Κωνσταντίνος Θεοτόκης – Ἁπόλλων καὶ Δάφνη (1895)

Κωνσταντίνος Θεοτόκης – Ἁπόλλων καὶ Δάφνη (1895)

Ἁπόλλων καὶ Δάφνη


Α’
Ὁ Ὑπερίων ἔζεψε τ’ ἄσπρα τ’ ἄλογα, στὸ πύρινο ἅρμα ἀνέβη καὶ τὰ χρυσοκέντιστα λουριὰ στὰ χέρια του ἐπῆρε.
Ἡ Νύχτα ἔφευγε μπροστά, κι ἠ ῤοδoχρώματη Ἠώς ἀπὸ σιμὰ ἀκλουθοῦσε. Ἦταν ἀχνὸς ὁ οὐρανὸς δίχως κανέν’ ἀστέρι, ἐνῷ ποὺ στὴν ἀνατολὴ φαινότουν τὀ κόκκινο χνῶτο τῶν ἄσπρων ἀλόγων.
Ὁ Ζέφυρος ἐφύσησε · ἐτρίξαν χαρούμενα τὰ δένδρα καὶ τὰ πουλιὰ ὅλα μαζὶ ἕνα τραγούδι ἀρχίσαν. Ἡ φύση ὅλη ἔζιουνε μιανῆς μερός ἀκόμα καινούρια ζωή.
Στῆς ἀχτίδας τὸ πρόσταγμα κοιμήθηκε ὁ Ὕπνος κι ἡ Σιωπὴ τ’ ἄλαλο πρόσωπο έκρουψε· καὶ καθὠς ὅταν νικητὴς στὴ χώρα του μπαίνει, μὲ χαρὰ κι ἐνθουσιασμὸ ὁ κόσμος του ζήτω φωνάζει, ἔτσι κι ἡ φύση ἐβούιξε, ὅταν ὁ Ἀπόλλων τὸν οὐρανὸ μὲ μίας ἐκυρίεψε.

Β᾽


Μὲς στὰ πράσινα τῆς Θεσσαλίας λιβάδια, ὅμοια μὲ τὰ Ἠλύσια, ὅπου τ’ ἄτια τ’ ἄσπρα τ’ Ἀπόλλωνα τή νύχτα βόσκουν τὸ πράσινο χορτάρι μἐ νἐχταρ ποτισμένο ἀπ’ τὸ Δία, μία Νύφη μὲ ξανθὰ μαλλιὰ σιμὰ σ’ ἕνα ἀσημένιο ῥυάκι ἐθιάμασε κι αὐτὴ τὴν κοκκινάδα τῆς αὐγῆς πού ‘ναι τὸ πὐρινο χνῶτο τῶν ἄσπρων ἀλόγων, καὶ μὲ χαμόγελο εὐτυχίας εἶδε τὸ φωτοβόλο ἄρμα στὸν οὐράνιο θόλο ν’ ἀνεβαίνει, λαμπρὸ σὰ σφαίρα ἀπό χρυσάφι ποὺ ἡ φωτιὰ ἔχει ἀνάψει, μοναδικὸ μεγαλεῖο στὸν οὐρανὸ τῆς ἡμέρας.
Τὴν εἷδε κι ὁ Ἀπόλλων.
Καὶ τὴν ἡμέρα ὁλάκερη, ἐνῷ τ᾽ ἄσπρα ἄτια κεντοῦσε ὁ μεγάλος θεὸς συλλογιζότουν σ᾽ αὐτἠν.
Γ᾽
Τὸ μεσημέρι ἀπέρασε καὶ τ’ ἄλογα χαρούμενα στὰ Ἠλύσια νὰ γυρίσουν, σηκώνονταν στὰ πισινὰ ποδάρια, χρημήτιζαν, καὶ καπνὸς ἀπὸ τ’ ἀρθούνια τους ἔβγαινε ἡ πνοή τους, καὶ σπίθες ἀπὸ τ᾽ ἄγρια μάτια τους.
Δ᾽
Στὸ ἄρμα του καθισμένος ὁ θεὸς μπροστὰ του πάντα ἔβλεπε μὲ γαληνότη, τὰ χἐρια του ἀκίνητα κρατούσαν μὲ δύναμη τὰ ὁλόχρυσα λουριά.
Κάπου ἡ θάλασσα γαλάζια καὶ μαύρη καὶ χρυσή, ἀνήσυχη· ἡ γῆς· κι οἱ ἄθρωποι· πράσινοι κάμποι, δάσοι, βουνά, χῶρες, ὁ Ὄλυμπος.
Ἁπάνου τὸ ἄπειρο δίχως ἀρχὴ οὔτε τέλος· παντοῦ τὸ ἄπειρο, ὁλόγυρα στὴ γῆς, στὸν ἥλιο, νησιὰ τοῦ ἀπείρου.
Ε ᾽
Καὶ πάλε τὰ σπάνια σύγνεφα κόκκινα στῆς Ἀνατολῆς τὴ χρωμότη· οἱ κορφές τῶν δένδρων μόνο λιασμένες, μα λίγο λίγο κι ἀποφτοῦ ἔφευγε ὁ ἥλιος.
Τῶρα μόνο τ᾽ ἀκροβούνια.
Καὶ σὲ λίγο τὰ λίγα σύγνεφα ποὺ σιμὰ στὴ Δύση ἧταν.
Ὁ ἁγέρας χρῶμα ἰουλί ἔπαιρνε κι ἄρχισε νὰ μαυρίζει.
ΣΤ᾽
Κι ἀφοῦ τ᾽ ἄσπρα τ᾽ἄλογα στὰ Ἠλύσια ἔλυσε ὁ Ἐκηβόλος, μὲ τὴ χρυσή του λύρα ἐπῆε νὰ τραγουδήσει, στὸ σούρουπο, στοῦ ῥυακιοῦ τὴν ὄχτη ὅπου τὴ Νύφη εἶδε.
Ζ᾽
Πρώτη φορὰ ἡ Νύφη ἄκουε τἐτοια θεία φωνή, τέτοια θεία μελωδία, κι ἀνήσυχη λίγο μὰ περίεργη πολὺ καὶ θαμπωμένη γάλι γάλι πρόβαλε ἐμπρός.
Ὦ ἦταν ὁ Ἀπόλλων.
Θεῖο πρόσωπο, ἀναλαμπὴ τοῦ Ἀπείρου, βλέμμα βαθὺ, καὶ γαληνὴ ἀθάνατη ὀμορφότη.
Ἔμειν᾽ ἡ Νύφη.
Κι ὁ Θεός σηκώθηκε μὲ τὴ λύρα του στὸ χέρι, καὶ τὴν ἀγκάλιασε. – Ὠιμἐ.
Ἔτρεμε ἡ Νύφη τοῦ θεοῦ τή μεγαλειότη νοώντας. Τὴν εὐτυχία τῆς ἀγἀπης δὲν ἤθελε, πιστὴ στῆς Ἀρτέμιδος τὴ λατρεία.
Ὁ ἔρωτας γι᾽ αὐτἠν, ἀμαρτία, βλαστήμια, νὰ ἐπιθυμήσει ἕνα θεό. Στο Δία πατέρα δεήθηκε νὰ τὴν ἐλευτερώσει.
Τὴν εἰσάκουσε.
Κι ἐκεῖ ὁποὺ τὸ στόμα της ὁ Ἀπόλλων ἐφιλοῦσε, τὰ νύχια στὰ πόδια ἐμάκραιναν, ἤτανε ῥίζες, τὸ κορμὶ ποὺ ὁ θεὸς ἔσφιγγε ξύλο ἐγενότουν, τὰ χέρια κλῶνοι, τὰ δάχτυλα κλάδοι, τὰ νύχια κλωνάρια.
Καὶ βρίσκεται ἀκόμα τὸ δένδρο στοὺς δάσους τῆς Ἑλλάδας.
Εἶναι ἡ ἔνδοξη Δάφνη.