Category Archives: book reviews

Via Fra Diavolo

Χτες το βράδυ είχαμε πάει στο «Καστέλο» για να πιούμε ένα ωραίο κρασάκι κόκκινο. Το «Καστέλο» βρίσκεται μέσα στην παλιά πόλη, ένα περιποιημένο μεσαιωνικό μπαρ. Βγήκα λίγο μέσα στο κρύο να κάνω ένα τσιγάρο, απαγορεύεται εντός. Η Βιβή, φοιτήτρια Ιστορίας Τέχνης είχε κρυφτεί σε μια γωνία και στα στριφτά έκρυβε ένα τσιγάρο. Βγήκαν όλοι έξω από το «Καστέλο» να καπνίσουμε παρέα. Κάτι Σικελοί παλαβοί άρχισαν να με φωνάζουν Καπαρέτσα και να ραπάρουν στα ιταλικά. Η Βιβή άρχισε να γελάει δυνατά: «Χιονίζει! Χαχα! Χιονίζει!» Πού χιονίζει ρε Βιβή Σεπτέμβρη μήνα; Πάλι μαστουρωμένη είναι.

Πάλι καλά σήμερα το πρωί πήρα το τρένο μόνος μου να πάω να δω το Σπίτι του Ντάντε στην Φλωρεντία. Χώρος για τον οποίο είναι περήφανοι οι Φλωρεντινοί φαντάζομαι. Αμ δε! Άδειο, ούτε καν ουρά για το ταμείο. «Ούνο μπιλιέτο περ στουντέντι» λέω του ταμεία και του δίνω τέσσερα ευρώ. Μπαίνω βιαστικά μέσα. Εδώ λοιπόν έγραψε την Θεία Κωμωδία, τρομοκρατώντας τον Μεσαίωνα με την πολυώροφη Κόλασή του ο Ντάντε. Με πιάνει ένα σφίξιμο στο στομάχι. Όχι, δεν είναι από το λογοτεχνικό δέος. Χτες το βράδυ που η Βιβή είχε παραισθήσεις, εγώ έφαγα κάτι αποτυχημένα νιόκι και σήμερα φεύγοντας χαράματα από το σπίτι δεν τα ξεφορτώθηκα. Τώρα το στομάχι μου διαμαρτύρεται. Αίσχος, μέσα στο Σπίτι του Ντάντε βρήκε να μου έρθει; Για να δούμε λοιπόν. Απάτητος χώρος το Σπίτι. Μα περκέ δεν έρχεται κανείς; Πού είναι οι Γιαπωνέζοι με τις ψηφιακές; Κανένας δεν ενδιαφέρεται πια για την λογοτεχνία λοιπόν… Α! Η ιστορία του σπιτιού! Για να δούμε…

«Εδώ δεν είναι το αληθινό σπίτι του Ποιητή. Έμενε κάπου εδώ γύρω. Το σπίτι αυτό χτίστηκε το 1995 με δαπάνες της Ε.Ε. προς τιμήν του. Τα εκθέματα αποτελούν φωτογραφικές αναπαραγωγές χειρογράφων της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας» Μάλιστα. Μούφα όλα. Κάθε ντροπή φεύγει. Πού είναι η τουαλέτα παρακαλώ; Στον δεύτερο, γκράτσιε, δεν κρατιέμαι άλλο. Πεντακάθαρη, το χαρτί ανέγγιχτο. Έκτακτα. Της τα εξομολογήθηκα όλα και ξαλάφρωσα. Κάπως έτσι έχεσα στο σπίτι του Ντάντε Αλιγκιέρι.

Ελεύθερος πλέον (έτσι νόμιζα ο αδαής), σουλατσάρισα στους δρόμους γύρω από το ψεύτικο σπίτι. Κουράστηκα κι είπα να αράξω στις σκάλες μιας μικρής εκκλησίας. Σήμερα είχα αποφασίσει ότι θα σταματήσω μια άσχετη αλλά όμορφη ιταλίδα, να βγάλω φωτογραφία μαζί της, να την ανεβάσω στο Facebook, να της δώσω κι ένα ωραίο όνομα (Καρλότα, Σύλβια, Φραντζέσκα;) να κάνω κι εγώ το κομμάτι μου για τη νέα ιταλίδα γκόμενά μου. Αλλά πού; Κωλώνω. Περαστικές αβέρτα, καλοντυμένες κι όμορφες. Δεν σταματάει καμιά. Ώσπου, επιτέλους! Περνά μια τριαντάρα, με περνά για ζητιάνο και μου πετάει ένα δίευρο. Ύστερα, περνά μια Αγγλίδα γηραιά τουρίστρια. Περιεργάζεται με ενδιαφέρον τις αφίσες στον τοίχο της εκκλησίας.

Γυρίζει να με ρωτήσει: «Κουάντο κόστα;» Με πέρασε για πάστορα, ενδιαφέρεται για την αυριανή συναυλία έργων του Μπαχ. Να ξυριστώ επειγόντως. «Αη ντοντ νόου μαη φερ λέηντη». Τέλος, περνά και μια φοιτητικής ηλικίας ιταλίδα. Πράσινο παλτό, σκουφάκι και δίπλα το ποδηλατάκι της. Μάτια παιχνιδιάρικα. Σταματά μπροστά μου «Μπουοντζόρνο! Κόμε βα;» Εεεεεε, εεεε, εκείνη χαμογελάει κι εγώ στο παρατεταμένο φωνήεν. Στέκεται κάνα δίλεπτο κι ύστερα «Τσάο!», μπράβο αγόρι μου κατάφερες και στην Φλωρεντία να κάνεις τον μαλάκα. Διεθνούς καριέρας.

Ας φύγω από δω να ξεχάσω την τρομπαρισιά που με δέρνει. Παγωτό κάστανο επειγόντως, γιαμ γιαμ. Στην γωνία ένας γεράκος παίζει σε κάτι ποτήρια το «Στρέηντζερς ιν δε νάητ». Πού βρίσκομαι τέλοσπάντων; Τοσκάνη, Φλωρεντία, για να δω δρόμο.

Via Fra´ Diavolo. Ε; Οδός Εν Χριστώ Αδελφού Διαβόλου; Ζαλίζομαι. Τότε, μέσα στην υγρασία του Άρνου και πριν το πλακόστρωτο της Πόντε Βέκιο εμφανίζεται μπροστά μου ο Κρίσνα σε όραμα:

«Γιε της Πρίτχα, το κρύο και η ζέστη, η ευχαρίστηση κι η δυσαρέσκεια, το κέρδος κι η ζημιά, η έλξη κι η αποστροφή, η νίκη κι ήττα είναι ίσα. Να αποβάλεις των αντιθέτων τα ζεύγη για να φτάσεις στο Νιρβάνα του Βράχμα.» Είπε ο Κρίσνα ο κοσμοσείστης κι ελάλησα. Γι’ αυτό λοιπόν ο Εν Χριστώ Αδελφός Διάβολος δίνει το ρευματάκι του κι ηλεκτρίζει την Μαρία την Παναγία. Να ’σαι καλά Κρίσνα, την επόμενη φορά θα τραγουδάω « Ω μπέλα τσάο! Ίο βόλιο ούνα ντόνααααααα!»

Κοιτάζω τον αναπτήρα, λέει πάνω “Sardegna”, έχει ένα ζευγάρι νεόνυμφων με παραδοσιακές στολές να χορεύουν. Η Σαρδηνέζα Καρλότα Σάββα ζει σε μια κονσέρβα για σαρδέλες, το ακατάστατο, βρώμικο δωμάτιό της. Στην Καρλότα αρέσουν τα καρότα, κι αν το καταφέρω θα της κλέψω μια κιλότα. Τώρα έχουν κάπως ηρεμήσει τα πράγματα. Πριν έπρεπε να τα έβλεπες από μια μεριά.

Η Ελένη, που συγκατοικεί με την Καρλότα έκανε μια φέστα, έτσι τις κάνουν εδώ στην Φλωρεντία, γλέντι για το γλέντι, σα να λέμε τέχνη για την τέχνη, μόνο που για να καταφέρω να βρω παρέα για να πάω στο Παλάτσο Πίτι έπρεπε να κάνω τάμα στην Σάντα Μαρία Ντέλα Κρότσε! Αθάνατο ξενιτεμένο ελληνικό φοιτηταριό!

Τέλοσπάντων, σήμερα στη φέστα της Ελένης ήρθε κι ο Γιάννης. Ο Γιάννης είναι ένας ευπαρουσίαστος νεαρός, αλλά επειδή τον είχε χωρίσει η κοπέλα του όταν εκείνος τράκαρε, σήμερα βασανίζει τις γυναίκες. Και την Καρλότα, την πανέμορφη, Κλαούντια Καρντινάλε και βάλε ή έπρεπε να την λένε Καυλότα, αλλά είναι μια βλαχούλα, άβγαλτη εντελώς κι αφελής από ένα ψαροχώρι της Σαρδηνίας.

Διαβολοδειλίνισσα, βλασερό κι εύθραυστο ματσέττο ζουμπούλια, τι στέκεις έτσι ανάστραβα; Ό,τι πρέπει για τον Γιάννη, που βίτσιο το έχει να εκδικείται εκ των υστέρων το γυναικείο φύλο. Απόψε χώρισε με την Καρλότα για τέταρτη φορά από τότε που ήρθα εδώ. Χαίρομαι, γιατί τον ρώτησα και δείχνει αποφασισμένος. Στο μεταξύ η Καρλότα έφυγε απ’ τη φέστα με μαυρισμένη την ψυχή για το δωμάτιό της.

Τα διαόλια μου με πιάσανε να πάω να την παρηγορήσω αλλά κρατήθηκα. Έπειτα από δέκα λεπτά βγήκε, κι είχε πάει όχι για καρότο, αλλά για χόρτο. Έχει βγει κεφάτη λέμε τώρα.

Η Ελένη που κάνει τη φέστα το χαίρεται σήμερα, έχουν μαζευτεί όλοι οι συμφοιτητές σπίτι της και τραγουδάνε! «Να ανοίξω ένα σπουμάντε;» λέει ενθουσιασμένη. Σπουμάντε είναι αυτά τα κρασιά που βγάζουν αφρό σαν τις σαμπάνιες. Φτηνά κρασιά, και τελικά αυτές οι ψευτοσαμπάνιες στις ρεβεγιόν είναι απλώς σπουμάντε! Η Καρλότα ακούει την Ελένη κι αρχίζει να κλαίει. Κάτι να της θύμισε το κρασί; Εγώ κοιτάω αμήχανα, δεν ξέρω και καλά ιταλικά, της πετάω ένα «Μην κλαις μωρέ αφερεμένο! Του έ λα πιου μπέλα ντέλα παέζε!» και σιγά μην κατάλαβε μέσα στα λιβάδια που πλέει. Γέρνει στον ώμο μου. Σαρδηνέζα δαιμόνισσα! Μπορεί να μυρίζει σαν σαρδέλα απ’ την απλυσιά, αλλά είναι χάρμα οφθαλμών… «Άχιιιι, ίο βόλιο βίνο γκρέκο… Γκρέκο!… Άχιιιι…» Ναι, αυτό το κατάλαβα, η Καρλότα είπε ότι θέλει κρασί ελληνικό, οίνον ελληνικόν Πελοποννήσου ξηρό. Κι εγώ έχω Καρλότα, ο παππούς μου κρασί έβγαζε, ροδίτη και σιδερίτη, Διονύσου σπονδές κατέχω τες!

Αφού έγειρε στον ώμο μου, ανακάλυψα πόσο εύκολο τελικά μου είναι να ρίξω μια γυναίκα. Την ακούμπησα στο λαιμό και σε δευτερόλεπτα, η Καρλότα έγινε ένα με το πάτωμα. Αναίσθητη, καριολάκι βαποράκι Μάσιμο την έκαψες… Κομπλεξάκι Γιαννάκη την έβαψες… Την κουβάλησα στο δωμάτιό της. Τριγύρω κιλότες της. Φόρμες. Διαόλου κάλτσες. Στον τοίχο κολλάζ με φωτογραφίες της, εδώ είναι μικρή, είναι Μεγάλη Παρασκευή, Επιτάφιος. Περιφέρουν τα Μυστέρι, ξύλινα γλυπτά που αναπαριστούν τα Πάθη του Χριστού. Η μπάντα παίζει πένθιμα στις τρομπέτες της, ένας γέρος σκουπίζει το μέτωπό του αποκαμωμένος κι η μικρή Καρλότα με τη φουστίτσα της κουβαλάει λουλούδια.

Ξαπλώνω την Καρλότα στο κρεβάτι της. Έχει μακριά, σατανικά πόδια, φιδίσια μαλλιά, Μέδουσα του Καραβάτζιο. Έχω πετρώσει. Στέκω μπροστά στην σπηλιά της Σίβυλλας, το κενό στα πόδια ανάμεσό της. Αρισμαρί, θανάσιμο ρόδο της θάλασσας, Καρλότα. Η μπότα της προεξέχει στο πλάι του κρεβατιού, Ιταλική Χερσόνησος, γέρνει προς το Ιόνιο να κλωτσήσει την Ελλάδα μα δεν φτάνει. Κάτσο.

Όλα στραβά και ίσα πήγανε σήμερα στο σουλάτσο μου, σχεδόν συνελήφθην ως λαθρεπισκέπτης στο Παλάτσο Πίτι, γύρισα μετά εδώ κι έγιναν όλα αυτά με τη φέστα, τη λιποθυμία της Καρλό. Τώρα πλέω σε ένα πέλαγο αλλοτινές Καρλοτινές κιλοτίνες γκιλοτίνες. Κοιτάζω τον αναπτήρα της. Sardegna. Βγάζω ένα τοσκανέλλο, ρημάδια πούρα, πνίγομαι πάλι. Κρίμα, τόσο ωραίο κορίτσι διάβολε. Κι εγώ να μην προλάβω να της πω τίποτα. Θα μου φύγει το τσερβέλο. Κοιμάται τώρα. Τη σκουντάω. Τίποτα.

Άμα δεν κάνω τώρα παλάβρα, δεν θα κάνω ποτέ. Πού ξέρεις, άμα ξυπνήσει μπορεί και να μην τσαντιστεί. Κι ένα χωρίο του Ηροδότου μου έρχεται στο νου. Τέτοια έπρεπε να κάνουμε στο σχολείο. Στην «Ευτέρπη» που πολύ με τέρπει τελευταία, λέει για τις πολύ όμορφες γυναίκες των επιφανών ανδρών στην Αίγυπτο και πώς τις ταριχεύουνε. Αφήνουν να περάσουν τρεις τέσσερις μέρες και μετά τις ταριχεύουνε. Να έχει αρχίσει λίγο η σήψη. Να είναι λιγότερο ποθητές. Παλιά, είχε πεθάνει μια τρισεύγενη καλλίκορμη νεαρά Αιγυπτία. Ο ταριχευτής της, με πάθια από τον έρωτα για κείνη χρόνια, έσμιξε με τη νεκρή γυναίκα. Σβήνω όλα τα φώτα. Τουλάχιστον, η Καρλότα ακόμα αναπνέε.

 

Dante Caparezza

Σε σκοτεινό πλανεύτηκα ρουμάνι, τι ήταν ο δρόμος ο σωστός χαμένος. Ο αχνός ήταν μαύρος σα ράχη θαλάσσιου κήτους. Η πλάνη μας έφερε στο σκοτεινός στενό, όπου η μοίρα μας θ ’άλλαζε ρούγα. Μια παλιά βίλλα έστεκε, γριά σκυμμένη με μάτια αινιγματικά τα σφαλιχτά παράθυρά της. Δυο ερωτιδείς στους στύλους της εισόδου πρόδιδαν την ανάμνηση μιας αλλοτινής ευφορίας. Πίσω απ’ την πύλη δύο γλάστρες με μαραμένες γαρδένιες. Στην κάθε γλάστρα μέσα, στο χώμα το άγονο πάνω δύο αβγά. Το αριστερό, στρογγυλό σαν τα βότσαλα της Μαρίνας της Πίζας. Το δεξί, αβγό ματαιωμένο με μια ραγισματιά σα να ’θελε να βγει νεοσσός μα να το ξανασκέφτηκε σε τι χάος να μεγαλώσει κι άστο καλύτερα. Η ώρα δύο, τα αβγά δύο, εγώ κι η Καρλότα δύο, μα τίποτε δεν πρόδιδε τον αστάθμητο παράγοντα, το τρίτο εκείνο πρόσωπο που θα διατάρασσε την ισορροπία της τραμπάλας μας.

Πηχτός καπνός φύσηξε απ’τα βόρεια, μια πυρκαγιά καψάλιζε τ’ αμπέλια της πλαγιάς, τα chianti. Αλλά όχι, δεν ήταν αυτό. Ήταν αναθυμιάσεις, από το πέρα του κόσμου, όπως ο αντι γιβελλίνος Γουέλφος ποιητής Δάντης Αλιγκέρι προσγειωνόταν. Της Κολάσεως τα καζάνια να μου στολίσει με λόγια θεόπνευστα.

Μόλις είχα μάθει πως πέρασα εκείνο το μάθημα – μύθο, τα Λατινικά Ογδόου, Ο Αινείας είχε τρικυμίσει την κεφαλή μου για βδομάδες δύο και χρόνια πέντε. Μα τώρα είχαμε λύσει τους λογαριασμούς μας. Το μάθημα είχε περαστεί κι ο Δάντης, εργατικός μαθητής του μέγα δασκάλου Βιργιλίου είχε έρθει να μου πει:

«Εσύ, ανάξιε τελειόφοιτε σου ’λαχε από Ηλίας Βιργηλίας να γενείς. Στολή πορφυρή θα ντυθείς και δάφνη στο κεφάλι. Μα σκουφί επαναστατικό δεν σου πρέπει, τι ειν’ το κεφάλι σου κεφάλα κι η κόμη σου κωμική. Η capa σου για rezza. Τα που θα δεις με λόγια ειλικρινή να τα στορήσεις. Μα πρώτα την Αινειάδα άμα δεν περάσεις θνητέ, πτυχίο δεν παίρνεις, στης Φιλοσοφικής τις φλόγες θα καψαλίζεσαι αιωνίως κι αμετακλήτως…» Την πέρασα του είπα. Τούτο Μπένε.

Η πλάση ζάρωσε γύρω μας κι η Καρλότα ένιωσε όπως μια φορά στον ύπνο της που την είχα πλακώσει με το χέρι μου στο στέρνο της κι ονειρεύτηκε πως την χτίσανε σε οικοδόμημα φερετροειδές. «Και σκίφο!» τραύλισε αηδιασμένη. Μα δεν υπήρχε κάτι το αηδιαστικό εκτός απ’ το σπασμένο αβγό. Λιποθύμησα και σκύφος με κρασί για να συνέλθω δεν υπήρχε.

Κάπου ακούστηκε ένα μαντολίνο. Την γεύση της θαλάσσης, άμα την περάσεις λάθος μην κάνεις και την χαλάσεις… Σαπόρε ντι μάρε, την ξινίλα μου πάρε!… Πλάτς πλούτς, τα πόδια γέμισαν άμμο, το πτυχίο άφησα χάμω νιώθω σα σε κρητικό γάμο, ρακές κι ο μεθυσμένος ο Δον Μικές. Κι εκείνη, ενωμένες όλες σε μία, εκείνη. Κάθε πρωί πιο εντυπωσιακή, χαμένες μάχες κάθε μέρα κι εγώ ο βασιλεύς της ήττας. Μ’ αρέσει. Από τον κήπο σου περνώ κι εσύ δε βγαίνεις να σε δω. Δεν έχει άλλο πλέον πια. Πόσο ωραία χορεύεις τα πόδια σου σαν της Εύης, αξούριστα κι όλο κοιτάζω και δεν μπαίνω στο χορό. Τάρα τατά τάρα τατά. Τα μαλλιά σου είναι σαν πράσινα μακαρόνια κι όταν ονειρεύομαι εκείνα μακραίνουν μακραίνουν για να τα μασήσω.

Απ’ το στόμα σου βγαίνει τραγούδι παρτιζάνικο Ο μπέλα τσάο παρτιζάνικο παρμεζάνικο τι; Τυρί να σου λούσει τα μαλλιά μακαρόνια μακάρια κι αιώνια. Δεν είμαι εκεί που είσαι, δεν ζω την ζωή που ζεις, νον σόνο κουελ κι σόνο, νο φάτσο λα βίτα και φάι. Και για τον κόσμο που μισείς δεν είμαι άλλος και για τον κόσμο που αγαπάς δεν είμαι αυτός. Είμαι του δρόμου, ο κόσμος είναι μικρός. Η νεότητά μας κραδαίνει ψηλά το φαλλικό άσμα, Πύργο της Πίζας μια στιγμή γερτό κι ύστερα στα ίσα του. Ο κόσμος να απορεί, να λέει μα ήρθα εδώ να φωτογραφηθώ να τόνε κρατάω που γέρνει κι εσείς τον ορθοποδήσατε;  Σπανιόλες τουρίστριες απογοητευμένες.

Τι είναι γλυκιά τούτη η νύχτα, τι είναι ώρια. Κι εγώ δεν ξαπλώνω περιμένοντας εσένα. Κι εδώ, μπροστά στο φινιστρίνι σου της καρδιάς μου σου ανοίγω την πένα. Εγώ πάντα εσένα σκέφτομαι γιατί εσένα ψυχή μου αγαπώ κι όπου πάω, όπου στέκω, όπου σέρνομαι, στην καρδιά μου πάντα εσένα βαστώ. Κι εσύ πια δεν μ’ αγαπάς ώρια μου πιτσουλίνα, δεν με πονάς πια, μα τα όμορφά σου χειλάκια άνοιξε να μου πεις λόγια αγάπης ευλογημένα. Τα αστεράκια που πάνω με βλέπουνε και μου φέγγουνε κρυφά απ’ το φεγγάρι, και γελούν και μου λένε: Στον άνεμο, τα τραγούδια που λες είναι χαμένα. Καληνύφτα, σ’ αφήνω και φεύγω, πλάγιασε εσύ, τι είναι πικρό που ήρθα εγώ εδώ πέρα. Μα όπου πάω, όπου σύρνω, όπου στέκω, στην καρδιά πάντα εσένα βαστώ.

Οι εξελίξεις υπήρξαν ραγδαίες. Τα γυαλιά μου λιώσανε μέσα σ’ ένα σύννεφο. Βρισκόμασταν στο μπάνιο. Οι αχνοί ήταν από το καυτό μπάνιο που είχαμε μόλις κάνει. Κι ο Δάντης Αλιγκέρι ήταν η Ελένη, που φώναζε από το δίπλα δωμάτιο πως τόσην ώρα στο ζέσταμα η πίτσα κάηκε πια, πίτσα μαργαρίτα που μαδήθηκε. Η Καρλότα φόρεσε μπουρνούζι μπλε ανδρικό και βγήκε στο διάδρομο να φωνάζει. Ότι είμαι για δέσιμο, πάτσο γκρέκο πάτσοοοοο! Έξι χρόνια βολόδερνα σε ένα γκρι κτήριο με σκάλες, γκρέτζο γκρέτζο γκρέτζο κι όλη την ώρα μιλάω για ένα μαγκαζίνο ντελι στουντέντι Καλειντόπιουμ! Μπάστα με τον Άθω, τον Πολυπόρθο και τον Χρηστάρα- μη! Τρεις σωματοφύλακες μα εγώ το ένα τούτο σώμα το καρλοτινό που από Καρλό Σαρλώ ντύθηκε με μουστάκι να κάνω χάζι, το ένα τούτο σώμα που σπαρτάραγε τόσην ώρα να το καπνίζω τράκα σε ντουμάνι δεν το φύλαξα τούτο το ένα σώμα, σωματοφύλακας αεριτζής. Ντουμάνι και δεν σκέφτομαι τι θα γίνει ντομάνι.

Σωματοφύλακας δεν γίνομαι, άσε που να μεταφράσω όσα γράφω δεν μπορώ. Να της τα δείξω τα γραμμένα, δεν. Δεν πάει άλλο, έγκωσα, λιγώθηκα, διψώ. Η Καρλότα άρχισε να κατεβάζει απ’ τα ράφια βάζα, φωτιστικά, βιβλία. Κάτι ηλέκτριζε το δωμάτιο. Έβαλα τα χέρια στην βαλίτσα. Τύλιξα τα δύο τελευταία τεύχη του Καλειδοσκοπίου που είχα φέρει μαζί. Να της τα δείξω τι και πώς. Άστο καλύτερα.

Τύλιξα τα Καλειδοσκόπια μα εκείνα άρχισαν να διαμαρτύρονται σαν περιορισμένα περιστέρια. Άνοιξαν τα σαλόνια τους σα φτερά και πέταξαν μακριά απ’ το παράθυρο. Καλειδοσκόπια να πετάνε. Γλάροι με γράμματα τυπωμένα πάνω, κατεβατά από ελεύθερα φυλακισμένα σε εξακόσες λέξες. «Οι σοβαροί άνθρωποι κάποια πράγματα τα κρατάνε για τον εαυτό τους…» ψιθύρισε η Καρλό.

Ο Λουίτζι ντελε Μπικόκε, ο Λούης Ο Βερύκοκος άφησε την σπάτουλα του χτίστη. Εργάτης Σικελός ο Λούης άρχισε να ξεφυλλίζει απορημένος τα φοιτητικά αλαμπουρνέζικα με το καρπούζι στο εξώφυλλο. Άλλωστε, τα καρπούζια ως γνωστόν δεν τελειώνουν ποτέ.

 


Πάτι Σμιθ – Τραίνο της Γραμμής Μ – Ελληνικοί Μύθοι (2015)

Πάτι Σμιθ – Τραίνο της Γραμμής Μ (2015)

Ελληνικοί Μύθοι

Μετάφραση : Ηλίας Κολοκούρης

Patti Smith – M train  

Translated by Ilias Kolokouris

mtrain_author

Ο Τροχός της Τύχης

…Καθόμουν στην μέση του καφέ, εντός του επαναλαμβανόμενου ονειρώδους τοπίου του. Ούτε σερβιτόρα, ούτε καφές, πουθενά. Ήμουν υποχρεωμένη να πάω πίσω από τον πάγκο, να αλέσω μόνη μου λίγους κόκκους καφέ και να ψήσω μόνη μου τον καφέ. Κανείς δεν ήταν εκεί γύρω πλην ενός βουκόλου. Παρατήρησα πως είχε μιαν ουλή, σα μικρό φίδι να κινείται χαμηλά στο οστό της κλείδας του. Έβαλα και στον καθένα μας από μια αχνιστή κούπα καφέ, αλλά απέφυγα το βλέμμα του βουκόλου.

IMG_20170120_220326

Patti Smith – M Train

-Οι Ελληνικοί Μύθοι δεν μας λένε τίποτε, έλεγε ο βουκόλος. Οι θρύλοι είναι απλώς ιστορίες. Οι άνθρωποι τους ερμηνεύουν όπως θέλουν ή ευρίσκουν ηθικά διδάγματα σε αυτούς. Την Μήδεια ή την Σταύρωση, δεν μπορείς να τις αναλύσεις. Η βροχή και ο ήλιος ήλθαν ταυτοχρόνως και επέφεραν το ουράνιο τόξο. Η Μήδεια βρήκε του Ιάσονα τα μάτια και θυσίασε τα παιδιά τους. Συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, έτσι είναι, πρόκειται για το αδιαμφισβήτητο αποτέλεσμα του ζην.

Ο βουκόλος πήγε να ανακουφιστεί, ενώ εγώ αναλογιζόμουν το Χρυσόμαλλο Δέρας σύμφωνα με τον Παζολίνι. Στάθηκα στην πόρτα και κοίταξα πέρα στον ορίζοντα. Το μουντό τοπίο διέκπτοαν βραχώδη λόφοι στερούμενοι βλάστησης. Αναρωτήθηκα αν η Μήδεια αναρριχήθηκε σε παρόμοιους βράχους αφού κορέστηκε ο θυμός της. Αναρωτήθηκα ποιος ήταν τελοσπάντων αυτός ο βουκόλος. Κάποιο είδος Ομηρικού πλάνητος, υπέθετα. Περίμενα να βγει από τον καμπινέ, αλλά αυτός αργούσε. Υπήρχαν σημάδια ότι τα πράγματα επρόκειτο να πάρουν διαφορετική τροπή: ένα σπασμωδικό ρολόι εκτός ρυθμού, το περιστρεφόμενο σκαμπώ του μπαρ, μια ασθενής μέλισσα που μετεωριζόταν πάνω από την επιφάνεια ενός μικρού τραπεζιού που ήταν καλυμμένο με βερνίκι σε χρώμα κρεμ. Σκέφτηκα μια στιγμή να σώσω την μέλισσα, αλλά δεν υπήρχε τίποτε που να μπορούσα να κάνω. Ήμουν έτοιμη να σηκωθώ να φύγω χωρίς να έχω πληρώσει για τον καφέ μου, αλλά ύστερα που το ξανασκέφτηκα, πέταξα μερικά νομίσματα στο τραπέζι δίπλα στην εκπνέουσα μέλισσα. Αρκετά για τον καφέ και μία αξιοπρεπή κηδεία με σπιρτόκουτο.

Ταρακουνήθηκα και βγήκα από το όνειρο, πετάχτηκα έξω από το κρεβάτι μου, έπλυνα τα μούτρα μου, έκανα πλεξούδα τα μαλλιά μου, βρήκα το σκουφί μου και το σημειωματάριό μου και βγήκα έξω, σκεπτόμενη ακόμη τον βουκόλο και πώς τα ξερνούσε έτσι ωραία περί Ευριπίδου και Απολλωνίου. Στην αρχή μου την είχε σπάσει, αλλά τώρα όφειλα να παραδεχθώ πως η επανερχόμενη παρουσία του ήταν μια παρηγοριά. Κάποιος που μπορούσα να βρω, όποτε τύχαινε η ανάγκη, στο ίδιο εκείνο μεταίχμιο, στο ίδιο εκείνο τοπίο ανάμεσα ύπνου και ξύπνιου.

Medea3

Καθώς περνούσα την Έκτη Λεωφόρο Η Κάλλας είναι η Μήδεια, η Μήδεια είναι η Κάλλας ο ρυθμός στροβιλιζόταν στο κεφάλι μου καθώς τα τακούνια απ΄τις μπότες μου χτυπούσαν την επιφάνεια του δρόμου. Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι επεξεργάζεται προσεκτικά τον κλήρο του καστ και επιλέγει την Μαρία Κάλλας, μία από τις πιο εκφραστικές φωνές όλων των εποχών, για έναν επικό ρόλο με ελάχιστο διάλογο και απολύτως καθόλου τραγούδι. Η Μήδεια δεν τραγουδάει νανουρίσματα. Σφάζει τα παιδιά της. Η Μαρία δεν ήταν μία τέλεια τραγουδίστρια. Αντλούσε από τα βάθη της αβαθούς, άπειρης πηγής της και κατακτούσε τους κόσμους του κόσμου της. Αλλά όλος ο σπαραγμός των ηρωίδων της δεν την είχε προετοιμάσει για τον δικό της σπαραγμό. Προδομένη, εγκαταλελειμμένη και ταπεινωμένη, αφημένη δίχως έρωτα, φωνή ή παιδί, καταδικασμένη να ζει την ζωή της στην μοναξιά. Προτιμούσα να φαντάζομαι την Μαρία ελεύθερη από την βαρέα σκευή και στολή της Μηδείας, της κεκαυμένης βασιλίσσης στο ωχροκίτρινο φόρεμα. Αυτή φοράει μαργαριτάρια. Το φως πλημμυρίζει το Παρισινό της διαμέρισμα, καθώς εκείνη κάνει να φτάσει με το χέρι της μία μικρή δερμάτινη κασετίνα με κοσμήματα. Ο Έρωτας είναι το πιο πολύτιμο κόσμημα από όλα, ψιθυρίζει, ελευθερώνοντας τα μαργαριτάρια που πέφτουν από τον λαιμό της, φολίδες θλίψεως που υπερίπτανται και χαμηλώνουν.

Το Καφέ ‘Ινο ήταν ανοιχτό, αλλά άδειο. Ο μάγειρας ήταν εκεί μονάχος του, κι έψηνε σκόρδο. Περπάτησα μέχρι ένα κοντινό φούρνο, αγόρασα έναν καφέ κι ένα κομμάτι κέηκ κανέλας, κάθισα σε ένα παγκάκι της Πλατείας του Father Demo. Παρακολούθησα ένα αγόρι να σηκώνει την μικρή του αδερφή, ώστε να τα καταφέρει να πιει νερό από έναν ψύκτη. Αφού τελείωσε εκείνη, ήπιε κι αυτός τη γουλιά του. Τα περιστέρια ήδη συναθροίζονταν. Καθώς ξετύλιγα το κέηκ μου, φαντασιώθηκα μία χαοτική σκηνή εγκλήματος, που περιελάμβανε φρενήρη περιστέρια, μαύρη ζάχαρη και στρατούς από ακραίως ενθουσιασμένα μυρμήγκια. Κοίταξα χάμω στα κομμάτια γρασίδι που ξετρύπωνε από το ραγισμένο τσιμέντο. Πού πήγαν όλα τα μυρμήγκια ; Και οι μέλισσες και οι μικρές λευκές πεταλούδες που βλέπαμε παντού κάποτε ; Πού πήγαν ; Μήπως εκείνες οι μέδουσες και τα πεφταστέρια ; Καθώς άνοιγα το ημερολόγιό μου, έριξα μια ματιά σε κάτι ζωγραφιές. Ένα μυρμήγκι διαπερνούσε την σελίδα την αφιερωμένη στον Χιλιανό Φοίνικα που είχα βρει σε έναν Βοτανικό Κήπο στην Πίζα. Υπήρχε το μικρό σκίτσο του κορμού του Φοίνικος, αλλά όχι τα φύλλα του. Βρήκα επίσης το μικρό σκίτσο του Παραδείσου, αλλά όχι της Γης.

maria-callas-e-pasolini-a-napoli-settembre-1970


Μάθε, παιδί μου, γράμματα. Δημόσια ή ιδιωτικά;

Category : book reviews

vivlio_ston_anisixo_mathiti

Θετικά και κάθετα. Με όλα τα στραβά του. Τις δυσκολίες του. Το δημόσιο σχολείο αξίζει ακόμα. Απόδειξη; Το υπέροχο βιβλίο του Αντώνη Καρτσάκη «Στον ανήσυχο μαθητή μου». Ο συγγραφέας, σε ωραίο πρωτοπρόσωπο λόγο απευθύνει μια μακρά επιστολή. Όχι στους εύκολους, στα καλά παιδιά της τάξης που λένε το μάθημά τους και όλα τα κατάλαβαν. Στους δύσκολους, ταραξίες μαθητές. Ίσως καίγανε τις καρέκλες στο μάθημα ή πετούσαν τα βιβλία μετά τις εξετάσεις. Αλλά αξίζανε την προσοχή του.

Ο τρόπος με τον οποίο είναι γραμμένο το βιβλίο δεν μπορεί παρά να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στο δημόσιο σχολείο. Ο συγγραφέας, χωρίς να φαίνεται αυτό, διατρέχει και ανατρέπει όλο το Αναλυτικό Πρόγραμμα Γυμνασίου και Λυκείου. Όχι πληκτικά και θεωρητικά. Πρακτικά, απλά, εντός βιωμάτων αφηγείται την επίτευξη του μεγάλου στόχου κάθε δασκάλου προς τον μαθητή: να σε βάλω στο παιχνίδι. Γιατί το μάθημα δεν είναι τίποτε άλλο από παιχνίδι. Κι όσο παίζει παρέα με τον ανήσυχο μαθητή, ο καθηγητής τον μορφώνει και τον μεταμορφώνει. Ο ρατσιστής γίνεται διεθνιστής, ο τεμπέλης εργατικός, ο δούλος ελεύθερος, ο συμβιβασμένος ασυμβίβαστος.

“Read More”

Και φύλακας και πιάστης: η νέα μετάφραση του Σάλιντζερ

Category : book reviews

fylakas

Κατ’ αρχάς, αυτή ήταν μια κατ’ αρχήν ψυχαναγκαστική διαδικασία, που δεν έχετε κανέναν λόγο να κάνετε: Διάβασα και τον παλιό και τον καινούριο, κι ανάμεσα τζόλευα τον πρωτότυπο του Salinger.

Ο Χόλντεν Κόλφηλντ, ο έφηβος μέσα μας, απλωμένος στις μαγικές σελίδες του μυστηριώδους συγγραφέα έχει θρέψει γενιές και γενιές αναγνωστών. Αποδέχεται αυθεντίες; Έχει μήπως εικονίσματα να προσκυνά και σιγουριές να περιφέρει;

“Read More”

Ο queer Καβάφης όλων μας

Category : book reviews

cavafy

Λίγο εν ψυχρώ γράφεται τούτη η κριτική για ένα βιβλίο που διαβάζεται εν θερμώ. Και πώς αλλιώς, άλλωστε, αφού ο Καβάφης του Δημήτρη Παπανικολάου είναι ένα μαχητικό, διαφωτιστικό βιβλίο. Αλλά ας αρχίσουμε με μερικές ορισμούς. Βέβαια, άντε να ορίσεις εκείνο που δεν ορίζεται. Εδώ σε θέλω κάβουρα.

Queer (κουίρ) σημαίνει σεξουαλική ελευθερία. Το queer άτομο επαναστατεί ενάντια στον ομοφυλόφιλο προσανατολισμό του, δεν αποδέχεται κανέναν ορισμό και κινείται ελεύθερα πάνω στο συνεχές της ανθρώπινης σεξουαλικότητας. Δεν στέκεται στο δίπολο «έτσι ή γιουβέτσι», παρά ελεύθερα επιλέγει κάθε φορά την διάθεση του εαυτού του.

“Read More”

Ο Εμπειρίκος της νεότητος

emp1

Η συλλογή «1934 – Προϊστορία ή Καταγωγή» (εκδόσεις Άγρα) εκδίδεται λίγο μετά την πληροφορία πως ο πρωτοπόρος ποντοπόρος υπερρεαλιστής απεβίωσε εν καταθλίψει. Την πληροφορία δίδει σε συνέντευξη ο γιος του, Λεωνίδας Εμπειρίκος. «Aπογοητεύθηκε από την αδυναμία της ανθρωπότητας να ενηλικωθεί» διαβάζουμε. Το δεχόμαστε ανερυθριάστως; Η πηγή είναι έγκυρη, πλην όμως η σφύζουσα «Προϊστορία» έρχεται προς επίρρωσιν του ακριβώς αντιθέτου.

Ήδη από τη νεότητά του ο Εμπειρίκος, πριν το πρώτο υπερ-ρεαλιστικό κείμενο στα ελληνικά, την Υψικάμινο, έχει κατασταλάξει. Τραγουδά τη ζωή, καταπατά τον θάνατο και άδει την ελευθερία. Έχει διαβάσει, έχει περιπλανηθεί στα ρεύματα σκέψης της εποχής του και τη θλίψη καταρρακώνει με λέξεις. «Αρκετά κακοζήσαμε χρόνια νιώθοντας πως τούτο δεν συμβαίνει χωρίς λόγο. Αρκετά ενατενίσαμε την θλίψη της ζωής και του τάφου. Τώρα που δεν λέμε πια “πρέπει να σηκωθούμε” γιατί σηκωθήκαμε ολόρθοι. Πολεμάμε με φανατισμό με ηδονή και με πίστη. Καταστρέφοντας θα δημιουργούμε. Τώρα που ζούμε».

“Read More”


Oulipo και ου λυπώ: Τα Πεζά της Πολυδούρη

Category : book reviews

 

Πρώτη δημοσίευση: 10 Μαρτίου 2015, Πηγή: protagon

Αν σκεφτούμε ότι η Πολυδούρη ένθετα κριτικάρει την ίδια τη διαδικασία της γραφής της, σαρκάζει και κοροϊδεύει το έργο της, ναι, θα γράψω το κουφό, θυμίζει Oυλιπό. Περιπαίζει τον αναγνώστη, γίνεται η ίδια αναγνώστρια και μέσα από τους ήρωές της ανατρέπει ό,τι πάει να χτίσει. 

Μπορούμε να πούμε ότι η πεζογραφία της Πολυδούρη θυμίζει Ουλιπό; Θυμίζει η Μανιάτισσα τον μεταμοντέρνο Calvino; Ή τον κυνικό Raymond Queneau; Ο πρώτος στο Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης στήνει έναν καλειδοσκοπικό λαβύρινθο όπου η πρώτη αφηγούμενη ιστορία χάνεται μέσα στη δεύτερη, και ούτω καθεξής, σε ένα αέναο παιχνίδι διακειμενικότητας, έρωτα και εξαπάτησης του αναγνώστη. Ο δεύτερος στις Ασκήσεις Ύφους αφηγείται την ίδια φαινομενικά ασήμαντη ιστορία 99 φορές, με διαφορετικό τρόπο, από διαφορετική σκοπιά. Κι αναδεικνύει έτσι τα «όρια» της γλώσσας και πώς κάτι τάχα βαρετό μπορεί να αποκτήσει ενδιαφέρον αν αλλάξει η θέασή του.

“Read More”


Beatles: Το μεγαλύτερο ρομάντζο του 20ού αιώνα σε σκίτσα

Tags :

Category : book reviews

beatles

Μια φορά κι έναν καιρό, στο βιομηχανικό Λίβερπουλ ήταν τέσσερα, εχμ, πέντε παιδιά της εργατικής τάξης που δεν ξέρανε τι τους γίνεται. Δεν είχαν και πολλές επιλογές εκεί γύρω στα είκοσι, μπορούσαν ή να μπαρκάρουν ή να γίνουν ηλεκτρολόγοι. Ώσπου έσκασε μία τρελή και παλαβή βόμβα που λεγόταν ροκ εν ρολ. Αναίσχυντοι άνθρωποι κουνάγανε τα γοφιά τους θηλυπρεπώς, φτιάχνανε τα μαλλιά τους με μπριγιαντίνη, παίζανε άτεχνες, σκληρές μελωδίες στις κιθάρες και τρελαίνανε τα κορίτσια. Ο Έλβις. Τα παιδιά από το Λίβερπουλ άρχισαν να αντιγράφουν το αμερικανάκι, να πειράζουν τα γερόντια στον δρόμο και να καταστρέφουν τις κιθάρες τους.

“Read More”