Category Archives: podcast

Περικλής Γιαννόπουλος ~ Νύκτωμα

«Νύκτωμα» (Ὡς Λῖνος· περ. «Παναθήναια», τόμ. Β’, 15-6-1901, σελ. 181)

NΥΚΤΩΜΑ

Μαλακὰ μαλακώτατα ἐτελείωνεν ἡ Ἡμέρα, προέβαινεν ἡ Νύκτα θωπευτικότατα· πλησίον σιδηρῶν πλεγμάτων προαυλίου κηπαρίου ἐκαθήμην ὡραίαν θερινήν ὥραν, ἐκφυλλίζων διανοημάτων και συναισθημάτων ἄνθη, ἐπαφίνων αὐτά, εἰς τὰ κάτωθεν ἀπλούμενα τοῦ Αἰγαίου ἀτέρμονα κουρασμένα νερά.

Δάφνης δενδρύλλιον ἐκυμαίνετο ἡδέως ἄνωθέν μου, θωπεῦον τὸν ἀέρα διὰ λευκαζόντων ἀνθέων· παρομοία, ἡ ταλαντευομένη ἀπαλά ψυχή μου, ἐθώπευε τὴν ἐρχομένην Νύκτα, διὰ παρομοίων λευκοχρόων ἀνθέων, ἀνθέων ὠχρολεύκων μεγάλων ὁλοέν ἀναδυομένων, ἐκφυλλιζομένων καὶ ἀνανεουμένων ὁλοέν.

ὥρα σιγηλή, κατανυκτικῆς ἀρμονίας τῆς ψυχῆς, ποῦ νυκτώνει παρομοίως ἐν αὐτῇ, ποῦ ἀναβλύζουν δάκρυα ἡδονικά περιχυνόμενα μυστικὰ καὶ καθηδύνοντα τὸν μύχιον κόσμον. ὥρα σιγηλὴ ποῦ ἡ ψυχικὴ μουσικὴ λύεται ἡρέμα εὶς μελωδικούς κλαυθμοὺς καὶ κινείται πόθος μητρικῆς θωπείας των όρωμένων.

Ὀλίγον ἀργυροῦν φῶς, τρέμον ἐφίλει τὰ τρέμοντα ἀτέρμονα νερά· ἀπό τῶν νυκτωμένων ἀοράτων περάτων τοῦ ψυχικοῦ ουρανοῦ πνοαὶ γλυκεῖαι περασμένων ἐσάλευον τὴν ζωήν μου· παρόμοιαι αἱ αὔραι τῆς γῆς σαλεύουν ὕδατα καὶ ἄνθη. Τί ὤρα γλυκυτάτη διὰ τὴν κάθοδον εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς ! 

Ἔξωθεν ἀπό τοῦ δρομίσκου διήρχοντο σχήματα θηλέων ὑγρότατα, μὲ λεπτυνομένας ἀπὸ τὸ ἡμίφως τὰς γραμμὰς, τὰ μαλακώτατα ἡδυμελῆ σχἠματα τῶν νησιωτικῶν θηλέων, ὧν ἀπομακρυνομένων ἠκούετο ἐν τῇ προϊούσῃ σιγῇ, πότε μελωδικοῦ λαλήματος διαλελυμένη φράσις, πότε γέλωτος μακρινόν σκόρπισμα. 

Ὁλοὲν ἀμυδρότερον ἔφθανεν ὁ κάτωθεν φλοῖσβος, ὁλοὲν ἀμυδρότερον ἐθρόουν τὰ φύλλα, ὁλοὲν ἀμυδρότερον ἐφαίνοντο τὰ ἄνθη, ὁλοὲν ἀμυδρότερον ἐψιθύριζον αἱ ἀναμνήσεις καὶ δυνατώτερον γύρωθεν ἐπυκνούτο τὸ σκότος, τὸ μυρωμένον σκότος ἀπό τῶν καιομένων ἐλελισφάκων καὶ θύμων τῶν ἀρωματικών φυτῶν τῆς νήσου·

Τι ὥρα δι’ ἀπαλά φιλήματα ρέμβης ἡδονικωτάτη συνοδία· ὥρα ποῦ μαλακώνει εἰς τὴν γῆν καὶ σιγολαλεῖ ὁ ἔρως, ἀνέρχεται ἐλαφρώς ὡς θυμίαμα ἐκκλησιδίου· μακρινόν ᾄσμα ἐφήβων περνᾷ ἀπαλωτάτη θωπεία : “γιαλό γιαλό πηγαίναμε κι’ ὅλο γιὰ σένα λέγαμε”

Καὶ ὅλα ἐνύκτωναν μαλακώτατα, τρυφερώτατα ἐχάνοντο ὅλα παρομοία ἐγίνετο ἡ ψυχή μου : πέλαγος νυκτωμένον με νυκτωμένον οὐρανόν, ἀπὸ τοῦ ὁποίου ὀλίγον ἀσημένιο φῶς τρέμον ἐφίλει τὰ τρέμοντα ἀτέρμονα νερά, καὶ τὰ δημιουργήματα τῆς ψυχῆς μου ὡσὰν χανόμενα νησιά, μαντευόμενον μάζευμα σκότους, σκοτάδι μυρωμένον.  

ΛΙΝΟΣ


Κάρμα Νιρβαμή ~ Requiem

Requiem

περ. Πινακοθήκη,

Ετος Ζ’, Μάρτ. 19Ο7, σελ. 3 – 4.

Υπογρ. Κάρμα Νιρβαμή, Ξανατ. στό περ. Νέα Εστία, Τόμ. 64, 1 Ιουλ. 1958, σελ. 1024 – 25.

Συντρίμμια από βράχους κι από φύκη το πλέξαν το σπιτάκι μας στην άκρη του γιαλού. Κατώφλι του γίνονται οι αφροι και η αρμύρα και στη στέγη του απάνω αγαπούν ακόμα και σμίγουν ακόμα απελ ισμένα μέσα στον θάνατο τα κογχύλια. Από τα βάθη του πέλαγου ανέβαιναν κατρακυλώντας τα όμορφα πετράδια χρόνια και χρόνια τώρα κι απλώθηκαν χάμω στο βράχινο σπιτάκι μας και μας έστρωσαν κρεββάτια πέτρινα.

Ποιά ήταν η νεράιδα – την είδες εσύ; που μας πήρε από το χέρι, μάς επέρασε από τους βράχους, μέσα από τα νερά, απάνω από το τριζοβολητό των άμμων κι έσκυψε χαμογελώντας και μας έσπρωξε σιγά – σιγά, κι απαλώτατα στο βράχινο σπιτάκι ;

Ένα κύμα εγέλασε την ώρα που μπαίναμε, εσύρθηκε ίσα με τα πόδια μας και κάτι μάς είπε κι έφυγε. Ένα πουλί του γιαλού τ’ άκουσε, επέταξε από ένα βράχο απέναντι, έσκυψε και μας είδε κι έφυγε. Κάτι είπε στον αγέρα και τα μαλλιά μας εκινήθηκαν ξάφνου κι εφιληθήκαν από κάποιο μυστικό, αγέρινο χάδι.

Πέρα, στα βάθη, καράβια ακινητούσαν και του κάκου, μάς φαινόταν, προσπαθούσαν να χωρίσουν τον ουρανό από τη θάλασσα.

Απάνω στον γιαλό εβάραινεν ο ήλιος.

Και είπα: Ο Άγγελος της Αγάπης και της Οδύνης είναι αδελφοί. Στα βάθη μόνο τα γαλανά κι ασάλευτα των νερών κοιμάται πεθαμένη η Γαλήνη. Η καρδιά μου λαμποκοπά απάνω στα κύματα και βουλιάζει – ώ πώς βουλιάζει βαρειά από τον πόνο και πηγαίνει νάβρει απελπισμένη την αγάπη μου πεθαμένη στα βάθη των νερών…

Έβαλε το χέρι της απάνω στο χέρι μου – ω πόσο κρύο ήταν το χέρι της σαν νάβγαινε από τα βάθη του γιαλού ! και μουπε : “Πού κυττάζεις;” Ανατρίχιασα όλος και την κύτταξα.

Το σώμα της διαγράφεται έμορφότατο απάνω στο πέτρινο κρεββάτι. Ένα κύμα πάλι εγέλασε. Από το άνοιγμα ενός βράχου, απέναντι, δυο μάτια γαλανά κάποιας νεράιδας μ’ εκύτταζαν. Απάνω στη στέγη αγαπούσαν, κολλημένα, τα κογχύλια.

Το πόδι της το ένα ήταν πλεγμένο. απάνω στο άλλο σε ηδονικώτατες καμπυλότητες γραμμών και το ένα χέρι της τής ήταν προσκεφάλι και το πρόσωπό της το μισό φαινόταν και τα μαλλιά της έπαιζαν απάνω κι’ από τα κλειστά της τα ωχρότατα χείλη ανέβλυζε κι εχυνόταν αθόρυβα σ’ όλο της το πρόσωπο και σ’ όλο της το σώμα, θαρρούσες, ένα χαμόγελο.

Μπροστά μας από τη σχισμάδα του βράχου όλοι οι θεοί της θάλασσας συνάχτηκαν και τη θωρούσαν. Κι ένοιωσα, εγέμισε το βράχινο σπιτάκι μας ανοιγοκλείσματα φτερών, κι ανατριχιάσματα φιλημάτων και μέσα στη ψυχή μου έννοιωσα όλους τους θεούς της θάλασσας να γέρνουν και να τη θωρούνε…

Έβαλα τη ψυχή μου απάνω στα κύματα, τα χέρια μου απλώθηκαν απελπισμένα στη περιώδυνη μουσική του θανάτου που ανέβαινε από τα σπλάχνα του γιαλού κι απάνω στα μνήματα που ανοίγουν τα κύματα εξάπλωσα τις ελπίδες μου όλες και τις χαρές μου όλες, εκύτταξα την αγάπη μου που χαμογελούσε στα πέτρινα κρεββάτια και είπα : «Ο Άγγελος της Αγάπης και του Θανάτου είναι αδελφοί. Όταν Σου λέω πώς Σ’ αγαπώ, μην το πιστεύεις. Αν αγαπώ τα μάτια Σου τα μεγάλα τ’ αγαπώ γιατί μοιάζουν της Αγαπημένης μου. Αν αφίνω απάνω στο κορμί Σου να γέρνουν οι επιθυμίες μου όλες, το κάνω γιατί το κορμί Σου είναι όμορφο κι όταν κοίτεται ξαπλωμένο απάνω σε πετράδια του γιαλού μού ενθυμίζει την Αγαπημένη μου. Αν μ’ αρέσει η αγάπη Σου και την αφίνω να σαπίζει σιγά – σιγά το κορμί μου όλο και να διαφθείρει τη ψυχή μου και να σκάφτει όληνυχτίς τα θεμέλια του νου μου – μ’ αρέσει γιατί μοιάζει και στην έκταση και στην ωμορφιά και στην ελπίδα που δίνει του θανάτου με την Αγαπημένη μου… Ακουσε, όταν Σου λέω πως Σ’ αγαπώ, μην το πιστεύεις… Αγαπώ μίαν άλλη. Τα μπράτσα Σου του κάκου πλέκονται στο κορμί μου και του κάκου αλυσσοδένεις τον νούν μου με την αγάπη… Μια νύχτα ο πόνος εδάγκωσε κι εκομμάτιασε τη ζωή μου. Εκατέβηκα κι απλώθηκα στην αμμουδιά και είπα τον πόνο μου. Πέρα ως πέρα, γιαλό – γιαλό, χυθήκανε σε μουρμουρητό τα παρηγορητά της.

Εκείνη είναι η Μεγάλη, η Αιώνια, ή Παρηγορήτρα. Εσύ τί είσαι ; Της έδωκα εκείνη τη νύχτα τη ψυχή μου. Σ’ ένα σπασμένο βράχο στη μέση – μέση του γιαλού είναι από τότε η ψυχή μου δεμένη. Εκεί τελούνται τα μεσάνυχτα οι μυστικές και περιώδυνες ενώσεις. Οι θυγατέρες του Γέρου Ωκεανού έρχονται χαμογελούσες και μου κάνουν συντροφιά. Τα πουλιά του γιαλού με γνωρίζουν και μ’ αγαπούνε. Εκεί ανοίγονται οι φλέβες της ψυχής μου και η ζωή μου όλη χύνεται απάνω στα κύματα. Οι νεράιδες θέλουν να με λύσουν και να με σύρουν στον αέρινο χορό των. Μην αλυσσοδένεις τη ζωή μου με την αγάπη…»

Έπλεξε το κορμί της γύρω μου και μ’ εκύτταξε στα μάτια κι ανατρίχιασα.

Ναι, ναι το ξέρω, ένα μυστήριο αρμενίζει στα μάτια Σου. Όταν Σ’ αγκαλιάζω θαρρώ αγκαλιάζω τη θάλασσα όλη. Την Αγαπημένη μου. Ίσως νάσαι η μικρογραφία Eκείνης, της ‘Αληθινής… Ποιος ξέρει… Τα μυστήρια που κρύβετε οι δυό Σας ποιός τα ξέρει;… Έχεις κι εσύ τη δύναμη να ξερριζώνεις και να κομματιάζεις όπως Εκείνη βράχους και καράβια, ζωές εσύ κι αθωότητες κι Ιδανικά που σηκώνουνε κεφάλι μπροστά σ’ Εσένα. Σε κυττάζω όλη, μέσα στο βράχινο σπιτάκι μας. Σε κυττάζω όλη, και νοιώθω, δίνεις κι Εσύ τις ίδιες ελπίδες και στα μάτια Σου και στις καμ πυλότητες του κορμιού Σου νοιώθω τις ίδιες υποσχέσεις. Την απέραντη, την παντοδύναμη, την αγιάτρευτη νοσταλγία του θανάτου… Να βουτήσει κανείς με το κεφάλι μπροστά, με κλειστά τα μάτια, με τα χέρια ανοιχτά στο Μυστήριο και στο Αίνιγμα. Να μην υπάρχει πλειά, να τον πετούν τα κύματα και να τον παίρνουν πάλι και νάχει κλειστά τα μάτια και πεθαμένη τη ψυχή. Ακουσε, μην τρέμεις. Αν Σ’ αγαπώ, Σ’ αγαπώ γιατί νοιώθω πώς με πεθαίνεις ολημέρα, γιατ’ είσαι το μονοπάτι που φέρνει στην άλλη, την αιώνια, την αληθινή μου Αγάπη, γιατί νοιώθω πως μόνο τα μικρά Σου χέρια, τα λευκότατα, και μόνο τα χείλη Σου, τα ωχρότατα, και τα μεγάλα Σου μάτια μόνο μπορούν να με κάνουν να πεθάνω όλος, μην τρέμεις, να πεθάνω όλος – και το σώμα και η ψυχή.

ΚΑΡΜΑ ΝΙΡΒΑΜΗ


Θάλασσα, πυρ και γυνή, καλά τρία

Category : podcast

Η Λυσιστράτη του Αριστοφάνη είναι η πρώτη φεμινιστική κωμωδία, για πολλούς. Είναι όμως;
Τα Αρχαία Σχόλια λένε “θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνή, κακὰ τρία” !
Είναι τόσο μεγάλα αυτά τα κακά στην Ελλάδα σήμερα; Ποιος ξέρει;
Αλλά σήμερα θα μιλήσουμε για ένα από αυτά, για τη θάλασσα.

Ο συγγραφέας Ανδρέας Καρκαβίτσας στα Λόγια της πλώρης (1893) λέει τα ίδια με τον αρχαίο σχολιαστή:

 

“Ο πατέρας μου – μύρο το κύμα που τον τύλιξε – δεν είχε σκοπό να με κάμει ναυτικό.
– Μακριά, έλεγε, μακριά, παιδί μου, απ’ τ’ άτιμο στοιχειό!
Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ την όσο θες, δόξασέ την· εκείνη το σκοπό της. Μην κοιτάς που χαμογελά, που σου τάζει θησαυρούς. Αργά γρήγορα, θα σου σκάψει το λάκκο ή θα σε ρίξει πετσί και κόκαλο, άχρηστο στον κόσμο. Είπες θάλασσα, είπες γυναίκα, το ίδιο κάνει.
Και τα έλεγε αυτά άνθρωπος που έφαγε τη ζωή του στο καράβι, που ο πατέρας, ο πάππος, ο προπάππος, όλοι, ως τη ρίζα της γενιάς ξεψύχησαν στο παλαμάρι. Μα δεν τα έλεγε μόνον αυτός, αλλά κι οι άλλοι γέροντες του νησιού, οι απόμαχοι των άρμενων τώρα, και οι νιότεροι, που είχαν ακόμη τους κάλλους στα χέρια, όταν κάθιζαν στον καφενέ να ρουφήξουν τον ναργιλέ, κουνούσαν το κεφάλι και στενάζοντας έλεγαν:
– Η θάλασσα δεν έχει πια ψωμί. Ας είχα ένα κλήμα στη στεριά και μαύρη πέτρα να ρίξω πίσω μου.”

Στην πραγματικότητα η θάλασσα στην Ελλάδα δεν είναι καθόλου κακή. Δεν είναι επικίνδυνη.
Είναι η Μεσόγειος θάλασσα, μία θάλασσα κλειστή, με μεγάλη ποικιλία ψαριών. Η θάλασσα στην Ελλάδα δεν είναι ωκεανός !

Δηλαδή, δεν έχει καρχαρίες. Έχει όμως δελφίνια! Τα δελφίνια είναι φιλικά, δεν είναι επικίνδυνα.
Συνήθως τα δελφίνια ακολουθούνε τα μεγάλα καράβια και προσπαθούν να βρουν τροφή από τα σκουπίδια των καραβιών.
Αυτό είναι επικίνδυνο. Επικίνδυνο για τα δελφίνια όμως, όχι για τους ανθρώπους!

Επίσης, στη θάλασσα της Ελλάδας υπάρχουν οι σπάνιες χελώνες Καρέττα Καρέττα και οι φώκιες Μονάχους Μονάχους.
Τις περισσότερες χελώνες Καρέττα Καρέττα τις βλέπουμε στα νησιά του Ιονίου Πελάγους.

Το Ιόνιο πέλαγος πήρε το όνομά του από την Ιώ. Χμ ! Άλλη μία ερωτοδουλειά του Δία. Φυσικά ! Μία καλή, παρθένος ιέρεια της Ήρας ήταν η Ιώ. Αλλά, επειδή ήταν παρθένος, την ερωτεύτηκε ο Δίας. Η Ήρα ζήλεψε πολύ, οργίστηκε. Ο Δίας, για να τη σώσει, μεταμόρφωσε την Ιώ σε αγελάδα. Αλλά η Ήρα ζήτησε την αγελάδα για δώρο. Φυλάκισε την Ιώ και ο Δίας την απελευθέρωσε. Τότε η Ήρα έστειλε τον Οίστρο, μία πολύ κακή αλογόμυγα (ζζζζζζζζ). Η μύγα τσίμπησε την Ιώ και η Ιώ τρελάθηκε. Πήρε τους δρόμους και έτρεχε οιστρόπληκτη. Έφτασε στο Ιόνιο πέλαγος πρώτα, και του έδωσε το όνομα. Αυτά λέει ο Οβίδιος.

Στην Ιθάκη, την Κεφαλλονιά και την Ζάκυνθο υπάρχουν πάρκα προστασίας των άγριων αυτών ζώων και μπορεί κανείς να τα επισκεφτεί, να δει πώς μεγαλώνουν και να μάθει. Στην Κέρκυρα υπάρχει έντονος ιταλικός χαρακτήρας, αφού είναι πολύ κοντά στην Αδριατική θάλασσα. Τέλος, στο Ιόνιο πέλαγος ανήκουν και τα Κύθηρα, πατρίδα της Ακαταμάχητης Αφροδίτης. Το Ιόνιο πέλαγος είναι λιγότερο τουριστικό από το Αιγαίο πέλαγος. Στα επτά νησιά των Επτανήσων μπορεί κανείς να δει τα σκούρα μπλε νερά, τις πράσινες παραλίες και τα ψηλά ορεινά εδάφη. Στο Ιόνιο πέλαγος βρίσκεται και το βαθύτερο σημείο της Μεσογείου, το Φρέαρ των Οινουσσών.

Το Αιγαίο πέλαγος έχει πολύ περισσότερα νησιά. Περίπου 5.000 ! Το όνομα του Αιγαίου πελάγους προέρχεται από μία παρεξήγηση. Καθώς γύριζε ο Θησέας από την Κρήτη, έχοντας σκοτώσει το τέρας, τον Μινώταυρο, ξέχασε να βάλει λευκά πανιά στο καράβι. Γύρισε με τα μαύρα. Τα είδε ο Αιγέας “Πάει το παιδί μου” σκέφτηκε, και έπεσε στη θάλασσα από το Ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο και πνίγηκε. Πλαφ ! Μέγα λάθος.

Μέγα λάθος όμως είναι και ο φόβος απέναντι στη θάλασσα της Ελλάδας. Η θάλασσα, όπως και η γυναίκα, αλλά και η φωτιά, έχει τους νόμους της. Τα θαλάσσια σπορ είναι ωραίο χόμπυ, αλλά θέλουν προσοχή. Επίσης, θάλασσα και αλκοόλ δεν πάνε παρέα. Όταν έχει μελτέμι (φσσσσσ) στο Αιγαίο πέλαγο, φυσάει πολύ. Τότε προσέχεις, για να έχεις. Η θάλασσα είναι δίκαιη. Όταν την ξέρεις, σε ξέρει και εκείνη. Κολυμπάς με προσοχή, όταν δεν ξέρεις και με πίστη, όταν ξέρεις. Απερίσκεπτα πράγματα δεν κάνουν οι σωστοί κολυμβητές. Ο καλός θαλασσινός σέβεται τη θάλασσα, όπως ο καλός εραστής σέβεται τη γυναίκα. Τα ρεύματα δεν είναι πολύ δυνατά, αλλά όταν είναι δυνατά, θέλουνε μυαλό.

Περισσότερα πράγματα για το Ιόνιο και το Αιγαίο Πέλαγος θα πούμε σε επόμενο επεισόδιο.
Είπαμε. Η θάλασσα στην Ελλάδα δεν είναι ωκεανός. Αλλά δεν είναι και λίμνη !

 


Ένα τραγούδι για τη Δύση (Το Γουέστ)

Category : podcast

ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ! Από τα πρώτα ρεμπέτικα της Αμερικής. Ζεϊμπέκικο. Ηχογραφήθηκε το 1935 στο Σικάγο. Ο τίτλος, ΤΟ ΤΟΥΣΤ, προήλθε από τυπογραφικό λάθος. Ο ορθός τίτλος είναι ΤΟ ΟΥΕΣΤ. Έτσι πρωτοκυκλοφόρησε το 1920, στο Σικάγο, με ερμηνευτή τον Επαμεινώνδα Ασημακόπουλο. Εδώ ερμηνεύει ο Επαμεινώνδας Ασημακόπουλος και ο Χαρίλαος Πιπεράκης. Ορχήστρα με κρητική λύρα (Χαρίλαος Πιπεράκης) και λαούτο (Επαμεινώνδας Ασημακόπουλος).
Πάνος Κωνσταντόπουλος

 

ΤΟ ΓΟΥΕΣΤ

Πήγα και στο Σαν Φραντσίσκο,
όλο μερακλήδες βρίσκω
Σακραμέντο και Βαλέο,
τι έχω πάθει δε στο λέω

Σακραμέντο και Λοντάι,
ο Θεός να σας φυλάει
Στο Σολέκι και στο Μπιούτι,
μου τη σκάσαν στο μπαρμπούτι

Πήγα για να πάρω τσέντζι,
δεν μ’ αφήκαν ούτε σέντζι
Και στο Σάουθ οι σφουγγαράδες,
χάσανε πολλούς παράδες

Χάσανε πολλούς παράδες
και στο Σάουθ οι σφουγγαράδες
Βρε τους τυλίξανε στα ζάρια
και τους φάγαν τα σφουγγάρια

Και τους φάγαν τα σφουγγάρια,
τους τυλίξανε στα ζάρια
Βρε παίζαν με γιομάτο ζάρι
και δεν παίρνανε χαμπάρι

Λεξιλόγιο :

Λοντάι = Long Island
Σολέκι = Salt Lake City
τσέντζι = change
σέντζι = cent
σφουγγαράδες = αυτοί που ψαρεύουν σφουγγάρια, σπόγγους
παράδες = ο παράς= τα λεφτά (τούρκικο)
ζάρια, το ζάρι = τυχερό παιχνίδι (dice)
παίρνω χαμπάρι = αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω

 


Ένας θησαυρός για το Καλλιμάρμαρο (131 μ. Χ)

Category : podcast

 

Δημήτρης Καμπουράκης “Μια σταγόνα ιστορία – μέρος τρίτο”

Ένας θησαυρός για το Καλλιμάρμαρο (131 μ. Χ)

Το Παναθηναϊκό Στάδιο ή Καλλιμάρμαρο, είναι ένα από τα παλιότερα στάδια στον πλανήτη, καθώς στέκει στην ίδια ακριβώς θέση εδώ και 2.340 χρόνια. Πήρε το όνομά του από τον Λυκούργο, ο οποίος το 330 π.Χ. αποφάσισε την κατασκευή του. Αυτό που βλέπουμε σήμερα διασχίζοντας τη λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου (δηλαδή πάνω από εκεί που κυλούσε παλιά ο περίφημος ποταμός Ιλισός) είναι το στάδιο όπως ανακατασκευάστηκε για τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες και εγκαινιάστηκε στις 25 Μαρτίου 1896 από τον βασιλιά Γεώργιο. Η ανακαίνιση πραγματοποιήθηκε με έξοδα του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ, του οποίου ο ανδριάντας κοσμεί σήμερα τη δεξιά είσοδο του σταδίου.

Όμως το στάδιο λειτουργούσε ήδη από το 330 π.Χ. Στην πρώτη του εκδοχή, ένα λίθινο τείχος υψωνόταν περιμετρικά του στίβου, ενώ οι θεατές κάθονταν κατάχαμα στις αμφιθεατρικές πλευρές του λοφίσκου. Υπήρχαν μόνο λίγες ξύλινες εξέδρες, για τους άρχοντες της πόλης, τους ιερείς, τους ξένους πρέσβεις και τα παιδιά των πεσόντων σε πόλεμο.

Τη ρωμαϊκή εποχή, τοποθετήθηκε για πρώτη φορά πεντελικό μάρμαρο γύρω από τον στίβο, αλλά όχι στο ύψος του σημερινού. Η ιστορία αυτής της επιμαρμάρωσης είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Πραγματοποιήθηκε το 131 μ.Χ. από τον περίφημο Ηρώδη τον Αττικό, μαζί με δεκάδες ακόμα υπέροχα κοινωφελή έργα, όπως το γνωστό θέατρο κάτω απ’ την Ακρόπολη.

 

Ο Ηρώδης ο Αττικός ήταν κάτοχος μιας μυθικής περιουσίας, την οποία κληρονόμησε από τον πατέρα του, Αττικό. Σκάβοντας σε ένα κτήμα που διέθετε στον Μαραθώνα, ο Αττικός είχε βρει κάποτε θαμμένο έναν τεράστιο θησαυρό σε χρυσάφι, πιθανότατα από τον καιρό των Περσικών Πολέμων. Επειδή τρόμαξε από την αξία των ευρημάτων, έγραψε στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Λεύκιο Βέρο, ρωτώντας τον τι να κάνει με τον θησαυρό, καθώς, σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, αυτός ανήκε στο δημόσιο.

Η αυτοκρατορική απάντηση ήταν η εξής “Χρω οις εύρες” – “Χρησιμοποίησε ό,τι βρήκες”.

Ο Αττικός, για να έχει ήσυχο το κεφάλι του, επανήλθε με νέα επιστολή προς τον Λεύκιο Βέρο, στην οποία εξηγούσε ότι το ποσό ήταν τερατώδες – η δεύτερη απάντηση ήταν “παραχρώ τω ερμαίω” – “Χρησιμοποίησε πλήρως το εύρημά σου”, δηλαδή.

Από εκείνη τη στιγμή, ο Αττικός άρχισε να ξοδεύει τα λεφτά σε κοινωφελή έργα, δουλειά που συνέχισε και ο γιος του, Ηρώδης ο Αττικός. Όταν το 127 μ. Χ. ο Ηρώδης ορίστηκε επιμελητής των Παναθηναίων, τα οποία διοργανώνονταν αδιαλείπτως από την αρχαιότητα, υποσχέθηκε στην πόλη ότι η επόμενη γιορτή θα γινόταν σε μαρμάρινο στάδιο. Τότε ήταν που κατέβαλε τα χρήματα για την επιμαρμάρωση, που έγινε με μάρμαρο απ’ τα λατομεία της Πεντέλης.

Επειδή όμως ο Ηρώδης κατάργησε ένα επίδομα που είχε θεσπίσει ο πατέρας του υπέρ όλων των Αθηναίων πολιτών και πληρωνόταν από τον θησαυρό, ο απλός κόσμος τα έβαλε μαζί του – κάποιοι προτιμούν τα επιδόματα σε χρήμα από τα μεγάλα έργα.

Έλεγαν οι σύγχρονοί του “ευ επωνομάσθαι Παναθηναϊκόν, κατεσκευάσθαι γαρ αυτό εξ ων αποστερούνται πάντες Αθηναίοι” δηλαδή “σωστά ονομάστηκε Παναθηναϊκό, αφού κατασκευάσθηκε με όσα στερήθηκαν όλοι οι Αθηναίοι”.

Σήμερα το Καλλιμάρμαρο αποτελεί ένα στολίδι της Αθήνας, το οποίο μπορεί βέβαια να χρησιμοποιηθεί μόνο για εκδηλώσεις και όχι για επίσημους αγώνες. Ο λόγος δεν είναι μόνο η έλλειψη υποδομών για σύγχρονους αγώνες, κάτι που θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με προσεκτικές παρεμβάσεις, αλλά το γεγονός ότι οι στροφές του στίβου είναι πολύ κλειστές, εντελώς έξω από τους σημερινούς αθλητικούς κανονισμούς. Παραμένει όμως το κομψότερο στάδιο στον κόσμο.

 

Από το βιβλίο του Δημήτρη Καμπουράκη Μια σταγόνα ιστορία – μέρος τρίτο


Ένα τραγούδι για τη Νέα Υόρκη

Category : podcast

Πολύ ωραίο ζεϊμπέκικο, ρεμπέτικο τραγούδι των Ελλήνων της Αμερικής.
Τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι λαϊκά τραγούδια του απλού κόσμου. Έχουν ως θέμα τον υπόκοσμο, τις παράνομες ουσίες και τον έρωτα. Μοιάζουνε αρκετά με τα αμερικάνικα μπλουζ.

Ο “Πινόκλης” Προέρχεται από επιθεώρηση, δηλαδή κωμικό θέατρο εποχής. Με χιούμορ και πίκρα, το τραγούδι λέει την ιστορία ενός Έλληνα που έζησε στην Νέα Υόρκη. Στην Αμερική, ο ήρωας του τραγουδιού δεν δούλεψε, αλλά ασχολήθηκε με τα τυχερά παιχνίδια. Το όνομα που πήρε, “Πινόκλης” είναι από το τυχερό παιχνίδι “pinochle.”

Η σύνθεση του τραγουδιού έγινε από το Δημοσθένη Ζάττα και η  ερμηνεία του από το γνωστό ρεμπέτη της Αμερικής Γιαννάκη Ιωαννίδη. Το τραγούδι ηχογραφήθηκε στη Ν. Υόρκη, το 1928. Ορχήστρα με βιολί και πιάνο.
Ε, ρε μεγαλεία !
Εις τον Πειραιά γεννήθηκα και τ’ όνομά μου είναι Τσόκλης
Εις τον Πειραιά γεννήθηκα και τ’ όνομά μου είναι Τσόκλης
μα εδώ ξαναβαφτίστηκα και γίνηκα Πινόκλης
μα εδώ ξαναβαφτίστηκα και γίνηκα Πινόκλης

Κακούργα ύπαρξις !

Εις τον Πειραιά καθόμουνα κει μες στο Πασαλιμάνι
Εις τον Πειραιά καθόμουνα κει μες στο Πασαλιμάνι
μα στο Νιού Γιόρκι κάθομαι στο Μάντισον σε χάνι
μα στο Νιού Γιόρκι κάθομαι στο Μάντισον σε χάνι

Ε, ρε Χριστούλη μου!

Και ξέρ(ε)τε ρε αρκαντάσηδες πώς μπερδεύτηκεν ο κόμπος
Και ξέρ(ε)τε ρε αρκαντάσηδες πώς μπερδεύτηκεν ο κόμπος
γιατί την ανακάλυψε αυτή τη γη ο Κολόμπος
γιατί την ανακάλυψε αυτή τη γη ο Κολόμπος

Κατέβα να σε κεράσω Χριστούλη μου!
Ωχ μάνα μάνα!

Όιντα!

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

Τσόκλης : χαϊδευτικό του ονόματος “Θεμιστοκλής”

Ο Πινόκλης: ελληνοαμερικάνικη λέξη, αυτός που παίζει πολύ χαρτιά και τυχερά παιχνίδια

Το Νιου Γιόρκι: η Νέα Υόρκη

κει: εκεί

το χάνι: ξενοδοχείο βρώμικο, χωρίς στοιχειώδη καθαριότητα και ανέσεις

ο αρκαντάσης, οι αρκαντάσηδες: ο αδερφός

μπερδεύομαι: περιπλέκομαι

ο κόμπος: το δέσιμο, το πεπλεγμένο σκοινί

Εδώ, μεταφορικά: η κατάσταση περιπλέχθηκε.

Ο Κολόμπος: Ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο Ιταλός θαλασσοπόρος που ανακάλυψε την Αμερική το 1492.

Και μία νέα εκτέλεση του τραγουδιού:

 


Τα Θεοφάνεια της Μανταλένας

Category : podcast

Τα Θεοφάνεια ή Φώτα γιορτάζουμε την βάπτιση του Ιησού Χριστού από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο ή Βαπτιστή. Ο μεγάλος αγιασμός γίνεται ανήμερα τα Θεοφάνεια στις 6 Ιανουαρίου. Μια μεγάλη πομπή σχηματίζεται και παίρνει το δρόμο που οδηγεί στη θάλασσα ή σε κάποιο ποτάμι, μπορεί και σε μια δεξαμενή. Μπροστά τα εξαπτέρυγα, πίσω οι παπάδες με τα καλά τους άμφια, ύστερα οι αρχές του τόπου και παραπίσω το πλήθος. Στις πόλεις η πομπή γίνεται πιο πλούσια με τη μουσική και τη στρατιωτική παράταξη.

Όταν γίνει ο αγιασμός, ρίχνει ο παπάς το Σταυρό στο νερό, πραγματοποιώντας έτσι τον Αγιασμό των Υδάτων. Το πιάσιμο του Σταυρού γίνεται από κολυμβητές, τους λεγόμενους Βουτηχτάδες, κατά την τελετή της Κατάδυσης του Τιμίου Σταυρού. Νεαρά κυρίως άτομα βουτούν στα παγωμένα νερά για να πιάσουν τον Σταυρό και να λάβουν την ευλογία του ιερωμένου, αλλά και να δεχθούν τις τιμές και τις ευχές των συντοπιτών τους. Οι καμπάνες ηχούν χαρμόσυνα, το ίδιο και οι σειρήνες των πλοίων.

Οι Βουτηχτάδες είναι άνδρες πάντα. Καμιά φορά όμως…

Το νου σου βρε, θέλω να τον πιάσεις και φέτος τον σταυρό!

Γυναίκα : Κάθε χρόνο τα ίδια του λες!
Γυναίκα 2: Για το καλό της δουλειάς μας, κόρη μου… Έλα, γιε μου, να βάλεις αυτό το φυλαχτό.
Γιος : Κι άλλο φυλαχτό καλέ μάνα ; Είπα. Θα τον πιάσω.
Γυναίκα : Πέντε χρόνια τώρα συνέχεια ο Λάμπης μας κερδίζει.
Πατέρας : Το νου σου στο Γρηγόρη και στο Σωτήρη. Μάθανε, λέει, στον Πειραιά κάτι αλλιώτικες βουτιές.
Γιος : Ουφ!  Αφήστε με! Πάω να πιάσω μια καλή θέση! Γεια σας!
Παπάς : Εν Ιορδάνει βαπτιζομένου σου, Κύριε,
Μανταλένα, όπως σου είπα,
Η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις,
Έτοιμη να είσαι,
Του γαρ γεννήτορος η φωνή προσεμαρτύρησεν…
Γυναίκα : Φοβάμαι, φοβάμαι!
Παπάς : Αγαπητόν, Σε, υιόν ονομάζουσαν.
Και το πνεύμα εν ειδει περιστεράς, εβεβαίου του λόγου το ασφαλές.
Μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ.
Ο επιφανής Χριστέ ο Θεός
Προσοχή, έτοιμη,
Και τω κόσμω φωτίσας Δόξα Σοι.
Δέσποτα, Συγχώρεσέ με τον αμαρτωλό. Μανταλένα! 
Μανταλένα : Τρέμω…
Παπάς : Σκασμός!  Εγώ διατάζω!
Γυναίκα: Ο σταυρός έπεσε μπροστά! Μπερδεύτηκε στα βρωμομάνικα του παπά!
Μανταλένα : Τον έπιασα!  Τον έπιασα!
Παπάς : Τι; Έπιασες τον σταυρό εσύ ; Πρώτη φορά γίνεται αυτό, μετά από εκατό χρόνια, από τότε που η γιαγιά μου…
Μην είναι σημείον εξ ουρανού ; Τι λέτε εσείς, Χριστιανοί ;
Αν είναι, Κύριε, το θελημά σου, Κύριε !
Μα τότε, Χριστιανοί, μήπως το αδικησαμε το ορφανό ;
ΟΛΟΙ: Ναι, ναι, το αδικήσαμε
Παπάς: Εφόσον, λοιπόν, το αδικήσαμε πρέπει να επανορθώσουμε το άδικο και να φανούμε καλοί χριστιανοί και όχι χριστιανοφάγοι !
Μανταλένα: Σαν πολλά τα λες θα μας καταλάβουνε…
Παπάς: Ο νόμος λέει “πίστευε και μη ερεύνα”
Εφόσον, λέω, το αδικήσαμε το ορφανό θηλυκό…
Μανταλένα: Θηλυκό κι εσύ… Καπετάνιο με λένε!
Παπάς: Σκασμός!
Πρέπει, λέω, να επανορθώσουμε το άδικο!
Λοιπόν, από αύριο όποιος δεν πηγαίνει με τη βάρκα της δούλης του Θεού Μανταλένας…
Μανταλένα: του δούλου καπετάνιου !
Παπάς: …Της δούλης του Θεού καπετάνισσας Μανταλένας…
Μανταλένα: Δούλου δούλου σου λέω ! !
Παπάς: Μα δεν είμαι Θεός, ούτε γιατρός, να σου αλλάξω το φύλο, που μ’ έπρηξες ευλογημένη!
Λοιπόν, είπα και ελάλησα, από αύριο όλοι με τη βάρκα της!
Μανταλένα: Όχι όλοι, μου φτάνουν και οι μισοί!
Παπάς: Βούλωσ’ το γιατί τον ξαναρίχνω τον σταυρό στη θάλασσα ! Α!
Και όποιος, λέω, δεν πηγαίνει με τη βάρκα της, θα τονε γράφω στα δικά μου τα τεφτέρια.
Και ο γέγραπται γέγραπται
και δεν ξεγέγραπται ! Σύμφωνοι ;
ΟΛΟΙ: Σύμφωνοι!
Παπάς: Τότε συγχώρεσέ τους, Θεέ μου, και αυτούς, και εμένα, και εμένα,
και ευλόγησον πάλι το αμαρτωλό Ασπρονήσι Σου, που μετανοεί.
Αμήν.
(Αψού)
Πατέρας: Σφύρα ρε ακαμάτη, σφύρα βρε ανάξιε!
Ούτε το σταυρό μωρέ, δεν ήσουν άξιος να πιάσεις
και τώρα κοίτα…
Κοίτα καταδίκη!
Μανταλένα: Δεν θέλω άλλους για τη βάρκα μου, φτάνουνε για σήμερα! Άντε !…

Τα κτήρια και τα χτίρια

Category : podcast

Λέγε.

Όταν ήμουνα σε ηλικία δέκα ετών το έτος περίπου 1960 στην παραλία του Προαστείου υπήρχανε δύο τρεις τράτες δηλαδή ψάρεμα με δίχτυα τα οποία ερίχνοντο στη θάλασσα και τραβιόσαντε από δύο άκρες προς τα έξω. Υπήρχε ο, μεταξύ των ψαράδων υπήρχε και ο Τέλης ο ψαράς, ο οποίος πάντα απέφευγε, λέγοντας στους άλλους τους ψαράδες να τραβήξουνε και τις δύο άκρες των διχτύων που τραβάγανε προς τα έξω, το σάκο με τα ψάρια, αριστερά ή δεξιά, στο δρόμο ευθεία στη Διγενή Ακρίτα για να μην τους τα σκίσουν τα δίχτυα τα χτίρια, τα “χτίρια”.

Βέβαια, σαν παιδιά, δεν είχαμε τη δυνατότητα, γιατί τότε δεν υπήρχαν και τα τεχνικά μέσα, μάσκες, γιατί η χώρα ήτανε φτωχή και δεν είχανε τη δυνατότητα να αγοράσουν μάσκες θαλάσσης για να δουν τα “χτίρια” που λέγανε οι ψαράδες.

Αλλά φτάνανε εκεί πέρα και κολυμπάγανε.

Αλλά πηγαίναμε και κολυμπούσαμε και κάναμε βουτιές και βλέπαμε διάφορα πράγματα, μεταξύ αυτών και μία κολώνα και πολλές φορές πατάγαμε πάνω στην κολώνα για να κάνουμε ότι είναι αβαθή τα νερά και πατάμε. Ενώ στην πραγματικότητα πατάγαμε, να δείξουμε ότι πατάμε ενώ το βάθος του νερού ήταν τουλάχιστον τρία μέτρα με τέσσερα.

Τα επόμενα χρόνια, με μάσκες, που μπορέσαμε και αγοράσαμε, σε μεγαλύτερη ηλικία, πράγματι παρατηρήσαμε να υπάρχει ένα σχέδιο κτηρίου, σπιτιού, κτηρίου, το οποίο σε ένα σημείο είχε και μία κολώνα. Στην οποία εμείς βρίσκαμε παλιότερα και πατάγαμε. Η κολώνα όμως είχε ήδη πέσει.

Φαινότανε πεσμένη;

Ναι. Είχε γύρει. Προφανώς κάποιο, κάποια τράτα, κάποια μηχανότρατα, η οποία βγήκε πολύ παραλιακά για να ψαρέψει ψάρια

Την πήρε κι έπεσε

Την τράβηξε με τη δύναμη της μηχανής και την έριξε. Και προφανώς έχει καλυφτεί απ’ την άμμο. Ουδέποτε όμως δε διαβάσαμε στην ιστορία γι’ αυτό το θέμα. Ακριβώς απέναντι, δεξιά και διαγωνίως βρίσκεται η Αρχαία Μακύνεια, η οποία είναι μία, μία πόλη αρχαία, μπορείς να βρεις η Μακύνεια τι είναι και να το περιγράψεις, η οποία ένα μεγάλο μέρος της, στους πρόποδες της Παλιοβούνας, το οποίο ένα πολύ μεγάλο μέρος της βρίσκεται εντός της θαλάσσης.

 

Ο Σπυρόπουλος που λέει ότι ξέβραζε τούβλα;

Ένα λεπτό. Επίσης είναι αλήθεια ότι και ακόμα και τώρα ακόμα πολλές ξεβράζονται διάφορα τούβλα στην ακτή ακριβώς απέναντι, μπροστά στο “Τζάκι”. Παλιότερα ήσαντε πολύ περισσότερα, τώρα είναι πολύ λιγότερα. Γιατί και τώρα βγάζει τούβλα. Εκείνα τα μικρά.

Ενώ παραδίπλα δε βγάζει.

Ε ναι!

Στις Δάφνες δε βγάζει.

Ναι. Σε απόσταση διακοσίων τριακοσίων μέτρων δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Αριστερά και δεξιά. Μόνο σε αυτό το μέρος ακριβώς. Βγάζει. Κι όπως αυτό το βεβαιώνει και ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου “Τζάκι”.

Ε, τι άλλο μπορούσαμε να πούμε;

Εκείνος ο ξάδερφός σου είχε βουτήξει να δει τι είναι;

Ποιος; Επίσης εκεί, όταν εγώ ζούσα στην Αθήνα πνίγηκε ένα παιδί, ο οποίος ήταν γιος δεύτερου ξαδέρφου μου.

Πώς τον λέγανε;

Τσιμπούκης! Δεν ξέρω αν πρέπει να το γράψεις. Το οποίο, από ό,τι ακούστηκε, έκανε βουτιές, μάλλον με ψαροντούφεκο, αλλά σε αυτό ακριβώς το σημείο. Ίσως ψάρευε εκεί επειδή μαζευόσαντε ψάρια; Επειδή υπήρχανε ερείπια και μαζευόσαντε ψάρια; Υπήρχανε φωλιές, δηλαδή ήτανε σημείο που επειδή ήτανε ερείπια μαζευόσαντε ψάρια; Δεν ξέρω. Ή είχε δει τα χτίρια κι έψαχνε;

Επίσης, παλιότερα, όταν ερχότανε ένα πλοίο από την Πάτρα, ένα ξύλινο φέρι μποτ, το “Άλεξ” και υπήρχε μια ξύλινη εξέδρα, στο δρόμο μπροστά, ε, η εξέδρα αυτή ήτανε στο αριστερό της θάλασσας, δηλαδή που πάμε όχι προς το “Τζάκι”, που πάμε προς το, προς το, αυτό τώρα είναι, ε, προς την Πάτρα και το φερι μποτ έπιανε στο αριστερό μέρος της ξύλινης, πώς τη λέγανε; εξέδρας.

Χμ. Τι άλλο;

Τώρα δε θυμάμαι άλλα πράγματα.

Ο Τέλης τα κτήρια τα περιέγραφε ή απλά έλεγε ότι πάνε τα παιδιά;

Όχι. Φώναζε “Τα χτίρια! Τα χτίρια! Όχι τα κτήρια, τα “χτίρια”

Μην πάμε στα “χτίρια”

Ναι, “δεξιά! Δεξιά, θα πέσουμε στα χτίρια!” ή “Αριστερά, τελείως!” Πριν φτάσει ο σάκος κοντά, τραβιόσαντε αριστερά δεξιά, να ξεπεράσουνε το, γιατι ο σάκος ξέρεις,  νοίγει, έχει βάρος και ανοίγει έτσι, δεν είναι όπως είναι το δίχτυ. Ξέρεις πώς είναι η τράτα, δίχτυ αριστερά δεξιά έτσι, το οποίο είναι τεντωμένο, βαρίδια κάτω με φελλό επάνω. Έτσι είναι η τράτα, έτσι; Ένα αριστερά, ένα δεξιά, και πίσω ένας σάκος τεράστιος. Ο οποίος το κάτω μέρος έχει μολύβια, για να πατώνει και πάνω έχει φελλό. Κι είναι ανοιχτό, έτσι.

Και καλά. Δεν έχει βουτήξει κανείς επαγγελματίας αρχαιολόγος, να δει τι είναι αυτό;

Όχι. Όχι. Και μάλιστα πήραμε τον Κολώνα, αλλά δεν μπορείς να γράψεις τον Κολώνα, το αναφέραμε σε φίλο μας δημοσιογράφο, ο οποίος ενημέρωσε έναν αρχαιολόγο της περιοχής, ο οποίος δήλωσε άγνοια. Και είπε ότι αυτά δεν είναι των αρχαιολόγων αλλά είναι των… Πώς το είπε;

Των εναλίων.

Των εναλίων αρχαιολόγων. Θα πεις για τη Μακύνεια, ότι ακριβώς απέναντι, σε απόσταση πέντε μιλίων, προς την Παλιοβούνα, προς τα δεξιά της Παλιοβούνας.

Εντάξει, δε θα κάνω τόσο περιγραφή. Εγώ το σκέφτομαι πιο πολύ συναισθηματικό. Ότι πώς νιώθει κάποιος που είναι Έλληνας και είναι και κλασικός φιλόλογος. Και ότι σου φαίνεται κάτι τόσο μακρινό, ότι το αποκλείεις, ότι λες εντάξει, οκέι, υπερβολές, απλά τυχαίνει, είναι μόνο το μέρος

Θα μπορέσουμε να βγάλουμε καλύτερες φωτογραφίες.

Ναι… και τέτοια, αλλά ότι στην πραγματικότητα δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτό. Διότι θα ρίξεις μία βουτιά κάτω απ’ το σπίτι σου και θα δεις αυτό. Και ότι με την κρίση όλοι κληθήκαμε λίγο να απολογηθούμε γι’ αυτό. Ότι όλοι έπρεπε να πούμε, χμ, συγγνώμη, και είμαστε η παρωδία αυτών και τα λοιπά και τα λοιπά.

Δεν το ξέρω αυτό, θα το συντάξεις εσύ, όπως νομίζεις. Εντάξει; Αυτά είναι. Και τα λέμε.

Πρέπει να βγάλουμε κι άλλες, ε;

Ε μπορούμε να βγάλουμε κι άλλες. Νομίζω θα βγουν και καλύτερες.

 

Ναι.