ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΣΑΤΥΡΟΥ – KISS OF THE SATYR
Category : Modern Greek Aestheticism & Antiquity
Perikles Giannopoulos (1871 – 1910)
(Στὴ ζωγραφιά τοῦ Ρωπς)
πρώτη δημοσίευση στο ερευνητικό άρθρο: Ντουνιά Χριστίνα (2016), Λογοτεχνία και ζωγραφική: η συνάντηση του Περικλή Γιαννόπουλου με τον Φελισιέν Ροπς. Στον τόμο: ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΤΡΙΚΑ, ΥΦΟΛΟΓΙΚΑ, ΚΡΙΤΙΚΑ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ • ΤΟΜΕΑΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2016
Το στοιχειωμένο δάσος ὁ ἥλιος πυρώνει, ἡ λαύρα ἀπ’ τὴ γῆ ἀνεβαίνει λαχτάρα, οἱ ἴσκιοι ζωντανεύουν, ξυπνοῦνε τα στοιχειά. – Ἦρθε μεσημέρι.
Πανώρια ἡ Λάμια, ἀπ’ τὸν ὕπνο ξεληθαργώνεται, τὸ δάσος ἁλωνίζει, σ’ τὰ δυνατά των κοιμισμένων βοσκῶν νεῦρα χύνεται ὄνειρο καφτερό. Ἀχόρταστη ἀπ’ τὸν ἕνα σ’ τὸν ἄλλον πετάει, κι’ ἡ διψασμένη τῆς ψυχή τῶν κοιμισμένων τὴ ζωὴ ῥουφάει σὲ φίλημα θανατικό. Καὶ πάει, ἀδρόσιστη, φρενιασμένη ἀπ’ τὴν ἀδάμαστη ἡδονή.
Κάτου ἀπὸ γιγάντια σικυά ποὺ μονάχη τὸ στραβοδίβολο κορμό τῆς ξανοίγει, μέσα σ’ τὴν παχεῖα σκιὰ ποὺ κρατοῦνε τὰ φύλλα τῆς τὰ ὅμοια μὲ φάσκελα, κολώνα μισοστέκεται μαυρισμένη, Γέρο – Σατύρου βαστώντας καιροφαγωμένη προτομή. Ψηλά, σ’ τοῆ ἥλιου τὸ ἄναμμα, κοράκια, στρυφογυρίζουν γυαλίζουν καὶ κρώζουν. Χάμου, χαμηλὰ πρασινάδας πεθαμμός, καὶ σ’ τον ἴσκιο παχύ, το γελοῖο, ποὺ κρύβει τῆς αἰώνιας ἡδονῆς τὸ μυστικό.
Μὲ χείλια ἀφρισμένα, ἡ Λάμια πανώρηα, σ’ τη μαρμαρένια κρεμάστηκε προτομή, σὲ στήθια ἀναμμένα σφιχτά το μάρμαρο ἔκλεισε, μέ τους χτύπους της καρδιᾶς της την πύρινη δέηση ἔκαμε, το μυστικὸ ζητώντας ἡδονῆς παντοτινής… Καὶ καρφωμένη σ’ τα νύχια, τα δόντια σφιχτά, το στόμα ἐκόλλησε σ’ το γέλιο το βαθύ.
Ἀπ’ τη λαύρα τοῦ φιλιοῦ ζωντανεμένο, κουνήθηκε, ἔσκυψε, το μαρμαρένιο κεφάλι, μὲ στόμα ὡς τ’ αὐτιὰ ἀνοιχτό, καὶ ‘μ’ ἄφωνο γέλιο Θεοῦ τρομερό, φίλησε το ἀφρισμένο στόμα.
Τρέμει καὶ καίεται. Το κορμί τῆς μανιώνει ἡ δύναμη του Θεοῦ, σ’ τὴν ψυχή της ξανανοίγει Παράδεισος τρομερός, τὰ μάτια τῆς ξαστράφτουν μαγεμμένα… Δέντρα φύλλα κλαδιὰ λουλούδια, ηλιασμένες κι’ ισκιωμένες μεριές, ὅλα πλουμισμένα μὲ μάτια – ‘μ’ ὅλα τὰ μάτια ποὺ σβυσε μὲ φιλιὰ – αστρόφωτα, τὸ τρελαμένο της κορμὶ σαϊτεύουν ‘μ’ ἡδονή….. καὶ κάθε κλώνου λίγωμα, κάθε πεθαμένου φύλου χάιδεμα, κάθε χορταριοῦ ἀνάδεμα, κάθε φωνὴ καὶ κάθε χρῶμα, το δάσος ὅλο κι’ ὅλος ὁ ἀέρας μαζί μέ τὸν οὐρανό, γεννώντας σ’ τὸ κορμί τῆς ἡδονὴ ‘μ’ ἄφαντα φιλιά της πίνουν την ψυχή.
Λιποθυμισμένη τώρα σ’ την πρασινάδα πού τὴν φιλεῖ μὲ βελονιές, καταχωνιασμένη ἀπ’ τὴν ἄπειρη ἡδονὴ ποὺ βαθεῖα δὲν περονιάζει τώρα σ’ τὰ κόκκαλα, νοιώθει τὸ αἷμα της νὰ ξεθυμαίνη μὲ πόνο, τὴν ψυχή της νὰ σώνεται ἀπ’ τὴν ἄσπλαχνη γλύκα μὲ πρόσωπο σπαραχτικὰ γελαστό. Τὰ μάτια τῆς ξεψυχισμένα ὁλάνοιχτα, σ’ το ἀφάνταστο σπασμὸ – σ’ τὸν τελευταῖο του κορμιοῦ κορδακισμό – λάγνα σκιάχτρα στρίβουν σ’ τὸν ἥλιο τὶς λάγνες του ρουφώντας φωτιές, πεθαμένα ἀχόρταστα.
Σ’ τὸν οὐρανὸ φωτιά. Σ’ τὸ στοιχειωμένο δάσος ἀποκαμωμένη λαμπράδα. Σ’ τὸ κεραυνωμένο τῆς Λάμιας κορμί, κοντὰ σ’ το γέλιο τοῦ προσώπου τὸ τραγικό, τὰ δύο μάτια θεάνοιχτα ‘μ’ ἀστραφτερὴ γιαλάδα. Κάτου ἀπ’ τὸν κομπιασμένο τῆς σικυᾶς κορμό, ἀπὸ τὰ φύλλα τὰ ὅμοια μὲ φάσκελα, στὸ γέλιο τοῦ Γέρο – Σατύρου τὸ Σατανικὸ, στὰ μαυρισμένα καὶ μαρμαρένια χείλια του, λάμπει ἀκόμα μιὰ στάλα ἀπὸ τ’ ἀφρισμένο φίλημα.
ΛΩΤΟΣ «Ἡμερολόγιον Ποδογύρου», 1896, σελ. 57-59
In the haunted forest, the sun is firing the forest, the fire, burning, is rising from the earth longing, the shadows are coming to life, the ghosts are waking up. – It’s noon.
Lamia the all beautiful, she wakes up from her sleep, threshes the forest, on the dormant shepherds’ strong nerves she pours a burning dream. Unsatisfied, lustful, she flies from one to the other, and her thirsty soul, the life of those asleep, she sucks into a kiss of death. And she goes, ruthless, furious with the indomitable pleasure / hedonistic .
Under a giant fig tree that alone, its crooked doubleroaded trunk reopens, in the thick shadow that keeps its leaves like an open palm, a column is half-standing, blackened, of an Old- Satyr, bearing a time-consumed bust. High, in the lighting of the sun, crows, turn around, shine and crack. Down, low greens’ death, and in the shadow of thick, laughter, that hides the secret of eternal pleasure.
With lips of froth, Lamia the all beautiful, on the bust she hung on the bust of marble, the marble she tightly closed among her breasts, with the beating of her heart she made the fiery prayer, the secret asking of eternal pleasure …παν And nailed on her nails, her tight teeth , her mouth stuck on the deep laughter.
From the burning of the kiss alive, he moved, he bent down, the marble head, with his mouth as open up to his ears, and with a dumb voiceless terrible laughter of a God, he kissed her foamy mouth.
She’s trembling and she burns. Her body is enraged, manic by the power of God, in her soul reopens the terrible Paradise, her eyes sparkle enchanted… Trees leaves branches flowers, sunny and shaded places, all enriched with eyes – with all the eyes that she faded away with her kisses – starlightnings, her mad body they shoot with arrow of pleasure… .. and every branch’s lust, the lust of every clone, every caress of a dead leave, every weed’s swirling, every voice and every color, the whole of the forest and all the air together with the sky, giving birth of pleasure to her body with invisible kisses they drink her soul.
Fainted now in the greenery that kisses her with stitches, buried inside from infinite pleasure that now deeply does not bite in her bones, she feels her blood soothe with pain, her soul being saved from the ruthless sweetness with a tearful face smiling. Her eyes open wide open, with no soul, in an unimaginable spasm – in the last licentious dirty dancing of her body – lustful scarecrows turn in the sun sucking his lustful fires, dead insatiably.
Fire in the sky. In the haunted forest, a bright weary glow. In the lighted body of Lamia, near the tragic laughter of the face, the two eyes divinely wide open with a shining luster. Below the compressed, nervous trunk of the fig tree, from the leaves that look like open palms, in the laughter of the Old – Satyr the Satanic, on his blackened and marble lips, shines another drop from the foamy kiss.
Translation: Ilias Kolokouris (2020)