Η Απόστολος
Category : Uncategorized
Η Απόστολος
διήγημα Αθηναϊκόν του Ηλία Κολοκούρη
Εξήρχετο του ναού του έρωτος μόνον δια προσηλυτισμόν.
Εις μια εκ των εξόδων εκ του καβουκίου της χελώνης καρέτα βαριέται καρέτα έπιπτε πάνω μου.
“Νιαουυυ” είπε. Περίεργον δια χελώνα. Τουρτουάζ τουρτουάζ.
“Είμαι ένα κορίτσι που του αρέσουν τα κορίτσια, μα ερωτεύεται αγόρια”. Είπε.
Εις πρόσωπον τρίτον. Οίον εσυνήθιζε να ομιλεί, τουτέστιν
“Αυτή τον θέλει. Αυτή έχει καυλώσει πάρα πολύ”.
Ωσάν αυτή και εκείνη δύο έταιρες εταίρες να ήσαν, και ήσαν. Ήσαν και παραήσαν και παρήσαν.
Κι έκτοτε άρχισε του διαβόλου η δίνη. Όχι ηθικώς.
Εγώ δηλαδή ουδέποτε την έκρινα ηθικοπλαστικώς και τέτοια χαζά!
Μα απλώς πάσας τες ερωμένες της έθαπτε μετά των χειρίστων άμα και ηδίστων λόγων.
Κατάθλιψη η μια, προβληματική η άλλη, τεμπέλα η τρίτη.
Έλεγε, και τρις, κατά τας γραφάς, ηρνήθη οιαδήποτε λεσβιάζουσα τάση.
Και κάθε μια εκ των συντριβάδων χιονοστιβάδων της, την ύβριζε.
Συστήθηκα εις την μια.
“Είμαι έγκυος” μοι είπε.
“Όχι με τον κρίνο, με έναν καλώς θρησκευόμενο μαλάκα που δεν θέλει να το ρίξει. Θα κάμωμε φαμίλια.”
Συστήθηκα εις την άλλη όλως τυχαίως εις το λεωφορείον.
Μιλήσαμε ιταλιστί “vai a San Nicola” είπε κατά πως λένε στο Μπάρι.
Συστήθηκα εις την τρίτη, εις την Πλάκα, πέριξ της οδού Πανός.
“Γεια σου θήλυ γερμανικό ντόμπερμαν” είπα. “Είμαι ο Λευτέρης”.
“Ποιος νομίζεις ότι είσαι” ; κάγχασε τεθλιμμένη.
Αυτός, ένα – μηδέν. Της είπα.
Διότι ο έρως είναι όλων, άνευ ορίων άνευ όρων .
Μα ετούτες όλες, που μου ζήτησαν Χριστιανόπουλο να αναγνώσω εν φωνή και χροία,
εν θλίψει καταβιούσαν. Και ψευδώς. Κουήρ, λέει.
Μα γουστάρουσιν κοράσια κι είναι όλες τους με αγόρια.
Στραβοχωσμένες.
Αφού ηρνήθην την ανάγνωση, η Απόστολος με κάλεσε να πάω να δω την παράσταση την παιδική την οποία ετοίμαζε πυρετωδώς. Καλούμενη “Τα μάγκικα μαξιλάρια”
Υπό Ευγενίου Τρί Βυζα. Ενδεδυμένες κορασίδες ως κουτσαβάκηδες, με μουστάκες και τα λοιπά, μπεγλέρια.
Διότι μοιραζόμασταν με τον ξάδερφό της μίαν ευγένεια.
Να πάμε να δεις τα παιδάκια, μου είπε, τους έταξα πως θα έρθει “Εμπειρογνώμων”
Η Εμπειρικογνώμων.
Αλλά είπα, η Απόστολος ευρίσκει προβληματικά άτομα που δεν έλαβαν μήτε υγιή αγάπη, μήτε έρωτα ελευθερωτή.
Ωσάν προΑπόστολος Σαούλ την καύλα και τον έρωτα τους δωρίζει.
Ωσάν την ανάπηρη ηθοποιό Ελπινίκη, η οποία διαρκώς της διαμαρτύρεται για εγκατάλειψη και λίγη παρέα
ακόμη ζητεί και
“διαρκώς της ζητάει να την βλέπει, αλλά δεν γίνεται εκείνη εσένα θέλει Λευτέρη μου”.
Μπερδεύτηκε κανείς; Η “εκείνη” δεν είναι η Ελπινίκη, αλλά η Απόστολος.
Είπα, μιλάει σε τρίτο πρόσωπο για τον εαυτό της.
“Της γκρινιάζει σαν ήτανε ζευγάρι αυτή η Ελπινίκη και εκείνη δεν ξέρει τι να κάνει Λευτέρη μου.
Της κάνει ζήλιες η άλλη, ότι την επαράτησε διαμαρτύρεται. Μα δεν μπορεί άλλο.
Να την βγάζει βόλτες με το καροτσάκι, ναι, έναν άνδρα καλό να της συστήσει, ναι,
να γνωρίσει ένα εντάξει παιδί γιατί όλο λάθος επιλογές κάνει κι όλοι της φεύγουν γρήγορα”.
Τρίτον πρόσωπον περιαυτολογούσα η Απόστολος.
Η Ελπινίκη είναι καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι κι ίσως η Απόστολος να την μαλακίζει ενίοτε, πάντως λέγει ανερυρθριάστως
“Εκείνη δεν ξέρει αν η Ελπινίκη έχει έρθει ποτέ σε οργασμό, γιατί δε νιώθει τίποτε από τα χέρια και κάτω. Ίσως της αρέσει το χάδι στα αυτιά, αλλά εκείνη δεν ξέρει. Πρέπει να βρει έναν άνθρωπο σαν την ίδια, ανάπηρο”.
Τέτοια περίπου έλεγε η Απόστολος, ότε και εφθάσαμε εις το Αμφιθέατρο της Πλάκας, ένθα εγίγνετο ανάγνωση ποιήσεως μακρά. Εκεί εγνώρισα τον Κλεομένη. Ο Κλεομένης είναι ο εις εκ των δύο του Θήλεος Γερμανικού Ντόμπερμαν.
Γιατί το Θήλυ Γερμανικό Ντόμπερμαν, μπορεί τους άνδρες να μη τους θέλει, αλλά τους έχει δυο δυο.
Προέρχεται από μία καθόλα φυσιολογική οικογένεια.
Ο αδελφός του Κλεομένη είναι φανατικός φασίστας Χρυσαυγίτης, ο ίδιος αριστερότατος. Αλλά του αρέσει ο στρατός. Γράφει σουρεάλ ποίηση, που άμα έχεις πάει στρατό καταλαβαίνεις ότι είναι στρατοκαυλίασης, κι όχι υπερρεαλισμός.
Ο άμοιρος ο Κλεομένης έχασε την μητέρα του από καρκίνο.
Ο ίδιος, ωστόσο, παραμένει αριστερός. Σοβαρά τώρα, χωρίς πλάκα. Αριστερός μέχρι τα μπούνια.
Αφού να φανταστείς, η ποίησή του διεκτραγωδεί τα σκληρά, άσκημα βιώματα του στρατού.
Αλλά με έναν σουρεάλ τρόπο, ώστε η αηδία να δίδεται όχι με ακηδία.
Καταλαβαίνεις πόσο αντιμιλιταριστής και αριστερός και Σύριζα είναι από το πώς γράφει.
Από την άλλη, βέβαια, απορείς λίγο γιατί έχει τόσο ενθουσιασμό
όταν μετρά τις κάμψεις που καταφέρνει να κάνει, αν και καπνίζει,
όταν μιλά για το πόσα σουβλάκια σάντουιτς κούμπωνε στην Κύπρο ως Ελδυκάριος.
Αναρωτιέσαι, δηλαδή, γουστάρεις στρατό ρε Κλεομένη για δε γουστάρεις;
Πώς μιλάς τόση ώρα για εννιά- άντε δώδεκα μήνες κατορθώματα;
Αφού όλοι ξέρουμε τι μπουχέσας είναι ο ελληνικός στρατός σήμερα,
γιατί μιλάς λες και πήγες στην Αλβανία και γύρισες με βάρος μισή οκά;
Απορώ επίσης με την παρουσία του θήλεος Γερμανικού Ντόμπερμαν, αφού αυτή είναι υποτίθεται ξύπνια και
πώς διάολο θέλει έναν μαλάκα που μιλάει για το στρατό λες και πήγε στο μέτωπο και κάνει και τον αντιμιλιταριστή αντιχρυσαυγίτη ταυτόχρονα;
Αλλά ας σκάσω, διότι κι ετούτη, το Ντόμπερμαν, τούτο το απαράμιλλο θεσσαλικό άτι, επαρχιακής προελεύσεως είναι και
παγανιστικής κατευθύνσεως και άστα να πάνε στο διάολο. Έχει κάνει και απόπειρα αυτοκτονίας, η Απόστολος την πήρε λέει στην Δρέσδη να συγκατοικήσουν και να συνέλθει και την πρόσεχε.
Τώρα εντός της “σιδηράς φιλίας” της τα μόνταρε με τον Κλεομένη, που είναι πρωτίστως φίλος της Αποστόλου. Σους λοιπόν. Άλλωστε, έχουμε πιάσει μια ιδιαιτέρως αριστερή συζήτηση. Ο Κλεομένης μιλάει μαινόμενος:
“-Ή τα πήρε, ή είναι πρακτοράκι, ή είναι μαλάκας. Τέλος. Ένα από τα τρία συμβαίνει. Δε
θυμάσαι τότε που έκανε σκέητμπορντ και δεν ήξερε να ρολάρει ο πανηλίθιος; Ούτε να
μιλήσει δεν ξέρει. Το αμερικανάκι.”
Τέτοια λέγει ο Κλεομένης, με αριστεροσύνη και σιγουριά. Εγώ θέλω να πω πως η αριστερά που έχω στο μυαλό μου δεν αρκείται σε θεωρίες συνωμοσίας, δεν πείθεται από ασάφειες, ερευνά, ψάχνει, διερωτάται, μαθαίνει.
Η αριστερά που έχω στο κεφάλι μου δεν είναι ρατσιστικής ρητορικής.
Δεν κυκλοφορεί με τη γραμματική στο χέρι, ούτε κρίνει την αξία των πολιτικών ανδρών από τα γραμματικά τους λάθη.
Η αριστερά που έχω στο κεφάλι μου προπαντός δεν είναι σίγουρη, αμφιβάλλει, αμφισβητεί, εξετάζει. Αλλά. Σκασμός.
Η συζήτηση με τον ποιητή Κλεομένη ουδεμία σχέση έχει με ποίηση ή λογοτεχνία.
Αναλώνεται σε ιστορίες στρατού εν είδει κατορθωμάτων αντοχής κι ίσως πολιτική με ολίγη, αφού για όλα φταίει “το βλαμμένο” ο αποδιοπομπαίος τράγος, ο ένας, ο Βελζεβούλης Παπανδρέου που “γάμησε τη χώρα”.
Έτσι αποφάνθηκε ο Κλεομένης κάθετα και οριζόντια :
“Την γάμησε την Ελλάδα ο Γιωργάκης”.
Μα, το γαμήσι καλό πράμα δεν είναι πουριτανούλη Κλεομένη; Για μήπως είναι κακό τελικά;
Γιατί έτσι ξέρουμε, να μειώνουμε όπως μας δίδαξαν στην τιβί. Όχι αλλιώτικα. Και ταυτοχρόνως να κοπτώμεθα για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Και ρατσιστές και φιλάνθρωποι, γιατί συμφέρει.
Απορώ, να πω την μαύρη αλήθεια, με τη γενιά μου που τόσον εύκολα άγεται και φέρεται, τόσον εύκολα πείθεται, τόσον εύκολα συμπεραίνει. Πλήττω αφόρητα με τη μαλακία που μας δέρνει, με την όλη κουβέντα με τον ποιητή και την απολίτικη συλλήβδην επιλογή ενός και μόνου φταίχτη.
Μου θυμίζει ολίγον τη νοοτροπία του ούγκανου “φιλάθλου” του οποίου η ομάδα μόλις έχασε το ματς κι εκείνος, ειδήμων καφενείου κραίνει “Αν ήμουν εγώ προπονητής, σου ‘λεγα ‘γω πόσα γκολάκια θα τους χώναμε ! Μα είναι στήσιμο το 3-3-4 ;
Παίξε μπαλίτσα να πούμε !” Όλοι μας. Όλοι μας έχουμε γίνει Αλέφαντοι. Σπουδαγμένοι Αλέφαντοι !
Κατόπιν αφορήτου πλήξεως και ένα διαρκές “έχεις δίκιο, έχεις δίκιο” η Απόστολος με ερωτά
“Δεν είναι ωραίοι μαζί με την Διηάνειρα; Δείχνει χαρούμενη!” Μα η Διηάνειρα, το Γερμανικό Ντόμπερμαν, ούτε μίλαγε ούτε λάλαγε στην ταβέρνα. Έκανε μπιλάκια την ψίχα το ψωμί, έσχιζε το τραπεζομάντιλο κι όταν μίλησε, είπε πικρόχολα για το μούσι του Κλεομένη ότι είναι σαν μαλάκας Λακεδαιμόνιος και οφείλει για το καλό της ανθρωπότητος να το ξυρίσει.
“Ωραίοι είναι” της είπα, ωστόσο. Άντε φεύγουμε.
Ανηφορίζουμε την οδό Πειραιώς κι αρχίζω να της λέγω πώς καλώς
“Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ’ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας
από τον Επιτάφιο του Περικλέους, ο οποίος, μωρό μου, λόγος, εξεφωνήθη εδώ, πίσω από το Ιερόν της Εκκλησίας, εις τον
αρχαιολογικόν χώρον του Κεραμεικού. Και από εκεί έφευγαν οι Μύστες για τα Ελευσίνεια Μυστήρια. Κι είναι μυστήριο τι γίνανε όλοι οι τάφοι μέχρι την Ελευσίνα. Διότι όλοι οι διάσημοι εθάπτοντο επί της Ιεράς Οδού και πιθανώς το σκυλάδικο του Γιαννάκη του Πλούταρχου να έχει για καμπινέ κάποιο αρχαίο μνήμα. Κι ανηφορίζουμε άλλο λίγο κι ύστερα σταματώ κάτω από μία στρογγυλή επιγραφή που έχει λεκέ από κόκκινη μπογιά στο χαλκό πάνω και μονολογώ με ανοιχτά τα χέρια προς τα ταξί και την Πειραιώς και τα πλήθη της Πειραιώς, παίρνω μια βραχνή φωνή, τη φωνή του Ανδρέα:
“Λαέ των Αθηνών ! Λαέ των Αθηνών ! Βοήθα, θα σηκώσουμε μαζί τον ήλιο της Ελπίδας, τον ήλιο της Αξιοπρέπειας πάνω από την Ελλάδα. Δεν είμαι αεροπλάνο. Δεν είμαι ο Σούπερμαν. Λαέ των Αθηνών, δεν είμαι ο Γεώργιος, μα ούτε και ο Ανδρέας.
Λαέ των Αθηνών γιγνώσκεις ετούτο το κτήριο; Λαέ, είμαι ο Αλέξης και έχω καταπιεί τον Γεώργιο, τον Ανδρέα και τον Γιώργο εδώ, πλάι στο Ίδρυμα Παπανδρέου. Λαέ, είμαι ο Αλέξης σου !”
Και η Απόστολος γελά υστερικά και πιάνει το στόμα της καθώς της δεικνύω το Ίδρυμα. Με τη δική μου φωνή πια
“Σαν πολύ σίγουρη δεν είναι η αριστερά σου για το γαμήσι;” την ερωτώ.
Μα τι να την ερωτήσω; Ο πατήρ της Αποστόλου είναι διευθυντής Ιατρός Νοσοκομείου της Δωδεκανήσου, άνευ ειδικότητος, ο οποίος παρεπέμφθη δις για καταχρασμό προμηθειών του δημοσίου μα τον έσωσαν κάτι Λάηονς δικαστές και τα λοιπά, και ψήφιζε τον χριστιανοπαπάρα Παπαθεμελή και της κάνει δώρο ένα προσευχητάρι μπλε κάθε Χριστούγεννα και κλέβει τις παντόφλες από τα ξενοδοχεία. Τι να της πω;
“Σα μπολύ σίγουρη δεν είναι η αριστερά σου για το ποιος γάμησε τη χώρα; Εγώ πάλι αμφιβάλλω πάντα”.
Δεν απαντά, μοναχά τριτοπρόσωπα
“Κάνει και μιμήσεις ! Αχού τι μωλό είναι ατό ! Σα το φάω!” και τον φιλά.
Ε, μπερδεύτηκα με τα τριτοπρόσωπα, με φιλά.
Εμπνέομαι βαθέως και της λέγω ξερώς “Έλα εδώ!” Την βουτάω από το χέρι και τρέχουμε προς το πίσω μέρος, προς την αυλή του Κεραμεικού. Μία πινακίδα προτρέπει
“ΣΕΒΑΣΘΕΙΤΕ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ”. Τριγύρω μυρίζει ούρα.
Ένα τσίγκινο κουτί είναι το σπίτι του νυχτοφύλακα και το σούρουπο έχει ξαπλώσει πάνω στα μάρμαρα της συνοικίας των
Κεραμέων και στα θραύσματα του αρχαίου κόσμου και στις νεκρικές στήλες και θυμάμαι κάπου πλέει ο Βαρκάρης προς τον άλλο κόσμο και κουβαλάει τους οβολούς των νεκρών στις τρύπιες του τσέπες.
Να τα σεβασθούμε τα αρχαία, μα εγώ επιθυμώ να τιμήσω τον Γεώργιο. Που κατέβηκε από το βουνό ένας χωριάταρος, μορφώθηκε και κατά πώς έλεγε ο δεξιός προπάππος μου καταγάμησε όλες τις καλές κυρίες των Αθηνών. Να τιμήσω τον Ανδρέα. Που κατέβηκε από το αμφιθέατρο ένας διανοητής, ξεμορφώθηκε και από άνθρωπος της θεωρίας έγινε της πράξης, συνεργάστηκε με ζαγάρια για να καταγαμήσει το κατεστημένο και τους προνομιούχους.
Να τιμήσω τον Γιώργο. Που κατέβηκε ένας θεός ξέρει από πού και όλοι έχουν την σιγουριά, μα εγώ ακόμη αμφιβάλλω.
Τους γάτους όλους να τιμήσω και τους Γατανιστές.
“Εδώ, μωρό μου, είναι το αρχαίο νεκροταφείο” της δείχνω. “Κι εκεί πίσω τα μεσημέρια βογκάνε οι χελώνες, σαν ανθρώποι, ότε εβατεύονται. Ήκουσας αυτές ποτές στο βόγκο;”. Η Απόστολος απορεί με το βόγκο.
“Θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος” ψέλνω μεταμεσονυχτίως πια κι είναι η εαρινή δροσούλα όμορφη, το νεκροταφείο σκοτεινό και οι χελώνες βογκάνε τα μεσημέρια ανθρωπινά. Υγρή πάχνη βγαίνει μέσα από τον πευκώνα
και μυρίζει γλυκά το ρετσίνι. Ο φύλακας; Να είναι εδώ; Ελέγχω. Ουδείς.
Γονατίζω την Απόστολο απότομα “Εδώ και τώρα!”
Ακκουμβά το φουστάνι της το κόκκινο στα ούρα του πεζοδρομίου και τις ακαθαρσίες, το λουλουδάτο της φόρεα σούρνεται μαζί με τα βήματα των Πακιστανών. Μου ανοίγει το φερμουάρ και εισβάλει ο κατηραμένος όφις εις την οπή την μελωμένη της, ο στόμας της παίζει κι η γλωσσίτσα λείχει και μαίνομαι αρχαιομανής. Δολιχοδρομούμε σε αυτή την ιδανικότητα, θα πάμε και θα έρθουμε και πάλι εδώ θα είμαστε, αλλά ναι. Η καύλα καύλα.
Έπειτα γέλια στον αιθέρα, ενώ έχει σηκώσει το λουλουδάτο της ανθέμιον φόρεμα και είναι έτοιμη να στηθεί κάποιοι περνούν. Καρφώνει τον όφι μέσα της και περιμένει να φύγουν σιωπηλή.
Τρεις περαστικοί την βλέπουν καρφωμένη πάνω μου, κάτω από ένα κλαρί πεύκου. Οι περαστικοί έχουν παρκάρει ακριβώς μπροστά μας ένα πορφυρό όχημα. Πορφυρό σαν το αιδοίο της. Μα εκείνο μένει καρφωμένο πάνω μου και σιωπηλό. Καθώς το κλαρί του πεύκου του Κεραμεικού πευκώνος. Ωσάν όνος.
Οι περαστικοί γελούν, μπαίνουν στο όχημα και φεύγουν. Ο όφις εξέρχεται ορθός, θέλω εγώ να την λείχω, ωστόσο, μα δεν φθάνω. “Κοίτα γύρω” της λέγω “τα αστέρια” μα δεν με αφήνει να την λείχω. Επιθυμεί το μαρκάλεμα βιαίως, κι αν εξηράνθη, βιαίως το επιθυμεί και έτσι.
Ορθώνομαι εκ νέου, πευκοβελόνες μου τρυπούν τα μέλη, κύμβαλα αλαλάζουν, Ω Φορτούνα, Βέλουτ Λούνα, έχει ένα Φεγγάρι απόψε, οι κόρνες των ταξί της Πειραιώς ηχούν, οι πόρνες μεταξύ μας ζουν, είναι νυξ έαρος ερωτικού και τα πεύκα μυρίζουν σαν
πεύκα, τα πεύκα μυρίζουν σαν ούρα, τα πεύκα μυρίζουν ρετσίνα. Μέθυσα.
Ενδυόμαστε κι επί της οδού Σαλαμίνος της λέγω
“Ναυμαχήσαμε εντόνως, ω Απόστολε. Ο ορθός εχθρός μας ηττήθη και έκλαυσε κλαύμα δακρυρρέων. Δεν ηξεύρω εάν οι Παπανδρέου εγάμησαν τη χώρα. Αφήνω τις σιγουριές σε αριστερές σαν κι εσένα. Ταπεινώς ηξεύρω πως μιαν αριστερά περιστερά καυλίτσα Απόστολος την εγάμευσε εντόνως κι εσαλαμινομάχισε μετ’ αυτής ο Λευτέρης με τ’ όνομα.
Και το πνεύμα εν είδει αριστεράς εβεβαίου του λόγου το επισφαλές. Σε ευχαριστώ και με συγχωρείς δια το ταχύ της υποθέσεως”.
Και εκείνη ενδύεται τα κιμονό της, τα μπουζουξίδικου σκυλέ της, την αρχαία χλαμύδα και την ιησουίτικη πορφύρα, νεύει προς τον Γραμματικό της και τον επόμενον καλεί. Διότι επί πολλού δεν εμίσθωσα ετούτη την οικία, μα μοναχά για μιαν ιαχή ναυμαχίας. Κι όλοι μόνοι μείναν εις την Σαλαμίνα.