26]
When he reached the age of thirty, Demophon, the virtuous, though young philosopher, with the beautiful body and the blue dreamy eyes, the disciple of Protagoras and Plato, decided to close his youth at once, and withdraw as an ascetic; long before the Christian ascetics and the various stelites appeared, Demophon had done it first spontaneously and in full conscience, except that he was not driven, as they were later, by faith and fanaticism, but – and this is the great thing – he was driven by complete and utter unfaithfullness…
So he withdrew to a cave, in a deserted valley of Boeotia, not far from Orchomenos, and lived there for some time, completely alone, with only a supply of food, an earthen hydria, and a hard mattress to rest on at night; the reason that brought him there, was not the ordinary disappointment of daily vulgar life, nor any sad love (he had perhaps never loved, what we call love), but the same problem of life, the central, great and indeterminate problem, which is destined to elude forever, and which no offered interpretation satisfies! He had delved a great deal, and systematically, into this complex and elusive question, and had given it various solutions here and there from time to time, until suddenly, after he had with a thousand labours and agonies established some system that was somehow sound and final, according to the then prevailing notions, he suddenly lost his support one fine morning and found himself again alone and uninformed, facing the unknown.
There were moments when his thoughts besieged the unknown, from all sides, so closely that he thought perhaps a little more and he would reach the very core of the problem, and perhaps these few moments were the furthest point that human intellect reaches, but he was especially convinced that there can only come a day when humanity will solve it once and for all (who would have known that after two thousand years we will always be in the same question! )… He was so absorbed by this obsession and had used up all his intellectual resources to such an unlimited extent that two grooves had been prematurely carved into his forehead, that wondrous adolescent forehead, crowned with curly hair, which Cebes, the epigram maker, had once praised in one of his famous epigrams!
One night he made the great decision, to resort to an evasion, and thus await the end of his life; might even the primary, the natural, the normal life, have restored to him the serenity of his soul, and brought him back, unconsciously, to his original fatal destiny, which he had perhaps renounced-who knows?
One evening, as he was alone, looking at the stars – it must have been in the middle of the Metaglietian month – it seemed to him in his recollection, as if someone had come and stood beside him; he turned his head, wondering, and saw a shadow, something like one wrapped in a veil, and not exactly in the shape of a man; it stood there beside him, and did not speak at all, nor did it seem to have any real life. She only gave him a nod, to come nearer. The Demophon tightened the tunic around his body and came closer. It was standing on the edge of a rock, and it looked like it had been cut into the rock.
Then she said to him in a mysterious voice:
– I know who you are, and what you want. Come with me and learn all about it.
And the Demophon took after her, without hesitation, so withdrawn was he from the mundane worldly pleasures and his attention had turned elsewhere. After they had walked for a long time through the darkness, they came to a cave; there in the rock was a door, hermetically closed; the door immediately opened alone, and then they entered a tunnel that led to an underground crypt vast with galleries and passages. At first Demophon could see nothing; but by and by a light, coming from an unknown source, as indefinite as the light of the first crack, dimly illuminated all things, as if it came right out of things, and had a supernatural source; and when he turned his eyes again to the shadow, now standing in the middle, he saw an exquisite beauty in her face, something supernatural poured into her form as if it were some appearance of a brilliant supernova. And then Demophon felt in his soul something solemn and solemn, which was not the terror of the unknown but the awe of the supernatural!
And his attention again stopped at the shadow, and he waited to see what it would say to him.
And the shadow looked him well into his eyes and said :
– Do you always have the same question in your mind?
– Yes, always.
And then the following dialogue took place between them; for a moment Demophon could believe that it was one of the everyday chit-chat that were common in those days in the gymnasiums and the studies he attended.
– Do you hope that your question will somehow be satisfied one day?
– I do not know; it is my duty to hope so.
– On what do you depend for that?
– On the Unknown; since it is the Unknown no one can predict what may bring tomorrow…
– Hast thou any datum, any given fact that this question of thine has ever been solved, and by any one, or that the Unknown has even now shown its favour to mortal man?
– And how can I know, if tomorrow it does not do so in its omnipotence, how can I even know that, since I know nothing exactly!….
– So you walk thus, without any definite conviction.
– Sometimes I almost think I am getting very close to the final truth.
– Has the suspicion never occurred to you, perhaps, that no matter how close you are to the truth, you are always just as far from it as you are not exactly in possession of it?
– I almost think I know that too.
– And then?
– I don’t know; I’m waiting.
– What then can you expect, since you always have the same means?
– I have no more to spare.
– Conclusion?
– None! I have no other exit to choose from.
– If you had, would you follow it?
– It’s the only reason I move and breathe! That’s exactly what I always hope for.
Then the shadow nodded to him, to come even closer and showed him two doors carved into the rock that were now seemingly revealed on opposite sides of the magical cave.
– Here, take a good look at these two doors; one of them leads to normal life; whoever passes through this door will be freed from the weight of his thoughts and will return again to the world, to live as myriads of beings live without any question on their lips, following their fatal line, existing only to sustain themselves, never looking for the why!
The other door leads to full knowledge – or rather puts an end to this limited life, for those who have strayed from their original destiny. Choose which one you want to follow.
The shadow was now almost entirely tilted on his face; and then he saw at once in a sudden flash of mind that he had been so long all alone entirely, talking to himself!
Then the Demophon stood up in a rage, and cried out in a piercing voice :
– The door that leads to full knowledge – or rather puts an end to this limited life, for those who have strayed from their original destination!…
And Demophon advanced to the door with his head proudly raised, with a deep smile of triumph, like a demigod!
A dry crack only sounded, and something rolled heavily in the darkness.
And the tradition came out that Demophon, the virtuous philosopher, the disciple of Protagoras and Plato, at the time was practicing in a cave in a deserted valley of Boeotia, not far from Orchomenos, one night about the middle of Metagitinius, while he was looking for some water to fill his hydria, not seeing well in the dark, he fell into a chasm, and was lost in the deep precipice. –
So one night Demophon was snatched up, rising away from the visible world, because he wished to know what man will never learn as he goes through the circle of his life.
Translation: Ilias K. Kolokouris
Ναπολέων Λαπαθιώτης : Ο Δημοφών κι ο θάνατος
Σαν έφθασε στα τριάντα του χρόνια, ο Δημοφών, ο ενάρετος, αν και νεαρός φιλόσοφος, με την ωραία κορμοστασιά και τα γαλάζια τα ονειρώδη μάτια, ο μαθητής του Πρωταγόρα και του Πλάτωνα, αποφάσισε να κλείσει ξάφνου δια μιας τη νεότητά του, και ν΄ αποτραβηχθή σαν ασκητής· πολύ πριν να φανούν οι Χριστιανοί ασκητές κι οι διάφοροι στηλίτες, ο Δημοφών το είχε κάνει πρώτος αυθόρμητα κι εν πλήρει συνειδήσει, με τη διαφορά πως δεν τον έσπρωχνε, καθώς αυτούς αργότερα, η πίστη κι ο φανατισμός, αλλά – κι αυτό είναι το σπουδαίο – εξ εναντίας η πλήρης κι η απόλυτη απιστία…
Αποτραβήχθηκε λοιπόν σε μια σπηλιά, σε μια έρημη κοιλάδα της Βοιωτίας, όχι μακριά απ΄ τον Ορχομενό, κι έζησε εκεί για κάμποσο διάστημα, μόνος εντελώς, με μια προμήθεια μοναχά τροφής, μια χωματένια υδρία, κι ένα σκληρό στρώμα, για ν΄ αναπαύεται τη νύχτα· ο λόγος που τον έφερε ως εκεί, δεν ήταν η συνηθισμένη απογοήτευση της καθημερινής χυδαίας ζωής, μήτε καμιάν αγάπη θλιβερή (δεν είχε ίσως ποτέ αγαπήσει, αυτό που λέμε αγάπη), αλλά το ίδιο πρόβλημα της ζωής, το κεντρικό το μέγα κι ακαθόριστο, που είναι γραφτό αιωνίως να διαφεύγει και που καμιά προσφερομένη του ερμηνεία δεν ικανοποιεί! Είχε πολύ εμβαθύνει, και συστηματικά, μέσ΄ στο πολύπλοκο κι ασύλληπτο αυτό ζήτημα, και του είχε δώσει λύσεις διάφορες εδώ κ΄ εκεί κατά καιρούς ως που απότομα, αφού είχε με χίλιους κόπους κι αγωνίες θεμελιώσει κάποιο σύστημα βάσιμο κάπως και τελειωτικό, σύμφωνα με τις τότε κρατούσες αντιλήψεις, έχανε ξαφνικά το στήριγμά του ένα καλό πρωί και ξαναβρισκόταν μόνος και αμαθής, απέναντι του αγνώστου.
Ήταν στιγμές που το πολιορκούσε η σκέψη του, απ΄ όλες τις μεριές, τόσο στενά που ’λεγε λίγο ακόμα ίσως και θα ’φθανε στον ίδιο τον πυρήνα του προβλήματος κι ίσως αυτές οι λιγοστές στιγμές να ήταν το πλέον απώτατο σημείον, που φθάνει η ανθρώπινη διανόηση, ιδίως όμως ήταν πεισμένος, πως δε μπορεί παρά να ΄ρθει μια μέρα που η ανθρωπότης θα το λύσει οριστικά (πού να ’ξερε πως ύστερα από δυο χιλιάδες χρόνια θα ’μαστε πάντοτε κι εμείς στην ίδιαν απορία!)… Είχε τόσο πολύ απορροφηθεί από την έμμονην αυτήν ιδέα και είχε καταναλώσει όλα τα πνευματικά του εφόδια σε τέτοιο απεριόριστο σημείο, ώστε δυο αυλάκια πρώιμα είχαν χαραχθεί στο μέτωπό του, το θαυμαστό του εφηβικό εκείνο μέτωπο, το στεφανωμένο με σγουρά μαλλιά, που ο Κέβης, ο επιγραμματοποιός, το είχε υμνήσει κάποτε, σ΄ έν’ από τα ξακουστά επιγράμματά του!
Μια νύχτα πήρε τη μεγάλη απόφαση, να προσφύγει σε μιαν υπεκφυγήν και να περιμείνει έτσι το τέλος της ζωής του, μπορούσε ακόμα κι η ζωή η πρωτογενής, η κατά φύση, η κανονική, να του αποκαθιστούσε τη σαλευθείσα τη γαλήνη της ψυχής του, και να τον επανέφερε, ασυναίσθητα, στον αρχικό μοιραίον προορισμό του, που είχεν ίσως απαρνηθεί – ποιος ξέρει…
Ένα βράδι, καθώς ήταν μόνος και κοιτούσε τ΄ άστρα – θα ήταν κατά τα μέσα του Μεταγειτνιώνος – του εφάνη μες στη συλλογή του, σαν κάποιος να ήρθε και να εστάθη δίπλα του· γύρισε το κεφάλι, απορημένος και είδε μια σκιά, κάτι σαν τυλιγμένο σ΄ ένα πέπλο, και που δεν είχεν ακριβώς το σχήμα ανθρώπου· στεκόταν εκεί δίπλα του και δεν μιλούσε διόλου, μήτε φαινόταν να έχει ζωή πραγματική. Του ’κανε μοναχά ένα νεύμα, να πλησιάσει. Ο Δημοφών έσφιξε τη χλαμύδα γύρω στο κορμί του και πλησίασε. Ήταν ορθή στην άκρη ενός βράχου, κι έμοιαζε σαν κομμένη μέσ΄ στο βράχο.
Του είπε τότε με μυστηριώδη φωνή :
— Ξέρω ποιος είσαι, και τι θέλεις. Έλα μαζί μου να τα μάθεις όλα…
Κι ο Δημοφών την πήρε το κατόπι, δίχως να διστάσει, τόσο ήταν αποτραβηγμένος απ΄ τα εγκόσμια κι η προσοχή του ήταν στραμμένη αλλού. Αφού περπάτησαν πολλή ώρα μέσ΄ στα σκοτεινά, έφθασαν εμπρός σε μια σπηλιάۤ· εκεί στο βράχο ήταν μια θύρα, ερμητικά κλεισμένη· η θύρα αμέσως άνοιξε μονάχη, και τότε εκείνοι μπήκαν σε μια σήραγγα που οδηγούσε σε μια υπόγεια κρύπτη αχανή, με στοές και με διαδρόμους. Στην αρχή ο Δημοφών δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτε· σιγά-σιγά όμως ένα φως, άγνωστο πώς ερχόμενο, απροσδιόριστο καθώς το φως της πρώτης χαραυγής, φώτισε αμυδρά όλα τα πράγματα, σα να ‘βγαινε ακριβώς μέσ΄ απ΄ τα πράγματα, και να είχε μια πηγή υπερφυσική· κι όταν πάλι γύρισε τα μάτια του στη σκιά, που τώρα ήταν σταματισμένη μέσ΄ στη μέση, είδε μιαν εξαίσιαν ομορφιά στο πρόσωπό της, κάτι υπερκόσμιο χυμένο στη μορφή της σα να ήταν κάποια εμφάνιση ενός λαμπρού υπερπέραν. Και τότε ο Δημοφών αισθάνθηκε μέσ’ στην ψυχή του, κάτι επίσημο και κατανυκτικό, που δεν ήταν ο τρόμος του αγνώστου αλλά το δέος του υπερφυσικού!
Κι η προσοχή του πάλι σταμάτησε στη σκιά, και πρόσμενε να δη τι θα του πει.
Κι η σκιά τον κοίταξε καλά-καλά στα μάτια και του είπε :
— Έχεις στο νου σου πάντα την ίδιαν απορία;
— Ναι, πάντα.
Και τότε διημείφθη αναμεταξύ των ο επόμενος διάλογος· για μια στιγμή ο Δημοφών μπορούσε να πιστέψει πως ήταν μια απ΄ τις καθημερινές συνομιλίες που ήταν συνηθισμένες τότε στα γυμνάσια και στα σπουδαστήρια που φοιτούσε.
— Ελπίζεις η απορία σου αυτή να ικανοποιηθεί κάπως μια μέρα;
— Δεν ξέρω· έχω καθήκον να το ελπίζω.
— Πού βασίζεσαι τάχα ως προς αυτό;
— Στο Άγνωστο· εφόσον είναι το άγνωστο κανένας δε μπορεί να προδικάσει κείνο που μπορεί να κάμει αύριο…
— Έχεις κανένα δεδομένον, πως η απορία σου αυτή έχει λυθεί ποτέ, και από κανένα, ή πως το άγνωστο έχει δείξει ίσαμε τώρα την εύνοιά του σε άνθρωπο θνητόν;
— Και πώς μπορώ να ξέρω, αν αύριο δεν το κάμει στην παντοδυναμία του, πώς μπορώ να ξέρω καν αυτό, εφόσον τίποτε ακριβώς δεν ξέρω!…
— Ώστε βαδίζεις έτσι, χωρίς καμιά πεποίθηση ορισμένη.
— Πολλές φορές σχεδόν θαρρώ πως φθάνω πολύ κοντά στην τελικήν αλήθεια.
— Δε σου ήρθε κάποτε ίσως η υποψία, πως οσοδήποτε κοντά κι αν είσαι στην αλήθεια, πάντα είσαι το ίδιο μακριά απ΄ αυτήν, όσο δεν την κατέχεις ακριβώς;
— Σχεδόν νομίζω πως κι αυτό το ξέρω.
— Και τότε;…
— Δεν ξέρω· περιμένω.
— Τι λοιπόν μπορείς να περιμένεις, αφού διαθέτεις πάντα τα ίδια μέσα;
— Δε μου μένουν άλλα να διαθέσω.
— Συμπέρασμα;
— Κανένα! Δεν έχω άλλη διέξοδο να εκλέξω.
— Αν είχες θα την ακολουθούσες;
— Μόνο γι΄ αυτό κινούμαι και αναπνέω! Αυτό είναι ακριβώς που πάντα ελπίζω.
Τότε η σκιά του ’κανε νεύμα να πλησιάσει ακόμα πιο κοντά και του ’δειξε δυο θύρες σκαμμένες μέσ΄ στο βράχο που είχαν τώρα λες φανερωθεί στις δυο αντίθετες μεριές του μαγικού σπηλαίου.
— Να, κοίταξε καλά τις δυο αυτές θύρες· η μια οδηγεί προς την κανονική ζωή· όποιος περάσει από τη θύρα αυτή θα λυτρωθεί απ΄ το βάρος της σκέψης του και θα επιστρέψει πάλι μέσ΄ στον κόσμο, να ζήση καθώς ζουν μυριάδες όντα χωρίς καμιάν ερώτηση στα χείλη, ακολουθώντας τη μοιραία γραμμή τους, να υπάρχουν μόνο για να συντηρούνται, μην ψάχνοντας για το γιατί ποτέ!
Η άλλη οδηγεί στην πλήρη γνώση – ή μάλλον θέτει τέρμα στην περιορισμένη αυτή ζωή, για όσους εξέκλιναν από τον αρχικό τον προορισμό τους. Διάλεξε ποια θες ν΄ ακολουθήσεις.
Η σκιά είχε γείρει τώρα ολόκληρη σχεδόν στο πρόσωπό του· και τότε είδε διαμιάς σε μιαν αιφνίδιαν έκλαμψη του νου πως τόσην ώρα ήταν μόνος εντελώς και μιλούσε με τον ίδιο τον εαυτόν του!
Τότε ο Δημοφών σηκώθηκε έξαλλος, και κραύγασε με διάτορη φωνή :
— Τη θύρα που οδηγεί στην πλήρη γνώση – ή μάλλον θέτει τέρμα στην περιορισμένη αυτή ζωή, για όσους εξέκλιναν από τον αρχικό τον προορισμό τους!…
Κι ο Δημοφών προχώρησε στη θύρα με το κεφάλι αγέρωχα υψωμένο, μ΄ ένα βαθύ χαμόγελο θριάμβου, σαν ημίθεος!
Ένας κρότος ξερός μονάχα ακούστηκε και κάτι κύλησε βαριά στα σκοτεινά.
Έτσι ανηρπάγη ένα βράδυ ο Δημοφών, μέσ΄ από τον ορατό τον κόσμο, επειδή θέλησε να μάθει, ό,τι δεν πρόκειται ποτέ να μάθει ο άνθρωπος όσο διανύει τον κύκλο της ζωής του.
Και βγήκε κι η παράδοση ότι ο Δημοφών, ο ενάρετος φιλόσοφος, ο μαθητής του Πρωταγόρα και του Πλάτωνα, την εποχή που ασκήτευε σε μια σπηλιά, σε μια έρημη κοιλάδα της Βοιωτίας, όχι μακριά απ΄ τον Ορχομενό, ένα βράδυ περί μέσα του Μεταγειτνιώνος, ενώ έψαχνε να βρει λίγο νερό για να γιομίσει την υδρία του, μη βλέποντας καλά στα σκοτεινά, έπεσε σ΄ ένα βάραθρο, κι εχάθη.-
Ο Περικλής Γιαννόπουλος, σύμφωνα με την εγγραφή στο Μητρώο Αρρένων του Δήμου Πατρέων γεννήθηκε το 1871 στην Πάτρα. Σπούδασε στο Α’ Γυμνάσιο Αρρένων της πόλεως, από το οποίο αποφοίτησε το 1886, τα ίδια χρόνια με τον Ανδρέα Καρκαβίτσα και τον Δημήτριο Γούναρη. Το Α’ Γυμνάσιο τότε βρισκόταν στην Πλατεία Βασιλίσσης Όλγας (σήμερα Πλατεία Όλγας). Το κτήμα της οικογένειάς του βρισκόταν στη θέση “Μποζαΐτικα” στα περίχωρα των Πατρών. Πλησίον του σημερινού “Πόρτο Ρίο”. Ωστόσο, οι πληροφορίες παραμένουν συγκεχυμένες για την οικογενειακή του καταγωγή ως προς τον πατέρα του. Στην πρώτη έκδοση του Ιστορικού Λεξικού των Πατρών του ιστοριοδίφη των Πατρών Κωνσταντίνου Τριανταφύλλου διαβάζουμε για τον Γιαννόπουλο:
Η Σοφία Λασκαρίδου, κόρη του Λάσκαρη Λασκαρίδη, της παλαιάς οικογενείας με καταγωγή από τον Πρίγκηπα της Τενέδου Εμμανουήλ, το γένος Χρηστομάνου, γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου 1876 και πέθανε στις 13 Νοεμβρίου 1965, στην Αθήνα. Σύμφωνα με την ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς της, η οποία βρέθηκε στο προσωπικό της κασελάκι, που πρόσφατα διέσωσε ο Δημήτρης Παπαγεωργόπουλος, υπεύθυνος του Αρχείου Νεοελληνικής Τέχνης «Σοφία Λασκαρίδου», φαίνεται πως η πρωτοποριακή ζωγράφος συστηματικά πείραζε την ημερομηνία γεννήσεώς της, με μία συγκινητική διάθεση μυθοπλασίας. Λίγο μετά την αυτοκτονία του αγαπημένου της, κι αφού μαζί με την αγαπητή φίλη της Νένη περιποιήθηκαν και μύρωσαν το νεκρό σαν κούρου σώμα του, η Σοφία αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Έζησε όμως ως τα βαθιά γεράματα, ζωγραφίζοντας και οπλοφορώντας. Αν και ως τη δεκαετία του ’30 αρνείτο να το παραδεχτεί επωνύμως, πρόλαβε λίγο πριν πεθάνει να αφηγηθεί την ζωή της και τον μυθιστορηματικό έρωτά της για τον Περικλή Γιαννόπουλο, στο συμπλήρωμα της Αυτοβιογραφίας της το 1960, με τίτλο “Από το Ημερολόγιό μου : Μια αγάπη μεγάλη”:
“Η μεγαλύτερη ευτυχία, μα και η πιο μεγάλη δυστυχία της ζωής μου, γεννήθηκε από μια μοιραία συνάντησι. Ερχόταν αντίθετα από μένα, λίγα βήματα μας χώριζαν. Στάθηκε, άθελα· στάθηκα κι εγώ. Τα μάτια μας συναντήθηκαν. Έβγαλε το καπέλλο. Σαν φωτοστέφανος έλαμψαν τα χρυσά του μαλλιά γύρω στο αγγελικό κεφάλι με τον γαλάζιο ουρανό στα μάτια. Τον κύτταξα αχώρταγα μα κι αυτός δεν ξεκολλούσε τα μάτια του από τα δικά μου.
-Με συγχωρείτε, ψιθύρισε. Η ομορφιά σας μ’ εθάμπωσε!
-Κι εμένα η δική σας.
Χαιρέτησε, προσπέρασε, γύρισε πίσω το κεφάλι, κι εγώ την ίδια στιγμή γύρισα το δικό μου. Χαμογελάσαμε κι οι δυο. Αυτό ήταν.
-Ποιος να είναι ; αναρωτιόμουν, άγνωστος για μένα.
Μεγάλωσα στην εξοχή, στην ερημιά της Καλλιθέας. Σπάνια ανέβαινα στην Αθήνα. Κάθε Κυριακή το απόγευμα, έβλεπα μόνο, στο σπίτι των γονέων μου που δέχονταν, τους φίλους και τους γνωστούς μας.
Την Κυριακή, έπειτα από το συναπάντημα εκείνο, έγινε το απροσδόκητο. Μπαίνει στο σαλόνι μας ο ωραίος άγνωστός μου. Η καρδιά μου σταμάτησε. Προχωρεί, με χαιρετάει και συστήνεται:
-Περικλής Γιαννόπουλος, θαυμαστής σας.
-Ώστε γνωρίζατε ποια ήμουν!-Είναι δυνατόν ! Η φήμη του ταλέντου σας και η ομορφιά σας μου έδωσαν το θάρρος να έλθω σπίτι σας.”
Και πράγματι, η Σοφία Λασκαρίδου, ούσα βεβαίως και ολίγον μεγαλυτέρα του πατρινού Περικλέους, είχε ήδη καταφέρει να γίνει πολύ περισσότερο γνωστή στα σαλόνια των Αθηνών, για το μεγάλο ταλέντο της. Μία διαρκής παρουσία της γίνεται αισθητή και από τα περιοδικά της εποχής αλλά και από τα ευρήματα στο Αρχείο Νεοελληνικής Τέχνης «Σοφία Λασκαρίδου» υπό την επιμέλεια του δεινού συλλέκτη Δημήτρη Παπαγεωργόπουλου. Και όλο νεώτερα ευρήματα έρχονται να αναδείξουν μία πρωτοποριακή ζωγράφο, δυστυχώς αρκετά λησμονημένη σήμερα. Μετά από ιδιωτικά μαθήματα ζωγραφικής στην Αθήνα, η Λασκαρίδου φοίτησε στο Παρίσι, στην Académie Julian, με δασκάλους τους Constant και Laurens. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εισήχθη στην Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου της Αθήνας. Αλλά και αυτό δεν ήταν δεδομένο εκείνα τα χρόνια. Το τάλαντο υπήρχε, αλλά χρειάστηκε δική της δυναμική συνάντηση με τον βασιλιά Γεώργιο τον Α΄, ώστε να αλλάξει ο νόμος το 1903 και να επιτρέπεται να εισάγονται γυναίκες στην Καλών Τεχνών. Δικαιώματα τα οποία σήμερα με τις γυναικοκτονίες αμφισβητούνται πάλι. Το 1907 αποφοίτησε και την επόμενη χρονιά λαμβάνει υποτροφία, πρέπει να φύγει για την Γερμανία. Ο αγαπημένος της αντιδρά; Δεν την ακολουθεί πάντως, και ο έρως τους συνεχίζεται επιστολιμαίος. Η Σοφία ακάθεκτη και δημιουργική συνέχισε τις σπουδές της στην Γερμανία, στο Μόναχο, όπου φοίτησε στην Münchner Künstlerinnenverein. Από εκείνη την περίοδο προέρχονται και οι επιστολές που παρουσιάζομε σήμερα. Εφόσον φεύγει γύρω στα τέλη του 1908, οι επιστολές πρέπει να προέρχονται από τις αρχές του 1909.
Αλλά επιστρέφοντας στην αφήγηση του έρωτά της με τον Περικλή Γιαννόπουλο, διαβάζουμε στο Ημερολόγιό της:
“Γνώρισα καλά την ωραία του ψυχή μέσα στα ιερά μάρμαρα του αγαπημένου μας Παρθενώνα. Άνθη σκορπούσαμε στους βωμούς της Αφροδίτης, λουλούδια πηγαίναμε στην Παναγία, σ’ όλα τα εξωκκλήσια. Βουνά, πλαγιές, ακρογιάλια, κάμπους, χωράφια, όλη την Αττική γη τη γνωρίσαμε, την αγαπήσαμε, περπατήσαμε μαζύ. Και γεννήθηκαν υπέροχα ζωγραφικά έργα και σπάνιες σκέψεις ανταλλάξαμε. Άνθησαν οι ψυχές μας σε αφάνταστο κάλλος δημιουργίας και ενθουσιασμού. Μέρες ολάκερες περπατούσαμε κάτω από τα πεύκα στην ακρογιαλιά της Ελευσίνας. Κοντά μου ξαπλωμένος ο πολυαγαπημένος μου· εδιάβαζε μη τολμώντας να γυρίση το φύλλο του βιβλίου του, μήπως μ’ ενοχλήση…
Μια τέτοια ώρα που ζωγράφιζα ένα ωραίο πεύκο στην ακρογυαλιά του Σκαραμαγκά μου είπε:
-Αν τυχόν αλλάξη η αγάπη σου, εδώ σ’ αυτό το μέρος θ’ αυτοκτονήσω. Θα φύγω για τα μυστικά και ωραία. Θα εξαφανιστώ. Κανένας δεν θα με ξαναϊδή. Θα πάω να συναντήσω τον Χάροντα που θα με περιμένη με την βάρκα του εδώ σ’ αυτή την θάλασσα. Θα έχω έτοιμα τα πορθμεία όσο για μια δεκάρα ελπίζω να μου έχει μείνει στην τσέπη μου, πρόσθεσε γελώντας. Σοβαρεύτηκε και εξακολούθησε.
Ένα κλαδί απ’ αυτό το πεύκο που ζωγραφίζεις τώρα θα πάρω στην αγκαλιά μου σα νά σαι εσύ, και το βραχιόλι που μου χάρισες θα σφίξη το χέρι μου μη αστοχήσει τον κρόταφο το βόλι της απολύτρωσης. Όταν η Μοίρα δεν μπορεί να μας δώση τίποτα πια στον κόσμο για παρηγοριά, δεν μένει άλλο παρά μόνον να εξαφανιστούμε. Η υπέρτατη ηδονή του έρωτα μόνον με την υπέρτατη ηδονή του θανάτου αντισταθμίζεται.
-Τι λες Περικλή μου; Υπέρτατη ηδονή δίνει ο θάνατος ή υπέρτατη οδύνη;
-Όχι, ο θάνατος είναι η ευδαιμονία, η γλυκειά ελπίδα της αιώνιας λήθης. Η γαλήνη.”
Πράγματι, ο Περικλής Γιαννόπουλος αυτοκτόνησε θεαματικά και τελετουργικά πριν την Μεγάλη Πέμπτη του 1910, κοντά στην Ελευσίνα, συναντώντας τον μεγάλο ήλιο του βίου του, εκείνο το βροχερό ανοιξιάτικο πρωινό. Καβάλησε ένα άλογο, ντύθηκε κατά πώς έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής ένα στεφάνι με άνθη της Αττικής γης και αναχώρησε δια τους ασφοδελούς λειμώνας. Και γραπτώς, όπως φαίνεται και από τα Ημερολόγια του θείου του, Μανουήλ, δεν ήταν και ο καλύτερος στη διαχείριση των χρημάτων του, όλο δανειζόταν, καθώς πιθανότατα ήταν μέτοχος της Νέας Σκηνής του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, ο οποίος χρεωκόπησε. Ωστόσο, η αφήγηση της Λασκαρίδου έχει και εκείνη κάτι το μη ρεαλιστικό, ως ύστερο κείμενο του αισθητισμού, δεν θα μπορούσαμε να την λαμβάνουμε απολύτως υπόψη ως αυτοβιογραφία. Η Νένη πράγματι ήταν φίλη της, αλλά πρέπει να μάθουμε περισσότερα για εκείνη. Τα δύο βιβλία που εξέδωσε η Λασκαρίδου αξιοποίησαν το κασελάκι της, αλλά το εμπλούτισαν με αρκετά στοιχεία μυθιστορήματος και φαντασίας. Άλλωστε, ήταν γεννημένη ζωγράφος. Και όφειλε να ζωγραφίσει τον καμβά της ζωής της. Η έρευνα του κυρίου Παπαγεωργόπουλου φαίνεται πως θα αναδείξει πολλές παντελώς άγνωστες πτυχές του βίου της μεγάλης καλλιτέχνιδος.
Από το Αρχείο Νεοελληνικής Τέχνης Σοφίας Λασκαρίδου, παραθέτουμε τις πρώτες τέσσερις επιστολές του Περικλή Γιαννόπουλου τις οποίες μεταγράψαμε. Είναι αχρονολόγητες, αλλά φαίνεται από τα γραφόμενα σε αυτές πως είναι οι τελευταίες πριν τον τελετουργικό θάνατό του. Βρέθηκαν στο ξυλόγλυπτο κασελάκι που η ίδια σκάλισε με το μονόγραμμά της. Τις φύλαγε σαν θησαυρό μέχρι το τέλος της ζωής της. Πλέον ανήκουν στο Αρχείο καθώς βρίσκονταν στην ιδιοκτησία του κυρίου Μιχάλη Κονταράτου, μικρανηψιού της Λασκαρίδου από την αδελφή της, Μελπομένη. Μαζί με άλλα προσωπικά της αντικείμενα στο κασελάκι βρέθηκαν σπάνιες φωτογραφικές πλάκες έργων της και επιστολές της φίλης της Νένης.
Σε όλες τις επιστολές του Περικλή, επτά τον αριθμό μαζί με σπαράγματα στα γαλλικά, οι αρχαιογνωστικές αναφορές είναι σαγηνευτικές. Φαίνεται πώς ο Γιαννόπουλος όχι μόνον έγραφε σκεπτόμενος αρχαία κείμενα, ζούσε την αρχαιότητα στην καθημερινότητά του. Πιο συγκεκριμένα, κρυπτόμενη λεκτικώς στις περισσότερες απευθύνσεις του προς την αγαπημένη του Σοφία, πυξίδα του διαφαίνεται να είναι ο πλατωνικός Ηνίοχος της Ψυχής από τον Φαίδρο [253c-254b] με το καλό και το κακό άλογο, το ένα να τραβά προς την δημιουργία και την αθανασία, το άλλο προς τον θάνατο και την καταστροφή. Ο ίδιος μύθος περνάει στις Μεταμορφώσεις του Απουλήιου, και στο πολύπλοκο παραμύθι του Έρωτα και της Ψυχής. Αυτό το φτερωτό παραμύθι, φαίνεται από τις δημοσιευόμενες επιστολές, καθορίζει ως προσανατολισμός τον βίο και την μεταφυσική αναχώρηση του Περικλή Γιαννόπουλου. Καθώς εν έτει 1910 δεν έχουμε εντοπίσει πλήρη μετάφραση των Μεταμορφώσεων, ο Γιαννόπουλος πιθανότατα διάβαζε το κείμενο στο λατινικό πρωτότυπο, ή από γαλλική μετάφραση. Άλλωστε και στην Σοφία απευθύνθηκε πολλάκις στα γαλλικά. Το “Παλάτι των Ονείρων” της τετάρτης επιστολής, δε μπορεί παρά να είναι μία βιωματική χρήση του συμβόλου του Παλατιού από τον μύθο του Έρωτα και της Ψυχής, όπως περιγράφεται στο V.1 βιβλίο των Μεταμορφώσεων, σελ. 111. Εκεί, στο παλάτι αυτό καταφθάνει η Ψυχή και παρατηρεί:
Ένα δάσος με ψηλά δένδρα, που είχε στη μέση μια πηγή με νερά σαν κρύσταλλα φανερώνεται στά μάτια της. Εκεί κοντά ορθώνεται ένα εξαίσιο παλάτι, εργο αθάνατο, που δε θα μπορούσαν να τό ‘χουν κάμει άνθρωποι. Από το προαύλιο όλα μαρτυρούν μια θεία, μεγαλόπρεπη κατοικία κάποιας θεότητας.
Χρυσές κολόνες είναι στεφανωμένες με φιλντισένια κιονόκρανα, σκαλισμένα με άφθαστη τέχνη. Όλοι οί τοίχοι είναι καλυμμένοι με ασημένια ανάγλυφα πού παριστάνουν ζώα, τόσο ωραία που να μην ξέρει κανείς πώς να θαυμάσει τον ημίθεο, ή καλύτερα το θεό, που τα είχε σκαλίσει πάνω στό μέταλλο με θεία τέχνη. Και το πάτωμα ακόμα είναι στρωμένο με πολύτιμα πετράδια όλων των χρωμάτων, δουλεμένα και τοποθετημένα με τρόπο που νά σχηματίζουν διάφορες παραστάσεις.(Απουλήιος (1982) Ο χρυσός γάιδαρος ή οι μεταμορφώσεις. μετάφραση από την έκδοση “Γραμμάτων” Αλεξανδρείας, 1927, Εισαγωγή – Επιμέλεια: Αριστείδης Αϊβαλιώτης, Αθήνα : Νεφέλη)
Βέβαια, θα είχε ενδιαφέρον να σημειώσουμε πως και οι ίδιες οι περίφημες Μεταμορφώσεις αποτελούν μία κειμενική αντανάκλαση ενός χαμένου έργου, το οποίο υποτίθεται πως έγραψε ένας μάγος από την Πάτρα, ο περίφημος θρυλικός Λούκιος ὁ Πατρεύς, το έργο του οποίου παραφράζει ο Λουκιανός στον Ὄνο του. Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε πως οι συγκεκριμένες επιστολές συναντώνται παραφρασμένες μόνον εν μέρει στο εκδοθέν συμπλήρωμα του Ημερολογίου της Λασκαρίδου. Θα είχε ενδιαφέρον μία διερεύνηση του παλιμψήστου πάνω στο οποίο γράφει η γηραιά πια και γοητευτική Σοφία το Ημερολόγιό της το 1960. Άλλωστε, και οι ίδιες οι επιστολές αποτελούν παλίμψηστα της ελληνικής αρχαιότητας. Κατεκάησαν τα πάντα κι έμεινε μόνος Παντοκράτωρ ο Έρως, όπως θα έγραφε ο επιστολογράφος μας ποιώντας σε λέξεις το έργο Amor Imperator [1887] του Franz von Stuck. Οι φωτογραφίες που δημοσιεύουμε είναι επίσης από το Αρχείο Λασκαρίδου, ευγενική παραχώρηση της μικρανηψιάς της Σοφίας, και καλλιτέχνιδος, Ελισάβετ Βάλβη. Τέλος, το πορτραίτο της Λασκαρίδου είναι από την φίλη της Θάλεια Φλωρά – Καραβία, του 1900-1901, με σκαλιστή στο χέρι κορνίζα από την ίδια την Σοφία. Καθώς η διδακτορική έρευνα συνεχίζεται, η μεταγραφή θα ξεκαθαρίσει και τις αμφίβολες γραφές που εδώ σημειώνονται με (;;). Στο Β’ μέρος θα συνεχίσουμε με τις υπόλοιπες επιστολές της σειράς. Αλλά ας προχωρήσουμε στις επιστολές κι ας αφεθούμε στην σαγήνη του Περικλή Γιαννόπουλου.
Συναισθάνομαι βαθύτατα τὴν βαρυτάτην εὐθύνην κ᾽ἐννοῶ νὰ ἐκτελέσω το καθῆκον μου κ᾽ἐννοῶ να πράξω τά πάντα ἵνα καταστήσω τὴν ζωή σου ἀσφαλῆ και ἐᾶν δὲν τὸ κατορθώσω θά ἔχω πράξει τό πᾶν, θα πέσω ἐντίμως, θα πέσω ἀνδρικῶς ἐπί τῆς ὁρισμένης ὀδοῦ· θα μείνῃς ἴσως μόνη καὶ θὰ ἀγαπήσῃς πάλη· ἀλλὰ ὁσάκις ἡ σκέψις σου στρέφεται πρὸς ἐμέ θά στρέφεται κ᾽ πρὸς πρᾶγμα ἱερόν τοῦ ὁποίου πᾶσα ἀνάμνησις θα φωνάζῃ πόσον σέ ἠγάπησε, πόσον ὑψηλῶς σέ ἠγάπησε· κ᾽εἴτε εὐδαιμονοῦσα εἴτε κλαίουσα θά ἔχῃς την συναίσθησιν βαθυτάτην ὅτι οὐδεμία ἀγάπη δύναται νά ὑπάρξῃ εὐτυχεστέρα κ μᾶλλον ἀπόλυτος, οὐδεμία ἀγάπη ἠθέλησε καί συνεβούλευσε το καλόν σου τόσον φωτεινῶς.
Ἀπό τῆς στιγμῆς καθ᾽ ἥν θα συναντηθῶμεν πᾶν σφάλμα κ πᾶσα ζημία ἥτις θα σοῦ προσγίνεται θα βαρύνῃ μόνον ἐμέ· ἐάν ἡ ζωή σου ἀποβῇ δυστυχής ἤ κακή μόνον ἐγώ θα εἶμαι ἡ αἰτία.
Δι᾽ αὐτό δέν θα διστάσω προ οὐδεμιᾶς θυσίας ἐμαυτοῦ, δέν θα διστάσω να σε λυπήσω· δέν θα διστάσω να καταπνίξω τόν ἔρωτα δηλαδή νά σε στερηθῶ την πρώτην στιγμήν καθ᾽ ἥν θα ἐπειθόμην ὅτι δέν κατορθώνω νά σοῦ προξενήσω το καλόν διότι δεν θα ἤθελες διοτι δέν ἔχεις ἐμπιστοσύνη εἰς την ἀγάπη μου. Διότι ὑπέρ πάντα εἶνε ὁ νοῦς. Καί ὁ νοῦς δεν δύναται να βαδίζῃ ἐν γνώσει πρός τήν λύπην πρός τόν πόνον πρός το κακόν· κι᾽ ἐν γνώσει φέρων τήν εὐθύνην δεν θα συμβαδίσω οὔτε ἕνα βῆμα πρός τό κακόν.