Modern Greek For Classicists Extra Lessons 33 – 36
Category : exercises , Uncategorized
EXTRA DIALOGUES FOR A2 –
NO ANIMATION
DIALOGUE 6
Hercules And Acheloos the river – The Wedding with Dianeira
– πώς παντρεύτηκε την Διηάνειρα
Hercules_Acheloos_Extra_For_Reader
(70% – Α2 level according to software)
Diod. 4.35.3
Ἡρακλῆς δὲ τοῖς Καλυδωνίοις βουλόμενος χαρίσασθαι τὸν Ἀχελῷον ποταμὸν ἀπέστρεψε, καὶ ῥύσιν ἄλλην κατασκευάσας ἀπέλαβε χώραν πολλὴνκαὶ πάμφορον, ἀρδευομένην ὑπὸ τοῦ προειρημένου ῥείθρου.
διὸ καὶ τῶν ποιητῶν τινας μυθοποιῆσαι τὸ πραχθέν: παρεισήγαγον γὰρτὸν Ἡρακλέα πρὸς τὸν Ἀχελῷον συνάψαι μάχην, ὡμοιωμένου τοῦ ποταμοῦταύρῳ, κατὰ δὲ τὴν συμπλοκὴν θάτερον τῶν κεράτων κλάσαντα δωρήσασθαιτοῖς Αἰτωλοῖς, ὃ προσαγορεῦσαι κέρας Ἀμαλθείας. ἐν ᾧ πλάττουσι πλῆθοςὑπάρχειν πάσης ὀπωρινῆς ὥρας, βοτρύων τε καὶ μήλων καὶ τῶν ἄλλων τῶν[p. 453] τοιούτων, αἰνιττομένων τῶν ποιητῶν κέρας μὲν τοῦ Ἀχελῴου τὸ διὰτῆς διώρυχος φερόμενον ῥεῖθρον, τὰ δὲ μῆλα καὶ τὰς ῥόας καὶ τοὺς βότρυςδηλοῦν τὴν καρποφόρον χώραν τὴν ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ ἀρδευομένην καὶ τὸπλῆθος τῶν καρποφορούντων φυτῶν: Ἀμαλθείας δ᾽ εἶναι κέρας οἱονεί τινοςἀμαλακιστίας, δἰ ἧς τὴν εὐτονίαν τοῦ κατασκευάσαντος δηλοῦσθαι.
Ἡρακλῆς δὲ τοῖς Καλυδωνίοις συστρατεύσας ἐπὶ Θεσπρωτοὺς πόλιν τεἘφύραν κατὰ κράτος εἷλε καὶ Φυλέα τὸν βασιλέα τῶν Θεσπρωτῶν ἀπέκτεινε.λαβὼν δὲ αἰχμάλωτον τὴν θυγατέρα τοῦ Φυλέως ἐπεμίγη ταύτῃ καὶ ἐτέκνωσεΤληπόλεμον.
μετὰ δὲ τὸν Δηιανείρας γάμον τρισὶν ὕστερον ἔτεσι δειπνῶν παρ᾽ Οἰνεῖ, διακονοῦντος Εὐρυνόμου τοῦ Ἀρχιτέλους υἱοῦ, παιδὸς τὴν ἡλικίαν, ἁμαρτάνοντος δ᾽ ἐν τῷ διακονεῖν, πατάξας κονδύλῳ, καὶ βαρυτέρας τῆςπληγῆς γενομένης, ἀπέκτεινεν ἀκουσίως τὸν παῖδα.
περιαλγὴς δὲ γενόμενος ἐπὶ τῷ πάθει πάλιν ἐκ τῆς Καλυδῶνος ἑκουσίωςἔφυγε μετὰ τῆς γυναικὸς Δηιανείρας καὶ Ὕλλου τοῦ ἐκ ταύτης, παιδὸς ὄντοςτὴν ἡλικίαν. ἐπεὶ δὲ πορευόμενος ἦλθε πρὸς τὸν Εὐηνὸν ποταμὸν, κατέλαβεΝέσσον τὸν Κένταυρον μισθοῦ διαβιβάζοντα τὸν ποταμόν.
οὗτος δὲ πρώτην διαβιβάσας τὴν Δηιάνειραν, καὶ διὰ τὸ κάλλος ἐρασθείς, ἐπεχείρησε βιάσασθαι ταύτην. ἐπιβοωμένης δ᾽ αὐτῆς τὸν ἄνδρα, ὁ μὲνἩρακλῆς ἐτόξευσε τὸν Κένταυρον, ὁ δὲ Νέσσος μεταξὺ μισγόμενος, καὶ [p. 454] διὰ τὴν ὀξύτητα τῆς πληγῆς εὐθὺς ἀποθνήσκων, ἔφησε τῇ Δηιανείρᾳδώσειν φίλτρον, ὅπως μηδεμιᾷ τῶν ἄλλων γυναικῶν Ἡρακλῆς θελήσῃπλησιάσαι.
παρεκελεύσατο οὖν λαβοῦσαν τὸν ἐξ αὑτοῦ πεσόντα γόνον, καὶ τούτῳπροσμίξασαν ἔλαιον καὶ τὸ ἀπὸ τῆς ἀκίδος ἀποστάζον αἷμα, χρῖσαι τὸνχιτῶνα τοῦ Ἡρακλέους. οὗτος μὲν οὖν ταύτην τὴν ὑποθήκην δοὺς τῇΔηιανείρᾳ παραχρῆμα ἐξέπνευσεν. ἡ δὲ κατὰ τὴν γενομένην ὑπὸ τοῦ Νέσσουπαραγγελίαν εἰς ἄγγος ἀναλαβοῦσα τὸν γόνον, καὶ τὴν ἀκίδα βάψασα, λάθρᾳτοῦ Ἡρακλέους ἐφύλαττεν. ὁ δὲ διαβὰς τὸν ποταμὸν κατήντησε πρὸς Κήυκατὸν τῆς Τραχῖνος βασιλέα, καὶ μετὰ τούτου κατῴκησεν, ἔχων τοὺς ἀεὶσυστρατεύοντας τῶν Ἀρκάδων.
Οινέας : Γεια σου μεγάλε ήρωα, Γεια σου Ηρακλή μας ! Ο λαός μου, οι Καλυδώνιοι, έχουμε πρόβλημα.
Ηρακλής : Τι πρόβλημα έχετε βασιλιά της Καλυδώνας, γέροντα Οινέα;
Οινέας: Ένα τέρας ! Ένα τέρας πολεμάει την πόλη μας ! Δεν ξέρουμε καλά καλά τι είναι. Αλλά ξέρουμε πώς το λένε !
Αλέξανδρος : Πώς το λένε αυτό το τέρας λοιπόν ;
Οινέας: Το λένε Αχελώο.
Ηρακλής : Και τι κάνει αυτό το τέρας; Γιατί πολεμάει την πόλη σας, Βασιλιά μου;
Οινέας : Τι να σου λέω, Ηρακλή. Αυτό το τέρας θέλει γυναίκα. Και θέλει για γυναίκα του την Διηάνειρα ! Την όμορφη κόρη μου. Αλλά τώρα δεν έχουμε δύναμη. Τα ξέρεις και εσύ. Ο γιος μου, ο Μελέαγρος, είναι νεκρός. Στον Κάτω Κόσμο, στον Άδη. Έτσι, το τέρας ο Αχελώος, κάνει ό,τι θέλει.
Αλέξανδρος : Α, το ξέρω αυτό το πρόβλημα. Δεν είναι τέρας. Ένα ποτάμι είναι, βρε Ηρακλή. Και ο Βασιλιάς θέλει βοήθεια. Θέλει να χτίσεις φράγμα στο ποτάμι.
Ηρακλής : Καλά Αλέξανδρε, εσύ λες τρελά πράγματα. Τι ποτάμι ; Μη μιλάς συνέχεια, άκου και λίγο. Καταλαβαίνω Βασιλιά. Τα άκουσα από τον Μελέαγρο τον ίδιο. Αλλά δεν ξέρω, τι κάνει αυτό το τέρας ;
Οινέας : Ηρακλή μου, προχθες ο άγριος Αχελώος ήρθε στο παλάτι μου με τη μορφή ταύρου. Τον βλέπω και μουγκρίζει. Φωνάζει “Μου μου μου” ! Και πάει κοντά/ πλησιάζει στην κόρη μου, την Διηάνειρα. Η Διηάνειρα φοβήθηκε, έτρεξε στο δωμάτιό της και κλείδωσε την πόρτα. Ο Αχελώος έμεινε εκεί, άγριος ταύρος, έκανε καταστροφές/ ζημιές, έσπασε πράγματα μέσα στο παλάτι και μετά έφυγε.
Ηρακλής : Αυτό κάνει η Διηάνειρα κάθε φορά που φοβάται ; Τρέχει στο δωμάτιό της και κλειδώνει την πόρτα ;
Οινέας : Ναι αυτό κάνει. Τι άλλο να κάνει ; Ο Αχελώος επιμένει ! Δεν κάνει πίσω. Χθες το πρωί ήρθε ξανά στο παλάτι μου. Χθες είχε την μορφή ενός φιδιού. Έβγαλε τη γλώσσα του και τύλιξε την Διηάνειρα με την ουρά του. Παραλίγο και τη δάγκωσε με το δηλητήριο, αλλά ευτυχώς η Διηάνειρα κατάφερε πάλι και έφυγε γρήγορα στο δωμάτιό της.
Ηρακλής : Είναι λάθος αυτό. Όλο φεύγει και φοβάται η Διηάνειρα. Εγώ είμαι εδώ. Δεν είναι καλό να φοβάται.
Οινέας : Πώς να μη φοβάται Ηρακλή μου ; Σήμερα το πρωί ο Αχελώος ήρθε τρίτη φορά. Αυτή τη φορά είχε τη μορφή ενός άνδρα, αλλά το κεφάλι ενός ταύρου και έλεγε μουγκανιστά Θέλω τη Διηάνειρα τώρα ! Μουυυυυυ !
Ηρακλής : Μη φοβάσαι, Βασιλιά μου. Θα τον κανονίσω εγώ τον Αχελώο. Ε, Αχελώε ! Αχελώε ; Αχελώε ; Πού είσαι ; Εδώ έχω τη Διηάνειρα, για έλα ! Δική σου είναι !
Αχελώος : Θέλω Γυναίκα. Θέλω σύντροφο για όλη μου τη ζωή. Εσένα, Διηάνειρα. Τώρα. Είσαι δική μου ! Μου ! Μου ! Μου !
Διηάνειρα : Μα εγώ δεν σε θέλω, Αχελώε ! Φύγε !
Ηρακλής : Αχελώε, η Διηάνειρα είναι δική σου. Αλλά πρώτα, θα νικήσεις εμένα ! Περιμένω! Έλα!
Διηάνειρα : Ηρακλή; Τι κάνεις ; Είσαι τρελός ; Φοβάμαι !
Ηρακλής : Έλα Αχελώε, εμπρός ! Περιμένω ! Είσαι δυνατός ; Δεν είσαι δυνατός ! Για έλα εδώ !
(ΜΑΧΗ ΗΡΑΚΛΗ – ΑΧΕΛΩΟΥ)
Οινέας : Σε ευχαριστώ εκ μέρους της πόλης μου, Ηρακλή. Εσύ νίκησες τον Αχελώο. Εσύ τον μεταμόρφωσες σε ποτάμι.
Ηρακλής : Πράγματι, Βασιλιά μου, έτσι είναι. Και αυτά εδώ είναι από το κεφάλι ταύρου. Τώρα αυτό εδώ το κέρατο θα δίνει στην πόλη σας όλα τα καλά. Το λένε το Κέρας της Αμαλθείας. Αλλά Αμαλθεία σημαίνει δουλειά. Θα δουλεύετε και θα έχετε όλα τα καλά, Βασιλιά μου. Ο Αχελώος τώρα είναι ποταμός και σας βοηθάει με το νερό του.
Οινέας : Σε ευχαριστούμε όλοι οι Καλυδώνιοι, Ηρακλή μεγάλε. Η κόρη μου είναι δική σου. Διηάνειρα, άντρας σου τώρα είναι ο Ηρακλής. Εσύ και ο Ηρακλής είστε παντρεμένοι.
Διηάνειρα : Μέχρι τώρα ήμουν ελεύθερη, πατέρα. Αλλά τώρα είμαι παντρεμένη με τον Ηρακλή ;
Οινέας : Ναι. Και ο Ηρακλής είναι παντρεμένος με εσένα. Αυτός ο γάμος θα φέρει πολλά πολλά παιδιά. Δυνατά παιδιά, σαν τον Ηρακλή, και έξυπνα παιδιά, σαν εσένα, Διηάνειρα.
Διηάνειρα : Πατέρα, με ρώτησες ; Εγώ θέλω τον Ηρακλή για άντρα μου ;
Οινέας : Έχεις δίκιο Διηάνειρα. Δεν σε ρώτησα. Τον θέλεις για άντρα σου ;
Διηάνειρα : Δεν ξέρω τι θέλω πατέρα. Όμορφος είναι. Δυνατός είναι. Αλλά εγώ είμαι μικρή. Θέλω το χρόνο μου.
Οινέας : Δεν έχουμε χρόνο, Διηάνειρα. Ηρακλή, εσύ την θέλεις για γυναίκα σου ;
Ηρακλής : Εγώ την θέλω για γυναίκα μου. Αλλά θέλω να με θέλει και αυτή για άντρα της.
Αλέξανδρος : Δύσκολα πράγματα αυτά, Ηρακλή.
Οινέας : Τέλος. Εγώ είμαι ο Βασιλιάς, εγώ αποφασίζω. Τώρα πλέον είσαι αντρόγυνο. Θα μάθετε να θέλετε ο ένας τον άλλο σιγά σιγά. Θα κάνετε πολλά παιδιά. Θα κάνετε μία όμορφη οικογένεια. Χαίρε, Ηρακλή, και καλό σου ταξίδι !
Ηρακλής : Πάμε, Διηάνειρα. Φεύγουμε.
Διηάνειρα : Πού πάμε, Ηρακλή ; Δεν ξέρω τι θέλω ακόμα.
Αλέξανδρος : Μήπως να πάμε στον ποταμό εδώ δίπλα, στον Εύηνο ; Ξέρω ότι κάνουν καλό ράφτινγκ εκεί.
Ηρακλής : Πάμε στον ποταμό. Αλλά δεν ξέρω τι είναι ράφτινγκ. Θα κάνουμε το πρώτο μας λουτρό, Διηάνειρα, το πρώτο μας μπάνιο ως σύζυγοι. Φεύγουμε.
DIALOGUE 11
Hercules and Love/ Romance (more voice to female character)
Hercules_Love_Extra_For_Reader
(80% – Α2 level according to software)
Ovidius, Fasti, 2.303-358
sed cur praecipue fugiat velamina Faunus,
traditur antiqui fabula plena ioci.
305forte comes dominae iuvenis Tirynthius ibat:
vidit ab excelso Faunus utrumque iugo.
vidit et incaluit, ‘montana ’ que ‘numina,’ dixit
‘nil mihi vobiscum est: hic meus ardor erit.’ [p. 80]
ibat odoratis humeros perfusa capillis
310Maeonis aurato conspicienda sinu:
aurea pellebant tepidos umbracula soles,
quae tamen Herculeae sustinuere manus,
iam Bacchi nemus et Tmoli vineta tenebat,
Hesperos et fusco roscidus ibat equo.
315antra subit tofis laqueata et pumice vivo;
garrulus in primo limine rivus erat.
dumque parant epulas potandaque vina ministri,
cultibus Alciden instruit illa suis.
dat tenuis tunicas Gaetulo murice tinctas,
320dat teretem zonam, qua modo cincta fuit.
ventre minor zona est; tunicarum vincla relaxat,
ut posset magnas exeruisse manus,
fregerat armillas non illa ad brachia factas,
scindebant magni vincula parva pedes.
325ipsa capit clavamque gravem spoliumque leonis
conditaque in pharetra tela minora sua.
sic epulis functi sic dant sua corpora somno,
et positis iuxta secubuere toris;
causa, repertori vitis quia sacra parabant,
330quae facerent pure, cum foret orta dies.
noctis erat medium, quid non amor improbus audet?
roscida per tenebras Faunus ad antra venit,
utque videt comites somno vinoque solutos,
spem capit in dominis esse soporis idem.
335intrat, et huc illuc temerarius errat adulter
et praefert cautas subsequiturque manus,
venerat ad strati captata cubilia lecti [p. 82]
et felix prima sorte futurus erat.
ut tetigit fulvi saetis hirsuta leonis
340vellera, pertimuit sustinuitque manum
attonitusque metu rediit, ut saepe viator
turbatus viso rettulit angue pedem,
inde tori, qui iunctus erat, velamina tangit
mollia, mendaci decipiturque nota.
345ascendit spondaque sibi propiore recumbit,
et tumidum cornu durius inguen erat.
interea tunicas ora subducit ab ima:
horrebant densis aspera crura pilis,
cetera temptantem subito Tirynthius heros
350reppulit: e summo decidit ille toro.
fit sonus, inclamat comites et lumina poscit
Maeonis: inlatis ignibus acta patent.
ille gemit lecto graviter deiectus ab alto,
membraque de dura vix sua tollit humo.
355ridet et Alcides et qui videre iacentem,
ridet amatorem Lyda puella suum.
But why Faunus, especially, shunned clothing,
Is handed down in an old tale full of laughter.
By chance Tirynthian Hercules was walking with Omphale,
His mistress, and Faunus saw them from a high ridge.
He saw and burned. ‘Mountain spirits,’ he said,
‘No more of your company: she will be my passion.’
As the Maeonian girl went by her fragrant hair streamed
Over her shoulders, her breast was bright with gold:
A gilded parasol protected her from warm sunlight,
One Herculean hands, indeed, held over her.
Now she came to Bacchus’ grove, and Tmolus’ vineyard,
While dew-wet Hesperus rode his dusky steed.
She entered a cave roofed with tufa and natural rock,
And there was a babbling stream at its entrance.
While her attendants were preparing food and wine,
She clothed Hercules in her own garments.
She gave him thin vests dyed in Gaetulian purple,
Gave him the elegant zone that had bound her waist.
The zone was too small for his belly, and he unfastened
The clasps of the vests to thrust out his great hands.
He fractured her bracelets, not made for such arms,
And his giant feet split the little shoes.
She took up his heavy club, and the lion’s pelt,
And those lesser weapons lodged in their quiver.
So dressed, they feasted, and gave themselves to sleep,
Resting on separate couches set next to one another,
Because they were preparing to celebrate the rites
Of the discoverer of the vine, with purity, at dawn.
It was midnight. What will unruly love not dare?
Faunus came through the dark to the dewy cave,
And seeing the servants lost in drunken slumber,
Had hopes of their master also being fast asleep.
Entering, as a reckless lover, he roamed around,
Following his cautious outstretched hands.
He reached the couches spread as beds, by touch,
And this first omen of the future was bright.
When he felt the bristling tawny lion-skin,
However, he drew back his hand in terror,
And recoiled, frozen with fear, as a traveller, troubled,
Will draw back his foot on seeing a snake.
Then he touched the soft coverings of the next couch,
And its deceptive feel misled him.
He climbed in, and reclined on the bed’s near side,
And his swollen cock was harder than horn.
But pulling up the lower hem of the tunic,
The legs there were bristling with thick coarse hair.
The Tirynthian hero fiercely repelled another attempt,
And down fell Faunus from the heights of the couch.
At the noise, Omphale called for her servants, and light:
Torches appeared, and events became clear.
Faunus groaned from his heavy fall from the high couch,
And could barely lift his limbs from the hard ground.
Hercules laughed, as did all who saw him lying there,
And the Lydian girl laughed too, at her lover.
Φαύνος – Αλέξανδρος – Ομφάλη – Ηρακλής
Αλέξανδρος: Πού θα πάμε σήμερα Ηρακλή;
Ηρακλής : Άκουσα ότι μία πολύ όμορφη γυναίκα μένει εδώ, στην σπηλιά. Την λένε Ομφάλη. Θέλω να τη γνωρίσω.
Αλέξανδρος: Και ποιος σου είπε να έρθεις εδώ Ηρακλή;
Ηρακλής: Ο θεός Ερμής είπε ότι πρέπει να έρθω. Αυτός έκανε το προξενιό, τη γνωριμία.
Αλέξανδρος : Δηλαδή ο Ερμής βοηθά; Μετά την κάνεις φίλη στο φέησμπουκ ; Ταιριάζετε; Είστε ζευγάρι;
Ηρακλής : Δεν ξέρω τι είναι το φέησμπουκ. Αλλά κοίτα, τι δυνατή, τι όμορφη γυναίκα είναι! Είναι πανέμορφη ! Κυρία μου, να σας ρωτήσω κάτι;
Ομφάλη: Καλημέρα σας, πείτε μου όμορφέ μου νέε !
Ηρακλής : Μου αρέσετε πάρα πολύ. Θέλω να γνωριστούμε καλύτερα.
Αλέξανδρος: Ηρακλή, μήπως βιάζεσαι λίγο;
Ηρακλής : Όχι, δεν βιάζομαι ! Ομφάλη, αν θέλετε, να γνωριστούμε καλύτερα. Αν δεν θέλετε, να φύγω.
Ομφάλη: Θέλω. Αλλά όχι σήμερα. Σήμερα έχω δουλειές. Μπορώ αύριο. Θέλετε αύριο;
Ηρακλής: Ναι, βεβαίως. Αύριο λοιπόν. Πότε μπορείτε και πότε θέλετε;
Ομφάλη: Ραντεβού αύριο στις εννέα το βράδυ; Γεια σας !
Την επόμενη μέρα
Ηρακλής : Αλέξανδρε, θα έρθεις αλλά δεν θα μιλάς πολύ. Σε παρακαλώ.
Αλέξανδρος: Εντάξει Ηρακλή, θα ακούω.
Ηρακλής: Καλησπέρα δεσποινίς Ομφάλη ! Φοράω τα καλά μου σήμερα, τη λεοντή μου !
Ομφάλη: Καλησπέρα κύριε Ηρακλή ! Ωραία είναι η λεοντή, αλλά έχω μία ωραία ιδέα σήμερα. Θέλετε να αλλάξουμε ρούχα;
Ηρακλής : Εγώ με εσάς ; Μα γιατί;
Ομφάλη: Μα για να δείξετε πόσο έρωτα έχετε για μένα. Όταν αλλάξουμε ρούχα, εγώ θα είμαι εσείς και εσείς θα είστε εγώ.
Ηρακλής: Τότε ναι. Δέχομαι. Ας αλλάξουμε ρούχα. Αλλά σε παρακαλώ, Ομφάλη, μίλα μου στον ενικό.
Ομφάλη: Εντάξει. Όταν εγώ φορέσω τη λεοντή σου, Ηρακλή, και εσύ φορέσεις τα ρούχα μου, εγώ θα είμαι εσύ και εσύ θα είσαι εγώ. Θα είμαστε ένα. Ερωτευμένοι, ενωμένοι.
Ηρακλής: Δώσε μου του φουστάνι σου το μωβ, λοιπόν.
Ομφάλη: Ορίστε. Και εσύ Ηρακλή, δώσε μου τη λεοντή σου.
Ηρακλής: Ορίστε. Και εσύ, Ομφάλη, δώσε μου την ζώνη σου την κομψή. Είναι δύσκολο να τη φορέσω ! Ομφάλη, έχεις λεπτή μέση !
Ομφάλη: Καταλαβαίνω. Τα σανδάλια μου; Τα βραχιόλια μου θα τα φορέσεις;
Ηρακλής: Τα σανδάλια ! Ας προσπαθήσω…
Αλέξανδρος: Ηρακλή, τα πόδια σου είναι χοντρά…
Ηρακλής: Πω πω τα σανδάλια διαλύθηκαν ! Και τα βραχιόλια σου έσπασαν, Ομφάλη, στα χοντρά μου χέρια!
Ομφάλη: Δεν πειράζει, Ηρακλή μου, κανένα πρόβλημα. Μου αρέσεις πολύ έτσι με τα ρούχα μου. Κι εγώ όμορφη δεν είμαι ντυμένη με την λεοντή;
Ηρακλής: Πανέμορφη είσαι Ομφάλη μου ! Κι εγώ θα κάνω ό,τι θέλεις. Σκλάβος σου για πάντα, μωρό μου !
Αλέξανδρος: Ηρακλή καλό είναι να βοηθάς την Ομφάλη στις δουλειές. Στο σπίτι, στην κουζίνα, σε όλα. Αλλά δεν χρειάζεται να φοράς τα ρούχα της ! Είναι αστείο !
Ηρακλής: Όχι, Αλέξανδρε ! Θέλω και τα φοράω ! Τι θα κάνουμε τώρα Ομφάλη μου;
Ομφάλη: Πάμε για ύπνο Ηρακλή μου; Έχουμε πολλές δουλειές αύριο!
Ηρακλής: Πάμε, Ομφάλη μου ! Αλέξανδρε, εσύ περίμενε εδώ ή πήγαινε βόλτα. Κάνε ό,τι θέλεις. Εμείς πάμε για ύπνο.
Αλέξανδρος: Δεν θέλω ύπνο τώρα Ηρακλή. Θα περιμένω εδώ μέχρι να κουραστώ και μετά θα κοιμηθώ. Άντε, καληνύχτα σας!
Ηρακλής: Καληνύχτα !
Αλέξανδρος: Εγώ πάντως δεν θα φορούσα τα ρούχα της Ασπασίας. Τελοσπάντων. Ας κοιμηθούν τώρα και βλέπουμε.
Φαύνος: Να μαι κι εγώ ! Ο Φαύνος ! Ο Πάνας ! Ο Τραγοπόδαρος ακόλουθος του Διονύσου ! Ψάχνω για γυναίκα !
Αλέξανδρος: Για γυναίκα; Φύγε Πάνα ! Εδώ η μόνη γυναίκα είναι η Ομφάλη και έχει άντρα, τον Ηρακλή !
Φαύνος: Τον Ηρακλή; Και πού είναι τώρα ; Τι κάνουν;
Αλέξανδρος : Τώρα η Ομφάλη και ο Ηρακλής κοιμούνται. Αυτοί οι δύο είναι ερωτευμένοι. Δεν θέλουν εσένα, Πάνα. Φύγε !
Φαύνος: Δεν φεύγω. Θα πάω μέσα στο δωμάτιο !
Για να δω… Χμ… Λεοντή βλέπω !… Άρα αυτός είναι ο Ηρακλής ! Αλλά εκεί τι βλέπω; Ένα ωραίο φόρεμα μωβ. Αυτή θα είναι η Ομφάλη. Έλα εδώ κούκλα μου !….
Ηρακλής : Ποιος είναι ; Επ, τι κάνεις εκεί; Ποιος χαϊδεύει το πόδι μου;
Φαύνος: Τι άγρια φωνή είναι αυτή Ομφάλη; Και τι τρίχες είναι αυτές στα πόδια σου; Είσαι η Ομφάλη σίγουρα;
Ηρακλής: Βρε ποια Ομφάλη ; Ο Ηρακλής είμαι! Άρπα και τούτη άρπα και κείνη ! Για να μάθεις !
Ο Ηρακλής τον χτυπάει – Ο Φαύνος φεύγει
Ομφάλη: Τι έγινε βρε παιδιά; Γιατί τόσος θόρυβος;
Αλέξανδρος: Ο Πάνας ήρθε και σε έψαχνε, ήθελε εσένα Ομφάλη. Αλλά νόμισε ότι ο Ηρακλής είναι εσύ, ο Ηρακλής ξύπνησε και τον χτύπησε άγρια. Τώρα ο Παν έφυγε !
Ομφάλη: Χαχαχα τι αστείο περιστατικό ! Είδες ότι ήταν σωστή η ιδέα μου να αλλάξουμε ρούχα Ηρακλή μου ;
Ηρακλής : Ναι, Ομφάλη μου. Θέλω να σε βοηθάω. Περίμενε. Θα σου μαγειρέψω σήμερα. Αλλά μετά θα βγάλω τα ρούχα σου από πάνω μου, θα φορέσω τη λεοντή μου και θα φύγω.
Αλέξανδρος: Ηρακλή, νομίζω ότι βιάζεσαι. Σιγά σιγά τα πράγματα και ένα ένα. Όποιος βιάζεται σκοντάφτει. Και σπεύδε βραδέως!
DIALOGUE 13
Hercules, Dianeira and Thanatos – Alcestis
Hercules_Dianeira_Death Extra_For_Reader
(40% – Α2 level according to software)
(50% – B1 level according to software)
Ηρακλής : Διηάνειρα, πού είσαι ; Είσαι έτοιμη ; Έχουμε άθλο να πάμε να κάνουμε σήμερα. Σήμερα θα σώσω την Άλκηστη από το Θάνατο !
Διηάνειρα : Ναι, Ηρακλή μου. Σε ένα λεπτό είμαι έτοιμη. Με περιμένεις λίγο;
Ηρακλής : Σε περιμένω. Τι άλλο να κάνω ;
Διηάνειρα : Ορίστε. Μα, βρε Ηρακλή, σε ξένο άνθρωπο πάμε, να μη του δώσουμε ένα κάτι ; Ένα γλυκό, ένα δώρο;
Ηρακλής : Βρε Διηάνειρά μου, τι δώρο; Σου λέω ότι είναι στη φυλακή η Άλκηστη και θέλει βοήθεια. Αυτός ο Γέρος, ο Θάνατος, την πήρε στον Κάτω Κόσμο.
Διηάνειρα: Καλά, και αυτή η Άλκηστη μόνη της είναι; Δεν έχει σύντροφο;
Ηρακλής: Έχει σύντροφο. Ο άντρας της ο αγαπημένος είναι ο Άδμητος. Ο Άδμητος είναι παντρεμένος με την Άλκηστη.
Διηάνειρα: Και η Άλκηστη είναι παντρεμένη με τον Άδμητο. Μαζί είναι αντρόγυνο, ζευγάρι.
Ηρακλής: Ναι, αφού ο πατέρας της Άλκηστης, ο Πελίας, έδωσε την κόρη του στον Άδμητο. Τώρα όμως οι δύο τους είναι χωρισμένοι.
Διηάνειρα: Δηλαδή πήραν διαζύγιο ; Δε νομίζω.
Ηρακλής: Όχι, δεν πήραν διαζύγιο. Είναι χωρισμένοι γιατί ο Θάνατος, ο μαύρος Άδης, πήρε την Άλκηστη στον Κάτω Κόσμο. Ο πατέρας της και η μητέρα της κλαίνε όλη την ημέρα για την κόρη τους την Άλκηστη. Εγώ λοιπόν θα πάω στον Κάτω Κόσμο, θα παλέψω με το Θάνατο και θα φέρω πίσω την Άλκηστη. Επειδή η Άλκηστη είναι ζωντανή, δεν πέθανε.
Διηάνειρα: Ναι, αλλά αφού είναι ζωντανή, όπως λες, γιατί είναι στον Κάτω Κόσμο;
Ηρακλής: Σωστή ερώτηση. Είναι στον Κάτω Κόσμο γιατί ο Θάνατος ζήτησε τον Άδμητο και η Άλκηστη πήγε εκείνη στη θέση του.
Διηάνειρα: Μεγάλο λάθος ! Όταν ο Θάνατος ζητάει κάποιον, πηγαίνει εκείνος που ζήτησε, όχι άλλος !
Ηρακλής: Καλά λες, Διηάνειρα, αλλά τώρα ο γέγονε, γέγονε. Πάμε για να τους βοηθήσουμε.
(ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ – ΔΙΗΑΝΕΙΡΑ – ΘΑΝΑΤΟΣ – ΗΡΑΚΛΗΣ)
Διηάνειρα: Ε γέρο, ποιος είσαι εσύ;
Θάνατος: Εγώ είμαι το μαύρο σκοτάδι, ο Θάνατος ! Τι θέλεις εδώ στο Βασίλειό μου γυναίκα;
Διηάνειρα : Θέλουμε την Άλκηστη ! Δεν είναι ακόμα η ώρα της να πεθάνει !
Θάνατος: Ντροπή σου ! Και πώς ξέρεις εσύ ποια είναι η ώρα της ; Εγώ αποφασίζω σε αυτό το Βασίλειο του Άδη !
Ηρακλής: Εσύ αποφασίζεις, αλλά ο Άδμητος αγαπάει τη γυναίκα του, την Άλκηστη. Την θέλει πίσω. Δεν είναι ακόμα η ώρα της!
Θάνατος: Τι ώρα είναι δηλαδή ;
Ηρακλής: Είναι τρεις και σαράντα τέσσερα το μεσημέρι. Δεν είναι η ώρα της Άλκηστης ακόμα!
Θάνατος: Εγώ ξέρω πότε είναι η ώρα της ! Πόσων χρονών είναι η Άλκηστη;
Ηρακλής : Είναι εικοσιεφτά χρονών ! Εσύ πόσων χρονών είσαι Θάνατε ;
Θάνατος: Χαχαχααχα τι αφελής ερώτηση ! Είσαι αδαής, Ηρακλή. Είσαι ένας άσχετος. Είσαι απαίδευτος, δεν έχεις καθόλου παιδεία ! Μόνο μούσκουλα, μυς έχεις και δυνατά χέρια ! Πόσων χρονών είναι ο Θάνατος ! Χαχαχα ! Είσαι βλάκας, Ηρακλή!
Διηάνειρα: Ηρακλή μου, έχει δίκιο. Μάλλον άστοχη η ερώτηση. Εγώ είμαι τριάντα ενός χρονών, Θάνατε και δεν σε φοβάμαι ! Και δεν με ενδιαφέρει πόσων χρονών είσαι ! Δώσε μας την Άλκηστη εδώ και τώρα ! Ηρακλή, όχι λόγια, έργα !
Ηρακλής: Έχεις δίκιο Διηάνειρα. Θάνατε και εγώ είμαι τριάντα τριών χρονών και δεν σε φοβάμαι ! Όταν εσύ είσαι εδώ, εγώ δεν είμαι πια εδώ. Και όταν εγώ είμαι εδώ, εσύ ακόμα δεν υπάρχεις. Άρα; Δεν σε φοβάμαι. Δώσε μας τώρα την Άλκηστη, γιατι θα το μετανιώσεις !
Θάνατος: Εγώ ; Θα το μετανιώσω; Ας γελάσω ! Εγώ δεν μετανιώνω για τίποτα.
Ηρακλής: Θα το μετανιώσεις, Θάνατε. Θα κλάψεις με μαύρο δάκρυ. Είσαι γέρος και σε σέβομαι. Αλλά θα σε χτυπήσω με το ρόπαλό μου. Σου το λέω. Δώσε μου την Άλκηστη με το καλό ! Αλλιώς, όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος !
Θάνατος: Χαχαχα ! Και τι είναι ράβδος βρε χαζο Ηρακλή;
Ηρακλής: Αυτό εδώ είναι η ράβδος ! Το ρόπαλό μου ! Άρπα την ! Στο παλιό σου το κεφάλι !
Θάνατος: Εγώ είμαι αδύνατος ! Δεν έχω τα κιλά σου ! Θα φύγω !
Ηρακλής: Εσύ είσαι αδύνατος, αλλά είσαι και αδύναμος ! Δεν έχεις δύναμη ! Θα τρέξω και θα σε πεθάνω στο ξύλο !
Θάνατος: Δεν μπορείς ! Χαχαχαχ!
Διηάνειρα: Κι όμως μπορεί ! Γιατί θα σε εμποδίσω εγώ τώρα ! Δεν πας πουθενά Θάνατε! Είσαι σε παγίδα !
Ηρακλής: Σε πιάσαμε Θάνατε! Θέλεις ξύλο τώρα; Εγώ βλάκας; Εγώ, ο Ηρακλής, βλάκας; Μπουνιές και κλωτσιές, πυξ λαξ; Ή θα μας δώσεις την Άλκηστη;
Θάνατος: Σε παρακαλώ, Ηρακλή μου μεγαλοδύναμε, σε παρακαλώ ! Μια κουβέντα είπα και εγώ, δεν το εννοώ ! Δεν είσαι βλάκας ! Εγώ είμαι ένας γέρος, σε παρακαλώ. Όχι ξύλο. Θέλεις την Άλκηστη, θα την έχεις! Εντάξει!
Διηάνειρα: Δώσε μας την Άλκηστη τώρα! Παλιόγερε !
Θάνατος: Δεν είμαι παλιόγερος. Σε παρακαλώ κόρη μου. Τη δουλειά που κάνω εγώ κανένας δεν τη θέλει. Είναι γλυκιά η ζωή κι ο Θάνατος μαυρίλα. Γι’ αυτό είμαι έτσι Γέρος. Κουρασμένος. Θα σας δώσω την Άλκηστη, αλλά όχι ξύλο. Όλοι οι ζωντανοί με βρίζουν όταν ζούνε, κι όταν δεν ζούνε πάλι βρίζουν. Σας παρακαλώ. Δείξτε λίγη κατανόηση.
Ηρακλής: Έχει δίκιο, Διηάνειρα. Δεν θα σου ρίξουμε ξύλο. Εσύ κλαις και χωρίς μπουνιές. Κλαις από μόνος σου. Δώσε μας την Άλκηστη και φεύγουμε. Θα μείνεις εσύ με τον σκύλο του Άδη, τον Κέρβερο. Εμείς φεύγουμε.
Θάνατος: Ορίστε η Άλκηστη ! Όλη δική σας !
Διηάνειρα: Όχι δική μας ! Η Άλκηστη θα πάει εκεί που θέλει ! Πού θέλεις να πας Άλκηστη;
Άλκηστη: Θέλω να πάω στην οικογένειά μου. Στον Άδμητο, τον άντρα μου. Είμαστε παντρεμένοι εγώ και ο άντρας μου. Μπορούμε να φύγουμε; Δεν μου αρέσει ο Κάτω Κόσμος.
Θάνατος: Ούτε εμένα μου αρέσει εδώ ! Να έρθω κι εγώ πάνω, στην ζωή ;
Ηρακλής: Είσαι τρελός; Εδώ είναι το βασίλειό σου ! Πάμε Διηάνειρα, πάμε Άλκηστη. Φεύγουμε από εδώ και αχρείαστος να μας είναι ο κύριος ! Αντίο Θάνατε !
Θάνατος: Αντίο, Ηρακλή. Ευχαριστώ. Αντίο, αλλά προς το παρόν.
Ο ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ (ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΑΛΚΗΣΤΙΣ)
ἐγὼ μὲν οὐκ ἔχοιμ᾽ ἂν εὖ λέγειν τύχην·
χρὴ δ᾽, ὅστις εἶ σύ, καρτερεῖν θεοῦ δόσιν.
Την Άλκηστη εγώ πρέπει
να σώσω κι εδώ πίσω να τη φέρω,
τη χάρη αυτή στον Άδμητο να κάμω.
Καρτέρι πάω στο Θάνατο να στήσω,
το μαυροφόρο κύριο των νεκρών·
θαρρώ πως θα τον βρω κοντά στον τάφο,
αίμα απ᾽ τα σφάγια να ρουφά. Αν χιμώντας
από κρυψώνα τον τσακώσω, κι έτσι
τον σφίξω μες στα χέρια μου, κανένας
δε μου τον παίρνει· απ᾽ των πλευρών τον πόνο
θ᾽ αναγκαστεί να μου τη δώσει πίσω.
850Αν σ᾽ αυτό δεν πετύχω, αν δε ζυγώσει
αίμα να πιει, στ᾽ ανήλιαγα παλάτια
της Κόρης και του Πλούτωνα θα πάω
να τη ζητήσω· κι είμαι βέβαιος ότι
την Άλκηστη εδώ πάνω θα τη φέρω
να τη δώσω στα χέρια αυτού του φίλου,
που, ενώ τον είχε βρει κακό μεγάλο,
δε μ᾽ έδιωξε, με δέχτηκε από σέβας
σ᾽ εμένα, γενναιόψυχα σιωπώντας.
Στη Θεσσαλία και σ᾽ όλη την Ελλάδα
είν᾽ άλλος πιο φιλόξενος; Κανένας.
Ώστε ας μη λέει πως σ᾽ έναν τιποτένιο
860έκαμε το καλό η γενναία καρδιά του.
ΑΔΜ. Θεοί! Τί θάμα ανέλπιστο είναι τούτο!
Την Άλκηστή μου βλέπω, αλήθεια, ή πλάνα
θεϊκή χαρά το νου μου αναγελάει;
ΗΡΑ. Όχι· πλάνη καμιά· η γυναίκα σου είναι.
ΑΔΜ. Τήρα μην είναι φάντασμα απ᾽ τον Άδη.
ΗΡΑ. Δεν έχεις φίλο που ψυχές ξορκίζει.
ΑΔΜ. Ώστε είναι η ίδια που έβαλα στον τάφο;
1130ΗΡΑ. Δεν απορώ που δυσπιστείς· είν᾽ η ίδια.
ΑΔΜ. Μπορώ να της μιλώ, να την αγγίζω
σα ζωντανή; ΗΡΑ. Ναι· ό,τι ποθούσες το έχεις.
ΑΔΜ., αγκαλιάζοντας την Άλκηστη.
Ω πρόσωπο, ω κορμί της λατρευτής μου,
σας κρατώ, που δεν το ᾽λπιζα ποτέ μου.
ΗΡΑ. Ναι, και μακριά σας των θεών ο φθόνος.
ΑΔΜ. Γιε ευγενικέ του ύψιστου Δία, εκείνος
να σε φυλάει, και να ᾽σαι ευτυχισμένος·
μου αναστυλώνεις τη ζωή, εσύ μόνος.
Μα πώς στο φως την έφερες και πάλι;
ΗΡΑ. Πάλεψα με το Θάνατο, που ορίζει
1140τους πεθαμένους. ΑΔΜ. Πού έκαμες τη μάχη;
ΗΡΑ. Στον τάφο πλάι· κρυμμένος, καρτερούσα.
ΑΔΜ. Αμίλητη όμως στέκει· ποιός ο λόγος;
ΗΡΑ. Δε γίνεται ν᾽ ακούσεις τη λαλιά της,
την τρίτη μέρα πριν να φέρει ο ήλιος,
και, αφού ήταν στους θεούς του κάτω κόσμου
ταμένη, ν᾽ αγνιστεί απ᾽ αυτό. Έλα πάρ᾽ τη
σπίτι· και έτσι, όπως είσαι δίκαιος, πάντα
ευλαβικά να φέρνεσαι στους ξένους.
Τώρα, Άδμητε, έχε γεια· εγώ πάω να κάμω
τον άθλο που ο Τιρύνθιος βασιλιάς
1150μου ᾽χει αναθέσει. ΑΔΜ. Μείνε εδώ κοντά μας·
το παλάτι μου θα ᾽ναι και δικό σου.
ΗΡΑ. Άλλη φορά· τώρα είναι βία να φύγω.
Φεύγει.
ΑΔΜ. Με το καλό να πας και να γυρίσεις.
Στους ακολούθους του και στο Χορό.
Στην τετραρχία προστάζω και στην πόλη
χορούς γι᾽ αυτή την ευτυχία να στήσουν,
κι όλους μας τους βωμούς να ζώσει η κνίσα
από θυσίες βοδιών ευχαριστήριες.
Καλύτερη ζωή για μας αρχίζει·
είδα τύχη καλή και δεν τ᾽ αρνιέμαι.
Μπαίνει στο παλάτι κρατώντας την Άλκηστη.
ΧΟΡ. Πλήθος παίρνουν μορφές τα θεϊκά,
1160και πολλά κι απρομάντευτα φέρνουν σε τέρμα οι θεοί·
ό,τι πρόσμενες μένει ανεκτέλεστο, ενώ
στο αναπάντεχο δίνει μια λύση ο θεός.
Έτσι τέλειωσε τώρα κι αυτή μας εδώ η ιστορία.