Category Archives: book reviews

Και τι δεν σου είπανε ;

Άρθρο – παρέμβαση βαρυσήμαντο, πολύ ενδιαφέρον και πρωτότυπο έγραψαν ενόψει των εκλογών του ΚΙΝΑΛ, εστιάζοντας στον Γιώργο Παπανδρέου, ο Κλεάνθης Θεοδωρόπουλος και ο Ηλίας Κολοκούρης.

Μόλις εννέα δευτερόλεπτα αντέχει ο μέσος άνθρωπος όταν διαβάζει πράγματα στο ίντερνετ, σύμφωνα με την Microsoft. Αμέσως μετά το ένατο δευτερόλεπτο, σκρολάρει παρακάτω. Μας κάνανε κοινώς, το μυαλό κουρκούτι και αδυνατούμε να διαβάσουμε δυο σελίδες. Εσείς αντέχετε να διαβάσετε ένα άρθρο για τον Γιώργο Παπανδρέου που θέλει πέντε λεπτά;

Να ανατείλει ένας ήλιος σαν φωτιά 
Ήλιος που καίει και σκορπά την ερημιά
Ν’ ανταμωθούμε μες στα μάτια όπως παλιά
Στης ομορφιάς στης ομορφιάς τη γειτονιά

Σε ένα μικρό χωριό, καταπράσινο από βλάστηση και ιδεολογία, έξω στη Γαλατία, εκεί που ο ήλιος δεν δύει ποτέ, δύο σύντροφοι συζητούν για τις επερχόμενες εκλογές. Είμαστε εκτός πραγματικότητας; Αναρωτιούνται. Και οι δύο φίλοι είναι υποστηρικτές από χρόνια ενός εκ των υποψηφίων. Έχουν λοιδορηθεί ως γραφικοί, παλιακοί, εμμονικοί. Ο ένας εκ των δύο φίλων ήταν μάλιστα γιατρός στο χωριό αλλά έφυγε πριν χρόνια τότε στα χρόνια του brain drain. Ο άλλος διδάσκει την γλώσσα στα παιδιά του χωριού. Κάθονται λοιπόν στο καφενείο και η σόμπα τους ζεσταίνει καταπράσινη:

Έτσι λοιπόν, ο καθηγητής ρωτάει τον γιατρό:

-Βρε συ γιατρέ μου, μήπως είμαι τρελός; Σάμπως έχω παραληρηματικές ιδέες;

– Γιατί; τον ρωτάει ο γιατρός.

– Μα δεν βλέπεις τι γίνεται ; Σε όποιον τολμάω να αναφέρω το όνομα του υποψηφίου που υποστηρίζω, και τι δεν μου έχουν πει ; Λες και μιλάω για έναν Παράξενο Πραγματιστή. Με κοιτούν σαν είμαι ζόμπι. 

– Ωραια και εσύ γιατί αρπαζεσαι; Άλλωστε δε λένε πως άμα αυτά που αναφέρεις και υποστηρίζουν δεν εμπίπτουν στον μέσο όρο, τότε θεωρείσαι ουτοπικός και γραφικός;

– Έχεις δίκιο! Θα το συνέχιζα και θα έλεγα πως δυστυχώς στο χωριό μας η δική μας γνώμη δεν μετράει, είναι δεύτερης διαλογής, θεωρείται αντισυμβατική και τοξική. Η σύγχρονη δημοκρατια μας έχει μετεξελιχθεί σε μια ιδιάζουσα δημοκρατία. Δηλαδή είσαι καλή/ός και χρήσιμος/η μόνον αν συμφωνείς με τη μάζα ή με αυτα που σου επιβάλλουν τα μίντια ή οι δήθεν μεγαλοπαράγοντες που κατέχουν το θέσφατο αριστείας και αξιοκρατίας. 

Συγχώρα με γιατρέ μου πάλι ξεφυγα…

-Ωραία, κάτσε να τα πούμε αναλυτικά. 

Ωραία λοιπόν θα αρχίζω να απαριθμώ και σταμάτα με αν κρίνεις πως ξεφεύγω. 

Και τι δεν μου είπανε;

-Οτι το κόμμα που υποστηρίζουμε ήταν η μοναδική αιτία της καταστροφής της χώρας και της παρακμής. Κόμμα της μίζας και της διαφθοράς. Άλλοι δε, λένε πως το κόμμα μας σαν οργανισμός δεν υπάρχει πια, έχει πεθάνει απλώς εμεις δεν το έχουμε ακόμη καταλάβει. Αν δε, τολμήσω να πω κουβέντα πρέπει να κοιτάξω αριστερά μου κ δεξιά μου για να μη φάω καμιά στραβή. Ακόμα θυμάμαι “αγανακτισμένους” συμπολίτες μου να πετάνε πέτρες και να κυνηγάνε κόσμο. Σε αντιμετωπίζουν σαν γραφικό, όμοια με το τρελό του χωριού, που λέει πως μας ψεκάζουν ή πως η γη είναι επίπεδη, ή τρίγωνη, σαν τα τρίγωνα πανοράματος. Πολλές φορές, δεν σου το κρύβω, αποφεύγω τις συζητήσεις γιατί ξέρω την κατάληξη από πριν. Για όλα φταίω εγώ, ο ψηφοφόρος, που ακόμα το στηρίζω για προσωπικό μου τάχα όφελος. Μου βάζουν τη ταμπέλα του αργόσχολου ή του βολεμένου.

-Ο γιατρός κουνάει το κεφάλι του και φωνάζει: 

“Μη συνεχίζεις γιατί όλα όσα αναφέρεις δεν θα έπρεπε να σε απασχολούν. Τα λένε άτομα με συμπλέγματα, ψυχικό σκοταδισμό και φερέφωνα των εκάστοτε αριστερών και δεξιών συμφερόντων.

Άκου λοιπον δασκαλε ΤΙ ΔΕΝ ΣΟΥ είπανε!

– Το κόμμα μας έκανε λάθη πολλά κ σφάλματα. Αδίκησε και προκάλεσε κάποιες φορές. Έχασε το βηματισμό, παρέκκλινε από τις σοσιαλιστικές αρχές του, αγκάλιασε παράγοντες μολυσμένους, που το μόλυναν με τη τοξικότητα τους. ΑΛΛΑ κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει το έργο του. Δωρεάν παιδεία, υγεία, κοινωνική ασφάλιση, κοινωνική ειρήνη δημιουργία της μεσσαίας τάξης. έδωσε φωνή και βήμα σε αυτούς που βρίσκονταν πιο πριν στο περιθώριο.. Η πανδημία επισης μας έδειξε πως το ΕΣΥ που τόσο λοιδορήθηκε, κράτησε και κρατάει ακόμα το βάρος της υγείας του λαού. Τα πολυσυζητημένα ιδιωτικά νοσοκομεία έχουν γυρίσει τις πλάτες τους στη κοινωνία. Επίσης εμείς σύντροφε, όπως και η πλειοψηφία των συναγωνιστών αυτού του κόμματος, δεν είχαμε ποτέ κάποιο προσωπικό όφελος από το κόμμα. Ούτε διοριστηκαμε, ούτε ζητήσαμε να διοριστούμε, ούτε συναλλαχθηκαμε. 

Όσο για το πόσο βολεμένοι είμαστε και οι δύο μας γνωρίζουμε την αλήθεια. Φίλε μου καλέ, αδελφικέ, μα εσύ δεν έχασες εκείνη τη δουλειά κείνο το καλοκαίρι ΑΚΡΙΒΩΣ επειδή πήρες συνέντευξη από τον Πραγματιστή το 2016 ;

-Ναι, τελείωσε η συνέντευξη, ο Πραγματιστής μας μίλησε για τα Πανεπιστήμια και για τα Διαπολιτισμικά Σχολεία, μαζί με το πρόγραμμα Μουσουλμανοπαίδων, και πώς μπορούσε αυτό να επεκταθεί για τους πρόσφυγες. Μετά, οι προϊστάμενοι, μου στείλανε μέηλ μέσα στη νύχτα να τα μαζέψω και να φύγω και να μη λέω πολλά πολλά.

-Γιατρέ πάμε τώρα και στα του υποψηφίου μας. Εδώ να δεις και τι δεν έχουμε ακούσει. 

Και τι δεν μου είπανε;

Πως ο αρχηγός μου είναι πλέον μεγάλης ηλικίας, ήταν αρχηγός για 7 χρόνια, οπότε τι θέλει τώρα και κατεβαίνει; Μάλλον από ιδιοτέλεια, όπως έγραψε πρόσφατα και ένας “έγκριτος” συνταγματολόγος.

-Μάλιστα. Λαμπρά! Από πότε υπάρχει στη ζωή ηλικιακός περιορισμός στις δημοκρατίες; Όπως ξέρεις δεν έχει σημασία η ηλικία, αλλά το πνεύμα, οι εμπειρίες, η θέληση και δίψα για αλλαγές, για καινοτομίες. Προσφάτως είδαμε και στη χωριό μας νέους που έγιναν και πρωθυπουργοί και αντί να φέρουν κάτι νέο, ρηξικέλευθο, κυβέρνησαν με συντηρητισμό και συγκεντρωτισμό. Άρα λοιπόν το θεμα δεν είναι ηλικιακό, αλλά θέμα ιδεών, χαρακτήρα και ιδεολογίας. Και ξέρουμε καλά πως ο αρχηγός μας, ο Πραγματιστής, διαθέτει πλείστα αν όχι όλα τα παραπάνω. 

Όσο για το συνταγματολόγο, επειδή σε αυτό το χωριό έχουμε γίνει όλοι κριτές και τιμητές των πάντων, να σου επισημάνω πως τον είδα να εμφανίζεται σε εκδήλωση άλλου συνυποψηφίου μετά από αυτή του τη δήλωση περί ιδιοτέλειας. Η “Ανιδιοτέλεια” λοιπόν στο μεγαλειο της. Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός. 

Και τι δεν μου είπανε;

Πως ο αρχηγός ξεπούλησε το χωριό πριν κάποια χρόνια στους δανειστές αδιαπραγμάτευτα, παραδέχθηκε πως ήμασταν διεφθαρμένοι και επέβαλε τη Τρόικα. Τον αποκαλούσαν απο γερμανοτσολιά και προδότη εως  Τσολάκογλου και Πινοσέτ.

–  Τι δε σου είπανε όμως αγαπητέ μου φίλε. Το χωριό μας λεφτά δεν είχε κυρίως λόγω του προηγούμενου “μεγάλου άρχοντα” που διόρισε αγροφύλακες, που επέβαλε τη συνέντευξη έναντι του ΑΣΕΠ, που ενώ έλεγε για νταβατζήδες κατέληξε να γίνει κολλητός τους, έφερε τη χώρα στη χρεοκοπία και πέταξε τη μπάλα στην εξέδρα. Ήρθε ο άλλος λοιπόν υπέγραψε μνημόνιο άδικο για τον λαό που είχε και δόσεις ρεβανσισμού και εκδικητικότητας, που επιβλήθηκαν όμως από τους Ευρωπαίους ‘εταίρους’ μας. Μάλιστα κατάφερε να δημιουργήσει και έναν μηχανισμό στήριξης που δεν υπήρχε έως τότε πανευρωπαϊκά και ο οποίος στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε και από άλλες χώρες της Ευρώπης. Αυτός λοιπόν κατηγορήθηκε ως προδότης. Αυτός που δεν έπαιξε τη χώρα στα ζάρια και στις πιθανοτητες των παιγνίων. Τώρα φίλε μου καλέ θα ήμασταν στα αζήτητα της ιστορίας και της χρεοκοπίας.

Και τι δεν μου είπανε;

Αυτός και η οικογένειά του είναι εμπλεκόμενοι σε μια Λίστα Λαγκάρντ και τζογάρισαν σε ασφάλιστρα κινδύνου και CDS και επωφελήθηκαν δήθεν από τη χρεοκοπία της χώρας.

-Τι δε σου είπανε φίλε είναι πως βγήκαν καταδικαστικές αποφάσεις από τα δικαστήρια έναντι κάποιου καμμένου τρολ, επιστημονικά αποδεδειγμένα ως ο πρώτος ψεκασμενος άνθρωπος, που κλήθηκε μαλιστα από τα δικαστήρια να πληρώσει και αποζημίωση. Βεβαίως η είδηση αυτή πέρασε στα ψηλά δεν αναρτήθηκε με πηχυαίους τίτλους στις έγκριτες εφημερίδες μας. Το τρολ αυτό μάλιστα μετέπειτα έγινε και άρχοντας της Άμυνας του χωριού μας. Πώς τα φέρνει ο καιρός αγαπητέ μου φιλε; 

Και τι δεν μου είπανε;

Ότι είναι γραφικός ο υποψήφιος μου επειδή ασκείται, κάνει καγιάκ και ποδήλατο. 

Μιλάει για έννοιες αφηρημένες, ανεδαφικές, που δεν έχουν αντίκτυπο στην κοινωνία, όπως το περιβάλλον και η κλιματική αλλαγή, η ψηφιοποίηση της κοινωνίας και η διαχείριση των δεδομένων.

-Τι δε σου είπανε σύντροφε είναι πως νους υγιής εν σώματι υγιή. Τα guidelines μάλιστα παροτρύνουν άσκηση μέτριας έντασης για 150 λεπτά την εβδομάδα (δηλ 3-4 μερες απο 45 λεπτα/μερα) . Έτσι για να κρατιόμαστε και σε τοπ φόρμα όπως ο αρχηγός μας!  

American Heart Association Recommendations for Physical Activity in Adults and Kids

Άρα λοιπόν μόνο θετικό βλέπω κάποιον να γυμνάζεται και να αθλείται. Δεν μπορώ επίσης να μην αναφέρω πως ο τωρινός άρχοντας του χωριού ασκείται και μάλιστα φέρνει και δημοσιογράφους μαζί του για να τον φωτογραφίζουν επί τούτου. Χαίρε κόμπλεξ αμέτρητο!

Στο χωριό μας έχουμε το πρόβλημα να μειώνουμε και να απορρίπτουμε πράγματα που δεν γνωρίζουμε, γιατί ως γνωστόν στο χωριό αυτό όλοι ξέρουν τα πάντα. Όταν ο αρχηγός μίλαγε για πράσινη ανάπτυξη, αυτοί σαν γνήσιοι ιθαγενείς φώναζαν για πράσινα άλογα. Όταν μίλαγε για ψηφιοποίηση του κράτους, τον έλεγαν γκατζετάκια και άνθρωπο που δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα. Τώρα που μιλάει για ενεργειακή δικαιοσύνη και όχι για ενεργειακό μονοπώλιο, αυτό που κάποιοι θέλουν να επιβάλλουν, πάλι αντιμετωπίζεται σαν γραφικός.  Ακόμα και το ποστάρισμα στο Facebook, το Twitter, και το Instagram, αν το σκεφτείς φίλε μου καλέ, εργασία είναι! Όταν εσύ ποστάρεις, η εταιρεία του κυρίου Μάρκ Ζούκερμπεργκ κερδίζει χρήματα. Ακόμα χειρότερο είναι πως χρησιμοποιεί κατά το δοκούν και εν αγνοία σου τα προσωπικά σου δεδομένα. Δουλεύεις για εκείνον και εκείνος παίρνει τα δεδομένα σου. Τα πουλάει σε ξένες εταιρείες μάρκετινγκ, μάνατζμεντ, παρεμβαίνοντας έτσι μέχρι και σε εκλογικές διαδικασίες, αν μη τι άλλο. Άρα λοιπόν, μακάρι να ακολουθήσουν και άλλοι πολιτικοί τις απόψεις αυτές, να είμαστε συνιδιοκτήτες των κοινωνικών δικτύων, για να μπει κάποια στιγμή ένας έλεγχος σε αυτούς τους κολοσσούς. Προτείνει επίσης να αρθεί η πατέντα για τα εμβόλια του κορονοϊού, ώστε και άλλες εταιρείες, ειδικά στις πιο φτωχές χώρες να μπορούν να το παράξουν. Γιατί αλλιώς βλέπω να μαθαίνει όλη η ανθρωπότητα το ελληνικό αλφάβητο, να περνάμε από όλες τις ονομασίες των μεταλλάξεων του κορονοϊού (δέλτα, όμικρον, μέχρι το ωμέγα θα φτάσουμε!)

Και τι δεν μου είπανε ;

Ότι έβαλε υπουργούς άτομα άγνωστα στην κοινωνία, τους δόθηκε μάλιστα το όνομα των κηπουρών. Κατηγορήθηκε γιατί λένε πως τα γαλατικά του δεν ειναι τοσο καλά ενω τα αγγλικά του σκίζουν!

-Είναι γνωστό πως δίνει ευκαιρίες σε νέα άτομα να αναδειχθούν και να πρωταγωνιστήσουν. Πιστεύει στη νέα γενιά και στην διαφορετικότητα. Τι δε σου είπανε είναι πως τα στελέχη αυτά οι “κηπουροί”, μετέπειτα μεταπήδησαν σε άλλες κυβερνήσεις και έγιναν υπουργοί. Φυσικά, στις άλλες κυβερνήσεις δεν αντιμετωπίστηκαν ως κηπουροί, αλλά ως σημαντικά πολιτικά στελέχη με ειδικό βάρος. Όσο για τα γαλατικά του, τα προτιμώ από το να έχω άρχοντες που λέγανε ‘Μανταμ Μερκελ’ ή το περιβόητο ‘We have already eaten the camel, we now have the queue!’. Όπως λέμε και στο άλλο το χωριό μου το Λος Άντζελες, σιγά τον πολυέλαιο και slow the many oil.

Και τι δεν μου είπανε;

Πως έριξε το χωριό στα μνημόνια, υποθήκευσε το μέλλον της χώρας, μάλιστα είχε το θράσος να ζητήσει δημοψήφισμα.

-Φίλε μου καλέ, τι δεν σου είπανε είναι πως η χώρα μας οδηγήθηκε στην χρεοκοπία από τις πρακτικές των προηγούμενων. Ο κύριος υπεύθυνος της καταστροφής, ακόμα δεν έχει λογοδοτήσει στον κόσμο. Λαλιά δεν βρήκε, μήτε ποτέ ασχολήθηκε να κάνει κάποια δήλωση, αυτοκριτική για το τι έφταιξε. Ή έστω γενικά ρε φίλε, να πει τι γνώμη έχει για την κρίση. 

Ο δικός μας πήρε ευθύνες δυσανάλογες, πλήρωσε όλα τα σπασμένα δεκαετιών. Λοιδορήθηκε όσο λίγοι. Οι άλλοι δεξιοί και αριστεροί, αφού πρώτα το έπαιξαν αγανακτισμένοι! και έστηναν Ζάππεια και έσκιζαν μνημόνια προεκλογικά τελικά κατάφεραν και πέρασαν το ποτάμι άβρεχτοι! Το καλύτερο;; Πως οι ίδιοι αυτοί υποκριτές υπέγραψαν 2 άλλα μνημόνια. Αλλά στην δική τους περίπτωση, ε όχι, τότε όλα ήταν μονόδρομος. Η άλλη επιλογή θα ήταν η χρεοκοπία. Παρουσιάστηκαν σαν εθνοσωτηρες και ευεργέτες. Τυχερό πολύ το χωριό μας που τους είχε για αρχηγούς! Πάμε πάλι! Ο δικός μας πάλι, ζήτησε το δικαίωμα να μας ρωτήσει, πριν υπογράψει τη συμφωνία. Σκέφτηκε, ας δώσουμε το δικαίωμα στον Έλληνα να αποφασίσει για το κούρεμα του χρέους, επειδή η κατάσταση είχε γίνει τοξική. Όταν λοιπόν ο Πραγματιστής αποφάσισε για δημοψήφισμα και τι δεν έγινε στο χωριό μας! Μπουρλότο!! Του Αλαλαγμού. Σύσσωμη αντιπολίτευση, εσωτερική αντιπολίτευση (ονόματα δεν λέμε οικογένειες δεν θίγουμε ΒΒ και σια) και οι ξένοι ‘ηγέτες’ τύπου Σαρκοζί (Α τα μάθατε διώκεται ποινικά από τη Γαλλική δικαιοσύνη για δωροδοκία) έπεσαν να τον φάνε και τον έφαγαν…. Γιατί; Επειδή τόλμησε να ρωτήσει τον κόσμο! Και σαν να έφταναν όλα αυτά ο αθεόφοβος τότε λοιπόν που, αντί να παίξει το χαρτί της αποστασίας και να πάει σε εκλογές αποφάσισε να κάνει κάτι πολύ σπάνιο για τα δεδομένα του χωριού μας. Να δημιουργήσει κυβέρνηση Εθνικού Σκοπού με το αντίπαλο κόμμα. Επαναλαμβάνω, ο πολιτικός που εκλέχθηκε με 44% 2 χρόνια πριν, άφηνε τον πρωθυπουργικό θώκο για το καλό της χώρας. Γιατί πίστευε πως η χώρα χρειαζόταν ευρύτερες συναινέσεις. Δύσκολο να εκτιμηθεί από τους υπόλοιπους η σπουδαιότητα της πράξης του, γιατί στο χωριό μας η ευγένεια και ο πολιτισμός θεωρούνται αδυναμίες, η κουτοπονηριά και η ζήλεια επικρατούσαν πάντοτε, έναντι της ειλικρίνειας και της εντιμότητας.    

Και τι δεν μου είπανε;

Για το περιβόητο σύνθημα τάχα, το “Λεφτά Υπάρχουν” . 

Τι δεν σου είπανε; 

«Λεφτά υπάρχουν»: Όταν ο ΓΑΠ εκστόμισε την πλέον εμβληματική ατάκα της δεκαετούς κρίσης – ΤΑ ΝΕΑ

Δεν σου είπαν ότι δεν ήταν σύνθημα, αλλά το μοντάρισμα της Ελληνοφρένειας κι ύστερα πέρασε στον κόσμo, ως ψεύτικο σποτ. Να τρολάρει ένας που κάνει σάτιρα, δεκτόν, αλλά να τρολάρει ως θέση η γιαλαντζί αριστερά, αυτό δείχνει μια δημοκρατία άρρωστη, μια δημοκρατία ντεμί, μια δημοκρατία παραπληροφόρησης και διαστρέβλωσης της πραγματικότητας. Όπως λέει και ο Διονύσης “Παίρνει την αλήθεια μας και μας την κάνει λιώμα, από το πόδι μας τραβά μέσα στο χώμα”. 

Δεν σου είπαν πως λεφτά υπάρχουν, ΑΝ πατάξεις την διαφθορά, αν φορολογήσεις τα ασύδοτα κεφάλαια, αν ψηφιοποιήσεις την συνταγογράφηση φαρμάκων, αν ξεπεράσεις την γραφειοκρατία. Καινούργιος πλούτος της χώρας μπορεί να είναι οι εναλλακτικές μορφές ενέργειας (ηλιακή, αιολική, γεωθερμία) όταν ανήκει στον λαό της, όχι όταν συσσωρεύεται σε λίγους και εκλεκτούς. 

Μιλάει επίσης και για ενεργειακή δημοκρατία και αυτονομία για κάθε σπίτι αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα. 

Τι άλλο δεν σου είπανε;

Πως δεν ήθελε να είναι τσομπάνης σου, αλλά σε ήθελε να σκέφτεσαι και να συνδιαμορφώνεις τις πολιτικές, κι ίσως να είναι κάπως μεγάλη η ευθύνη να λες “κι εγώ συμμετέχω και αποφασίζω”. Επειδή το να κάθεσαι να ταβανοσκοπείς και μετά να κριτικάρεις ή να επικροτείς είναι τεμπελιά. Σε ήθελε ενεργό πολίτη. Να ψηφίζεις και να εκλέγεις εσύ τον αρχηγό του κόμματος σου αδιαμεσολάβητα, να ερωτάσαι σε δημοψηφίσματα και να συμμετέχεις στη διαβούλευση των νομοσχεδίων! Too advanced όλα αυτά που θα έλεγε και μια ψυχή. 

Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε δεκάδες άλλα σχόλια ή κριτικές για αυτόν αλλά δεν αξίζει. Γιατι? Γιατί όλα όσα αναφέραμε πιο πάνω δεν είναι επιχειρήματα. Είναι προπαγάνδα, συκοφαντίες και κουτσομπολιά. Σαν δάσκαλος εσύ ξέρεις καλύτερα από επιχειρήματα.

-Ναι έχεις δίκιο γιατρέ μου. Στο σχολείο μαθαίνουμε στους μαθητές μας πως η επίθεση στο ήθος του αντιπάλου είναι η πιο τεμπέλικη μέθοδος.  Άρα; Άρα όλα αυτά που μας είπανε είναι χειρότερα από όσα γράφει ένας σκράπας μαθητής Γάμα Λυκείου. Ο Αριστοτέλης, στο Όργανον, στο βιβλίο, θεωρούσε τις επιθέσεις ad hominem σοφιστείες, ένδειξη αληθινής έλλειψης επιχειρήματος, το να επιτίθεσαι στον άνθρωπο που διαφωνείς και όχι στο επιχείρημά του.

-Ακριβώς! Θα ήθελα επιχειρήματα σοβαρά. Αναρωτιέμαι λοιπόν. Έκανε άλλος καθαρές δημόσιες αποφάσεις στη Διαύγεια; Όχι. Γλίτωσε άλλος κανείς λεφτά από το κράτος μειώνοντας τις σπατάλες και την αδιαφάνεια μέσω της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, τους οικονομικούς εισαγγελείς, τη Διαύγεια και το opengov; Όχι. Αυτοθυσιάστηκε άλλος κανείς εκτός από τον Αρχηγό σου; Βγήκε άλλος μπροστά στη μάχη να διεκδικήσει και να δώσει στο λαό λόγο με ένα δημοψήφισμα; Όχι. Ο άλλος έκανε μιμήσεις, υποσχόταν να χορεύει τις αγορές στο ταψί και στην πραγματικότητα έφτασε να ξεφτιλίσει ως και τον θεσμό του δημοψηφίσματος, βάζοντας ψεύτικο δίλημμα με ένα ΝΑΙ ή ΝΑΙ. Αυτό σου το είπανε;

-Όχι δεν μου το είπανε. Να σου πω κάτι;

-Ναι για πες. 

-Να μωρέ. Μου τη δίνει και λίγο όλο να μου λένε και να μου λένε. Θέλω κι εγώ να πω κάτι καμιά φορά.

-Σωστός. Τρελός. Για δέσιμο. Για πες.

– Όλα λοιπόν φίλε μου καλέ, όλα όσα είπαμε παραπάνω, δεν είναι συμπτώματα ασθένειας ή ψυχισμού, αλλά σημάδια παρακμής της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Έλλειψη αξιών και αρχών. Είναι γνωστό πως η έλλειψη επιχειρημάτων οδηγεί στην τύφλα, η τύφλα στην ύβρη και η ύβρη στην τιμωρία. Είναι η σειρά της τραγωδίας αυτή. Κάθαρση δεν ξέρω αν υπάρχει. Δυστυχώς η κουτοπονηριά, η ψευτομαγκιά, όσα γράφουνε στα σχόλια τα τρολ και τα fake news έχουν εξελιχθεί ως η μέγιστη αλήθεια. Κι είναι ανάποδος μεσσιανισμός για όλα ένας να φταίει, όπως όλα ένας θα τα σώσει. Στην εποχή μας, φίλε μου καλέ, πλέον εσύ που κατηγορείσαι ανυπόστατα, οφείλεις να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, όχι ο άλλος που σε κατηγορεί γιατί σε κατηγορεί. Εκείνος αρκεί που το είπε ή το έγραψε.

Η κοινωνία μας πάσχει βαριά από έλλειψη προτύπων και ηγετών. Σήμερα κυβερνάνε τα συμφέροντα μεγκα-παραγόντων, συγκροτημάτων που έχουν συσσωρεύσει πλούτο, εξουσία και έχουν φτιάξει στρατιές τρόλς, υποτελών, αργυρώνητων δημοσιογράφων και influencers που υποτίθεται κατέχουν την απόλυτη αληθεια. Βλέπεις όσο πιο fake τόσο πιο αληθινό! 

-Ε ναι Λοιπόν. Εδώ, με τον Παράξενο Πραγματιστή! Με τον αίροντα τας αμαρτίας του κόσμου. Με αυτόν που τάχα φταίει για όλα. Με τον Αρχηγό, τον ένα που είχε τη μούρλα να αυτοπυρποληθεί στη μέση της πυρκαγιάς, μπας και γίνει αντιπυρική ζώνη και να του λένε κι από πάνω ότι εκείνος έβαλε τη φωτιά. Μέχρι να τον στείλουν στο πυρ το εξώτερον. Με αυτόν μέχρι τελικής πτώσεως. Τουλάχιστον νιώθω καλά μέσα μου. Δεν είμαι μπερδεμένος. Δεν νιώθω απογοητευμένος ή εξαπατημένος. Γνωρίζω πως ο πολιτικός αυτός δεν θα προδώσει ποτέ τα πιστεύω μας και τις αρχές μας. 

ΚΑΙ ΤΙ ΔΕ ΣΟΥ ΕΙΠΑΝΕ ΓΙΩΡΓΟ; 

Αλλά μην ακούς. Εμείς σου λέμε, προχώρα! Με τον Γιώργο λοιπόν! Το Γιώργο τον διαφορετικό, τον αληθινό που ποτέ δεν κρύφτηκε και δεν συναλλάχθηκε, δεν φοβήθηκε να αναλάβει ευθύνες που δεν του αναλογούσαν. Με το Γιώργο της οικολογίας, της τεχνολογίας, τον Γιώργο των διαπολιτισμικών σχολείων, του κοινωνικού αθλητισμού, της ευπρέπειας, της διπλανής πόρτας, του ανθρωπισμού και του σοσιαλισμού. Απέναντι σε κάθε φτηνή απομίμηση, τρολ και λούμπεν στοιχεία δεξιά, αριστερά και εκ των έσω.

-Πάμε Μπροστά Σύντροφοι! Η αλήθεια έστω και αργά πάντα νικάει! 

-Συνείδηση καθαρή και ψυχή ελεύθερη. Αυτός είναι ο Γιώργος! 

Οι Υπογράφοντες,

Ηλίας Κολοκούρης, 
Φιλόλογος, 

Υπ. Διδάκτωρ Νεοελληνικής ΦιλολογίαςΠανεπιστήμιο Αθηνών
Κλεάνθης Θεοδωρόπουλος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πατρών,Επεμβατικός Καρδιολόγος,Ειδικευόμενος Καρδιακής Ανεπάρκειας και Μεταμόσχευσης ΚαρδιάςUniversity of California, Los Angeles-UCLA.

Εβρυκολάκιασε ;

Εως τώρα γνωρίζαμε πως ο Πλάτων Ροδοκανάκης και ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος έφθασαν έως τις αίθουσες του δικαστηρίου για την πρώτη δίκη για λογοκλοπή εν Ελλάδι. Ο Ροδοκανάκης, έχοντας αφηγηθεί την πλοκή του διηγήματός του στους Γιαννόπουλο, Χρηστομάνο, Παλαμά και Κατσίμπαλη, Το βυσσινί τριαντάφυλλο βρέθηκε να διαβάζει λίγες ημέρες μετά πάνω – κάτω την ίδια ιστορία γραμμένη από τον φίλο του, Χρηστομάνο, (σύμφωνα με την γνώμη του, βεβαίως) ως επερχόμενο θεατρικό, υπό τον τίτλο Τα τρία φιλιά. Ο Χρηστομάνος ισχυρίστηκε το ακριβώς αντίθετο, πως ο Ροδοκανάκης τον είχε ρουφήξει σαν το σφουγγάρι. Στην δίκη, ο Ροδοκανάκης, είρων και ωραίος, απεφάνθη πως στο έργο του οι πρωταγωνισταί δίδουν “χίλια φιλιά” και όχι τρία, ενώ ο Κωστής Παλαμάς υπέδειξε πως και οι δύο είχαν αντιγράψει έναν νέον, λεγόμενον Κάρμα Νιρβαμή, το Νίκο Καζαντζάκη και το Οφις και Κρίνο.  Περισσότερα στην εργασία της κυρίας Ειρήνης Σουργιαδάκη περί του θέματος.

Έχει προταθεί φιλολογικά, αλλά και λογοτεχνικά (Στη μνήμη ενός μικρού παιδιού) και ο Ροδοκανάκης και ο Χρηστομάνος να αφηγούνται λογοτεχνικώς την πραγματική ιστορία του έρωτος του Περικλή Γιαννόπουλου για τη Σοφία Λασκαρίδου. Βγαίνουν οι ημερομηνίες; Δεν ξέρουμε, αλλά καλύτερα ας το αφήσουμε στη φαντασία. Εκείνο το οποίο δεν γνωρίζαμε έως τώρα ήταν η παρακάτω πλαστή θεατρική κριτική του Ροδοκανάκη σε μία προσπάθεια παράστασης της Κερένιας Κούκλας του άσπονδου φίλου του. Ενδεχομένως, επίσης, να πήγανε έως τα δικαστήρια μόνο και μόνο για την πρόκληση. Φίλοι ήταν, δούλευαν μαζί σε αρχεία και καφενεία. Βιτριολικός, είρων, παιγνιώδης, μεταφυσικός και αυτοσαρκαζόμενος, ο Πλάτων Ροδοκανάκης μέσα σε δύο παραγράφους σατιρίζει την ίδια την δικαστική τους διαμάχη, τις ηθοποιούς της εποχής , Κυβέλη και Σοφία Σπανούδη.

…ἐτράβηξα τόσα ἀπὸ τὴν αἰφνιδίαν κακοδιαθεσίαν, ὅσα μόνον χρηστομάνειος ἐφευρετικότης θὰ μποροῦσε νὰ επιβάλῃ εἰς τὸ θῦμά του…

ΕΒΡΥΚΟΛΑΚΙΑΣΕ; 

Μήπως ο Χρηστομάνος εβρυκολάκιασε ; Το ανήσυχον πνεύμα που δεν ημπορούσε να μένη ευχαριστημένον αν δεν έκλειε την ημέραν του με το μπέρδευμα όλων των λογίων, που συναντούσεν. εις τον δρόμον του, μήπως επέρασε με ένα σάλτο την ‘Αχαιρoυσίαν, και έρχεται να μας δώση σβερκιές με ένα μάτσο ασφοδελών, που κρατεί εις το χέρι εν είδει μαστιγίου ; Αλλά ποιος ετελετούργησε τα μάγια που μας έφεραν οπίσω μίαν αγαπητήν μέν μορφήν, η οποία όμως καλά θα έκαμνε να εξακολουθούσε περιφερομένη κά τω από τα κυπαρίσσια του Ἅδου, ὅπου τόσα μεγαλεία σύρουν την πορφύραν των αναμνήσεων και όπου οι εγωϊσμοί του πνεύματος και του αίματος παρέχουν ευμεταχείριστον λαβήν διά τσακώματα, με τα οποία θα εγλεντούσεν η μεστή ειρωνείας μορφή του διδασκάλου ;

Αν τον εξήγειρε κατά των επιζώντων η τελευταία επιχείρησις της αγαπητής του Κυβέλης, αναλαβούσης να αναβιβάση εις το θέατρόν της την «Κερένιαν Κούκλαν», τότε δεν βλέπω δια ποιον λόγον ή μήνες του νεκρού συγγραφέως δεν στρέφεται κατά του κ. Χόρν, του παρασύραντος την Λιόλιαν εις ένα παρόμοιον τόλμημα. Μέχρι τοῦδε ενόμιζα, ότι οι μάκαρες εξηκολούθουν να δροσίζουν τα χείλη των εις τα ύδατα της Λήθης, αλλά φαίνεται ότι η λειψυδρία δεν είνε αποκλειστικών προνόμιον της αιωνίας πόλεως, διότι δεν εξηγείται αλλέως το κυνηγητό που έκαμεν ο Χρηστομάνος προ ολίγων ημερών εις την πλαζ του Παλαιού Φαλήρου, κραδαίνων ένα ρεβόλβερ εις την δεξιάν. Θα τον σκοτώσω, εφώναζεν. Αυτό το είδε και το ήκουσεν η Κυβέλη, η οποία κατοικεί εις το Παλαιόν και συνεπώς κοιμάται επί τόπου. Τώρα, ότι όλα αυτά εξετυλίχθησαν με κλειστά τα βλέφαρα κάτω από την κουνουπιέρας, δεν έχει καμμίαν σημασίαν, διότι από της εποχής του Ιακώβ, τα ενύπνια παίζουν ρόλον εις την ζωήν των ανθρώπων και ο ονειροκρίτης είνε το μάλλον διαδεδομένον βιβλίον του κόσμου. 

– Αί… Να σου πω… Είδα στον ύπνο μου να σε κυνηγά ο Χρηστομάνος για να σε σκοτώση… εκεί στην πλάι του Παλαιού Φαλήρου. Ἐβαστοῦσε ἕνα ρεβόλβερ καὶ ἐφώναζε· Θὰ τὸν σκοτώσω ! Καὶ σὺ ἔφευγες τρεχᾶτος γιὰ νὰ γλυτώσῃς… 

Ἐβαστοῦσε ἕνα ρεβόλβερ καὶ ἐφώναζε· Θὰ τὸν σκοτώσω !

Την καταδίκην μου την ήκουσα ένα απόγευμα που εγίνοντο η πρόβες του «Πανοράματος», από την φίλην καλλιτέχνιδα. Ευρίσκοντο αρκετοί γνωστοί εις τα καθίσματα της πρώτης σειράς και η κυρία Σοφία Σπανούδη, η συμπαθής λογία και μουσικός, καταλαμβάνουσα με το μώβ φόρεμα της ένα ολόκληρον πάγκον πέντε θέσεων, εστράφη, και με το σύνηθες απέραντον ύφος της, μου είπε. 

– Αϊ, τώρα πια ετελείωσε… Θα πεθάνης κακομοίρη…

Αποτεινομένη δε προς την Κυβέλην ηρώτησε με ενδιαφέρον. 

– Του τράβηξε, ψυχούλα μου ; Του τράβηξε, Κυβελίτσα 

-Όχι… μόνο που τον εκυνηγούσε…

– Αϊ, τότε, συνεπέρανεν η κυρία Σπανούδη με μίαν ανακούφισιν, μπορείς και να γλυτώσης, κακομοίρη….

Το πραγμα καθίστατο σοβαρόν. ‘Ηρχισα να σκέπτομαι ότι μία σπονδή από γάλα, ένα λευκό πιτσούνι και άφθονα γιασεμιά, επάνω εις τον τάφον του αδυσώπητου φίλου μου, ίσως και εξηυμένιζον το πνεύμα του. Αλλά δεν επρόφθασα να εκπληρώσω τον πόθον μου αυτόν, διότι την ιδίαν νύκτα επήρχετο η έκρηξις του κακού και εις διάστημα δύο ημερών, ετράβηξα τόσα από την αιφνιδίαν κακοδιαθεσίαν, όσα μόνον χρηστομάνειος εφευρετικότης θα μπορούσε να επιβάλη εις το θυμά του. Ευτυχώς εγλύτωσα και την φοράν αυτήν. Διαμαρτύρομαι όμως διά τήν και πέραν του τάφου καταδίωξιν ταύτην. Υποθέτω ότι οι παλαιοί φιλολογικοί καυγάδες δεν έπρεπε να του εμπνεύσουν την υπόνοιαν, ότι συνετέλεσα και εγώ εις την διαπόμπευσιν της «Κερένιας Κούκλας» του.. Διά να είμαι μάλιστα μακράν από τα γενόμενα, ούτε καν παρευρέθην εις τας δύο παραστάσεις της διασκευής. Ιδού λεπτομέρειαι, τας οποίας έπρεπε να λάβη υπ’ όψιν το βρυκολακιάσαν πνεύμα και να στρέψη το ρεβόλβερ του κατά των ενόχων. 

Ο Πλάτων Ροδοκανάκης σε φωτογραφία αφιερωμένη στο Ναπολέοντα Λαπαθιώτη
Αν τον εξήγειρε κατά των επιζώντων η τελευταία επιχείρησις της αγαπητής του Κυβέλης, αναλαβούσης να αναβιβάση εις το θέατρόν της την «Κερένιαν Κούκλαν», τότε δεν βλέπω δια ποιον λόγον ή μήνες του νεκρού συγγραφέως δεν στρέφεται κατά του κ. Χόρν, του παρασύραντος την Λιόλιαν εις ένα παρόμοιον τόλμημα.
Ευρίσκοντο αρκετοί γνωστοί εις τα καθίσματα της πρώτης σειράς και η κυρία Σοφία Σπανούδη, η συμπαθής λογία και μουσικός, καταλαμβάνουσα με το μώβ φόρεμα της ένα ολόκληρον πάγκον πέντε θέσεων, εστράφη, και με το σύνηθες απέραντον ύφος της, μου είπε. – Αϊ, τώρα πια ετελείωσε… Θα πεθάνης κακομοίρη…

Π. ΡΟΔΟΚΑΝΑΚΗΣ


Oscar Wilde ~ Η Ελένη της Τροίας

Όσκαρ Ουάιλντ

Οι Γυναίκες του Ομήρου

Μία εισαγωγή – Ηλίας Κολοκούρης

Πρόσφατα μεταφράστηκε στα ελληνικά ο πολύ χρήσιμος τόμος δοκιμίων του Daniel Mendelsohn Περιμένοντας τους βαρβάρους. Ο δοκιμιακός λόγος του Mendelsohn, μαζί με την ικανότητά του να ευρίσκει αισχυλικά διακείμενα σε σειρές που όλοι αγαπάμε όπως οι Sopranos, μόνο να εμπνεύσουν μπορούν. Ωστόσο, δίχως να επιθυμούμε να υποτιμήσουμε την μεγάλη αξία των δοκιμίων, πιστεύουμε πως σε ένα συγκεκριμένο, το αναφερόμενο στον Όσκαρ Ουάιλντ τον κλασικιστή, η εστίαση αν και στοχευμένη, υποτιμά την αξία ενός αμετάφραστου στα ελληνικά, κειμένου. Μιλάμε για το δοκίμιο του Όσκαρ Ουάιλντ, Γυναίκες του Ομήρου.

Ο Mendelsohn αφηγείται με εμβρίθεια την σχέση του Ουάιλντ με τα κλασικά κείμενα, τα Ηθικά Νικομάχεια. Παρουσιάζει το δοκίμιο “Ιστορική κριτική στην αρχαιότητα”, επίσης του Ουάιλντ. Πλην όμως, επιθυμώντας να αποδείξει κάτι το οποίο εμπίπτει στα δικά του ενδιαφέροντα, αποφαίνεται πως ο Ουάιλντ επιλέγει να γράψει για τις γυναίκες στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια επειδή ήταν ένα ασφαλές, ήπιο κεφάλαιο στο βιβλίο του John Addington Symonds Studies of the Greek Poets.

Δηλαδή, ο Ουάιλντ γράφει για τις γυναίκες στον Όμηρο επειδή δεν είναι και τίποτε σπουδαίο ως θέμα, δεν ενοχλεί ιδιαίτερα τον ίδιο, άρα μπορεί να γράψει ανερυθριάστως περί αυτού. Εμείς φυσικά δεν μπορούμε να επιχειρηματολογήσουμε επί του ερωτήματος γιατί γράφει για αυτό και όχι για εκείνο το κεφάλαιο, πόσω μάλλον να μπούμε στην θέση του Ουάιλντ και να ισχυριστούμε ότι μάλλον θα προτιμούσε να γράψει για το σκανδαλώδες τελευταίο κεφάλαιο στο βιβλίο του Symonds, αλλά ντράπηκε. Χάριν αντεπιχειρήματος, ωστόσο, αν ήταν τόσο ασήμαντο το θέμα και ο Ουάιλντ γράφει για αυτό επειδή είναι ασφαλές, τότε γιατί η κριτική του παρέμεινε αδημοσίευτη όσο ζούσε;

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά, πριν απολαύσουμε ένα απόσπασμα από το δοκίμιο αυτό καθαυτό.

Το βιβλίο Studies of the Greek Poets κυκλοφορεί σε δύο τόμους, ο πρώτος το 1873 και ο δεύτερος τον Μάιο του 1876. Ο Όσκαρ Ουάιλντ σπουδάζει κλασική φιλολογία στο Magdalen College της Οξφόρδης. Καταλήγει εκεί, μετά από εξαιρετικές επιδόσεις ως μαθητής στο Βασιλικό Σχολείο Portora, όπου οι προφορικές μεταφράσεις του σε κείμενα του Θουκυδίδη, του Πλάτων και του Βεργιλίου παραμένουν αξέχαστες, όπως μαρτυρεί ένας συμμαθητής του. Μάλιστα δε, μεταφράζει τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου και η φωνή που του δίδει στα αγγλικά θεωρείται viva voce. Υπότροφος της Βασιλίσσης Βικτωρίας, συνεχίζει τις κλασικές του σπουδές στο Δουβλίνο. Κερδίζει βραβεία μεταφράσεως, μετάλλια και γράφει κωμικά ποιήματα στην αττική διάλεκτο, τα οποία δεν σώζονται δυστυχώς σήμερα. Αποφασίζει να δώσει εξετάσεις για το Magdalen College και το 1874 ξεκινά τις σπουδές του στην Οξφόρδη με υποτροφία.

Τον Αύγουστο του 1876, μετά από μία κουραστική εξεταστική περίοδο, ο Ουάιλντ κάνει διακοπές στο θερινό εξοχικό της οικογενείας του στην Κονεμάρα, στα μοναδικά φιορδ της Ιρλανδίας. Στο ψαροχώρι όπου διαμένει, ψαρεύει σολομούς και πέστροφες, κυνηγάει χήνες και κουνέλια και αθλείται. Γράφει ελάχιστα, αλλά γράφει την κριτική για το βιβλίο “ενός από τους πιο αξιόλογους λογίους του 19ου αιώνα” (όπως τον αποκαλεί σε μεταγενέστερο δοκίμιό του). Το βιβλίο είναι το Studies of the Greek Poets και ο καθηγητής και μύστης του Ουάιλντ στα ελληνικά πράγματα John Mahaffy έχει υποσχεθεί να επιμεληθεί το δοκίμιο του ανερχόμενου κριτικού.

Αυτό το βιβλίο που επιλέγει ο Ουάιλντ, καθιέρωσε εν πολλοίς την οπτική που είχαν οι βρετανοί Αισθητιστές / Ντεκαντέντ για την αρχαία Ελλάδα. Το άρθρο του, εκτός από κριτική του βιβλίου είναι και μία ιδιοσυγκρασιακή εισαγωγή του ιδίου του Ουάιλντ στις ηρωίδες των ομηρικών επών. Φαίνεται, από το ύφος του χειρογράφου, πως ο Ουάιλντ σκόπευε να εκφωνήσει το συγκεκριμένο κείμενο πριν το δημοσιεύσει, αλλά το εγκατέλειψε, όμορφο, αλλά μισό.

Η κριτική του Ουάιλντ, προμηνύουσα την μεικτή μέθοδο που ακολουθεί στο μεταγενέστερο Ο κριτικός ως δημιουργός (στα ελληνικά σε μετάφραση του Σπύρου Τσακνιά, εκδόσεις Στιγμή, 1984) δεν δημοσιεύτηκε ούτε ολοκληρώθηκε ποτέ. Το χειρόγραφο παρόλα αυτά, επιβίωσε. 8500 λέξεις με ενιδαφέρουσες παρατηρήσεις και ένας ρέων λόγος ο οποίος μάλλον ξεπερνά το επίπεδο των σημειώσεων έχει διασωθεί. Πρόκειται για την σχετικά πρόχειρη εκδοχή ενός άρθρου το οποίο δυστυχώς ουδέποτε επεξεργάστηκε τελικώς. Είναι, ωστόσο, το πρώτο κείμενο πρόζας του Ουάιλντ που έχουμε στην διάθεσή μας και επίσης περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά της μεταγενέστερης γραφής του. Αναδημιουργεί το κείμενο το οποίο αναλύει, συνάπτει όμορφες και στολισμένες περιλήψεις κλασικών κειμένων, ενώ εμάς τουλάχιστον μας οδηγεί σε αντίθετα συμπεράσματα από εκείνα του Mendelsohn.

Το χειρόγραφο, σαρανταπέντε φύλλα με πλήρεις ενότητες εστιασμένες κάθε φορά σε διαφορετική ηρωίδα του Ομήρου, με αρκετά κενά και διορθώσεις του νεαρού κλασικιστή βρισκόταν στην κατοχή του φίλου του Ουάιλντ, Ρόμπερτ Ρος. Ο Ρος το παρέδωσε στον γιο του Ουάιλντ, Βίβιαν Χόλαντ, ο οποίος το πούλησε σε μία δημοπρασία το 1923. Το 1981 το χειρόγραφο ευρίσκεται στη Νέα Υόρκη και δεν έχει ακόμη εκδοθεί. Το αγοράζει η Βιβλιοθήκη του J.P. Morgan, ναι, του γνωστού χρηματιστού. Εκδίδεται σε μία όχι ιδιαίτερα χρηστική έκδοση, προσβάσιμη στους θαμώνες της Βιβλιοθήκης μονάχα.

Δίχως να μπορούμε να εννοήσουμε γιατί, οι Γυναίκες του Ομήρου, όπως και το δοκίμιο του Ουάιλντ με τίτλο Ελληνισμός παραμένουν έξω από τις εκδόσεις των Απάντων του. Το ασαφές σκεπτικό πως “δεν είναι πλήρη έργα” μας βρίσκει ασύμφωνους. Τύχη αγαθή, το 2008 κατόπιν εξαιρετικής επιμέλειας των Thomas Wright και Donald Mead οι Γυναίκες του Ομήρου εκδόθηκαν στην Μεγάλη Βρετανία, ως ειδική έκδοση της Oscar Wilde Society και του Estate of Oscar Wilde.

Αλλά ας μη πούμε άλλα, ας απολαύσουμε τον λόγο του Όσκαρ Ουάιλντ στα ελληνικά, προσμένοντας την πλήρη έκδοση του κειμένου στα ελληνικά. Ευχαριστούμε την Oscar Wilde Society, τον Thomas Wright και τον εγγονό του Όσκαρ Ουάιλντ, Μέρλιν Χόλαντ, για την παραχώρηση του υλικού.

Η Ελένη της Τροίας

Ήταν του Ποσειδώνα ο γιος, ο Θησέας, που πρώτος αγάπησε την Ελένη, σαν την αντίκρυσε. Κοράσι ακόμη, μα πρώιμης ήδη ομορφιάς (οὔπω μὲν ἀκμάζουσαν, ἤδη δὲ τῶν ἄλλων διαφέρουσαν). Πεπεισμένος ότι δεν αξίζει να ζει χωρίς εκείνη, ούτε έχουν καμιά αξία το σπίτι ή η εξουσία σε οποιονδήποτε τομέα, αψήφισε την εξουσία του Τυνδάρεω, του Κάστορος και του Πολυδεύκη. Η Ελένη απήχθη από τον Θησέα, που την πήγε στις Αφίδνες της Αττικής.

Όμως όταν ο Θησέας έπρεπε να κατέβει στον Άδη, με τον Πειρίθου, για να τον βοηθήσει να αρπάξει το παιδί της Δήμητρας, την Κόρη [Περσεφόνη] η Ελένη επέστρεψε στην Σπάρτη. Και οι πρίγκηπες όλης της Ελλάδας ήλθαν για να την κορτάρουν κι ούτε που σκέπτονταν τις γυναίκες των πόλεών τους. Κι ο κλήρος πέφτει στον Μενέλαο. Η Ελένη, το έπαθλο. Και έπειτα ήλθαν εκείνα τα άθλια καλλιστεία ανάμεσα στις θεές, η πρώτη έναρξη του μεγάλου πολέμου. Διότι η Ήρα, η Αθηνά και η Αφροδίτη ήλθαν προς τον γιο του Πριάμου και τον πρόσταξαν να αποφασίσει ποια ήταν η ομορφότερη. Και η Ήρα του προσέφερε την ηγεμονία όλης της Ασίας. Και η Αθηνά του έταξε αιώνια νίκη στην μάχη. Και η Αφροδίτη, την Ελένη, για γυναίκα του. Και ήταν τόσον τέλειον το κάλλος της, ώστε ο Πάρης δεν μπορούσε πια να αποφασίσει ανάμεσα στις τρεις θεές. Έτσι περιορισμένος να κάνει μιαν επιλογή έστω ανάμεσα στα δώρα τους, επέλεξε τον γάμο με την Ελένη. Διερωτώμαι, λέει ο Ισοκράτης, αν θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως τάχα ήταν βλάκας ο Πάρης που επέλεξε να ζήσει μαζί της, αφού για το χατήρι της τόσοι και τόσοι ημίθεοι ήσαν έτοιμοι να δώσουν και τη ζωή τους. Μάλλον βλαξ θα ήταν, αν περιφρονούσε την ομορφιά, όταν έβλεπε τους θεούς να ερίζουν για αυτήν. Ή ίσως, αν δεν την θεωρούσε ένα τόσον ακριβό δώρο, για το οποίο οι ίδιοι οι θεοί είχαν τόσην επιθυμία.

Ποιος θα μπορούσε να απορρίψει έναν γάμο με την Ελένη, όταν θα έβλεπε πως την στιγμή της απαγωγής της οι Έλληνες οργίσθηκαν, ωσάν να είχε λεηλατηθεί όλη τους η γη. Ενώ οι Βάρβαροι περηφανεύτηκαν, ωσάν να είχαν κατακτήσει την Ελλάδα ολόκληρη. Αντί να την παραδώσουν αμαχητί, οι Τρώες αντιστάθηκαν τόσο, ώστε να δουν τις πόλεις τους λεηλατημένες και την χώρα τους ερημωμένη. Αντί να γυρίσουν σπίτι τους χωρίς εκείνη, οι Έλληνες επέλεξαν να παραμείνουν σε μια ξένη γη ως τα βαθειά γεράματα, και να μη δουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους ποτέ ξανά.

Πλην όμως δεν μάχονταν ούτε για τον Αλέξανδρο, ούτε για τον Μενέλαο, μα για την Ασία και την Ευρώπη. Πεπεισμένοι πως εκείνη η γη στην οποία η Ελένη θα διέμενε τελικά, εκείνη η γη θα ήταν η πιο ευλογημένη. Πολλώ δε μάλλον: όχι μόνον γέμιζαν οι άνδρες από τον πόθο να υποβληθούν σε δυσμένειες και αγώνες για χάρη της. Αλλά κι οι θεοί οι ίδιοι έστειλαν τα παιδιά τους να πολεμήσουν για το χατήρι της, γνωρίζοντας καλά πως θα συναντούσαν το θάνατό τους. Ο Δίας έστειλε τον Σαρπηδόνα, και η Ηώς έστειλε τον Μέμνονα, ο Ποσειδών τον Κύκνο και η Θέτις τον Αχιλλέα. Με την πίστη πως ένας θάνατος στην μάχη για την Ελένη ήταν πιο τιμητικός από μια ζωή δίχως μερτικό στους κινδύνους που πάντοτε περικύκλωναν εκείνη. Και ποια ήταν τελοσπάντων αυτή η μεγαλειώδης γοητεία και δύναμη της Ελένης που έκανε θεούς κι ανθρώπους να λογαριάζουν ως τιμή τον θάνατο για χάρη της; Ήταν το κάλλος, η ύψιστη, η πιο τιμητέα και θεϊκή αρετή που υπάρχει. Το κάλλος, που υποτάσσει ακόμη και τον Παντοκράτορα Δία, ο οποίος ταπεινώνει εαυτόν ενώπιον της ομορφιάς (πρὸς δὲ τὸ κάλλος ταπεινὸς γιγνόμενος).

[απόσπασμα από το δοκίμιο του Όσκαρ Ουάιλντ – Οι Γυναίκες του Ομήρου,

μετάφραση: Ηλίας Κολοκούρης
επιμέλεια : Thomas Wright , Donald Mead
copyright: The Oscar Wilde Society, 2008


«Ορισμένοι είναι γεννημένοι ηθογράφοι ή ελληνολάτρες»

ΤΕΤΑΡΤΗ, 04 ΜΑΡΤΙΟΥ 2015 00:00

alt

Ανέκδοτη συνέντευξη του Παύλου Μάτεσι από το 2007 για τον Αριστοφάνη και τις μεταφράσεις του.

Του Ηλία Κολοκούρη

Tο 2007, με αφορμή μια εργασία μεταφραστικής θεωρίας και πρακτικής για το μάθημα του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, συνάντησα τον Παύλο Μάτεσι στα Εξάρχεια, στο Βοξ. Η μέρα ήταν ωραία και ο κύριος Μάτεσις είχε κέφια. Έχει μόλις επανεκδοθεί η Μητέρα του σκύλου από τις εκδόσεις Καστανιώτη, κι έχουν κυκλοφορήσει σε μετάφρασή του οι Σφήκες του Αριστοφάνη. Συνάντησα άλλες δύο φορές τον κύριο Μάτεσι, και κάθε φορά τελείωνε τη συνάντηση ευχόμενος «Χαίρε, Υγίαινε, Σκίζε!». Το 2013 ο Παύλος Μάτεσις ακολούθησε τον Διόνυσο και τον Ξανθία στην διαμάχη Ευριπίδη – Αισχύλου στον Κάτω κόσμο, κοάζων είρων και ωραίος “Βρεκεκεκὲξ κοὰξ κοάξ”. Αποχώρησε στα 80 του χρόνια, 20 Ιανουαρίου 2013.

Στο θέατρο, το κείμενο, η λέξη πρέπει την στιγμή που εκφέρεται, εκείνη την στιγμή να γίνεται κατανοητή από τον θεατή. Δεν φταίει ο θεατής.

Υπάρχει δύσκολο θέατρο ή είναι δύσκολο το κοινό;

Στο θέατρο, το κείμενο, η λέξη πρέπει την στιγμή που εκφέρεται, εκείνη την στιγμή να γίνεται κατανοητή από τον θεατή. Δεν φταίει ο θεατής. Αν την καταλάβει μετά από δέκα δευτερόλεπτα, δεν συμβαδίζει με το έργο και τον ηθοποιό. Χρειάζεται να υπάρχει καθαρότητα και ευθυβολία και του νοήματος και του ήχου. Έχεις σπουδάσει τη μουσική;

Είχα κάνει λίγο πιάνο, αλλά όχι πολλά πράγματα, εσείς;

Έχω τελειώσει βιολί και θέλω να πω ότι αντιλαμβάνομαι πως η λέξη συγγενεύει με την μουσική, αφού έχει ως πρώτη ύλη τον ήχο, παράλληλα όμως έχει μια έννοια, ένα νόημα. Αυτό απευθύνεται στον εγκέφαλο. Δηλαδή, η λέξη είναι ένας ήχος που απευθύνεται στο υποσυνείδητο και δεν ξέρουμε πώς θα επιδράσει στον κάθε δέκτη. Ο συγγραφέας ξέρει όμως. Αν θυμάσαι στον Οιδίποδα επί Κολωνώ, όπου στο τέλος ο Οιδίπους καταριέται τον γιο του, οι λέξεις είναι πάρα πολύ σκληρές ηχητικά, όλο μπρρρ ντρρρρ γκρρρ. Ήξερε τι έκανε ο Σοφοκλής, το ίδιο και ο Αριστοφάνης.

Πώς σας φαίνονται οι υπάρχουσες μεταφράσεις του Αριστοφάνη;

Οι παλιότερες μεταφράσεις του Αριστοφάνη ντρέπονται να πούνε και τα σύκα σύκα. Έτσι, βλέπεις πολλούς αριστερούς (Ρώτας, Βάρναλης κλπ) οι οποίοι, ενώ θέλανε να ξεμπροστιάσουν την γλώσσα, σε πράγματα που έχουν σχέση με το σεξ ήταν ντροπαλοί.

Κάθε λέξη ως ήχος επιδρά διαφορετικά σε κάθε δέκτη. Από κει και πέρα το να προσπαθήσεις να στρατεύσεις την γλώσσα και να τη χρησιμοποιήσεις για τα κόμματα, το δημιούργημά σου είναι λίγο ζαβό. Οι μεταφράσεις που έχουν γίνει του Αριστοφάνη, αν ιδωθούν με κριτικό μάτι σε σχέση με το πρωτότυπο, θα φανεί ότι η γλώσσα είναι στρατευμένη. Κομματική. Ακόμα και του Βάρναλη. Καλά, του Ρώτα είναι φρίκη, δεν συζητιέται. Του Σταύρου είναι άμουσες, είναι μη ποιητικές. Ο Αριστοφάνης είναι μέγας ποιητής. Βλέπεις εκεί που μιλάει, λέει λέει λέει, χρησιμοποιεί την γλώσσα την τότε καθημερινή, αλλά στα χορικά είναι τόσο λυρικός που τα χάνεις. Όπου του το επιτρέπει η κωμωδία, ο λυρισμός του διαχέεται. Στις Νεφέλες υπάρχει ένας λυρισμός ιερατικός, δεν σηκώνει κουβέντα. Και μάλιστα το τελειώνει το έργο κι οι Νεφέλες λένε: «Βγάλτε μας από ’δω, αρκετά σας χορέψαμε για σήμερα!», κάτι δίσημο, αφού και χορέψαμε για εσάς αλλά και σας χορέψαμε. Οι παλιότερες μεταφράσεις του Αριστοφάνη ντρέπονται να πούνε και τα σύκα σύκα. Έτσι, βλέπεις πολλούς αριστερούς (Ρώτας, Βάρναλης κλπ) οι οποίοι, ενώ θέλανε να ξεμπροστιάσουν την γλώσσα, σε πράγματα που έχουν σχέση με το σεξ ήταν ντροπαλοί. Μετέφραζαν σαν μέλη χριστιανικής ένωσης. Του Γεωργουσόπουλου οι αριστοφανικές μεταφράσεις είναι κακές. Ο άνθρωπος ξέρει αρχαία όσο κανείς, αλλά δεν έχει αίσθηση του χιούμορ, κι έτσι το περνάει όλο στο χωριάτικο. Είναι ορισμένοι άνθρωποι που είναι γεννημένοι ηθογράφοι ή είναι ελληνολάτρες. Ο Γεωργουσόπουλος θέλει να βγάλει τα ηπειρώτικα τραγούδια μες στην τραγωδία.

Διαφωνείτε όταν γίνεται σύνδεση της Ελλάδας των πρώτων χρόνων μετά το ’21 με την Ελλάδα της αρχαιότητας μέσα σε μια μετάφραση;

Ναι. Συχνά καταντά γελοίο, γιατί από μια στιγμή και μετά, η ελληνική πραγματικότητα υπέστη μια καθίζηση και μια ήττα εξαιτίας της νέας θρησκείας, του χριστιανισμού. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο Αριστοφάνης, ή τα σύμβολα, τα φαλλικά σύμβολα (στους Αχαρνείς που βάζει την κορούλα του Δικαιόπολι να κρατάει τον φαλλό) σήμερα θα ήταν τερατώδη, όχι το τότε γονιμικό σύμβολο. Σήμερα θα λέγανε ότι έβαλε την κόρη του να κρατάει την πούτσα.

alt

Ο χριστιανισμός κατέστρεψε ή έσωσε κάτι από την αρχαία Ελλάδα;

Ο χριστιανισμός μετέβαλε τα πράγματα, έφερε την αίσθηση της αμαρτίας. Σου λέει ό,τι και να κάνεις θα είναι αμαρτία, στο σεξ, στον έρωτα. Ποιο; Το πιο φυσιολογικό πράγμα για τους αρχαίους, ο έρωτας. Ακόμα και ο έρωτας μεταξύ αντρών δεν ήταν κατακριτέος, εκτός απ’ την πορνεία, δηλαδή όταν το παιδί πήγαινε και γαμιότανε για λεφτά, τότε ήτανε όνειδος. Αυτή η αίσθηση της αμαρτίας σήμερα μας εμποδίζει στην μετάφραση. Επιπλέον είναι και ένα άλλο πράγμα, σχετικά με τις λέξεις που έχουν να κάνουν με τα γεννητικά όργανα και τις φυσικές λειτουργίες του σώματος. Οι λέξεις οι σημερινές είναι λίγο βάναυσες ηχητικά, επειδή είναι οι περισσότερες παρμένες από ξένες γλώσσες. Οι αρχαίες λέξεις, εκτός του ότι δεν έχουνε την χροιά της αμαρτίας, δεν είναι άσχημες. Αν κυριολεκτήσεις όταν μεταφράζεις, βρωμάει το πράγμα. Εκεί πρέπει να βρεις έναν τρόπο να «περάσεις από το πλάι». Λόγου χάρη το «πούτσα» προέρχεται από τη σλάβικη λέξη bozzo. Μπορεί η αρχαία λέξη να ’ναι όντως η «ψωλή», δεν μπορείς όμως να το βάλεις έτσι. Αν πάλι πεις «πουλί», εκεί γίνεται πολύ χαδιάρικο. Πρέπει να βρεις έναν τρόπο χιουμοριστικό. Παραδείγματος χάριν, στο τελευταίο που μετέφρασα, στις Σφήκες, το «ευρύπρωκτος», να βάλεις πούστης; Είναι άσχημο. Εγώ το έβαλα «κώλος δημοσίας χρήσεως». Έτσι, περνάει αυτό που θέλει ο Αριστοφάνης και με χιούμορ και βρίζει, και ξεφωνίζει.

Πώς αντιλαμβάνεστε εσείς τον Αριστοφάνη ως προσωπικότητα;

Ο Αριστοφάνης ήτανε αστός και εύπορος. Δεν ήτανε χωριάτης, όπως θέλουν μερικοί να τον παρουσιάσουν. Βεβαίως, ορισμένοι ήρωές του είναι χωριάτες. Κι εκεί, ως έξυπνος συγγραφέας που είναι, τους βάζει να μιλάνε χωριάτικα. Ορισμένες φορές η γλώσσα δεν ανήκει στον συγγραφέα, ανήκει στο πρόσωπο.

Όπως με την Ραραού στο δικό σας έργο. Σωστά;

Ναι, υπήρξε και μία ωραία παρεξήγηση με ένα δικό μου έργο. Όταν μεταφράστηκε Η Μητέρα του σκύλου στα γαλλικά στις εκδόσεις Gallimard, κάποιοι το διάβασαν και είπαν ότι ο μεταφραστής είναι αγράμματος. Το διάβασε και ο Jacques Bouchard, ο οποίος είναι διαπρεπής μεταφραστής, μέλος της Ακαδημίας και λοιπά και τους εξήγησε ότι δεν είναι αγράμματος ο μεταφραστής, είναι αγράμματη η ηρωίδα, η Ραραού. Πρέπει όμως να σκεφτείς, ακόμα κι όταν ο επί σκηνής μιλά με ιδίωμα, αν οι λέξεις που χρησιμοποιείς είναι γνωστές στο κοινό. Δηλαδή, εγώ βάζω τον Ψευδαρτάβα τον Πέρση στους Αχαρνείς να λέει «Πάρη παπάρι» και «Γιουνάν». Γιατί αν την ώρα που μιλά ο θεατής καθυστερήσει έστω και λίγο, πάει, έχασε και τα επόμενα. Βέβαια, η λογοτεχνία γενικά σήμερα και το θέατρο απευθύνεται σε μία μειονότητα. Αναγκαστικά θα αγνοήσεις τους αγράμματους, προσπαθώντας όμως να μη τους δυσκολέψεις κι άλλο. Παίζει μερικές φορές τεράστιο ρόλο ο ρυθμός σε μια μετάφραση, ο τρόπος που ο ήχος κατευθύνεται προς τον εγκέφαλο. Ο ρυθμός της λέξης ορίζει πάρα πολλά πράγματα, στην τυπολογία και στην διάθεση. Αλλιώς επιδρά ο στίχος που τονίζεται στην λήγουσα κι αλλιώς στην προπαραλήγουσα. Αυτό το ξέρει πολύ καλά και το κάνει πολύ καλά ο Αριστοφάνης. Έχει διαβάσει τους Προσωκρατικούς, δεν είναι αγράμματος.

Ναι, αλλά παρωδεί τον Ευριπίδη. Πώς κι έτσι;

Σήμερα υπάρχει ένα είδος πνευματικής τρομοκρατίας: όταν ένα πρόσωπο είναι διάσημο και δεν αρέσει σε κάποιον, εκείνος δεν τολμά ούτε να τον ξεφωνίσει, ούτε καν να πει την γνώμη του. Ο Αριστοφάνης γενικά δεν φοβάται να σατιρίσει και να αμφισβητήσει.

Ο Αριστοφάνης λάτρευε τον Ευριπίδη. Ο Ευριπίδης είχε αρχίσει να αμφισβητεί τους δύο προηγούμενούς του, τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή που ακόμη και σήμερα αποτελούν το «τοτέμ» της τραγωδίας. Ο Ευριπίδης αμφισβήτησε τους θεούς, εισήγαγε την ειρωνεία. Ορισμένα έργα του είναι εντελώς ειρωνικά, δεν αστειεύεται. Γι’ αυτό και στον καιρό του ήταν σκάνδαλο. Πήρε μόλις τέσσερα βραβεία σε μια ζωή. Ο από μηχανής θεός του Ευριπίδη είναι καθαρή ειρωνεία, είναι σαν να λέει το έργο «Παιδιά είμαι σε αδιέξοδο, βγάλτε τον θεό, αλλιώς βγάλτε τα πέρα μόνοι σας». Αυτό είναι ειρωνεία νομίζω. Με όλα αυτά κινδύνευε κιόλας, να τον περάσουνε στην αθεΐα και να τον θανατώσουν. Ο Αριστοφάνης ειρωνεύεται τον Ευριπίδη συνέχεια, αλλά και τον λατρεύει, γι’ αυτό του αφιερώνει τόσους στίχους και στους Αχαρνείς. Η σκηνή είναι καθαρή παρωδία, αλλά ο ποιητής επιλέγει να παρωδήσει τον μέγιστο. Όταν θες να κάνεις σωστή σάτιρα, ας πούμε στις πουτάνες, θα πάρεις την κορυφαία πουτάνα. Όταν σατιρίσεις θα πάρεις την κορυφαία προσωπικότητα, δεν θα πάρεις τους «δεύτερους». Θέλει να σατιρίσει ένα είδος της λογοτεχνίας, κι έτσι επιλέγει τον κορυφαίο του είδους. Δεν θα μπορούσε να πάρει έναν άσημο της εποχής. Πήρε τον Ευριπίδη, μία κορυφή, η οποία προκαλούσε κιόλας. Δεν είναι αντιδραστικός απέναντί του. Οι άλλοι δύο της τραγωδίας δεν ζούσαν πια, γι’ αυτό τον επιλέγει, και επειδή προκαλούσε σκάνδαλο. Σήμερα υπάρχει ένα είδος πνευματικής τρομοκρατίας: όταν ένα πρόσωπο είναι διάσημο και δεν αρέσει σε κάποιον, εκείνος δεν τολμά ούτε να τον ξεφωνίσει, ούτε καν να πει την γνώμη του. Ο Αριστοφάνης γενικά δεν φοβάται να σατιρίσει και να αμφισβητήσει. Στους Βατράχους του σατιρίζει τον Διόνυσο με πολύ ελευθερία. Τηρουμένων των αναλογιών, δεν θα μπορούσε κανείς σήμερα να τολμήσει να σατιρίσει όχι τον ηγέτη της κρατούσας θρησκείας, κάποιον δευτερεύοντα, τον Άγιο Διονύσιο. Θα σε φάνε. Υπήρχε ένα κοινό με ανοιχτό μυαλό που επέτρεπε στον Αριστοφάνη την τόλμη του. Δεν είναι εμπαθής, είναι έντονος.

Μπορεί ο μέσος αναγνώστης να απολαύσει από μόνο του σήμερα Αριστοφάνη;

Πιστεύω ότι για να διαβάσεις, να καταλάβεις και να μεταφράσεις σωστά Αριστοφάνη, πρέπει να προηγηθεί ανάγνωση του Θουκυδίδη. Γιατί ο Αριστοφάνης έχει άμεση σχέση με την πατρίδα του. Πατρίδα τότε δεν ήταν η χώρα, όπως σήμερα. Πατρίδα ήταν οι άνθρωποι.

Πιστεύω ότι για να διαβάσεις, να καταλάβεις και να μεταφράσεις σωστά Αριστοφάνη, πρέπει να προηγηθεί ανάγνωση του Θουκυδίδη. Γιατί ο Αριστοφάνης έχει άμεση σχέση με την πατρίδα του. Πατρίδα τότε δεν ήταν η χώρα, όπως σήμερα. Πατρίδα ήταν οι άνθρωποι. Υπάρχει μια φράση στον Θουκυδίδη που λέει «Ἄνδρες γαρ πόλις». Τώρα να τ’ ακούσουν οι γυναίκες θα μας σφάξουνε… (γέλια) Δεν υπήρχε η σημερινή απόσταση που υπάρχει από το «κράτος». Ο απλός Αθηναίος φρόντιζε για την ιστορία της πατρίδας του. Σήμερα εννοείται δεν έχουμε καμία σχέση, είμαστε ένα μικρό, ασήμαντο και γελοίο κράτος. Ισχύει το «ο σώζων εαυτώ κατ’ ιδίαν σωθήτω». Τότε ήταν το μεγαλύτερο κράτος της γνωστής οικουμένης. Βέβαια, έκαναν και λάθη, έγιναν αυτοκρατορία του κερατά. Απόπειρες εξάπλωσης σε όλη την Μεσόγειο, αυτή η Αυτοκρατορία της ανατολικής Μεσογείου ήταν και το όνειρο του Αλκιβιάδη με την εκστρατεία στην Σικελία. Ο Αριστοφάνης είχε την συναίσθηση ότι κινδυνεύουν όλα αυτά από τις μαλακίες των Ελλήνων, την διχόνοια ανάμεσα και στους πολίτες και ανάμεσα στα κράτη της Αθήνας και της Σπάρτης. Ο Αριστοφάνης έβλεπε ότι όλα αυτά χάνονταν. Στην αρχή προέτρεπε για την νίκη και άλλα τέτοια. Μετά την Σικελική Πανωλεθρία, με τους Ὄρνιθες, πάει στην ουτοπία. Ο Πλοῦτος είναι μιας άλλης εποχής, υπάρχει λογοκρισία, γι’ αυτό και δεν υπάρχει παράβαση και άλλα τμήματα του χορού, δεν επιτρέπεται.

Όταν ο Αριστοφάνης αναφέρεται σε άγνωστα σήμερα ιστορικά πρόσωπα;

Το έργο, η μετάφραση προορίζεται μόνο να παιχτεί. Και πρέπει να γίνεται κατανοητό την ώρα που παίζεται, μόλις εκφέρεται ο λόγος.

Τι θα κάνεις; Ή θα βάλεις μια λέξη πλάι που να εξηγεί τι ήταν αυτός, αλλιώς κάνεις μία μετάφραση για το γραφείο. Το έργο, η μετάφραση προορίζεται μόνο να παιχτεί. Και πρέπει να γίνεται κατανοητό την ώρα που παίζεται, μόλις εκφέρεται ο λόγος. Ο Αριστοφάνης έχει τις αντιρρήσεις του ως προς αυτό. Κάνει τρελά πράγματα, είναι σουρεαλιστής. Αυτά που νομίζουν ότι έχουν γραφτεί τώρα, έχουν γίνει από τότε. Όταν σταματάει την δράση και βάζει την Παράβαση, όπου τους βρίζει γιατί δεν του έδωσαν το βραβείο, «ξυπνάει» το κοινό του και τους λέει «Είμαστε στο θέατρο! Μην ξεχνιόμαστε…». Μάλιστα, πάρα πολλές φορές στο μέσον της υπόθεσης, βάζει μες στον λόγο του έναν θεατή, κάνει αυτό που έγινε πολύ πιο μετά με το Θέατρο του Παραλόγου. Από τον Αριστοφάνη υπήρχε ήδη αυτή η ερωτική σχέση ανάμεσα στον ηθοποιό και τον θεατή. Οι αναχρονισμοί χρειάζονται σε αυτή την σχέση, η οποία σήμερα βγαίνει μέσω της μετάφρασης. Στους Σφῆκες μιλάει ο πατέρας και λέει «Θα επιβάλει δικτατορία» και έβαλα εγώ να του απαντά «Τι δικτατορία; Εδώ έχουμε να δούμε δικτατορία από το ’67!» Δηλαδή όταν υπάρχει ένα πρόσωπο τότε γνωστό, για παράδειγμα μια ξακουστή πουτάνα της εποχής, το να μεταφράσεις με μια πουτάνα σημερινή σχεδόν επιβάλλεται. Όχι βέβαια όταν μιλάμε για διάσημα πρόσωπα, ο Αλκιβιάδης είναι ο Αλκιβιάδης, ο Περικλής είναι ο Περικλής. Τα δευτερεύοντα τα αντικαθιστάς με σημερινά (πάλι στους Σφῆκες λέει «Πάμε για συμπόσιο» και έβαλα «Πάμε στου Μπαϊρακτάρη», ή στον Πλοῦτο «Δεν έχεις λεφτά; Σου γύρισα την πλάτη. Έχεις λεφτά; Σου γύρισα τον κώλο») Αμέσως περνάς αυτό που θέλεις.

Πώς όμως προκαλείται το γέλιο στον σημερινό θεατή του Αριστοφάνη;

Η μετάφραση δεν αντιπροσωπεύει ακριβώς το πρωτότυπο έργο. Η μετάφραση αντιπροσωπεύει την περί του πρωτοτύπου άποψη της εποχής κατά την οποία γίνεται.

Με την μεταφορά στη εποχή μας. Η αναφορά σε μια σύγχρονη πουτάνα προκαλεί γέλιο. Η παρεμβολή σημερινών λέξεων προκαλεί γέλιο. Η χρήση γαλλικών όρων για παράδειγμα στις δικές μου Θεσμοφοριάζουσες (νεσεσέρ κ.λπ.) προσδιορίζει το αδερφάτο του εν σκηνή προσώπου, ενώ παράλληλα βοηθά τον σημερινό θεατή να «συγκατοικήσει» με τον τότε θεατή και συγγραφέα. Ο Αριστοφάνης δεν είναι ένα μουσείο, είναι ζων, ζωντανός. Παίζει πολύ μεγάλο ρόλο η γλώσσα, για καθαρά θεατρικούς λόγους πρέπει να γίνεται κατανοητή. Δεν πρέπει να φοβηθείς να παρεμβάλεις όπου κρίνεις ότι χρειάζεται καθαρεύουσα. Για παράδειγμα, όταν μιλά μια πουτάνα με έναν πολύ καθωσπρέπει κύριο. Ή πάλι, όταν μιλάνε ημιμαθείς, μπορείς να βάλεις να πετάνε άγριες κοτσάνες, αυτά τα πιάνει το κοινό αμέσως. Δεν μπορείς να χρησιμοποιείς το αρχαίο κείμενο ως έχει, μιλάμε μόνο για λέξεις της καθαρεύουσας. Η καθαρεύουσα αποτελεί μια πρώιμη μορφή της σύγχρονης ελληνικής, είναι κοντά σχετικά στον σημερινό ακροατή. Θεωρώ αδιανόητο ένας μαθητής να μην ξέρει καθαρεύουσα. Δεν θα μεταφράσουμε τον Ροΐδη τώρα, όπως κάνουν μερικοί ανόητοι. Παίζει ρόλο ο ρυθμός στο πώς θα βγει γέλιο. Στο αρχαίο κείμενο αλλάζουν οι ρυθμοί εκεί που δεν το περιμένεις. Κι αυτό δίνει ένα μικρό μπατσάκι, ξυπνάει τον θεατή, βγάζοντας πράγματα κωμικά μέσα από τον ρυθμό. Δηλαδή, αν πάρεις έναν δυο ασήμαντους στίχους και τους μεταφράσεις σε επικό ύφος ή σε ανάπαιστους, το κείμενο γίνεται γελοίο, κωμικό. Ή όταν ετοιμάζεται ο Τρυγαίος στην Εἰρήνη να πάει στους θεούς για να κανονίσει ειρήνη και ανεβαίνει στο ζουζούνι το μεγάλο, έρχονται η κόρες του και τον ρωτάνε, αν αυτό μεταφραστεί σε ύφος τραγικό: «Ω μπαμπά μας μέσα στα δώματά μας…» κλπ, και απαντά «Πάω προς θεού μου», διαπράττοντας ταυτόχρονα μια ύβρη έναντι του θεού, αλλά δίνοντας και το αναπάντεχο που περιμένει ο θεατής για να γελάσει. Το απροσδόκητο χρειάζεται, πρέπει όταν αναφέρει ποιητές για παράδειγμα, να το μεταφέρεις σε σύγχρονους. Κάπου έβαλα (Ὄρνιθες) ότι θα τραγουδήσει τραγούδια «ελύτικα, ελυώτικα, ελυτοσεφεριώτικα, μακρόσυρτα ρετσέλια καβαφιώτικα» όπου βγαίνει κι ένας ρυθμός, εκείνος ο νωθρός του παλαιού τραγουδιού του Τώνη Μαρούδα. Τότε είναι πλήρης η σάτιρα, όταν έρχεται ο Αριστοφάνης κοντά στον σημερινό θεατή.

Τελικά, ποια είναι καλή μετάφραση;

Η καλή μετάφραση είναι θνησιγενής. Η μετάφραση δεν αντιπροσωπεύει ακριβώς το πρωτότυπο έργο. Η μετάφραση αντιπροσωπεύει την περί του πρωτοτύπου άποψη της εποχής κατά την οποία γίνεται. Τίποτε άλλο. Δεν αντέχει πάνω από είκοσι χρόνια. Μπορεί το 1930 να ’ναι τέλεια και το 1980 να μην βλέπεται. Κι εγώ τώρα τις παλιές μου μεταφράσεις όταν ξαναπαίζονται, τις αλλάζω όλες. Δηλαδή, μετέφρασα το «Τάνγκο» το 1972, το έπαιξε ο Ευαγγελάτος και το μετέφρασα πάλι όλο από την αρχή όταν ξαναπαίχτηκε. Γιατί ειμαρμένη του ανθρώπου και της ιστορίας γενικά, είναι η αλλαγή.

*Ο ΗΛΙΑΣ ΚΟΛΟΚΟΥΡΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ. 

Πρώτη δημοσίεση: Bookpress, 2015.


The Parthenon Bomber: Biopolitics, Heterotopia and Reframing History

Talk / Presentation Given at the Faculty of Medieval and Modern Languages, University of Oxford, November 2017. Under the supervision of Dimitris Papanikolaou, Associate Professor in Modern Greek and Fellow of St. Cross College

Basic article to which this rough presentation owes most of its structure and points is Vassilis Lambropoulos’s Unbuilding The Acropolis in Greek Literature in the Volume:
Classics and National Cultures, Edited by, SUSAN A. STEPHENS AND PHIROZE VASUNIA. Oxford : Oxford University Press, pp. 182 – 198. Available at the link below:

1) A society, as its history unfolds, can make an existing heterotopia function in a very different fashion; for each heterotopia has a precise and determined function within a society and the same heterotopia can, according to the synchrony of the culture in which it occurs, have one function or another.
2) The heterotopia is capable of juxtaposing in a single real place
several spaces, several sites that are in themselves incompatible. Thus it is that the theater brings onto the rectangle of the stage, one after the other, a whole series of places that are foreign to one another;
3) Heterotopias are most often linked to slices in time—which is
to say that they open onto what might be termed, for the sake of symmetry, heterochronies. The heterotopia begins to function at full capacity when men arrive at a sort of absolute break with their traditional time.

Michel Foucault, Heterotopia, From: Architecture /Mouvement/ Continuité , October, 1984;
(“Des Espace Autres,” March 1967, Translated from the French by Jay Miskowiec) pp. 5-6.

Hellas, the most classical country in the world, is a topos of architectural and sculptural ruins. This is true, especially of Athens, Greece’s cosmopolitan capital, with its crowning Acropolis. In modernity’s secular imagination “this ground is holy”. Certainly, the Acropolis was holy for ancient Athenians, too, but in a very different sense. In the modern period, artists, diplomats, and scholars have conjured up a different spiritual landscape in their descriptions of the place. Travel annotations, letters, journals, these texts make the Acropolis European, the traveler Hellenic. This is one of many patterns of expression, thought and practice commonly found in texts. Hellas is a heterotopia, a space set apart precisely because it contains classical ruins. The Acropolis is the most frequented and the most formidable place, the one in which all meet their measure of sacredness, harmony, beauty and grandeur. A place of homecoming, from home. Here one finds unexpected reversals of colonial powers’ self-representation as mother to pockets of civilization outside the West.

Artemis Leontis, Topographies of Hellenism – Mapping the Homeland (Myth and Poetics), Cornell University Press, 1995.

A rethinking of the role that a piece of art can play within a city.

Minimalistic narrative strategy, with a collection of documenta, realia, each of which plays a different and significant role in forming the whole story.
A 21 year old X.K. has a messianic mission; he will relief the city of its eternal weight, of the most renowned monument of western civilization. He will blow up the Parthenon.

The short novella was first published by a rather alternative publishing house, in 1996, Anatolikos.
The first version was slightly far from the Archive style that we have today. Yet, it was still written in a scattered, post-modernist manner.
The differences from the older text are the addition of the reference to the surrealist poet Yiorgos Makris, who, at the age of 21 and a little before Dekemvriana and the greek civil war, wrote a utopian call for the blowing up of the Parthenon, as a political act against progonopliksia, the emotional stain connected to the ancestors. Makris considered this the main reason for the ideological and intellectual fall of the modern greek people.
Written in bits and pieces, like a puzzle that the reader is supposed to solve, with real or made up evidence and exhibits, testimonies and witnesses narrations, the narrative is built in a kaleidoscope manner; the bomber decides to destroy the Parthenon following an old call, inspired by a surrealist poet and intellectual. He believes in the rather romantic ideal of “Creative Destruction”.
The modern hellenic identity is being questioned; who are the modern Athenians? Where will they go without the main monument of their so-called ancestors ? What life will they lead ? The blowing up of the Parthenon is a liberating act; now the modern Greeks are able to choose, to act upon their lives in their own, liberated way. The eidolon of themselves is no longer their. The security guard that testifies on the bomber cannot believe his eyes. He accuses himself of not having taken enough care of the archaeological site. But in the end of his testimony, he wonders “Have I said it correctly?”


It is this correctness that is vital to what the bomber wants to destroy; a national narrative has been formed, on to all of the Greeks are pre-supposed to abide by. They all have to be “correct”, they all have to follow the national rules concerning the monument. They cannot question, they cannot disagree, they have to follow the state’s opinion on this national treasure.
The liberty that derives from the act of destroying is enormous. Everybody considered the monument impossible to overcome. Now that it is no longer there, everyone can create their own narrative. No longer connected to what has been, but focusing on what will be from now on.
The monument was the mirror, up until the moment of its destruction. All of modern greeks were obliged to see themselves on that mirror. But was that something possible ? For the Bomber, it was utopia. Therefore, he had to destroy the mirror, so that the greeks would no longer see the Eidolon of themselves, but their real identity would be revealed.
At the online edition of the book, Chryssopoulos makes connections with the dadaist movement and the Paris Communa, painters that wanted to destroy monuments. Also, he describes briefly the surrealist poet Nikolaos Kalas, who also called for the destruction of the monument, only a few years before Yiorgos Makris. But it is Makris who foresaw the tourist industry taking over, the modern materialistic world ruling over the city scape, in a continuum, throughout the civil war, after the civil war, throughout the Military Junta and after the Junta in Greece.
It has always been the Greek national illusion, according to Chryssopoulos, the schizophrenic present, a certainty that kept going, no matter how the political situations changed in Greece. A
national labour camp, that never seized to exist. In the hands of every man in power, the Monument took shape in the forms the Authorities longed for. Everybody believed (and still does) that the monument belonged to them, so they were able to use it as evidence and proof of belonging, of ancestry and of continuation.
But our Bomber believes that all of Greeks have been living on borrowed time. The myth, the constitutional of myth of the modern greek state, is just a borrowed made up fairy tale. This is why, using the monument whenever we were in need or in awe, whenever we felt small or poor, was just an excuse for not inventing our own selves of today.
Creation needs Destruction, the writer believes, we must stop turning back and through destruction start looking forward. The Bomber is not a paranoid criminal, or monstrous charmer. His actions are not irrational. He believes in sabotaging the old, so that everyone will have now the ability to bring the new forward.
The same way the Monuments comes to pieces, in a quite similar manner the book is structured;
We start off with a poem, written by a friend of Yiorgos Makris, Then we have a possible monologue of the Bomber. Testimonies of the Bomber’s neighbors and acquaintances. News coverage of the act of Bombing. The whole “terrorist” so to say proclamation of Yiorgos Makris, edited. Other, real testimonies concerning the Proclamation of Makris, by friends of his and other underground figures of Athens, like Leonidas Christakis, editor of the magazine Ideodromion. The security guard’s testimony. A list of the people to which the Bomber referred to, presumably from police document sources. Photos of Yiorgos Makris. Other Athenians testimonies, watching the Blowing Up of the Parthenon from the News. The sentence and the shooting of the Bomber, by troops who almost did not believe that had shot a man.


Then, on the online edition of the book there are additions which make it intertextual and multimedia friendly. The excerpts and snippets make the book of the print version intertextual already, but here we have some extra photos of different Parthenons and also a bibliography of other writers and creative minds who wanted to destroy the Parthenon, or other monuments.
I believe that the writer wants to oppose to the Oneiric Archaeology that seems to constitute the national narrative in Greece. Greeks, and the greek state, choosing the name “Hellenes” as opposed to the closer-to-reality “Graeci” formed a national discipline, a national imagination to which the national body keeps the Parthenon as a core. It is the sacred mission and obligation to participate in this; it is not something to be used by academics or archaeologists only. It is everyone’s job to adore the Parthenon and to feel humble in front of it. It is the national treasure, the central national treasure, and all antiquity findings are to be called “treasures” as well.
Politicians drop their original identity and adopt the politician-archaeologist persona. They are obliged to become everything connected to their ancestors. They are prophets of a possible promise of enrichment through the ancients.


The recent live concert of the band Foo Fighters at the Herod Atticus Odeon is just another proof of this national narrative. Even the singer of the band revealed that “this is a concert we will remember and treasure for the rest of our lives!” The rock star’s ideas do not differ much from the ideas behind the occult economy that seemed promising, the national hope for salvation that occurred during the Amphipolis excavation in the national (public and private) media in Greece.
Our ancestors are there when we need them, They conquered the world and today, they can possibly be resurrected, come back again to rescue their descendants in their darkest hour, the hour of the Crisis and the fall of the economy. This is why the bomber wants to destroy this imagined solution, because he know that this is an imagined community, a nationalism built up on a socially constructed idea, that here we have this big ancient thing, the Parthenon, and not only is it ours, it is US ! It is our collective property and hope.

Here I must make some remarks on why I consider the structure of the book as an archival impulse. The failed vision of the Parthenon is what the writer is trying to recoup. He wants to turn it into an alternative scenario of social relations, amongst the greeks. He seeks to transform the no- place of his archive into the no-place of utopia. Since the topos of the Parthenon will no longer be there, the excavation site will turn into a construction site. Together, the greeks after the Blow up of the monument will create their own identity. Liberated from national treasures and fixed ideas. So far, the culture has been melancholic, view the past as something sacred. Now it will be something more then the traumatic experience of the past.

The archive aims for reinvention; as very well mentioned its mood is “characterised by depression, dissociation, pragmatism, cynicism, optimism, activism, or an incoherent mash”
This fits perfectly for the Bomber. He is depressed and a cynic. He wants to destroy, therefore he becomes an activist, a bomber. He is optimistic about the future. Now the Greeks, the modern Athenians will be free ! They are allowed to re-invent themselves. They talk about the past and it remnants not in order to find a solution but as a practice of re-invention, and they do so against all odds; they will be creative and optimistic.
The Bomber has a pervasive sense of urgency; it makes an iconoclastic return to the past; Hence the connections with the term “Archive Trouble”. The length of the book is small. This happens because the book makes a statement, and the statement has to be urgent . Brief. Cut to pieces. And handed on to the public, like a proclamation. The Bomber reframes historical and political understanding of the monument. He alerts us to the modalities of a history in the present. What is the Parthenon now ? is the question of the Bomber.

The novella does not answer. It questions national reassurances. It stands against the national narrative, the official materiality of the monument. In a very creative manner, Chryssopoulos uses an older text, the surreal proclamation of Makris, within a new modality, a post-modern manner. Hence, as Archive Trouble does, he recontextualises while accepting that its own context, the Crisis, is inescapable.
Chryssopoulos uses photos, advertisements and other media in his book. Therefore, as Archive Trouble does, he takes into account and interacts with the surge in information flow. The Bomber’s archival poetics presuppose a public interaction with this flow of images and data from different sources, questioning information from the past, the whole national idea of the Parthenon as the Treasure. He creates personal, novel and agonistic archives.


Archive Trouble aims to “unearth” hidden voices or lost patterns. And this, in The Parthenon Bomber, is done with the lost voice of the poet Yorgos Makris. One book, leads to the other, after reading the Parthenon Bomber, we feel the need to read the writings of Yiorgos Makris in total. The archival structure of the book aims for incompleteness, it does not creat a fuller archive, but lays bare the constitutive incompleteness of the historical archive itself. The book makes the reader want to read more. And of course, it does criticize institutional archives, institutional symbols and institutional time. The reader has to participate in writing and reading the book, filling in the gaps between the testimonies with his/her creative imagination. The bomber’s testimony itself if full of irony, and the whole book is pastiche. We do have a genre playfulness and the forms of different types of literature are mixed.
Here, concluding, I must say that the writer does not seem to find anything positive in the Parthenon itself. The Bomber seems to hate the monument. Alas, the Security Guard seems to believe that the Bomber loved the monument. This position I will take myself. Since the book allows you to read it from many perspectives, I will believe that yes, the Bomber loved the Parthenon but could not bear the nationalistic ideas built around the monument. Therefore, he decided to solve the Archive Trouble and destroy the monument.

If we take into account only the nationalistic fever around the Parthenon, yes, we do have to destroy it. If that would liberate us from idea groups like the Golden Dawn. Yet, I believe that such would not be a solution. Probably education and the knowledge that every nation is an imagined community, as Benedict Anderson put it, would liberate us from such fixated thoughts.


Ο έρωτας στο πεζογραφικό έργο του Νίκου Παπανδρέου

Κάτα – κάτα – καταρρέω κι άλλο πλέον δεν μπορώ
Θα ερωτευτώ τον Παπαντρέο, τον Ποπάι, τον Ζορό
και δεν ξαναγαπάω θηλυκό
Νικόλας Ασιμος

Η θεματική, νομίζω, που διέπει το έργο του πεζογράφου Παπανδρέου είναι εκείνη του έρωτα. Ο έρως, ο πατέρας των πάντων. Πρώτα δυο κουβέντες για το προηγούμενο πεζογραφικό έργο του Παπανδρέου. Τέλος, για το νέο του βιβλίο, όπου, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, θεωρώ ότι επικρατεί ο Έρωτας ως θέμα πάλι. Στο παρθενικό λογοτεχνικό του πόνημα, του 1995, Δέκα μύθοι και μία ιστορία, ο Παπανδρέου αναπλάθει τον έρωτα εκτός χρόνου. Λέει ο Οβίδιος στα Ερωτικά Αντιφάρμακα. Εξαπατά ο έρωτας και τρέφεται με τη χρονοτριβή σου. Πάντα το αύριο είναι καλύτερη ημέρα για να ελευτερωθείς”.Στην περίπτωση της γιαγιάς του διηγήματος, το αύριο έφυγε, αφού ο παππούς και άνδρας της πέθανε. Και η γιαγιά έμεινε ες αεί ερωτευμένη με τον μυστηριώδη παππού, κτήμα του και κατάκτηση. Ο παππούς, μονίμως ερωτευμένος με τη γλώσσα. Γράφει ο Ν.Π.
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΛΑΜΔΑ
Ο παππούς σου ήθελε να καταλαβαίνει τα ελληνικά όλος ο λαός” συνέχισε.”Αυτός κι αν μιλούσε ωραία ελληνικά”.”Όπως στα γράμματα;”
“Ποια γράμματα;”
“Αυτά που έχεις στο κουτί”
“Με είδες να τα διαβάζω πονηρέ μου”.
Την άλλη μέρα τη βρήκα καθισμένη στο κρεβάτι της, μ’ ένα σωρό τσαλακωμένα χαρτιά σκορπισμένα γύρω της. “Κάποια μέρα” είπε “θα μάθεις να εκτιμάς το σχήμα των γραμμάτων. Κάποια μέρα θα γράφεις ερωτικά γράμματα και θα κατακτάς τις γυναικείες καρδιές με την καθαρότητα και τη δύναμη του γραφικού σου χαρακτήρα”.


Το είδος που γράφει ο Παπανδρέου, υβριδικό στο είδος του, μεικτό αλλά νόμιμο, όπως θα έλεγε ο -ας μη ξεχνάμε δίγλωσσος εθνικός μας ποιητής, Σολωμός. Ενδεχομένως η γραφή του να δείχνει κάπως απρόσμενη, ανοίκεια για τους αναγνώστες. Μυθοπλασία είναι; Όχι εντελώς. Πραγματικότητα; Ούτε αυτό. Τα γράμματα που παρατίθενται στο διήγημα; Είναι αληθινά γράμματα του αληθινού παππού; Όχι σαφώς. Αλλά παρασέρνουν τον αναγνώστη. Μια γραφή πάντως γητευτική, καλογραμμένη. Για μένα, και ευπώλητη, αφού θίγει θέματα που μας απασχολούν. Τη συλλογική μας μνήμη, τον έρωτα.[…].


Ο έρως δεν είναι κατοχή, αλλά έλλειψη, διαρκής αναζήτηση, αφού είναι παιδί του Πόρου και της Πενίας, όπως βλέπουμε στο Συμπόσιο του Πλάτωνος. Για τούτο και κρίνω πως και στον Οικονομολόγο Ανδρέα, το τελευταίο βιβλίο του ΝΠ, έχουμε πάλι ως θέμα τον Ερωτα. Ο οικονομολόγος βλέπει έναν λαό πένητα, τουλάχιστον κατά το ήμισύ του, έναν λαό σε ανάγκη, και θέλει να τον βοηθήσει.Το βιβλίο ακολουθεί την αντίληψη της δεκαετίας του ’60 πως μόνον εκλαϊκευμένη επιστήμη και φιλοσοφία είναι χρήσιμη.Ο ήρωας του βιβλίου, ΑΠ, εν πρώτοις ερωτεύεται την επιστήμη των Οικονομικών. Επειτα διαπιστώνει την πάλη των δύο διαφορετικών ιδεολογιών που υπήρχαν στον ακαδημαϊκό χώρο των ΗΠΑ. Ο Ανδρέας, πάντα ερωτευμένος με την ελευθερία του ανθρώπου, επιχειρεί να μεταφέρει τούτη την ελευθερία που οραματίζεται στην Ελλάδα. Επειδή οικονομία είναι η νομή των του οίκου, η διαχείρισή του με φειδώ στις δαπάνες. Και οίκος του Ανδρέα είναι η Ελλάδα. Η Ελλάδα που αγαπά, όπως γράφει στη Δημοκρατία στο Απόσπασμα:”Καθώς απογειωνόταν τ’ αεροπλάνο, ξημέρωνε στην Αττική. Η Σοφία κάρφωσε το βλέμμα της στο γαλάζιο ουρανό. Αγαπώ την Ελλάδα, είπε. Και μετά βυθίστηκε στη σιωπή. Και μεις τη μιμηθήκαμε.”Επομένως, το συγκεκριμένο βιβλίο είναι χρήσιμο για να κατανοήσουμε τούτο το πλέγμα παθών και επιστημονικών ερώτων που έπλασαν το φαινόμενο Αντρέας. Μέσα στις σελίδες του έχουμε όλες τις ιδεολογικές συγκρούσεις που βιώνει στο Χάρβαρντ, την δική του έρευνα και διατριβή, μα και την μετέπειτα εμπέδωση του Αμερικάνικου Ιμπεριαλισμού, την ανάγκη του ελληνικού λαού για κοινωνική δικαιοσύνη και κυριαρχία.Ομως δεν θέλει έναν νέο κρατισμό ο Ανδρέας. Για τούτο και είναι χρήσιμο το βιβλίο σήμερα. Αν από τη μία έχουμε το παρακράτος της δεξιάς, ένας κεντροαριστερός κρατισμός δεν αποτέλεσε λύση. Γιατί, όπως τα βλέπει ο Οικονομολόγος Ανδρέας, ο κρατισμός θα φτιάξει μια παρακυβέρνηση.Τώρα μυθιστόρημα είναι τούτα τα παραπάνω; Επιστημονική Φαντασία; Λογοτεχνία; Ιστορία που πράγματι ζήσαμε; Δεν γνωρίζω για το είδος. Μεικτό, αλλά νόμιμο!

Το παραπάνω κείμενο είναι επεξεργασμένη μορφή της παρουσίασης του βιβλίου που εκφωνήθηκε στο Ξενοδοχείο Βυζαντινό, στην Πάτρα 21 Φεβρουαρίου 2019.

Το βιβλίο “Ανδρέας ο Οικονομολόγος” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

*Ο Ηλίας Κολοκούρης είναι υπ. διδ. Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.


Το Μυκηναϊκό Ιγκλού των Μποζαϊτίκων

Category : book reviews

 

“Να του πεις ότι είναι μεγάλος μασκαράς! Ακούς; Αυτό να του πεις! Μασκαράς μεγάλος!” αναφωνούσε η Μαργαρίτα. Και ο περί ου ο λόγος μασκαράς; Ο Κόντε Λοκούρι. Επομένως, θέλω να πω, δεδομένου ότι η Μαργαρίτα ομιλούσε περί του Κόντε, μου στέκεται πάντα αδύνατο να την πιστέψω. Μασκαρά; Τον Κόντε; Τον φίλο μου με την υπομονή του Βούδα; Τον αιώνιο κυματοθραύστη να τον πει μασκαρά; Δυνατόν ποτέ;

Βέβαια, η Μαργαρίτα είχε παραισθήσεις καθόσον ευρίσκετο στο πρώτο της έμφραγμα, ετών εβδομήντα πέντε. Μετά το έμφραγμα, επανήλθε δριμύτερη. Σταμάτησε να καπνίζει και της εξέλιπε εκείνη η αυτάρεσκη περιφορά της αιωρούμενης στάχτης πάνω από τους γαύρους στο σαβόρο. Όλα κι όλα, ουδέποτε έπεσε η στάχτη στους γαύρους, η ισορροπία πάντα καλά κρατείται. Ένα κράμα φαμ φατάλ και αυτοφατάλ η Μαργαρίτα, καταστροφική για τον εαυτό της, όχι για τον άρρενα επίδοξο. Τέλοσπάντων, θέλω να πω ότι εγώ την Μαργαρίτα πάντοτε την αμφισβητώ και δεν πιστεύω παρά τα μισά των μισών από όσα λέει, δηλαδή περίπου το έν τέταρτον του συνόλου των λεγομένων της. Παράδειγμα, μου είπε ότι δεν θα ξανακαπνίσει ποτέ μετά το έμφραγμα, και μόλις άρχισε να συνέρχεται και φύγαν οι παραισθήσεις από το κρανίο και οξυγονώθηκε ο εγκέφαλος κάπως, ξαναπλακώθηκε σαν αράπης με τα υγιεινά σλιμ υπερ λάητ της και φουμέρνει κανονικά. Μετά κοπάνησε και εγκεφαλικό, πήρε μηχάνημα οξυγόνου, συνήλθε και τώρα ξανά φουμέρνει μερακλίδικα στα ογδόντα της. Μου είπε ότι δε θα ξαναπαίξει ξυστό και την βρήκα στο καφενείο, με το σταυρόλεξο πλάι σε έναν λόφο στάχτης και ξυσμένων ξυστών να έχει ξεμείνει και να μου λέει να με κεράσει έναν καφέ-με τα δικά μου. Πολυλογώ, αλλά έχεις τρακόσιους πενήντα λόγους για να αμφιβάλλεις όταν λαμβάνεις πληροφορίες από την Μαργαρίτα.

Δεν είναι ότι επινοεί πράγματα. Είναι όντως καλοστεκούμενη για τα ογδόντα της. Προσέχει. Βάφει τα μαλλιά της πάντα, πορφυρά, δε θα βρεις τρίχα παραπάνω από όσο πρέπει στο πρόσωπό της, φοράει τα δερμάτινά της, τα τακούνια της, τα όλα της. Είναι ωραία για την ηλικία της. Την κάνεις και εξηντάρα, ας πούμε. Αλλά η αυταρέσκεια ισχύει. Θα πάει στο νεανικότερο δυνατόν καφενείο, θα παίξει, θα πειράξει τον σερβιτόρο, ναι, θα καυλαντίσει. Για την καυλάντα, όχι τίποτε άλλο. Σαφώς θα μου πει “είδες πώς με κοίταγε το γκαρσόνι;” Και σαφώς το γκαρσόνι δε θα έχει κοιτάξει, εδώ και χρόνια τώρα, αλλά δε θα επιβάλω εγώ το γνώθι σαυτήν.

Είμαστε λοιπόν στην παραλία και πίνουμε φρέντο καπουτσίνο με πατατάκια ρίγανη. Ναι, πάνε τα πατατάκια ρίγανη με τον καπουτσίνο. Εγώ περιμένω και χαζεύω, η Μαργαρίτα ανυπόμονη έχει πάει μόνη της στη θάλασσα, έχει ήδη κάνει μπάνιο και έρχεται. Φωνάζει βραχνά “Α μα πια με τον ξεφτίλα! Που να χαθεί ο παλιάθρωπος!”

-Τι έγινε βρε Μαργαρίτα;
-Άσε με, σιχάθηκα!
-Ποιον σιχάθηκες μωρέ; Τι έπαθες;
-Εκεί, στην παραλία. Πίσω από το αρμυρίκι. Ένας μαλάκας. Καθότανε και… φιιιι τι να σου λέω τον ξεφτιλισμένο.
-Τι έκανε μωρέ; Σε έβρισε;
Είχε πιάσει το πουλί του και…

Εκεί η Μαργαρίτα έκανε μια κίνηση γνωστή, αλλά δεν παίζαμε τάβλι.
– Άσε μας μωρέ Μαργαρίτα. Ντάξει. Το πουλί του. Με εσένα – είπα από μέσα μου. Κάθισε τώρα και ηρέμησε.
– Μα είναι ντροπή! Μέσα στην παραλία! Πήγα να ανάψω το τσιγάρο μου και…

Σταμάτησα να ακούω τις ιστορίες της Μαργαρίτας, καθώς όπως είπα πάντα αμφιβάλλω για τα λεγόμενά της και δεν ενέπιπταν στο έν τέταρτο του συνόλο το οποίο λαμβάνω ενίοτε υπ΄όψη.

~~~~~~~~~

 

Την επόμενη μέρα είχε πάρα πολύ ζέστη. Οι μύγες επίμονες και επίπονες. Ο μαΐστρος ανελέητος, φύσαγε καυτός και κουραστικός. Κατεβήκαμε με τον Κόντε στην παραλία νωρίς είναι η αλήθεια κι αράξαμε και κοιτούσαμε των παφλασμό των κυμάτων. Κι ακούγαμε τον φλοίσβο. Η Μαργαρίτα, μετά από τρία τηλεφωνήματα και πολύ υστερία και επιμονή είχε αποφασίσει να μην ξανακατέβει στην παραλία. Έτσι, βιαστικά φύγαμε εμείς και μπανιάραμε.

Βιαστικά βιάστηκα και δεν πήρα τα τσιγάρα μου και ξέμεινα. Ψυχαναγκασμός, ναι, αλλά ανάμεσα στις βουτιές θέλω να κάνω ένα τσιγαράκι, τι να κάνουμε;

Εκεί ανάμεσα, λοιπόν, βγαίνω έξω και βλέπω στην άμμο άκρη άκρη έναν σύντροφο καπινιστή. Ξεφτίλα, σκέφτηκα, αλλά μισή ξεφτίλα δική μου, μισή πάλι δική μου. Θα του ζητήσω τράκα. Κάθεται, με το μαγιό του, καπνίζει κι αράζει. Θα με εννοήσει.

Και με εννόησε. Σήκωσε τα γυαλιά ηλίου του στο γκρίζο του κούτελο “Τσιγαράκι θες; Τσάκω!” και προέτεινε το πακέτο με τον αναπτήρα. Αλλά αυτό το “Τσάκω” του είχε κάτι το απόξενο. Είχε χαμογελάσει, και κανονικά το χαμόγελο σε ηρεμεί. Ωστόσο, είχα αισθανθεί κάτι σαν μυρμήγκιασμα στο κρανίο, ίσως αγχώθηκα με την τράκα, ίσως ήταν και ο ήλιος. Δεν ξέρω. Πάντως μου έδωσε να ξεχαρμανιάσω και μετά είπε και “Κράτα τα, έχω άλλα”. Ήθελε ψιλή κουβέντα. Εγώ δεν ήθελα. Να καπνίσω και να ξαναβουτήξω ήθελα, αλλά δε βαριέσαι. Θα μου τα σκοτίσει πέντε λεπτά, θα ξεχαρμανιάσω και θα μπω πάλι στο νερό.

“Ωραία η θάλασσα σήμερα!” μονολόγησε.

-Ωραία, πράγματι. του απάντησα.

-Και δεν έχει και πολύ κύμα.

-Όχι, ευτυχώς.

-Ε, δεν θα πείραζε να έχει λίγο ακόμα.

-Όχι, κακό δε θα ήταν.

Πού στο διάολο πήγαινε αυτή η κουβέντα; Πουθενά. Ο σύντροφος καπνιστής με το μαύρο σπίντο είχε κατεβάσει πάλι τα γυαλιά ηλίου και δεν καταλάβαινα αν κοιτάει εμένα ή γύρω όταν μου μίλαγε. Αλλά η κουβέντα έληξε απότομα.

-Θα αράξετε ώρα; με ρώτησε

-Μέχρι το απόγευμα. του είπα.

-Κράτα το πακέτο και τα λέμε, φίλος” απάντησε και έφυγε χαμογελαστός.

Δε με χάλασε το τσάμπα πακέτο. Αλλά η επικοινωνία με τον σύντροφο καπνιστή είχε κάτι το αόριστα απόκοσμο. Ίσως να είχα πάθει και ηλίαση, πάντως όταν έφυγε αισθανόμουν μία ζάλη κατά τι εντονώτερη από εκείνη που προκαλεί η έλευση της νικοτίνης στον αγνό, εθισμένο οργανισμό. Μία ζάλη αγχώδη, μία αγωνία αναίτια και μία γνωριμία σωτήρια αλλά και περίεργη.

“Τι έλεγε ο φιλαράκος σου;” με ρώτησε κατόπιν ο Κόντε. Τι να πει. Μαλακίες έλεγε, για τα κύματα.

~~~~~~

Την επόμενη μέρα δεν είχε τόσο πολύ ζέστη. Είχε γυρίσει και φύσαγε βοριά. Αργήσαμε να κατεβούμε στην παραλία, κι όταν πια βγήκαμε εκεί γινόταν πατείς με πατώ σε. Δε βρίσκαμε πού να αράξουμε, κι έτσι φτάσαμε άκρη στην άκρη. Εκεί βρήκαμε ένα ιγκλού.

Ένα ολόκληρο οικοδόμημα, σαν μυκηναϊκό τύμβο. Από πέτρες και κλαριά, καμωμένο με μεράκι και πίστη κάτω από ένα αρμυρίκι. Ποιοι μπόπιρες; Ποιοι ανήλικοι κατεργαραίοι το είχαν χτίσει; Πώς δεν το είχαμε δει τόσες και τόσες φορές το ιγκλού; Βέβαια, αν δεν είχε πήξει στον κόσμο η παραλία δε θα φτάναμε στην γωνία τούτη και ίσως να μη το βλέπαμε ποτέ. Αλλά τώρα το είχαμε ανακαλύψει. Τα έβλεπες όλα τα πυρομαχικά των ανηλίκων πολεμιστών χτιστών: βότσαλα, άμμος, ξυλαράκια και κομμάτια λειασμένα κεραμικά. Απέναντι από το ιγκλού κοράσια σαν τα κρύα τα νερά κι απέναντι από τα κοράσια, κρύα τα νερά καθότι φύσαγε βοριάς.

Μαζί με τα κοράσι έφθασε και η Αρετή. Πολύ γυμνασμένη η Αρετή, παρά την ηλικία της κι αυτή, με γνώσεις και κοινωνική μόρφωση και εκκλησιαστική δράση. Βοήθειά της, ποτέ δεν πήγαμε μαζί της στους Αγίους Τόπους, αν και επέμεινε. Κι εκείνη δεν έβρισκε πού να απλώσει την ψάθα της. Της κάναμε νόημα και ήρθε κοντά μας. Αψηλή. Με τα μπανιερά της, με τα όλα της. Αλλά και σοβαρή, σοβαρότατη.

Της έδειξα το ιγκλού και της είπα “Κοίτα τι φτιάξανε τα μαγκάκια! Ωραίοι οι μικροί!”

-Ποιοι μικροί ρε; μου απάντησε κοφτά. Δε ξέρεις ποιος το έχει φτιάξει αυτό;

-Ποιος το έχει φτιάξει βρε Αρετή; την αρώτησα.

-Ο βλάκας ο γιος της Γιωργάκαινας. Κάθεται εκεί μέσα, δεν τον βλέπουν απέξω και δώστου τον αργαλειό.

-Ποιον αργαλειό;

-Τη μανιβέλα, ρε παιδάκι μου.

-Ποια μανιβέλα;

-Το πουλί του, αμά πια κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις! Κάθεται κει μέσα και το παίζει.

-Τι λες βρε Αρετή; Παιδιά δε το φτιάξανε αυτό;

-Ποια παιδιά μωρέ. Εκείνος το έφτιαξε. Κάτσε τι ώρα είναι;

-Δύο παρά.

-Μόλις πάει δύο, θα τον δεις και θα έρθει. Θα παρκάρει το μηχανάκι του εκεί στην προκυμαία και ξαφνικά θα εξαφανιστεί. Εδώ θα χωθεί.

Αμ έπος αμ έργον. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα ο γιος της Γιωργάκαινας πάρκαρε το μηχανάκι του στην προκυμαία. Αλλά εν τω μεταξύ τα γέλια μας είχαν εγείρει το ενδιαφέρον δι’ άλλες κυρίες λουόμενες, οι οποίες είχαν συγκεντρωθεί πέριξ της Αρετής, η Κατερίνα, η Χαρά, η Γιωργία και λέγανε για το γιό της Γιωργάκαινας και πώς μια άλλη φορά που ήταν κάτι όμορφες νεαρές δεν την έπαιζε, αλλά την βρίσκει μόνον με θείτσες και γιαγιάδες και το ένα και το άλλο, και η μάνα του ήταν τρελή, όχι η μάνα του δεν ήταν τρελή, χωρισμένη ήταν, ναι αλλά αυτός είναι για τα σίδερα, όχι δεν είναι για τα σίδερα, σου λέω είναι επικίνδυνος, γιατί είναι θρασύδειλος και οι θρασύδειλοι μπορεί να εγκληματίσουν, σαν τι έγκλημα να κάνει, αφού κάθεται και την παίζει, δεν ενοχλεί, δηλαδή μωρή τη βρίσκεις να την παίζει και να σε κοιτάει, κάκακα τα γέλια, κάκακα τα γέλια.

Μονάχα η Αρετή κοίταζε καλά και όταν έφτασε το μηχανάκι έτεινε τον δείκτη και μου ψιθύρισε ενώ μιλούσαν οι άλλες “Αυτός”. Εκείνες συνέχισαν να ψιθυρίζουν και αυτός να πλησιάζει.

Μα μιλούσαν γι’ αυτόν ωσάν να μην ήταν εκεί. Ενώ ερχόταν. Και όσο πλησίαζε έβλεπα το μαύρο σπίντο. Τα μαύρα γυαλιά και το γκρι μέτωπο. Το πακέτο τα τσιγάρα, το ίδιο με προχτές το κόκκινο. Το μηρμύγκιασμα στο κρανίο μου, το ίδιο με προχτές. Ήταν ο φιλαράκος που είχα κάνει τράκα. Πλησίαζε. Και η Αρετή μου έλεγε πως είναι ο γιος της Γιωργάκαινας. Ο Αυνανιστής. Ο Μπανιστηρτζής. Ο μέγας Κτίστης του Ιγκλού, ο Οικοδόμος, ο Μυκηναίος Άναξ του Τύμβου. Ο γιος της Γιωργάκαινας.

Οι άλλες κυρίες λουόμενες συνέχισαν τον λίβελλο και τα γέλια, ώσπου ο γιος της Γιωργάκαινας πλησιάζοντάς για να πάει προς το Ιγκλού αντελήφθη τι έλεγαν, έκανε απότομη μεταβολή, σήκωσε λίγη άμμο με την παντόφλα του και έφυγε τρέχοντας.

“Μην αγχώνεστε, θα πάει στην απέναντι παραλία” είπε η Αρετή ψύχραιμα.

Αμ έπος, αμ έργον. Ο γιος της Γιωργάκαινας, ο φίλος μου, ο σύντροφος καπνιστής πήγε στην απέναντι παραλία και τον είδαμε. Και μείναμε εμείς να περιεργαζόμεθα το Ιγκλού.

Είχε μαζευτεί πλήθος γύρω από το κτίσμα και κοίταζε, ώσπου ήρθε και ο ξενοδόχος του παρακείμενου “Τζακιού”.

-Τι έγινε ρε παιδιά;

-Εδώ, κοιτάμε το Αυνανιστήριο.

-Το Δοκιμαστήριο;

-Το Αυνανιστήριο. Εκεί που πάει ο γιος της Γιωργάκαινας και την παίζει κοιτάζοντας γριές.

-Πού ναι αυτό; Θα ρθω να το χαλάσω βράδυ, που να τον πάρει ο διάολος τον μινάρα!

~~~~~~

Αλλά τελικά ο ξενοδόχος δεν το χάλασε. Είχε ακόμα δουλειά στο ξενοδοχείο για την σεζόν και πράγματι θα ήθελε πολύ δουλειά για το ξεκάνει. Ο φίλος μας ο Αυνανιστής είχε φέρει ολόκληρα κομμάτια λαξεμένο μπετό, βότσαλα και κοτρώνες, άμμο, χαλίκι, κλαριά και πολλά πολλά αρμυρίκια, χλωρά και ξερά. Το στρώμα τούτο έμοιαζε με εκείνο πάνω στο οποίο κοιμόταν ο Οδυσσέας όταν ξεβράστηκε από την σχεδία στο νησί των Φαιάκων.

Πλην όμως η Ναυσικά και οι παιδίσκες με το τόπι είχαν αντικατασταθεί από γηραιές, γερμένες και κρεμαστές κυρίες.

Πέρναγε το καλοκαίρι και το Ιγκλού εκεί. Μάλιστα, ένα πρωί πάλι με τον Κόντε στην παραλία συναντήσαμε δύο. Φαίνεται πως υπήρξε ανταγωνισμός μπανιστηρτζήδων, και πως ο γιος της Γιωργάκαινας, μετά τη δημόσια διαπόμπευση αποχώρησε. Τώρα όμως έβλεπες δυο, άλλους, πάλι μεσήλικες, πάλι με γκρι μέτωπα και μαύρα σπίντο. Τους κάναμε δε και εκείνο το πρωί χαλάστρα, όπερ είχε ως αποτέλεσμα να μας περικυκλώσουν και να αρχίσουν να αναφωνούν συνθηματικά ο ένας στον άλλο “Έχει κοτσύφια σήμερα;” κι ο άλλος να φωνάζει σχεδόν οργισμένα “Πέρδικες βλέπω, πέρδικες”. Οι φωνές τους ήταν τόσο έντονες και τόσο φορτωμένες που καταλάβαινες πως ήθελαν να μας διώξουν. Μπιζάρανε για να φύγουμε, όπως μπιζάρουν στις φοιτητικές συνελεύσεις οι αντίπαλοι φοιτητές. Δεν φύγαμε, αλλά τα κοτσύφια πέταξαν μακριά. Ένθα κοτσύφια δε σήμαινε βεβαίως τίποτε όμορφες μικρές ή τέτοια πεζά, αλλά πάντα και πάλι τις γηραιές, πατσωμένες κυρίες της παραλίας.

~~~~~

Μα ύστερα πέρασε το καλοκαίρι και ο ξενοδόχος πήρε το τσεκούρι του. Κατέβηκε στην παραλία κι έκοψε δεξιά. Κι έκοψε σύριζα το φιλόξενο αρμυρίκι. Κλώτσησε με τη μπότα του τα αγκωνάρια, έσπρωξε τα μπετά και χάλασε μία και καλή το Ιγκλού. Βότσαλα θρίμματα παντού, και μαλακίες άνυδρες παντού. Κι έπειτα μια ψιλή βροχή, χρυσή βροχή, ο Ζεύς να κεραυνοβολά και να χύνει άμεμπτο το ύδωρ του επί των γκρεμισμάτων του πάλαι ποτέ Μυκνηναϊκού τύμβου.


Η Βουτιά

Category : book reviews

Το ποτό αποκοιμίζει τις σκέψεις, μαλακώνει τους πόνους, μ’ αυτό κεντρίζω τον εαυτό μου κάθε τόσο να προχωράει ένα μισάωρο πιο κάτω… Όμως η στάθμη του ποτού στο μπουκάλι κατεβαίνει, πρέπει να φυλάω το θησαυρό μου και για μετά. Πίνω την τελευταία γουλιά (την πιο μεγάλη !) στο κατώφλι του σπιτιού μου, πριν αντικρίσω την Μάγδα. Θα πάω σιγά σιγά να πλαγιάσω στον καναπέ. Δεν θέλω καυγάδες απόψε. Τώρα θα βυθιστώ στον ύπνο. Να ξεχάσω όλα όσα έγιναν σήμερα. Να γίνω πάλι αφεντικό του εμπορικού. Να γίνω πάλι αφεντικό του εαυτού μου. Ένα τόσο δα μικρό, ασήμαντο λάθος ! Δεν χάθηκε κι ο κόσμος βρε αδερφέ…

Hans Fallada, Ο πότης

 

Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαγε κουνιστός:
― Σε καβάλησε ο Xριστός!

Το γαϊδούρι, Κώστας Βάρναλης

 

Όταν έριχνα αυτή τη βουτιά δεν περίμενα ότι θα είναι τόσο σκοτεινά εδώ κάτω.

Συνειδητά, με λογισμό και μ’ όνειρο, πρώιμή μου γνώση, πήρα φόρα και πήδηξα βαθιά στα αφρώδη νερά. Μπουρμπουλήθρες, εγκλωβισμένα οξυγόνα σε μικρές μικρές σφαίρες αέρος. Μπύρα μου. Εμπειρία μου. Εγώ θα κόψω το κρασί για σένα μπύρα μου χρυσή.

Ήξερα ή δεν ήξερα τι θα βρω ; Δεν θυμάμαι. Πάντως, εγώ είμαι όλα αυτά που βρήκα ; Κατσαρίδες και αράχνες, νυχτερίδες και σκοτάδι. Δεν θυμάμαι καλά. Θυμάμαι πάντως πως όταν έπινα την πρώτη γουλιά, πριν να βουτήξω, γελούσα υστερικά. Γελούσα με την καρδιά μου. Προσπαθώ να ανακατασκευάσω την συζήτηση που είχαμε εκείνη τη στιγμή, αλλά δεν γίνεται.

Έπαιζα με τα τσιγάρα μου και ρουφούσα. Ενδεχομένως και να λέγαμε σαχλαμάρες. Ενδεχομένως και να λέγαμε σοφίες. Δεν ξέρω. Πάντως σίγουρα δεν πίναμε καφέ. Πίναμε οικειοθελώς και μανιασμένα κρασί. Πίναμε δηλητήριο. Διότι δεν το νερώναμε, το κατεβάζαμε καθαρό, οινόπνευμα οξύ. Τρύπα στο στομάχι.

Μετά, σαν έφτασα εδώ, στον πάτο, θυμήθηκα πως στην αρχή, εκεί γύρω στο πώμα του μπουκαλιού είχα αναφωνήσει σταθερά “Καμία απάντηση δεν βρίσκεται στον πάτο του μπουκαλιού”. Σαν έφτασα όμως στο γυαλί, είχα όλες τις ερωτήσεις να εκφέρω :

“Ποιο το νόημα ;”

“Θα τα καταφέρω ;”

“Πότε ;”

“Πώς ;”

“Πού είσαι ;”

Μα δεν ήσουν εκεί. Δεν σε βρήκα. Κοίταξα γύρω μου, μα ήταν ύδατα πράσινα. Ίσως και να μην ήταν ύδατα, ίσως και να ήταν το φως που έμπαινε αχνό από το κοίλον μέρος του μπουκαλιού. Πάντως είναι σίγουρο ότι τα έβλεπα όλα υγρά. Πού ξέρεις, ίσως να είχαν υγρανθεί και τα μάτια μου;

Καταστολή, καταστολή, καταστολή, μην επαναστατείς μποέμισσα καρδιά, δεν έχει άλλο. Τούτο εδώ είναι. Θα ριζοσπαστικοποιηθείς κάποιαν επόμενη μέρα. Θα πάρεις φόρα και θα αρνηθείς όλα ετούτα που σου φορέσανε καπέλο. Σαν ξυπνήσεις μονομιάς, θα ρθει ανάποδα ο ντουνιάς.

Κι όσο πέρναγαν τα χρόνια, αντί να μεγαλώνω, μίκρυνα. Μίκρυνα κι έγινα αυτός που δεν είμαι εγώ. Έγινα ένας μικρός άνθρωπος, φοβισμένος με τα πιο απλά πράγματα. Φοβάμαι να πάω μέχρι τη γωνία, διότι μπορεί να εμφανιστεί καμιά μάγισσα και να εναποθέσει τίποτε πεθαμένα λουλούδια στην όποια ελπίδα μου επάνω και να νεκρωθεί κι εκείνη αμέσως.

Κι όπως μίκραινα εγώ, μεγαλώνανε τα πράγματα γύρω μου. Δραστηριότητες καθημερινές και απλές, άρχισαν να γίνονται σύνθετες και πολύπλοκες. Εκείνα τα ίδια που πριν περάσει ο καιρός τόσο απλά τα κατάφερνα, τώρα αισθανόμουν πως πάει, είναι αδύνατον να γίνουν.

Η έκφραση έγινε φράγμα. Όσα κανείς άνθρωπος λέει έτσι απλά και ξεστομίζει “Μου αρέσεις” , “Σε θέλω”, “Πάμε!” τώρα γίνανε εξισώσεις άλυτες. Κι εκείνα τα κλισέ, τα χιλιοειπωμένα, γίνανε ανείπωτα.

Μη με ακουμπάς ! Σου λέω, μη με ακουμπάς ! Αισθάνομαι σα να με κλέβεις όταν με ακουμπάς ! Αισθάνομαι σαν, πώς να σου το πω, μια προδοσία. Μια παράταιρη αναλήθεια ανάμεσα στην πράξη και την πράξη. Όχι ανάμεσα στην πράξη και στον λόγο. Ανάμεσα στην πράξη σου και την πράξη σου. Θέλω τα όλα, πώς να σου το εξηγήσω ; Όταν με ακουμπάς, δεν επιθυμώ να μείνει εκεί, το ακούμπισμα, αλλά να γίνει αγκαλιά μία αιώνια και τίποτε λιγότερο από τα πάντα. Επομένως, μη με ακουμπάς. Κοντά τα χέρια σου. Ευχαριστώ. Όταν με χαϊδεύεις, με κοροϊδεύεις, με κοροϊδεύεις και πονάω. Πονάω παντού.

Σου εξήγησα ότι εδώ κάτω, στον πάτο του μπουκαλιού όλα τα αισθήματα κυριαρχούν. Η αμφιβολία γίνεται σιγουριά για το τίποτε, η επιθυμία γίνεται μανία ακόρεστη, η σκέψη γίνεται άνοια. Μουδιάζω σιωπηλά εδώ κάτω. Ξέρεις, ξεχνάω τι σκέφτηκα πριν και πού τραβάει το τρένο του συλλογισμού μου. Ή μάλλον, περίμενε θα σου το εξηγήσω πιο απλά.

Η Βαρκελώνη βρίσκεται στην Καταλονία. Σωστά ; Σωστά.

Η Καταλονία βρίσκεται στα εδάφη της βόρειας Ισπανίας. Σωστά ; Σωστά.

Υπάρχει περίπτωση να μετακινηθεί προς βορράν ή προς νότον ; Επ’ ουδενί.

Υπάρχει περίπτωση η Βαρκελώνη να γίνει, ας πούμε, τμήμα της Σικελίας ή χερσόνησος της Πελοποννήσου ; Επ’ ουδενί.

Επομένως καταλήγουμε στο ασφαλές και απόλυτο συμπέρασμα πως η Βαρκελώνη βρίσκεται εκεί που βρίσκεται. Εντάξει; Ωραία.

Τώρα πάμε στο πώς σκέπτομαι εγώ μετά τη βουτιά. Τώρα, μη με ρωτάς τι και πώς, είχα συνείδηση ότι βουτάω στο υποσυνείδητο. Ναι, το ήξερα. Δεν ήξερα τι θα βρω δω κάτω και βρήκα τούτο το φίδι να σέρνεται πάνω σε έναν θρόνο από σκατά.

Λοιπόν, ο θρόνος από τα σκατά είναι το προδιαγεγραμμένο μέλλον, εντάξει ;

Και το φίδι είναι όλες οι προδοκίες που έχει η κοινωνία από εμένα, θα δουλέψεις, θα παντρευτείς, θα κάνεις οικογένεια, μπορείς, έλα τώρα, καμάρι μου, γιατί δεν μπορείς, μπορείς, τι πάει να πει δεν σου φτάνουνε τα λεφτά, μπορείς, αγόρι μου, μπορείς, όλα τα μπορείς, τίποτε δεν είναι αδύνατον, σε παρακαλώ, μη λιποψυχείς, μη μου κάνεις φλωριές και τα θες όλα έτοιμα, παράτησε τον καφέ σου και βγες και άρπαξε τον ταύρο από τους όρχεις ΤΩΡΑ !

Αυτά ακούγονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της βουτιάς σαν απελπισμένη ικεσία ή σαν χρησμός σκοτεινός. Τελοσπάντων, αλλά υποσχέθηκα να σου εξηγήσω εν σχέση με τη Βαρκελώνη πώς συλλογίζομαι εγώ τώρα.

Λοιπόν, ο ανωτέρω συλλογισμός είναι απλός, δομημένος και το συμπέρασμά του ασφαλές. Απολύτως. Πού βασίζεται; Στα δεδομένα της όρασης, σε όσα βλέπει το μάτι μας στον χάρτη ή αν φέρει μια γύρα στα γεωγραφικά πλάτη και μήκη της γης. Ωραία !

Κάθομαι εδώ στη γωνία του μπαρ Μέμφις και διερωτώμαι σαν Αιγύπτιος Κοσμοναύτης : Τι περιμένετε από εμένα εσείς εκεί έξω από το μπαρ ; Να κάνω ετούτο. Και να το κάνω έτσι. Να παντρευτώ. Να βρω μια καλή κοπέλα. Να κάνουμε παιδιά. Να προχωρήσει ο τόπος. Προς τα πού ; Πού να φτάσει ; Γιατί κι άλλοι πάνω σε τούτο τον πλανήτη ; Θα σηκωθώ από τη μπάρα, θα παρατήσω το μπαρ. Τους σιχάθηκα όλους εδώ μέσα στο Μέμφις. Τους σιχάθηκα, γιατί και αυτοί εδώ απαιτούν να φοράς συγκεκριμένα ρούχα. Πρέπει να έχεις μακριά μαλλιά. Πρέπει να φοράς μαύρες μπλούζες με νεκροκεφαλές. Πρέπει να φοράς σκισμένα τζιν. Αυτά αν είσαι μεταλλάς. Αν είσαι πανκ, πρέπει να έχεις πράσινα ή ροζ μαλλιά. Και καρφιά στα ρούχα. Αν είσαι γκοθάς, χειρότερα. Αν είσαι χίπης, πρέπει να φοράς λουλούδια στα μαλλιά και χαϊμαλιά και χάντρες. Θα επαναστατήσω. Πιάσε το πρέπει από το γιώτα και γδάρε το ίσαμε το πί. Θα γίνω άλλος. Θα γίνω ; Μα τι λέω ; Εδώ κάτω ήδη άλλος είμαι. Εγώ, πάντως σίγουρα δεν είμαι. Εδώ δεν είμαι εγώ. Δεν έχω, ευτυχώς, απολύτως καμία ιδιότητα.

Εδώ, λοιπόν, στον πάτο του μπουκαλιού, όπου φυλακίστηκαν όλες οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις, φυλακίστηκαν αιωνίως να συγκατοικούν αρμονικά, έχω να δηλώσω ευθαρσώς ότι : αν υπάρχουν αντικαταθλιπτικά φάρμακα, υπάρχουν και καταθλιπτικά φάρμακα.

Τα καταθλιπτικά φάρμακα περιλαμβάνουν το αλκοόλ και το τσιγάρο. Και τα άλλα, τα πιο έξυπνα, το χασίσι και τις σκόνες. Και τα πιο βιομηχανικά καταθλιπτικά φάρμακα. Τα χάπια. Δεν το λέω εγώ. Θυμάμαι μου το είπε ο Όζυ Όζμπορν, μέσα σε μία παραίσθηση, που δεν ήταν παραίσθηση, αλλά συνέντευξη σε σκανδαλοθηρικό περιοδικό. Είναι καταθλιπτικό φάρμακο η μπύρα, σε παίρνει ολόκληρο άνθρωπο και σε κάνει κομματάκια. Τα κομματάκι αυτά γελάνε πρώτα. Πρόσεξε όμως, αναίτια γέλια. Γελοία γέλια. Κομματιασμένα. Γίνεσαι πουρές. Πουρές πατάτας, άψυχος. Κοιτάς το κενό, με ένα μουδιασμένο βολικά βλέμμα και περιμένεις. Ή μάλλον δεν περιμένεις τίποτε. Δεν έχεις καμιά προσδοκία. Ή μάλλον περιμένεις, να περάσει η επήρεια, να αισθανθείς πάλι. Δεν πιστεύω ότι αυτό το μούδιασμα από το πιοτό μοιάζει καθόλου με το μούδιασμα όταν σε νανουρίζουν. Το λένε αυτό κάποιοι, αλλά μαλακίες λένε. Όταν σε νανουρίζουν, ανασαίνουν πάνω σου, σε αναπνέουν. Καταλαβαίνεις; Σε ακουμπάνε. Κι εγώ τι σου ζήτησα; Να μη με ακουμπάς άλλο γιατί πονάω. Επομένως ; Φύγε. Σώπα, εντάξει, υπερβάλλω. Περίμενε, θα σου πω αυτό που σου υποσχέθηκα. Περί του συλλογισμού του πιωμένου. Πώς συλλογάται ο μεθυσμένος. Άκου το καλά και βάλε το στο νου σου.

 

Πρώτα όμως ποιος είναι ο μεθυσμένος; Είπαμε. Δεν είναι αυτός που σαχλαμαρίζει σε κάποιο μπαρ. Μήτε εκείνος ο κακομοίρης που τρυπώνει ανάμεσα στα βιβλία τις μπουκάλες τις πλαστικές από το φτηνό κρασί του περιπτέρου. Ο μεθυσμένος είναι εκείνος που το πρωί βρίζει γιατί δεν πίνει και το βράδυ σταματάει να βρίζει γιατί από τα χείλη του ρέει ποτάμι το αλκοόλ. Ενδεχομένως και μερικές φορές το πρωί απλώς να φοβάται και να μη βρίζει. Αυτός, λοιπόν, είναι ο μεθυσμένος, εκείνος που στραβά σκέφτεται κι όταν είναι ξεμέθυστος. Πώς σκέφτεται τώρα όμως ;

Όλοι οι συλλογισμοί του μεθυσμένου βασίζονται στο συναίσθημα. Θα πεις, αντίφαση, σύντροφος ! Πολλά του ζητάτε του μεθυσμένου. Του έχετε χτίσει ένα μάτσο στερεότυπα, ότι δεν θέλει τη ζωή του, ότι δεν θέλει τη ζωή γενικότερα. Δεν είναι έτσι. Ο μεθυσμένος πολύ τη θέλει τη ζωή του, αλλά μπερδεύτηκε. Ξέχασε. Θόλωσε το μυαλό του. Δεν βλέπει πια. Έχει τυφλωθεί για τα καλά, και με τη θέλησή του. Και προσπαθεί να δομήσει έναν συλλογισμό, χωρίς το βασικό συστατικό του συλλογισμού, τον λόγο. Συλλογισμός είναι συρραφή λόγων. Αλλά οι συλλογισμοί του μεθυσμένου είναι συρραφή άλογων ιδεών. Δηλαδή, εκεί που βλέπαμε την Βαρκελώνη και λέγαμε “Να τη, αυτή εδώ είναι η Βαρκελώνη !” τώρα ο μεθυσμένος, μαθημένος στην μέθη του, δεν βλέπει.

Νομίζει. Αισθάνεται. Δεν έχει αντίληψη των πραγμάτων. Μονάχα μια κάποια αόριστη αίσθηση.

Έτσι, λέει “Χμμ, μάλλον αυτό που αισθάνομαι είναι φόβος” και πατάει γερά γερά πάνω σε αυτό το συναίσθημα, που επιπλέει σαν καρυδότσουφλο, σαν ξεχαρβαλωμένη σχεδία στο πέλαγο της θαλάσσης. Διότι ο φόβος του δεν έχει βάση, παρά πηγαίνει μία εδώ, μία εκεί. Και πάνω σε αυτόν τον φόβο ο μεθυσμένος προχωράει προς τα πάνω. Χτίζει τις αντιλήψεις και τις πεποιθήσεις του. Αποφασίζει φοβισμένος, δηλαδή αναβάλλει επί μακρόν. Και προχωρά.

Ξέχασα εδώ κάτω τον χρόνο. Ξέχασα εδώ μέσα, στον κρύο πάτο του μπουκαλιού μου τα λεπτά που περνάνε, τις ημέρες που αργοκυλάν, τα χρόνια που φεύγουν σα νερό, μα εγώ μένω ακίνητος και κάθομαι. Κάποιος καλός άνθρωπος έχει βρεθεί και μου δανείζει χρόνο, δεν γίνεται αλλιώς. Κάποιος αφελής ή κάποιος αθώος βγάζει από την τσέπη του λεπτά σαν δεκάρικα και μου τα δανείζει. Κι εγώ τα πετάω, τα ρίχνω χύμα στον υπόνομο και λέω συνειδητά “Δε γαμιέται”. Και πάμε.

Άλλη φορά πάλι, ενδέχεται το συναίσθημα πάνω στο οποίο χτίζω τον παραλογισμό μου, τον οποίο καλώ συλλογισμό, να είναι ο ενθουσιασμός. Η απόλυτη πίστη στις δυνατότητες των πραγμάτων να μεγαλώσουν, ενώ εγώ μικραίνω κλιμακωτά. Ενώ εγώ γίνομαι μη ον, τα πράγματα γίνονται όντως όντα, κι ας μην υπάρχουν, κι ας είναι σκέτο αποκύημα της αχαλίνωτης φαντασίας μου. Και με τούτο τον συλλογισμό προχωρώ και πάω. Χταπόδια. Χταπόδια. Χταπόδια. Όταν συνουσιάζεται το άρρεν με το θήλυ, ο οκτάπους γίνεται επτάπους, διότι απώλεσε τον έναν πόδα.

Θέλω να πω, ότι όλες οι αποφάσεις και τα συμπεράσματά μου εδώ πέρα είναι απολύτως συναισθηματικά. Εμφορούνται, φυτεύονται και φυτρώνουν πάνω στα πιο γερά χώματα : φόβος, αγωνία, απαισιοδοξία, αισιοδοξία, προσδοκία, αναμονή, έρωτας, απελπισία. Τούτα είναι τα γερά τούβλα της αέρινης συλλογιστικής μου και φυσικά η σκάλα τραβάει και πάει, από πάνω προς τα κάτω. Όσες γουλιές κατεβάζω, τόσα σκαλοπάτια κατεβαίνω επί της κλίμακος. Τα σύννεφα του ουρανού από τον ουρανό έρχονται εδώ κάτω, μέσα στο μπουκάλι, το μπουκάλι γίνεται λυχνάρι, θολώνει απολύτως ο ορίζοντας. Με φωνάζουνε Τζίνι, το Τζίνι, το Τζίνι.

Να σου πω, εκείνη εκεί θυμάμαι που έλεγε ότι ο πατέρας της τής έλεγε για τον Χριστιανικό Γάμο που οφείλει να έχει σαν καλή κοπέλα. Και όταν κοιμόταν, είχε πάντα στο προσκεφάλι της ένα μπλε βιβλίο, το Προσευχητάρι. Δεν γνωρίζω αν προσευχόταν, δεν την είδα ποτέ. Αλλά την ονόμασα Απόστολο. Διότι όλα αυτά που αντιπροσώπευε ο πατέρας της, σα να ήθελε να τα φέρει τούμπα. Στα κορίτσια αρέσουν τα αγόρια, έτσι δεν είναι; Ε, εκείνη της άρεσαν τα κορίτσια. Στα κορίτσια που αρέσουν κορίτσια, είναι αναμενόμενο και να ερωτεύονται κορίτσια. Ε, εκείνη ερωτευόταν αγόρια. Στα κορίτσια που ερωτεύονται αγόρια, είναι αναμενόμενο να φέρονται καλά στα αγόρια που ερωτεύονται. Ε, εκείνη φερόταν σαν σε σκουπίδι στα αγόρια που ερωτευόταν. “Γιατί εσύ είσαι το αγαπημένο μου σκουπίδι” έλεγε. Τόσα πολλά αναμένονταν από εκείνη την κοπέλα και τόσα ανάποδα εκείνη έκανε. “Είμαι κουήρ” έλεγε. Κι εγώ, καθώς κατέβαζα μια γουλιά βότκα, της είπα “Εγώ δεν είμαι. Μου αρέσουν τα κορίτσια, δεν μου αρέσουν τα αγόρια καθόλου. Ερωτεύομαι κορίτσια και φέρομαι καλά στα κορίτσια” και πήρα άλλη λίγη φόρα και κατέβηκα βαθύτερα τη βουτιά.

Κι όσο βαθαίνει η βουτιά, γίνομαι ένα με το υγρό, υγραίνομαι κι εγώ, μουδιάζω σαν μεθυσμένο μωρό και αγκαλιάζω στοργικά τον στρογγυλό πάτο του μπουκαλιού. Και αφήνω τις ερωτήσεις να συγκατοικούν μαζί με τις απαντήσεις, χωρίς να τις συνδυάζω. Χαίρετε νύμφες ανύμφευτες, ποτέ δεν θα γνωρίσει η μια σας την άλλη, παρά θα κοιμάστε ναρκωμένες. Εγώ σας πότισα. Εγώ σας έφερα εδώ. Εγώ κι θαλερή θαλπωρή της βουτιάς μου. Δεν είναι εύκολο να αλλάξεις όταν χαλάσεις εντελώς, δεν έχεις μάτια να κοιτάξεις ποιος είναι ο δρόμος ο καλός. Έχει κι η λάσπη ηδονή.