«Ορισμένοι είναι γεννημένοι ηθογράφοι ή ελληνολάτρες»

«Ορισμένοι είναι γεννημένοι ηθογράφοι ή ελληνολάτρες»

ΤΕΤΑΡΤΗ, 04 ΜΑΡΤΙΟΥ 2015 00:00

alt

Ανέκδοτη συνέντευξη του Παύλου Μάτεσι από το 2007 για τον Αριστοφάνη και τις μεταφράσεις του.

Του Ηλία Κολοκούρη

Tο 2007, με αφορμή μια εργασία μεταφραστικής θεωρίας και πρακτικής για το μάθημα του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, συνάντησα τον Παύλο Μάτεσι στα Εξάρχεια, στο Βοξ. Η μέρα ήταν ωραία και ο κύριος Μάτεσις είχε κέφια. Έχει μόλις επανεκδοθεί η Μητέρα του σκύλου από τις εκδόσεις Καστανιώτη, κι έχουν κυκλοφορήσει σε μετάφρασή του οι Σφήκες του Αριστοφάνη. Συνάντησα άλλες δύο φορές τον κύριο Μάτεσι, και κάθε φορά τελείωνε τη συνάντηση ευχόμενος «Χαίρε, Υγίαινε, Σκίζε!». Το 2013 ο Παύλος Μάτεσις ακολούθησε τον Διόνυσο και τον Ξανθία στην διαμάχη Ευριπίδη – Αισχύλου στον Κάτω κόσμο, κοάζων είρων και ωραίος “Βρεκεκεκὲξ κοὰξ κοάξ”. Αποχώρησε στα 80 του χρόνια, 20 Ιανουαρίου 2013.

Στο θέατρο, το κείμενο, η λέξη πρέπει την στιγμή που εκφέρεται, εκείνη την στιγμή να γίνεται κατανοητή από τον θεατή. Δεν φταίει ο θεατής.

Υπάρχει δύσκολο θέατρο ή είναι δύσκολο το κοινό;

Στο θέατρο, το κείμενο, η λέξη πρέπει την στιγμή που εκφέρεται, εκείνη την στιγμή να γίνεται κατανοητή από τον θεατή. Δεν φταίει ο θεατής. Αν την καταλάβει μετά από δέκα δευτερόλεπτα, δεν συμβαδίζει με το έργο και τον ηθοποιό. Χρειάζεται να υπάρχει καθαρότητα και ευθυβολία και του νοήματος και του ήχου. Έχεις σπουδάσει τη μουσική;

Είχα κάνει λίγο πιάνο, αλλά όχι πολλά πράγματα, εσείς;

Έχω τελειώσει βιολί και θέλω να πω ότι αντιλαμβάνομαι πως η λέξη συγγενεύει με την μουσική, αφού έχει ως πρώτη ύλη τον ήχο, παράλληλα όμως έχει μια έννοια, ένα νόημα. Αυτό απευθύνεται στον εγκέφαλο. Δηλαδή, η λέξη είναι ένας ήχος που απευθύνεται στο υποσυνείδητο και δεν ξέρουμε πώς θα επιδράσει στον κάθε δέκτη. Ο συγγραφέας ξέρει όμως. Αν θυμάσαι στον Οιδίποδα επί Κολωνώ, όπου στο τέλος ο Οιδίπους καταριέται τον γιο του, οι λέξεις είναι πάρα πολύ σκληρές ηχητικά, όλο μπρρρ ντρρρρ γκρρρ. Ήξερε τι έκανε ο Σοφοκλής, το ίδιο και ο Αριστοφάνης.

Πώς σας φαίνονται οι υπάρχουσες μεταφράσεις του Αριστοφάνη;

Οι παλιότερες μεταφράσεις του Αριστοφάνη ντρέπονται να πούνε και τα σύκα σύκα. Έτσι, βλέπεις πολλούς αριστερούς (Ρώτας, Βάρναλης κλπ) οι οποίοι, ενώ θέλανε να ξεμπροστιάσουν την γλώσσα, σε πράγματα που έχουν σχέση με το σεξ ήταν ντροπαλοί.

Κάθε λέξη ως ήχος επιδρά διαφορετικά σε κάθε δέκτη. Από κει και πέρα το να προσπαθήσεις να στρατεύσεις την γλώσσα και να τη χρησιμοποιήσεις για τα κόμματα, το δημιούργημά σου είναι λίγο ζαβό. Οι μεταφράσεις που έχουν γίνει του Αριστοφάνη, αν ιδωθούν με κριτικό μάτι σε σχέση με το πρωτότυπο, θα φανεί ότι η γλώσσα είναι στρατευμένη. Κομματική. Ακόμα και του Βάρναλη. Καλά, του Ρώτα είναι φρίκη, δεν συζητιέται. Του Σταύρου είναι άμουσες, είναι μη ποιητικές. Ο Αριστοφάνης είναι μέγας ποιητής. Βλέπεις εκεί που μιλάει, λέει λέει λέει, χρησιμοποιεί την γλώσσα την τότε καθημερινή, αλλά στα χορικά είναι τόσο λυρικός που τα χάνεις. Όπου του το επιτρέπει η κωμωδία, ο λυρισμός του διαχέεται. Στις Νεφέλες υπάρχει ένας λυρισμός ιερατικός, δεν σηκώνει κουβέντα. Και μάλιστα το τελειώνει το έργο κι οι Νεφέλες λένε: «Βγάλτε μας από ’δω, αρκετά σας χορέψαμε για σήμερα!», κάτι δίσημο, αφού και χορέψαμε για εσάς αλλά και σας χορέψαμε. Οι παλιότερες μεταφράσεις του Αριστοφάνη ντρέπονται να πούνε και τα σύκα σύκα. Έτσι, βλέπεις πολλούς αριστερούς (Ρώτας, Βάρναλης κλπ) οι οποίοι, ενώ θέλανε να ξεμπροστιάσουν την γλώσσα, σε πράγματα που έχουν σχέση με το σεξ ήταν ντροπαλοί. Μετέφραζαν σαν μέλη χριστιανικής ένωσης. Του Γεωργουσόπουλου οι αριστοφανικές μεταφράσεις είναι κακές. Ο άνθρωπος ξέρει αρχαία όσο κανείς, αλλά δεν έχει αίσθηση του χιούμορ, κι έτσι το περνάει όλο στο χωριάτικο. Είναι ορισμένοι άνθρωποι που είναι γεννημένοι ηθογράφοι ή είναι ελληνολάτρες. Ο Γεωργουσόπουλος θέλει να βγάλει τα ηπειρώτικα τραγούδια μες στην τραγωδία.

Διαφωνείτε όταν γίνεται σύνδεση της Ελλάδας των πρώτων χρόνων μετά το ’21 με την Ελλάδα της αρχαιότητας μέσα σε μια μετάφραση;

Ναι. Συχνά καταντά γελοίο, γιατί από μια στιγμή και μετά, η ελληνική πραγματικότητα υπέστη μια καθίζηση και μια ήττα εξαιτίας της νέας θρησκείας, του χριστιανισμού. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο Αριστοφάνης, ή τα σύμβολα, τα φαλλικά σύμβολα (στους Αχαρνείς που βάζει την κορούλα του Δικαιόπολι να κρατάει τον φαλλό) σήμερα θα ήταν τερατώδη, όχι το τότε γονιμικό σύμβολο. Σήμερα θα λέγανε ότι έβαλε την κόρη του να κρατάει την πούτσα.

alt

Ο χριστιανισμός κατέστρεψε ή έσωσε κάτι από την αρχαία Ελλάδα;

Ο χριστιανισμός μετέβαλε τα πράγματα, έφερε την αίσθηση της αμαρτίας. Σου λέει ό,τι και να κάνεις θα είναι αμαρτία, στο σεξ, στον έρωτα. Ποιο; Το πιο φυσιολογικό πράγμα για τους αρχαίους, ο έρωτας. Ακόμα και ο έρωτας μεταξύ αντρών δεν ήταν κατακριτέος, εκτός απ’ την πορνεία, δηλαδή όταν το παιδί πήγαινε και γαμιότανε για λεφτά, τότε ήτανε όνειδος. Αυτή η αίσθηση της αμαρτίας σήμερα μας εμποδίζει στην μετάφραση. Επιπλέον είναι και ένα άλλο πράγμα, σχετικά με τις λέξεις που έχουν να κάνουν με τα γεννητικά όργανα και τις φυσικές λειτουργίες του σώματος. Οι λέξεις οι σημερινές είναι λίγο βάναυσες ηχητικά, επειδή είναι οι περισσότερες παρμένες από ξένες γλώσσες. Οι αρχαίες λέξεις, εκτός του ότι δεν έχουνε την χροιά της αμαρτίας, δεν είναι άσχημες. Αν κυριολεκτήσεις όταν μεταφράζεις, βρωμάει το πράγμα. Εκεί πρέπει να βρεις έναν τρόπο να «περάσεις από το πλάι». Λόγου χάρη το «πούτσα» προέρχεται από τη σλάβικη λέξη bozzo. Μπορεί η αρχαία λέξη να ’ναι όντως η «ψωλή», δεν μπορείς όμως να το βάλεις έτσι. Αν πάλι πεις «πουλί», εκεί γίνεται πολύ χαδιάρικο. Πρέπει να βρεις έναν τρόπο χιουμοριστικό. Παραδείγματος χάριν, στο τελευταίο που μετέφρασα, στις Σφήκες, το «ευρύπρωκτος», να βάλεις πούστης; Είναι άσχημο. Εγώ το έβαλα «κώλος δημοσίας χρήσεως». Έτσι, περνάει αυτό που θέλει ο Αριστοφάνης και με χιούμορ και βρίζει, και ξεφωνίζει.

Πώς αντιλαμβάνεστε εσείς τον Αριστοφάνη ως προσωπικότητα;

Ο Αριστοφάνης ήτανε αστός και εύπορος. Δεν ήτανε χωριάτης, όπως θέλουν μερικοί να τον παρουσιάσουν. Βεβαίως, ορισμένοι ήρωές του είναι χωριάτες. Κι εκεί, ως έξυπνος συγγραφέας που είναι, τους βάζει να μιλάνε χωριάτικα. Ορισμένες φορές η γλώσσα δεν ανήκει στον συγγραφέα, ανήκει στο πρόσωπο.

Όπως με την Ραραού στο δικό σας έργο. Σωστά;

Ναι, υπήρξε και μία ωραία παρεξήγηση με ένα δικό μου έργο. Όταν μεταφράστηκε Η Μητέρα του σκύλου στα γαλλικά στις εκδόσεις Gallimard, κάποιοι το διάβασαν και είπαν ότι ο μεταφραστής είναι αγράμματος. Το διάβασε και ο Jacques Bouchard, ο οποίος είναι διαπρεπής μεταφραστής, μέλος της Ακαδημίας και λοιπά και τους εξήγησε ότι δεν είναι αγράμματος ο μεταφραστής, είναι αγράμματη η ηρωίδα, η Ραραού. Πρέπει όμως να σκεφτείς, ακόμα κι όταν ο επί σκηνής μιλά με ιδίωμα, αν οι λέξεις που χρησιμοποιείς είναι γνωστές στο κοινό. Δηλαδή, εγώ βάζω τον Ψευδαρτάβα τον Πέρση στους Αχαρνείς να λέει «Πάρη παπάρι» και «Γιουνάν». Γιατί αν την ώρα που μιλά ο θεατής καθυστερήσει έστω και λίγο, πάει, έχασε και τα επόμενα. Βέβαια, η λογοτεχνία γενικά σήμερα και το θέατρο απευθύνεται σε μία μειονότητα. Αναγκαστικά θα αγνοήσεις τους αγράμματους, προσπαθώντας όμως να μη τους δυσκολέψεις κι άλλο. Παίζει μερικές φορές τεράστιο ρόλο ο ρυθμός σε μια μετάφραση, ο τρόπος που ο ήχος κατευθύνεται προς τον εγκέφαλο. Ο ρυθμός της λέξης ορίζει πάρα πολλά πράγματα, στην τυπολογία και στην διάθεση. Αλλιώς επιδρά ο στίχος που τονίζεται στην λήγουσα κι αλλιώς στην προπαραλήγουσα. Αυτό το ξέρει πολύ καλά και το κάνει πολύ καλά ο Αριστοφάνης. Έχει διαβάσει τους Προσωκρατικούς, δεν είναι αγράμματος.

Ναι, αλλά παρωδεί τον Ευριπίδη. Πώς κι έτσι;

Σήμερα υπάρχει ένα είδος πνευματικής τρομοκρατίας: όταν ένα πρόσωπο είναι διάσημο και δεν αρέσει σε κάποιον, εκείνος δεν τολμά ούτε να τον ξεφωνίσει, ούτε καν να πει την γνώμη του. Ο Αριστοφάνης γενικά δεν φοβάται να σατιρίσει και να αμφισβητήσει.

Ο Αριστοφάνης λάτρευε τον Ευριπίδη. Ο Ευριπίδης είχε αρχίσει να αμφισβητεί τους δύο προηγούμενούς του, τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή που ακόμη και σήμερα αποτελούν το «τοτέμ» της τραγωδίας. Ο Ευριπίδης αμφισβήτησε τους θεούς, εισήγαγε την ειρωνεία. Ορισμένα έργα του είναι εντελώς ειρωνικά, δεν αστειεύεται. Γι’ αυτό και στον καιρό του ήταν σκάνδαλο. Πήρε μόλις τέσσερα βραβεία σε μια ζωή. Ο από μηχανής θεός του Ευριπίδη είναι καθαρή ειρωνεία, είναι σαν να λέει το έργο «Παιδιά είμαι σε αδιέξοδο, βγάλτε τον θεό, αλλιώς βγάλτε τα πέρα μόνοι σας». Αυτό είναι ειρωνεία νομίζω. Με όλα αυτά κινδύνευε κιόλας, να τον περάσουνε στην αθεΐα και να τον θανατώσουν. Ο Αριστοφάνης ειρωνεύεται τον Ευριπίδη συνέχεια, αλλά και τον λατρεύει, γι’ αυτό του αφιερώνει τόσους στίχους και στους Αχαρνείς. Η σκηνή είναι καθαρή παρωδία, αλλά ο ποιητής επιλέγει να παρωδήσει τον μέγιστο. Όταν θες να κάνεις σωστή σάτιρα, ας πούμε στις πουτάνες, θα πάρεις την κορυφαία πουτάνα. Όταν σατιρίσεις θα πάρεις την κορυφαία προσωπικότητα, δεν θα πάρεις τους «δεύτερους». Θέλει να σατιρίσει ένα είδος της λογοτεχνίας, κι έτσι επιλέγει τον κορυφαίο του είδους. Δεν θα μπορούσε να πάρει έναν άσημο της εποχής. Πήρε τον Ευριπίδη, μία κορυφή, η οποία προκαλούσε κιόλας. Δεν είναι αντιδραστικός απέναντί του. Οι άλλοι δύο της τραγωδίας δεν ζούσαν πια, γι’ αυτό τον επιλέγει, και επειδή προκαλούσε σκάνδαλο. Σήμερα υπάρχει ένα είδος πνευματικής τρομοκρατίας: όταν ένα πρόσωπο είναι διάσημο και δεν αρέσει σε κάποιον, εκείνος δεν τολμά ούτε να τον ξεφωνίσει, ούτε καν να πει την γνώμη του. Ο Αριστοφάνης γενικά δεν φοβάται να σατιρίσει και να αμφισβητήσει. Στους Βατράχους του σατιρίζει τον Διόνυσο με πολύ ελευθερία. Τηρουμένων των αναλογιών, δεν θα μπορούσε κανείς σήμερα να τολμήσει να σατιρίσει όχι τον ηγέτη της κρατούσας θρησκείας, κάποιον δευτερεύοντα, τον Άγιο Διονύσιο. Θα σε φάνε. Υπήρχε ένα κοινό με ανοιχτό μυαλό που επέτρεπε στον Αριστοφάνη την τόλμη του. Δεν είναι εμπαθής, είναι έντονος.

Μπορεί ο μέσος αναγνώστης να απολαύσει από μόνο του σήμερα Αριστοφάνη;

Πιστεύω ότι για να διαβάσεις, να καταλάβεις και να μεταφράσεις σωστά Αριστοφάνη, πρέπει να προηγηθεί ανάγνωση του Θουκυδίδη. Γιατί ο Αριστοφάνης έχει άμεση σχέση με την πατρίδα του. Πατρίδα τότε δεν ήταν η χώρα, όπως σήμερα. Πατρίδα ήταν οι άνθρωποι.

Πιστεύω ότι για να διαβάσεις, να καταλάβεις και να μεταφράσεις σωστά Αριστοφάνη, πρέπει να προηγηθεί ανάγνωση του Θουκυδίδη. Γιατί ο Αριστοφάνης έχει άμεση σχέση με την πατρίδα του. Πατρίδα τότε δεν ήταν η χώρα, όπως σήμερα. Πατρίδα ήταν οι άνθρωποι. Υπάρχει μια φράση στον Θουκυδίδη που λέει «Ἄνδρες γαρ πόλις». Τώρα να τ’ ακούσουν οι γυναίκες θα μας σφάξουνε… (γέλια) Δεν υπήρχε η σημερινή απόσταση που υπάρχει από το «κράτος». Ο απλός Αθηναίος φρόντιζε για την ιστορία της πατρίδας του. Σήμερα εννοείται δεν έχουμε καμία σχέση, είμαστε ένα μικρό, ασήμαντο και γελοίο κράτος. Ισχύει το «ο σώζων εαυτώ κατ’ ιδίαν σωθήτω». Τότε ήταν το μεγαλύτερο κράτος της γνωστής οικουμένης. Βέβαια, έκαναν και λάθη, έγιναν αυτοκρατορία του κερατά. Απόπειρες εξάπλωσης σε όλη την Μεσόγειο, αυτή η Αυτοκρατορία της ανατολικής Μεσογείου ήταν και το όνειρο του Αλκιβιάδη με την εκστρατεία στην Σικελία. Ο Αριστοφάνης είχε την συναίσθηση ότι κινδυνεύουν όλα αυτά από τις μαλακίες των Ελλήνων, την διχόνοια ανάμεσα και στους πολίτες και ανάμεσα στα κράτη της Αθήνας και της Σπάρτης. Ο Αριστοφάνης έβλεπε ότι όλα αυτά χάνονταν. Στην αρχή προέτρεπε για την νίκη και άλλα τέτοια. Μετά την Σικελική Πανωλεθρία, με τους Ὄρνιθες, πάει στην ουτοπία. Ο Πλοῦτος είναι μιας άλλης εποχής, υπάρχει λογοκρισία, γι’ αυτό και δεν υπάρχει παράβαση και άλλα τμήματα του χορού, δεν επιτρέπεται.

Όταν ο Αριστοφάνης αναφέρεται σε άγνωστα σήμερα ιστορικά πρόσωπα;

Το έργο, η μετάφραση προορίζεται μόνο να παιχτεί. Και πρέπει να γίνεται κατανοητό την ώρα που παίζεται, μόλις εκφέρεται ο λόγος.

Τι θα κάνεις; Ή θα βάλεις μια λέξη πλάι που να εξηγεί τι ήταν αυτός, αλλιώς κάνεις μία μετάφραση για το γραφείο. Το έργο, η μετάφραση προορίζεται μόνο να παιχτεί. Και πρέπει να γίνεται κατανοητό την ώρα που παίζεται, μόλις εκφέρεται ο λόγος. Ο Αριστοφάνης έχει τις αντιρρήσεις του ως προς αυτό. Κάνει τρελά πράγματα, είναι σουρεαλιστής. Αυτά που νομίζουν ότι έχουν γραφτεί τώρα, έχουν γίνει από τότε. Όταν σταματάει την δράση και βάζει την Παράβαση, όπου τους βρίζει γιατί δεν του έδωσαν το βραβείο, «ξυπνάει» το κοινό του και τους λέει «Είμαστε στο θέατρο! Μην ξεχνιόμαστε…». Μάλιστα, πάρα πολλές φορές στο μέσον της υπόθεσης, βάζει μες στον λόγο του έναν θεατή, κάνει αυτό που έγινε πολύ πιο μετά με το Θέατρο του Παραλόγου. Από τον Αριστοφάνη υπήρχε ήδη αυτή η ερωτική σχέση ανάμεσα στον ηθοποιό και τον θεατή. Οι αναχρονισμοί χρειάζονται σε αυτή την σχέση, η οποία σήμερα βγαίνει μέσω της μετάφρασης. Στους Σφῆκες μιλάει ο πατέρας και λέει «Θα επιβάλει δικτατορία» και έβαλα εγώ να του απαντά «Τι δικτατορία; Εδώ έχουμε να δούμε δικτατορία από το ’67!» Δηλαδή όταν υπάρχει ένα πρόσωπο τότε γνωστό, για παράδειγμα μια ξακουστή πουτάνα της εποχής, το να μεταφράσεις με μια πουτάνα σημερινή σχεδόν επιβάλλεται. Όχι βέβαια όταν μιλάμε για διάσημα πρόσωπα, ο Αλκιβιάδης είναι ο Αλκιβιάδης, ο Περικλής είναι ο Περικλής. Τα δευτερεύοντα τα αντικαθιστάς με σημερινά (πάλι στους Σφῆκες λέει «Πάμε για συμπόσιο» και έβαλα «Πάμε στου Μπαϊρακτάρη», ή στον Πλοῦτο «Δεν έχεις λεφτά; Σου γύρισα την πλάτη. Έχεις λεφτά; Σου γύρισα τον κώλο») Αμέσως περνάς αυτό που θέλεις.

Πώς όμως προκαλείται το γέλιο στον σημερινό θεατή του Αριστοφάνη;

Η μετάφραση δεν αντιπροσωπεύει ακριβώς το πρωτότυπο έργο. Η μετάφραση αντιπροσωπεύει την περί του πρωτοτύπου άποψη της εποχής κατά την οποία γίνεται.

Με την μεταφορά στη εποχή μας. Η αναφορά σε μια σύγχρονη πουτάνα προκαλεί γέλιο. Η παρεμβολή σημερινών λέξεων προκαλεί γέλιο. Η χρήση γαλλικών όρων για παράδειγμα στις δικές μου Θεσμοφοριάζουσες (νεσεσέρ κ.λπ.) προσδιορίζει το αδερφάτο του εν σκηνή προσώπου, ενώ παράλληλα βοηθά τον σημερινό θεατή να «συγκατοικήσει» με τον τότε θεατή και συγγραφέα. Ο Αριστοφάνης δεν είναι ένα μουσείο, είναι ζων, ζωντανός. Παίζει πολύ μεγάλο ρόλο η γλώσσα, για καθαρά θεατρικούς λόγους πρέπει να γίνεται κατανοητή. Δεν πρέπει να φοβηθείς να παρεμβάλεις όπου κρίνεις ότι χρειάζεται καθαρεύουσα. Για παράδειγμα, όταν μιλά μια πουτάνα με έναν πολύ καθωσπρέπει κύριο. Ή πάλι, όταν μιλάνε ημιμαθείς, μπορείς να βάλεις να πετάνε άγριες κοτσάνες, αυτά τα πιάνει το κοινό αμέσως. Δεν μπορείς να χρησιμοποιείς το αρχαίο κείμενο ως έχει, μιλάμε μόνο για λέξεις της καθαρεύουσας. Η καθαρεύουσα αποτελεί μια πρώιμη μορφή της σύγχρονης ελληνικής, είναι κοντά σχετικά στον σημερινό ακροατή. Θεωρώ αδιανόητο ένας μαθητής να μην ξέρει καθαρεύουσα. Δεν θα μεταφράσουμε τον Ροΐδη τώρα, όπως κάνουν μερικοί ανόητοι. Παίζει ρόλο ο ρυθμός στο πώς θα βγει γέλιο. Στο αρχαίο κείμενο αλλάζουν οι ρυθμοί εκεί που δεν το περιμένεις. Κι αυτό δίνει ένα μικρό μπατσάκι, ξυπνάει τον θεατή, βγάζοντας πράγματα κωμικά μέσα από τον ρυθμό. Δηλαδή, αν πάρεις έναν δυο ασήμαντους στίχους και τους μεταφράσεις σε επικό ύφος ή σε ανάπαιστους, το κείμενο γίνεται γελοίο, κωμικό. Ή όταν ετοιμάζεται ο Τρυγαίος στην Εἰρήνη να πάει στους θεούς για να κανονίσει ειρήνη και ανεβαίνει στο ζουζούνι το μεγάλο, έρχονται η κόρες του και τον ρωτάνε, αν αυτό μεταφραστεί σε ύφος τραγικό: «Ω μπαμπά μας μέσα στα δώματά μας…» κλπ, και απαντά «Πάω προς θεού μου», διαπράττοντας ταυτόχρονα μια ύβρη έναντι του θεού, αλλά δίνοντας και το αναπάντεχο που περιμένει ο θεατής για να γελάσει. Το απροσδόκητο χρειάζεται, πρέπει όταν αναφέρει ποιητές για παράδειγμα, να το μεταφέρεις σε σύγχρονους. Κάπου έβαλα (Ὄρνιθες) ότι θα τραγουδήσει τραγούδια «ελύτικα, ελυώτικα, ελυτοσεφεριώτικα, μακρόσυρτα ρετσέλια καβαφιώτικα» όπου βγαίνει κι ένας ρυθμός, εκείνος ο νωθρός του παλαιού τραγουδιού του Τώνη Μαρούδα. Τότε είναι πλήρης η σάτιρα, όταν έρχεται ο Αριστοφάνης κοντά στον σημερινό θεατή.

Τελικά, ποια είναι καλή μετάφραση;

Η καλή μετάφραση είναι θνησιγενής. Η μετάφραση δεν αντιπροσωπεύει ακριβώς το πρωτότυπο έργο. Η μετάφραση αντιπροσωπεύει την περί του πρωτοτύπου άποψη της εποχής κατά την οποία γίνεται. Τίποτε άλλο. Δεν αντέχει πάνω από είκοσι χρόνια. Μπορεί το 1930 να ’ναι τέλεια και το 1980 να μην βλέπεται. Κι εγώ τώρα τις παλιές μου μεταφράσεις όταν ξαναπαίζονται, τις αλλάζω όλες. Δηλαδή, μετέφρασα το «Τάνγκο» το 1972, το έπαιξε ο Ευαγγελάτος και το μετέφρασα πάλι όλο από την αρχή όταν ξαναπαίχτηκε. Γιατί ειμαρμένη του ανθρώπου και της ιστορίας γενικά, είναι η αλλαγή.

*Ο ΗΛΙΑΣ ΚΟΛΟΚΟΥΡΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ. 

Πρώτη δημοσίεση: Bookpress, 2015.


Πάτι Σμιθ – Τραίνο της Γραμμής Μ – Ελληνικοί Μύθοι (2015)

Πάτι Σμιθ – Τραίνο της Γραμμής Μ (2015)

Ελληνικοί Μύθοι

Μετάφραση : Ηλίας Κολοκούρης

Patti Smith – M train  

Translated by Ilias Kolokouris

mtrain_author

Ο Τροχός της Τύχης

…Καθόμουν στην μέση του καφέ, εντός του επαναλαμβανόμενου ονειρώδους τοπίου του. Ούτε σερβιτόρα, ούτε καφές, πουθενά. Ήμουν υποχρεωμένη να πάω πίσω από τον πάγκο, να αλέσω μόνη μου λίγους κόκκους καφέ και να ψήσω μόνη μου τον καφέ. Κανείς δεν ήταν εκεί γύρω πλην ενός βουκόλου. Παρατήρησα πως είχε μιαν ουλή, σα μικρό φίδι να κινείται χαμηλά στο οστό της κλείδας του. Έβαλα και στον καθένα μας από μια αχνιστή κούπα καφέ, αλλά απέφυγα το βλέμμα του βουκόλου.

IMG_20170120_220326

Patti Smith – M Train

-Οι Ελληνικοί Μύθοι δεν μας λένε τίποτε, έλεγε ο βουκόλος. Οι θρύλοι είναι απλώς ιστορίες. Οι άνθρωποι τους ερμηνεύουν όπως θέλουν ή ευρίσκουν ηθικά διδάγματα σε αυτούς. Την Μήδεια ή την Σταύρωση, δεν μπορείς να τις αναλύσεις. Η βροχή και ο ήλιος ήλθαν ταυτοχρόνως και επέφεραν το ουράνιο τόξο. Η Μήδεια βρήκε του Ιάσονα τα μάτια και θυσίασε τα παιδιά τους. Συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, έτσι είναι, πρόκειται για το αδιαμφισβήτητο αποτέλεσμα του ζην.

Ο βουκόλος πήγε να ανακουφιστεί, ενώ εγώ αναλογιζόμουν το Χρυσόμαλλο Δέρας σύμφωνα με τον Παζολίνι. Στάθηκα στην πόρτα και κοίταξα πέρα στον ορίζοντα. Το μουντό τοπίο διέκπτοαν βραχώδη λόφοι στερούμενοι βλάστησης. Αναρωτήθηκα αν η Μήδεια αναρριχήθηκε σε παρόμοιους βράχους αφού κορέστηκε ο θυμός της. Αναρωτήθηκα ποιος ήταν τελοσπάντων αυτός ο βουκόλος. Κάποιο είδος Ομηρικού πλάνητος, υπέθετα. Περίμενα να βγει από τον καμπινέ, αλλά αυτός αργούσε. Υπήρχαν σημάδια ότι τα πράγματα επρόκειτο να πάρουν διαφορετική τροπή: ένα σπασμωδικό ρολόι εκτός ρυθμού, το περιστρεφόμενο σκαμπώ του μπαρ, μια ασθενής μέλισσα που μετεωριζόταν πάνω από την επιφάνεια ενός μικρού τραπεζιού που ήταν καλυμμένο με βερνίκι σε χρώμα κρεμ. Σκέφτηκα μια στιγμή να σώσω την μέλισσα, αλλά δεν υπήρχε τίποτε που να μπορούσα να κάνω. Ήμουν έτοιμη να σηκωθώ να φύγω χωρίς να έχω πληρώσει για τον καφέ μου, αλλά ύστερα που το ξανασκέφτηκα, πέταξα μερικά νομίσματα στο τραπέζι δίπλα στην εκπνέουσα μέλισσα. Αρκετά για τον καφέ και μία αξιοπρεπή κηδεία με σπιρτόκουτο.

Ταρακουνήθηκα και βγήκα από το όνειρο, πετάχτηκα έξω από το κρεβάτι μου, έπλυνα τα μούτρα μου, έκανα πλεξούδα τα μαλλιά μου, βρήκα το σκουφί μου και το σημειωματάριό μου και βγήκα έξω, σκεπτόμενη ακόμη τον βουκόλο και πώς τα ξερνούσε έτσι ωραία περί Ευριπίδου και Απολλωνίου. Στην αρχή μου την είχε σπάσει, αλλά τώρα όφειλα να παραδεχθώ πως η επανερχόμενη παρουσία του ήταν μια παρηγοριά. Κάποιος που μπορούσα να βρω, όποτε τύχαινε η ανάγκη, στο ίδιο εκείνο μεταίχμιο, στο ίδιο εκείνο τοπίο ανάμεσα ύπνου και ξύπνιου.

Medea3

Καθώς περνούσα την Έκτη Λεωφόρο Η Κάλλας είναι η Μήδεια, η Μήδεια είναι η Κάλλας ο ρυθμός στροβιλιζόταν στο κεφάλι μου καθώς τα τακούνια απ΄τις μπότες μου χτυπούσαν την επιφάνεια του δρόμου. Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι επεξεργάζεται προσεκτικά τον κλήρο του καστ και επιλέγει την Μαρία Κάλλας, μία από τις πιο εκφραστικές φωνές όλων των εποχών, για έναν επικό ρόλο με ελάχιστο διάλογο και απολύτως καθόλου τραγούδι. Η Μήδεια δεν τραγουδάει νανουρίσματα. Σφάζει τα παιδιά της. Η Μαρία δεν ήταν μία τέλεια τραγουδίστρια. Αντλούσε από τα βάθη της αβαθούς, άπειρης πηγής της και κατακτούσε τους κόσμους του κόσμου της. Αλλά όλος ο σπαραγμός των ηρωίδων της δεν την είχε προετοιμάσει για τον δικό της σπαραγμό. Προδομένη, εγκαταλελειμμένη και ταπεινωμένη, αφημένη δίχως έρωτα, φωνή ή παιδί, καταδικασμένη να ζει την ζωή της στην μοναξιά. Προτιμούσα να φαντάζομαι την Μαρία ελεύθερη από την βαρέα σκευή και στολή της Μηδείας, της κεκαυμένης βασιλίσσης στο ωχροκίτρινο φόρεμα. Αυτή φοράει μαργαριτάρια. Το φως πλημμυρίζει το Παρισινό της διαμέρισμα, καθώς εκείνη κάνει να φτάσει με το χέρι της μία μικρή δερμάτινη κασετίνα με κοσμήματα. Ο Έρωτας είναι το πιο πολύτιμο κόσμημα από όλα, ψιθυρίζει, ελευθερώνοντας τα μαργαριτάρια που πέφτουν από τον λαιμό της, φολίδες θλίψεως που υπερίπτανται και χαμηλώνουν.

Το Καφέ ‘Ινο ήταν ανοιχτό, αλλά άδειο. Ο μάγειρας ήταν εκεί μονάχος του, κι έψηνε σκόρδο. Περπάτησα μέχρι ένα κοντινό φούρνο, αγόρασα έναν καφέ κι ένα κομμάτι κέηκ κανέλας, κάθισα σε ένα παγκάκι της Πλατείας του Father Demo. Παρακολούθησα ένα αγόρι να σηκώνει την μικρή του αδερφή, ώστε να τα καταφέρει να πιει νερό από έναν ψύκτη. Αφού τελείωσε εκείνη, ήπιε κι αυτός τη γουλιά του. Τα περιστέρια ήδη συναθροίζονταν. Καθώς ξετύλιγα το κέηκ μου, φαντασιώθηκα μία χαοτική σκηνή εγκλήματος, που περιελάμβανε φρενήρη περιστέρια, μαύρη ζάχαρη και στρατούς από ακραίως ενθουσιασμένα μυρμήγκια. Κοίταξα χάμω στα κομμάτια γρασίδι που ξετρύπωνε από το ραγισμένο τσιμέντο. Πού πήγαν όλα τα μυρμήγκια ; Και οι μέλισσες και οι μικρές λευκές πεταλούδες που βλέπαμε παντού κάποτε ; Πού πήγαν ; Μήπως εκείνες οι μέδουσες και τα πεφταστέρια ; Καθώς άνοιγα το ημερολόγιό μου, έριξα μια ματιά σε κάτι ζωγραφιές. Ένα μυρμήγκι διαπερνούσε την σελίδα την αφιερωμένη στον Χιλιανό Φοίνικα που είχα βρει σε έναν Βοτανικό Κήπο στην Πίζα. Υπήρχε το μικρό σκίτσο του κορμού του Φοίνικος, αλλά όχι τα φύλλα του. Βρήκα επίσης το μικρό σκίτσο του Παραδείσου, αλλά όχι της Γης.

maria-callas-e-pasolini-a-napoli-settembre-1970