Πάτι Σμιθ – Τραίνο της Γραμμής Μ – Ελληνικοί Μύθοι (2015)

Πάτι Σμιθ – Τραίνο της Γραμμής Μ – Ελληνικοί Μύθοι (2015)

Πάτι Σμιθ – Τραίνο της Γραμμής Μ (2015)

Ελληνικοί Μύθοι

Μετάφραση : Ηλίας Κολοκούρης

Patti Smith – M train  

Translated by Ilias Kolokouris

mtrain_author

Ο Τροχός της Τύχης

…Καθόμουν στην μέση του καφέ, εντός του επαναλαμβανόμενου ονειρώδους τοπίου του. Ούτε σερβιτόρα, ούτε καφές, πουθενά. Ήμουν υποχρεωμένη να πάω πίσω από τον πάγκο, να αλέσω μόνη μου λίγους κόκκους καφέ και να ψήσω μόνη μου τον καφέ. Κανείς δεν ήταν εκεί γύρω πλην ενός βουκόλου. Παρατήρησα πως είχε μιαν ουλή, σα μικρό φίδι να κινείται χαμηλά στο οστό της κλείδας του. Έβαλα και στον καθένα μας από μια αχνιστή κούπα καφέ, αλλά απέφυγα το βλέμμα του βουκόλου.

IMG_20170120_220326

Patti Smith – M Train

-Οι Ελληνικοί Μύθοι δεν μας λένε τίποτε, έλεγε ο βουκόλος. Οι θρύλοι είναι απλώς ιστορίες. Οι άνθρωποι τους ερμηνεύουν όπως θέλουν ή ευρίσκουν ηθικά διδάγματα σε αυτούς. Την Μήδεια ή την Σταύρωση, δεν μπορείς να τις αναλύσεις. Η βροχή και ο ήλιος ήλθαν ταυτοχρόνως και επέφεραν το ουράνιο τόξο. Η Μήδεια βρήκε του Ιάσονα τα μάτια και θυσίασε τα παιδιά τους. Συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, έτσι είναι, πρόκειται για το αδιαμφισβήτητο αποτέλεσμα του ζην.

Ο βουκόλος πήγε να ανακουφιστεί, ενώ εγώ αναλογιζόμουν το Χρυσόμαλλο Δέρας σύμφωνα με τον Παζολίνι. Στάθηκα στην πόρτα και κοίταξα πέρα στον ορίζοντα. Το μουντό τοπίο διέκπτοαν βραχώδη λόφοι στερούμενοι βλάστησης. Αναρωτήθηκα αν η Μήδεια αναρριχήθηκε σε παρόμοιους βράχους αφού κορέστηκε ο θυμός της. Αναρωτήθηκα ποιος ήταν τελοσπάντων αυτός ο βουκόλος. Κάποιο είδος Ομηρικού πλάνητος, υπέθετα. Περίμενα να βγει από τον καμπινέ, αλλά αυτός αργούσε. Υπήρχαν σημάδια ότι τα πράγματα επρόκειτο να πάρουν διαφορετική τροπή: ένα σπασμωδικό ρολόι εκτός ρυθμού, το περιστρεφόμενο σκαμπώ του μπαρ, μια ασθενής μέλισσα που μετεωριζόταν πάνω από την επιφάνεια ενός μικρού τραπεζιού που ήταν καλυμμένο με βερνίκι σε χρώμα κρεμ. Σκέφτηκα μια στιγμή να σώσω την μέλισσα, αλλά δεν υπήρχε τίποτε που να μπορούσα να κάνω. Ήμουν έτοιμη να σηκωθώ να φύγω χωρίς να έχω πληρώσει για τον καφέ μου, αλλά ύστερα που το ξανασκέφτηκα, πέταξα μερικά νομίσματα στο τραπέζι δίπλα στην εκπνέουσα μέλισσα. Αρκετά για τον καφέ και μία αξιοπρεπή κηδεία με σπιρτόκουτο.

Ταρακουνήθηκα και βγήκα από το όνειρο, πετάχτηκα έξω από το κρεβάτι μου, έπλυνα τα μούτρα μου, έκανα πλεξούδα τα μαλλιά μου, βρήκα το σκουφί μου και το σημειωματάριό μου και βγήκα έξω, σκεπτόμενη ακόμη τον βουκόλο και πώς τα ξερνούσε έτσι ωραία περί Ευριπίδου και Απολλωνίου. Στην αρχή μου την είχε σπάσει, αλλά τώρα όφειλα να παραδεχθώ πως η επανερχόμενη παρουσία του ήταν μια παρηγοριά. Κάποιος που μπορούσα να βρω, όποτε τύχαινε η ανάγκη, στο ίδιο εκείνο μεταίχμιο, στο ίδιο εκείνο τοπίο ανάμεσα ύπνου και ξύπνιου.

Medea3

Καθώς περνούσα την Έκτη Λεωφόρο Η Κάλλας είναι η Μήδεια, η Μήδεια είναι η Κάλλας ο ρυθμός στροβιλιζόταν στο κεφάλι μου καθώς τα τακούνια απ΄τις μπότες μου χτυπούσαν την επιφάνεια του δρόμου. Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι επεξεργάζεται προσεκτικά τον κλήρο του καστ και επιλέγει την Μαρία Κάλλας, μία από τις πιο εκφραστικές φωνές όλων των εποχών, για έναν επικό ρόλο με ελάχιστο διάλογο και απολύτως καθόλου τραγούδι. Η Μήδεια δεν τραγουδάει νανουρίσματα. Σφάζει τα παιδιά της. Η Μαρία δεν ήταν μία τέλεια τραγουδίστρια. Αντλούσε από τα βάθη της αβαθούς, άπειρης πηγής της και κατακτούσε τους κόσμους του κόσμου της. Αλλά όλος ο σπαραγμός των ηρωίδων της δεν την είχε προετοιμάσει για τον δικό της σπαραγμό. Προδομένη, εγκαταλελειμμένη και ταπεινωμένη, αφημένη δίχως έρωτα, φωνή ή παιδί, καταδικασμένη να ζει την ζωή της στην μοναξιά. Προτιμούσα να φαντάζομαι την Μαρία ελεύθερη από την βαρέα σκευή και στολή της Μηδείας, της κεκαυμένης βασιλίσσης στο ωχροκίτρινο φόρεμα. Αυτή φοράει μαργαριτάρια. Το φως πλημμυρίζει το Παρισινό της διαμέρισμα, καθώς εκείνη κάνει να φτάσει με το χέρι της μία μικρή δερμάτινη κασετίνα με κοσμήματα. Ο Έρωτας είναι το πιο πολύτιμο κόσμημα από όλα, ψιθυρίζει, ελευθερώνοντας τα μαργαριτάρια που πέφτουν από τον λαιμό της, φολίδες θλίψεως που υπερίπτανται και χαμηλώνουν.

Το Καφέ ‘Ινο ήταν ανοιχτό, αλλά άδειο. Ο μάγειρας ήταν εκεί μονάχος του, κι έψηνε σκόρδο. Περπάτησα μέχρι ένα κοντινό φούρνο, αγόρασα έναν καφέ κι ένα κομμάτι κέηκ κανέλας, κάθισα σε ένα παγκάκι της Πλατείας του Father Demo. Παρακολούθησα ένα αγόρι να σηκώνει την μικρή του αδερφή, ώστε να τα καταφέρει να πιει νερό από έναν ψύκτη. Αφού τελείωσε εκείνη, ήπιε κι αυτός τη γουλιά του. Τα περιστέρια ήδη συναθροίζονταν. Καθώς ξετύλιγα το κέηκ μου, φαντασιώθηκα μία χαοτική σκηνή εγκλήματος, που περιελάμβανε φρενήρη περιστέρια, μαύρη ζάχαρη και στρατούς από ακραίως ενθουσιασμένα μυρμήγκια. Κοίταξα χάμω στα κομμάτια γρασίδι που ξετρύπωνε από το ραγισμένο τσιμέντο. Πού πήγαν όλα τα μυρμήγκια ; Και οι μέλισσες και οι μικρές λευκές πεταλούδες που βλέπαμε παντού κάποτε ; Πού πήγαν ; Μήπως εκείνες οι μέδουσες και τα πεφταστέρια ; Καθώς άνοιγα το ημερολόγιό μου, έριξα μια ματιά σε κάτι ζωγραφιές. Ένα μυρμήγκι διαπερνούσε την σελίδα την αφιερωμένη στον Χιλιανό Φοίνικα που είχα βρει σε έναν Βοτανικό Κήπο στην Πίζα. Υπήρχε το μικρό σκίτσο του κορμού του Φοίνικος, αλλά όχι τα φύλλα του. Βρήκα επίσης το μικρό σκίτσο του Παραδείσου, αλλά όχι της Γης.

maria-callas-e-pasolini-a-napoli-settembre-1970