Oulipo και ου λυπώ: Τα Πεζά της Πολυδούρη

Oulipo και ου λυπώ: Τα Πεζά της Πολυδούρη

Category : book reviews

 

Πρώτη δημοσίευση: 10 Μαρτίου 2015, Πηγή: protagon

Αν σκεφτούμε ότι η Πολυδούρη ένθετα κριτικάρει την ίδια τη διαδικασία της γραφής της, σαρκάζει και κοροϊδεύει το έργο της, ναι, θα γράψω το κουφό, θυμίζει Oυλιπό. Περιπαίζει τον αναγνώστη, γίνεται η ίδια αναγνώστρια και μέσα από τους ήρωές της ανατρέπει ό,τι πάει να χτίσει. 

Μπορούμε να πούμε ότι η πεζογραφία της Πολυδούρη θυμίζει Ουλιπό; Θυμίζει η Μανιάτισσα τον μεταμοντέρνο Calvino; Ή τον κυνικό Raymond Queneau; Ο πρώτος στο Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης στήνει έναν καλειδοσκοπικό λαβύρινθο όπου η πρώτη αφηγούμενη ιστορία χάνεται μέσα στη δεύτερη, και ούτω καθεξής, σε ένα αέναο παιχνίδι διακειμενικότητας, έρωτα και εξαπάτησης του αναγνώστη. Ο δεύτερος στις Ασκήσεις Ύφους αφηγείται την ίδια φαινομενικά ασήμαντη ιστορία 99 φορές, με διαφορετικό τρόπο, από διαφορετική σκοπιά. Κι αναδεικνύει έτσι τα «όρια» της γλώσσας και πώς κάτι τάχα βαρετό μπορεί να αποκτήσει ενδιαφέρον αν αλλάξει η θέασή του.

Αν σκεφτούμε ότι η Πολυδούρη ένθετα κριτικάρει την ίδια τη διαδικασία της γραφής της, σαρκάζει και κοροϊδεύει το έργο της, ναι, θα γράψω το κουφό, θυμίζει Oυλιπό. Περιπαίζει τον αναγνώστη, γίνεται η ίδια αναγνώστρια και μέσα από τους ήρωές της ανατρέπει ό,τι πάει να χτίσει. Την ίδια τεχνική ο André Gide ονόμασε mise en abyme, με την έννοια της «εν αβύσσω» τοποθέτησης του έργου τέχνης, σαν έργο μέσα σε άλλο έργο. Περισσότερα εκτενώς αναγιγνώσκουμε στην πολύτιμη εισαγωγή των Πεζών από τη διαφωτιστική επιμελήτρια των χειρογράφων και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κυρία Ντουνιά.

Ωστόσο, δεν καταλήγουν οι ένθετες εγκιβωτισμένες ιστορίες του Ρομάντσου σε ευτυχές αναγνωστικό σμίξιμο όπως στον Καλβίνο, με τον Αναγνώστη και την Αναγνώστρια να τελειώνουν ταυτοχρόνως το βιβλίο. Τα πράγματα συμπλέκονται εσωστρεφώς και αυτοκαταστροφικά, σαν νοητικό συναισθηματικό τρυπάνι. Και όταν αφηγείται δύο φορές το ίδιο συμβάν, τον ρομαντικό χωρισμό δύο ηρώων, δεν φτάνει την τεχνική στα άκρα, όπως ο Queneau.

polydouri_-4-thumb-large

Γλωσσικά και υφολογικά, το Ρομάντσο έχει τα πάντα: λεξιλόγιο αλανιάρηδων (να της γυρεύει ρέστα), αστική ευγένεια (Αν σας έκανα κακό, να πάω να πνιγώ καλύτερα) φεμινιστικές εξάρσεις (Έλεγε, καθώς θυμάμαι, πως τη γυναίκα τη θέλει «ως διακοσμητικόν», κάτι τέτοια! Για φαντάσου… Θα μπορούσε κανείς να τον βάλει σε κάτι εσωτερικά μπαλκόνια στις σκάλες να παρασταίνει ένα βαλσαμωμένο αγριοπούλι.) αλλά και σχεδόν μισογύνικες αντιλήψεις (… κι αυτές ένα γέλιο δήθεν φιλάρεσκο και τσαχπίνικο ενώ πραγματικά είναι ένα διαβολόστελμα). Πρόκειται για αντιφάσεις; Όχι. Απλώς η Πολυδούρη θέλει όλα να τα χωρέσει. Όσα πιστεύει και όσα καταρρίπτει. Το κάνει ωραία. Δύσκολα, αλλά ωραία.

Γιατί να διαβάζουμε πού σβήνει, διορθώνει και διαγράφει; Η παρούσα έκδοση της επιμελήτριας Χριστίνας Ντουνιά εισηγείται και επιτυγχάνει να μας φέρει μέσα στο εργαστήριό της. Γιατί;

Πέραν «της τρίλιας που σβήνει» ποίο το κέρδος της ανάγνωσης ενός κειμένου εν εξελίξει ; Αν σκεφτούμε πώς επιχειρηματολογεί υπέρ των ανοιχτών αρχείων ο Δημήτρης Παπανικολάου στο Σαν κι εμένα καμωμένοι για τον Καβάφη, μόνο να κερδίσουμε έχουμε. Όπως ο Αλεξανδρινός, η Πολυδούρη «μεταχειρίζεται τρόπους για να φτάσει σε μια ηθική κατανόηση του εαυτού στον κόσμο». Με κατανοητή την τεχνολογία του εαυτού, θα λυθούν μύριες παρανοήσεις.

Μαθαίνουμε περισσότερα για την πρόθεση της συγγραφέως. Βλέπουμε τι τη διαμορφώνει, το κοινωνικό της περικείμενο και τι στάση εκείνη τηρεί έναντί του.

Λόγου χάρη, στο Ρομάντσο απαντάται ο ήρωας Γιάννης Βαστάρδης. Στην εκδιδόμενη τελική εκδοχή επαγγέλλεται «παραγγελιοδόχος». Στις σημειώσεις του επιμέτρου, βλέπουμε πως κατά την επεξεργασία του χειρογράφου η Πολυδούρη τον μετέτρεψε σε «δερματέμπορα». Ο ήρωας παρουσιάζεται πλαγίως, από τα λεγόμενα της συντρόφου του. Η γυναίκα του υποτιμά την πρότερη φιλολογική του ενασχόληση ως μια νεανική αβλεψία. Θέλει τώρα να αναδείξει πως πια σοβαρεύτηκε, νοικοκυρεύτηκε. Ασχολείται με εντελώς διαφορετική εργασία. Ποιοι θεωρούνταν «σοβαροί» από τους αναγνώστες της Πολυδούρη; Οι παραγγελιοδόχοι· ακόμη περισσότερο, οι δερματέμπορες. Παρομοίως, ο «τμηματάρχης τραπέζης» γίνεται «ανώτερος δικαστικός» στη β’ γραφή. Οι «φιλόλογοι» γίνονται «λογοτέχνες» και ίσως υποτιμητικά «κιτρινιάρικα παιδιά ερωτευμένα με την τέχνη τους». Δηλαδή η ποιήτρια που σβήνει, ζει μέσα σε ένα πλήθος κοινωνικά στερεότυπα και αντιλήψεις, τις οποίες καταγράφει με οξυδέρκεια. Οξυδέρκεια που αναδεικνύεται περισσότερο, πιστεύουμε, από την αντιπαραβολική εξέταση των δύο χειρογράφων της που επιχειρεί η παρούσα έκδοση.

Από την άλλη, το Ρομάντσο παλαιότερα χαρακτηρίστηκε από την κριτική ως «αδύναμο» πρωτόλειο. Είναι όμως; Δεν κατάφερε να εκδοθεί όσο ζούσε και γίνεται φανερή η αγωνία της στις επιστολές που στέλνει από το Παρίσι. Μία από τις εγγενείς του έργου δυσκολίες ίσως είναι πως η Πολυδούρη ενσταλάζει σε όλους τους ήρωες δικά της βιώματα και χαρακτηριστικά. Με μια κάποια φοβικότητα, αισθάνεται πως αυτό θα γίνει αντιληπτό από τον αναγνώστη. Κρύβεται, διασπά ένα-ένα τα χαρακτηριστικά σε πολλούς χαρακτήρες. Έτσι, μάλλον αγχωμένη να μην την καταλάβουν και δουν αληθινά περιστατικά, την «απουσία μυθοπλασίας», βάζει τη μία φωνή μετά την άλλη να λέει παρόμοια πράγματα. Εμείς σήμερα όμως, καθώς αγνοούμε τα περιστατικά, απολαμβάνουμε το έργο.

Φρονούμε πως δεν πρόκειται για ένα αδύναμο πρωτόλειο, αλλά για ένα έργο, θα έλεγε κανείς πολύ μπροστά από την εποχή του. Εξ ου και η αμήχανη αντιμετώπιση από όσους πιθανόν το μελέτησαν.

Ενώ, λοιπόν, οι διάλογοί της είναι ζωντανοί και γεμάτοι προφορικότητα και ειλικρίνεια, τόσο που σχεδόν αισθανόμαστε να διαβάζουμε θέατρο (το οποίο είχε σπουδάσει η Πολυδούρη) ταυτόχρονα ο αναγνώστης μπερδεύεται, δεν ξέρει ποιος μιλάει με ποιον και για ποιο περιστατικό. Ή αν μιλάει κανείς με κανέναν στο κάτω κάτω και δεν έχουμε να κάνουμε με πολυπρόσωπο μονόλογο.

Η συγγραφική αγωνία να μην καταλάβουμε τα προσωπεία μεταφέρεται στον αναγνώστη. Όμως «το μυαλό του καλλιτέχνη είναι μια φωτογραφική μηχανή που άλλοτε κολακεύει κι άλλοτε βαραθρώνει. Καμιά φορά σε αφήνει ελλιπή· ολάκερο μάτι μπορεί να σου λείψει. Και το σπουδαιότερο είναι πως δεν μπορούμε εμείς να βεβαιώσουμε τίποτε αντίθετο.».

polydouri_-7-thumb-large

Στο δεύτερο μέρος υποτίθεται πως διαβάζουμε το μυθιστόρημα ενός από τους ήρωες. Συγγράφει ο Λεωνίδας Ρόδης. Η πεζογράφος Πολυδούρη «ηρεμεί». Ο ήρωάς της αφομοιώνει χαρακτηριστικά τόσο του Καρυωτάκη, όσο και της ιδίας. Με αυτοπεποίθηση δεν επιθυμεί να κρύψει τίποτα. Διότι και ο ίδιος ο Λεωνίδας προτάσσει στην αφήγησή του το προσωπείο του Λέοντα. η ηρεμία της Πολυδούρη φαίνεται ξεκάθαρα στο χειρόγραφο. Μέχρι εδώ διόρθωνε, παράλλασσε και έπαιζε με τα ονόματα. Πλέον δεν διορθώνει παρά ελάχιστα επουσιώδη και αφηγείται χαλαρή.

polydouri2

Με λίγα λόγια, η είσοδος στο εργαστήρι της συγγραφέως που εισηγείται η παρούσα έκδοση μας επιτρέπει να την κατανοήσουμε καλύτερα, να τη δούμε πιο ανθρώπινα, συνολικότερα. Φυσικά, ο γόρδιος δεσμός βίου και μύθου της Πολυδούρη δεν λύεται. Σφιχτότερα δένεται, θα λέγαμε, αφού διαρκώς συγχέονται τα όρια πραγματικότητας και φαντασίας. Αλλά είναι γλυκό το μπλέξιμο. Συνέβη αυτό στην ίδια ή το έπλασε; αναρωτιόμαστε διαρκώς.

Τέλος, κάτι ακόμα: το βιβλίο προτείνουμε να μη διαβαστεί έτσι, ως είναι τυπωμένο. Ομαλότερα θα ξεκινήσει κανείς από τα χρήσιμα «Στοιχεία Βιογραφίας». Με τη σειρά, στα εφηβικά κυματοθραυούσης καθαρευούσης διηγήματά της, για να πάει στο Ημερολόγιο, στα γράμματα κι από εκεί στο Ρομάντσο και στην κύκνεια μικρή αυτοβιογραφία της. Θα μπλεχτεί το αληθινό με το φανταστικό. Η χρονολογική αυτή ανάγνωση μας επιτρέπει μια κάποια χρονολογική «τακτοποίηση». Χρειάζεται; «Δεν υπάρχουν ξεκόλλητα πράγματα στη φύση, όλα είναι αρμονικά. Μονάχα χρειάζεται δύναμη για να δει κανείς αυτή την αρμονία».

 

Μαρία Πολυδούρη “Ρομάντσο και άλλα πεζά”
Εισαγωγή – Επιμέλεια: Χριστίνα Ντουνιά
Η έκδοση κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Φωτογραφίες: Αρχείο Νόρας και Ευγένιου Πολυδούρη.

Πηγή: protagon


Είναι η θλίψη ψεύτικη πόζα ελκυστική ή ειλικρινής κατάσταση ψυχική; Κάνουν κάποιοι τους καταραμένους ή είναι καταραμένοι και γράφουν ωραία ποίηση; Είχα τις απορίες μου για την Μαρία Πολυδούρη, μα μετά την ανάγνωση της νέας έκδοσης των Ποιημάτων της λύθηκαν. Το έργο της συνήθως υποτιμάται. Η στερεότυπη οπτική παρουσιάζει μία μετρίας φωνής ποιήτρια: στη σκιά του πρωτοπόρου Καρυωτάκη γράφει «αντικριστά» με τον μεγάλο Εκείνον. Τι προσφέρει ετούτη η νέα έκδοση; Μας τη δίνει ως έχει. Περισσότερο· την ώρα της δημιουργίας.

Δεν είναι μια (ίσως κούραζε) σχολιασμένη έκδοση. Μας προσφέρει όμως για πρώτη φορά τα χειρόγραφα της ποιήτριας. Διαβάζουμε Πολυδούρη στο εργαστήρι της. Πού σβήνει, τι γράφει, ξαναγράφει, διορθώνει και κόβει.

Μια νέα ανάνγωσή της ενθαρρύνεται μαζί με αθησαύριστα έργα. Διττός δείχνει να είναι ο στόχος αυτής της νέας έκδοσης σε επιμέλεια της Χριστίνας Ντουνιά. Αφ’ ενός η αποσύνδεση του βίου από το έργο της ποιήτριας. Αφ’ ετέρου η ανάγνωση των ποιημάτων ως έργα τέχνης αφ’ εαυτά. Επιτυγχάνεται; Τι εναύσματα δίνει η εκτενής μελέτη «Τα Ρόδα του Αίματος»; Νομίζουμε πολλά. Μία καλή έκδοση που δεν εκθέτει μόνον παγιωμένες απόψεις περί του έργου, αλλά θέτει ερευνητικά ερωτήματα.

Η μελέτη Μαρία Πολυδούρη ή «τα ρόδα του αίματος», που περιλαμβάνεται στο επίμετρο του τόμου, αναδεικνύει τους βασικούς άξονες του έργου της, τις αντανακλάσεις της ευρωπαϊκής και της ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης στα ποιήματα της Πολυδούρη καθώς και τις περιπέτειες της πρόσληψής του. Ένα κρίσιμο ζήτημα, στο οποίο εστιάζει η εργασία της επιμελήτριας του τόμου Χριστίνας Ντουνιά, είναι αν –και σε ποιο βαθμό– η ποίηση της Πολυδούρη μπορεί να διαβαστεί, όχι σαν μνημείο του παρελθόντος, αλλά σαν μια σύγχρονη, ζωντανή τέχνη.

Στερεότυπα ανατρέπονται με την παρούσα συμπληρωμένη και ανανεωμένη έκδοση: Είναι όλα τα τραγούδια της «μόνον για εκείνον» όπως η ίδια λέει υπονοώντας τον Καρυωτάκη; Ναι, αλλά εν μέρει. Όπως διαβάζουμε εδώ, άλλος είναι ο Κυνηγός με τα Σονέτα του, άλλος ο φίλος του οποίου την καρδιά «η σιωπή δεν θα προστατέψει», άλλος ο «νέος που αυτοκτόνησε». Πολλές οι πηγές έμπνευσης, ελευθερία. Με δυσκολία διαβάζουν οι κριτικοί Πολυδούρη. Η ίδια δείχνει να το προσμένει αυτό, αφού «Τ’ ομοίωμά μου θα ‘χει, βέβαια,/  κάποια περίεργη ιστορία». Δεν είναι αυτάρεσκη, αλλά εμπλέα αυτογνωσίας. «Για όλα θα λέει. (Εκτός εμένα)» συνεχίζει. Παραδέχεται έτσι την εμπλοκή βίου και έργου, αλλά επισημειώνει ότι η ίδια μένει στο σκοτάδι, μακριά από όσα αντιλαμβάνονται οι κριτικοί για την ίδια.

Στέκουν αμήχανα μπροστά στο έργο της, ως τότε: κινούν τα χείλη σαν ακαταδεξία «Τι λες εκεί;». Από την κυρία Ντουνιά, Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών η οποία μας συστήνει πάντα ευχάριστα και ενδελεχώς τον Μεσοπόλεμο, εδώ μελετάται το έργο της Πολυδούρη εντός κοινωνικού και λογοτεχνικού περικειμένου αλλά και πέραν του γοητευτικού βιογραφικού περικειμένου. Πέραν ίσως και του Καρυωτάκη.

Θαρρούμε επιτυχώς. Το βιβλίο λειτουργεί «πολυμεσικά». Γίνεται έναυσμα για περαιτέρω αναγνώσματα. Ο διττός στόχος δεν είναι αντιφατικός (εστίαση στο ποιητικό έργο – απομάκρυνση από την ανάγνωση του βίου). Το Επίμετρο δίδει εκτενή Στοιχεία Βιογραφίας. Αντίφαση; Όχι, αν δεις τη μελέτη.

Θέτει ερωτήματα. Ποια είναι η σχέση της με το θείο; Ποια η φεμινιστική της δράση (τόσο νωρίς); Πώς αποτυπώνεται στο έργο; Ποια η επιρροή που είχαν τα μανιάτικα μοιρολόγια όχι υποσυνείδητα στον βίο της, αλλά λεκτικά στα ίδια τα ποιήματα; Ποια η θέση της φύσης και ποια η φύση της ποιήτριας; Τι θεωρεί νοσηρό και τι φυσιολογικό; Ο «Τρελός» που γράφεται στο Σωτηρία «τα ‘λεγε πιο ήρεμα» επομένως το ακύμαντον εν τρικυμία βρίσκει; Ποια τα γαλλόφωνα αναγνώσματά της και ποια η σχέση της με την ευρωπαϊκή ποιητική κληρονομιά; Ο αναγνώστης εδώ δύναται να ανατρέξει στον Verlaine, τον Rimbaud, την Desbordes – Valmore, τον Poe και την γαλλική Decadence. Τελικά την απολαμβάνεις καλύτερα μαζί με τις εκλεκτικές της συγγένειες. Δικαιότερα.

pol2

Μία ολιστική θεώρηση του φαινομένου. Πρώτα, η ποιήτρια που σβήνει σαν τρίλλια στο Σανατόριο Σωτηρία, η συγχρονική πρόσληψη από τους ποιητικούς κύκλους της εποχής της και τα σημαντικότερα «εν θερμώ» δημοσιεύματα. Κατόπιν, η ηρωίδα και η μυθιστορηματική μετάπλασή της απ’ την Καζαντζάκη και από τον Κοσμά Πολίτη. Στη συνέχεια, η στάση των ιστορικών λογοτεχνίας απέναντι στο έργο: ενώ θα περίμενε κανείς μια «εν ψυχρώ» προσέγγιση αποδελτιώνεται μια «εν θερμώ» υποτίμηση. Για τους πολλούς, ο βίος της ήταν ΤΟ ποίημα.

Οι κριτικοί αναζητούν «ρεύματα», «συλλογικότητες» αφήνοντας έτσι την εν πολλοίς προσωπική φωνή της Πολυδούρη στο σκοτάδι. Τα κριτήρια του μοντερνισμού (έμφαση στη μορφή, ελεύθερος στίχος- λιγότερη έμφαση στο περιεχόμενο) δυστυχώς εφαρμόζονται κατά την κρίση μιας ποιήτριας που λειτουργεί ακριβώς ανάποδα: έμφαση στο περιεχόμενο, «προχειρότητα» στη μορφή. Μια φαινομενική «ατημελησία», τελικά στοιχείο νεωτερικότητας και προφορικότητας. Εκφραστική ιδοτυπία που θυμίζει τα «σπαράγματα» του Χειμωνά. Το Επίμετρο καθιστά σαφή αυτή την χρονολογικώς άδικη κρίση. Εν τέλει, κατανοούμε πώς ακόμα γοητεύεται ο αναγνώστης απολαμβάνοντας την προσωπική ιστορία ομού μετά της ποιήσεως ως ενιαίο κείμενο.

«Σαρξ εκ της σαρκός» της είναι τα Ποιήματα, όσο και αν αυτή η σαρξ είναι μια επινόηση, μια πόζα ή ένα προσωπείο προς το οποίο η ποιήτρια δικαιούται να είναι συνεπής ή ασυνεπής. Μικρή σημασία έχει. Χρήσιμη πιστεύουμε πως είναι αυτή η σκοπιά απέναντι στο έργο της Π. Ήδη εφαρμοσμένη από μελετητές στον Καβάφη (Daniel Mendelsohn κ.α.) δίνει ελευθερία στην ανάγνωση του Αλεξανδρινού. Απογαλακτισμός της για πρώτη φορά από τον Καρυωτάκη. Και αφού καταφέραμε να απολαύσουμε την ποίηση της Πολυδούρη αυτοφυώς και δίχως βιογραφισμούς, τώρα αναμένουμε και την επερχόμενη έκδοση των σπάνιων Πεζών της από την Εστία. Λύθηκε ο δεσμός βίου – έργου. Ας τον ξαναδέσουμε γορδιοτρόπως και αμετακλήτως. Για να δούμε!

Η έκδοση “Μαρία Πολυδούρη – Τα Ποιήματα” κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Φιλολογική επιμέλεια – Επίμετρο: Χριστίνα Ντουνιά