Λέγε.
Όταν ήμουνα σε ηλικία δέκα ετών το έτος περίπου 1960 στην παραλία του Προαστείου υπήρχανε δύο τρεις τράτες δηλαδή ψάρεμα με δίχτυα τα οποία ερίχνοντο στη θάλασσα και τραβιόσαντε από δύο άκρες προς τα έξω. Υπήρχε ο, μεταξύ των ψαράδων υπήρχε και ο Τέλης ο ψαράς, ο οποίος πάντα απέφευγε, λέγοντας στους άλλους τους ψαράδες να τραβήξουνε και τις δύο άκρες των διχτύων που τραβάγανε προς τα έξω, το σάκο με τα ψάρια, αριστερά ή δεξιά, στο δρόμο ευθεία στη Διγενή Ακρίτα για να μην τους τα σκίσουν τα δίχτυα τα χτίρια, τα “χτίρια”.
Βέβαια, σαν παιδιά, δεν είχαμε τη δυνατότητα, γιατί τότε δεν υπήρχαν και τα τεχνικά μέσα, μάσκες, γιατί η χώρα ήτανε φτωχή και δεν είχανε τη δυνατότητα να αγοράσουν μάσκες θαλάσσης για να δουν τα “χτίρια” που λέγανε οι ψαράδες.
Αλλά φτάνανε εκεί πέρα και κολυμπάγανε.
Αλλά πηγαίναμε και κολυμπούσαμε και κάναμε βουτιές και βλέπαμε διάφορα πράγματα, μεταξύ αυτών και μία κολώνα και πολλές φορές πατάγαμε πάνω στην κολώνα για να κάνουμε ότι είναι αβαθή τα νερά και πατάμε. Ενώ στην πραγματικότητα πατάγαμε, να δείξουμε ότι πατάμε ενώ το βάθος του νερού ήταν τουλάχιστον τρία μέτρα με τέσσερα.
Τα επόμενα χρόνια, με μάσκες, που μπορέσαμε και αγοράσαμε, σε μεγαλύτερη ηλικία, πράγματι παρατηρήσαμε να υπάρχει ένα σχέδιο κτηρίου, σπιτιού, κτηρίου, το οποίο σε ένα σημείο είχε και μία κολώνα. Στην οποία εμείς βρίσκαμε παλιότερα και πατάγαμε. Η κολώνα όμως είχε ήδη πέσει.
Φαινότανε πεσμένη;
Ναι. Είχε γύρει. Προφανώς κάποιο, κάποια τράτα, κάποια μηχανότρατα, η οποία βγήκε πολύ παραλιακά για να ψαρέψει ψάρια
Την πήρε κι έπεσε
Την τράβηξε με τη δύναμη της μηχανής και την έριξε. Και προφανώς έχει καλυφτεί απ’ την άμμο. Ουδέποτε όμως δε διαβάσαμε στην ιστορία γι’ αυτό το θέμα. Ακριβώς απέναντι, δεξιά και διαγωνίως βρίσκεται η Αρχαία Μακύνεια, η οποία είναι μία, μία πόλη αρχαία, μπορείς να βρεις η Μακύνεια τι είναι και να το περιγράψεις, η οποία ένα μεγάλο μέρος της, στους πρόποδες της Παλιοβούνας, το οποίο ένα πολύ μεγάλο μέρος της βρίσκεται εντός της θαλάσσης.
Ο Σπυρόπουλος που λέει ότι ξέβραζε τούβλα;
Ένα λεπτό. Επίσης είναι αλήθεια ότι και ακόμα και τώρα ακόμα πολλές ξεβράζονται διάφορα τούβλα στην ακτή ακριβώς απέναντι, μπροστά στο “Τζάκι”. Παλιότερα ήσαντε πολύ περισσότερα, τώρα είναι πολύ λιγότερα. Γιατί και τώρα βγάζει τούβλα. Εκείνα τα μικρά.
Ενώ παραδίπλα δε βγάζει.
Ε ναι!
Στις Δάφνες δε βγάζει.
Ναι. Σε απόσταση διακοσίων τριακοσίων μέτρων δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Αριστερά και δεξιά. Μόνο σε αυτό το μέρος ακριβώς. Βγάζει. Κι όπως αυτό το βεβαιώνει και ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου “Τζάκι”.
Ε, τι άλλο μπορούσαμε να πούμε;
Εκείνος ο ξάδερφός σου είχε βουτήξει να δει τι είναι;
Ποιος; Επίσης εκεί, όταν εγώ ζούσα στην Αθήνα πνίγηκε ένα παιδί, ο οποίος ήταν γιος δεύτερου ξαδέρφου μου.
Πώς τον λέγανε;
Τσιμπούκης! Δεν ξέρω αν πρέπει να το γράψεις. Το οποίο, από ό,τι ακούστηκε, έκανε βουτιές, μάλλον με ψαροντούφεκο, αλλά σε αυτό ακριβώς το σημείο. Ίσως ψάρευε εκεί επειδή μαζευόσαντε ψάρια; Επειδή υπήρχανε ερείπια και μαζευόσαντε ψάρια; Υπήρχανε φωλιές, δηλαδή ήτανε σημείο που επειδή ήτανε ερείπια μαζευόσαντε ψάρια; Δεν ξέρω. Ή είχε δει τα χτίρια κι έψαχνε;
Επίσης, παλιότερα, όταν ερχότανε ένα πλοίο από την Πάτρα, ένα ξύλινο φέρι μποτ, το “Άλεξ” και υπήρχε μια ξύλινη εξέδρα, στο δρόμο μπροστά, ε, η εξέδρα αυτή ήτανε στο αριστερό της θάλασσας, δηλαδή που πάμε όχι προς το “Τζάκι”, που πάμε προς το, προς το, αυτό τώρα είναι, ε, προς την Πάτρα και το φερι μποτ έπιανε στο αριστερό μέρος της ξύλινης, πώς τη λέγανε; εξέδρας.
Χμ. Τι άλλο;
Τώρα δε θυμάμαι άλλα πράγματα.
Ο Τέλης τα κτήρια τα περιέγραφε ή απλά έλεγε ότι πάνε τα παιδιά;
Όχι. Φώναζε “Τα χτίρια! Τα χτίρια! Όχι τα κτήρια, τα “χτίρια”
Μην πάμε στα “χτίρια”
Ναι, “δεξιά! Δεξιά, θα πέσουμε στα χτίρια!” ή “Αριστερά, τελείως!” Πριν φτάσει ο σάκος κοντά, τραβιόσαντε αριστερά δεξιά, να ξεπεράσουνε το, γιατι ο σάκος ξέρεις, νοίγει, έχει βάρος και ανοίγει έτσι, δεν είναι όπως είναι το δίχτυ. Ξέρεις πώς είναι η τράτα, δίχτυ αριστερά δεξιά έτσι, το οποίο είναι τεντωμένο, βαρίδια κάτω με φελλό επάνω. Έτσι είναι η τράτα, έτσι; Ένα αριστερά, ένα δεξιά, και πίσω ένας σάκος τεράστιος. Ο οποίος το κάτω μέρος έχει μολύβια, για να πατώνει και πάνω έχει φελλό. Κι είναι ανοιχτό, έτσι.
Και καλά. Δεν έχει βουτήξει κανείς επαγγελματίας αρχαιολόγος, να δει τι είναι αυτό;
Όχι. Όχι. Και μάλιστα πήραμε τον Κολώνα, αλλά δεν μπορείς να γράψεις τον Κολώνα, το αναφέραμε σε φίλο μας δημοσιογράφο, ο οποίος ενημέρωσε έναν αρχαιολόγο της περιοχής, ο οποίος δήλωσε άγνοια. Και είπε ότι αυτά δεν είναι των αρχαιολόγων αλλά είναι των… Πώς το είπε;
Των εναλίων.
Των εναλίων αρχαιολόγων. Θα πεις για τη Μακύνεια, ότι ακριβώς απέναντι, σε απόσταση πέντε μιλίων, προς την Παλιοβούνα, προς τα δεξιά της Παλιοβούνας.
Εντάξει, δε θα κάνω τόσο περιγραφή. Εγώ το σκέφτομαι πιο πολύ συναισθηματικό. Ότι πώς νιώθει κάποιος που είναι Έλληνας και είναι και κλασικός φιλόλογος. Και ότι σου φαίνεται κάτι τόσο μακρινό, ότι το αποκλείεις, ότι λες εντάξει, οκέι, υπερβολές, απλά τυχαίνει, είναι μόνο το μέρος
Θα μπορέσουμε να βγάλουμε καλύτερες φωτογραφίες.
Ναι… και τέτοια, αλλά ότι στην πραγματικότητα δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτό. Διότι θα ρίξεις μία βουτιά κάτω απ’ το σπίτι σου και θα δεις αυτό. Και ότι με την κρίση όλοι κληθήκαμε λίγο να απολογηθούμε γι’ αυτό. Ότι όλοι έπρεπε να πούμε, χμ, συγγνώμη, και είμαστε η παρωδία αυτών και τα λοιπά και τα λοιπά.
Δεν το ξέρω αυτό, θα το συντάξεις εσύ, όπως νομίζεις. Εντάξει; Αυτά είναι. Και τα λέμε.
Πρέπει να βγάλουμε κι άλλες, ε;
Ε μπορούμε να βγάλουμε κι άλλες. Νομίζω θα βγουν και καλύτερες.
Ναι.