Παύλος Νιρβάνας : Γεράσιμος Βώκος

Παύλος Νιρβάνας : Γεράσιμος Βώκος

Η Αυτοπροσωπογραφία του Γεράσιμου Βώκου, μετά την επεξεργασία και συντήρηση του Αρχείου Νεοελληνικής Τέχνης

Αυτοπροσωπογραφία Γεράσιμου Βώκου (1917) Από την συλλογή Πορτραίτων του Αρχείου Νεοελληνικής Τέχνης “Σοφία Λασκαρίδου”, υπό την επιμέλεια του Δημήτρη Παπαγεωργόπουλου.

Πρώτη δημοσίευση: Το Μπουκέτο, τόμος 4, αριθμοί τευχών 175 – 176 – 177 – 178, σελ. 715, 760, 793, 805.

Ὁ Γεράσιμος Βώκος εἶναι ἡ πιὸ παλιά μοῦ φιλολογικὴ γνωριμία. Γνωριστήκαμε μικρὰ παιδάκια στὸν Πειραιᾶ — δύο, τρία χρόνια μᾶς χώριζαν στὴν ἡλικία — ὅπου τὰ σπίτια μᾶς ἦσαν κοντὰ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο, μὲ τὴν εὐκολία ποὺ γνωρίζονται τὰ γειτονόπουλα. Δὲν ξέρω, ἄν, ἀπὸ τὴ μικρότατη αὐτὴ ἡλικία, κάποια κοινὰ ψυχικὰ χαρακτηριστικά, θαμμένα ἴσως καὶ ἀφανέρωτα ἀκόμα, ἀλλὰ βαθιὰ χαραγμένα στὰ θεμέλια τῆς ζωῆς, ἑνώνουν τοὺς ἀνθρώπους. Θυμοῦμαι ὅμως, ὅτι κάποια ξεχωριστὴ μυστικὴ συνεννόηση εἴχανε οἱ ψυχὲς μᾶς, μολονότι — φαινομενικὰ ἐγὼ ἥσυχος καὶ ντροπαλός, ἐκεῖνος ζωηρὸς καὶ ἀνήσυχος — οἱ χαρακτῆρες μᾶς δὲν εφαίνονταν καὶ πολὺ ταιριασμένοι. Στὰ παιγνίδια μᾶς εἴμαστε πάντα ἀχώριστοι καὶ τὰ μαλώματα μᾶς δὲν κρατούσανε πολὺν καιρό. Τὸ στρουμπουλὸ ἐκεῖνο παιδάκι, μὲ τὸ μεγάλο κεφάλι, τὰ ὀρθὰ καὶ ἀνυπόταχτα μαλλιά, ποὺ τοῦ ἔδιναν ὄψη σκατζόχοιρα καὶ τὰ μεγάλα ὁλοστρόγγυλα, ζωηρὰ μάτια, μοῦ μένουν ἀπὸ τότε βαθιὰ χαραγμένα στὴ μνήμη μοῦ. Καὶ πάντα ἡ φαντασία μοῦ, κάθε φορά, ποὺ βλέπω μιὰ γεροντικὴ τοῦ εἰκόνα — ἄλλαξα, λοιπόν, τόσο πολὺ κι’ ἐγώ, Θεὲ μοῦ προσπαθεῖ ‘ν’ ἀντικαταστήσει τὸ αγνώριστο ἐκεῖνο κεφάλι μὲ τὸ ζωηρὸ καὶ χαριτωμένο κεφαλάκι τοῦ μικροῦ παιδιοῦ.

Ἀπὸ τὰ παιδιάτικα ὅμως αὐτὰ κοινὰ μᾶς χρόνια καὶ ἀπὸ τὰ πρῶτα μᾶς παιγνίδια, ζωηρότερα μοῦ μένει ἐντυπωμένο τὸ θέατρο, ποὺ κάναμε μαζὶ στὴν αὐλὴ τοῦ δικοῦ μοῦ σπιτιοῦ. Ἴσως νὰ μὴν εἶναι πολὺ αὐθαίρετο νὰ πεῖ κανείς, πὼς αὐτὴ στήθηκε καὶ ἡ πρώτη μοῦ φιλολογικὴ συνεργασία μὲ τὸ Βώκο.

Ἀπὸ τότε τὸν ἔχασα γιὰ λίγα χρόνια. Ὁ πατέρας τοῦ, ὁ Θεόδωρος Βώκος, ἀξιωματικὸς τότε τοῦ Π. Ναυτικοῦ, εἶχε μετατεθεῖ ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ καὶ εἶχε πάρει τὴν οἰκογένεια μαζὶ τοῦ. Ύστερ’ ἀπὸ λίγα χρόνια, τὸν ξαναείδα, μαθητὴ τοῦ γυμνασίου, νομίζω, μὲ τὰ χειρόγραφα τῆς πρώτης τοῦ ποιητικῆς συλλογῆς. Εἶχα ἀρχίσει νὰ γράφω κι’ ἐγὼ στίχους καὶ ἔτσι βρεθήκαμε συνάδελφοι.

— Ἔκανα συνδρομητὲς — μοῦ εἶπε — καὶ θὰ βγάλω ἕνα μικρὸ τόμο.

— Μὴν βιασθείς, Γεράσιμε… τοῦ εἶπα. Ἄφησε τὰ λίγον καιρὸν ἀκόμα στὸ συρτάρι σοῦ, γιὰ νὰ τὰ ξαναϊδείς μὲ καινούργιο μάτι.

Ἤτανε μιὰ συμβουλή, ποὺ μοῦ τὴν εἴχανε δώσει κι’ ἐμένα καὶ τὴν ἔδινα κι’ ἐγὼ στὸ φίλο μοῦ, χωρὶς νὰ ξέρει καλὰ καλὰ γιατί. Δὲν τὴν ἀκολούθησε ὅμως, ὅπως δὲν εἶχα ἀκολουθήσει κι’ ἐγὼ τὴ συμβουλὴ τῶν μεγαλυτέρων μοῦ, γιὰ νὰ μετανοήσουμε ἀργότερα καὶ οἱ δύο. Ἄξαφνα, μιὰ ἡμέρα, χωρὶς νὰ μοῦ πεῖ τίποτε στὸ μεταξύ, πὼς τυπώνει τὰ ποιήματα τοῦ, μοῦ παρουσίασε τὸν τόμο τοῦ, ποὺ λίγα χρόνια ὕστερα γύρευε τὰ ἀντίτυπα τοῦ, στὰ βιβλιοπωλεῖα καὶ στὶς βιβλιοθῆκες τῶν φίλων τοῦ, γιὰ νὰ τὰ παραδώσει στὶς φλόγες. Ὅταν κάποτε τοῦ θύμησα, μὲ ὅλη μοῦ τὴν ἀθωότητα, δύο στίχους ἀπὸ τὴν πρώτη τοῦ αὐτὴ συλλογή, λίγο ἔλειψε νὰ τὰ χαλάσουμε. Δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς ἀκούσει, χωρὶς νὰ τοῦ ἀνακατωθοῦν τὰ νεῦρα. Τοὺς δύο αὐτοὺς στοίχους — καὶ εἶναι οἱ μόνοι, ποὺ ἔσωσε ἡ μνήμη μοῦ — τοὺς θυμοῦμαι ἀκόμα. Ὁ ἕνας ἤτανε αὐτὸς:

Ὕψωσε τὴν ἀκάνθινον, μεγάλην κεφαλὴν τοῦ.

Ἡ «ἀκάνθινος μεγάλη κεφαλὴ» ἤτανε, ἁπλούστατα ἡ αὐτοπροσωπογραφία τοῦ. Ὁ ἄλλος στίχος εἶναι μισός, ἀπὸ μία σκηνὴ μέσα στὴν ταβέρνα, ὅπου ἡ δημοτική, γιὰ τὸ χατίρι ἑνὸς συνηχητικού εφέ κερνάει τὴν καθαρεύουσα.

Ὦ κάπελα, τὰ κύπελλα…

Ἀλλά, καὶ μὲ τέτοιους στίχους, ὁ Βώκος ἤτανε ἀπὸ τότε ἕνα δυνατὸ τάλαντο. Καὶ δὲν ἄργησε νὰ τὸ δείξει.

Ξαναβλεπόμαστε, ύστερ’ ἀπὸ λίγα χρόνια στὸν Π. Ναύσταθμο, αὐτὸς ὑπολογιστὴς τοῦ Π. Ναυτικοῦ, προορισμένος νὰ συνεχίσει τὸ ναυτικὸ στάδιο τῆς οἰκογενείας τοῦ — ὁ πατέρας τοῦ τὸν ἔπαιρνε ἀπὸ μικρὸ μαζὶ τοῦ σὲ ταξίδια μὲ τὰ πολεμικὰ καράβια — κι’ ἐγὼ ἀνθυπίατρος τοῦ Π. Ναυτικοῦ, ποὺ πήγαινα νὰ κάνω τὴν πρώτη μοῦ ἐφημερεύση στὸ Ναυτικὸ νοσοκομεῖο τοῦ Ναυστάθμου. Ἦρθε νὰ μὲ υποδεχθεί στὴν προκυμαία, μόλις ἀποβιβάσθηκα ἀπ’ τὴν «Εὐκαιρία». Ἔκανε τότε τὴν ὑπηρεσία τοῦ στὰ γραφεῖα τοῦ Ναυστάθμου, καί, στὶς ὧρες ποὺ τοῦ ἔμεναν ἐλεύθερες, μετάφραζε, μὲ τὸ κοντάρι, λαϊκὰ μυθιστορήματα, γιὰ κάποιες ἐκδόσεις, ποὺ ἔκανε τότε ἡ «Ἀκρόπολις». Ἔτσι, μὲ τὸ μισθὸ τοῦ ὑπολογιστοῦ καὶ μὲ τὴ μεταφραστικὴ τοῦ ἐργασία, περνοῦσε πλουσιοπάροχα γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Ἡ χαρὰ μοῦ νὰ τὸν ἀπαντήσω στὴν ἐρημιὰ τοῦ Ναυστάθμου, ὅπου πήγαινα, μὲ βαριὰ καρδιά, νὰ σκλαβώσω γιὰ πρώτη φορὰ τὴν ἐλευθερία μοῦ, ἤτανε μεγάλη. Δὲν μποροῦσα νὰ ἐπιθυμήσω καλύτερο σύντροφο.

— Ἔννοια σοῦ καὶ θὰ καλοπεράσουμε εδώ… μοῦ εἶπε. Ἐγὼ ἔχω ἕνα βαρκάκι δικὸ μοῦ καὶ πηγαίνω, στὸ ψάρεμα, κάθε ἀπόγεμα. Ὅταν τελειώσεις τὴν υπερεσία σοῦ, θὰ περάσω νὰ σὲ πάρω ἀπὸ τὸ νοσοκομείο…

Μείναμε σύμφωνοι καί, τὸ ἀπόγεμα, μὲ τὰ βαρκάκι τοῦ Βώκου, κάναμε ἀγορεύοντας τὸ γύρο τῶν ἀκτῶν τοῦ Ἀράπη, μιλώντας γιὰ φιλολογία καὶ γιὰ ὅλα τὰ πράγματα τὰ ἄσχετα μὲ τὴν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθυπιάτρου καὶ τοῦ ὑπολογιστή.

Ὁ ποιητικὸς ὅμως αὐτὸς περίπατος εἶχε τραγικὲς συνέπειες γιὰ μένα. Τὸ ἴδιο ἀπόγεμα εἶχαν φέρει κάποιον τραυματία στὸ νοσοκομεῖο. Μὲ ζητήσανε καὶ κάποιος έδωκε τὴν πληροφορία, ὅτι μὲ εἶδαν ‘σ’ ἕνα βαρκάκι νὰ τραβάω κατὰ τὸ Πέραμα. Ὁ τότε ὑποδιευθυντὴς τοῦ Ναυστάθμου, ὁ Μιαούλης, ποὺ ἤτανε περισσότερο γνωστὸς μὲ τὸ παρατσούκλι Δάσκαλος — ὄνομα κάποιου ραδιούργου, δὲ θυμᾶμαι ποιοῦ μυθιστορήματος — μόλις τοῦ ἀναφέραν τὸ πρᾶγμα, ἐσχημάτισε τὴν ἰδέα, πὼς τὸ εἶχα σκάσει, ἀπὸ τὸ Πέραμα, γιὰ τὸν Πειραιᾶ.

Καὶ δὲν ἔχασε καιρὸ νὰ μὲ καταγγείλει στὸ ὑπουργεῖο «ἐπὶ ἐγκαταλείψει θέσεως». Τίποτα περισσότερο, δηλαδή, τίποτα λιγότερο μὲ εἶχε γιὰ Ναυτοδικεῖο. Ὅταν γύρισα ἀπὸ τὴν ἐκδρομή, εἰδοποιήθηκα, ὅτι βρίσκομαι «ὑπὸ περιορισμὸν μέχρι νεοτέρας διαταγῆς». Πρωτοφερμένος στὸ Ναυτικό, χωρὶς νὰ γνωρίζω πρόσωπα καὶ πράγματα, πῆρα τὸ ζήτημα ἀπὸ τὴν τραγικότερη ὄψη τοῦ. Νόμισα πὼς εἶχε σημάνει ἡ τελευταία μοῦ στιγμή. Ζήτησα νὰ παρουσιασθῶ στὸν Ὑποδιευθυντή, νὰ ἐξηγήσω πὼς δὲν εἶχα δραπετεύσει, νὰ βεβαιώσω ὅτι βρίσκομαι στὴ θέση μοῦ, ἀλλὰ ὁ ἄγριος ἄνθρωπος δὲ θέλησε νὰ μὲ δεχθεί. Ὁ Βώκος, ποὺ ἦταν καὶ ἀνιψιὸς τοῦ, προθυμοποιήθηκε νὰ μεσολαβήσει. Ἐκεῖνος ὅμως τοῦ ἀπάντησε, ὅτι μιὰ φορά, ποὺ τηλεγράφησε στὸ ὑπουργεῖο δὲν μπορεῖ νὰ λέει καὶ ξαναλέει. Τὸ ἀποτέλεσμα ήτο, πὼς πέρασα ὧρες ἀγωνίας, ὥσπου νὰ γυρίσει τὴ Δευτέρα — Σαββατόβραδο εἶχαν γίνει ὅλα αὐτὰ — ὁ τακτικὸς διευθυντής, ὁ μακαρίτης Κουτσούκος, καὶ νὰ κανονίσει «ἐπιεικῶς» τὴν υπόθεσή μοῦ.

— Τί μοῦ ’’κανες καημένε Βώκο, τί μοῦ ’’κανες; τοῦ ἔλεγα.

Καὶ ὁ καλὸς Γεράσιμος ἤτανε, πράγματι, ἀπαρηγόρητος γιὰ τὸ κακό, ποὺ μοῦ εἶχε κάμει, «ἄθελα τοῦ, καὶ ποὺ δὲ μοῦ ἄφησε καμιά μνησικακία στὴ ψυχὴ μοῦ γιὰ τὸν ἀγᾶπητό μοῦ φίλο.

Ὁ Βώκος, ύστερ’ ἀπὸ λίγο, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ Ναυτικὸ καὶ ἀφοσιώθηκε, ὁλοκληρωτικὰ στὴ δημοσιογραφία καὶ στὴν τέχνη τοῦ λόγου. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἔβγαλε τὸ πρῶτο τοῦ μυθιστόρημα μὲ τὸν περίεργο τίτλο: «Ὁ Κύριος Πρόεδρος».

Τὸ μυθιστόρημα ἤτανε ἀκόμη σπάνιο εἶδος στὴν Ἑλλάδα. Ὅλοι ἔγραφαν διηγήματα, ἀλλὰ μετρημένοι στὰ δάχτυλα τοῦ ἑνὸς χεριοῦ, ἦταν ὅσοι ἀποφάσιζαν νὰ καταπιασθούν ἕνα ἔργο «μακρὰς ἀναπνοῆς», ὅπως τὸ μυθιστόρημα. Ὅταν πρωτοδιάβασα τὸν «Κύριο Πρόεδρο», ὀμολογῶ, ὅτι δοκίμασα τὸ πιὸ εὐχάριστο ξάφνισμα. Στὸ ἔργο αὐτὸ τὸ Βώκου, γύρω ἀπὸ τὸ συμβολικὸ κέντρο τοῦ Προέδρου τῆς Κυβερνήσεως, πλεκότανε, μὲ μιὰ βαθεῖα καὶ σαρκαστικὴ παρατήρηση, ἡ πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ ζωὴ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Μιὰ οἰκογένεια καταστρέφεται ἀπὸ τὴν προσήλωση τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς στὸ εἴδωλο τοῦ Κυρίου Προέδρου, στὸ εἴδωλο τῆς Πολιτικῆς. Καὶ στὴν οἰκογένεια αὐτὴ — μιὰ ἀντιπροσωπευτικὴ σύνθεση — καθρεφτίζεται ὅλη ἡ κοινωνικὴ κακομοιριὰ καὶ δυστυχία, ποὺ ἀφορμὴ τῆς εἶχε τὴν πολιτικομανία τῶν Ἑλλήνων. Γύρω ἀπὸ τὸ κεντρικὸ μῦθο τοῦ μυθιστορήματος τοῦ, ὁ Βώκος, προικισμένος ἀπὸ μιὰ ἔμφυτη παρατήρηση καὶ βοηθημένος ἀπὸ τὴ δημοσιογραφικὴ τοῦ πεῖρα, εἶχε πλέξει τὴν εἰκόνα, παρμένη ἀπὸ τὸ φυσικό, τοῦ δημοσίου μᾶς βίου, μὲ ζωντανότατες περιγραφὲς ὅλων τῶν ἀδύτων τῆς Ἑλληνικῆς γραφειοκρατίας, ἀπὸ τὸν ὑπουργικὸ προθάλαμο ὡς τοὺς διαδρόμους τῶν ὑπουργείων καὶ τῆς Βουλῆς. Δὲν ξέρω μὲ τί μάτια θὰ ’’βλεπα, τώρα, τὸ πρῶτο αὐτὸ μυθιστόρημα τοῦ Βώκου. Τότε ἡ ἐντύπωση μοῦ στάθηκε ανεπιφύλαχτα θαυμαστική. Καί, ὅταν ὁ Γαβριηλίδης μὲ παρακάλεσε νὰ γράψω μιὰ θερμὴ κριτικὴ γιὰ τὸ ἔργο τοῦ συνεργάτη τοῦ καὶ φίλου μοῦ, ἔγραψα φαίνεται τόσο θερμά, ὥστε τὸ ἄλλο πρωί, βρῆκα ἀπάνω στὸ γραφεῖο μοῦ, τὸ ἀκόλουθο σημείωμα τοῦ Γαβριηλίδη:

«Σᾶς παρεκάλεσα νὰ γράψετε θερμὰ διὰ τὸ ἔργον τοῦ Βώκου κι’ ἐσεῖς ἐγράψατε εἰς τὸν βαθμόν, ποὺ ζέει τὸ ὕδωρ. Σᾶς εὐχαριστῶ».

Πρέπει νὰ μιλήσει κανεὶς γιὰ τὴν τρέλα τοῦ Βώκου; Οἱ ἐπικήδειοι βιογράφοι τοῦ, στὶς ἐφημερίδες καὶ τὰ περιοδικά, μιλοῦν γι’ αὐτήν, μὲ ὑπαινιγμοὺς καὶ ὑπονοούμενα. Κάνουν λόγο γιὰ κάποιο ἀόριστο θλιβερὸ γεγονὸς στὴ ζωὴ τοῦ, γιὰ κάποια αρρώστια, γιὰ κάτι μοιραῖο τέλος πάντων, ποὺ ἀποφεύγουν νὰ τὸ προσδιορίσουν. Ύστερ’ ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ, νομίζω ὅτι ἡ ευλαβητική αὐτὴ ἐπιφύλαξη δὲν ἔχει κανένα νόημα. Ὁ ἀλησμόνητος φίλος μιλοῦσε, μὲ τόση ἀταραξία, ὁ ἴδιος γιὰ τὸ ἀτύχημα τοῦ, ἤτανε τόσο ἀνώτερος ἀπὸ τὴν αρρώστια τοῦ, ποὺ εἶχε ἀλλάξει μέσα τοῦ τὸ «ρυθμὸ τοῦ κόσμου», ὥστε δὲν ὑπάρχει κανένας λόγος νὰ μὴν τοῦ ἀναγνωρίσουμε τὴν ὑπεροχὴ τοῦ αὐτή, κρύβοντας ὅ,τι ποτὲ δὲ θέλησε νὰ κρύψει ὁ ἴδιος. Ἔπειτα ἡ τρέλα τοῦ Βώκου — ἕνα χρόνιο περιοδικὸ παραλήρημα — ἔπαιξε τόσο μεγάλο ρόλο στὴ ζωὴ τοῦ καὶ τὸ ἔργο τοῦ, ὥστε πολλὰ πράγματα καὶ ‘σ’ αὐτὴ καὶ σὲ τοῦτο, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἐξηγηθοῦν χωρὶς αὐτήν. Ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι περίεργο στὴν ψυχοπαθολογικὴ βιογραφία τοῦ Βώκου, εἶναι, ὅτι ύστερ’ ἀπὸ κάθε παροξυσμὸ τῆς αρρώστιας τοῦ, ποὺ τὸν κρατοῦσε κλεισμένο γιὰ μῆνες στὸ φρενοκομεῖο, ἔβγαινε μὲ μιὰ διαύγεια πνευματική, καὶ μὲ μιὰ δύναμη νὰ ἐξακολουθήσει τὴν ἐργασία τοῦ, ποὺ στάθηκε μυστήριο καὶ γι’ αὐτοὺς τοὺς ψυχιάτρους.

— Ύστερ’ ἀπὸ κάθε παροξυσμὸ τοῦ — εἶχαν προφητέψει πολλοὶ ψυχίατροι — θὰ βγαίνει πιὸ ἐλαττωμένος διανοητικά, ὥσπου νὰ καταλήξει στὴν ἄνοια, δηλαδὴ στὸ διανοητικὸ θάνατο.

Ὁ Βώκος, ὡστόσο, κλείσθηκε τέσσερες ἢ πέντε φορὲς στὸ φρενοκομεῖο, χωρὶς ‘ν’ ἀληθέψει ἡ πρόγνωση τῶν ψυχιάτρων. Ἤτανε σὰν νὰ μὴν τοῦ εἶχε συμβεί τίποτα καί, βλέποντας τόν, θὰ μποροῦσε νὰ ὁρκισθεῖ κανείς, πὼς ἐπιστρέφει ἀπὸ κάποιο εὐχάριστο ταξίδι σὲ γαλήνιες θάλασσες, καὶ ὄχι πὼς εἶναι ναυαγὸς δαρμένος ἀπὸ τὰ κύματα μιᾶς ἄγριας τρικυμίας.

— Τί γίνεσαι Γεράσιμε; Καιρὸ ἔχω νὰ σὲ ιδώ… τοῦ εἶπα τὴν πρώτη φορά, ποὺ τὸν ἀντάμωσα, ύστερ’ ἀπὸ τὸ φρενοκομεῖο, μὴ θέλοντας νὰ τοῦ δείξω, πὼς γνώριζα τίποτα ἀπὸ τὴν θλιβερὴ τοῦ περιπέτεια ἢ νὰ τοῦ τὴ θυμίσω.

Μὲ τὴ μεγαλύτερη γαλήνη τοῦ κόσμου καὶ μὲ τὴ μεγαλύτερη εἰλικρίνεια — τὴν εἰλικρίνεια ποὺ χαρακτήριζε πάντα τὸν τίμιο καὶ τὸν μονοκόματον αὐτὸν Ἀρβανίτη — μοῦ ἀποκρίθηκε:

— Πὼς νὰ μὲ ἰδεῖς, φίλε μοῦ; Ἐχθὲς βγῆκα ἀπὸ τὸ φρενοκομεῖο. Εὐτυχῶς εἶμαι πολὺ καλὰ τώρα. Ὁ κύριος Κατσαράς — μιλοῦσε πάντα μὲ σεβασμὸ καὶ εὐγένεια καὶ γιὰ τοὺς πιὸ στενοὺς τοῦ φίλους — μὲ βεβαίωσε πὼς ἔχω θεραπευθεί ἐντελῶς.

Ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη τοῦ καὶ μοῦ παρουσίασε τὸ πιστοποιητικὸ τοῦ φρενοκομείου, σα νὰ μοῦ παρουσίαζε ἕνα κοινότατο ἔγγραφο. Ὕστερα μοῦ εἶπε:

— Μέσα στὰ βιβλία μοῦ βρῆκα ἕνα λεξικὸ τοῦ Σχινά καὶ Λεβαδέως, ποὺ εἶχες τὴν καλοσύνη νὰ μοῦ δανείσεις πρὶν ἀπ’ τὴν αρρώστια μοῦ. Μὲ συγχωρεῖς πολύ, ποὺ τόσο ἄργησα νὰ σοῦ τὸ ἐπιστρέψω. Τὸ λάθος δὲν ἤτανε δικὸ μοῦ, καθὼς βλέπεις. Αὔριο θὰ σοῦ τὸ στείλω.

Τὴν ἄλλη μέρα βρῆκα τὸ λεξικὸ στὸ σπίτι μοῦ, ὅπως δὲ βρῆκα πολλὰ βιβλία, ἀπὸ ὅσα ἔχω δανείσει σὲ ἀνθρώπους, ποὺ δὲν τρελάθηκαν.

Αὐτὸς ἤτανε ὁ Βώκος, ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ φρενοκομεῖο.

Τίμιος, εὐθύς, ἀκέραιος, εὐγενὴς πάντα, γιὰ νὰ αποδειχθεί, μιὰ φορὰ ἀκόμα, ὅτι καὶ ἡ τρέλα σπάνια μπορεῖ νὰ κλονίσει τὸν ἠθικὸ χαρακτῆρα τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν εἶναι βαθιὰ ριζωμένος στὴν ύπαρξή τοῦ.

Ἡ εἰλικρίνεια αὐτὴ τῶν ἐξομολογήσεων τοῦ Βώκου ἔγινε ἀφορμή, κάποτε, νὰ μοῦ αποκαλυφθεί ὁ ψυχολογικὸς μηχανισμός, ποὺ μᾶς τὸν παρουσίασε ἄξαφνα ζωγράφο. Ἕνα βράδυ, περπατώντας στὴν ἔρημη πλατεῖα τοῦ Φαλήρου, οἱ δύο μᾶς, μοῦ ἔφερε μόνος τοῦ τὸ ζήτημα τῆς τρέλας τοῦ στὴν ξενιτιά. Εἶναι γνωστό, ὅτι ὁ Βώκος, ἀνταποκριτὴς τότε τῆς «Ἀκροπόλεως» στὴ Βιέννα, ἔπαθε τὴν πρώτη εκδήλωση τοῦ παραληρήματος τοῦ, ποὺ τὸν βασάνισε κατόπι περιοδικὰ — χωρὶς νὰ τὸν δαμάσει — σὲ ὅλη τοῦ τὴ ζωή. Ἡ θλιβερότατη εἴδηση ἔπεσε, τότε, σὰν κεραυνὸς στὴν Ἀθήνα. «Ὁ Βώκος τρελάθηκε». Ἄλλοι ἐξήγησαν τὸ πρᾶγμα μὲ τὴν πνευματικὴν ὑπερκόπωση, ποὺ τοῦ εἶχε κλονίσει τὰ νεῦρα τοῦ, ‘σ’ ἕνα κλῖμα ἐχθρικὸ γιὰ μιὰ μεσημβρινὴ φύση, σὰν τὴ δικὴ τοῦ, καὶ ἄλλοι μὲ τὴν στέρηση καὶ τὴν κακοπάθεια καὶ τὴν ἠθικὴν ἐπίδραση, ποὺ θὰ εἶχε βέβαια ‘σ’ ἕνα χαρακτῆρα τόσο περήφανο σὰν τὸ δικὸ τοῦ, ἡ ἔλλειψη χρημάτων σὲ ξένον τόπο, ἀφοῦ ἡ «Ἀκρόπολις» ποὺ βρισκότανε τότε σὲ οἰκονομικὴ κρίση, τοῦ καθυστεροῦσε τοὺς μισθοὺς τοῦ, τὸ μόνο τοῦ εἰσόδημα γιὰ τὴ φτωχικὴ τοῦ συντήρηση. Καὶ ὅλο τὸ βάρος τῆς εὐθύνης εἶχε πέσει στὸ φτωχὸ Γαβριηλίδη. Ὅπως υποδείχτηκε ὕστερα, ὅσο κι’ ἂν συνετέλεσαν γιὰ τὸ κακὸ οἱ δυσάρεστες βιοτικὲς συνθῆκες, ἡ αἰτία βρισκότανε βαθύτερα στὸν ὀργανισμὸ τοῦ. Ἤτανε ἕνα κακό, ποὺ ἄρχισε μοιραία τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ ποὺ ἔμελλε νὰ ἐξακολουθήσει.

Μοῦ μιλοῦσε, λοιπόν, ἐκεῖνο τὸ βράδυ, στὸ Φάληρο, γιὰ τὴν τρέλα τοῦ στὴν ξενιτιά. Νομίζω πὼς τὸν ἀκούω αὐτὴ τὴν στιγμὴ:

— Ἄκουσε — μοῦ εἶπε σταματώντας ἀπότομα — πὼς μοῦ πρωτοφανερώθηκε ἡ τρέλα μοῦ. Ἐκεῖ, ποὺ περπατοῦσα, ἕνα βράδυ, σὲ κάποια ἐξοχικὴ λεωφόρο, εἶδα ξαφνικὰ νὰ φωτίζεται ζωηρὰ ὁ οὐρανὸς στὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντος. Καὶ μέσα στὸ φῶς αὐτὸ εἶδα νὰ σχεδιάζεται, σὰν ἀπὸ χέρι ἀόρατου ζωγράφου, μία θαυμαστὴ εἰκόνα. Δὲν ἄργησα νὰ καταλάβω πὼς ἤτανε ἡ Ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος. Σὲ λίγο, ἔβλεπα καθαρὰ τὴν παράταξη τῶν Ἑλληνικῶν καὶ τῶν Περσικῶν πλοίων, τὰ γύρω βουνὰ τῆς Σαλαμῖνος καὶ τοῦ Αἰγάλεω, τὴν Ψυττάλεια, τὴ γνώριμη μοῦ θάλασσα, σὲ μιὰ σύνθεση καταπληκτική…

Ζήτησα νὰ μάθω μήπως ἡ φανταστικὴ εἰκόνα ἤτανε μία ἀναπαράσταση τοῦ ἔργου τοῦ Βολανάκη, ποὺ ἔτυχε νὰ ἰδοῦμε πολλὲς φορὲς μαζὶ στὴν αἴθουσα τοῦ Διευθυντηρίου τοῦ Ναυστάθμου.

— Ὄχι! μοῦ εἶπε. Ἤτανε κάτι ἐντελῶς διαφορετικό, κάτι ἀσυγκρίτως ἀνώτερο. Καὶ τὸ βλέπω ἀκόμα τόσο καθαρὰ μπροστὰ μοῦ, ὥστε, ἂν ἤμουνα ζωγράφος, θὰ μποροῦσα ‘ν’ ἀντιγράψω πιστὰ τὴν εἰκόνα ἀπὸ τὴ φαντασία μοῦ.

Καὶ τελείωσε τὴ διήγηση τοῦ, λέγοντας μοῦ, ὅτι κατόπιν δὲ θυμότανε τίποτε ἄλλο.

Ὁ Βώκος δὲν ἔγινε, λοιπόν, ἔτσι ἄξαφνα, ζωγράφος. Τὸ ἀρχικὸ τάλαντο τοῦ ἤτανε ἡ ζωγραφική. Καὶ ξαναγύρισε ‘σ’ αὐτὸ ἀπὸ τὸ γύρο τῆς λογοτεχνίας, ἀφοῦ ἔδειξε τὰ ζωγραφικὰ τοῦ χαρίσματα καὶ στὴν τέχνη τοῦ λόγου.

Δυστυχῶς ἤτανε λίγο ἀργά, γιὰ νὰ λάβει τὸ τάλαντο τοῦ καὶ τὴν τεχνικὴ καλλιέργεια, ποὺ θὰ μᾶς ἔδινε, ἴσως, ἀπὸ τὸ Γεράσιμο Βώκο ἕνα μεγάλο Ἕλληνα ζωγράφο.

Δύο σταθμοὶ ἐξαιρετικῆς συγκεντρώσεως καὶ ἐνεργείας στὴ ζωὴ τοῦ Γεράσιμου Βώκου, εἶναι Τὸ Περιοδικὸ μᾶς καὶ ὁ «Καλλιτέχνης», τὰ δύο περιοδικὰ τοῦ, στὰ ὅποια ἀφιέρωσε τὶς καλύτερες δυνάμεις καὶ ἱκανότητες τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματος τοῦ. Γιατὶ σὲ ὅ,τι καταπιανότανε ὁ ἀλησμόνητος φίλος ἔβαζε μέσα ὅλο τοῦ τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ ὅλη τοῦ τὴν εἰλικρίνεια, χωρὶς νὰ τὸν φοβίζουν οὔτε τὰ ἐμπόδια, οὔτε ἡ ἔλλειψη τῶν μέσων, οὔτε οἱ ἐναντιότητες τῶν καιρῶν καὶ τῶν περιστάσεων. Ἐννοοῦσε νὰ τραβήξει ἐμπρός, μὲ κάθε τρόπο, τελειώνοντας νὰ φορτώνεται τὰ πάντα μοναχὸς τοῦ, ὑπερήφανος καὶ χωρὶς παράπονο ἢ μεταμέλεια.

Θυμοῦμαι πὼς ἄρχισε Τὸ Περιοδικὸν μᾶς. Σχεδὸν μὲ τὸ τίποτε. Κανένας ἄλλος, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Βώκο, δὲ θὰ τολμοῦσε νὰ καταπιασθεί ἕνα περιοδικό, μὲ τόσο ἐκλεκτὴ ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερικὴ ἐμφάνιση, ὄχι ‘πια χωρὶς τὸ παραμικρότερο κεφάλαιο, ἀλλὰ οὔτε καλὰ καλὰ μὲ ὅσα ἐχρειάζοντο γιὰ τὰ τυπογραφικὰ τοῦ πρώτου τοῦ φύλλου. Καὶ ὅμως «Τὸ Περιοδικὸ μᾶς» παρουσιάσθηκε μὲ ἐκλεκτὴ ἐκτύπωση, καλὸ χαρτί, καλλιτεχνικὲς εἰκόνες καὶ; βινιέτες, μὲ μιὰ μορφὴ τέλος πολὺ νεωτεριστικὴ καὶ πολὺ πρωτότυπη γιὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ. Καὶ πρὸ πάντων μὲ ἐκλεκτὴ συνεργασία.

Παίρνω τυχαίως ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα τεύχη τοῦ περιοδικοῦ, (1 Ἀπριλίου 1900) ποὺ βρέθηκε στὰ χαρτιὰ μοῦ. Καὶ ἀντιγράφω τὰ περιεχόμενα τοῦ: «Οἱ Καταφρονηταὶ τοῦ Κοινοῦ ὑπὸ Κωστή Παλαμᾶ. Ὁ Ἀετιδεὺς τοῦ Ροστάν (μετάφρασις μιᾶς σκηνῆς ὑπὸ Σ.Ν.Π,Β) — Λίγα λόγια γιὰ τὴν Μουσικὴ μᾶς ὑπὸ Ν’. Δ. Πάππου — Ἕνα λείψανο, ποίημα Λάμπρου Αστέρη — Φελισιέν Ρωψ ὑπὸ Παύλου Νιρβάνα — Ὁ Ψυχαρισμὸς κι’ ἡ Ζωή, ὑπὸ Γιάννη Καμπύση — Οἱ Τύραννοι τοῦ Πνεύματος Φρειδερίκου Νίτσε — Ἡ Ἰλιάδα, μετάφρ. Ἄ. Πάλλη (ἀπόσπασμα) — Φύλλα τοῦ Δεκαπενθημέρου — Τὰ Ὡραία Γράμματα καὶ αἱ Τέχναι μὲ συνεργασία Παλαμᾶ, Πάππου, Νιρβάνα, Βλαχογιάννη — Ξέναι Φιλολογίαι (Γαλλική, Ἰταλικὴ) — Καλλιτεχνικὲς βενιέτες, βραβευμένες στὸ διαγωνισμὸ τοῦ «Studio», προσωπογραφία τοῦ Ρωψ καὶ ἀντίγραφα δύο ἔργων τοῦ: Τὸ Σκάνδαλον καὶ τὰ Νεκρὰ Φιλήματα».

Ἀλλὰ νομίζω ὅτι, καὶ σήμερα ἀκόμα, ἕνα περιοδικό, ποὺ θὰ παρουσίαζε ‘σ’ ἕνα φύλλο τοῦ ἕνα τόσο ἐκλεκτὸ καὶ συγχρονισμένο περιεχόμενο, θὰ μποροῦσε νὰ καυχηθεῖ γιὰ τὴν ἒμφάνισή τοῦ. Πόσους κόπους ὅμως, πόση προσωπικὴ ἔργασία, πόσα τρεχάματα, πόσες στενοχώριες εκόστισε ὅλη αὐτὴ ἡ εὐγενικὴ προσπάθεια στὸ Βώκο δὲν μπορεῖ νὰ τὸ καταλάβει κανείς, χωρὶς νὰ ξέρει ὅτι ὁ ἴδιος ἤτανε διευθυντής, διαχειριστής, διορθωτὴς τυπογραφικῶν δοκιμίων καὶ διεκπεραιωτὴς ἀκόμα τοῦ περιοδικοῦ τοῦ, μὲ μόνο τοῦ βοηθό, σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν ἐργασία ἕνα ξυπόλυτο λουστράκι, ποὺ ‘μ’ ἕναν εἰρωνικὸ ναρκισσισμὸ κολακευότανε νὰ τὸ ὀνομάζει «ὑπάλληλο».

Στὴ πρώτη αὐτὴ περίοδο τοῦ «Περιοδικοῦ μᾶς» συνεργάσθηκα στενὰ μὲ τὸ Βώκο. Τὸν βοήθησα ὅσο μποροῦσα, μὲ τὴν εὐχαρίστηση ποὺ προσφέρει κανεὶς τὴ μικρὴ τοῦ βοήθεια σὲ μιὰ ὑπόθεση, ποὺ τὴν ξέρει καὶ τὴν πιστεύει ἄδολη καὶ εὐγενικά. Ἕκτος ἀπὸ τὰ ἐνυπόγραφα ἄρθρα, ὅλη σχεδὸν τὴν ἄλλη ὕλη τοῦ περιοδικοῦ τὴ γράφαμε οἱ δύο μᾶς. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Βώκος ἀγαποῦσε νὰ φαντάζεται τὸ περιοδικὸ τοῦ, ὅπως ὀνειρευότανε νὰ τὸ κάνει μὲ τὸν καιρὸ — εὐγενικὲς πάντα οἱ φιλοδοξίες τοῦ — σὰν ἕναν μεγάλο ἐκδοτικὸ ὀργανισμό, μοῦ έδωκε κάποτε καὶ τὴν ἐπίσημη θέση μοῦ στὴν ἐπιχείρηση, μὲ τὸν ἑξῆς χαριτωμένο τρόπο:

Κάποτε λάβαμε στὸ γραφεῖο τοῦ περιοδικοῦ ἕνα γράμμα τοῦ Φιλέα Λεμπέγκ, τοῦ γνωστοῦ κατόπιν ἑλληνιστὴ καὶ συνεργάτη τοῦ «Mercure de France», ποὺ κανένας ἀκόμη δὲν τὸν ἤξερε τότε στὴν Ἑλλάδα. Ὁ καλὸς αὐτὸς φίλος τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων μᾶς ζητοῦσε διάφορες πληροφορίες γιὰ τὴν φιλολογικὴ κίνηση, ποὺ ἀτελέστατα ἀκόμα τὴ γνώριζε καὶ μᾶς φανέρωνε τὴν ἐπιθυμία τοῦ νὰ ἔρθει σὲ κάποια ἐπαφὴ μὲ τοὺς φιλολογικοὺς μᾶς κύκλους.

— Ἀπάντησε τοῦ εσύ… μοῦ εἶπε ὁ Βώκος.

— Τὸ πιὸ σωστὸ θὰ ἤτανε — τοῦ εἶπα — νὰ τοῦ ἀπαντήσεις ἐσύ, ὡς διευθυντὴς τοῦ περιοδικοῦ. Ἔμενα ποὺ μὲ ξέρει; Ἐκτὸς ἂν θέλεις νὰ τοῦ κάνω ἐγὼ τὸ γράμμα, ἂν δὲν ἔχεις ἐσὺ καιρό, καὶ νὰ τὸ ὑπογράψεις.

— Όχι!… ἐπέμεινε. Νὰ τὸ γράψεις ἐσύ. Καὶ νὰ ὑπογράψεις Γραμματεὺς τῆς Συντάξεως — Secrétaire de la Rédaction.

Καὶ τὴν τελευταία γαλλικὴ φράση τὴν ἐπρόφερε, μὲ κάποια ὑπερηφάνεια γιὰ τὸ γεγονός, ποὺ ἔτσι καὶ στὰ ψέματα, τὸ «Περιοδικὸ μᾶς» εἶχε ἀποκτήσει καὶ Γραμματέα τῆς Συντάξεως.

Δὲν τοῦ χάλασα τὸ χατίρι. Στὰ μεγάλα παιδιά, ὅπως καὶ στὰ μικρά, δὲν πρέπει νὰ τοὺς χαλάει κανεὶς ποτὲ τὸ χατίρι. Κι’ ἔγραψα στὸ Λεμπέγκ. Ἀπὸ τότε ἄρχισα μιὰ πυκνὴ ἄλληλογραφία μαζὶ τοῦ, τὸν κατατόπισα ὅσο μποροῦσα στὰ φιλολογικὰ μᾶς πράγματα, καί, γιὰ πολὺν καιρό, μαζὶ μὲ τὸν Πορφύρα, ποὺ τὸν γνώρισε καὶ προσωπικὰ στὸ χωριὸ τοῦ, τὴ Νεβίλ Βω, σὲ κάποιο τοῦ ταξίδι, εἴμαστε οἱ μόνοι φιλολογικοὶ τοῦ φίλοι στὴν Ἑλλάδα. Ἔτσι τὸ Περιοδικὸ μᾶς ἔγινε ἡ πρώτη ἀφορμὴ ‘ν’ ἀποκτήσουν τὰ ἑλληνικὰ γράμματα ἕνα τόσον ἐκλεκτὸ καὶ ἀφοσιωμένο ἀπολογητὴ τοὺς στὶς στῆλες τοῦ Mercure de France.

Η Αυτοπροσωπογραφία του Γεράσιμου Βώκου, προ της συντήρησης του Αρχείου Νεοελληνικής Τέχνης

Ἡ συνεργασία μοῦ αὐτὴ μὲ τὸ Βώκο μοῦ ἔχει ἀφήσει ἂλησμόνητες ἀναμνήσεις. Δὲ θὰ ξεχάσω πρὸ πάντων, τὸν χαριτωμένο τρόπο, μὲ τὸν ὅποιον, μεταφράστηκε στὸ τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ, ποὺ ανάφερα παραπάνω, μία σκηνὴ ἀπὸ τὸν «Ἀετιδέα» τοῦ Ροστάν. Γιὰ τὸ ἔργο αὐτό, ποὺ ἐρχότανε ύστερ’ ἀπὸ τὸν περίφημο «Συρανό ντὲ Μπερζεράκ» καὶ ποὺ τὸν ἥρωα τοῦ ἐνεσάρκωνε στὸ θέατρο τῆς ἡ Σάρα Μπερνάρ, μὲ ὅλα τῆς τὰ γεράματα, εἶχε γίνει μεγάλος λόγος στὴ Γαλλία καὶ σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Ὁ Βώκος — ποὺ ἤτανε πάντα μέσα τοῦ δημοσιογράφος, γνωρίζοντας τὴν ἀξία τῆς ἐπικαιρότητος — ἤθελε νὰ παρουσιάσει πρῶτος στοὺς ἀναγνῶστες τοῦ ἕνα ἀπόσπασμα τοῦ φημισμένου ἔργου. Ἕνα πρωί, ἔφτασαν ἔξαφνα, τὰ «Annales Politiques et Litteraires», ποὺ δημοσίευαν μία ἐκτεταμένη σκηνὴ ἀπὸ τὴ Β’ πράξη τοῦ «Ἀετιδέως», τὸ μόνο ἀπόσπασμα τοῦ ἔργου τοῦ, ποὺ εἶχε φανεί ὡς τότε καὶ στὴ Γαλλία ἀκόμα. «Τὸ Περιοδικὸ μᾶς» βρισκότανε στὰ πιεστήρια. Στὸ ταπεινὸ γραφεῖο τοῦ Βώκου ετύχαμε μαζεμένοι ὁ Στρατήγης, ὁ Πορφύρας κι’ ἐγώ.

— Αὐτὴ τὴ σκηνὴ πρέπει νὰ τὴν ἔχουμε, χωρὶς ἄλλο, στὸ αὐριανὸ τεῦχος, μεταφρασμένη σὲ στίχους… μᾶς εἶπε ἀποφασιστικὰ ὁ Βώκος.

— Ἀλλὰ πὼς εἶναι δυνατό; τοῦ εἴπαμε ἀπορημένοι. Ποιὸς θὰ τὴ μεταφράσει;

— Ὅλοι μᾶς καὶ μέσα σὲ δύο ὧρες τὸ πολύ. Ἐμπρός! Ἂς τὸ μοιραστοῦμε. Θὰ πάρει ὁ καθένας ἀπὸ ἕνα κομμάτι καὶ δὲ θὰ τὸ κουνήσει ἀπ’ δῶ, ἂν δὲν παραδώσει τὸ κομμάτι τοῦ.

Καὶ μὲ τὴν τελευταία λέξη, κλείδωσε ἀπὸ μέσα τὴν πόρτα τοῦ γραφείου τοῦ καὶ ἔχωσε τὸ κλειδὶ στὴν τσέπη τοῦ. Ἤμαστε πλέον αἰχμάλωτοι τοῦ, Καὶ ἀρχίσαμε τὴ μετάφραση. Καθένας τελείωνε, ἔδινε τὸ κομμάτι τοῦ καὶ ἔφευγε. Ὁ Πορφύρας εἶχε μείνει τελευταῖος.

— Ἐσὺ σα μικρότερος — τοῦ εἶπε ὁ Βώκος — θὰ μείνεις ἐδῶ νὰ τὸ κοιτάξουμε πάλι ὅλο μαζί. Δὲν ἔχεις νὰ σαλέψεις.

Δὲν ξέρω πόσο ἔμεινε ἀκόμα ὁ Πορφύρας αἰχμάλωτος τοῦ Βώκου. Ἀργότερα μᾶς ἔλεγε, ὅτι, γιὰ ‘ν’ ἀποκτήσει τὴν ἐλευθερία τοῦ, ἀναγκάστηκε νὰ πηδήσει ἀπὸ τὸ παράθυρο. Τὴν ἄλλη μέρα ὅμως «Τὸ Περιοδικὸ μᾶς» ἐκυκλοφόρησε μὲ μιὰ ἀρκετὰ καλὴ μετάφραση τῆς σκηνῆς τοῦ Ἀετιδέως», ποὺ θεωρήθηκε, ὅπως καὶ ἤτανε, μιὰ δημοσιογραφικὴ ἐπιτυχία, ποὺ δύσκολο θὰ ἤτανε νὰ τὴν πραγματοποιήσει καὶ καθημερινὴ ἐφημερίδα. Ἡ μετάφραση ἤτανε ὑπογραμμένη μὲ τὰ ἀρχικὰ ψηφία: Σ.Ν.Π.Β. (Στρατήγης, Νιρβάνας, Πορφύρας, Βώκος). Ἤτανε ἡ μετάφραση τῶν τεσσάρων, ὅπως κάποιο Διήγημα τῶν Δέκα, ποὺ δημοσίευσε τὸ «Μπουκέτο».

Ἀπὸ τὴ μετάφραση αὐτὴ θυμοῦμαι τοὺς περίφημους στίχους ποὺ βάζει ὁ ποιητὴς στὸ στόμα τοῦ κατασκοπευομένου Ἀετιδέως καὶ ποὺ εἶναι ἡ εἰρωνικὴ φιλοσοφία τοῦ διαζευκτικοῦ «Ἀλλὰ»:

Ἡ ΑΡΧΙΔΟΥΚΙΣΣΑ

Τί συμβαίνει;

Ὁ δοὺξ δὲν εἶναι ἐλεύθερος καθ’ ἄλλα;

ΔΙΙΔΡΙΧΣΤΑΪΝ

Ἔ, ὁ πρίγκηψ

Δὲν εἶναι μὲς στὴ φυλακή, αλλά…

Ὁ ΔΟΥΞ

Ἀλλὰ θαυμάζω

Αὐτὸ τὸ ἀλλὰ σας… Ξέρετε αὐτὸ τὸ ἀλλὰ τί λέει;

Δὲν εἶμαι μὲς στὴ φυλακή, Θεὲ μοῦ, Αλλά… Καὶ ὅμως

Δὲν εἶμαι μὲς στὴ φυλακὴ αλλά… τὸ λέει ὁ λόγος

Οὔτε ἕνα δευτερόλεπτο φυλακισμένος εἶμαι!

Ἀλλὰ τριγύρω μοῦ παντοῦ καὶ πάντα βλέπω κόσμο.

Φυλακισμένος!… νιώστε τὸ καλὰ ὅτι δὲν εἶμαι!

Ἀλλὰ κι’ ἂν μοῦ ’ῤθει νὰ χωθῶ βαθύτερα στὸν κῆπο

Κάτω ἀπὸ κάθε φύλλο ἀνθεῖ, ἄξαφνα, κι’ ἕνα μάτι.

Φυλακισμένος βέβαια δὲν εἶμαι, ἀλλ’ ἂν θελήσουν

Νὰ μοῦ μιλήσουνε κρυφά, στὴν πόρτα εὐθὺς ἀπάνω

Φυτρώνει ξάφνου ἕνα αὐτὶ σὰν μανιτάρι! Ὄχι

Δὲν εἶμαι μὲς στὴ φυλακή, ἀλλά, σὰν ‘βγω καβάλ

Νοιώθω τὴν τρυφερὴ τιμὴ κρυμμένης συνοδείας.

Τώρα δὲν εἶμαι ὁλότελα στὴ φυλακὴ βεβαίως!

Ἀλλὰ διαβάζω δεύτερος τὰ γράμματα μοῦ πάντα.

Δὲν εἶμαι μὲς στὴ φυλακή, ἀλλὰ τὴ νύχτα βάζουν

Ἕνα λακὲ στὴ πόρτα μοῦ, νά, τοῦτον, ποὺ περνάει.

Ἐγώ, ὁ δοὺξ τοῦ Ράιχσταδ φυλακισμένος ὄχι!

Μετὰ «τὸ Περιοδικὸ μᾶς» — τί πρωτότυπος ἀλήθεια καὶ ὁ τίτλος — δεύτερη γενναία προσπάθεια τοῦ Βώκου, ύστερ’ ἀπὸ χρόνια, στάθηκε ὁ «Καλλιτέχνης», περιοδικὸ ἀφιερωμένο στὴν τέχνη, μοναδικὸ στὸ εἶδος τοῦ γιὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ καὶ ποὺ σημειώνει ἕνα σταθμὸ στὴν ἱστορία τοῦ περιοδικοῦ μᾶς τύπου. Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ αὐτὸ — ἀπομακρυσμένος τότε, μὲ τὴν ἐργασία μοῦ ἀπὸ τὸ Βώκο ὅπως καὶ ἀπὸ τὴν κατοπινὴ τοῦ πολύτροπη ἐργασία — δὲν ἔχω, δυστυχῶς προσωπικὲς ἀναμνήσεις. Ἔχω ὅμως μιά, ἰδέα τί εκόστισε σὲ κόπους καὶ ἔνταση νεύρων ἡ εὐγενικὴ αὐτὴ προσπάθεια στὸν ἀλησμόνητο φίλο.

Ἔτσι ὅλη τοῦ ἡ ζωὴ ὡς δημοσιογράφου, ὡς καλλιτέχνη, ὡς ζωγράφου ὡς ἐκδότη, ὡς ἀνθρώπου, στάθηκε μιὰ ἀκατάβλητη ἀφοσίωση στὴν ὑπηρεσία τοῦ ὡραίου. Καὶ γιὰ λίγους ἴσως θὰ μποροῦσε νὰ εἰπωθεῖ ὅτι ανεπιφύλαχτα μπορεῖ νὰ χαραχθεί στὸ ἐπιτάφιο μάρμαρο τοῦ ξενιτεμένου τάφου τοῦ Γεράσιμου Βώκου: Έπεσεν ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων.



Περικλής Γιαννόπουλος : Πεζά (2021)

Επιμέλεια : Ηλίας Κ. Κολοκούρης

Σημείωση επιμελητή: Η παρούσα εργασία αποτελεί καρπό πολυετούς και επίπονης έρευνας, μεταγραφής χειρογράφων και επίμονης αναδίφησης σε αρχεία. Επίσης, υπήρξε η ενασχόληση του γράφοντος κατά την διάρκεια της πρώτης και της δεύτερης καραντίνας. Μέχρι σήμερα, οι συστηματικότερες μελέτες για το έργο του Γιαννόπουλου αποτελούν έργο της κυρίας Χριστίνας Ντουνιά. Κάθε αναδημοσίευση από την παρούσα έρευνα, καλό θα ήταν να γίνει με αναφορά στον επιμελητή, καθώς αποτελεί κομμάτι της διδακτορικής του διατριβής.
Ηλίας Κ. Κολοκούρης

Αθήνα, 2 Δεκεμβρίου 2021

Πεζὰ ποιήματα:

α. «Κλεοπάτρα» (Ὡς Λωτός· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 8-5-1894)

Ἡ Κλεοπάτρα, βασίλισσα τῆς Αἰγύπτου, διωχθεῖσα ἐκ τοῦ θρόνου εἶνε ἐτοίμη νὰ πολεμήσῃ πρὸς τὸν ἀδελφόν της. Ὁ Ἰούλιος Καῖσαρ εἰσέρχεται εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν καὶ προσκαλεί τὰ διαμαχόμενα μέρη ἵνα κρίνῃ αὐτά. Ἡ Κλεοπάτρα φοβουμένη τοὺς ἀντιπάλους παραλαμβάνει πιστὸν ἀκόλουθον ὅστις φέρει αὐτὴν πρὸς τὸν Καίσαρα εντός “στρωματοδέσμου”. Ὑποδουλωθείς ὁ Ἰούλιος ὑπὸ τῶν σατανικών της θελγήτρων, ἐράται αὐτῆς καὶ τὴν οδηγεὶ Θριαμβευτικῶς εἰς Ρώμην. 

Μετὰ θάνατον αὐτοῦ τὸ Ρωμαϊκὸν Κράτος διαμοιράζεται μεταξὺ τοῦ θετοῦ του ὑιοῦ Ὀκταβίου καὶ τοῦ Ἀντωνίου. Ἡ Κλεοπάτρα ἐπιστρέφει εἰς Αἴγυπτον, πολιτεύεται ἐρωτοτρόπως πρὸς τὸν Ἀντώνιον, μεταβαίνει εἰς συνάντησίν του εἰς τὴν Ταρσόν, διέρχεται δὲ τὸν Κύδνον ποταμὸν ἐν φανταστικῇ μεγαλοπρεπείᾳ “κεκοσμημένη γραφικῶς ὥσπερ Ἀφροδίτη”. Ὁ Ἀντώνιος σαγηνεύεται, ὑποδουλοῦται καὶ ἄρχεται ἡ ζωὴ τῶν “ἀμιμητοβίων”  καθ᾽ ἥν καὶ ὀνόματα Θεῶν ἀπέδιδυν εἰς ἐαυτοὺς ὡς Ἴσις καὶ Σελήνη καὶ Διόνυσος καὶ Ὄσιρις. Ὁ Ὀκτάβιος ὄμως ἐγείρει στρατὸν κατὰ τοῦ Ἀντωνίου, συναντὰ αὐτὸν παρὰ τὸ Ἄκτιον, καί ἤθελεν ἴσως νικηθῆ ἄν ἡ ἐπιβαίνουσα τῆς Ἀντωνιάδος Κλεοπάτρα δὲν ἐτρέπετο εἰς φυγὴν, πρὸ τῆς ὁποίας πάντα ἐγκαταλείπων ὁ Ἀντώνιος τὴν ἀκολουθεῖ. “Συναποθανούμενοι” αὐτοκληθέντες τότε καταφεύγουν εἰς Ἀλεξάνδρειαν. Ὁ Ὀκτάβιος καταδιώκει αὐτούς· ἡ Κλεοπάτρα κλείεται μετὰ τῶν θησαυρῶν της εἰς τὸν μεγαλοπρεπῆ της τάφον, ὁ δὲ Ἀντώνιος ἐπὶ τῇ ψευδεί φήμῃ τοῦ θανάτου της πίπτει ἐπί του ξίφους του, μανθάνων ὄμως ὅτι ζῆ ἀκόμη, σύρεται τραγικῶς εἰς τὸν τάφον ὅπου ἡ Κλεοπάτρα φοβουμένη ν᾽ἀνοἰξῃ τὰς θύρας ἀνασύρει αὐτὸν διὰ σχοινίου ἐκ τινὸς παραθύρου· ὁ Ἁντώνιος ἀποθνήσκει· ἡ Κλεοπάτρα συλλαμβάνεται ζῶσα. Κατὰ τὴν συνάντησίν της μετὰ τοῦ Ὀκταβίου προσπαθεῖ νὰ σαγηνεύσῃ καὶ αὐτὸν , ἀποτυχοῦσα ὅμως καὶ ἐνοήσασα ὅτι θα χρησιμεύσῃ διὰ τὸν θρίαμβόν του ἐν Ρώμῃ κεντᾷ τὸν ὄφιν διὰ χρυσῆς καρφίδος. 

Ὁ Ὀκτάβιος εἰσερχόμενος εἰς Ρώμην φέρει τὸ ἄγαλμά της. 

Ι

Στὴ φωτολουσμένη ἀμμουδιά π᾽ ἀγκαλιάζει ὁ Νεῖλος, στὴ φωτοκαμμένη ἀγκαλιά ποῦ κοιμάται ὁ ἄμμος, ᾽κει ποῦ τεντώνεται μουγκὸ τὸ βαρύτερο τῆς Τέχνης ὄνειρο, ᾽κει που σωπαίνει ἡ στοιχειωμένη Σφίγγα πεισματάρα-  γενήθηκε.

Ὁ Διάβολος παίζοντας μὲ τὸν Ἔρωτα, σὲ ἀφρόπετρα τὸ σκελετὸ της ἐπελέκησαν, μὲ τὰ βαθειὰ τῆς Ἀνατολῆς μυστήρια τὸ κορμί της ἔπλασαν· ὁ ῎Ερωτας μὲ πούπουλο βγαλμένο μὲ πόνο ἀπ᾽ τὰ φτερὰ του τὸ πρόσωπό της ζωγράφησε μὲ τὴν αἰματωμένη ἄκρη τὴ ζεστή τὰ χείλια της χάραξε, καὶ σ᾽ την καρδιά της φτειάνοντας τὴ φωληά του τῆς ἄσφαλτες σαϊτιὲς της χάρησε. Σ᾽ τὴν ψυχή της ξαπλώνεται ὁ Διάβολος βασιληᾶς, χαρίζοντας τη βελουδένια του μιλιά· κ᾽ οἱ δύο μαζύ ἀπ᾽ τὰ μάτια της κυττώντας ὁλοπύρωτοι, τῆς ἀνοίγουν τὴν πόρτα τῆς ζωῆς — ἔτσι γεννήθηκε. 

Γεννήθηκε, βασιλοπούλα πεντάμορφη, ἡ μονάκριβη Γυναῖκα, ἡ θεά τῆς Ἡδονῆς, ἡ Κλεοπάτρα. 

ΙΙ

Τὸ δειλινόπαμμα πολλὲς φορὲς περπατώντας στ᾽ ἀθεώρατα παλάτια μὲ τὸ νεκρό τους μεγαλεῖο, πήγαινε σ᾽ το παμπάλαιο ἡλιόσκεπο κι᾽ ἀκουμπισμένη σὲ μιὰ σφίγγα, κύτταζε τὸ λαμπροπύρωτο ἡλιοβούτημα. Αἱματωμένη ἡ δύσι, φωτιά, ρώταγε, κ᾽ εκείνη, τεντόνοντας την κορμοστασιὰ της σὰν τίγρις ὑπέρκαλλη, δάγκωνε τὰ χείλια της ἀπ᾽ τὴ ζήλεια!

Λάμια ἀχόρταγη τὸν κόσμο ὅλο ἤθελε ν᾽ ἀγκαλιάσῃ, νὰ τοῦ ρουφήξῃ τὴν ἠδονὴ, γιὰ νὰ τὸν κυλήσῃ ὕστερα σ᾽ τὰ πόδια της πτῶμα – γι᾽ αὐτὸ γεννήθηκε. Καὶ τὰ ὄνειρά της ἤτανε ψηλότερα ἀπ᾽ τις πυραμίδες κ᾽ οἱ πόθοι της μεγαλείτεροι ἀπ᾽ τη Σαχάρα, κ᾽ η ὠμορφιά της σκοτεινή Δρακόντισσας ὠμορφάδα.

Μὰ τὰ βαρειὰ τοῦ τόπου της ονείρατα καὶ τὰ βαρειὰ παλάτια, τὴ βάρυναν βαρόκαρδη….. κ᾽ ἡ ἀμμουδιὰ στὸ μολυβένιο της ὕπνο σώπαινε πάντα. 

ΙΙΙ

Τῆς Αἰγύπτου Ἀφροδίτη αυτὴ, ἤθελε τὸ ναὸ της νὰ χτίσῃ κάτασπρο, κατάχρυσο, καταγάλανο καὶ ψηλότερα ἀπ᾽ ὅλα τὰ παλάτια κι᾽ ἀπ᾽ ὅλους τοὺς θεοὺς, νὰ καθήσῃ μαγεμμένη νεράϊδα σκορπῶντας σὰ Θεά τὴν ἠδονή, σὰ Θεός τὸ θάνατο – σὲ σατανικὸ λαμποκόπημα. 

Τῆς Αἰγύπτου Ἀφροδίτη, ἤθελε νὰ κρατήσῃ ψηλὰ τοῦ ἀληθινοῦ Ἔρωτα τὴ λαμπάδα κι ἀνήμερη θεὰ τῆς Ἀφρικῆς νὰ δίνῃ τὴν ἀληθινὴ μετάληψι ποῦ κατακαίει τὸ κορμὶ ὁλάκερο.  Ἤθελε στὸ ἱερὸ της μόνα ἀφιερώματα νἄχῃ καρδιὲς στημένες ποῦ νὰ στάζουν τὴν τελευταία σταλαγματιά. Ἤθελε λιβάνι ἕνα νὰ ᾽χῃ μονάχα, τὴν ὑστερνὴ πνοὴ ποῦ θά ᾽βγαινε μαζὺ μὲ τὴν ψυχὴ ἀπ᾽τὰ ἐρωτοκαμμένα κορμιά. 

Κι᾽ἡ ψυχὴ της ἤθελε Νείλους ἀπὸ ἀγάπη, ἀπὸ πάθη, ἀπὸ μανίας γιὰ νὰ χαρῇ.

IV 

Στὴν Αἴγυπτο μέσα, ὁ Ἰούλιος ὁ Καίσαρ σὲ θρόνο κάθεται βασιληᾶς –  βασιληᾶς τῆς γῆς. Ὅταν, ἀπ᾽ τὸ σακκὶ  πετάγεται, ἀτσαλένια ξετυλίγεται, καὶ κατάματα τὸν κυττάζει ἡ χαλκομάτα. Τοῦ ᾽δειξε τὰ μάτια της κ᾽ ἐκεῖνος ἀνατρίχιασε, σὰ νὰ τοῦ ξεσκέπασαν τρομερὸ μυστήριο. 

Ἔσκυψε ὁ Αὐτοκράτωρ τὸ ἀλύγιστο κεφάλι, κατέβασε μαζὺ τὸ στέμμα τοῦ κόσμου, κ᾽ἐκεῖνο ἀσυνείθιστο, ἔπεσε, κύλαγε σ᾽ τὰ πόδια της. Ὁλότρεμες ἡ δυὸ καρδιὲς σώπαιναν·  μόνο τὸ στέμμα μὲ τὴς ντροπιασμένες πέτρες, κυλῶντας γοργὰ σ᾽ τὰ πόδια της, μίλαγε. 

Ὁ περήφανος Καῖσαρ ποῦ λύγιζε τὰ γόνατα τοῦ κόσμου ὅλου, σ᾽ τὰ γόνατά της ἔπεσε – παιδί. 

V

Μέσα σ᾽ τὴν ἄπειρη ἐρημιὰ ποῦ μόνο τοῦ Θεοῦ ἡ ἰδέα ζωντανεύει, ὑπνωτισμένο νανοῦριζε ἡ Κλεοπάτρα τὸν πρῶτο της σκλάβο, σὲ λαμπροστόλιστο καράβι μέσα. Ὁ Νεῖλος γλυκὰ γλυκὰ κύλαγε τὴν ἐρωτικὴ φωληὰ. γλυκόπνοο ἀγεράκι ἔφερνε ἀπ᾽ τὰ χειλοπόταμα τὴν ἀλησμονιὰ ποῦ ᾽χυνε ὁ λωτὸς, μαζὺ μὲ τὸ παράπονο ἀπ᾽τὰ καλαμόφυλλα, μαζὺ μὲ τὸ νερομουρμούρισμα. 

Σ᾽τὴν καρδιά του π᾽ ἀγκάλιαζαν τῆς Κλεοπάτρας τὰ στῆθεια, σταλιὰ σταλιὰ, κατέβαιναν τὰ φιλιὰ, τὴ γέμιζαν εὐτυχὶα καὶ τὰ μάτια του ἀπ᾽ τὰ δικά της βύζαιναν τὴ ζωὴ – ἀπ᾽ τὰ μάτια της ποῦ μέσα σ᾽ τῆς ἡμέρας τή λαμπράδα , νἂ λαμπρότερα τῆς Νύχτας βασίλεια ξἄνοιγαν. 

Ὁ Ἥλιος ἔδιωχνε ἀπάνου σ᾽ τὴν ἄπειρη τοῦ Νείλου ψυχὴ, τὴς καρδιὲς, τὰ γέλοια, τὰ φιλιά…. Κι᾽ ὅταν ξύπνησε σκλάβος αὐτὸς, ἡ Κλεοπάτρα ἤτανε μεγαλοδύναμι βασίλισσα τοῦ Καίσαρος, Θεὰ τοῦ ἡμιθέου. 

Ξημέρωσε μιὰ μέρα, ποῦ ἡ Ρώμη μὲ ὁλάνοιχτη ἀγκαλιὰ, γονατιστὴ καὶ κοσμοκρατόρισσα, εἶδε σ᾽ τὸ σκῆπτρο της ποῦ κρατοῦσε ὁ Καῖσαρ ψηλὰ, γυρίζοντας ἀπ᾽ τὴν Αἴγυπτο, τυλιγμένο τὸ “φεῖδι τοῦ Νείλου” νὰ τεντώνῃ τὸ μαγικό του κεφάλι ψηλώτερα. 

Εἶδε, ζαλισμένη ἡ Ρώμη, μιὰ μόνη γυναῖκα μὲ τὴ δύναμι τοῦ ματιοῦ της μονάχα και της μιλιᾶς της τὴ δύναμι, σὰν ξεριζωμένο νὰ κουνήσῃ τὸ δρακοντεμένο, τὸ χιλιόρριζο θρόνο, καὶ φοβήθηκε μὴ τὸν πάῃ σ᾽ το Νεῖλο·  εἴδε, τὸν ἡμίθεο Καίσαρά της, μεθυσμένον νὰ στυλῶσῃ κατάμεσα σ᾽ το ναὸ τῆς Ἀφροδίτης, τῆς Ἀφρικανικῆς Θεᾶς τὸ χρυσελεφαντένιο ἄγαλμα, καὶ τοὺς μαρμαρένιους Θεούς της νὰ τρέμουν ἀπὸ λύσσα.

Κι᾽ ὅταν ὁ Καίσαρ μὲ τὸ φαρμακερὸ μαχαῖρι σ᾽ τὴν καρδιὰ ἔννοιωσε τὸ σκοτάδι νὰ τοῦ σκεπάζῃ τὸν κόσμο, ἡ Κλεοπάτρα σὰ χρυσοστέφανο νέφελο στεφάνωσε τὴ δύσι του λαμπερή. 

VΙΙ

Ἀνέτειλε ὁ Ἀντῶνιος τῆς Ἀνατολῆς σιδηρόκαρδος δεσπότης τῆς ἡδονῆς στεφανωμένος Διόνυσος. Τότε πήγε γοργόφτερη ἡ μάντισσα στὴ φωληὰ της, ἔχησε μὲ βιὰ τοῦς θησαυροὺς της, γιὰ νὰ φτιάση τὸ φτερωτὸ μοσκοπρόββατο, τ᾽ ἀτίμητο νυφοστόλι, ποῦ θά ᾽χε γιὰ ξάρτια χάρες καὶ μάγια κ᾽ ἔρωτες, τὸ πρωτοτάξειδο καράβι ποῦ θὰ τὴν πήγαινε μπροστά σ᾽ τὸν Ἀντώνιο· καὶ ἔννοιωθαν κ᾽ οἱ δυο ἀπὸ μακρυὰ τὸ μοιροκλωσμένο δαχτυλίδωμα ποῦ θά ᾽χε τὴ γῆ προῖκα καὶ στέμμα τὸν οὐρανό.

Ἄξαφνα σ᾽ τὴν Ταρσὸ ἴδανε φάντασμα ἀπίστευτο· νὰ περνάῃ μέσα ἀπ᾽ τὸ ποτάμι σὰν ὄνειρο ἕνα νέφελο γαλανὸ σκορπώντας μεθυστικὴ μυρουδιὰ ἀπὸ μοσκολίβανα κι᾽ ἀπὸ μέσα νὰ βγαίνῃ χρυσοπλασμένη κούνια μ᾽ ἀσημένια κουπιὰ, κάνοντας μελωδία μὲ τὴς ἄρπες καὶ τὴς λύρες καὶ τὴς κιθάρες ποῦ παιζαν πεντάμορφες νεράϊδες καθισμένες στὴν πλώρη σὲ μεθυστικὰ συμπλέγματα, μισόγυμνες. Καὶ πρόβαινε τ᾽ ὁλoφλόγιστο ὄνειρο μὲ ὁλάνοιχτα τὰ κατακόκκινα πανιὰ βαμμένα σ᾽ τα γέλοια, σ᾽ τὴν τρέλλα, ᾽ς τὸ αἴμα…

Ξιπασμένος ὁ κόσμος φώναζε: ἡ Ἀφροδίτη ἔρχεται. Κι᾽ ἡ ἀνατριχίλα ἔτρεχε σ᾽ τὰ χειλοπόταμα. 

VΙΙΙ

Ἔτρεξε, πέταξε ἀκράτητος ὁ Ἀντώνις ὁ λεοντόψυχος στρατιώτης μὲ τὰ σκοτεινὰ μάτια καὶ τὰ κατάμαυρα μαλλιὰ, οῦ ζητούσε τρελλὸς τὴ μέθη τῆς ζωῆς μόνο σ᾽ τὴ γῆ ἀπάνου, ἀνἐβηκε σ᾽ τὸ πλοῖο. 

Περνῶντας μέσα ἀπὸ στολίδια πλουμισμένα με μυριαρίθμητα πετράδια π᾽ ἄστραφταν διαβολικὰ, ἔφθασε στὸ ἱερὸ ποῦ γύρω τριγύρω ἑφτὰ παρθένες κόρες κρατούσαν στεφάνια ἀπὸ τριαντάφυλλα γυμνές, κι᾽ ἄλλες ἀνεμιστῆρια ποῦ κουνοῦσαν μέσα στὰ σύννεφα ἀπὸ λιβάνια.

ἀνέβαινε φουντωτὸ σ᾽ τὰ θεόγυμνα ἐρωτιάρικα παιδάκια ποῦ ᾽σαν κρεμασμένα ἀπ᾽ τὰ ξάρτια χύνοντας λουλούδια. Κ᾽ ἐκεῖ μέσα σὰν ὀπτασία, εἶδα τὴν πολυφήμηστη τυλίχτρα, σὰν ἀράχνη φωτοβρεμένη, νὰ κάθεται  – Θεά. 

Ἐκεῖ μέσα σ᾽ τὸ ὄνειρο, μὲ δυνατὸ καρδιοχτύπι, φιλήθηκε ἡ Δύσι μὲ τὴν Ἀνατολὴ, μὲ λυσασμένα μάτια, σὲ θανάτου ὁλόψυχο φιλί. 

ΙΧ

Βασιλικὸ λιακτωτὸ μὲ βαρειὰ στολισμένα ταπέτα, μὲ νυμφαῖες καὶ πλατύφυλλους λωτούς και κλαδιὰ καὶ στεφάνια καὶ ρόδα χυμένα ποὺ κύλαγαν γαργαλιστὰ, μὲ δάφνες καὶ φτερὰ καὶ στολίδια, μεθυσμένα ὅλα ἀπ᾽ τοὺς καπνοὺς ποῦ ᾽χυναν τ᾽ ἀναμμένα μυρουδικιὰ, – στολισμένο τὸ νυφοστόλι τὸ ἄγιο περίμενε τὰ μεσάνυχτα. 

Σὲ κρεββάτι ξαπλωμένη ἡ Κλεοπάτρα ὀνειρευτὰ ἀνασηκώνει ἀστερόμματη τὸ κεφάλι της, κρατῶντας σ᾽ τὸ χέρι μαλαματένιο ποτῆρι. Σ᾽ τὸ κρεββάτι ἀκροκάθεται ὁ Ἀντώνιος τρελλὸς καὶ γλυκοσφίγγοντας μὲ τὸ ᾽να χέρι τὴ λυγισμένη μέση της, κερνάει μὲ τ᾽ ἄλλο τὸ τελευταῖο ποτῆρι τῆς ὑστερνῆς καλομοιριᾶς. Τὸ φεγγάρι μὲ τὸ αἰώνιό του γελόκλαμμα φωτάει ἀργοδιαβαίνοντας, κι᾽ὁ Ἔρωτας σπλαγχνοφάγος χοχλάζει. Πίνει ἡ Σελήνη γιὰ τὴ δόξα τοῦ Βάκχου! Καὶ τὰ βραχιόλια πέφτοντας ὅλα μαζὺ ἀπ᾽ τὸ σηκωμένο χέρι, σὰ θυμιατοῦ φωνὴ ἀκούγονται ὁλομόναχα σ᾽ τὴν ἀτέλειωτη σιωπὴ ποὺ σκεπάζει τὸ μυστήριο. Στραγγίζει ὁ Ἀντώνιος τὴν τελευταία, τὴν ὁλόμικρη σταλιὰ ποὔμενε σ᾽ τὸ ποτῆρι, καὶ πετῶντας το, κολλάει τὰ χείλη του σ᾽ τ᾽αναμμένο στόμα τὴ στιγμὴ κ᾽ἀνασέρνοντας τὰ φρύδια της ἐκείνη καρφωτὰ τοὔδειχνε τὰ μάτια της τὰ ὁλάνοιχτα ποῦ φώτιζαν τὴν καρδιά της. Αναστέναξαν. 

Κι᾽ αἰθερολάμνοντας σφιχταγκαλιασμένο τὸ ὁλόκαφτο στέναγμα, ἀναβαίνει σ᾽ τὸν ἄπειρο ὕπνο ποῦ μόνο ἡ πνοὴ τοῦ Ἔρωτα ξαγρυπνάει, ἀναφτερώνοντας τῆς ἡδονῆς τὴς ἐλπίδες. 

Χ

Ὁ ἥλιος κυνηγώντας τὴς σκιὲς ἀνέβαινε πασίχαρος χύνοντας θησαυρὸ τὰ χρώματα σ᾽τῆς γῆς τὰ στολίδια, κ᾽ ἡ Ταρσός πλενότανε σ᾽  τὸ φῶς του. Κ᾽ ἐφώτιζε, κ᾽ ἐφώτιζε κι᾽ ἀνέβαινε φλογερὸς, κ᾽ ἡ σκιές γύριζαν μικρὲς μικρότερες, τρύπωναν μέσα σ᾽ τὴ γῆ.

Τὸ μεσημέρι λαβρίζοντας ἔφθασε σ᾽ τὸ ἡλιόκεντρο. Βγῆκε τότε το θεόμορφο ζευγάρι σ᾽ τὸν ἥλιο νὰ δείξῃ τὴν ἄφθαστη χαρά του. Καὶ τό λουζε ὁ ἥλιος, κι᾽ ἔλαμπαν τὰ πετράδια καὶ τὰ βραχιόλια, τὰ στέμματα καὶ τὰ φορέματα, κ᾽ἡ σκιά τους μικρὴ μικρὴ σ᾽τὰ πόδια τους κρυβότανε. 

Μόνο τής ζευγαρωτὲς σκιὲς ποῦ κυλιόντουσαν μὲ τεμπελιὰ σ᾽ τὰ μάτια τους ἀπὸ κάτου χαρούμενες, – μόνο τής γλυκές σκιὲς ποῦ σ᾽του Ἔρωτα τὸ αἰθέριο φτερὸ ἀπὸ κάτου γέλαγαν, –  δὲν μπόρεσε νὰ διώξῃ! 

ΧΙ 

Ἀπ᾽ αὐτὴ τὴ στιγμὴ ρίτχηκαν σὲ χιλιόφτερο ὄνειρο, σὲ θεότρελλη ἀφάνταστη ζωὴ ποὺ ποτὲ ὁ κόσμος δὲ θὰ ξαναιδῇ.

Μαγικὰ παλάτια νὰ χτίζουνται σὲ μιὰ μέρα γιὰ νᾶ σκεπάσουν τὰ ξεφαντώματα μιᾶς νυχτιᾶς, τὸ χρυσάφι καὶ τ᾽ ἀσήμι νᾶ χύνεται ποτάμι καὶ τῆς γῆς τὸ βιὸς ὅλο νὰ σκορπιέται ἀλογάριστα σ᾽τ᾽ἀθάνατα φαγοπότια ποῦ πίναν τῆς παντοτεινῆς μέθης τὰ κρασιὰ τ᾽ἀτίμητα. Ἡ γῆ ὅλη νὰ δουλεύῃ γιὰ τὰ ὄνειρα καὶ τὸν ἔρωτα δύο ἀνθρώπων ἢ δύο θεῶν ξετρελλαμένων μὲ τ᾽ ἀπερίγραπτα τῆς ἡδονῆς παιγνίδια, μὲ τὰ παιδιάτικα τρελλοκλάμματα κὰ τὰ νυχτοπάρωρα τρελλοτρεχάματα. 

Κι᾽ ὁ Ἀντώνιος μὲ τὴν Κλεοπάτρα, μεθυσμένοι ἀπὸ ἔρωτα, ἀπὸ φῶτα καὶ ἀπὸ μελωδίες, ξεφρενωμένοι ἀπ’ τῆς νυχτερινὲς ἐρωτομανίες τῆς ἀχαλίνωτες, ἔσερναν ἀπάνω σ᾽ τὴ γῆ μας θεῶν ὄργια.

ΧΙΙ 

Καθὼς ἀστροπελέκι ξεσχίζει χιλιόχρονο πλατάνι, ἔτσι χύθηκε ὁ Ἀντώνιος σ᾽ τοῦ ἐχθροῦ τ᾽ ἀραδιασμένα καράβια, ποῦ σ᾽ του Ἀκτίου τὰ νερὰ τὸν ἔζωναν. Παντοῦ πατάει, παντοῦ πυργώνει, σκοτεινοβλέφαρος μέσ᾽τ᾽ ασημάρματα, λυγάει συντρίβοντας, ξελύνει κρεωκοπῶντας, ξεσχίζει βουλιάζοντας, τῶν καραβιῶν τὸ τρομερὸ περίζωμα. 

Χιλιάδες οἱ σκοτωμένοι γκρεμίζουνται σ᾽ τὸ πολυτάραχο νερὸ, ποὺ τρέμει, τραντάζει, καταπίνει, καὶ στὰ μεσούρανα τὸ βοητὸ τοῦ πόνου ἀνεβαίνοντας, ξεθεριεύει τὴς καρδιές. Ἀτράνταχτος ὁ Ἀντώνιος τρυπάει τὴν καρδιὰ τοῦ ἐχθροῦ ὅταν βλέπῃ, μαρμαρωμένος, τὴν Ἀντωνιάδα νὰ διαβαίνῃ ἀπ᾽ τὴ μέση, φεύγοντας ὁλοταχῆς. Ὅπως μάτι θαλάσσης, σέρνει, ρουφάη, ἀδύνατη βαρκοῦλα, ἔτσι τὸν συνεπῆρε, τὸ μαγεμένο τῆς φυγῆς πανί. Μὲ μιᾶς, τὸ μεγαλόψυχο μάτι του, πῆρε τὴν ἀπόφασι, κι᾽ ἀπ᾽ὅσους σ᾽τὴ Γυναῖκα ἔταξαν, θησαυροὺς καὶ παλάτια – μόνος αὐτὸς, καράβια καὶ στρατοὺς καὶ δοκα καὶ στέμμα παράτησε, τὸν κόσμο τῆς ἔδωκε. 

Κι ᾽ ἀχώριστ σ᾽ τὴ δύσι τους γέρνουν ἀγκαλιασμένοι.

ΧΙΙΙ

Κλειδοστομιασμένος ὁ τάφος σώπαινε. Σὰ νύχτα τραγικὴ, ἡ Κλεοπάτρα ἀπ᾽ τὸ παράθυρο κύτταζε, καὶ σ᾽ τὰ πόδια της οἱ σκλάβοι σπάραζαν, ποτισμένοι φαρμάκια. Σφαγμένος σέρνεται ὁ ἐραστὴς, μισοπεθαμένος θηλιάζεται σ᾽τὸ σχοινὶ ποῦ τραβοῦσε ἡ σατανικὴ γυναῖκα γιγαντεμένη, κρεμιέται σ᾽ τὸ σχοινὶ ποῦ τρεμε ἀπ᾽ τοὺ θανάτου τὸ κρύο. 

Μὰ ξαναβρίσκοντας τὴ ζωὴ σ᾽ τὴ φουρτουνιασμένη της ἀγκαλιὰ, ζητάει γιὰ νεκρολίβανα, κρασιὰ καὶ φιλιὰ τῆς ἀγάπης βάλσαμα, καὶ ξεψυχώντας εὐτυχισμένος, ἔβλεπε σ᾽ τὰ μάτια της ποῦ ρουφοῦσαν τοὺς πόνους του, ὄνειρο νὰ περνάει ἡ ζωή του· εὐτυχισμένος ἔννοιωθε, μὲ σπασμοὺς τὰ κρύα στήθεια της νὰ τὸν σκεπάζουν.

Καὶ μὲ τὴν ὑστερινή του ματιά ζωγράφιζε. ἔπερνε βαθιὰ, μἐσα του, μαζύ του, σ᾽ τὴ ἄλλη ζωὴ, τῆς Κλεοπάτρας τὴν εἰκόνα.

  ΧΙV 

Σ᾽ τὸ τάφο μέσα θαμμένη ζωντανὴ, σκλάβα ἡ Κλεοπάτρα, ἀφρίζει, τρεμομανιάζει, στηθοδέρνεται, ὅταν μέσα χώθηκε ὁ νικητὴς γιὰ τὴ νίκη του νὰ χαρῇ. Γυναίκα ἀληθινὴ σ᾽τὰ πόδια του πέφτει ἡ περήφανη, κ᾽ἡ ἀπελπισμένη της ζωή μαζεύεται σὲ τελευταία ἀναλαμπὴ, γιὰ νὰ τυλίξῃ γιὰ τρίτη φορὰ τὸ στέμμα τοῦ κόσμου.

Σ᾽ τὰ γόνατά του ξεδιπλόνοτας τοὺ πατέρα του τὸν Ἔρωτα, διπλόνεται σ᾽ τὰ πόδια του, σφίγγεται σπαρταριστή. Μὰ ἡ μάγισσα εἶχε χάσει τὴ δύναμί της καὶ σωριάζεται σκλάβα. Σ᾽ τὴ λύσσα τοῦ πόνου, στ᾽ τῆς καταφρόνιας τὴ λύσσα, ἡ καρδιά της ἀπαστηλόνσται, πετρώνει, καὶ μὲ μόνο τὰ μάτια σπαράζοντας σ᾽ τοῦ χάρου τὴν περονιαστὴ ματιὰ, κεντάει τὸ φαρμακερὸ φεἴδι ποὺ θὰ σποῦσε τὴ σκλαβιά. Φιλεῖ τὸ φεἴδι ἡ Βασίλισσα, κουλουριάζεται σ᾽τὸ χέρι της, τελευταῖος ἐραστής. 

Σὲ κατάχρυσο κρεββάτη ξαπλωμένο, μὲ τὴν καλλίτερη βασιλική του φορεσιὰ, μὲ τὸ στέμμα τὸ ἀνίκητο σ᾽τὸ κεφάλι, κοιμᾶται τὸ ἄγιο λείψανο σὰν ἀνάγλυφο σὲ τάφου πλάκα ἀπάνου. Κ᾽ ἐννοιωσε μπαίνοντας καὶ σκύβοντας ὁ νικητὴς τὴς δύο ψυχὲς νὰ τὸν γελοῦν ἀχώριστες. 

ΧV 

Σ᾽ τὴ Ρώμη μικρὸς πρόβαινε ὁ νικητὴς μέσα σ᾽ τὴν ἀνθρώπινη θάλασσα, σέρνοντας τὸ ἄγαλμα τῆς Κλεοπάτρας σὲ ἀρμάμαξα. 

Ὁλόρθη στεκότανε ἡ θεὰ, μὲ τοῦ λωτοῦ τὸ σκῆπτρο ποὺ ὑπνώτιζε, μὲ τὰ μάτια στηλωμένα σ᾽τὸ Θεό ποῦ ἀντίκρυζε. Πανωβλέποντας ἡ Ρώμη σ᾽ τὸ ὑπέροχο μάρμαρο τὴ γυναῖκα ποὺ περνὰ τοὺς βασιλειάδες της γιὰ σκλάβους, τὴ σατανικὴ σειρήνα ποῦ τῆς γυναίκας τὴ δύναμι ἔδειξε, κράταγε τὸν ἀνασασμό της κι᾽ ἀντὶ νὰ θαυμάζῃ τὸ νικητή τὴ νικημένη θαύμαζε. 

Καὶ διάβαινε τὸ μεγαλόπρεπα μάρμαρο ἀστραφτερὸ, πνίγοντας, σκεπάζοντας μὲ σιωπὴ τῆς νίκης τῆς φωνές. 

ΧVΙ 

Τέτοια ἤτανε ἡ Κλεοπάτρα. Νόμους καὶ θρησκείες καὶ ἠθικὲς, ἠλίθια φαντάσματα τὰ ποδοπάτησε, κι᾽ ἀπ᾽ τὰ ἀνθρώπινα παλάτια τὰ τιποτένια ἀπὸ πάνου πέρασε, ζηλευτὸ ἄστρο διαβατάρικο. 

Ἔφερε τὴν κόλασι τὴν ἀληθινή σ᾽ τὴ γῆ μας ἀπάνου ἀφ᾽οὗ τὴν ἡδονὴ τὴν ἔριξαν σ᾽τὴ κόλασι ποῦ δὲν ὑπάρχει. Πέρασε σὰ σίφωνας ἀπ᾽τὴ ζωή, ἅρπαξε τὰ καλλίτερα λουλούδια, καὶ σ᾽ τὸ σκοτάδι τοῦ καιροῦ δύο στέμματα μὲ τὴν αἰωνία λάμψι τους τὴν φωτίζουν ἀθάνατη. Τὸ γαλανὸ Ὄλυμπο μὲ τὴν τρελλὴ ζωὴ τὸν θάμπωσε… 

Κ ᾽οἱ πεθαμένοι Θεοὶ, χιλιάδες, θ᾽ ἀνατριχιάζουν σ᾽τοὺς τάφους τους ἀπ᾽τὴ ζήλεια, πάντα γιὰ πάντα! 

ΛΩΤΟΣ

β. «Πόνος» (Ὡς Λωτός· ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 3-8-1894)

Πεζά ποιήματα 

ΠΟΝΟΣ 

Σὲ βαρειὰ καλοκαιριοῦ βραδειά, τὸ φῶς της χὐνει ἡ σελήνη, καὶ σ’ τὸ κουρασμένο, βουβό περιβόλι φύλλο ἕνα δὲν παἰζει μαζύ του. Θολωμένος ὁ ἀέρας περιχύνει τὰ φυτά, καὶ μακρουλές τῶν δέντρων οἱ σκιές, κουκουλόνουν, θάβουν μικρὸ παλατάκι ποῦ ξεφυτρώνει ἀπ’ τὴν καρδιά του. Τίποτα δὲν κουνιέται, τίποτα δὲ ζῇ, κι’ εἶνε πόνου ζωγραφιά το περιβόλι. 

Σ’ τὴν πυκνότερη μεριά, λιμνοῦλα κοιμᾶται μὲ πρασινάδα ζωμένη πυκνή· ποιὸ πέρα κι ὁλοτρόγυρα ξεπετιούνται ἀνθοφορτωμένα δεντράκια, κι’ ἀπάνου τους, μ’ ἀγκαθωτά ἀγκαλιάσματα τριανταφυλλιῶν, κλωνάρια λυγόνουνται ἀπ’ τὸ φόρτωμα τῶν ρόδων· παραπάνου, γυμνοὶ τῶν δέντρων οἱ κορμοί, ἀνεβαίνουν ἴσιοι, ξεχύνουνται ψηλὰ σὲ πυκνὰ φυλλώματα ποῦ κάνουν πράσινον οὐρανό ψηλότερα, σκόρπιες τῆς σελήμης, ἀσημένιες, οἱ ἀχτίνες, κυλιοῦνται, κατεβαίνουν ἀπ’ τὰ σχισίματα καὶ τ᾽ ἀνοίγματα, φωτίζουν τὸ μονόκλωνο τοῦ νεροῦ φυτὸ, μὲ το ἀχνόλευκο λουλούδι, -φωτίζουν παλλικαριοῦ κορμί ξαπλωμένο σιμὰ, μὲ τὴν κοιλιὰ καταγῆς, τοὺς ἀγκώνες καρφωμένους σ᾽ τὸ χῶμα, τὰ χέρια στυλωμένα σ᾽τὸ πρόσωπο, τὰ μάτια μπηγμένα σ᾽ τὸ νερὸ ποῦ θαμπογυαλίζει… Τίποτα δὲν κουνιέται, τίποτα δε ζῇ, κι᾽ εἶνε πόνου ζωγραφιὰ τὸ περιβόλι.

Ὅταν φύλλο μαραμένο ξεκρεμιέται με στεναγμό, γυρίζει, γυρίζει, πέφτει ἀπάνου σ᾽ τὸ νερὸ – καὶ τὸ νερό, σὰ νὰ λυπήθηκε τὸ πεθαμμένο φύλλο, ἀνατριχιάζει ὡς τὴν ἄκρη …… μ᾽ ἀνατριχιάζει καὶ τὸ παλλικάρι ποῦ πονοῦσε τὴν πεθαμμένη Χιόνα-τὸ μόνο ἀχνόλευκο λουλοῦδι ποῦ σ᾽ τὴν ἀνήμερη φύσι του ρίζωσε, καὶ τώρα τὴν καρδιά του σαβανώνει ἡ μαραμένη του μορφή Σα βελονιὲς φαρμακερὲς, τῆς σελήνης οἱ ἀχτίνες, σ᾽ τὴν ψυχή του ζωντανεύουν τὶς μυστικὲς ἀρμονίες τῶν φύλλων, τὶς γλυκειὲς τῶν χειλιῶν συμφωνίες, τ᾽ ἀγεράκι ποῦ κύλαγε μέσα του τὸν ἀνασασμό της, τὰ τρελλὰ καὰ καφτά, ἀλλοτεινὰ φιλιά… Μὰ τώρα ἔσβυσε ἡ πνοὴ ποῦ δινε τὴ ζωὴ σ᾽ το περιβόλι, καὶ τὰ περασμένα σὰν πεθαμμένα φύλλα ἀπ᾽ τὴν ἐνθύμισί του ξεκρεμιοῦνται, γυρίζουν, γυρίζουν, πέφτουνε σ᾽ τὴν καρδιά του π᾽ ἀνατριχιάζει ὡς τὸ βάθος, τίποτα δὲν κουνιέται, τίποτα δὲ ζῇ, κι᾽ εἶνε πόνου ζωγραφιὰ τὸ περιβόλι. 

Στυλόνοντας σ᾽το ᾽να χέρι το μισό του κορμί, σηκόνει ψηλά τὰ στερφεμένα μάτια του γιὰ νὰ ζητήσῃ δάκρυα ἀπ᾽ τὴ γλυκειὰ σελήνη… μὰ στὴν ὄψι της ποῦ περνάει ὄμοια, ἄπονη, γελαστή, θυμωμένοι ἀνεβαίνουν σ᾽ τὸ λαιμό του οι καϋμοὶ, τὸ παράπονο τὸν πνίγει, τὸν πνίγει ἡ μοναξιά, ἡ νέκρα ποῦ τὸν περισφίγγει ζωντανὸν, κι᾽ ἤθελε νἄχῃ λειονταριοῦ φωνὴ, γιὰ ν᾽ ἀκούσῃ καὶ τὸ μούγκρισμά του νὰ τραντάζῃ τὴν ἐρημιά, νὰ βροντοβοΐζη σ᾽ τὴν ἐρημιά τῆς ζωῆς του, ἡ νύχτα ν᾽ ἀντιλαλῇ τὸν πόνο του῎ 

Λωτός 

γ. «Απ᾿ τὴ χαραμάδα» (γιὰ τὸ ψυχομάχημα τοῦ Ἀχ. Παράσχου) (Ὡς Λωτός· ἐφ. «Ἀκρόπολις», 21-1-1895)

δ. «Τὸ φιλὶ τοῦ σατύρου» (Στὴ ζωγραφιὰ τοῦ Ρώπς) (Ὡς Λωτός· «Ἡμερολόγιον Ποδογύρου», 1896, σελ. 57-59)

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΕΖΟ

ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΣΑΤΥΡΟΥ

(Στη ζωγραφιά του Ρωπς)

Το στοιχειωμένο δάσος ο ήλιος πυρώνει, η λαύρα απ’ τη γη ανεβαίνει λαχτάρα, οι ίσκιοι ζωντανεύουν, ξυπνούνε τα στοιχειά. – Ήρθε μεσημέρι.

Πανώρια η Λάμια, απ’ τον ύπνο ξεληθαργώνεται, το δάσος αλωνίζει, σ’ τα δυνατά των κοιμισμένων βοσκών νεύρα χύνεται όνειρο καφτερό. Αχόρταστη απ’ τον ένα σ’ τον άλλον πετάει, κι η διψασμένη της ψυχή των κοιμισμένων τη ζωή ρουφάει σε φίλημα θανατικό. Και πάει, αδρόσιστη, φρενιασμένη απ’ την αδάμαστη ηδονή. 

Κάτου από γιγάντια σικυά που μονάχη το στραβοδίβολο κορμό της ξανοίγει, μέσα σ’ την παχειά σκιά που κρατούνε τα φύλλα της τα όμοια με φάσκελα, κολώνα μισοστέκεται μαυρισμένη, Γέρο – Σατύρου βαστώντας καιροφαγωμένη προτομή. Ψηλά, σ’ του ήλιου το άναμμα, κοράκια, στρυφογυρίζουν γυαλίζουν και κρώζουν. Χάμου, χαμηλά πρασινάδας πεθαμμός, και σ’ τον ίσκιο παχύ, το γέλοιο, που κρύβει της αιώνιας ηδονής το μυστικό. 

Με χείλια αφρισμένα, η Λάμια πανώρηα, σ’ τη μαρμαρένια κρεμάστηκε προτομή, σε στήθια αναμμένα σφιχτά το μάρμαρο έκλεισε, με τους χτύπους της καρδιάς της την πύρινη δέηση έκαμε, το μυστικό ζητώντας ηδονής παντοτινής… Και καρφωμένη σ’ τα νύχια, τα δόντια σφιχτά, το στόμα εκόλλησε σ’ το γέλιο το βαθύ. 

Απ’ τη λαύρα του φιλιού ζωντανεμένο, κουνήθηκε, έσκυψε, το μαρμαρένιο κεφάλι, με στόμα ως τ’ αυτιά ανοιχτό, και μ’ άφωνο γέλιο Θεού τρομερό, φίλησε το αφρισμένο στόμα. 

Τρέμει και καίεται. Το κορμί της μανιώνει η δύναμη του Θεού, σ’ την ψυχή της ξανανοίγει Παράδεισος τρομερός, τα μάτια της ξαστράφτουν μαγεμμένα… Δέντρα φύλλα κλαδιά λουλούδια, ηλιασμένες κι ισκιωμένες μεριές, όλα πλουμισμένα με μάτια – μ’ όλα τα μάτια που σβυσε με φιλιά  – αστρόφωτα, το τρελαμένο της κορμί σαϊτεύουν μ’ ηδονή….. και κάθε κλώνου λίγωμα, κάθε πεθαμένου φύλου χάιδεμα, κάθε χορταριού ανάδεμα, κάθε φωνή και κάθε χρώμα, το δάσος όλο κι όλος ο αέρας μαζί με τον ουρανό, γεννώντας σ’ το κορμί της ηδονή μ’ άφαντα φιλιά τις πίνουν την ψυχή. 

Λιποθυμισμένη τώρα σ’ την πρασινάδα που την φιλεί με βελονιές, καταχωνιασμένη απ’ την άπειρη ηδονή που βαθειά δεν περονιάζει τώρα σ’ τα κόκκαλα, νοιώθει το αίμα της να ξεθυμαίνη με πόνο, την ψυχή της να σώνεται απ’ την άσπλαχνη γλύκα με πρόσωπο σπαραχτικά γελαστό. Τα μάτια της ξεψυχισμένα ολάνοιχτα, σ’ το αφάνταστο σπασμό – σ’ τον τελευταίο του κορμιού κορδακισμό – λάγνα σκιάχτρα στρίβουν σ’ τον ήλιο τις λάγνες του ρουφώντας φωτιές, πεθαμένα αχόρταστα. 

Σ’ τον ουρανό φωτιά. Σ’ το στοιχειωμένο δάσος αποκαμωμένη λαμπράδα. Σ’ το κεραυνωμένο της Λάμιας κορμί, κοντά σ’ το γέλιο του προσώπου το τραγικό, τα δυο μάτια θεάνοιχτα μ’ αστραφτερή γιαλάδα. Κάτου απ’ τον κομπιασμένο της σικυάς κορμό, από τα φύλλα τα όμοια με φάσκελα, στο γέλιο του Γέρο – Σατύρου το Σατανικό, στα μαυρισμένα και μαρμαρένια χείλια του, λάμπει ακόμα μια στάλα από τ’ αφρισμένο φίλημα. 

ΛΩΤΟΣ

ε. «Ἡ ὀπτασία τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου» (Εἰκὼν τοῦ Ρώπς) (Ὡς Ὀνούφριος· ἐφ. «Ἑστία», 20-12-1898)

Ὑπό τὸ ἀπελπιστικὸν λυκόφως ἐρήμου περιδινουμένης, ὑπὸ Σιμοὺν ὁ ἁγιασθεὶς ἐρημίτης, ὁ τολμήσας νὰ νεκρώσῃ τὴν σάρκα καὶ αποσκελετωθείς, αἰσθάνεται ἀλλοφρονών τὸ κράτος τῆς σαρκὸς καὶ τῆς σαρκός τὴν θέλησιν ἐνυπάρχουσαν ὁλόκληρον ριζωμένην εἰς τὰς ἀπό τῶν ὀστῶν ἐκφύσεις καὶ γοερώς ὀδυρόμενος γονυκλινὴς προσεύχεται κύπτων ἐπὶ βιβλίων ἱερῶν πρὸ ποδῶν τῆς παμφιλτάτης ὀπτασίας – τοῦ ὡραίου Ναζωραίου ἁπτοῦ ἐπί τοῦ σταυροῦ.

Ὅταν αἴφνης βλέπει τὸν Θεόν τοῦ ἀκαριαίως ἐφθειρόμενον, ἀποκρεμώμενον, κρεμασθέντα ήδη ἀπό τῆς μίας παλάμης, δίκην εἰδεχθούς ράκους φθαρτῆς σαρκός, ἀστραπιαίως ἀντικατασθέντα ὑπὸ γυναικείου γαυριώντος σώματος, φαεινού ἄνθους τῆς κολάσεως, μὲ τὴν αγκάλην ἀναπεπταμένην ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, μὲ προτεταμένους τοὺς μαστούς ὡς κύπελλα πλήρη ἠδονικοῦ ποτοῦ, μὲ τὴν κοιλίαν φρίσσουσαν πάμφη. Βλέπει μὲ βλέμμα τιτανώδες, τὸν διάβολον ὀλόσωμον όπισθέν τῆς, ἐν φιλανθρώπῳ σαρκασμῷ ἐκπυρσεύοντα τὴν πάνσωμον ἔκφρασιν τῆς ἡδυπαθείας, ὀσφραίνεται τὴν ὀσμὴν τοῦ σηπωμένου ὁλοέν καταρρέοντος Θεοῦ του, ἀκούει τῶν περιιπταμένων κρανιομόρφων ἐρωτιδέων τὴν προτροπήν. 

Καὶ ἐν τῷ μέσω τῆς ὁλοφυρόμενης ἀμμώδους δίνης τῆς συμπαρασυρούσης καὶ τὸ περιβάλλον αὐτόν ράκος καὶ τὴν μακράν του γενειάδα ὑπὸ τὴν βιαίαν νεκρανάστασιν τῆς σαρκός τοῦ, συσφίγγει διὰ τῶν δύο του χειρών τὸ ἐκρηγνυόμενον κρανίον του ἀπὸ τὴν ἔφοδον του κατὰ κράτος νικώντος πειρασμοῦ, του ὠθούντος αὺτὸν εἰς τὸ  ν’ ανοίξῃ τοὺς βραχίονας καὶ συγκλείσῃ καὶ γυναίκα καὶ διάβολον καὶ πτῶμα καὶ Σταυρὸν εἰς ἀπονενοημένον ἐναγκαλισμόν ἐν μέσῳ τῆς στροβιλιζομένης ἀποπνοίας καὶ οὐρανοῦ καὶ γῆς καὶ νοῦ…

στ. «Μεσαιωνικὴ Παναγία» (Ὡς Ξηροτάγαρος· ἐφ. «Ἑστία», 26-12-1898)

ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ 

ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΠΑΝΑΓΙΑ

Ἐμψύχωσις ποιάς τινος εικόνος ἢ γραπτῆς ὑέλου παριστώσης Παναγίαν, κατά τοὺς ἐρεβώδεις χρόνους τῶν μακρῶν θρησκευτικῶν τρόμων, ἐπεφάνη ἡ ἀναιμόσαρκος κόρη ἐν ὧρα ἀεννάου ἡλιακῆς λάμψεως ὡς πλανωμένης ψυχῆς φάσμα, βαῖνον πρὸς ἀσφαλές παραδείσειον τέρμα. Λεῖα μαλλιὰ ἀποσυρόμενα ὡοειδοῦς προσώπου καὶ μετώπου προβάλλοντος, λειοτάτη ὄψεων(;) καμπύλη ἐπὶ μεγάλων ἐκστατικῶν ὀφθαλμῶν, κροτάφων ἐλαφρὸς πιεσμός, παρειῶν ὑποφλέγον πῦρ καὶ ξηρὰ γραμμὴ ῥινὸς συμβάλλονται πρὸς ἔκφρασιν θρησκευτικῆς ἐκστάσεως, ῥινικῶν δὲ πτερυγίων παλμοὶ, σαρκωδῶν χειλέων αιχμηρότης καὶ φευγαλέων φιλομειδῶν γραμμῶν περὶ το στόμα φορὰ συντείνουσι πρὸς ἔκφρασιν κραταιοτάτου τῶν ἐγκοσμίων ἔρωτος. 

Σύρουσα νωχελῶς τὸ ὀνειροπολοῦν σκιόφως σῶμα, διέρχεται τοῦ ἐμψύχου κόσμου ὡς προασπιζομένη δι᾽ ἀοράτου πέπλου τὴν γλυκύτητα σκιᾶς. ‘Ασύστατος τὴν σάρκα φέρει τὴν σιγήν τῶν ἀναπολούντων προτέραν ζωὴν, περιφέρει τὴν νοσταλγίαν τῶν ἁρμονιῶν ποὺ ἐξέπνευσαν διὰ παντὸς, τοῦ διαλυθέντος θυμιάματος, τῶν ἀποπτάντων ὕμνων καὶ χαιρετισμῶν τῶν λευκοφόρων παρθένων, ὧν αἱ μακραὶ συνοδείαι ἀπέθετον φιλιὰ, Ἑρμῆς (;;;) λατρείας ἀναθήματα. 

Καὶ γλυκεία ὡς ἁρμονία ἡ εὔθραυστος κόρη, δι’ ἁρμονίας ζητοῦσα τὴν ἔκφρασιν τοῦ ἰδανικοῦ της, ψυχοῦται καὶ τονοῦται καὶ κινεῖται (δονεῖται;;;) καὶ παθαίνεται μόνον πρὸς ἐμψύχωσιν ἁρμονιῶν ὑπὸ τὸν ἀμειλίκτως διαυγῆ τῆς Ἀττικῆς οὐρανὸν, ἀποδεχομένη μὲ γαλήνιον μειδίαμα τὸν ὑπὸ τῆς ζωῆς πλεκόμενον στέφανον του μαρτυρίου. 

Ἀναστρέψατε τώρα ἑκατοντάδας τινὰς σελίδων τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς. Χ(Ἐκεῖ;;) εἰς τὸ βάθος νυκτὸς σαλευομένης ὑπὸ καταιγίδος, ἀτενίσατε μονὴν γοτθικήν σιδηρόφρακτον ἐγκλείουσαν κόσμον παρθενικῶν θυμάτων, καὶ ὑπὸ τὸ φως καὶ τὸν κρότον κεραυνοῦ ἀναπαραστήσατε τοὺς χαλκοφορούντας πυργοδεσπότας τῶν θηριωδῶν χρόνων, ποιούντας ἐν ὕπνοις περιφόβως τὸ σημείον τοῦ σταυροῦ, τοῦ πρὸς κεφαλὴν Μεδούσης ὁμοιωθέντος Σταυροῦ και κραδαίνοντας τὴν Γέεναν τοῦ πυρός. Καὶ ἴδετε τὴν διαβαίνουσαν διαδρόμου ὑελοφράκτου, ἐπὶ τῶν γραπτῶν ὑέλων τοῦ ὁποίου ἀνελίσσονται ἀγωνισταί καὶ ἄθλα τῆς νικηφόρου στρατιᾶς τοῦ Ἰησοῦ, διερχομένην ὑπνοβάτιδα μὲ σάβανα (;;;) ὡς πτυχoυμένην τὴν λευκὴν περιβολήν, μὲ ἀνεπτυγμένην εἰς εὐθυτενὴ γραμμήν τὴν αὐχενικὴν χώραν, μὲ τοὺς ἐκστατικοὺς ὀφθαλμούς στυλωμένους εἰς προϊπτάμενον ὄραμα, κρατοῦσαν δι᾽ ἀγνῶν χειρῶν πάναγνον κρίνον, φωτ(οβολ)οῦσαν καὶ καταλαμπομένην ἐκ τοῦ μυστηριώδους φωτὸς ἀκτινωτοῦ ἐξαφανιζομένην. Καὶ φανταασθῆτε αὐτὴν ἐνώπιον τοῦ ἐν ναΐσκῳ κρεμ(ωμέ)νου νυμφίου, ἰδεώδη θρησκευτικὴν Μαρ(γαρίταν), λάμπουσαν ἀπὸ ἔρωτα ἔνθεον καὶ ἐκριζ(ώνουσ)αν τῆς ἀσπαιρούσης καρδίας της, ὅλα τὰ ῥιζωθέντα ἐγκόσμια ἀνθύλλια μὲ ἀγαλλιῶ μειδίαμα παρθένου ἐκφυλιζούσης τὴν πρώτην μαργαρίταν. 

Ξηροτάγαρος 

ζ. «Εἰς τὴν γλῶσσαν τοῦ δούλου μου: – Ἡ Παναγία μου – Ἡλίων χαρίσματα – Ἀεροναύτης» (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 34, 4-7-1899)

ζ. «Εἰς τὴν γλῶσσαν τοῦ δούλου μου: – Ἡ Παναγία μου

ΕΙΣ ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑΝ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΜΟΥ 

Ἡ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ 

Μητέρα, γλυκιά μοῦ μητέρα, ἔλα στὴν πικρή μοῦ μοναξιὰ ποὺ μόνος, θεομόναχος, βασιλεύει ὁ Πόνος, ἔλα νά μοῦ κάμης συντροφιά. Ὡραία ὀπτασία τῆς πεθαμένης μητέρας, ἐμφανίσου στὸ παμπάλαιο γραφεῖο, ποὺ σὰν ἄγαλμα λατρευτό τοῦ ταξειδεμένου μοῦ πατέρα ἐνθουσίαζες τὸ θάρρος, τοῦ παιδιοῦ σοῦ παρηγόριες Τὰ περίλυπα ιδανικά….. 

Ἄ!… νά, ἢ μαῦρες ἢ νταντέλες, ποὺ στεφάνωναν ἁπαλά, τ᾽ ἀσημένια σοῦ μαλλιά… Νά, τὸ ζωντανότατο ὡραῖο πρόσωπο μέ τὴν οὐράνια γαλήνη ἀπ’ τοῦ Χάρου τὸ φιλί… νά, τὰ τρία ρόδα τὰ μεγάλα, πού μὲ τρέμοντα χέρια κάρφωσα στὴν ἀστείρευτη καρδιά σου… νά, τὸ κρινόλευκό τοῦ ρόδου φύλλο, ποὺ θώπευε γλυκά, τ´ ἀλησμόνητο μειδίαμα ποὺ μ’ ἀφῆκες ὕστατο χαιρετισμὸ …. 

Ὅπως ὅταν μικρὸ παιδὶ γονατιστό, τὰ χέρια μοῦ σταύρωνα τὸ βράδυ μὲ φόβο – θυμᾶσαι;… καί τὰ λόγια ποὺ φύσαγες πίσω μοῦ, ὀρθὴ γεμάτη μυστήριο, ξανάλεγα μπροστά στὴν Παναγία, παρακαλώντας τὸν ἀκατανόητο Θεό, γιά τὴ ζωή τὴ δική σοῦ πού στὰ χέρια τοῦ κράταγε, κι´ έννοιωθα, στὴν τρελλή μοῦ φαντασία, τὸ φτερούγισμα τῶν Χερουβεὶμ καὶ Σεραφεὶμ – ἔτσι καὶ τώρα μέ τὴ νέα μοῦ ζωή, απ᾽ τὸν Πόνο κι᾽ απ᾽ τὰ λόγια σοῦ φτιασμένη, μέ τὴν ἀνδρεία τῆς Ἀρετῆς καί τὴν Ἁγνότητα τῆς Ἰδέας, ἁγνὸς γονατίζω, μόνο ποῦ μέ τὰ γόνατα πατώντας τὸν ψεύτικο κόσμο τ᾽ οὐρανοῦ, μπροστά σοῦ γυρίζω, καί τὸν Ἄσκυφτο νοῦ μοῦ, στὴν εἰκόνα τὴ δική σου κλίνω, δική μου Παναγία ! 

ζ.1. ΗΛΙΩΝ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ

Σ᾽ ἀνοιξιάτικη αὐγὴ τὰ βουνὰ ξεπερνῶντας ὁ Ἥλιος, τὶς χρυσές του ἀχτίνες ἀδειάζει, σὲ βαθύτατο κάμπο σπαρτῶν ἀλαφρὰ · τὴν καταχνιὰ ποὺ τὸν κάμπο σκεπάζει χιονάτη, σὲ διάφανους ἀτμοὺς διπλώνει ἀφράτη, ψηλὰ στὰ κορφοβοῦνια πυκνῶνει συνεφένια, σὰ νυμφίος ποῦ στὴν ἐπίσημη ὥρα, πέπλο ἀνασηκώνει νυφικό. Καὶ στὰ μάτια ποῦ τ᾽ ἄστρο γιὰ λίγ᾽ ἀντικρύσουν, στεφάνι χαρίζει ἀπ᾽ τὰ χρώματα τῆς ἴριδος πλεγμένο, που γύρω σὲ κάθε τι, μαγικὴ περιχύνει ὀμμορφιά · κἰ ὅ, τι τὰ μάτια κυττάξουν τὰ βλέπουν ὅλα πειὰ μὲ λαμπράδα στεφανωμένα οὐράνια. 

*
**

Στὴ μαύρη νύχτα τῆς ζωῆς, τὰ σκοτάδια σχίζοντας ὁ Ἔρωτας, τὶς κόκκινες ρίχνει φωτιές του σὲ πελάγ᾽ ἀλυσοδεμένων καρδιῶν· Τὸν ἵδρωτα τοῦ πόνου, ποῦ αἰώνια ἀπάνου βαραίνει, σὲ μαῦρους καπνοὺς διπλώνει καὶ γῦρω στὶς ἄκρες πυκνῶνει, σὰ Θεὸς ποῦ κόλασι ἀνοῖγει καὶ τὰ βάσανα γιὰ λίγο σταματά· καὶ στὰ μάτια ποῦ τ’ ἄστρο γιὰ λίγ᾽ ἀντικρύσουν, στεφάνι χαρίζει ἀπ᾽ τὰ χρώματα τῆς ἴριδος πλεγμένο, ποῦ γύρω σὲ κάθε πράμμα γύρω σὲ κάθε τι, μαγικὴ περιχύνει ὀμμορφιά· κι᾽ ὅ,τι τὰ μάτια κυττάξουν τὰ βλέπουν ὅλα πειὰ μὲ λαμπράδα στεφανωμένα οὐράνια. 

ζ.2 Ἀεροναύτης

Σὲ μπαλόνι ἐλαφρότατο γεννήθηκε δεμένος κι᾽ἀπ᾽ τὴν φλόγα τῆς ζωῆς τὰ ὄνειρά του ξεθυμαίνοντας, τὸ διάφανο φούσκωναν γλόμπο, ὥς ποῦ τὸν ἔσυραν, τόν σήκωσαν, τ`ὸν πῆραν ἀπ τὴ μαύρη γη.

Κι᾽ ἀνέβαινε στὸ γαλανό αἰθέρα, στὰ ἔρημα βασίλεια πού φώτιζαν τὰ ὄνειρά του,κι᾽ἠ ψυχὴ του ἐλεύθερη κατάμονη, ἄνθιζε, ἀπλωνότανε, τοὺς ἀδειανοὺς οὐρανοὺς γεμίζοντας   μὲ παραδείσους. Καὶ νόμιζε πῶς κάθε πειά κλωστή εἴτανε κομμένη ἀπὸ τὴ μαῦρη γῆ.

Κι ἄξαφνα ἡ περιρρέουσα ταράχθηκε γαλήνη. Κύματα αἰθέρια, πιστά, μήνυμα φέρνουνε πόνου ὅμοιας καρδιᾶς, ποῦ σ᾽αὐτά τούς παλμοῦς της αφήνει, μ᾽ αὐτά τό θρῆνο της στέλνει. Ἔνοιωσε κάποιον κἄπου νά πονάει…. Κι᾽ ἀμέσως κάτου θέλησε νά ῤθεῖ. Μά δύναμη καμμιά δέ μποροῦσε νά βαρύνῃ, κι ὁλόφωτο νά σύρῃ μπαλόνι στὴ μαύργη γῆ.

Τὸ αἶμα του στήν καρδιά του μαζόνοντας τότε, φλόγα ἀνάβει φοβερή καί μ᾽ἄφοβο στόμα φυσώντας τὴ φωτιὰ τῶν ὀνείρων φουντώνει τόν κόσμο…

Μιά μόνη λάμψι εἶδε μεγάλη κι᾽ ὁ ἀτρόμητος ἀεροναύτης καρφώθηκε στὴ μαύρη γῆ._

4 Ιουλίου 1899 Κυριακάτικη Ακρόπολη

θ. «Μάιος» (Ὡς Λῖνος· περ. «Παναθήναια», τόμ. Β’, 30-4-1901, σελ. 41)

Μὲ δάκρυα καὶ λυγμοὺς, ἀπαρηγόρητη ἡ Περσεφόνη κατεφίλησε τὸν πολυφίλητον Ἐραστὴν ὅταν ἐσήμανε καὶ πάλιν ἡ μοιραῖα ὥρα τοῦ χωρισμοῦ· ἀπὸ θρήνους, γόους καὶ ὁλοφυρμοὺς τῆς λυπημένης βασιλίσσης ἀντηχοῦν τὰ βασίλεια τοῦ Ἅδου. Ὁ ὡραῖος Ἄδωνις ἔφυγε μειδιῶν ἤδη εἰς τὴν ἀναμένουσα αὐτὸν εὐδαιμονίαν, ὁρμᾷ ταχὺς πρὸς τὸν ἐπάνω κόσμον καὶ ὅλη ἡ κοιμισμένη Ζωὴ ἐντὸς τῶν στέρνων τῆς Γῆς αἰσθανομένη , τὴν διάβασίν του, ὁρμᾷ, ἀναβλύζει εἰς τὸ φὼς ἀναγεννημένη. Ἀπὸ τῶν οὐρανίων δωμάτων κατῆλθεν ἤδη ἐξαισία ἡ Ἀφροδίτη εἰς τὴν στολισμένην γῆν ἀναμένουσα ἐν ἡδυπαθεία τὸν πολυφίλητον Ἐραστὴν, ἐνῷ οἱ πόθοι τῆς περιζώνουν μὲ ἰώδη στέφανον τὸ γλυκύτατον πῦρ τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ὅλα τὰ ἄνθη ἀνοίγουν ἵνα ἵδουν τὸ θεῖον Ἄνθος.

Ἐκ νέου τὸ θεῖον Κάλλος συναντᾶται· αἱ φορτωμέναι πόθων καρδίαι των προσκλίνουν, ἀνοίγονται τὰ χείλη, ἑνοῦνται καὶ μαζύ των ἀνοίγουν ὅλα τὰ ἄνθη· εἰς τὴν μαγευμένην γῆν τῶν θεῶν ὁ Ἄδωνις καὶ ἡ Ἀφροδίτη περνοῦν τὴν ὥραν τοῦ ἔρωτος, καὶ τὰ δάση ποῦ στεφανόνονται ἀπὸ τοὺς γελώντας οὐρανοὺς λαμπροστολισμένα ὡς νυμφικαὶ παστάδες, βλέπουν διερχόμενον ἐκ νέου τὸ θεῖον ζεῦγος, τὸ χαρίζον τὴν χαράν, καὶ διὰ τῶν ἀβροτέρων ἀνθέων, τῶν γλυκυτέρων ἀνέμων καὶ ἀσμάτων ὑμνοῦν ὅλη τὴν ἑορτάζουσαν γῆν. Ὅλα λησμονοῦνται, προσκλίνουν, φιλοῦνται καὶ μόνον ἕν ᾄσμα, περιπαθέστερον ὅλων, ἀναβλύζον ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνην καρδίαν, ἡ ὁποία αἰσθάνεται καὶ τὴν λύπην τῆς Περσεφόνης προαισθάνεται καὶ τοὺς θρήνους τῆς Ἀφροδίτης, λέγει : ὅ,τι γελᾶ θὰ κλαίῃ, ὅ, τι χαίρεται θὰ πονῇ, ὅ, τι γεννᾶται θὰ ἀποθάνῃ διὰ νὰ ἀναγεννηθῇ πάλι εἰς τὸ φῶς καὶ τὴν χαρὰν.

ι. «Αἱ νύμφαι τοῦ Αἰγαίου» (Ὡς Μαίανδρος· περ. «Παναθήναια», τόμ. Β’, 30-4-1901, σελ. 58-59)

Εἰς τοὺ Αἰγαίου τὰ ὀνειρώδη ῥεύματα, σπαρμένα κοσμοθραύσματα, ἀπὸ τὰ κοσμοῦντα τὰ ὕδατα ἀπὸ τοῦ Ἰονίου καὶ τοῦ Μυρτῷου μέχρι τοῦ Θρακικοῦ καὶ μέχρι τοῦ Λιβυκοῦ Πελάγους, ὑψοῦνται ἀπὸ τῶν κυμάτων, πολύμορφα συμπλέγματα ὁρέων, ἄλλα περιδέραιον Ἑλλάδος, ἄλλα περιδέραιον Ἀσίας, ἄλλα χοροὶ ἀνὰ μέσον αὐτοῦ, αἱ πολυάριθμοι, αἱ πολύμορφοι, αἱ πολυώνυμοι καὶ πολύφημοι Νῆσοι, συνθέτουσαι λαμπροτάτην ὁπτασίαν ἐπιγείων ἀθυρμάτων.

Καλοῦνται : 

Ἄνδρος -Τῆνος – Δῆλος – Μύκονος – Νάξος – Πάρος –  

Σῦρος -Ἴος – Θήρα – Μῆλος – Ἀμοργός…
Καλοῦνται :
Κύπρος – Ῥόδος – Κῶς – Λέρος – Πάτμος – Σάμος – Χίος – Λέσβος…
Καὶ πανίσχυρος καὶ λαμπρὰ ὡς Αἰσχύλειος τραγῳδία ἡ γιγάντειος ΚΡΗΤΗ, ὁ ἀλυσοδεμένος Προμηθεύς τοῦ νέου βαρβάρου κόσμου, δεσπόζει τῶν θαλασσῶν.

Οὐρανοὶ καὶ σύννεφα, ἄνεμοι καὶ κύματα, σχήματα καὶ χρώματα, φύσις και ἂνθρωποι, διὰ τῶν ἁβροτάτων περιελούσθησαν χαρίτων, διὰ τῶν ποιητικωτάτων ἐστεφανώθησαν καλλονῶν· καὶ ἀκόμη ὁ χρόνος ἐπὶ αἰῶνας αἰώνων, κλώθων τὴν μοῖραν τοῦ ἑλληνικοῦ χώματος καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ ὄντος, διὰ τῶν κορυφαιοτάτων ἀνθρωπίνων ποιημάτων, περιέρρανε ταῦτα πάντα.

Ἀπὸ τῶν πρώτων λαμπροπτύχων θρύλων τῆς παναρχαιοτάτης ἐμφανίσεως, ἡμέρᾳ τῇ ἡμερᾳ, ἐσωρεύθησαν, ἱερατικοὶ ὕμνοι, ᾄσματα, εἰδύλλια, παιᾶνες, τρόπαια, ὅλα τὰ ἄνθη τῶν γηΐνων καλλονῶν, ἀπὸ τῶν Σαπφικῶν καὶ τῶν Ἀνακρεοντείων ᾠδῶν καὶ τῶν λιθίνων ποιημάτων, μέχρι τῶν μελανωτάτων τραγωδιῶν, τὰς ὁποίας ἔπαιξαν τὰ διασταυρούμενα κύματα τῶν ἀσιανῶν βαρβάρων καὶ τῶν σταυραδέλφων αὐτῶν λῃστοπειρατῶν Εὐρωπαίων, 

τῶν Σταυροφόρων θηρίων τοῦ Μεσαιῶνος, μὲ τοὺς θηριώδεις ῥασοφόρους διαβόλους, οἱ ὁποίοι ἀτίμασαν τὸν Σταυρόν, ἐσάρωσαν καὶ κατερρύπαναν τὰ ἄγια χώματα, πρόμαχοι τοῦ Τούρκου, τοῦ σταματήσαντος τὴν ζωὴν ἡμῶν.

Ὅλα, ὅλα διῆλθον, ὅλοι καὶ ὅλα ἐσωρεύθησαν εἰς ἐρείπια, ἐτρίφθησαν καὶ ἀνεμίχθησαν εἰς τέφραν καὶ ἔμειναν μόνον τὰ χώματα καὶ εἰς αὐτὰ ῥιζωμένος μόνος ὁ ΕΛΛΗΝ. Καὶ διὰ νὰ μῂ λείπῃ οὐδ᾽ αὐτὴ ἡ ὑπερτάτη ποίησις τοῦ θανάτου, τὰ χρωματισμένα χώματα καταρρέουν ὁλοὲν ἐντὸς τῶν ὑδάτων, διότι αἱ νῆσοι νεκροῦνται, θνήσκουν ὁλοέν, τὰ θρύμματα τόσων καλλονῶν καὶ τόσων τραγωδιῶν ἀδελφωμένα, κυλίονται διαλυόμενα εἰς τὰ βάθη τοῦ κυανοῦ ῥεύματος. 

Ἀλλ᾽ ὅταν ὁ Φοῖβος διαβαίνῃ τοῦ κυανοῦ θόλου τὸν ἄσπιλον αἰθέρα ἀφυπνίζων τὰς ἐνεργείας τῆς ζωῆς, διεγείρων τοὺς τρελλοὺς ἀνέμους, ὅταν κυανοβαμμένον τὸ κῦμα δι᾽ ἁλμάτων ἀφροστεφάνων σκιρτᾷ ἀγαλλόμενον ἐν τῇ ἀβυσσαλέᾳ ἀγκάλῃ, οὔτε ἀνθρώπων κυψέλαι, οὔτε νῆσοι, οὔτε ὅρη εἶνε τὰ ὁρώμενα πλέον.

Εἶναι Νύμφαι ἀναδυόμεναι ὑδάτων, ζῶσαι καὶ κινούμεναι ἢ ἀπομακρυνόμεναι, φοροῦσαι φορέματα χρωμάτων πανηδίστων, κρύβουσαι τὸ πρόσωπον μὲ ἀχνοποιημένους πέπλους, ἀβρῶς μειδιῶσαι ἢ ἐρωτοτροποῦσαι ἢ ἡδέως μελαγχολοῦσαι, ἐπαφίνουσαι εἰς τοὺς ἀνέμους πρωϊνὰ ἐρωτικὰ ᾄσματα πόθων καὶ ἐλπίδων κελαδήματα ἢ τὰ βραδινὰ τραγούδια παραπόνων καὶ λυπῶν καὶ νοσταλγιῶν λαλήματα. Εἶνε Νύμφαι αἰρόμεναι μέχρις ὀμφαλοῦ, δεχόμεναι τοῦς ἀφρώδεις ἐναγκαλισμοὺς καὶ γελώσαι εὐρώστως, ἢ οἰστρηλατούμεναι καὶ ὑψοῦσαι τοὺς πέπλους καὶ προτείνουσαι τὰ στήθη καὶ βοῶσαι μὲ κέρας δυνατώτατα τοὺς παλαιοὺς παιᾶνας, τοὺς ἀρχαίους θριάμβους, πληροῦσαι τὸ φῶς καὶ τοὺς ἀνέμους καὶ τὰ κύματα ἡδονικῶν γελώτων, ἐμψυχοῦσαι τὰ πάντα, ὡς σώματα θήλεα ταραγμένα ἀπὸ δυνατὴν ἡδονὴν, ὑπὲρ τὰ ταράγματα τῶν κυμάτων. 

Ἀλλ᾽ αἱ ὥραι τῶν ἑωθινῶν ἀφυπνίσεων εἶνε βαθυτάτη μουσικὴ συμφωνία γραμμῶν καὶ χρωμάτων, θηλέων φερόντων ἐπὶ τοῦ προσώπου τεντωμένα τὰ ἄνθη τῶν φιλημάτων, ἀλλ᾽ αἱ ὧραι τῶν βραδινῶν ἀποχαιρετισμῶν, ὧραι ἀλησμόνητοι, ὧραι ἀζωγράφητοι διαρρέουν τῆς ψυχῆς τοῦ ἐφημέρου τῆς γῆς διαβάτου, πληροῦσαι αὐτὴν κάλλους ποικιλωτάτου, αἴρουσαι αὐτὴν δι᾽ ὀλίγας στιγμὰς εἰς ἐντελῆ καῦσιν, καθ᾽ ἅς ὅλαι αἱ αἰσθήσεις μεταλαμβάνουν καλλονῆς, ὡσὰν αὐτὰ τὰ ζητούμενα πυρετωδῶς ὄνειρα τοῦ ἀνθρώπου ἐγίνοντο αἰσθητότατα, ζῶντα, κινούμενα και σβυνόμενα ἁπαλώτατα διὰ νὰ ἀνατείλουν πάλιν.

Ἀλλὰ τοῦ παγκάλου αυτοῦ ἀενάου θεάματος ἐφίπταται ἀὴρ νοσταλγίας, ὡσὰν ὅλα ἀπὸ τῶν νεφῶν καὶ τῶν κυμάτων μέχρι τῶν ἀνθυλλίων καὶ τῶν χρωμάτων, ν᾽ ἀναζητοὺν καὶ ν᾽ ἀναμένουν καὶ νὰ ἐπικαλοῦνται τοὺς νέους ποιητὰς καὶ καλλιτέχνας, οἱ ὁποίοι νοοῦντες τὸ κάλλος των καὶ πλέκοντες τὴν ἐφήμερον φωλεάν των ἐπι τῶν μαγικῶν αὐτῶν Νυμφαίων, μακρὰν τῶν βαρβάρων θορύβων, τῶν ψυχικῶν καὶ πνευματικῶν ταράχων, βιοῦντες ὅπως ἄλλοτε τὴν ἁπαλωτάτην ἑλληνικήν ζωήν, ἀνεύρουν πάλιν τὴν χαμένην εὐδαιμονίαν τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὑπὸ τὰς θωπείας ἁβρῶν φυλλωμάτων καὶ φιλημάτων ἁπαλογράμμων θηλέων, ψάλλουν πάλιν τὴν ἡδονὴν τῆς ζωῆς καὶ μὲ τὴν συνοδείαν τῆς κιθάρας καὶ τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ἔρωτος, ἀνεύρουν πάλιν τὰς ἀπλουστάτας γραμμὰς, ἐκφράσεις, ἁρμονίας, τοῦ τελείου. 

ΜΑΙΑΝΔΡΟΣ 

ια. «Νύκτωμα» (Ὡς Λῖνος· περ. «Παναθήναια», τόμ. Β’, 15-6-1901, σελ. 181)

NΥΚΤΩΜΑ 

Μαλακὰ μαλακώτατα ἐτελείωνεν ἡ Ἡμέρα, προέβαινεν ἡ Νύκτα θωπευτικότατα· πλησίον σιδηρῶν πλεγμάτων προαυλίου κηπαρίου ἐκαθήμην ὡραίαν θερινήν ὥραν, ἐκφυλλίζων διανοημάτων και συναισθημάτων ἄνθη, ἐπαφίνων αὐτά, εἰς τὰ κάτωθεν ἀπλούμενα τοῦ Αἰγαίου ἀτέρμονα κουρασμένα νερά. 

Δάφνης δενδρύλλιον ἐκυμαίνετο ἡδέως ἄνωθέν μου, θωπεῦον τὸν ἀέρα διὰ λευκαζόντων ἀνθέων· παρομοία, ἡ ταλαντευομένη ἀπαλά ψυχή μου, ἐθώπευε τὴν ἐρχομένην Νύκτα, διὰ παρομοίων λευκοχρόων ἀνθέων, ἀνθέων ὠχρολεύκων μεγάλων ὁλοέν ἀναδυομένων, ἐκφυλλιζομένων καὶ ἀνανεουμένων ὁλοέν. 

ὥρα σιγηλή, κατανυκτικῆς ἀρμονίας τῆς ψυχῆς, ποῦ νυκτώνει παρομοίως ἐν αὐτῇ, ποῦ ἀναβλύζουν δάκρυα ἡδονικά περιχυνόμενα μυστικὰ καὶ καθηδύνοντα τὸν μύχιον κόσμον. ὥρα σιγηλὴ ποῦ ἡ ψυχικὴ μουσικὴ λύεται ἡρέμα εὶς μελωδικούς κλαυθμοὺς καὶ κινείται πόθος μητρικῆς θωπείας των όρωμένων. 

Ὀλίγον ἀργυροῦν φῶς, τρέμον ἐφίλει τὰ τρέμοντα ἀτέρμονα νερά· ἀπό τῶν νυκτωμένων ἀοράτων περάτων τοῦ ψυχικοῦ ουρανοῦ πνοαὶ γλυκεῖαι περασμένων ἐσάλευον τὴν ζωήν μου· παρόμοιαι αἱ αὔραι τῆς γῆς σαλεύουν ὕδατα καὶ ἄνθη. Τί ὤρα γλυκυτάτη διὰ τὴν κάθοδον εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς ! 

Ἔξωθεν ἀπό τοῦ δρομίσκου διήρχοντο σχήματα θηλέων ὑγρότατα, μὲ λεπτυνομένας ἀπὸ τὸ ἡμίφως τὰς γραμμὰς, τὰ μαλακώτατα ἡδυμελῆ σχἠματα τῶν νησιωτικῶν θηλέων, ὧν ἀπομακρυνομένων ἠκούετο ἐν τῇ προϊούσῃ σιγῇ, πότε μελωδικοῦ λαλήματος διαλελυμένη φράσις, πότε γέλωτος μακρινόν σκόρπισμα. 

Ὁλοὲν ἀμυδρότερον ἔφθανεν ὁ κάτωθεν φλοῖσβος, ὁλοὲν ἀμυδρότερον ἐθρόουν τὰ φύλλα, ὁλοὲν ἀμυδρότερον ἐφαίνοντο τὰ ἄνθη, ὁλοὲν ἀμυδρότερον ἐψιθύριζον αἱ ἀναμνήσεις καὶ δυνατώτερον γύρωθεν ἐπυκνούτο τὸ σκότος, τὸ μυρωμένον σκότος ἀπό τῶν καιομένων ἐλελισφάκων καὶ θύμων τῶν ἀρωματικών φυτῶν τῆς νήσου·

Τι ὥρα δι’ ἀπαλά φιλήματα ρέμβης ἡδονικωτάτη συνοδία· ὥρα ποῦ μαλακώνει εἰς τὴν γῆν καὶ σιγολαλεῖ ὁ ἔρως, ἀνέρχεται ἐλαφρώς ὡς θυμίαμα ἐκκλησιδίου· μακρινόν ᾄσμα ἐφήβων περνᾷ ἀπαλωτάτη θωπεία : “γιαλό γιαλό πηγαίναμε κι’ ὅλο γιὰ σένα λέγαμε” 

Καὶ ὅλα ἐνύκτωναν μαλακώτατα, τρυφερώτατα ἐχάνοντο ὅλα παρομοία ἐγίνετο ἡ ψυχή μου : πέλαγος νυκτωμένον με νυκτωμένον οὐρανόν, ἀπὸ τοῦ ὁποίου ὀλίγον ἀσημένιο φῶς τρέμον ἐφίλει τὰ τρέμοντα ἀτέρμονα νερά, καὶ τὰ δημιουργήματα τῆς ψυχῆς μου ὡσὰν χανόμενα νησιά, μαντευόμενον μάζευμα σκότους, σκοτάδι μυρωμένον. 

ΛΙΝΟΣ 

ιβ. «Ὁ τραγουδιστής» (Ὡς Ι. Ἄνεμος· «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 34, 1-5-1903)

Ὁ τραγουδιστής

Ἡ πόλις εἶνε λευκή. Ἡ πόλις εἶνε ὡραία. Ἡ πόλις εἶνε γεμάτη παλάτια. Παραδίσεια στολισμένα κάθονται γύρω της ὅλα τὰ βουνά, νυμφικὰ λάμπουν τὰ μαρμαρένια της παλάτια. Καὶ ὁ Ἥλιος κατάχρυσος περιπατεῖ μόνος εἰς τοὺς ἐρήμους της δρόμους καὶ κλαίει. Κατάκλεισται εἶνε ὅλαι αἱ θύραι, κατάκλειστα εἶνε ὅλα τὰ παράθυρα, ἡ πόλις εἶνε νεκρά. Ἡ πόλις ἄλλοτε ἦτο ὅλο ζωὴ καὶ ἑώρταζε λαμπρὰς ἑορτὰς καὶ ἕνα Κακὸν Πνεῦμα ἐπέρασε καὶ ἐμαρμάρωσε τὴν χαράν. Οἱ ἄνθρωποι εἶνε κλεισμένοι εἰς τὸ σκότος, αἱ ψυχαὶ δεμέναι εἰς σώματα νεκρά.

Ἀλλὰ τώρα τὴν πάμφωτον ἐρημίαν ἕνα ἆσμα ταράζει. Εἶνε ἕνας τραγουδιστής, ἕνας τραγουσιστὴς ποὺ περνᾶ. Ὁ Ἔρως τοῦ ἔδωκε τὴν δύναμιν, ποὺ τίποτε δὲν τὴν νικᾶ, ὁ Ἔρως τοῦ ἔδωκεν ἕνα θαυμάσιον σπαθὶ ποὺ κόβει ὅλα τὰ δεσμά. Ὁ Ἔρως ποὺ ἐρωτεύθη τὴν ὡραίαν πόλιν, ὁ Ἔρως ποὺ ἐρωτεύεται ὅλας τὰς ψυχάς, τὸν ἔστειλλε νὰ ἐξυπνήσῃ τὴν πόλιν, νὰ ἐξυπνήσῃ ὅλας τὰ ψυχάς. Ὁ Τραγουδιστὴς περνᾶ καὶ τραγουδεῖ «ὦ λιγερὸν καὶ κοπτερὸν σπαθί μου», διαμαντένιο σπαθὶ τῆς Εὐμορφιᾶς. Καὶ γελᾷ καὶ περνᾷ τραγουδῶν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐρήμους δρόμους μαζὶ μὲ τὸν Ἥλιον ποὺ κλαίει.

Τραγουδεῖ, τραγουδεῖ καὶ ὅλαι αἱ κλεισμέναι ψυχαὶ εἰς τὰ νεκρὰ σώματα, αἰσθάνονται εἰς τὰ σπλάγχνα των τὰ ἡδονικὰ ἀναταράγματα τῆς ὡραίας Σουλαμίτιδος. Καὶ ὁ Τραγουδιστὴς θὰ τραγουδῇ, θὰ τραγουδῇ, μὲ τὴν ὑψηλοτέραν καὶ γλυκυτέραν του φωνήν, θὰ τραγουδῇ ἕως ὅτου αἱ ψυχαὶ πεταχθοῦν καὶ ἀνοίξουν ὅλας τὰς θύρας, ὅλα τὰ παράθυρα, ἕως ὅτου προβάλλουν ὅλαι ἐρωτευμέναι εἰς τὸ φῶς, διὰ νὰ ἰδοῦν τὸν τραγουδιστήν, ἀλλ᾿ ὁ τραγουδιστὴς δὲν θὰ εἶνε πλέον. Δὲν θὰ εἶνε ὁ τραγουδιστής, ἀλλὰ θὰ εἶνε ὅλαι αἱ ψυχαὶ ξυπνημέναι, ὅλαι αἱ θύραι καὶ τὰ παράθυρα ἀνοικτά, ἀλλὰ θὰ εἶνε ὅλαι αἱ ψυχαὶ ἐλευθερωμέναι, θὰ εἶνε ὅλαι αἱ ψυχαὶ ἐρωτευμέναι, ἐρωτευμέναι εἰς τὸ Φῶς.

Ι. ΑΝΕΜΟΣ

(Ι. Ἄνεμος, «Ὁ τραγουδιστής», «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 34, 1-5-1903)

ιθ. «Ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος» (ὡς Θ. Θάνατος· περ. «Ἀνατολὴ», Φεβ. 1903, σελ. 390)

Διαβαίνω ἀπό τὴν Ζωὴν καὶ αἱ ὧραι τῆς ζωῆς μοῦ διαρρέουν, εἰς τὴν Αἰωνίαν Πάλιν τῆς Παρθένου, τὸ Ἰοστέφανον Ἄστυ… Διαβαίνω τῶν αἰωνίων δρόμων, ἀπὸ τὴν τέφραν τῶν αἰώνων, τὴν αἰωρουμένην εἰς κόνιν λευκήν, τὴν μεταβαλλομένην ἀπό τὸν ἥλιον εἰς κόνιν χρυσῆν. Καὶ ἀπό τῶν γήινων καὶ οὐρανίων ὡραιοτήτων τής Ἀττικής αίθεριότητος, μοῦ γεννῶνται μεγάλα λευκὰ πτερὰ ἰδανικῶν, παλλόμενα ήδέως, κάμνοντα τὴν πορείαν μοῦ ἐλαφροτάτην, διαέριον. 

Τὰ ἀνεξύμνητα χρυσαυγήματα καὶ ξημερώματα, βασιλεύματα καὶ νυκτώματα, μὲ ἕλκουν πτερόεντα, μὲ πηγαίνουν εἰς τὰ κορυφώματα τῶν λόφων, ὅπου ὀνειρεύομαι καὶ καίομαι ἀπὸ τὰ ὄνειρα, τὰ αἰώνια ὄνειρα ποὺ αναδύουν ἀπὸ τὴν γῆν τῶν ὀνείρων, αἰώνων αἰώνων ὄνειρα πυκνωμένα, ποὺ τρέμουν δυνατὸν κυανορρόδινον μέθυ, εἰς τὸν Ἀττικὸν Ἀέρα. 

Καὶ πίνω τὸ φοβερὸν φίλτρον, τὸ καταρρέον ἀπὸ τῶν οὐρανίων καλλονῶν, τὸ άναβρύον ἀπὸ τῶν γηΐνων καλλονῶν, τὸ φοβερὸν φίλτρον τὸ φέρον τὴν φρικαλέαν μέθην τοῦ Ὡραίου, καὶ καίομαι καὶ μεθῶ καὶ σύρομαι ὑπνωτισμένος, εἰς τοὺς πόδας τῶν ἀποκεφαλισμένων κιόνων, ὅταν φοροῦν τὰ πάλλευκα λειτουργικὰ φορέματα τῶν ἑωθινῶν λειτουργιῶν, καὶ ἐναγκαλίζομαι δυνατώτατα καὶ καταφιλῶ σώματα πληγωμένων καλλονῶν καὶ ῥίπτω κρυφίως εἰς τὰ ἀνοιγμένα ἄδυτα τῶν Ναῶν, τὰ ἀδειανὰ καὶ λυπημένα, ὁλοπόρφυρα τριαντάφυλλα. 

Καὶ τρέχω καὶ πετῶ, ἀκόρεστος καὶ ἀκούραστος, νὰ βλέπω τὸ κάλλος τῶν αέρων καί τῶν χωμάτων τὸ κάλλος, νὰ ἀναγεννῶ ἐν ἐμοί τὸ κάλλος τὸ δύσαν, εἰς τὰς εὐνοϊκὰς

ὥρας τῶν δύσεων, ὅταν τὰ μαλακώτατα νυκτώματα καλύπτουν τὰ τελευταία πορφυρώματα. ‘ Ἐραστὴς θανασίμως νοσταλγῶν τῶν καλλονῶν δόλων ποὺ ἔδυσαν, τῶν καλλονῶν ὅλων ποὺ θὰ ἀνατείλουν τῶν θείων γιομάτων, θωπεύουν τῶν φθαρτῶν μοῦ ὀφθαλμῶν τὴν ἡδονήν, τὴν βρεχομένην ἀπὸ δάκρυα, δι᾽ ὅλα ὅσα δὲν εἶδον, δι᾽ ὅλα ὅσα δὲν θὰ ἰδοῦν. 

Βαδίζω ὑπὸ τὰ ροδοφίλητα άργυροφυλλώματα τῶν έλαιών: καὶ αἰσθάνομαι τὴν Ζωήν μοῦ, ὡσὰν ἀρχαίου γλύπτου ὀνειρον νίκης πτερωτ῀ξς, μὲ ὡραίαν ὁρμήν προϊπταμένην ἡδονικά, καλοῦσαν μέ, μὲ λυπημένον μειδίαμα, ὁλονὲν πρός τὰ ἐμπρὸς πρὸς τὰ ἄνω ὁλονέν. Ἵσταμαι, κάθημαι εἰς τὰ ἰοθώπευτα μάρμαρα: καί, ‘σὰν ἔφηβος τοῦ Σκόπα, μὲ θείαν ἠρεμίαν αἰωνίου βλέμματος γλυκύτατου, ὁ Θάνατος αναδύει πλησίον μοῦ καὶ βάλλων τὸ χέρι τοῦ εἰς τὸν ώμόν μοῦ μοῦ μειδιᾶ. Καὶ ἀγνοῶ ἂν εΐνε ἢ Ζωὴ ἢ ὁΘάνατος πού μοῦ δίδει τὴν δύναμιν τῶν ἀγώνων διά τὸ Ὡραῖον καὶ Ίλαρύνομαι μαγευμένος εἰς τὰ θωπεύματα τῆς ὡραίας Ζωῆς καὶ ἰλαρύνομαι μαγευμένος εἰς τὰ θωπεύματα τοῦ ὡραίου Θανάτου.

Ἀγνοῶ πόθεν ἔρχομαι, καὶ ἀγνοῶ ποὺ πηγαίνω. Ἀλλά τὰ ὑπάρχοντα ὅλα, αἰσθάνομαι σὰν ὄνειρα καὶ ὅλα τὰ ὄνειρα σὰν ὄντα ὑπάρχοντα καὶ περνῶ τὴν ὀλίγην ὥραν τῆς ζωῆς μέ τὰ Ὄνειρα, τὰ αἰώνια ώράία ὄνειρα τῶν αἰώνων, τὰ άναθάλλοντα ἀπό τὸν ίότρελλον βωμόν τοῦ Ὀνείρου, ἐνσαρκωθέντα, διαχυθέντα εἰς τὸν κόσμον καὶ πληγωθέντα, τὰ κοαμοκρατορούντα Ὄνειρα, τῶν ὅποιων αἱ λυπημένοι ψυχαί, ἐπανελθοῦσαι εἰς τὴν ἑστίαν τῶν, •θέλουν πάλιν νὰ ἐνσαρκωθοῦν, καὶ αἰωροῦνται ἐναέριοι ἄνωθεν τοῦ Ναοῦ τῶν, πυκνωμένοι εἰς ὀνειρώδη μεθυστικώτατον οὐρανόν. 

Ἀγνοῶ πόθεν ἔρχομαι, καὶ ἀγνοῶ ποὺ πηγαίνω. Ἀλλ᾽ έξαισιωτάτη διαπνέει τὴν ζωήν μοῦ ἡδονή, δταν εἰς τὰ χρυσοξυπνήματα τῆς ἡμέρας καὶ εἰς τὰ άργυροκοιμίσματα τῆς νυκτός, ψαύω τὰς μαρμαρίνας χορδὰς τὰς νψωμένας εἰς τὰ οὐράνια καὶ προφέρω τὴν λέξιν «Ἀθῆναι». Ἀγνοῶ πόθεν ἔρχομαι, καὶ ἀγνοῶ ποὺ πηγαίνω. Ἀλλὰ λαμπρότατη διαπνέει τὴν ψυχήν μοῦ ὑπερηφάνεια, ὅταν αἰσθάνωμαι ὑπάρχων καὶ ὢν ἕνας κόκκος κόνεως, ἀπό τὸ κάλλος τὸ καλούμενον «Ἀθῆναι». Ἀγνοῶ πόθεν ἔρχομαι, καὶ ἀγνοῶ ποὺ πηγαίνω. Ἀλλὰ φαεινότατη συναρπάζει τὴν ζωήν μοῦ καὶ περιδιπλώνει καὶ ἐξυψώνει εἰς τὰ οὐράνια ὀδύνη, ὡσάν τὴν θαυμασίαν ὀδύνην τῶν παγκάλλων ἐρειπίων εἰς τὰ φῶτα, ὅταν ἄδουν ἐν ἐμοί τὰ παρελθόντα, ὅταν ἄδουν ἐν ἐμοί τὰ μέλλοντα ὀνείρων υφαντουργήματα, παρελθόντα τὰ ὅποια δὲν εἶδον οἳ νέοι μοῦ ὀφθαλμοί, μέλλοντα τὰ ὅποια δὲν θὰ ἰδοῦν οἳ φθαρτοί μοῦ ὀφθαλμοί, τὰ ὑφαντουργήματα τῶν ὀνείρων τὰ πεπρωμένα νὰ ἀναδύουν ἀπὸ τὸ ἄπεφθον κάλλος τὸ καλούμενον «Ἀθῆναι». 

Ἀγνοῶ πόθεν ἔρχομαι, καὶ ἀγνοῶ ποὺ πηγαίνω. Καὶ χωρὶς νὰ γνωρίζω πόθεν ἔρχομαι καὶ χωρὶς νὰ γνωρίζω ποὺ πηγαίνω καὶ χωρὶς νὰ μὲ μέλλη οὔτε διὰ τὸ ἕνα οὔτε διά τὸ ἄλλο, χωρὶς νὰ γνωρίζω τὶ εἶμαι, τὶ εἶνε τὰ ὄντα καὶ τὶ εἶνε τὸ εἶνε, ἁβρότατα μεθύων, μειδιῶ εἰς τὴν Ζωὴν καὶ εἰς τὸν Θάνατον, Ζωὴν καὶ Θάνατον παρόμοια ἀκατανόητα, ἀλλὰ περιφυλλούντα ήδονικοἠατα, ἕλκοντα μὲ δύναμιν ἀκαταμάχητον πρός τὰ ὡραιότατα καὶ τελειότατα, ἄδοντα, νὰ φέρωμαι μὲ ἀσυλλόγιστον καὶ ἀχαλίνωτον ὁρμὴν πρὸς ὅλα τὰ ἄφθαστα, νὰ εἶμαι μέχρι πνοῆς ὕστατης εἰκὼν ὡραίου ἀγῶνος, νὰ εἶμαι ὅπως οἱ ὡραῖοι ἔφιπποι ἔφηβοι ποὺ περιστέφουν τοὺς κροτάφους τοῦ Ναοῦ, οἱ περιφερόμενοι ὡραῖοι ἔφιπποι ἔφηβοι, οἱ ἀδιάφοροι εἰς τὴν ροήν τοῦ χρόνου, ἀδιάφοροι εἰς τὰ ἀνελισσόμενα πάθη τῶν καιρῶν καὶ εἰς τὰ ἴδια αὐτῶν πάθη, οἳ ἐμμένοντες ἐν αἰωνία ὁρμὴ ὀνειροπόλων, ὀνειρευομένων τὸ θεσπέσιον ὄνειρον τοῦ Καλοῦ, ἐν αἰωνία ρυθμικὴ ὁρμὴ ἐφηβικοῦ ἔαρος, καλπάζοντος ἤρεμα πρός τὸ θείον ὄνειρον τοῦ Ὡραίου. 

Διαβαίνω ἀπὸ τὴν Ζωὴν καὶ ἢ ζωή μοῦ διαρρέει, εἰς τὴν αἰωνίαν Πόλιν τῆς Παρθένου, τὸ Ἰοφίλητον Ἄστυ. Εἰς τὰ φωτανθισμένα χρώματα τῶν γλυκῶν χωμάτων ὀποῦ ἀναπνέω, ὡραῖαι ρέουν αἱ φονικαὶ ὧραι. Καὶ κάθε ἡδονικὴ ἀναπνοὴ καὶ κάθε παλμὸς ἡδονικός, κινοῦν καὶ διεγείρουν τὴν αἴσθησιν τοῦ ὅτι εἶμαι «Ἕλλην». Καὶ εἰς τὸ συναίσθημα αὐτό, ὅλα τὰ ὄνειρα τοῦ ἔσω καί τοῦ ἔξω κόσμου ἀθρόα συναθροίζονται, συνδονούνται καὶ ἐκφράζονται εἰς μουσικὴν χαρὰν δυνατωτέραν καὶ ὑπερηφανωτέραν ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ κόσμου, χαρὰν ἠγεμονικωτέραν καὶ εὐδαιμονεστέραν ὅλων τῶν ἐπιγείων ἐπουρανίων βασιλειῶν καὶ διαδημάτων τοῦ κόσμου, εἰς τὴν τελείαν χαρὰν ποὺ εἶνε τὸ συναίσθημα : «Ἕλλην ».

Θ. ΘΆΝΑΤΟΣ 

ιγ. «Αἰγαίου Ἑσπερινός» (ἐντὸς τῆς σειρᾶς ἄρθρων «Ἑλληνικὸν Χρῶμα»· ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 5-9-1904)

Ὁ ἥλιος ἔπεσεν ὄπισθεν της πόλεως Σύρου… Παντοῦ βασιλεύει σιγή, οὐδαμοῦ σείεται αὔρας πνοή: παντοῦ ἁπλώνεται νωχέλεια θερμοτάτη καὶ ἡ θάλασσα πνιγμένη ἀδρανεῖ. Πτερόεντα πλοιάρια ὅπου ἔτυχαν μένουν κολλημένα μὲ διπλωμένα τὰ πτερά, σὰν πτηνὰ ἀναπαυόμενα ἐπάνω εἰς νερά.

… Ὅταν τὸ πολυάνεμον, πολυκύμαντον καὶ πολυθόρυβον ρεῦμα τοῦ Αἰγαίου, τοῦ ὁποίου ἡ διάθεσις διευθύνει τὴν ζωὴν καὶ τὴν ἔκφρασιν ὅλων τῶν νησιωτικῶν ὄντων ἠρεμεῖ, ὅλα λαμβάνουν ὄψιν ἄλλην, ὄψιν νέαν. Τότε ἀπὸ ὅλων τῶν σημείων ἀναφαίνονται ὁλοφάνεροι μεγαλονόμεναι, ὑπερυψούμεναι καὶ πλησιάζουσαι ἐν σιγῇ, αἱ κυλοῦσαι τὸν ὁρίζοντα νῆσοι, σὰν νὰ τελῆται ἱερουργία τις καὶ μέγα τι ἐν τῇ φύσει νὰ συντελῆται.

… Ἀζωγράφιστος, ἀτραγούδιστος, ἀνεκλάλητος εἶναι τότε ὁ χορὸς τῶν Νυμφῶν τοῦ Αἰγαίου, στέφανος ἀνθισμένης ἡδυπάθειας. Ἡ Τῆνος, σωρὸς ἴων θερμοτάτων, μιμουμένη τὸν ἀμίμητον Ὑμηττὸν κατὰ τὰς στιγμὰς τῆς ἐντονωτάτης του ζωῆς, τῶν ὑστάτων θωπειῶν τοῦ Ἡλίου. Μία ἑνωτικὴ γραμμὴ θαλάσσης μελανὴ ἑνώνει τὴν Τῆνον μὲ τὴν Μύκωνον. Ἡ Μύκωνος ἁπαλώτατα ροδίνη, τριαντάφυλλον Ἀπριλίου μαραινόμενον. Ἄλλη ἑνωτικὴ γραμμὴ θαλάσσης ἀνοικτοτέρα καὶ ἔπειτα ἡ Νάξος βελούδινον, βυσσινόχρουν ρόδον διαπύρως ἀκμαῖον. Ἡ ἱερὰ Δῆλος κολυμβῶσα εἰς τὸ σταματημένον ὕδωρ. Ἕνα θαυμάσιον περιδέραιον ἀνθέων κυκλῶνον τὸν οὐρανόν, ἔχον ἄνθος μεσαῖον τὸ νησίδιον τοῦ Φάρου, χρυσοβόλον δέσμην γαζιῶν.

… Τὰ κυκλοῦντα τὸν οὐρανὸν ἰορρόδινα ἄνθη, τὰ περιβρέχει τὸ κυανοσκότεινον ἀργυρολαμπὲς ὕδωρ, σὰν ἄνθη βουτημένα εἰς νερὸν καὶ ἀπὸ τὸν σμαράγδινον οὐρανὸν ἀποκρεμᾶται καταρρέων ἁπαλώτατα στέφανος ἄλλος χρυσοκίτρινος, στεφανώνει καταρρέων χαμηλὰ θάλασσαν καὶ νησιὰ μὲ φωτεινὴν θωπείαν διαβάσεως ἀγγελικῶν ταγμάτων μὲ καναρίνεια πτερά.

… Εἰς τὴν ἀθόρυβον πόλιν τῆς Σύρου, ποὺ λάμπει μὲ τοὺς κυανολεύκους καὶ ροδολεύκους χαρωποὺς οἰκίσκους ποὺ ἀναβαίνουν ὁ ἕνας εἰς τοὺς ὤμους τοῦ ἄλλου, ἕως τὴν κορυφὴν τῶν δύο κωνικῶν της βουνῶν, διὰ νὰ ἰδοῦν μὲ μάτια λάμποντα καὶ πλησίον τοῦ μόλου σχήματα ἀνθρώπων καθισμένα μελανὰ καὶ ἄφωνα, ἔχουν τὸν ἀέρα ἀκολουθούντων νωχελῶς λειτουργίαν ἢ ἀγαθῶν γελαδινῶν ζῴων ἁπλῶς ἠρεμούντων. Εἰς τὸν ἐρυθροκίτρινον κυματοθραύστην βρεφῶν καὶ δουλαρίων σμῆνος σὰν ἔντομα πολύχρωμα.

… Ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ ὁλοὲν καταβαίνουν νέαι φωτεινοὶ θωπεῖαι, ἡδύτατα φιλήματα αἰθεριότητος καὶ διαρκείας ἀσυλλήπτου, ἀλλ᾿ ἐκπληκτικῆς διαυγείας. Χρυσομηλόχρους στέφανος ἁπλώνεται λαμπρότατος, ροδίνη χύνεται σκόνη ζώνουσα ξηρὰ καὶ ὑγρά. Τώρα ἡ Τῆνος βαθύχροα ἴα δροσολουσμένα. Τώρα ἡ Μύκωνος πυρουμένη μιμουμένη τὸν Ὑμηττόν. Τώρα ἡ Πάρος ἴα μαραμένα. Τώρα τὸ Νησίδιον τοϋ Φάρου βαθυχροΐζον. Τώρα ἡ θάλασσα… ἕλκουσα, πίνουσα τὰ χρώματα, φωτιζομένη, λευκαινομένη, γινομένη γάλα πηγνυόμενον, κυλίον εἰς τὴν ἐπιφάνειάν του χρυσούς.

… Τὰ πάντα ζοῦν καὶ δονοῦνται ἐντονώτατα θερμαινόμενα ἢ ψυχόμενα, ἀλλὰ τὰ πάντα ἀενάως μεταμορφούμενα. Ἀνθρώπινον σχῆμα ταχυποροῦν φθάνει εἰς τὴν ἀκτὴν καὶ μόλις ἀντικρύσῃ τὴν θάλασσαν, ἵσταται, ἀποκαλύπτεται, κρατεῖ χαμηλὰ τὸ κάλυμμά του, κάμνει εὐρύτατον σημεῖον σταυροῦ μὲ βαθυτάτην εὐλάβειαν: Σταυροκόπημα καὶ δέησις διευθύνονται πέραν τῆς Σύρου, ἄνωθεν τῶν ὑδάτων, εἰς τὴν ἀντίπεραν Τῆνον -συνήθεια τῶν γειτόνων νησιωτῶν- ἀποστέλλονται εἰς τὸ φαινόμενον κωδωνοστάσιον τῆς Παναγίας της.

… Ἀπὸ τῶν οὐρανίων ἀποκρεμᾶται ζωηρότατος ρόδινος στέφανος ἐφαπτόμενος ξηρῶν καὶ θαλασσῶν, ἄνωθεν ἄλλος ἀκολουθεῖ ἀερωδέστερος, μετεωρίζεται φωτεινοκίτρινος καὶ ὑπεράνωθεν αὐτῶν ὅλων τὸ οὐράνιον κυανοῦν τώρα ἀνοίγει ὁλοὲν ἀτονοῦν ἁβρότατα. Καὶ αἱ Νύμφαι συναλλάζουν καὶ ἀνταλλάζουν τὰ ρόδινα καὶ ἰώδη καὶ ἰορόδινα καὶ χρυσοκίτρινα αἰθέρια ἐνδύματα, ὡσὰν αὐτὴ ἡ συνοδεία τῶν Ἐρώτων καὶ Χαρίτων τῆς Ἀφροδίτης ἀνεκίνει καὶ ἐδοκίμαζεν αἰθερίων πέπλων ἁρμονίας, διὰ τὴν περιβολὴν τῆς ἐκεῖ ποὺ εἰς τὰ βάθη τοῦ Αἰγαίου εὐρισκομένης θεᾶς.

… Κόρη εἰς περιστύλιον, περιφερικὸν παραλιακοῦ ἐξώστου προσθέτει τὴν ποίησιν τοῦ θήλεως, περιφέρει μαλακώτατον ραδινὸν σχῆμα σὰν δονουμένη καὶ κυμαινομένη ὑπὸ τῶν καλλονῶν, τείνουσα μεγάλους ὀφθαλμοὺς νοσταλγοῦ ἄνωθεν μελαγχολικῶν πόθων ἀνθούντων εἰς μειδίαμα χειλέων, σὰν λυπουμένη παρομοίως μὲ τὰς Νύμφας, διότι τὸ φῶς ἀποσύρεται ἀπὸ τὴν μορφὴν ὅλων των καὶ μετ᾿ ὀλίγον δὲν θὰ φαίνωνται πλέον. Καὶ γίνεται αἰσθητὴ ἡ κυμαινομένη κόρη σὰν ἆσμα ναύτου μελαγχολικώτατον, ὡς νυκτωδία τις ἡδυτάτη περιραίνουσα τὸν ἀέρα. Κόρη τῆς ὁποίας τὰ μάτια ἐμεγάλωσαν, ἐμεγάλωσαν καὶ ἔπειτα ἔσβησαν ἀπὸ τὸν ἐπάνω κόσμον.

… Ὤ, τί ἀπίστευτον, τί ἀπερίγραπτον θέαμα πραγματικώτατον καὶ ὅμως ὑπερβαῖνον πᾶν ὄνειρον! Ἀπὸ τῶν μυχιαιτάτων τοῦ ὄντος ὅπου ζῇ ἡ λατρεία, ἀνέρχεται ἡ ζωὴ τηκομένη καὶ καιομένη ὡς πῦρ βωμοῦ καὶ ὡς κυάνεον θυμίαμα διαλύεται εἰς τὰ μαγικὰ χρώματα καὶ ὁράματα τὰ ὁποῖα ὅλα δονοῦντα τὴν διάνοιαν ἐν ἡδονῇ, κάμνουν αἰσθητὴν τὴν εὐδαιμονίαν τοῦ διανοεῖσθαι.

… Ἀθρόαι ἀναδύουν τῆς ψυχῆς καὶ πάλλονται ἐν συγκινήσει ὡς θούρια, αἱ παλαιαὶ εἰκόνες λαμπρῶς φωτιζόμενοι. Τοιαῦτα μόνον οὐράνια χρώματα, τοιοῦτοι μόνον παραδείσιοι οὐρανοὶ δύνανται νὰ γεννήσουν μεταξὺ τῶν ἀνθρωποειδῶν ζῴων τὸν ἄνθρωπον Ἕλληνα. Αὐτοὶ οὗτοι ἦσαν καὶ αὐτοὶ οὗτοι εἶναι οἱ μόνοι γεννῶντες καὶ ἀνατρέφοντες ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρωποειδῶν θηρίων τῆς γῆς, τὸ ἥμερον ἄνθος, τὸν ἄνθρωπον Ἕλληνα.

… Ἐδῶ παντοῦ καὶ πανταχόθεν, ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ Αἰγαίου, ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῶν μαγικῶν αὐτῶν χωμάτων, τῶν τριμμένων ὡς ἑτοίμων διὰ νὰ πλασθοῦν εἰς πολύμορφον καλλονήν, ἀνέδυσεν εἰς τὸ φῶς ἡ φυλὴ τῶν ἀνθρώπων, ὑπὸ τῶν μητρικῶν θωπειῶν τῶν θείων αὐτῶν σκηνωμάτων διεπλάσθη. Ἐδῶ μόνον οὐρανοὶ καὶ γῆ καὶ θάλασσα καὶ ἄνεμοι καὶ χρώματα φιλανθρώπως περιθωπεύοντα τὰς αἰσθήσεις ἀενάως, ὡς ὡραία μήτηρ πολυφίλητον τέκνον, ἀνατρέφουν μὲ στοργὴν τὸν ἐγκέφαλον ὡς ἄνθος φυσικόν, ἄνθος ὑπέρτατον τοῦ ὀρατοῦ ζωϊκοῦ κόσμου τῆς γῆς. Σῶμα καὶ ψυχή, καρδία καὶ νοῦς ἀνοίγουν ὡς ἄνθη ὡραῖα καὶ ὡς δέσμη ἀνθέων ἀποπνέουν ἡδονικὰ ἀρώματα.

… Λίνου καὶ Ἀδώνιδος καὶ Κύπριδος ἅγιοι θρύλλοι· φυσικῶν ἐρώτων ἄσματα γαλήνια· σαρκὸς καὶ οἴνου ἁβρὸν ἀνακρεόντειον μέθυ· σαπφικὸν πῦρ· διάνοιαι φωτεινόταται γηΐνων ἀνθέων κορυφαια ἀριστοτεχνήματα· τραγωδίαι Αἰσχύλειοι· δράματα Σοφόκλεια ἔρωτος ἡδύτερα καὶ θρησκευμάτων θειότερα· Πλάτωνος δρᾶμα ὅπου αἱ ἰδέαι ἱέρειαι ἱερουργοῦσαι ἐν παγκάλλῳ τελετῇ, ἀνέρχονται ἐν ρυθμῷ σεμναὶ καὶ κοσμημέναι δι᾿ ὅλων τῶν γηΐνων ἀθυρμάτων, ὡς ἵνα ἀπὸ τοῦ ναοῦ τῆς Παρθένου ἀνέλθουν πτερούμεναι ὑπὸ τοῦ ἔρωτος πρὸς τὸ παμφαὲς σύμπαν, ἀναζητοῦσαι νὰ εὕρουν καὶ περιφιλήσουν τὸν ἀκατανόητον Δημιουργόν· ὅλα, ἀναδύουν ὡς ἄνθη αὐτοφυῆ καὶ μέχρις αὐτῶν τῶν λίθων μεταμορφουμένων εἰς τελείους τύπους ἀνθρώπων, οὓς ἡ φύσις δὲν κατώρθωσε νὰ δημιουργήσῃ, μέχρι τῶν λίθων αὐτῶν συνδεομένων εἰς ἁρμονίας λιθίνας, δοξαζούσας τὸ θεῖον βαθύτερον, αἰθεριώτερον ὅλων τῶν γηΐνων μουσικῶν, ὅλα αὐτὰ τὰ πιστευόμενα θαύματα ἀναφαίνονται ἄνθη φυσικώτατα.

… Καὶ ὅλα, ἀνεξαιρέτως ὅλα: Στρατοί, πνευματικοὶ ὡπλισμένοι δι᾿ ἐπιστημῶν, γραμμάτων καὶ τεχνῶν, χυνόμενοι εἰς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου, ὄπισθεν τοῦ ἅρματος ἑνὸς ὡραίου μας θεοῦ, ἡμερώνοντας καὶ μαγεύοντες τοὺς λαούς, δουλοῦντες καὶ καταβυθίζοντες τοὺς Ρωμαίους μὲ τὸ φῶς, ἁρπάζοντες γυμνὸν καὶ τετραχηλισμένον τὸν Ναζωραῖον καὶ δημιουργοῦντες θρησκείαν νέαν, νέον κόσμον χιμαιρικόν, κοσμοκράτορες κρατοῦντες τὴν τύχην τῆς γῆς ἡρωϊκῶς ἐπὶ αἰῶνας αἰώνων, ὅλα τὰ περασμένα ἀνεξύμνητα κλέεα κλέη, διότι εἶναι νοητὰ μόνον εἰς τὰ ἡρωϊκὰ καὶ τὰ μεγάλα πνεύματα, ὅλα ἰσοϋψῆ καὶ τρισμέγιστα διερχόμενα ἄνωθεν τῶν ἀνθρωπίνων· ἰσοϋψῆ καὶ τρισμέγιστα ὅπως ὁ δαυλὸς τοῦ Κανάρη, ὅλα ζωντανώτερα τῶν ζωντανωτέρων καὶ ἁπτοτέρων πραγμάτων τῆς ζωῆς, ὅλα τὰ κορυφαιότατα ποιήματα τοϋ πλανήτου αὐτοῦ ἀναφαίνονται ἄνθη φυσικώτατα.

… Ὤ! Τί ὥρα ἀλησμόνητος! Ἐνῷ ὁ νοῦς φλογίζεται ἀπὸ ἐνθουσιασμὸν καὶ ἡ ψυχὴ ἀπὸ ὑπερηφάνειαν, ἐνώπιον τοῦ ἑλληνικοῦ πανοράματος ποὺ ζωγραφίζεται εἰς τὰ βάθη τοῦ Ὄντος, εἰς τὸν ἐξωτερικὸν κόσμον, ὅλα ὁλοὲν ἀλλοιοῦνται ἀνταλλάσσοντα φωτεινὰ φιλήματα, ἐνῷ ὑπὸ τὴν λάμψιν τοῦ θερμοῦ νωχελοῦς ρευστοῦ ἀμαυροῦται τὸ νησίδιον τοῦ Φάρου, ἀβανόχροοι γίνονται οἱ βράχοι τῆς νήσου, ἐνῷ πλοιάρια φαινόμενα καρφωμένα πρὸ τῶν ἀπωτάτων νήσων διαγράφονται μελανώτατα καὶ διαυγέστατα μέχρι τῶν λεπτοτάτων ἐξαρτημάτων καὶ νημάτων, σὰν ἔντομα ὁρώμενα διὰ φακοῦ. Τὰ ἰώδη ἄνθη τῶν νήσων ἐν ἀρρήτῳ ἡδυπαθείᾳ μαραίνονται, ναρκοῦνται, νεκροῦνται καὶ εἶναι λευκοκίτριναι καὶ ἀνθορρόδιναι προβολαὶ ἐρχόμεναι μὲ τὴν γλυκύτητα φιλήματος καὶ ἀφίνουσαι μειδιάματα, ἀποσυρόμεναι καὶ ἀφίνουσαι χροϊκὸν λυγμόν.

… Ὤ! παρομοία θὰ ἦτο ἡ ὥρα καὶ ἡ σκηνογραφία ἡ προπέμψασα ἀπό τῆς ἱερᾶς Δήλου τὴν τριήρη τὴν μεταφέρουσα τοὺς θησαυροὺς εἰς τὰς Ἀθήνας, παρομοίως θὰ ἐπάλλοντο ὅλαι αἱ Νύμφαι τοῦ Αἰγαίου, οὐρανοί, ξηραὶ καὶ θάλασσαι ἐν παρομοίᾳ κατευοδοῦσαι λαμπροφανείᾳ τὸ πτερόεν πλοῖον, προαισθανόμενα ὅλα ὅτι εἶχεν ἔλθη ἡ ὥρα, ἵνα πάντα ταῦτα ἐκδηλωθοῦν εἰς μίαν πρώτην μορφὴν ὑπὸ τοῦ εὐγενεστάτου ἀνθρωπίνου εἴδους ποὺ εἴμεθα ἡμεῖς δι᾿ αἰῶνα τὸν ἅπαντα.

… Καὶ εἶναι ἀκόμη μία στιγμή, καθ᾿ ἣν ἡ θάλασσα σὰν νὰ ἔπεσεν εἰς τὸν πυθμένα της ἥλιος φωτίζων ἔνδοθεν, ὅλη γάλα ἐφ᾿ οὗ ρέει χρυσός, πάλλεται καὶ λάμπει ὡς ὀπτασία, καὶ εἶναι μία στιγμὴ ἀκόμη, στιγμὴ ὑστάτη, καθ᾿ ἣν ὅλη ἡ θάλασσα εἶναι θερμότατον πυρωπὸν ἴον, ἐνῷ τὰ νερὰ εὐωδιάζουν καὶ τὰ πάντα ζοῦν ἐν ἐκτάσει ἐνῷ δρομοῦσα ἡ σελήνη κατακόρυφος διὰ νὰ ἰδῇ, ἀναστέλλει τὰς ἀκτῖνας βαίνουσα μέσα εἰς τὸν ἱστάμενον ἀέρα, πελώριον πρόσωπον ἔκπληκτον ἐτάζον τὴν ἄπειρον ἡδυπάθειαν μὲ φευγαλέον ἀέρα εἰρωνείας.

… Ὦ ὡραῖε Θεὲ τῆς Ἑλλάδος. Μίαν μοναδικὴν φορὰν τὰ χείλη μου ἐκινήθησαν εἰς δέησιν, μίαν μοναδικὴν φορὰν ἐπρόφεραν αἴτησιν, νὰ εἶναι ὥρα παρομοία καὶ παρόμοιον τὸ θέαμα, ἡ ὥρα ποὺ θὰ κλείουν οἱ λατρεύοντες ὀφθαλμοί μου καὶ μία μόνη ἰδέα ἐκφράσεως τῆς ἱερᾶς γοητείας ὑπερισχύει νὰ κύψῃ κανεὶς καὶ νὰ φιλήσῃ τὸ γενέθλιον χῶμα νὰ ἐγερθῇ καὶ νὰ κάμῃ ἐν βαθυτάτῃ εὐλαβείᾳ τὸν σταυρόν του, λατρεύων τὸ χῶμα καὶ τὸ ὕδωρ καὶ τὸ χρῶμα καὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὸν ἀέρα τῆς ἱερᾶς Ἑλλάδος.

Οι αποτρόπαιοι θεοί [υπογρ. Θ. Θάνατος] Το Άστυ, 13 Σεπτεμβρίου 1904

“Δέκα αἰῶνας πρό τοῦ Ναζωραίου εἰς τὰς πρώτας στροφάς τοῦ πρώτου γνησίου καὶ κορυφαιοτάτου Εὐαγγελίου ἡμῶν ψάλλει ὁ ποιητής τὴν μῆνιν Πηλειάδεω Ἂχιλλήoς -τὴν ἐγκατάλειψιν κρισίμου ἀγῶνος εἰς κρισιμωτάτην στιγμήν, ἕνεκα θήλεος ἀδιαφορωτάτου – τὴν διχόνοιαν καὶ μετὰ εἴκοσιν ἐννέα αἰώνων πάροδον, εἰς τὸ πρώτον θούριον τῆς ὀρθωθείσης Ἑλλάδος ἀνταπαντᾷ ἔσχατος ἀπόγονος ὁ ποιητὴς εἰς τὸν Ὕμνον τῆς Ἐλευθερίας ἀφιερῶν δεκατρεῖς φλογερὰς στροφὰς εἰς τὴν διχόνοιαν καὶ τὸν φθόνον, τῶν ὁποίων τὸ μέτωπον τώρα κτυπᾷ τὸ πάτωμα τοῦ τρίτου οὐρανοῦ.”

ιδ. «Λόγια τοῦ ἀέρος… τοῦ Ἀττικοῦ ἀέρος λόγια…» (Ὡς Θ. Θάνατος· περ. «Παναθήναια», τόμ. 8, 15-9-1904, σελ. 295-297)

ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΕΡΟΣ…

ΤΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ ΑΕΡΟΣ ΛΟΓΙΑ….

Ἀλήθεια εἶνε Λόγια τοῦ Ἀέρος… τοῦ Ἀττικοῦ Ἀέρος Λόγια… Τῶν Ῥοδίνων Ἀέρων τῆς Αὐγῆς, τῶν Μενεξεδένιων Ἀέρων τῆς Δύσεως. Δὲν τὰ λέω ἐγώ… Καθισμένα ἐλαφρότατα αἴρονται μόνα των, αἰωροῦνται εἰς τὸν Ἀέρα καὶ σὰν ἄρωμα πλέουν εἰς τὸ Φῶς – τὸ θυμαρόεν Φῶς. Χρυσοῦν στάχυ παῖζον εἰς τὸν ὦμον καφεοροδίνου βράχου, γράφει μὲ τὸ χρυσόν του δάκτυλον, εἰς τὸν σμαράγδινον οὐρανόν, ποιήματα τρελλότατα. Εἰς τὰ κολπούμενα πλάγια λόφου μακρυνοῦ, φαίνεται ἀναπαυομένη ὡραία Νύμφη, λέγουσα τὰ ὄνειρά της εἰς τα φῶτα. Ἀπὸ τὴν λιγυρὰν γραμμὴν λόφου ἄλλου, ἀφίπταται σὰν πτερωτὴ Νίκη, ἔρχεται, ἔρχεται ὅλη χαρά, νεοτάτη, ὡραία Ἰδέα. Ἀπὸ ἀργυροκλίνοντα κλῶνον ἐλαίας, τρυφερότατον ἀποκρεμᾶται αἴσθημα, ὅπως πίπτουν τῶν ἀνθισμένων δένδρων, τὰ πέταλα τῶν ἀνθέων. Ἀπὸ γυρμένων ἀκτίνων πεύκου, πίπτει βροχὴ ἀκτίνων ἄλλη, φωτοραίνουσα ἡδονικώτατα τὴν ψυχὴν. Ἀπὸ ἀναπνοὴν κλυματος ἱοθωπεύτου ἀκτῆς, ἀμβρόσιον ἐκπνέεται συναίσθημα. Καὶ ἀπὸ τὸν χορὸν τῶν ὀρεινῶν κορυφοσειρῶν, ποῦ στεφανώνουν τὸ οὐράνιον Ἄστυ, ἐπουρανία ἐκπορεύεται μελῳδία. Δὲν τὰ λέγω ἐγώ… Καθισμένα εἰς τὸν ἀέρα, αἴρονται μόνα των, μόνα των ἔρχονται τὰ Λόγια τοῦ Ἀέρος καὶ θωπεύουν τὰ αἰσθητήρια τοῦ ἐφήμερου διαβάτου τῆς Ζωῆς. Ἐλαφρά, αἰθέρια, μὲ τὰ χρωματιστά των φορέματα καὶ τὰς μουσικάς των γραμμάς, ἀεροποροῦν εἰς τὸν Ἀέρα, μέ μαλακότατον ταξιδεύουν ῥυθμόν. Ἄλλοτε ἔρχονται σαν ἴα · ἄλλοτε σὰν τριαντάφυλλα, προσφερόμενα ἀπὸ ὡραῖον χέρι · ἄλλοτε σὰν κρίνοι, κρίνοι χωρὶς ἄγγελον, φέροντες Εὐαγγέλια Χαρᾶς. Καὶ ἐνίοτε ἔρχονται καὶ περικάθηνται γύρων τῶν κροτάφων, σὰν πράσινα στεφάνια κισσοῦ · ἐνίοτε σὰν ἀργυρόχροα Στεφάνια ἐλαίας. Κάποτε ζητοῦν, ψαύουν, θροοῦν, ψιθυρίζουν, σαν χείλη · καὶ κάποτε καίουν, σὰν φιλήματα. Ὤ ναι! σὰν Ἀφροδίσεια βίσινα χείλη, φιλοῦν τὰς αἰσθήσεις μεθυστικώτατα τὰ ὡραῖα Λόγια. Λόγια τῶν Ῥοδίνων Ἀέρων τῆς Αὐγῆς, τῶν Μενεξεδένιων Ἀέρων τῆς Δύσεως. Ἀλήθεια δὲν τα λέγω ἐγώ. Ἀλήθεια εἶνε… Λόγια τοῦ Ἀέρος… τοῦ Ἀττικοῦ Ἀέρος Λόγια…

1. Εἰς ἕνα μέρος τοῦ Ἐλαιῶνος, τοῦ ἱεροῦ Ἐλαιῶνος, ποῦ ἔχει ἀκόμη ἐλαίας τοῦ ὡραίου καιροῦ, εἰς ἀγρὸν φυλαγμένον ἀπὸ τὰ ἀργυρᾶ του φύλλα, ἀγρὸν φουντωμένον ἀπὸ κλήματα νέα, ἕνας νέος, ξανθὸς νέος, κύπτει σκάπτων, εἰς τὴν ἱερὰν τῆς πρωΐας σιγήν.

Καὶ ὁ μόνος κρότος τῆς ἀξίνης, ὁ χανόμενος εἰς τὸ ξανθοπράσιον κῦμα τῶν κλημάτων καὶ τὸ ἀργυροῦν ἁβροσάλευμα τῶν ἐλαιῶν, λαλεῖ ῥυθμικά καὶ λέγει:

Ὄργωνε, ὄργωνε, σκάπτε καὶ δούλευε, ὅλην τὴν ὥραν, χωρὶς ἀρχήν, χωρὶς τελειωμόν, χωρὶς νὰ πάρῃς ποτὲ ἀνασασμόν. Ὄργωνε, ὄργωνε, σκάπτε καὶ δούλευε τὴν ἄμπελον ποῦ σοῦ ἔδωκεν ὁ Κύριος, τὴν χρυσοφωτισμένην Ἄμπελον τῆς Ψυχῆς, ποῦ δίδει τὸ μεθυστικὸν τοῦ Ὡραίου ποτόν. Ἐντὸς ὀλίγου θὰ περάσῃ ὁ Κύριος τῆς Ἀμπέλου κουρασμένος, καὶ πρέπει νὰ ἔχῃς χρυσοφώτεινα φύλλα διὰ νὰ στεφανώσῃ τὰ νυκτόχροα μαλλιά του, καὶ πρέπει νὰ ἔχῃς ὡραῖα σταφύλια διὰ νὰ δροσίσῃ τὰ ῥοδόχροα χείλη του.

Ὄργωνε, ὄργωνε, σκάπτε καὶ δούλευε, χωρὶς ἀρχήν, χωρὶς τελειωμόν, χωρὶς νὰ πάρῃς ποτὲ ἀνασασμόν. Ἑντὸς ὀλίγου θὰ περάσῃ ὁ Κύριος, ὁ Ἀπολλώνειος Κύριος –  Ο ΘΑΝΑΤΟΣ.

2. Πλησίον τῆς θύρας τοῦ Ἐρεχθείου περνῶ ὥρας ὡρῶν, καὶ ὅπου γυρίσουν τὰ μάτια, εἰς τὸν Ἐλαιῶνα, εἰς τὰ πλάγια τῶν καφεοροδίνων λόφων, εἰς τὰ πλάγια τοῦ Πεντελικοῦ, ἢ τοῦ Πάρνηθος,ἢ τοῦ Αἰγάλεω, ἢ τοῦ Κορυδαλοῦ, τὰ μάτια μένουν μαγευμένα, καὶ ἕνα πάντα συναίσθημα πλημμυρίζει τὴν ζωήν.

Σὰν μία μουσικὴ νὰ ἔπαιζε παντοῦ, ᾆσμα χαρᾶς ἡδυτάτης καὶ λύπης ἀκροτάτης, σὰν μία ὀρχήστρα νὰ ἔπαιζεν ἐκεῖ καὶ νὰ μὴ ἔφθανεν ἦχος ἕως ἐδῶ, ἀλλὰ δόνησις αἰθέρος ἄηχος, νὰ ἔφθανε μόνον ἕως ἐδῶ καὶ να ἔπαλλε μουσικώτατα τὴν ψυχήν.

Τί θαυμασία ποῦ εἶνε ἡ ζωή ! τί θαυμασία ἡ αἴσθησις τοῦ νέου Σώματος εἰς τὸν ἡδονικὸν Ἀέρα ! πῶς αισθάνεται θαυμάσια εἰς τὸ κυανορόδινον φῶς καὶ ποθεῖ, ποθεῖ, ποθεῖ τὸ κάλλος ! τὸ ἐξωτερικὸν κάλλος τὸ ζωγραφιζόμενον ἐντός του μὲ φιλήματα μουσικά.

Πλησίον τῆς θύρας τοῦ Ἐρεχθείου, περνῶ  ὥρας ὡρῶν, κρατημένος ἐκεῖ εἰς τὸν Ἐαρινὸν Ἀέρα, χωρὶς νὰ διανοοῦμαι οὐδέν, αἰσθανόμενος μόνον τὸ Σῶμα νὰ ζῇ, νὰ διαμένῃ μακάριον.

Καὶ κάποτε, σὰν ἕνας πόθος ἀόριστος καὶ φευγαλέος, περνᾷ εἰς τὸ κυανοῦν καὶ αἰθέριον μέθυ τοῦ γλυκοῦ Ἀέρος · περνᾷ, μόνος πόθος ἀόριστος καὶ φευγαλέος, περνᾷ καὶ ἀναπερνᾷ και περιγυρίζει, ὅπως ἡ σκιὰ τῶν πουλιῶν εἰς τὸ φωτισμένον χῶμα : νὰ ἥμουν Ἔφηβος Φειδίου Μαρμάρινος, νὰ βλέπω αἰῶνας αἰώνων τὸ Ἀττικὸν Φῶς.

3. Ἐδῶ, ἐδῶ, εἰς τὸν Ἀττικὸν Ἀέρα, πλέει ὅλη ἡ Σοφία, γεννᾶται καὶ ἐνθουσιάζει ὁ πόθος τῶν Τελείων Καλλονῶν. Ἐδῶ, ἐδῶ ἐπάνω εἰς τὰ Παλάτια τοῦ Ὡραίου, Νίκης, Ἐρεχθέως, Ἀθηνᾶς, τοὺς Θείους Οἴκους, ὁ θειότερος τοῦ κόσμου Ἀὴρ ἐκδύει τὴν ψυχήν, ὅλων τῶν χυδαίων φορεμάτων, ἐνδύει καὶ κοσμεῖ αὐτήν, δι᾽ ὅλων τῶν βασιλείων ἐνδυμάτων.

Ἐδῶ, ἐδῶ ἐπάνω, εἰς τῶν παγκάλων Ἱερῶν τὸ θεῖον θέαμα, εἰς τοῦ θείου Ἐρεχθείου τὰ πρόθυρα, ὅπου οἱ λευκοφόροι ἱερεῖς τοῦ ὡραίου καιροῦ ἐρέμβαζον μὲ τὰ θεῖα, διαμένω ὥρας ὡρῶν, μακαρίως λησμονῶν τὴν ταπεινῆν ζωήν, μὲ ἄφωνον ἔκστασιν ἀκούων τὸ Νέον μου Σῶμα νὰ ὑμνῇ ἀφώνως, τὸν Θεὸ τοῦ Ὡραίου.

Ἀπὸ τὸν Ἐλαιῶνα, ἀπό τὰς μελῳδούσᾳς γραμμὰς τῶν Ὁρέων, ἀπὸ τὰ ἀδειανὰ ἄδυτα τῶν Ναῶν, ἀπὸ κάθε μαρμαρίνην φαεινὴν χορδήν, αἱ εἰκόνες, αἱ ἰδέαι, τὰ ἄνθη, τὰ ἀρώματα, ἐκπορεύονται, ἔρχονται, ἔρχονται ἀπὸ παντοῦ σὰν ἀνοιγμένα χείλη, τὰ ὡραῖα συναισθήματα, οἱ ὡραῖοι πόθοι, τὰ ὡραῖα Λόγια τοῦ Ἀττικοῦ Ἀέρος. Ἔρχονται καὶ θωπεύουν καὶ στολίζουν τὴν ψυχὴν καὶ τὴν φιλοῦν, μὲ τὸν διάπυρον πόθον νὰ τὴν κάμουν Ὡραίαν. Καὶ ἡ Ψυχὴ εὐφραίνεται καὶ μεθᾷ, σὰν Νύμφη ὑπὸ παρθένων στολιζομένη διὰ συνουσίαν μὲ Ὡραῖον Θεόν.

Ἄχ ! τί παραδίσειαι εἶνε αἱ Ὧραι ἐδῶ, ἐδῶ ἐπάνω, εἰς τοῦ θείου Ἐρεχθείου τὰ γαμήλια πρόθυρα. Ἐνίοτε αἰσθάνομαι ἐπὶ τῶν νώτων μαλακὸν πλοῦτον πορφῦρας, καὶ εἰς τὴν κεφαλὴν λαμποβολὴν διαδήματος. Ἐνίοτε τὸ Σῶμα προσκλίνει ἀκούσια ἀπὸ τῶν βαθμίδων, διὰ νὰ δεχθῇ τὰ ἁβρότατα χαρίσματα, ὅπως Βασιλεὺς ἀπὸ Θρόνον δεχόμενος δῶρα. Ἐνίοτε τὸ Σῶμα ὑποκλίνεται μὲ εὐλάβειαν εἰς ὡραῖον ἄγγελον φέροντα κρίνον · καὶ ἐνίοτε μοῦ φαίνεται ὅτι, σὰν ἀπὸ Ὡραίαν Πύλην Ναοῦ, μὲ ἀργυρόμαλλον νεότητα Ὄντος Ἀθανάτου, τείνω ῥοδίνην εὐδαιμονίαν χειλέων, πρὸς ἅγιον φίλημα Ὡραίας Θεότητος.

Θ. ΘΑΝΑΤΟΣ

Θ. Θάνατος· περ. «Παναθήναια», τόμ. 8, 15-9-1904, σελ. 295-297

ιε. «Στὴ ζωγραφιὰ τοῦ Παύλου Τούμαν» (Ὡς Ἀπολλώνιος· ἀνεξακρίβωτον)

ιστ. «Δεύτερη ζωή» (ἀνεξακρίβωτον)

ιζ. «Τὸ ἄλαλο ἀηδόνι» (ἀνεξακρίβωτον)

ιη. «Πρωτομαγιά» (ἀνεξακρίβωτον)

ικ. «Τηλεφωνήματα» (Ὁ Νουμᾶς, ἀρ. 600, 1-10-1916)

[Σ. τοῦ «ΝΟΥΜΑ». Τὸ ἄρθρο αὐτὸ τοῦ μακαρίτη Περικλῆ Γιαννόπουλου βρέθηκε μέσα σὲ παλιὸ συρτάρι τοῦ «Νουμᾶ», λησμονἠμένο ἐκεῖ ἀπὸ τὰ 1903 ποὺ μᾶς τὸ εἶχε δώσει μαζὶ μ᾿ ἕνα ἄλλο ἄρθρο, «Ὁ Τραγουδιστὴς» ποὺ τυπώθηκε στὸν 34 ἀριθμὸ 1903 τοῦ «Νουμᾶ», μὲ τὴν ὑπογραφὴ «Ι. Ἄνεμος», ποὔχει καὶ τοῦτο τὸ ἄρθρο. Στὰ «Τηλεφωνήματα» μέσα ὑπάρχει ὁλόκληρος ὁ Γιαννόπουλος μὲ τὶς φωτεινές του ἰδέες, μὲ τὶς γοητευτικὲς παραξενιές του καὶ μὲ τὸ ἰδιόρρυθμο ὕφος του.]

Δὲν ἐννοεῖτε, δὲν ἐννοεῖτε, δὲν ἐννοεῖτε. Καὶ ἔχετε δίκαιον, πληρέστατον δίκαιον. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ φαντασθῆτε τὶ εἴδους ἐργασία ἔχει γίνει καὶ πόση ἐργασία· τὶ εἴδους εἶναι αὐτή, πῶς πρέπει νὰ κινηθῇ καὶ πρὸς ποῖον σκοπόν. Καὶ θέλετε νὰ χυθῇ εἰς τὰ παλαιὰ καλούπια· ἀλλὰ πῶς ἀφοῦ εἶναι νέα, εἶναι ἄλλη; Καὶ διστάζετε νὰ δοκιμάσετε· τί σᾶς μέλει; πρὸς ποίους ἀπευθύνεσθε; δὲν ἀπευθύνεσθε πρὸς τοὺς πολλούς; Πρὸς αὐτοὺς κ᾿ ἐγώ. Δώσατε σεῖς τὴν ἐργασίαν μου πρὸς τοὺς πολλοὺς καὶ ἀφίσατε αὐτοὺς νὰ κρίνουνε, αὐτοὺς ἐρωτήσατε ἂν τοὺς ἀρέση, ἂν τοὺς κάμνῃ καλόν. Τοὺς πολλούς. Πρὸς τοὺς πολλοὺς ἀπευθύνομαι ἐγώ. Τοὺς πολλοὺς θέλω νὰ ἐξυπνήσω· τῶν πολλῶν θέλω νὰ ἐλευθερώσω, νἀναστήσω τὴν ψυχήν.

Μοῦ ζητᾶτε κοψίματα, ραψίματα, κτενίσματα ἰδεῶν. Τί σᾶς μέλει; Τί σᾶς μέλει; Τί σᾶς μέλει; Ἐγὼ μειόνουμαι, ἐγὼ βλάττομαι, ἐγὼ χάνω. Νομίζετε ὅτι δὲν τὸ ἐννοῶ; Ἀλλ᾿ αὐτὸ θέλω. Ἐὰν ἐγὼ πάρω καὶ τελειώσω κἄτι τι, αὐτὸ ἐτελείωσε, δὲν ἔχει νὰ τὰ πάρῃ ἄλλος, τίποτε δὲν ὡφελεῖ, εἶναι ἰδικόν μου. Ἀλλὰ ἐὰν πετάξω σωροὺς ἰδεῶν, δυνατὸν ὁ καθεὶς νὰ πάρῃ, νὰ κόψῃ, νὰ ράψῃ, νὰ κτενίσῃ, νὰ δημιουργήσῃ ὅ,τι θέλει.

Νά, λ.χ.: Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔζησε δέκα χρόνια εἰς τὴν Ἀκρόπολιν καὶ τὴν ἀγάπησε, φυσικώτατα, κἄτι περισσότερον νὰ εἶδε ἀπὸ κάθε σοφὸν ποὺ πῆγε μόνον νὰ τὴν μελετήσῃ, φυσικώτατα δυνατὸν νὰ εἰπῇ ὡραῖα πράγματα. Καὶ μ᾿ αὐτὸ τί; Θὰ εἰποῦν μόνον: Ὡραῖα τὰ λέγει. Καὶ ἔπειτα; Τίποτε. Καὶ αὐτὸ δὲν θέλω ἀκριβῶς. Ἐπαναλαμβάνω δὲ ἑκατομμυριοστὴν φοράν: Ὅ,τι θέλω νὰ εἰπῶ, δύναμαι νὰ τὸ εἰπῶ ὡραιότατα. Δὲν θέλω, δὲν θέλω, δὲν θέλω καὶ δὲν πρέπει νὰ θέλω.

Ἀπευθύνομαι πρὸς ὅλους μὴ ἐξαιρῶν κανένα: Θέλετε νὰ δημιουργηθῇ ἕνας ἰδεολογικὸς κόσμος ὡραῖος; Σεῖς, θὰ τὸν δημιουργήσετε ἅμα σᾶς εὕρουν τὸν δρόμον. Ἐσεῖς θὰ τὸν χαρῆτε, ὄχι ἐγώ. Θέλετε νὰ ξεπαγώσουν, νὰ ξεναρκωθοῦν, νὰ κινηθοῦν οἱ πολλοὶ πρὸς ὅλα τὰ ὡραῖα ποὺ ποθῆτε; Ἀφῆστε με ἐλεύθερον νὰ τοὺς κεντρίσω, καὶ νὰ τοὺς οἰστρῃλατίσω ὅπως ξέρω ἐγώ.

Καὶ σᾶς παρακαλῶ, σᾶς παρακαλῶ, σᾶς παρακαλῶ: Πάρετε νὰ διαβάσετε μίαν Μελέτην τῆς Ἑλληνικῆς Γραμμῆς καὶ τοῦ Χρώματος ποὺ θὰ δημοσιευθῇ εἰς τὴν «Ἀνατολήν». Θὰ σὰς φανῇ καλὴ καὶ τὰ λοιπὰ νὰ εἶναι καὶ δὲν εἶναι τίποτε. Εἶναι σπουδαία -ἐγὼ βλέπετε μιλῶ στῆθος μὲ στῆθος- καὶ δὲν εἶναι τίποτε, ἐν συγκρίσει πρὸς τὰ κατόπιν. Αὐτὰ τὰ δυὸ φύλλα ἔχουν δυὸ ἀγκωνάρια θεμελίων. Ἑνὸς κόσμου. Καθ᾿ ὅλους τοὺς κανόνας τοῦ κτισίματος. Καὶ κόκκορας ἀκόμα ἔχει σφαγεῖ. Καὶ διὰ τὸ κάθε τι εἶναι τὸ ἴδιον. Δὲν θέλετε χιλίας χιλιάδας τοιούτων μελετῶν; Βάλετε τὸ χέρι σας εἰς τὴν καρδιάν σας. Δὲν σᾶς χρειάζονται ἑκατομμύρια τοιούτων ἰδεῶν; Δὲν σᾶς εἶναι χρησιμώτεραι ἀπὸ κάθε ἄλλο; Δὲν προτιμᾶτε σωροὺς ὑλικῶν μὲ τὰ ὁποῖα νὰ κτίσετε σεῖς ὅ,τι θέλετε παρὰ δυὸ τρία τελειωμένα λιθάρια; Καὶ δὲν εἶναι κρίμα ἂν αὔριον ψοφήσω νὰ τὰ πάρω μαζί μου ἐγώ; Διατί δὲν θέλετε νὰ τὰ πάρετε, νὰ τὰ ἐξασφαλίσετε, νὰ τὰ μεταχειρισθῆτε μίαν ὥραν ἀρχίτερα; Ποῖος σᾶς λέγει ὅτι αὔριον δὲν εἶναι πιθανὸν ἕνα κεραμίδι νὰ μοῦ κόψῃ τὸν ἀέρα;

Ἐσᾶς ἐσᾶς σᾶς χρειάζονται αὐτά· ἐμενα δὲν μοῦ χρειάζονται τίποτε. Ἐμένα μὲ ἐνοχλοῦν μόνον, μὲ βαρύνουν μόνον. Μὴ κάμνετε σὰν Εὐρωπαῖοι. Ἐγὼ δὲν κάθομαι νὰ κτενίσω τέτοια βάρη. Ἐγὼ θέλω νὰ εἶμαι ἐλαφρός, σὰν τὸ πουλί. Τύχη τὰ πάντα καὶ τύχη ὤθησεν ἕναν ἀπὸ ἐμᾶς νὰ ἰδῇ δέκα πράγματα περισσότερα διὰ τὴν κοινὴν ζωήν. Πάρετε αὐτὰ τὰ πράγματα, μὴ τὰ χάσετε.

Ἐγὼ τίποτε δὲν σᾶς ζητῶ καὶ τίποτε δὲν ἔχετε νὰ μοῦ δώσετε. Ἐπαίνους δὲν θέλω. Δόξαν σᾶς τὴν χαρίζω. Ἐγὼ θὰ σᾶς ἀδειάσω εἰς τὸ κεφάλι ὅ,τι εἶναι χρήσιμον, κινητικόν, ἡδονικὸν τῆς ζωῆς σας· γρήγορα, γρήγορα καὶ ἔπειτα χαίρετε, χαίρετε. Ἐγὼ μίαν φορὰν θὰ ζήσω, δὲν θὰ ζήσω δυό. Καὶ ὅταν περάσῃ ἡ νεότης, τὰ ρέστα σᾶς τὰ χαρίζω. Κ᾿ ἐγὼ δὲν ἔχω σκοπὸ νὰ φάω τὰ νειάτα μου μὲ σᾶς. Ἐγὼ τὴν μόνην δόξαν ποὺ ἐζήλευσα εἶναι ἡ δόξα τῶν φιλιῶν. Θέλω νὰ αἰσθάνομαι τὸ κεφάλι μου ἄδειο, κούφιο, φορτωμένο μὲ τὸ στεφάνι τῶν φιλιῶν. Καὶ θέλω νὰ πεθάνω νέος. Καὶ θέλω νὰ πεθάνω ὀρθός. Θὰ κάμω ὅ,τι εἶναι δυνατὸν γιὰ νὰ σᾶς πείσω νὰ τὰ πάρετε, γιὰ νὰ σᾶς δείξω ὅτι εἶναι χρήσιμα διὰ σᾶς. Θέλετε νὰ τὰ πάρετε; Πάρετέ τα, εἶναι ἰδικά σας. Δὲν θέλετε; Τύφλα σας!

«Ι. Ἄνεμος»

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

(Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Τηλεφωνήματα», «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 600, 1-10-1916· ἐγράφη τὸ 1903)

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ:

α. Charles Dickens, «Ὁ θάνατος τοῦ μεθύσου» (Ὡς Λωτός· «Νέον Πνεῦμα», ἔτος Β’, τόμ. 2, 1894, σελ. 5-14)

ΤΟ 

ΝΕΟΝ ΠΝΕΥΜΑ 

ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ 

ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΝ ΔΙΣ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ 

ΕΤΟΣ Β ́. ΤΟ ΜΟΣ Β’. 

Γιάννης Πατίλης λογοτεχνικό περιοδικό 

Πλανόδιων 

Αρχείο Η Λογοτεχνικών Περιοδικών 

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ «ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ» Β. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΟΥ 

1894. σελ. 5 -14. 

CHARLES DICKENS 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΕΘΥΣΟΥ 

“Ένας άνθρωπος στεκότανε παρά το προσκέφαλο ψυχομαχούσης γυναικός, ενώ γονατισμένα παιδιά κοντά στο κρεββάτι ανεμίγνυον με τους πνιγμένους στεναγμούς των αθώας προσευχάς. 

Το δωμάτιον ήτανε επιπλωμένο πτωχά αρκετή δε ήτανε μια μα τια επί του λυγνού και μελανού αθλίου όντος το οποίον δεν είχε πειά, παρά μια αδύνατη λάμψι ζωής, για να καταλάβη κανείς, μέχρι ποίου βαθμού τα βάσανα, αι στερήσεις, αι αγωνίαι είχαν βασανίσει την καρδιά της σε μακρά και βαρειά χρόνια. 

Μια άλλη γυναίκα, ήδη γρεια, με βρεμένο το πρόσωπο από δάκρυα, υπεβάσταζε με τον βραχίονα της το κεφάλι της ετοιμοθανάτου” ήτανε η κόρη της. 

Το αγωνιών όμως πρόσωπο δεν ήτανε εστραμμένο προς αυτήν, τα παγωμένα και τρέμοντα χέρια δεν έσφιγγαν τα δικά της τον άνδρα της ζητούσε η άμοιρη, επάνω του προσεκολλάντο τα μάτια της, τα έτοιμα να κλεισθούν για πάντα και ο ανήρ έχαμήλονε το κεφάλι υπό το βλέμμα αυτό. Τα ρούχα του εν αταξία βρώμικα, απεριποίητα, το πρόσωπο αναμμένο, τα μάτια βαρειά γεμάτα αίμα. 

Τον έσυραν από όργιον για να παρευρεθή εις το λυπηρό τέλος εκείνης που έφερε το όνομά του. 

Μια λάμπα σκεπασμένη με χαρτί κοντά στο κρεββάτι έριχνε ξεβαμμένο φώς επί των παρευρισκομένων, αφήνουσα το λοιπόν του δωματίου σε βαρύ και βαθύ σκοτάδι. Εκτός του σπιτιού βασίλευε η σιωπή της νύχτας και η ακινησία του θανάτου εκυρίευε το δωμάτιο, Εις το σκέ πασμα της γωνιάς κρεμότανε ένα ρολόγι’ το τικ-τακ ήτανε ο μόνος κρότος που διέκοπτε την απόλυτο γαλήνη, την επίσημη και όλοι όσοι ήσαν εκεί ακούοντες αυτόν τον πένθιμον ήχον εγνώριζαν ότι η ώρα δεν θα περνούσε χωρίς ο δείκτης να σημειώση τη στιγμή που η ψυχή θα φτερούγιζε.. 

Τέλος τα δάκτυλα της ψυχομαχούσης λύθηκαν και τα μάτια της που ανεπαύοντο απάνου στα παιδιά ανέβηκαν στον πατέρα. Προσεπάθησε ματαίως να μιλήση και ξανάπεσε πίσω στο προυσκέφαλο έπειτα έμεινε τόσο ήσυχη τόσο ήρεμος που φαινότανε βουτηγμένη στον ύπνο. “Έσκυψαν απάνου της, την φώναξαν με τ’ όνομά της, πρώτα σιγά-σιγά, έπειτα δυνατώτερα, με κραυγές, με τον τόνο της απελπισίας. Δεν έλαβαν καμμιά απάντησι. 

Ήθέλησαν να μάθουν αν ανάσαινε: δεν άκουσαν καμμιά πνοή. Ήθέλησαν να βεβαιωθούν αν η καρδιά της κτυπούσε κανένας παλμός δεν ε άραξε τα επιτεθέντα δάκτυλα. 

Η καρδιά ήτανε σπασμένη, και αυτή πεθαμένη. 

Ο σύζυγος έσωριάστηκε σε μια καρέκλα κοντά στο κρεββάτι και εκτύπησε το φλέγον μέτωπό του με τα συσπασμένα χέρια του. Το βλέμ μα του επλανήθη κατά σειράν από του ενός εις τον άλλον έκ τών παρ ευρισκομένων, αλλ’ όταν τα δακρυσμένα μάτια του συνήντησαν τα μά τια της κόρης του, ανατρίχιασε. Κανένα λόγο παρηγορίας δεν ήκουσε, κανένα κίνημα ευσπλαγχνίας δεν τον εζήτησε. “Ολοι έφευγαν μακρυά απ’ αυτόν, τον απέφευγαν. Και όταν τέλος εγκατέλειψε το δωμάτιον, τρεκλών, κανείς δεν έσκέφθη να τον συγκρατήση, να τον ακολουθήση, να του απευθύνη λέξιν συλλυπητήριον. 

Τα χρόνια παρήλθαν τα τέσσερα παιδιά που αφήκε η γυναίκα του μεγάλωσαν, και μετ’ ολίγον δεν ήσαν πειά παιδιά. Ο πατέρας, αυτός έμεινε ότι ήτανε και πριν, πάντα πειό πτωχός, πειό βρωμερός, πειο απαίσιος, και πάντα ο ίδιος μέθυσος, με ριζωμένο το πάθος, αδιόρθωτος. – Τα παιδιά, του προ πολλού τον είχαν εγκαταλείψει για να τρέχουν σ’ τους δρόμους μόνη η κόρη έμεινε μαζί του, αλλ’ ειργάζετο σκληρά, και δεν έμεινε βρυσια, ή κτύπημα που δεν μετεχειρίσθη για να την αναγκάση να του πάρη πιοτό ή για να του δώση χρήματα που ξόδευε σ’ την ταβέρνα. 

Ένα βράδυ κατά τας δέκα – η κόρη ήτανε άρρωστη, και δεν υπήρχον κατά συνέπειαν χρήματα για την ταβέρνα- επήγαινε προς το σπίτι του συλλογιζόμενος ότι, αν είχε αυτή κατορθώση να κερδήση τίποτε, δεν θα είχε ανάγκη να φέρη τον γιατρό της συνοικίας, ή να σκοτισθή να ρωτήσω τι είχε γιατί ώς εκεί ποτέ δεν έφθανε η σκέψι του. 

Ήτανε Δεκέμβριος καιρός υγρός. Ο άνεμος έφύσα δυνατά, διαπερών τα ρούχα, παγώνων τα μέλη: η βροχή έπεφτε με το σακκί. ‘Εζήτησε ελεημοσύνη από ένα διαβάτη όστις τού έδωκε όλίγα κερμάτια. μ’ αυτά αγοράσας ένα ψωμάκι– διότι είχε συμφέρον να μη αφήση την κόρη του να πεθάνη – ετάχυνε τα βήματά του όσο του επέτ επε ο άνεμος και η βροχή. 

Πίσω από το Φλιτστρίτ και μεταξύ του δρόμου αυτού και του Τάμεσι, είνε πολλοί δρoμίσκοι στενοί και δυσώνυμοι αποτελούντες τμήμα του διαμερίσματος του Ουάϊτφρίαρ. ‘Επήγαινε προς αυτό το μέρος. 

Ο μεγάλος δρόμος εις τον οποίον εισήλθε, υπό την εποψιν της ρυπαρότητος και της δυστυχίας ήδύνατο να συναγωνισθή με την σκοτεινοτέραν γωνίαν της παλαιάς αυτής συνοικίας, σ’ την πειο περίφημη εποχή της για τη ρυπαρά όψι της και τα εγκληματικά της τολμήματα. Τα σπήτια ακανονίστου ύψους, από δύο ώς τέσσαρα πατώματα, είχαν επάνω τους όλα τα χρώματα από την μακροχρόνιον επίδρασιν του ανέμου, της βροχής, της υγρασίας, επί σπιτιών ενοικιαζομένων κατά δωμάτια, σπιτιών παραδόξως οικοδομημένων με τα χονδροειδέστερα υλικά. Τα παράθυρα μπαλωμένα με χαρτιά και με βρωμερώτατα κουρέλια. Ή πόρτες ξεχαρβαλωμένες επί όλων των προσόψεων παλούκια παντός μεγέθους επί των οποίων έκρέμοντο ασπρόρουχα πρός στέγνωμα απλωμένα και οδυρμός από τους καυγάδες ή από τη μέθη έβγαινε από όλα τα δωμάτια. 

Ο άνθρωπος τον οποίον ακολουθήσαμε σ’ αυτό το καταγώγιον, εξηκολούθει βαδίζων σ’ το σκοτάδι πότε τρεκλών σ’ τους οχετούς, πό τε πέφτων σ’ τους σωρούς των ακαθαρσιών τους μαζεμένους από τη βροχή, μέχρις ότου τέλος έφθασε σ’ την άκρη του δρόμου προ του τε λευταίου σπιτιού. Η πόρτα ή μάλλον το κομμάτι που έμενε ακόμη ορθό ήτανε διάπλατα ανοικτό για την ευκολία των πολυαρίθμων κα τοικούντων μέσα ήρχισε λοιπόν να προσπαθή για να εύρη πέρασμα επί της χαλασμένης και κλονιζομένης κλίμακος, ν’ ανεβή πασπατευτά μέχρι της σοφίτας. 

Απείχε δύο βήματα από το δωμάτιο του, όταν η πόρτα του άνοιξε, και κορίτσι νέο, του οποίου η αχαμνια και η άθλιεστάτη όψις μόνο με το λυχνάρι που κρατούσε μπορούσε να παραβληθή, κύτταξε ανήσυχα σ’ τη σκάλα, 

– Συ είσαι πατέρα και είπε. 

– Ποιος θέλεις να ‘νε ; απήντησε αυτός με άγρια φωνή. Τι έχεις που τρέμεις ; Δεν είχα σχεδόν τίποτα για να πιώ σήμερα, γιατί τίποτα δεν πίνεται χωρίς λεπτά και λεπτά δεν βρίσκονται χωρίς δουλειά. Τι διάβολο έχεις κορίτσι ; 

– Δεν είμαι καλά, πατέρα, είπε αυτή, ξεσπώσασε λυγμούς, διόλου καλά, 

-Μπά! απήντησε ο άνθρωπος με ύφος ανθρώπου αναγκασμένου να παραδεχθή γεγονός πολύ δυσάρεστον, προ του οποίου θα ήθελε να σφαλήση τα μάτια του, αν μπορούσε. Χρέος σου ήτανε να κατορθώσης να σε καλλίτερα, γιατί έχουμε ανάγκη από χρήματα. Πήγαινε να βρής το γιατρό της συνοικίας, θα σου δώση γιατρικό. Τι διάβολο ! αυτοί οι άνθρωποι γι’ αυτό πληρώνουνται. 

Γιατί στέκεσαι μπροστά στην πόρτα ; “Αφησέ με να μπώ. 

– Πατέρα, λέει το κορίτσι με χαμηλή φωνή, σύρoυσα την πόρτα επάνω της και ισταμένη στο κεφαλόσκαλο για να του φράττη την δίοδον, ο Βίλλιαμ ξανάλθε. 

– Ποιός; ερώτησε ο άνθρωπος ανατινασσόμενος. 

– Σουτ, απήντησε αυτό, ο Βίλλιαμ, ο αδελφός μου Βίλλιαμ. 

– Και τι θέλει και λέγει ο άνθρωπος προσπαθών να κρατηθη. Χρήματα ; ψωμί ; μπίρα ; *Αν είν’ έτσι κακή ώρα διάλεξε. Δός μου το λυχνάρι – δός μου το λυχνάρι, ανόητη. Δεν θα τον πειράξω. 

Της απέσπασε απ’ τα χέρια το λυχνάρι και μπήκε στο δωμάτιο. 

Σε παληό σεντούκι απάνου, το κεφάλι μέσα ‘ς τα χέρια, τα μάτια στηλομένα σε ‘να κάρβουνο που κάπνιζε στην πυροστιά, καθότανε ένας νέος 22 χρόνων περίπου, ντυμένος με παλιογιακέτα τσόχινη, χονδρο ειδή, και πανταλόνι ξεφτυσμένο. Πετάχτηκε μόλις μπήκε ο πατέρας του, 

– Κλείδωσε την πόρτα, Μαρία, λέγει ο νέος ζωηρά. Κλείδωσε την πόρτα. Με κυττάζεις σα να μη με γνώριζες, πατέρα. Είν’ αλήθεια πώς πάει πολύς καιρός, αφ’ ότου με πέταξες όξω, για να με ξεχάσης. 

– Και τι έρχεσαι να κάμης εδώ ; ερώτησε ο πατέρας καθίζων σ’ ένα σκαμνί απ’ το άλλο μέρος της γωνιάς. Τι έρχεσαι να ζητήσης εδώ;

– Κρυψώνα ! απήντησε ο υιός. Με κυνηγάνε’ αυτό σώνει. Αν με πιάσουν, θα με κρεμάσουν, χωρίς άλλο. Και θα με πιάσουν βεβαίως, αν δεν μπορώ να μείνω ‘δώ. “Όλα πέρνουν ένα τέλος. 

– Θες να πης ότι έκλεψες, σκότωσες ; λέγει ο πατέρας. – Ναι, απήντησε ο υιός, Σου φαίνεται παράξενο, πατέρα;

Εστύλωσε καρφωτά τα μάτια του, σ’ τη ματιά του πατέρα, ο οποίος δια μιας κύτταξε χάμω. 

– Πού είναι οι αδελφοί σου ; λέγει αυτός μετά μακράν σιωπής. 

– Όπου δε θα σε στενοχωρήσουν. Ο Τζων έφυγε για την Αμερική και ο Ερίκος είναι πεθαμμένος. 

– Πεθαμένος, λέγει ο πατέρας, με τίναγμα που δεν μπόρεσε να συγκρατήση. 

– Πεθαμένος, επανέλαβε ο νέος. Πέθανε στα χέρια μου. Έσωριάστηκε από μια τουφεκιά, σα σκυλί, από φύλακα του κυνηγιού. Έκαμε ένα δύο βήματα πίσω τρεκλών, τον βοήθησα και το αίμα του έσταζε απ’ τα χέρια μου. Έτρεχε σα νερό απ’ την πληγή που του καμε ή σφαίρα σ’ το πλάγι. Λυποθυμούσε, τα μάτια του θόλωσαν, αλλά έπεσε σ’ τα γόνατα και παρεκάλεσε το Θεό, αν η μητέρα του ήτανε σ’ τον ουρανό, να ακούση τας προσευχές που θα του απηύθυνε δια την συγχώρησιν του νεωτέρου της υιού. «Ήμουν ο αγαπημένος της, Βίλλ, είπε, και είμαι ευτυχής να συλλογίζωμαι τώρα ότι, όταν απέθανε, αν και ήμουν τότε νεώτατο παιδί, η καρδιά μου πήγε να σπάση και γο νάτισα σ’ τα πόδια του κρεββατιού και ευχαριστούσα το Θεό που με καμε ν’ αγαπώ τόσο τρυφερά την πτωχή γυναίκα, που δεν της έκαμα ποτέ τίποτα ούτε της είπα για να χύση κ’ ένα δάκρυ μόνο. “Ω! Βίλλ! γιατί μας την επήραν και δεν μας έμεινε παρά ο πατέρας μας; » Να τα τελευταία του λόγια όταν πέθαινε, είπε ο νέος. Τον είχες μπατσίσει σ’ τη μανία της μέθης σου, το πρωί που φύγαμε, και να το αποτέλε σμα. Η κόρη εστέναζε κλαίουσα πικρά. Ο πατέρας, αφήνων το κε φάλι του να πέση σ’ τα γόνατά του, έκουνιότανε άφωνος. 

– Αν με πιάσουν, λέγει ο νέος, θα με πάνε σ’ την επαρχία, και θα με κρεμάσουν για το φόνο αυτού του ανθρώπου. Εδώ δεν μπορούν να με βρούν αν δεν βοηθήσης την αστυνομία, πατέρα. Ξέρω ότι μπορείς να με παραδώσης σ’ τη δικαιοσύνη, αλλ’ αν δεν το κάμης, μπορώ να κρυφθώ εδώ μέχρις ότου βρώ την ευκαιρία να γλυτώσω. 

Τρεις ημέρες έμειναν και οι τρεις σ’ τη στενή και βρώμικη σοφίτα χωρίς να ξεμυτήσουν. Το τρίτο όμως βράδυ, η κόρη εχειροτέρευσε και τα λίγα τρόφιμα που είχαν μείνει φαγώθηκαν. Τότε ήτο απόλυτος ανάγκη να βγη ένας, για να εύρη άλλα, και επειδή η κόρη ήτανε πολύ αδύνατη και πολύ άρρωστη, ανέλαβε ο πατέρας την εκδρομή με το σούρπωμα. 

Του έδωκαν γιατρικά για την κόρη του και λίγα λιανά δήθεν χρη ματικής βοήθειαν. Γυρίζων εκέρδισε και 6 πένες κρατών ένα άλογο, και ξαναπήγε σ’ το σπίτι με αρκετά χρήματα ώστε να αρκέσουν εις τα πειο επείγοντα για δυο τρεις ημέρες. Πέρασε έμπρός απ’ την ταβέρνα. Σταμάτησε μια στιγμή, προσπέρασε, ξαναγύρισε, στάθηκε ακόμη και τέλος μπήκε. Δυο άνθρωποι που δεν πρόσεξε φύλαγαν καρτέρι. Ησαν έτοιμοι να παραιτήσουν τις αναζητήσεις των όταν ο τρόπος του προσ είλκυσε την προσοχήν των, και όταν τον είδαν να μπαίνη σ’ την τα βέρνα τον ακολούθησαν. 

– Θα τσουγκρίσης μαζί μου, λέγει ο ένας εκ των δύο, προσφέρων ένα ποτηράκι ρακί. 

– Και μαζί μου, λέγει ο άλλος, γεμίζων το ποτήρι μόλις άδιασε. 

Ο άνθρωπος συλλογίστηκε τα παιδιά του που πεινούσαν και το παιδί του που διέτρεχε κίνδυνον, αλλά και μέθυσος δε σκοτιζότανε ούτε για το ένα ούτε για το άλλο. “Έπιε και μετ’ ολίγον δεν ήτο κύριος του λογικού του. 

– Να μια βραδειά πολύ υγρή, του λέγει ο ένας από τους ανθρώπους σ’ το αυτί, καθώς γύριζε για να φύγη, αφ’ ου ξόδευσε για να πιω τα μισά χρήματα, που μπορούσαν ίσως να μακρύνουν λίγες μέρες ακόμη τη ζωή της κόρης του. 

– Αλήθεια νυχτιά καλή για κείνους που’χουν ανάγκη να κρυφθούν, Βάρδεν, λέγει ο άλλος με επίσης χαμηλή φωνή.

– Κάθησε κεϊ, λέγει εκείνος που μίλησε πρώτος σπρώχνων αυτών σε μια γωνιά: ζητούσαμε τον νέον, ηθέλαμε να του πούμε ότι δεν έχει να φοβάται τίποτα και δεν μπορέσαμε να τον βρούμε, γιατί δεν ξέραμε ακριβώς πού. Αλλά δε μας φαίνεται παράξενο, γιατί δεν πιστεύω να ‘χε την ιδέα νά ‘λθη σ’ αυτά εδώ τα μέρη φθάνων σ’ την Λόντρα. 

– Όχι, δεν είχε τέτοια ιδέα, απήντησε ο πατέρας. Οι δύο άνθρωποι αντήλλαξαν βλέμμα συνεννοήσεως. 

– Είνε ένα πλοίο σ’ τον λιμένα που θα σηκώση την άγκυρά του τα μεσάνοιχτα με την παλίρροια, επανέλαβε ο πρώτος εκ των συνομιλούν των, και θα τον βάλουμε μέσα σ’ αυτό το πλοίο. Τον εγράψαμε με άλλο όνομα και το καλλίτερο απ’ όλα επληρώσαμε το ναύλο του. “Έ χεις τύχη που σε συναντήσαμε. 

– Βέβαια, λέγει ο δεύτερος. 

– Τύχη απαγχονισμένου, λέγει ο πρώτος κάμνων σημείον εις τον δεύτερον.

–Απαγχονισμένου, απήντησε ο δεύτερος με ειρωνικόν μειδίαμα, – ‘Ακόμη ένα ποτηράκι, λέγει ο πρώτος. 

Σε πέντε λεπτά κατόπιν ο πατέρας είχε παραδώσει το παιδί του εις τα χέρια του δημίου. 

Αργά πολύ αργά περνούσε η ώρα σ’ την αθλία σοφίτα. Ο αδελφός και η αδελφή, περίμεναν, άκουαν, σε αγωνία, βάζοντας τ’ αυτί σ’ το μικρότερο κρότο. Τέλος άκουσαν βάδισμα βαρύ σ’ τη σκάλα. Επλησί αζε, έφθασε σ’ το κεφαλόσκαλο και ο πατέρας μπήκε τρεκλών σ’ το δωμάτιο. 

Η κόρη είδε πώς ήταν μεθυσμένος και προχώρησε με το λυχνάρι στο χέρι, προς αυτόν. Αλλ’ έσταμάτησε άξαφνα, έβγαλε μια φωνή κ’ έπεσε ξερή σ’ το πάτωμα. Είχε δει τη σκιά ενός άλλου ανθρώπου απ’ όξω και έπειτα ενός δευτέρου. Κ’ οι δυο μαζύ χύθηκαν σ’ τη σοφίτα μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο ο νέος ήτανε δεμένος. 

– Γλήγορα τα καταφέραμε, λέγει ο ένας εκ των ανθρώπων σ’ το σύντροφό του, χάρις σ’ το γέρω μεθύστακα. ‘Ανασήκωσε το κορίτσι, Τώμ. “Έλα, έλα παιδί μου, τα κλάμματα δεν ωφελούν. Είνε δουλειά τελειωμένη, μή την συλλογίζεσαι πειά. 

Ο νέος έσκυψε σ’ την αδελφή του, έπειτα η ματιά του στηλώθηκε αναμένη, θηριώδης, σ’ τον πατέρα του, ο οποίος κολλημένος σ’ τον τοίχο κύτταγε το θέαμα με την ηλιθιότητα της μέθης. 

– Ακουσέ με πατέρα, λέγει ο νέος με φωνή που έκαμε τον μέθυ σον ν’ ανατριχιάση, το αίμα μου και το αίμα του αδελφού μου θα ξεσπάσουν σ’ το κεφάλι σου. Ποτέ δε με κύτταξες με φιλικό τρόπο, ποτέ δε μου είπες γλυκό λόγο, και σ’ αυτή τη ζωή και την άλλη δεν θα σε συγχωρήσω ποτέ. Πέθανε όταν και όπως θέλης, θα με βρής κοντά σου. Σου μιλώ σαν πεθαμμένος, και σου προλέγω, πατέρα μου, ότι την ημέρα που θα παρουσιασθής μπροστά στον πλάστη σου, τα δυό σου παιδιά θα ‘νε εκεί, πιασμένα από το χέρι για να σε κατηγορήσουν μπροστά του. 

Σήκωσε τα δεμένα χέρια του με κίνημα απειλής, εστήλωσε τα μάτια του σ’ τον μέθυσο και έφυγε σιγά σιγά απ’ τη σοφίτα. 

Όταν το φως της ημέρας, αόριστον και ομιχλώδες, διεπέρασε τον στενό δρόμο και βρήκε πέρασμα μέσα απ’ το καταλερωμένο γιαλί της σοφίτας, ο Βάρδεν ξύπνησε από το βαρύ του ύπνο και βρέθηκε μόνος. Σηκώθηκε, κύτταξε γύρω του το παληόστρωμα που βούλωνε το σπα σμένο τζάμι ήτανε απείρακτο, όλα ήτανε στη θέση τους καθώς πρώτα και τίποτα δεν έδειχνε πώς άλλος απ’ αυτόν είχε μείνει στο δωμάτιον την νύκτα. Ερώτησε τους γείτονας: αλλά κανείς δεν είχε δει την κόρη του, ούτε άκουσε να μιλούν γι’ αυτήν. Έγύρισε στους δρόμους, εκκύταζε ψαχτά όλα τα πρόσωπα που περνούσαν πλήθος γύρω του. Αν αι αναζητήσεις του ήσαν ανωφελείς και γύρισε σ’ την τρώγλη του το βράδυ, απελπισμένος και κουρασμένος. 

Από κείνη την ημέρα έζησε διακονεύων. Κάθε πεντάρα που ξεκολλούς από την ελεημοσύνη και την ευπιστία εκείνων που παρακαλούσε, έξω δεύετο κατά τον ίδιο τρόπο καθώς και πρίν. Πέρασε ένας χρόνος έτσι. Η φυλακή μόνη θα μπορούσε να τον σκεπάση για μερικούς μήνας. E κοιμότανε από κάτου απ’ τα γεφύρια, σ’ τους φούρνους που μένουν τα τούβλα, παντού όπου μπορούσε να βρή όλίγη ζέστα, ένα καταφύγιο απ’ τη βροχή και το κρύο. Αλλά και σ’ αυτή την ακροτάτη αθλιότητα, μολονότι άρρωστος και πλάνης, έμεινε μέθυσος. 

Τέλος μια νύχτα, σωρειάστηκε σ’ το κατώφλι της πόρτας και λιπο θύμησε. Το πάθος και η άσωτεία τον εξήντλησαν ώς το κόκαλο. Τα μάγουλά του γουβωμένα και πράσινα, τα μάτια του χωμένα, ή ματιά του θολή. Τα γόνατά του κούφια λύγιζαν από το βάρος του κορμιού του, και παγερό ανατρίχιασμα έτρεχε σ’ όλα του τα μέλη. 

Σηκώθηκε, έσυρε το αδυνατισμένο του κορμι λίγο παρα πέρα. Ο δρόμος σωπούσε έρημος. Οι σπάνιοι διαβάται που περνούσαν στην πε ρασμένη αυτή ώρα έχάνοντο διά μιάς και η τρεμουλιαστή φωνή του σύστηκε μέσα σ’ τον κρότο των αργοπορημένων αμαξών. Το ίδιο ανα τρίχιασμα εκλόνησε τα μέλη του και του φάνηκε ότι το αίμα του στε κότανε σ’ της φλέβες του. ‘Έχώθηκε σε γωνιά πόρτας, μαζεύτηκε, και προσπάθησε να κοιμηθή. 

Αξαφνα πετάχτηκε, κυριευμένος από φρικτό τρόμο. “Ακουσε τη δική του τη φωνή σ’ το σκοτάδι, χωρίς να ξέρω γιατί, και πως είχε φωνάξει. “Ένα μούγκρισμα βαθύ βγήκε από μέσα του, αι αισθήσεις του νεκρώθηκαν, ασυνάρτητα λόγια ξέφυγαν από τα χείλια του χωρίς να θέλη, τα νύχια του εμπύχτηκαν στα κρέατά του και τα ξέσχισαν. 

Τον έπιανε η τρέλλα! 

Φώναξε ζητώντας βοήθεια ! “Έπειτα η φωνή του σβύστηκε σ’ το στηθός του, 

Σήκωσε το κεφάλι του και η ματιά του ακολούθησε το μακρύ απαίσιο δρόμο. Θημήθηκε ότι κι’ άλλοι παραπεταμένοι, και ξεγραμμένοι απ’ τη ζωή σαν κ’ αυτόν, καταδικασμένοι να πλανώνται νύχτα-μέρα σ’ τους μαύρους αυτούς δρόμους, έχασαν το μυαλό τους από το βάρος της ε ρημιάς των, Θημήθηκε ότι είχε ακούσει να λένε, πολλά χρόνια πριν, ότι ένας άθλιος πλανόβιος είχε βρεθή, σ’ ένα αγκωνάρι δρόμου τροχίζων σκουριασμένο μαχαίρι που ήθελε να μπήξη σ’ την καρδιά του, προτιμών το θάνατο απ’ αυτή την αιωνία οδοιπορία χωρίς ελπίδα. Διά μιάς, πήρε την απόφασι, και τα μέλη του ξαναβρήκαν νέα ελαστικότητα: αφήκε τρέχων το μέρος όπου ήτο και δεν σταμάτησε παρ’ όταν ευρέθηκε σ’ τα χείλα του Τάμεση. 

Κατέβηκε τη σκάλα που πάει από το πλάι της γεφύρας του Βατερλώ έως την επιφάνεια του νερού. Κρύφθηκε σε μια γωνιά, και βάσταξε την αναπνοή του όταν πέρασε η περίπολος. 

Ποτέ καρδια φυλακισμένου που πρόκειται να δραπετεύση δεν τινάχτηκε τόσο τη στιγμή της ελευθερίας και της ελπίδος της επανόδου σ’ τη ζωή, όσο ανατρίχιαζε από χαρά ο άνθρωπος αυτός σ’ την ελπίδα του θανάτου. Η περίπολος πέρασε κοντά του, αλλά χωρίς να τον δή. Περίμενε να απομακρυνθη και να μην ακούγουνται πεια οι κροτοι των βημάτων. “Έπειτα κατέβηκε προσεκτικός κ’ ευρέθηκε από κάτου απ’ το τόξον του γεφυριού, μπροστά σ’ το ποτάμι. Το νερό ήτανε χαμηλό και έτρεχε σ’ τα πόδια του. Η βροχή είχε σταθή ο αέρας είχε πέσει, και όλα κείνη τη στιγμή ήτανε βουτημένα σε ακίνητη σιω πή, τόσο ακίνητη ώστε ο μικρότερος κρότος σ’ το αντικρυνό χειλοπόταμο, κι αυτός ακόμη και παφλασμός του νερού σ’ της δεμένες βάρκες, κτυπούσε καθαρά σ’ τα αυτιά του Βάρδεν. 

Το ποτάμι κυλούσε με τεμπελιά τα οκνά του κύματα. Σχήματα παράδοξα και φανταστικά εφύτρωναν στην επιφάνειά του κ’ έκαναν νό ημα στον άνθρωπο να πλησιάση. Μάτια μαύρα λαμπερά τον κύτταξαν και εφαίνοντο ότι γελούσαν με τον δισταγμό του, ενώ κρυφές φωνές τον έσπρωχναν από πίσω να προχωρήση. Πισωπόδησε λίγα βήματα πήρε φόρα και βούτηξε στον Τάμεσι. 

Πέντε μόλις δευτερόλεπτα είχαν περάσει όταν ξανανέβηκε στην επιφάνεια. Αλλά και τόσο λίγον καιρό τι αλλαγή είχε γείνει στις σκέψεις του και σ’ τα αισθήματά του ! Τη ζωή ! Τη ζωή όπως κ’ αν είναι ! Τη φτώχεια, τη δυστυχία, την πείνα, όλα εκτός του θανάτου ! “Αγωνίστηκε εναντίον του νερού που μαζευότανε απάνου σ’ το κεφάλι του, έβγαλε φωνές φρίκης και αγωνίας. Η κατάρα του παιδιού του αντήχησε σ’ τα αυτιά του. Το χείλος του ποταμιού ήτανε κοντά δυό οργυιές μόλις μακρυά απ’ τη σκάλα, σχεδόν άγγιζε το τελευταίο σκα λούνι. 

Επάλαισε ακόμη. “Ήτανε η υψίστη πάλη για τη ζωή. Μια στιγμή, μια μικρή στιγμή είδε καθαρά τα σπίτια κοντά σ’ τον ποταμό, τα φώτα απάνου σ’ τη γέφυρα, τα σύννεφα σ’ τον ουρανό διωκόμενα από τον αέρα. “Έπειτα βούλιαξε και ξανανέβηκε. Τότε όλαι αι αναμνήσεις της χαμένης ζωής του ξαναγέμισαν το μυαλό του. Συλλογίστηκε τον καιρό που είχε οικογένεια, ευτυχής και χαρούμενος. Συλλογίστηκε την πτωχή του γυναίκα που πέθανε απ’ τη δυστυχία και τη λύπη, το παιδί του που σκότωσε ο φύλακας του κυνηγιού, το χαμένο του κορίτσι, και είδε καρφωμένα απάνου του τα ακίνητα μάτια του κρεμασμένου Βίλλιαμ Του φάνηκε ότι πλατειές δέσμες φωτειάς ανέβαιναν από τη γη σ’ τον ουρανό και έτρεμαν μπροστά σ’ τα μάτια του, ενώ τα νερά βροντούσαν σ’ τα αυτιά του και συνεκλόνουν το μυαλό του με τα λυσ σώδη των μουγκρίσματα. 

Περί το τέλος της εβδομάδος, το κορμί του Βάρδεν ευρέθη μερικά μίλια μακρυά από την γέφυρας του Βατερλώ βγαλμένο σ’ την όχθη. Δεν ήτο πειά παρά άμορφος και φριχωδώς φουσκωμένος όγκος. Κανείς δεν ανεγνώρισε τον πνιγμένον, κανείς δεν τον λυπήθηκε ! Τον έχωσαν σένα λάκκο όπου προ πολλού έγεινε σκόνη. 

ΛΩΤΟΣ

β. Edgar Poe, «Τὸ κοράκι» (Ὡς Λωτός· «Νέον Πνεῦμα», ἔτος Β’, τόμ. 2, 1894, σελ. 116-119)

(Δημοσιεύουμε παρακάτω μετάφραση. τοῦ «Κορακιοῦ» τοῦ 1 Πόε, ἀπό τὸν Γιειρικλή Γιαννόπουλο, ποὺ αὐτὸς πρῶτος τὸ μετὰφρασε στὰ ἑλληνικά. Τὸ πρῶτο δημοσίεψε στὸ περιοδικὸ “Νέον  Πνεῦμα», τοῦ Ι. Δραγούμη, μέ τὸ ψευδώνυμο Λωτός). 

Μιὰ φορά, πού σὲ φρικτὰ μεσάνυχτα, καταβάρενα τὸ κεφάλι μοῦ, ἀδύνατος καὶ κουρασμένος, σὲ κάποιο βιβλίο περίεργο ξεχασμένης σοφίας – κι’ ἤμουνα αποκαρωμένος, σχεδὸν μισοκοιμισμένος, ἄξαφνα ἦρθε ἕνας χτύπος ποὺ νὰ κροῦσε σιγαλὰ – νὰ ᾽κρουσε στὴ θύρα τοῦ δωματίου μοῦ – αὐτὸ μόνο καὶ τίποτε πλέον. . 

῎Α! καθαρὰ θυμᾶμαι ὅτι ἤτανε τὸν παγερὸ Δεκέμβριο. Καὶ κάθε δαυλὶ πεθαίνοντας χώρια, έφκιανε τὸν ἴσκιο τοῦ χάμου. “Ὁλόψυχα ἐπιθυμοῦσα τὸ αὔριο – τοῦ κάκου εἶχα ζητήσει στὰ βιβλία μοῦ νὰ πάρω ἀνάσα απ᾽ τὸν καϋμό – καϋμό γιά τὴ χαμένη Λενώρα – γιά τὴν ἀτίμητη καὶ λαμπερὴ κόρη, ποὺ οἱ ἄγγελοι λένε Λενώρα! — Λενώρα! ὄνομα σβυσμένο ἐδῶ κάτου γιὰ πάντα πλέον. 

Καί τὸ μεταξένιο καὶ λυπητερὸ ἀβέβαιο φρουφρού σὲ κάθε πορφυρωτή κουρτίνα μὲ διαπερνοῦσε – μὲ γέμιζε φανταστικοὺς τρόμους ποὺ δὲν εἶχα αἰσθανθεῖ ἀκόμη τόσο, ποὺ γιὰ νὰ σταματήσω τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς μοῦ, στεκόμουνα λέγοντας: «Εἶναι κάποιος ἐπισκέπτης στὴ θύρα τοῦ δωματίου μοῦ, ποὺ παρακαλεῖ νὰ ‘μπει – κάποιος βραδιασμένος ἐπισκέπτης στὴ θύρα τοῦ δωματίου μοῦ ποὺ παρακαλεῖ νὰ ‘μπει αὐτὸ μόνο καὶ τίποτε πλέον».. 

Σὲ λίγο ἡ ψυχή μοῦ δυνάμωσε καὶ χωρὶς κανένα πειά δισταγμὸ: «Κύριε, λέω, ἢ κυρία, τσ’ ἀλήθεια ζητάω τὴ συγχώρησι σᾶς ἀλλά τὸ βέβαιο εἶναι πώς, κοιμόμουνα, καὶ τόσο σιγὰ ἤρθατε κ’ ἐκρούσατε — τόσο ἁπαλὰ ἤρθατε κ’ ἐκρούσατε στὴ θύρα τοῦ δωματίου μοῦ, ποὺ μόλις ἤμουνα βέβαιος πώς σᾶς ἄκουσα». * Ἐδῶ, ἄνοιξα διάπλατα τὴ θύρα. Σκοτάδια ἐκεῖ καὶ τίποτα πλέον.

Βαθεῖα μέσα στὸ σκοτάδι κυττάζων, στάθηκα ὥρα πολλή, ἀμφιβάλλων, φοβούμενος, ὀνειρευόμενος ὀνείρατα ποὺ κανεὶς θνητὸς δὲν ξεθαρεύτηκε νὰ ὀνειρευθεῖ ἀκόμη. Ἀλλ’ ἡ σιωπὴ δὲν ταράχθηκε διόλου, τὸ σκοτάδι δὲ σείσθηκε. Καὶ ἡ μόνη λέξη ποὺ εἰπώθηκε ἐκεῖ, ἤτανε ἡ κρυφομιλημμένη λέξη «Λενώρα!» τὴν ἔλεγα μὲ σα μοῦ – καὶ ὁ ἀντίλαλος κρυφολάλησε τὴ λέξη «Λενώρα!» μονάχα αὐτὸ καὶ τίποτα πλέον. Ξαναμπαίνοντας στὸ δωμάτιο, μέ τὴν ψυχή μοῦ ὅλη φωτιά, ἄκουσα σὲ λίγο ἕνα χτύπημα, σὰν πιὸ δυνατότερο ἀπὸ πρῶτα. «Βέβαια, λέω, βέβαια κάτι εἶναι στὶς γρύλιες τοῦ παραθύρου μοῦ. “Ἂς δοῦμε λοιπόν τί εἶν’ ἐκεῖ, ἂς ξεδιαλύνουμε αὐτό τὸ μυστήριο – ἡ καρδιά μοῦ ἂς γαληνέψει μιὰ στιγμὴ κι’ ἂς ξεδιαλύνει τὸ μυστήριο αὐτό. Εἶναι ἀέρας καὶ τίποτα πλέον»

Τσ’ ἀνοιχτὰ ἔσπρωξα τὸ παραθυρόφυλλο, ὅταν, σί στά, καὶ παίζοντας τὰ φτερά τοῦ, μπῆκε μέσα μέγα λόπρεπο κοράκι, τῶν ἁγίων παμπαλαίων ἡμερῶν. Δὲν ἔκαμε τὸ μικρότερο χαιρέτημα, δὲν έσταμάτησε, δὲν ἐδίστασε μιὰ στιγμὴ ἀλλά μὲ ὕφος λόρδου ἢ λαίδης, κάθησε ἀπάνου ἀπό τὴ θύρα τοῦ δωματίου μοῦ – κά θησε ἀπάνου σὲ μιὰ προτομή τῆς Γιαλλάδος, ίσα-ίσα ἀπάνου ἀπό τὴ θύρα τοῦ δωματίου μοῦ — κάθησε, ἡ σύχασε, ἔμεινε, καὶ τίποτα πλέον. 

Τότε σ’ αὐτό τὸ ἀπὸ ἔβενο πουλὶ ποὺ ξεγέλασε τὴ λυπημένη μοῦ φαντασία σὲ χαμόγελο,με τὸ βαρὺ καὶ σοβαρὸ τρόπο ποὺ εἶχε στὴ στάση τοῦ: «” Ἂν καί τὸ λυρί σοῦ εἶναι μαδημένο, ξεριζωμένο, ὄχι ! λέω, δὲ φαίνεσαι βέβαια φοβιτσάρικο, φανταστικό, ἀπαίσιο καὶ παμπάλαιο κοράκι ποὺ πλανᾶσαι μακρυά ἀπ’ τ’ ἀκρογιάλι τῆς Νύχτας – ‘πε μοῦ ποιὸ εἶναι τὸ δεσποτικό σοῦ ὄνομα στὸ πλατωνικὸ ἀκρογιάλι τῆς Νύχτας». Τὸ Κοράκι λέει: «Ποτὲ πλέον». 

Πολὺ θαύμαζα ν’ ἀκούω τὸ ἄχαρο αὐτὸ πετούμενο νὰ ἐκφράζεται τόσο καθαρά, ἂν καὶ ἡ ἀπόκριση τοῦ δὲν εἶχε πολὺ νόημα γιατὶ κανεὶς δὲ θ’ ἀρνηθεῖ πτι πο τε σὲ ζωντανὸ ἄνθρωπο δὲν ἔτυχε νὰ δεῖ ἕνα πουλὶ ἀπὸ πάνου ἀπό τὴ θύρα τοῦ δωματίου τοῦ – ἕνα πουλὶ ἢ κάθε ἄλλο ζῶον ἀπάνου στὴ σκαλισμένη προτομή, ἀπὸ πάνου ἀπό τὴ θύρα τοῦ δωματίου τοῦ – μὲ τόνομα τέτοιο σάν τὸ: «Ποτὲ πλέον». . 

Ἀλλά τὸ Κοράκι καθισμένο μονάχο στὴν ἀτάραχη. προτομὴ ἀπάνου, μίλησε τὴ μονάκριβη λέξη, σάν μὲ μόνη αὐτή τὴ λέξη νάχυνε τὴν ψυχή μοῦ, Ἐγὼ λοιπὸν δὲν ἐπρόφερα τίποτα περισσότερο. Αὐτὸ δὲν εκούνησε ἕνα τοῦ φτερό, – ὡς τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν ἔκαμα τίποτα περισσότερο ἀπό τὸ νὰ πῶ μέσα μοῦ: «κ᾽άλλοι ὡς τώρα φίλοι πῆραν τὸ φύσημα τοὺς – αὔριο θὰ μ’ ἀφήσει κι’ αὐτὸ σάν τὶς ἐλπίδες μοῦ ποὺ φτερούγισαν ἀπὸ τώρα». Τότε τὸ πουλὶ λέει: «Ποτὲ πλέον». 

Ανατριχιάζων στὸ τάραγμα τῆς ἠρεμίας ἀπὸ μιὰ τόσο σωστὴ ἀπόκριση: «Χωρὶς ἄλλο, λέω, αὐτὸ ποὺ προφέρει εἶναι ὅλα τοῦ τὸ βάθος καὶ ἡ σοφία, παριμένα ἀπὸ κάποιον δυστυχισμένο κύριο τοῦ πού τὸ ἄσπλαχνο κακὸ κυνηγοῦσε ἀπὸ κοντά, κι’ ἀπὸ πολὺ κοντὰ κυνηγοῦσε ὅσο πού τὰ τραγούδια τοῦ χωροῦσαν μιὰ ελαιμό ναχη ἐπωδὴ ὅσο πού τὰ νεκρικὰ τραγούδια τῆς ελπί δάς τοῦ χωροῦσαν τὴ μελαγχολικὴ ἐπωδὴ: «Ποτέ-ποτε πλέον». 

Ἀφοῦ τὸ Κοράκι ξαναγέλασε πάλι ὅλη τὴ λυπημένη μοῦ ψυχή στὸ χαμόγελο, κύλησα διὰ μιᾶς πολυθρόνα μὲ προσκέφαλα μπροστά στὸ πουλὶ καί στὴν πρὸ τομὴ καί στὴ θύρα’ καὶ βουλιάζων στὸ βελοῦδο, ἄρχισα νὰ συνδέω σκέψη μὲ σκέψη, συλλογιζόμενος σ’ αὐτὸ πού τὸ μαντικὸ πουλί τοῦ παληοῦ καιροῦ – σ’ αὐτὸ πού τὸ σκοτεινό, ἄχαρο, ἀπαίσιο, λιγνὸ μαντικὸ πουλί τοῦ παλαιοῦ καιροῦ, ἐσήμαινε κρώζοντας: «Ποτὲ πλέον». 

Γι’ αὐτὸ κάθησα μέ τὸ σκοπὸ νά τὸ σκεφθῶ, ἀλλὰ χωρὶς νὰ τῷ οὔτε ἕνα λόγο στὸ πουλί, πού τὸ ἀναμμένα τοῦ μάτια ἔκαιγαν τώρα στὸ βάθος τοῦ στήθους μοῦ» γι’ αὐτὸ κι’ ἀκόμη κάθησα γιὰ νά τὸ μαντεύσω μέ τὸ κεφάλι ἀκουμπισμένο καλά στὸ χνούδι τῶν βελουδένιων 

εφάλων ποὺ κατέτρωγε τὸ φῶς τῆς λάμπας, μενεξεδένιο χνούδι τῶν βελούδων ποὺ ἐκείνη δὲν θὰ ζαρώσει πλέον, ἄχ! ποτὲ πλέον, 

Ὁ ἀέρας μοῦ φάνηκε πὼς ἔγινε τότε βαρύτερος, μὲ μυρουδιὰ ἀπὸ θυμιατήρι ἀόρατο ποὺ κουνοῦσε ἕνα Σεραφείμ, Θυμιατήρι ποὺ ἡ ἄκρη τοῦ στὸ κατέβασμα κουδούνιζε χάμου στὸ ταπέτο. «”Ἄθλιε, φώναξα, καὶ Θεός σοῦ σοῦ χάρισε – σοῦ ”στειλε μέ τοὺς ἀγγέλους πού τὴν ἀνάπαυση καί τῆς αλησμονιάς τὸ πιοτό στὴ μνήμη σοῦ γιά τὴ Λενώρα! Πιέ! ὦ! ‘πιε τὸ καλὸ αὐτὸ πιοτὸ καὶ ξέχασε τὴ χαμένη Λενώρα!» Τὸ κοράκι λέει: «Ποτὲ πλέον!». 

«Προφήτη, λέω, πλάσμα κακοῦ! προφήτη, ‘ναι, πουλὶ ἢ δαιμόνιο! ἂν σ᾽ ἔστειλε ὁ Πειρασμὸς ἢ σ᾽ ἔριξε ἡ ἀνεμοζάλη σ’ αὐτά τὰ μέρη, ἀφανισμένο ἀλλ᾽ ἀκόμη ἀχαλίνωτο, σ᾽ αὐτή τὴν ἔρημη γῆ τὴ μαγεμένη – σ’ αὐτό τὸ σπίτι ποὺ συχνάζει ἡ φρίκη: ‘πε μοῦ τὴν ἀλήθεια, σὲ ἱκετεύω! Βρίσκεται βάλσαμο στὴν Ἰουδαία, ‘πε μοῦ σὲ ἱκετεύω». Τὸ κοράκι λέει: «Ποτὲ πλέον»

«Προφήτη, λέω, πλάσμα κακοῦ, προφήτη, ‘ναι, πουλὶ ἢ δαιμόνιο! Μά τοὺς ἁπλωμένους ἀπάνου μᾶς οὐρανοὺς — καί τὸ Θεὸ ποὺ λατρεύουμε, κ’ οἱ δυό μᾶς – ‘πες σ’ αὐτή τὴν ψυχή τὴ φορτωμένη λύπη, ἄν στὴ μακρινὴ Ἐδέμ, εἶναι γραφτὸ ν’ ἀγκαλιάσει μιὰ κόρη ἁγιασμένη ποὺ οἱ ἄγγελοι λένε Λενώρα – ν’ ἀγκαλιάσει μιὰ σπάνια καὶ λαμπερὴ κόρη ποὺ οἱ ἄγγελοι λένε Λενώρα». Τὸ κοράκι λέει : «Ποτὲ πλέον!». 

Ἡ λέξη αὐτὴ ἂς εἶναι τὸ σημεῖο τοῦ χωρισμοῦ μᾶς, πουλὶ ἢ δαιμόνιο», ξεφώνησα σηκωμένος, «Πίσω στὴν ἀνεμοζάλη καί στὸ πλατωνικὸ ἀκρογιάλι τῆς Νύχτας ! Μὴν ἀφήσεις ἐδῶ οὒτ’ ἕνα μαῦρο πούπουλο γιὰ δεῖγμα τῆς ψευτιᾶς ποὺ πρόφερε ἡ ψυχή σοῦ. “Ἄφησε ἀβίαστη τὴ μοναξιά μοῦ φεύγα ἀπ’ τὴν προτομή, ἀπὸ πάνου ἀπό τὴν θύρα μοῦ. Τράβα τὸ ράμφος σοῦ ἀπ’ τὴν καρδιά μοῦ καὶ ρίξε τὴ μορφή σοῦ μακρυά ἀπ’ τὴ θύρα μοῦ!». Τὸ Κοράκι λέει: «Ποτὲ πλέον!». 

Καί τὸ Κοράκι, χωρὶς νὰ φτερουγίσει, κάθεται ἀκόμη, – κάθεται ἀκόμη στὴ χλωμή, προτομὴ ἀπάνου τῆς Παλλάδος, ίσα-ίσα ἀπὸ πάνου ἀπό τὴ θύρα τοῦ δωματίου μοῦ, καί τὰ μάτια τοῦ ἔχουν ὅλη τὴν ὁμοιότητα ματιῶν δαιμονίου ποὺ ονειρεύει ται καί τὸ φῶς τῆς λάμπας περιχυμένο ἀπάνου τοῦ, ρίχνει τὸν ἴσκιο τοῦ στὴ γῆ. Κι’ ἡ ψυχή μοῦ, ἀπ’ αὐτόν τὸν ἴσκιο ποὺ κυματίζει στὴ γῆ, δὲ Θ’ ἀνασηκωθεῖ – ποτὲ πλέον! 

ΛΩΤΟΣ 

γ. «Κοιμήθηκαν» (κατὰ τὸν Mirbeau) (Ὡς Λωτός· «Νέον Πνεῦμα», ἔτος Β’, τόμ. 2, 1894, σελ. 404-405)

Ἤτανε πρωτοχρονιὰ, καὶ τὸ χιόνι εἶχε στήσει τοὺς ζαχαρένιους του πυργίσκους, σὲ παχύ μπαμπακωτὸ ποῦ σκέπαζε ἔσβηνε τὴ ζωή. Σὰ νὰ ᾽χε πνίξῃ τὴν ἀναπνοὴ τῆς γῆς, τέτοια βασίλευε ἡσυχία. Ἡ γῆ, σὰν Εὔα ἔδειχνε τὸ θεόγυμνο κορμὶ της κρυσταλλόστηθη. Φοβισμένη δεχότανε τὰ παγωμένα φιλήματα τοῦ βοριᾶ φρίσσοντας. Τὰ δέντρα, μὲ λύπη ἔβλεπαν τὸ στέμμα ποῦ τὰ στόλιζε θρύμματα στὰ πόδια τους, καὶ τὰ κλωνάρια στριμμένα ἀπ᾽ τὸ κρύο κοκκάλιαζαν. Σ᾽τους βρεμμένους μαύρους κορμοὺς, τὰ μανιτάρια ἄνθιζαν καταπράσινες σαπίλες, κι ὁ οὐρανὸς πεσμένος χαμηλὰ, μὲ τὸ βαθὺ του μαῦρο χρῶμα, ἔχυνε μιὰ πάχνη ποῦ ᾽ταν σαν καπνὸς ἀπάνου σὲ καμμένα ἐρείπια.

Σιγοβραδιάζει… Πέφτει ἡ πάχνη, ἡ νύχτα, ἡ νέκρα. Τώρα μόνον ὁ μαῦρος θόλος κουνιέται, σχίζεται, καὶ πολύμορφες σκιὲς, σὰ φαντάσματα, μὲ τὴν πνοὴ τοῦ βοριᾶ ποῦ φυσάει παγερός, ξεκινάνε… μεγαλόνουν, μικραίνουν, καββαλικεύουν τό ᾽να πάνου στ᾽ἄλλο, καὶ φεύγουνε γοργὰ γοργὰ, ἀνεμοσώρευτα.

………….

Ὁλάκερο τὸ φεγγάρι φάνηκε, σὰ νὰ γελάῃ ἀπὸ χαρὰ, θαρρῶντας τὴ γῆ πεθαμμένη, σὰν κι᾽ αὐτὸ σ᾽τὸ κάτασπρο σάβανο τυλιγμένη. Μιὰ λεπτὴ πνοῆ θανάτου, κρυσταλλιάζει τὰ ψηλότερα χορταράκια καὶ σ᾽τὴν κρύα ἐρημιὰ ἕνα δενδράκι, κρύβει, μέσα του βαθειὰ, τὴ ζωὴ του… Σὲ τέτοια ὥρα, μὲ τέτοιο φῶς, δύο παιδάκια ξυπόλυτα τῆς γδύμνιας καὶ τῆς πεῖνας ἀδελφοποιτοὶ, ταξειδεύουν θεομόναχα.

Μικρὰ μικρὰ ἀγριολούλουδα, ποῦ χτυπάει ὁ ἥλιος καὶ δέρνει ἡ βροχὴ καὶ ξεραίνει τὸ κρύο, λυγνὰ λυγνὰ, μὲ κακοραμμένα κουρέλια ποῦ σκεπάζουν ξεπαγιασμένο κορμὶ, μὲ τὰ κατάμαυρα χεράκια τους καὶ τὰ γυμνά τους πόδια, ἔχουν τῆς φτώχιας τὴ χάρι σ᾽τὸ συμπαθητικό τους πρόσωπο, καὶ τῆς ὀρφάνιας τὴ γλύκα καὶ τοῦ πόνου τὴν ἔκφρασι σ᾽τὰ πονεμένα μάτια ποῦ σκεπάζονται ἀπ᾽τὰ κατσαρά τους μαλλιὰ — γιατ᾽ ἴσως εἶνε ἔρωτα λούλουδα..

Ὅλη τὴν ἡμέρα ζητοῦσαν ἐλεημοσύνη σ᾽τὸ χωριὸ π᾽ ἀφῆκαν πίσω καὶ πρὸς τὸ βράδυ ἀπελισπμένα γιὰ ψωμὶ, μόνο ἄκρη καλύβας ζητοῦσαν, μ᾽ἕνα μόνο ὄνειρο νὰ περάσουν τὴ νύχτα. Μὰ κανένας δὲ βρέθηκε να κάμῃ τόσο λίγο καλὸ, καὶ σφίγγοντας κοντὰ κοντὰ τὴς δυὸ παγωμένες καρδιές τους, πᾶνε τῶρα μὲ τὰ μάτια καρφωμένα μακρυὰ, ἐκεῖ που τρεμοσβύνει ἡ ἐλπίδα. 

Κ᾽ ἡ ὑστερνὴ ἐλπίδα εἶνε χωριὸ κοιμισμένο!

Ἐκεῖ ποὺ πήγαιναν, σὲ μιὰ κολόνα ἀπὸ πέτρες καὶ ἄμμο μισοχτισμένη, εἶδαν σὲ μιὰ τρύπα σ᾽την ἀπάνου μεριὰ, ἕνα κουτὶ μὲ μιὰ χαραμάδα ποῦ ᾽χε στὴν πρόσοψί του μιὰ Παναγία ζωγραφισμένη, κρατῶντας σ᾽ τὰ χέρια τὸ θεάνθρωπο παιδάκι. Κ᾽ἦταν ὁλόχαρη ἡ Παναγία κ᾽ ἦταν γελαστὸς ὁ Χριστός.

Κάνουν τὸ σταυρό τους ἄφωνα τὰ δυὸ παιδιὰ καί μὲ τὴ θαμπὴ ψυχὴ τους καὶ τὰ ἀχνὰ τους μάτια στυλωμένα σ᾽τὸ λατρευτὸ εἰκόνισμα, πᾶνε κοντὰ καὶ χωρὶς προσευχὴ μὰ καὶ χωρὶς παράπονο, μὲ τὴν ψυχὴ σ᾽τὸ στόμα, κολλᾶνε τὰ χείλια τους σὲ πικρὸ φιλὶ, καὶ πᾶνε μὲ τα μάτια σβυμένα… μὰ τὸ χωριὸ μακρυά.

Κουράσθηκαν, τρέμουν, πεινοῦν, πονοῦν, στέκουνται λίγο, πᾶνε κάτου ἀπό ἕνα δένδρο γιὰ νὰ καθήσουν, νὰ ξεκουρασθοῦν καὶ τὸ μεγαλείτερο δώδεκα χρονῶν κάθεται σ᾽τὴ ῥίζα, κι᾽ ἀκουμπῶντας σ᾽τὸ δέντρο, γέρνει τὸ κεφάλι τοῦ μικροῦ του φίλου σ᾽τὴν ἀγκαλιά του, βάνει τὰ χεράκια του μέσα σ᾽τὶς μασχάλες του.

-Κρυόνω…

Τὰ παιδάκια μαζεύουνται σφίγγουνται ἀγκαλιὰ κι ὁ βοριᾶς περνάει ἀπὸ μέσα σὰ δίκοπο μαχαῖρι..

Κοιμήθηκαν οἱ δύο φίλοι, καὶ τὰ φύλλα ἀπὸ πάνου τρίζοντας πεθαίνουν, κι ἡ νύχτα ἀπλώνεται μαγικὴ, κοιμήθηκαν γιὰ νὰ ξεκουρασθοῦν ἀπ᾽τὴ μαύρη ζωή. Ἔτσι βρίσκουνται πεθαμμένα καὶ τὰ πουλάκια, κρεμασμένα ἀπ᾽τὰ κλωνάρια, σ᾽τὸν ὕπνο που παγῶνει ὁ βοριᾶς.

ΛΩΤΟΣ

δ. Πιερ Λοτί, «Στον Τάφο των Σαμουράις» (Ὡς Λωτός·«Νέον Πνεῦμα», ἔτος Β’, τόμ. Γ’, 1894, σελ. 812-816)

ΤΟ ΝΕΟΝ ΠΝΕΥΜΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ 

ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΝ ΔΙΣ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ 

ΕΤΟΣ Β ́. 

ΤΟ ΜΟΣ Γ’. 

Γιάννης Πατίλη, Λογοτεχνικό περιοδ 

Πλανόδιον 

Αρχείο Λογοτεχνικών Περιοδι. 

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ «ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ» Β. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΟΥ 

1894 

PIERRE LOTI 

Σ’ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΩΝ ΣΑΜΟΥΡΑΪΣ 

Εδώ είνε πού πλύθηκε το κεφάλι: μή βουτάτε ούτε τα πόδια σας, ούτε τα χέρια σας. 

Αυτό είνε γραμμένο με πινέλο και μελάνι, σε πλάκα λευκού ξύλου, σ’ τα χείλια της πειο γλυκειάς και δροσερής απ’ τις μικρές πηγές, κά του από μεγάλα δέντρα, σ’ τα μισά σκιερού μικρού βουνού, που κυττάει μακρυά το λιμάνι της Γυεδδό. 

Ποτέ δε μπήκε μαυρίτερη επιγραφή σε θέσι μαγευτικώτερη. Το νερό αυτό «όπου δεν πρέπει να βουτήξη κανείς ούτε τα πόδια του, ούτε τα χέρια του» είνε διάφανο, μέσα σε λάκκο από παλιές πέτρες, απάνου σε υδρόβια χορτάρια δροσερά χαριτωμένα και θαυμαστά πράσινα. Σ’ το πλάι της εμποδισμένης πηγής είνε δέντρα, νάνοι, με λεπτά πράσινα φυλλώματα, με απαράλλαχτο σ’ την ομορφιά πράσινο σαν των χορταριών, και μία μεγάλη καμέλια άγρια, που ξανοίγει πλούσια τα απλά της λουλούδια, όμοια με άγρια τριανταφυλλιά ρόδα. Είνε σένα ειρηνικό μέρος, μακρυά απ’ τη βοή της ζωής. “Όλο το βουνάκι είνε γεμάτο από αρχαίους τάφους και παγόδες κρυμμένες κάτου απ’ τα δεντρα. Με τις μυρουδιές των φυτών ανακατεύεται θρησκευτικό άρωμα. λιβανιού, από το οποίον ο γεμάτος αέρας είνε πάντα διαπερασμένος 

σαν τον αέρα ναού. 

Η επιγραφή δε λέει πειό είνε το κομμένο κεφάλι που έπ) αυτό το καθαρό νερό: λέει μόνο το κεφάλι. Μα οι διατα ξέρουν. Σ’ αυτόν τον τόπο που ο λαός έχει τη λατρεία των παραδόσεων και των πεθαμμένων, άσκοπα είναι τα περισσότερα λόγια. 

Μα και εγώ, αν και ξένος, το ξέρω. Μικρό παιδί, είχα διαβάσει άλλοτε, σε σπάνιο χειρόγραφο, την ιστορία αυτή των «σαρανταεπτά Σαμουράις» κι’ ήμουνα ερωτευμένος με τα ιπποτικά αυτά παλληκάρια. Κι επειδή διάβαζα πολύ λίγο, μού καμε μεγάλη αίσθηση αυτό κι’ είχα παρμένη την απόφαση, αν καμμιά φορά η τύχη μ’ έφερνε σ’ την Ιαπωνία, να ‘λθω να προσκυνήσω τον τάφο τους. 

Ίσα ίσα είχα διαβάσει αυτή την ιστορία, με τις ώραίες και ήσυχες Νοεμβρίου ημέρες, σαν τη σημερινή· ή συντυχία αυτή, όμοιας εποχής και καιρού, κάνει πειο τέλεια τη σύνδεσης των μικρών αλλοτεινών μου λογισμών που ξανάλθαν, με τις σημερινές εντυπώσεις. Παράξενο είνε μάλιστα πόσο καλά παράστησα μέσα μου το μέρος αυτό -που τότε μου φαινότανε μακρυνό μακρυνό, σχεδόν φανταστικό· είχα δει από τότε, ώς κι’ αυτά τα δεντράκια, νάνους, και τις τριγύρω άνθισμένες άγριες καμέλιες. 

«Εδώ είνε πού πλύθηκε το κεφάλι» – (το κεφάλι του κακού πρίγκιπος Κοτσουκέ, κομμένο απ’ τους καλούς Σαμουράις, με ευγενέστατο τρόπο, κι’ αφού πρώτα του ζήτησαν χίλια συχώρια· έπειτα πλυμένο σ’ το νερό αυτό της πηγής, και φερμένο με ευλάβεια σ’ τον τάφο του Ακαό του πρίγκιπος μάρτυρος). 

Γι’ αυτό είμαι αναγκασμένος, να ξαναθυμήσω σε λίγα λόγια αυτή την ιστορία· αλλοιώτικα δε θα με καταλάβουν. 

Σ’ τα 1630, ο αυλικός Κοτσουκέ, αφ’ ού πρόσβαλε τον πρίγκιπα Ακαό, κι’ αρνήθηκε να του δώση λόγο, κατάφερε με απάτη να πάρη από τον αυτοκράτορα μια άδικη κρίσι που τον κατεδίκαζε σε θάνατο με κατάσχεσι όλης της περιουσίας του. 

Τότε σαρανταεπτά ευγενείς, πιστοί υποτελείς και φίλοι του βασανισμένου, ώρκίσθηκαν να εκδικηθούνε την τιμή του κυρίου τους με το ίδιο τους το αίμα. Αφού αφήκαν έρημα γυναίκες και παιδιά, ό,τι αγαπημένο κι’ αν είχαν σ’ τον κόσμο, εκυνήγησαν το κατόρθωμα του δυσκόλου σχεδίου με θαυμαστή επιμονή, παραμονεύοντας μέσα σ’ το βαθύτερο μυστήριο την ευκαιρία – κοντά είκοσι χρόνια! –όσο που μιά χειμωνιάτικη νύχτα, πήγαν, τσάκωσαν, έσφαξαν σ’ το παλάτι του μέσα τον Κοτσουκέ αυτόν, του οποίου ο φόβος είχε αποκοιμηθή σιγά σιγά, και 

ητανε πειά φυλαγμένος παρά μόνο από λίγους φύλακες. 

Αμα τελείωσε η εκδίκησι, κι’εβάλθηκε το κεφάλι απάνου στον τάφο του Ακαό, πήγαν μόνοι τους και παραδόθηκαν σ’ τους δικαστάς. Τους καταδίκασαν ν’ ανοίξουν οι ίδιοι την κοιλιά τους· το περίμεναν, κι’ αφού αγκαλιάσθηκαν, το κάμαν όλοι μαζύ απάνου σ’ τα σκαλιά μιας παγόδας, κοντά σ’ τον τάφο του αγαπημένου τους κυρίου. 

Είνε εδώ, αυτή η παγόδα, λίγα βήματα μακρυά απ’ τη γλυκειά πηγή· μια μικρή παληά παγόδα σκοτεινοκόκκινη, από κέδρινο σκουληκοφαγωμένο ξύλο. Πάνε από λυπητερή δενδροσειρά όπου φυτρόνουν χορτάρια. Σ’ τα σκαλιά της, πλυμμένα απ’ τις βροχές κοντά τριακοσίων χειμώνων, δε φαίνεται τίποτα πειά από τόσο χυμένο αίμα· με κόπο ξαναπαρασταίνει κανείς σ’ το νού του, το τρομαχτικό μακελλειό, το αγκομαχητό των σαρανταεπτά αυτών ανθρώπων, με το λαιμό μισοκομμένο, με την κοιλιά ανοιχτή, με τα σωθικά χυμένα, σπαράζοντας μαζύ σε μεγάλη γούβα κόκκινη απ’ το αίμα…. 

Έλαβαν την αμοιβή τους μετά το θάνατο αυτοί οι πιστοί, γιατί ένας αυτοκράτωρ κατόπιν τους διαλάλησε αγίους και μάρτυρας, κι’ είπε να βάλουν σ’ τον τάφο τους ένα χρυσό φύλλωμα, σύμβολο της πειό μεγάλης τιμής. Ολόκληρη η Ιαπωνία τους τιμάει, ακόμη και σήμερα, με ενθουσιαστική λατρεία το όνομά τους είνε παντού το μαθαίνουν από νωρίς στα μικρά παιδιά, και το ψάλλουν σ’ τα μεγάλα ποιήματα. 

Το όμμορφο πράσινο μονοπάτι που φέρνει σ’ την πηγή, πάει μακρύτερα, ανεβαίνει ψηλότερα, από μαλακιά ράχι. 

Πηγαίνοντας, βρίσκει κανείς πρώτα το σπιτάκι του παππά, βαλμένο εκεί για την έγνοια των τάφων των παλληκαριών, και για το συ γύρισμα των λουλουδιών τους. 

Χτυπάω σ’ την πόρτα του, κι’ ο γέρος μου φανερώνεται. Έχει παράξενη μορφή φύλακος τάφων, λυγνή, λεπτή, ασκητική και πονηρή. Είνε ψηλός και λυγνός, πράγμα σπανιότατο σ’ την Ιαπωνία. Μια μαύρη σκούφια, κουμπωμένη κάτου απ’ το σαγώνι –σαν εκείνη που φορούσε ποτέ, σ’ τη Δύσι μας, ο Μεφιστοφελής – του κουκκουλώνει το κεφάλι, τα μαλλιά, τα αυτιά, κι’ αφήνει να φαίνεται μόνο η περιτριγυρισμένη προσωπίδα του προσώπου· κι’ αυτή η σκούφια, από κάθε μεριά του μετώπου, έχει δύο πράμματα που βγαίνουν και στενοχωρούν, σα νάνε θήκες φτιασμένες σ’ το πανί, για να μπούν τα κέρατα…. 

Πουλεϊ βιβλία, που είνε διηγημένη μέσα η ιστορία των σαρανταεπτά Σαμουράις με τη βοήθεια πολλών ζωγραφιών, με τα απλοϊκά και περίφημα περιστατικά. Το σπίτι είνε μισογεμισμένο από δεμάτια κομ ματιών λιβανιού, έτοιμα για πούλημα σ’ τους προσκυνητές που καίνε το λιβάνι κάθε μέρα εδώ προ τριών κοντα αιώνων. 

Οι τάφοι σ’ τους οποίους με πάει, κατέχουν σ’ τη μέση της ράχης, πιάνουν ένα ίσωμα τετράγωνο, από το οποίον τα μάτια βλέπουν ένα μεγάλο δασωμένον ήσυχο τόπο, με τη θάλασσα μακρυα μακρυά, σ’την πέρα άκρη. Το ίσωμα αυτό είνε περιτριγυρισμένο απλά, από τάβλινο φράχτη και ζωμένο από μεγάλα πένθιμα δέντρα, ίσια και αλύγιστα που ανεβαίνουν σαν κολόνες ναού. 

Σ’ τις τέσσερες όψεις του τετραπλεύρου, οι τάφοι είνε αραδιασμένοι δώδεκα δώδεκα, κυττάζοντας όλοι τη μέση –που είνε μια μι η αδειανή θέσι, σκευασμένη από σύρριζα κομμένη χλόη, και σαν πα – παλισμένη από στάχτη λιβανιού. Σαρανταεπτά πέτρες στέκουν ολόρθες, μοιες, αφημένες ασκάλιστες σα Δρουιδικά μνημεία. Καθεμιά έχει το όνομα του Σαμουραΐς που κοιμάται από κάτου, και όλες είνε σημαδεμένες με το ιδιαίτερο σημάδι: Χ α ρ α κ ί ρ ι – που θέλει να πη, ότι οι άνθρωποι αυτοί πέθαναν με τον τρομαχτικό τρόπο των ευγενών, ανοίγοντας την κοιλιά με το ίδιο τους μαχαίρι. 

Σε δυο απ’ τις γωνίες του φρικτού τετραγώνου, ανεβαίνουν πέτρες ψηλότερες: είνε του πρίγκιπος Ακαό και της πριγκιπίσης γυναικός του. Κωλυτά σ’ τον πρίγκιπα, κάτου από όλόμικρο τάφο έθαψαν το παιδί του – το μ ο υ σ κ ό -σ ά ν του, καθώς το λέει ο φύλακας με το μαύρο κεφαλόδεσμο. Και η έκφραση αυτή του μ ο υ σ κ ό -σ ά ν  με κάνει να χαμογελάσω, μ’ όλη την ευλάβεια του τόπου, αυτό το μ ο υ σ κ ό -που σημαίνει μ ι κ ρ ό  π α ι δ ά κ ι, ζευγαρωμένο από μεγαλωμένη ευλάβεια μ’ αυτό το τιμητικό μόριο σάν. Σα να λεγαν σε μας με σοβαρότητα και πεποίθησι: «Εδώ κοντά σ’ τον πρίγκιπα κοιμάται ο κ ύ ρ ι ο ς δ ρ ά κ ο ς  τ ο υ.» – ‘Αλλ’ ό,τι έχει σχέση με την ιστορία αυτή, είνε για τους Ιάπωνας τόσο άγιο και σεβαστό, που δε βρίσκουν τρόπο να μιλούν με αρκετό σεβασμό. 

Μπροστά σε κάθε πέτρα, είνε ωραίες ανθοδέσμες από φρεσκότατα λουλούδια, που φαίνουνται φανερά πώς είνε κομμένα το ίδιο πρωί· είνε ακόμη, ένα σωρό μικρά σταχτιά πράμματα, απομεινάρια κομματιών του λιβανιού που ο αέρας συργιανάει τη στάχτη τους, ακόμη γεμάτη μυρουδια, σ’ τη λυπητερή τριγύρω χλόη. Κι αυτό γίνεται αδιάκοπα από τα 1702, κι’ έτσι βέβαια θα γίνεται για πολλά ακόμα χρόνια, γιατί η νεώτερη αναστάτωση που χαλάει τόσα πράμματα σ’ την Ιαπωνία, δεν μπορεί να πειράξη τη λατρεία του λαού για τους πεθαμμένους. 

Η κόρη ενός Σαμουραΐς, που ήτανε καλόγρια, εζήτησε τη χάρι να τη βαλλουν κι’ αυτή κοντά σ’ τον πατέρα της, και γι’ αυτό όξω απ’ τις αράδες είνε ξεχωρισμένος ένας τάφος περισσότερος. Μα έχει κι αυτή η Μ ο υ σ μ έ τα λουλούδια της, και το λιβάνι της, το μερδικό της σ’ την ενθύμησι και το σεβασμό. 

Μια θαυμαστή ποσότης, από μικρές άσπρες ή κόκκινες λουρίδες χαρτιού, με γραμμένα απάνου ονόματα, είνε κολημένες αντάνου σ’ τις επιτάφιες πέτρες ή πεταμένες σ’ τη χλόη σ’ τα πόδια τους: είνε τα ονόματα των προσκυνητών που έρχονται κάθε μέρα, απ’ όλες τις άκρες του βασιλείου, για να προσκυνήσουν τους πιστούς ευγενείς. Μέσα στη πολλά, βρίσκουνται και αληθινά επισκεπτήρια, καθ’ αυτό νεώτερα, χαραγμένα με ευρωπαϊκούς χαρακτήρες σε χαρτί «Βριστόλ» γυαλιστερό και αγυάλιστο – και θα ήτανε γελοίο αυτό το συνήθειο, ν’ αφήνη κανείς το επισκεπτήριό του σ’ τη θύρα των πεθαμμένων που δεν μπορούν να δεχθούν – αν δεν ήτανε φοβερά συγκινητικό… 

Ο γέρος λυγνός φύλακας ακουμπισμένος, με το κεφάλι γυρισμένο, πίσω, σένα δένδρο της ζώνης αρχίζει να μου διηγήται φαρδεια πλατειά, την ιστορία των Σαμουραΐς σε γλώσσα που τα περισσότερα λόγια μου ξεφεύγουν. Μα τον ακούω χωρίς βάρος, -πότε κυττάζοντας αυτόν με την επίμονη ιδέα να του βγάλω τη σκούφια, για να ιδώ αν δεν έχη κέρατα από κάτου, πότε συργιανώντας τα μάτια μου σ’ το βαθύ και ήσυχο μέρος, σ’ το πλουμισμένο μουνάκι από μικρές παγόδες, τάφους, δεντράκια, καμέλιες, απάνου σ’ όλα αυτά τα πράμματα πού ή όχι τους δε θ’ άλλαξε πολύ απ’ τη μακρινή εποχή του Χ α ρ α κ ι ρ ί . 

Τα ξεγυμνωμένα δέντρα της ζώνης, ολόϊσα, αλύγιστα, σαν αρά δες γιγαντιαίων κεριών, αναδεύουν εκεί ψηλά τα κεφάλια τους, που κουνάει ελαφρό φθινοπωρινό αεράκι, φυσώντας δυνατώτερα σ’ τα ψηλά στρώματα του αέρα. Και τα τζιτζίκια τραγουδάνε παντού, με το ζεστόν ακόμα ήλιο του Νοεμβρίου. 

Αληθινά το μέρος αυτό έχει μια δική του και πολύ μεγάλη μελαγχολία. Έπειτα η ιστορία αυτή, είνε τόσο ωραία για όποιον την ξέρει καλά, είνε τόσο πολύ θαυμαστή και γεμάτη από παλληκαριά και τιμή μεγαλωμένη και πίστι υπεράνθρωπη! 

Είνε άλυτη, σαν αρχαίο αίνιγμα, για κείνον που ξέρει τους σημερι – νούς τιποτένιους και ξεφυλισμένους Ιάπωνας: γεννάει την ιδέα μεγάλων περασμένων ευγενών και ιπποτικών καιρών – και για μένα, ρίχνει ως αυτή τη στιγμή ακόμη, μια σκιά σεβασμού σ’ τη νεώτερη Ιαπωνία που περιγέλασα τόσο. 

Εγω, δεν έφερα φρέσκα λουλούδια, σ’ τα σαρανταεπτά παλληκάρια που κοιμούνται εδώ. Κλέβω μάλιστα ένα χρυσάνθεμο, απ’ την ακουμπισμένη ανθοδέσμη σ’ τον τάφο του αρχηγού τους, και το πέρνω μαζί μου- ώς τη Γαλλία- που κάνει με ανάποδο τρόπο την ίδια τιμή για την μνήμη όλων. 

ΛΩΤΟΣ 

ε. Jules Tellier, «Νυκτωδία» (Ὡς Ἀπολλώνιος· ἐφ. «Ἑστία», 28-12-1898)

*αξίζει να σημειώσουμε πως στο αρχείο Καβάφη ευρίσκεται χειρόγραφο με αντιγραφή του ποιήματος του Τελλιέ Le Banquet:

 Au banquet de Platon, apres que tour a tour,
Coupe en main, loin des yeux du vulgaire profane
Diotime, Agathon, Socrate, Aristophane,
Ont disserté sur la nature de l’amour, 

Apparaît, entouré comme un  roi de sa cour,  

De joueuses de flûte en robe diaphane, 

Ivre à demi,  sous la couronne qui se fane, 

Alcibiade, jeune et beau comme le jour. 

-Ma vie est un banquet fini, qui se prolonge ; 

Seul, parmi les causeurs assoupis, comme en songe, 

J’ouvre et promène encor un regard étonné; 

Les fronts sur les coussins ont fait de lourdes chutes: 

Verrai-je survenir, de roses couronné, 

Alcibiade avec ses joueuses de flûtes?

JULES TELLIER ΝΥΚΤΩΔΙΑ 

[Την έξοχον νυχτωδίαν του Ιουλου Τυλλιέ, την πλήρη λυρισμού και μυστηρίου, δημοσιεύομεν σήμερον, κατ’ αριστοτεχνική μετάφρασιν φιλου λογιου. Το πεζόν αυτά ποίημα απευθύνεται προς την Μεσόγειον ὑπὸ τοῦ ὀνειροπόλου ποιητού, επερχομένου ἀπό την Μασσαλίαν ένα βράδυ φθινοπωρινόν μὲ τὸ λυκόφως. Τι αναπολεί καὶ τί σκέπτεται εις το ποιητικόν αυτό ταξείδι το λέγει ο ίδιος!] 

Nocturne (Jules Tellier)

Nous quittâmes la Gaule sur un vaisseau qui partait de Massilia, un soir d’automne, à la tombée de la nuit.

Et cette nuit-là et la suivante, je restai seul éveillé sur le pont, tantôt écoutant gémir le vent sur la mer, et songeant à des regrets, et tantôt aussi contemplant les flots nocturnes et me perdant en d’autres rêves.

Car c’est la mer sacrée, la mer mystérieuse où il y a trente siècles le subtil et malheureux Ulysse agita ses longues erreurs ; le subtil Ulysse qui, délivré des périls marins, devait encore, d’après Tirésias, parcourir des terres nombreuses, portant une rame sur l’épaule, jusqu’à ce qu’il rencontrât des hommes si ignorants de la navigation qu’ils prissent ce fardeau pour une aile de moulin à vent.

C’est la mer que sillonnaient jadis sur les galères et les trirèmes les vieux poètes et les vieux sages ; et comme ils se tenaient debout à la poupe, au milieu des matelots attentifs, attentive elle-même, elle a écouté en des nuits pareilles les chansons d’Homère et les paroles de Solon.

Et c’est aussi la mer où dans les premiers siècles de l’erreur chrétienne, alors que le règne de la sainte nature finissait et que commençait celui de l’ascétisme cruel, le patron d’une barque africaine entendit des voix dans l’ombre, et l’une d’entre elles l’appeler par son nom et lui dire : « Le grand Pan est mort! Va-t’en parmi les hommes, et annonce-leur que le grand Pan est mort ! »

Et par la mystérieuse nuit sans étoiles, sur le chaos noir de la mer et sous le noir chaos du ciel, il y avait quelque chose de triste et d’étrange à songer que peut-être l’endroit innommé, mouvant et obscur que traversait notre vaisseau avait vu passer tous ces fantômes, et qu’il n’en avait rien gardé.

Et c’est parce que cette pensée me vint, et qu’elle me parut étrange et triste, et qu’elle troubla longtemps mon cœur de rhéteur ennuyé, qu’il m’est possible encore, entre tant d’heures oubliées, d’évoquer ces lointaines heures noires où je rêvais seul sur le pont du navire parti de Massilia, un soir d’automne, à la tombée de la nuit.

Jules Tellier (1863-1889), Reliques (1890)

Αφήκαμε τη Γαλατία με πλοίον απερχόμενον από τη Μασσαλία, ένα βράδυ φθινοπωρινών, με το λυκόφως 

Και τη νύκτα εκείνη και την επομένην έμεινα μόνος αϋπνὼν ἐπὶ τοῦ καταστρώματος, ἄλλοτε ἀκούων τὸ βογγητὸ τοῦ ἀνέμου ἐπί τῶν ὑδάτων και ανακινῶν λύπες, άλλοτε πάλιν ἀποθαυμάζων τά νυκτερινά κύματα και πλανώμενος σε όνειρα άλλα. 

Διότι αυτή εἶνε η ιερά και μυστηριώδης θάλασσα εν τη οποία περιφέρετο προ τριάκοντα αιώνων ο άτυχής και αγχίνους Ὀδυσσεὺς κατά την μακράν του περιπλάνησιν· ὁ ἀγχίνους  Ὀδυσσεὺς ὅστις ἦτο πεπρωμένον κατά των Τιρεσίαν, ἀφοῦ λυτρωθή τῶν ναυτικῶν κινδύνων, να διατρέξῃ χώρας πολυάριθμους, μέχρις ὅτου συναντήσῃ ἀνθρώπους τόσον αμαθείς τῶν ναυτικῶν, ὥστε νὰ ἐκλάβουν το φορτίον του διά πτέρυγα άνεμομύλου. 

Εἶνε ἡ θάλασσα την οποίαν διέσχιζαν άλλοτε ἐπί τῶν τριήρεων οἱ ἀρχαίοι ποιηταὶ καὶ ἀρχαίοι σοφοί·  καὶ καθώς ἵσταντο ὄρθιοι στὴν πρύμνη ἐν μέσῳ τῶν προσηλωμένων ναυτών, προσηλωμένη και αὐτὴ ἡ ἰδία ὁμοίως, ἤκουσε εἰς νύκτας παρομοίας τὰ ἕπη τοῦ Ὁμήρου καὶ τοὺς λόγους τοῦ Σόλωνος. . 

Και εἶνε ἀκόμη αὐτὴ ἡ ἰδέα θάλασσα ἐν τῃ ὁποία κατά τα πρώτα χρόνια της χριστιανικῆς πλάνης, όταν ἔδυεν η βασιλεία της αγίας φύσεως και ανέτειλεν η βασιλεία του σκληρού ασκητισμού, και ναύκληρος Αφρικανικής νηός ἤκουσε φωνάς εν τω σκότει και μίαν εξ αυτών καλούσαν αυτόν με τ’ όνομά του και λέγουσαν: «Ὁ μέγας Πάν ἀπέθανεν! Πήγαινε να ἀναγγειλῃς εἰς τὴν οἰκουμένην όλην ότι απέθανεν και μέγας Πάν!” 

Και κατά την μυστηριώδη και ζοφώδη νύχτα, – Επί του μαύρου χάους του νερού και υπό το μαύρο χάος του ουρανού ενείχε το λυπηρόν και παράδοξον η σκέψις ότι, πιθανόν το ανώνυμον κινητόν και σκοτεινόν σημείον το διαπερώμενον υπό του πλοίου μας, να ειχεν ιδη διαβαίνοντα αυτά τα φάσματα ὅλα, χωρίς να συγκρατήση οὔτε ἴχνος κανένα. 

Καὶ ἀκριβὼς διότι μού ἐπήλθεν η ιδέα αυτή και μου εφάνη παράδοξος και λυπηρά και διότι συνετάραξεν επί πολύ την καρδιά μου, καρδιά κουρασμένου σοφιστού, μου εἶνε δυνατόν ακόμη ν᾽ ἀναπολήσω τὰς μακρυνάς αυτὰς και σκοτεινάς ὥρας, καθ’ ας ονειροπόλουν μόνος ἐπί του καταστρώματος του πλοίου, του απερχομένου από τη Μασσαλία, ἕνα βράδυ φθινοπωρινόν, με το λυκόφως, 

Απολλώνιος 

[Jules Tellier, “Στὴ θάλασσα ἀνατολὴ Σελήνης”,  Ἡμερολόγιον Ποδογύρου ως Ἀπολλώνιος σύμφωνα με κατάλογο ιδίου στην Αμερικανική Βιβλιοθήκη

[Πανηγυρικό τευχίδιο Εστίας, Χριστούγεννα 1898-1899, σελ.48 σύμφωνα με Κατσίμπαλη]

ε.«Εἰς τὴν γλῶσσαν τοῦ δούλου μου: – Ἡ γρηοῦλες» (τοῦ Baudelaire) (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 33, 27-6-1899

Η ΓΡΗΟΥΛΕΣ
(Toυ Baudelaire)

«Εἰς τὴν γλῶσσαν τοῦ δούλου μου: – Ἡ γρηοῦλες» (τοῦ Baudelaire) (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 33, 27-6-1899

Στων αρχαίων πρωτευουσών τους φειδωτούς δρό μους, που όλα ώς και η φρίκη αυτή ακόμα στρίβει στο γλέντι, τα απαίσια κάνοντας κέφια μου, παραμο νεύω να περάσουν πλάσματα παράξενα, γερασμένα και θαυμαστά. 

Τα ξεχαρβαλωμένα αυτά σκιάχτρα γυναίκες ήταν μια φορά τα λέγαν Επονίνες ή Λαΐδες ! Σκιάχτρα ξεγκοφιασμένα, καμπουριασμένα, στραβολαιμιασμένα, δις τ’ αγαπάμε. ! γιατ’ έχουν ακόμα μέσα τους ψυχή. 

Τυλιγμένα σε τρούπια φουστάνια και κρύα πανιά, σέρνουνται δαρμένα από τ’ άσπλαχνα ξεροβόρια, ανα τριχιάζονται στο βρόντο των λεωφορείων που κατρακυ λούνε με ορμή, σφίγγοντα στο γκοφό τους σα να ‘τα να φυλαχτά, σακουλάκι κεντημένο με γρίφους ή λουλούδια, 

Ομοια με νευρόσπαστα, απαράλλαχτα καθ’ όλα, τροκακίζουν στους δρόμους σουρτα σα ζωα πληγιασμέ να ή χορεύουν άθελα χορό – κακότυχα κουδούνια που κρεμιέται στο σχοινή τους δαίμονας χωρίς λυπημό. 

Όσο και αν είνε συγτσακισμένα, έχουν μάτια σαν τρυπάνι σουβλερά, γυαλιστερά σαν τους λάκκους που ‘χουν κοιμισμένο στο σκοτάδι τους νερό, μάτια αγγε λικά κοριτσιού, που χαζεύει και γελάει σε κάθε πράγμα λαμπερό. 

– Είδατε ποτέ σας, πως το φέρετρο γρηάς καμ μια φορά, μοιάζει με μικρού παιδιού την κάσα ; “Ο Χάρος ο σοφός, με τις ίδιες αυτές κάσες, φτιάνει σύμ βολο αλλόκοτο και θαυμαστό. 

Κι’ όταν μισοβλέπω έναν ύσκιο ξελυμένον, να περ νάη, στου Παρισιού την πολυάνθρωπη ζωγραφιά, μου φαίνεται πάντα πως το αδύνατο πλάσμα, πάει αγάλι αργά να ξαναμπή σε κούνια καινούργια.

Αλλ’ αν η θέα του στρατοδίβολου κορμιού μου θυμίση τη γεωμετρία, τότε ψάχνω να βρω πόσες φορές ο τεχνίτης αλλάζει της κάσας το σχήμα, που τρώει όλα αυτά τα κορμιά. 

– Αυτά τα μάτια είνε πηγάδια, σκαμμένα από δάκρυα πολλά, χωνιά που έχουν μέσα τους μέταλλο κρυσταλλιασμένο, μάτια, γεμάτα μυστήριο, με χάριν αόρατη για κείνον που χε για παραμάνα την ‘Ατυχία. 

Του αρχαίου Φρασκατί ερωτιάρα Εστιάς· της Θάλειας Ιέρεια, αλλοίμονο ! που τ’ όνομά της ξέρει μόνος ο πεθαμμένος υποβολεύς: περιβόητη ξεμυαλισμένη που τη σκίασε άλλοτεινά στη δόξα του το Τιβολί, όλες με μεθανε, 

Μα μέσα σ’ αυτά τ’ αδύνατα πλάσματα, είνε με ρικά, που φτιάνοντας με τον πόνο τους μέλι, είπαν στην ‘Αφοσίωσι που τους έδινε τα φτερά της αΙπ πόγρυφε δυνατά, αναίβασέ με ώς στον ουρανό !» 

Αλλη απ’ την πατρίδα της μαθημένη στη δυστυ χία, άλλη απ’ τον άντρα της μαρτύρια φορτωμένη, άλλη απ’ το παιδί της Παναγία μαχαιρωμένη, όλες 

θα μπορούσαν με το κλάμμα τους ν’ απολύσουν ποταμό !

Αχ ! πόσες απ’ αυτές τις γριούλες επηρα στο Κεντό! Μέσα σ’ άλλες μιά, την ώρα που ο ήλιος πέφτοντας αίματώνει με κόκκινες πληγές τον ουρανό, συλλογισμένη καθότανε παράμερα σε πάγκο, για ν’ ακούση μουσική, Του Στρατού τη μουσική με τις μετάλλινες φω Μες που γεμίζει κάποτε τα περιβόλια μας και χύνει λέγον ηρωισμή στην καρδιά των πολιτών, την ώρα που τα χρυσωμένα σουρτώματα δίνουν νέα ζωή. 

Αυτή ίσια ακόμα κι υπερήφανη, με την αίσθηση του φερσίματος του καλού, αχόρταγα ρούφαγε το γοργο και πολεμόχαρο τραγούδι το μάτι της άνοιγε κά ποτε, σα μάτι γέρου αετού, το μαρμαρένιο μέτωπο της, φαινότανε φτιασμένο για τη δάφνη ! 

Τέτοιες τραβάτε στωικές, χωρίς παράπονο κανένα, μέσα στο χάος των ζωντανών πολιτειών, μητέρες με καρδιά αίματωμένη Μαγδαληνές η Παναγίες που σε χρονια περασμένα τ’ όνομά σας είχαν όλοι στο στόμα,  

Σας ! που ήσασθε η χάρι ή η δόξα μια φορά, κα νείς δε σας θυμάται πειά Μεθυσμένος διαβάτης κά γοντας τάχα έρωτα σας βρίζει περνώντας στις φτέρνες σας χοροπηδάει σιχαμένη μοσχομάγκα. 

Σκιές ζαρουκλιασμένες, φοβισμένες, με την ντρο πιασμένη σας ζωή και τη ράχι σκυφτή ριζώνετε στους τοίχους και κανείς αλλόκοτη Μοίρα ! δε σας χαιρε τάει πειά, ανθρώπινα ερείπια για την αιωνιότητα ώριμασμένα, 

‘Αλλά γώ που σας παραφυλάω με αγάπη από μακρυά, με μάτι ανήσυχο στο περπάτημά σας στυ λωμένο που τρεκλάει, απαράλλαχτα σα να ‘μουνα πα τέρας σας ! ώ μαγεία ! νοιώθω χωρίς να το νοιώθετε κρύφιες ηδονές. 

Βλέπω ν’ ανθίζουν ή νεανικές σας μανίες, ξαναζω τις περασμένες σας μέρες ολόμαυρες ή φωτεινές, κι’ η καρδιά μου πληθυσμένη γλεντάει όλες σας τις κακίες ! η ψυχή μου λάμπει από όλα σας τα καλά !

Ερείπια ! δική μου φαμελιά ! “Ω, μυαλά αδελφικά, σας κάνω κάθε βράδυ επίσημο αποχαιρετισμό ! Ποιος ξέρει που θα βρίσκεσθε αύριο πρωί, Ευες όγδοηκοντάρες που απάνου σας απλώνουνται βαρειά τα νύ χια του Θεού φρικτά ;

Νεοέλλην 

στ.  «Ἡ χάρες τοῦ φεγγαριοῦ»(ποίημα εἰς πεζὸν τοῦ Βοδελαίρ) (Ὡς Λωτός· «Μικρὸν Ἄστυ» (ἑβδομαδιαῖον παράρτημα τῆς ἐφ. «Τὸ Ἄστυ»), 21-11-1899)

Τὸ φεγγάρι ποῦ εἶνε τὸ καπρίτσο τὸ ἴδιο, κύτταξε ἀπ᾽ τὸ παράθυρο ὅταν κοιμόσουνα στὴν κούνια σου μέσα καὶ εἶπε: «Τὸ κοριτσάκι αὐτὸ μ᾽ ἀρέσει».

Καὶ κατέβηκε μαλακώτατα τὴ συννεφένια σκάλα του καὶ πέρασε χωρὶς κρότο μέσα ἀπ᾽τὰ γυαλιὰ: ἔπειτα ἀπλώθηκε ἀπάνω σου μὲ τὴ μαλακιὰ γλύκα μάνας κ᾽ ἄφησε τὰ χρώματά του στὸ πρόσωπό σου. Γι᾽ αὐτὸ οἱ κόρες σου ἔμειναν πράσινες καὶ τά μάγουλά σου φοβερὰ χλωμά. Ἀπὸ τὸ κύτταγμα που της ἔκανες μὲ τόσο θαυμασμὸ τὰ μάτια σου μεγάλωσαν ἔτσι περίεργα καὶ σ᾽ ἔσφυξε τόσο γλυκὰ στὸ λαιμό ποῦ σοῦ μεινε γιὰ πάντα ἡ ὄρεξι νὰ κλάψῃς. 

Μὰ στὸ σκόρπισμα τῆς χαρᾶς του τὸ φεγγάρι γέμιζε ὅλη τὴν κάμαρα σὰν ἀέρας φωσφορικὸς, σὰ φαρμάκι φωτεινό: Καὶ ὅλο αὐτὸ τὸ ζωντανὸ φῶς συλλογιζότανε κι ἔλεγε:

«Αἰώνια θὰ ὑποφέρης τὴν ἐπιρροὴ τοῦ φιλιοῦ μου. Θὰ εἶσε ὅμορφη ὅπως ἐγὼ θέλω. Θ᾽ἀγαπᾶς ὅ,τι ἀγαπῶ ἐγὼ κ᾽ ὅ,τι ἀγαπάει ἐμένα: Τὸ νερὸ, τὰ σύννεφα τὴ σιγαλιά ΧΧΧ και τὴ νύχτα. Τὴ θάλασσα τὴν ἄσπρη καὶ πράσινη. Τὸ ὄμορφο καὶ πολύμορφο νερό. Τὸν τόπο ποῦ δὲν θὰ ᾽σαι. Τὸν ἐραστῆ ποῦ δὲν θὰ γνωρίσῃς. Τὰ λουλούδια τὰ τερατόμορφα. Τὶς μυρουδιὲς ποῦ ξετρελλαίνουν· τὶς γάτες που λιγοψυχοῦν στὰ πιάνα ἀπάνου καὶ στενάζουν σὰν τις γυναῖκες μὲ φωνὴ βραχνὴ καὶ γλυκειά.

Καὶ θά ᾽σαι ἀγαπημένη ἀπὸ ἐκεῖνους ποῦ μ᾽ ἀγαποῦνε, θὰ σὲ ἐπιθυμοῦν ἐκεῖνοι ποῦ μ᾽ ἐπιθυμοῦν. Θὰ εἶσαι ἡ Βασίλισσα τῶν ἀνθρώπων μὲ τὰ πράσινα μάτια ποῦ κι αὐτῶν ἔσφυξα τὸ λαιμὸ στὰ νυχτερινά μου ἀγκαλιάσματα· ἐκεῖνων π᾽ ἀγαποῦν τὴ θάλασσα, τὴν ἄπειρη θάλασσα, τὴ φορτουνιασμένη καὶ πράσινη· τὸ νερὸ τὸ ἄμορφο καὶ πολύμορφο, τὸν τόπο ποῦ δὲν εἶνε, τὴ γυναῖκα ποῦ δὲν γνωρίζουν, τὰ ἀπαίσια λουλούδια ποῦ μοιάζουν μὲ θυμιατήρια θρησκείας ἄγνωστης, τὶς μυρουδιὲς ποῦ ξελύνουν τὴ θέλησι, καὶ τ᾽ ἄγρια ζῶα καὶ ἡδυπαθῆ ποῦ εἶνε τὰ σύμβολα τῆς τρέλλας του.

Καὶ γι᾽ αὐτὸ ξαναστραμμένο, καταραμένο, χρυσό κοριτσάκι, εἶμαι τώρα γερμένος σ᾽τὰ πόδια σου γυρεῦοντας σ᾽ὅλο σου τὸ κορμὶ τὴν ἀντανάκλασι ποῦ σ᾽ ἄφησε ἡ τρομερὴ Θεᾶ, ἡ μάγισσα νουνά, ἡ φαρμακερὴ παραμάνα ὅλων τῶν «Σεληνιασμένων». 

Λωτός

Les Bienfaits de la lune est un poème en prose de Charles Baudelaire, le trente-septième du recueil Spleen de Paris (1869).

La Lune, qui est le caprice même, regarda par la fenêtre pendant que tu dormais dans ton berceau, et se dit : « Cette enfant me plaît. »

Et elle descendit moelleusement son escalier de nuages et passa sans bruit à travers les vitres. Puis elle s’étendit sur toi avec la tendresse souple d’une mère, et elle déposa ses couleurs sur ta face. Tes prunelles en sont restées vertes, et tes joues extraordinairement pâles. C’est en contemplant cette visiteuse que tes yeux se sont si bizarrement agrandis ; et elle t’a si tendrement serrée à la gorge que tu en as gardé pour toujours l’envie de pleurer.

Cependant, dans l’expansion de sa joie, la Lune remplissait toute la chambre comme une atmosphère phosphorique, comme un poison lumineux ; et toute cette lumière vivante pensait et disait : « Tu subiras éternellement l’influence de mon baiser. Tu seras belle à ma manière. Tu aimeras ce que j’aime et ce qui m’aime : l’eau, les nuages, le silence et la nuit ; la mer immense et verte ; l’eau uniforme et multiforme ; le lieu où tu ne seras pas ; l’amant que tu ne connaîtras pas ; les fleurs monstrueuses ; les parfums qui font délirer ; les chats qui se pâment sur les pianos et qui gémissent comme les femmes, d’une voix rauque et douce !

« Et tu seras aimée de mes amants, courtisée par mes courtisans. Tu seras la reine des hommes aux yeux verts dont j’ai serré aussi la gorge dans mes caresses nocturnes ; de ceux-là qui aiment la mer, la mer immense, tumultueuse et verte, l’eau informe et multiforme, le lieu où ils ne sont pas, la femme qu’ils ne connaissent pas, les fleurs sinistres qui ressemblent aux encensoirs d’une religion inconnue, les parfums qui troublent la volonté, et les animaux sauvages et voluptueux qui sont les emblèmes de leur folie. »

Et c’est pour cela, maudite chère enfant gâtée, que je suis maintenant couché à tes pieds, cherchant dans toute ta personne le reflet de la redoutable Divinité, de la fatidique marraine, de la nourrice empoisonneuse de tous les lunatiques.

Αντί Διηγήματος, Ζαν Αικάρ Το Άνθος, «Μικρὸν Ἄστυ» (ἑβδομαδιαῖον παράρτημα τῆς ἐφ. «Τὸ Ἄστυ»), 21-11-1899 σελ. 6 → Είναι Γιαννόπουλος ;

ζ.Ὀσκὰρ Γουάιλδ, «Τὸ τριαντάφυλλον καὶ τὸ ἀηδόνι» (Ὡς Μαίανδρος· περ. «Παναθήναια», τόμ. Β’, 1901, σελ. 140-144)

ΤΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΝ 

ΚΑΙ ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ 

Ὀσκὰρ Γουάιλδ, «Τὸ τριαντάφυλλον καὶ τὸ ἀηδόνι» (Ὡς Μαίανδρος· περ. «Παναθήναια», τόμ. Β’, 1901, σελ. 140-144)

Μου εἶπε ὅτι θὰ χορεύσῃ μ᾽ ἐμένα, ἐάν τῆς πάω κόκκινα τριαντάφυλλα καὶ λέει ὁ νέος Φοιτητής, ἀλλ’ εἰς ὅλο μου τὸ περιβόλι δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα τριάντα φύλλο κόκκινο ».

Ἀπό τὴν φωληά τοῦ, ἀπό τῆς πρασίνης δρυός τὰ κλωνάρια, τὸ Ἀηδόνι τὸν ἤκουσε καί τὸν εἶδε καὶ ἀπόρησεν. 

« Οὔτε ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο εἷς ὅλο μου τὸ περιβόλι ! » λέει ὁ νέος Φοιτητής, καί τὰ ὡραία του μάτια ἐγέμισαν δάκρυα. «Ἆ! ἀπό τὶ μικρὰ πράγματα κρέμεται ἡ εὐτυχία ! Ἐδιάβασα ὅλα ὅσα ἔγραψαν οἱ σοφοί, καὶ ὅλα τὰ μυστικά τῆς φιλοσοφίας μου εἶνε γνωστά, καὶ ὅμως, ἐπειδή μου λείπει ἕνα τριαντάφυλλο κόκκινο, ἡ ζωή μου ὅλη εἶνε δυστυχισμένη” . 

« Νὰ τέλος ἕνας ἀληθινὸς έρωτευμένος » λέει τὸ Ἀηδόνι. «Κάθε βράδυ, νύκτα μὲ νύκτα, τὸν ἐτραγούδησα καὶ ἂς μή τὸν ἐγνώριζα· κάθε βράδυ, νύκτα μὲ νύκτα, ἔλεγα τὴν ἱστορία τοῦ εἰς τὰ ἄστρα καὶ τώρα τὸν βλέπω. Τὰ μαλλιά του εἶνε σκοτεινὰ σάν τὸ ἄνθος τοῦ Ὑακίνθου καί τὰ χείλη του εἶνε κόκκινα σάν τὸ τριαντάφυλλο τοῦ πόθου του· άλλά τὸ πάθος ἔκαμε τὸ πρόσωπό του ὅμοιον μέ τὸ ὠχρὸν ἐλεφαντοκόκκαλο καὶ ἡ λύπη ἔβαλε τὰ σημάδια τῆς εἰς τὸ μέτωπο του ». 

« Ὁ πρίγκιψ ἔχει χορὸν αὔριον τὸ βράδυ » , ἐψιθύρισε ὁ νέος Φοιτητής, « καὶ ἡ ἀγάπη μου θὰ εἶνε ἐκεῖ. Ἐάν τῆς πάω ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο, θὰ χορέυσῃ μ᾽ ἐμένα ὡς τὸ πρωί. Ἑὰν τῆς πάω ἕνα τριαντάφυλλο κόκκινο, θά τὴν κρατήσω στὴν ἀγκαλιά μου, καὶ θὰ κλίνῃ τὸ κεφάλι της εἰς τὸν ὦμο μου καί τὸ χέρι μου θὰ σφίξῃ τὸ δικό της. Ἀλλὰ κόκκινο τριαντάφυλλο δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα εἰς τὸ περιβόλι μου· θὰ καθίσαι λοιπὸν μόνος, καὶ θὰ περάσῃ ἀπὸ κοντά μου, καὶ δὲν θὰ προσέξῃ διόλου σὲ μένα καὶ ἡ καρδιά μου θὰ σπάσῃ ».

« Ἀλήθεια, νὰ ὁ ἀληθινὸς ἐρωτευμένος », λέει τὸ Ἀηδόνι· «ὅ,τι τραγουδῶ τὸ ὑποφέρει· ὅ,τι εἶνε χαρὰ δι’ ἐμένα, δι’ αὐτὸν εἶνε λύπη. Ἀλήθεια, ὃ Ἔρως εἶνε θαυμάσιος. Eἶνε πολυτιμότερος τῶν σμαράγδων καὶ ἀκριβότερος τῶν καλλιτέρων ὀπαλίων, οὔτε μὲ μαργαριτάρια ἀγοράζεται, οὔτε εἰς τὰ παζάρια ἀπλώνεται. Οἱ ἔμποροι δέν τὸν εὑρίσκουν διὰ νά τὸν προμηθευθοῦν, καὶ οὔτε ζυγίζεται εἰς τὴν ζυγαριά τοῦ χρυσοῦ ».

« Οἱ μουσικοὶ θὰ κάθωνται εἰς τὴν ἐξέδρα των » , λέει ὁ νέος Φοιτητής, καὶ θὰ παίζουν μέ τὰ ἔγχορδα ὄργανα, καὶ ἡ ἀγάπη μου θὰ χορεύῃ μέ τοὺς ἤχους τοῦ βιολιοῦ καί τῆς ἅρπας. Θὰ χορεύῃ τόσον ἐλαφρά, ποῦ τὰ πόδια της δὲν θὰ θίγουν τὸ πάτωμα, καὶ οἱ αὐλικοί μὲ τὰ φαιδρά των φορέματα θὰ τρέχουν γύρω της. Ἀλλὰ μ᾽ ἐμένα δὲν θὰ χορεύςῃ, διότι δὲν ἔχω νά τῆς δῶσω κόκκινο τριαντάφυλλο ». Καὶ ἔπεσε εἰς τὴν χλόη καὶ ἔκρυψε τὸ πρόσωπο του μὲ τὰ χέρια καὶ ἔκλαιε. 

« Διατὶ κλαίει αὐτός ; » ἠρώτησε μικρὴ πράσινη Σαύρα, διερχομένη ζωηρὰ κοντά του μέ τὴν οὐρὰ εἰς τὸν ἀέρα. 

« Ἀλήθεια, διατί; »   λέει Πεταλούδα ποὺ εκυνηγούσε μίαν ἀκτῖνα. 

« Ναί, διατί; »  έψιθύρισεν ἕνα Λευκάνθεμον εἰς τὸ πλαγινό τοῦ μὲ χαμηλὴν καὶ γλυκυτάτην φωνήν. 

« Κλαίει δι’ ἕνα τριαντάφυλλο κόκκινο » λέει τὸ Ἀηδόνι. 

« Δι’ ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο! »  εφώναξαν ὅλα « τί γελοῖο πρᾶγμα ! » Καὶ ἡ μικρὴ Σαύρα, ποὺ ήτο ὀλίγον ἀναιδής, ἐγέλασε δυνατά. 

Ἀλλά τὸ Ἀηδόνι ἐνόει τὸ μυστικόν τοῦ πόνου τοῦ Φοιτητοῦ, καὶ ἔμεινε σιωπηλὸν εἰς τὴν δρῦν, καὶ διενοεῖτο τὸ μυστήριον τοῦ Ἔρωτος. 

Ἔξαφνα ἄνοιξε τὰ στακτερά τοῦ πτερὰ διὰ νὰ πετάξῃ καὶ ὤρμησεν εἰς τὸν ἀέρα. Διῆλθε τὸ περιβόλι σὰν σκιὰ καὶ σὰν σκιὰ ἐπέτα ἐπάνω ἀπό τὰ φυτά. 

Εἷς τὸ μέσον τῆς χλόης ἔζη μία ὡραία τριανταφυλλιά, καὶ μόλις τὴν εἶδεν ἔπεσε εἰς ἕνα της κλωνὶ : 

« Δῶσε μου ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο »  λέει, «  καὶ θά σοῦ τραγουδήσω τὸ γλυκύτερο τραγούδι μου ». 

Ἀλλά τὸ Δένδρον ἐκίνησε τὸ κεφάλι του. 

« Τὰ τριαντάφυλλά μου εἶνε λευκά »  τοῦ λέει, «  λευκὰ σάν τὸν ἀφρό τῆς θαλάσσης καὶ λευκότερα ἀπό τὸ χιόνι εἰς τὰ βουνά. Ἀλλὰ πήγαινε νὰ ἰδῇς τὴν ἀδελφή μου, ποῦ μεγαλώνει εἰς τὰ πόδια τοῦ παλαιοῦ ἡλιακοῦ ὡρολογίου καὶ ἴσως νά σοῦ δώσῃ αὐτὴ αὐτὸ ποὺ ποθεῖς ». 

Τὸ Ἀηδόνι λοιπὸν ἐπέταξε εἰς τὴν Τριανταφυλλιά, ποὺ έμεγάλωνε εἰς τὰ πόδια τοῦ παλαιοῦ ἡλιακοῦ ὡρολογίου. 

« Δῶσε μου ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο » λέει, « καὶ θά σοῦ τραγουδήσω τὸ γλυκύτερο τραγούδι μου ». 

Ἀλλά τὸ Δένδρον ἐκίνησε τὸ κεφάλι του. 

« Τὰ τριαντάφυλλα μου εἶνε κίτρινα » του λέει, « σάν τὰ μαλλιά τῆς καθισμένης σειρῆνος, εἰς τὸν ηλέκτρινο θρόνο της, καὶ κιτρινώτερα τοῦ ἀσφοδέλου ποὺ ἀνθεῖ εἰς τοὺς ἀγροὺς πρὶν πάῃ μέ τὸ δρεπάνι τοῦ ὁ θεριστής. Ἀλλὰ πήγαινε νὰ ἰδῇς τὴν ἀδελφή μου ποὺ μεγαλώνει κάτω τοῦ παραθύρου τοῦ Φοιτητοῦ, καὶ ἴσως σοῦ δώσῃ αὐτὴ αὐτὸ ποὺ ποθεῖς » . 

Τὸ Ἀηδόνι λοιπὸν ἐπέταξε εἰς τὴν Τριανταφυλλιά, ποὺ έμεγάλωνε κάτω τοῦ παραθύρου τοῦ Φοιτητοῦ. 

« Δῶσε μου ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο » λέει, « καὶ θά σοῦ τραγουδήσω τὸ γλυκύτερο τραγούδι μου ». 

Ἀλλά τὸ Δένδρον ἐκίνησε τὸ κεφάλι του. 

« Τὰ τριαντάφυλλα μου εἶνε κόκκινα » του λέει, « κόκκινα σάν τὰ πόδια τοῦ περιστεριοῦ, καὶ κοκκινώτερα τῶν μεγάλων ριπιδίων ποῦ ἀναδεύονται ἀενάως εἰς τὸ σπήλαιον τοῦ Ὠκεανοῦ. Ἀλλ᾽ ὁ χειμὼν ἐπάγωσε τὶς φλέβες μου, καὶ ὁ πάγος ἔκαψε τὰ μπουμπούκια μου, καὶ ἡ καταιγὶς ἔσπασε τοὺς κλώνους μου, καὶ ὅλον τοῦτον τὸν χρόνο δὲν θὰ ἔχω τριαντάφυλλα »

« Ἕνα μόνο τριαντάφυλλο κόκκινο εἶνε ὅλο ὅλο ποὺ ποθῶ »  λέει τὸ Ἀηδόνι. «Μόνο ἕνα τριαντάφυλλο κόκκινο! Δὲν εἶνε τρόπος νά τὸ ἀποκτήσω; »

« Εἶνε ἕνας τρόπος » τοῦ λέει τὸ Δένδρον: «ἀλλὰ εἶνε τόσο τρομερὸς ποὺ δὲν τολμῶ νά σοῦ τὸν εἰπῶ» .. 

« Πές μου τὸν »  λέει τὸ Ἀηδόνι, « καὶ δὲν φοβοῦμαι ». 

« Ἂν ποθῇς ἕνα τριαντάφυλλο κόκκινο » λέει τὸ Δένδρον, « πρέπει νά τὸ δημιουργήσῃς μὲ μουσικὴν εἰς τὸ φῶς τῆς Σελήνης καὶ νά τὸ βάψῃς μ᾽ αὐτῆς τῆς καρδίας σου τὸ αἷμα. Πρέπει νά μου τραγουδήσῃς ἐμένα, μέ τὸ στῆθός σου βαλμένο ἀπάνου σ᾽ ἕνα ἀγκάθι, ὅλη τὴν νύκτα πρέπει νά μου τραγουδήσῃς ἐμένα, καί τὸ ἀγκάθι πρέπει νά σοῦ τρυπήσῃ τὴν καρδιά, καί τὸ αἷμα τῆς ζωῆς σου πρέπει νὰ χυθῇ εἰς τὶς δικές μου φλέβες ».

« Ὁ θάνατος εἶνε πολὺ μεγάλη πληρωμὴ δι’ ἕνα τριαντάφυλλο κόκκινο, » λέει τὸ Ἀηδόνι, « καὶ ἡ Ζωὴ εἶνε δι᾽ ὅλους καὶ πολύτιμη. Εἶνε καλὰ νὰ εἶνε κανεὶς εἰς τὸ πράσινο δάσος καὶ νὰ βλέπῃ τὸν Ἥλιο εἰς τὸ χρυσό του ἅρμα καί τὴν Σελήνη εἷς τὸ μαργαριταρένιο της ἁμάξι. Γλυκεία εἶνε ἡ εὐωδία τῆς λευκακάνθης καὶ γλυκεία εἶνε ἡ κληματίς ποῦ κρύβεται εἰς τοὺς ἀγροὺς καὶ ἡ έρείκη ποὺ κυματίζει εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ λόφου. Ἀλλὰ πάλιν ὁ Ἔρως εἶνε καλήτερος ἀπό τὴν Ζωήν, καί τί εἶνε καρδιὰ πουλιοῦ παραβαλλομένη μέ τὴν καρδιὰ ἑνὸς ἀνθρώπου; »

Ἅπλωσε λοιπόν τὰ στακτερά του πτερὰ διὰ νὰ πετάξῃ καὶ ὥρμησε εἰς τὸν ἀέρα· ἐπέρασε ἀπό τὸ περιβόλι σα σκιά, καὶ σὰ σκιὰ ἐπέτα ἐπάνω ἀπό τὰ φυτά. 

Ὁ νέος Φοιτητὴς ἐκοίτετο ἀκόμη εἰς τὴν χλόη, ὅπου τὸν εἶχε ἀφήσει, καί τὰ δάκρυα ἀκόμη δὲν εἶχαν στεγνώσει εἰς τὰ ὡραία του μάτια. 

« Χαίρου » εφώναξε τὸ Ἀηδόνι « χαίρου » ·  θὰ ἔχῃς τὸ τριαντάφυλλο σοῦ τὸ κόκκινο. Θὰ τὸ δημιουργήσω μὲ μουσικὴν εἰς τὸ φῶς τῆς Σελήνης, καὶ θὰ τὸ βάψω μ᾽ αὐτῆς τῆς καρδιᾶς μου τὸ αἷμα· ὅλο ὅλο ποῦ σοῦ ζητῶ δι᾽ αὐτό, εἶνε νὰ εἶσαι ἀληθινὰ ἐρωτευμένος, διότι ὁ Ἔρως εἶνε σοφώτερος ἀπό τὴ Φιλοσοφία, ἂν καὶ αὐτὴ εἶνε σοφή, καὶ δυνατώτερος ἀπό τὴν Δύναμη, ἂν καὶ αὐτὴ εἶνε δυνατή. Τὰ πτερά του ἔχουν τῆς φωτιᾶς τὸ χρῶμα καὶ σάν τὴν φωτιὰ εἶνε τὸ κορμί του. Τὰ χείλη του εἶνε ζαχαρωμένα σάν τὸ μέλι, καὶ ἡ πνοή τοῦ εἶνε σὰν λιβανωτὸς » .  

Ὁ Φοιτητὴς εἶδε ἀπό τὴν χλόη ποῦ ἦτο πεσμένος, καὶ ἤκουσε, ἀλλὰ δὲν ἐνόησε τί τοῦ ἔλεγε τὸ Ἀηδόνι, διότι δὲν ἐγνώριζε ἄλλο ἀπό τὰ πράγματα ποὺ εἶνε γραμμένα εἷς τὰ βιβλία. 

Ἀλλὰ ἡ Δρῦς ἐνόησε καὶ κατελυπήθη, διότι ἀγαποῦσε πολύ τὸ μικρό τὸ Ἀηδόνι, ποὺ εἶχε κτίσει τὴν φωληά του εἰς τοὺς κλώνους της. 

« Τραγούδησε μου ἕνα τελευταῖο τραγούδι » ἐψιθύρισε, « θὰ ἔχω τόση μοναξιὰ ὅταν θὰ φύγῃς ! » 

Τὸ Ἀηδόνι λοιπὸν έτραγούδησε εἰς τὴν Δρῦν, καὶ ἡ φωνή του ἦτο ὅλο φοῦσκες· σὰν χυνόμενο νερὸ ἀπὸ ἀσημένια ὑδρία. 

Ὅταν ἐτελείωσε τὸ τραγούδι του, ὁ Φοιτητὴς ἐσηκώθη καὶ ἔβγαλε ἀπό τὴν τσέπη του ἕνα μικρὸ τετράδιο καὶ ἕνα μολύβι. 

« Ἔχει πλαστικότητα », ἔλεγε φεύγων ἀπό τὴν χλόη, « αὐτὸ δὲν συζητεῖται ἀλλ’ ἔχει καὶ αἴσθημα; Φοβοῦμαι πὼς δὲν ἔχει. Ἄλλως τε εἶνε ὅπως ὅλοι οἱ καλλιτέχναι, εἶνε ὅλο ὕφος, χωρὶς καμμίαν εἰλικρίνεια. Δὲν θὰ ἐθυσιάζετο δι᾽ ἄλλον. Δὲν συλλογίζεται παρά τὴν μουσική, καὶ ὅλοι γνωρίζουν ὅτι αἱ τέχναι εἶνε ἐγωίστριαι. Πάλιν ὅμως πρέπει νὰ παραδεχθῇ κανείς, ὅτι ἔχει μερικοὺς ὡραίους φθόγγους εἰς τὴν φωνή του. Τί κρῖμα νὰ μὴ θέλουν νὰ ποῦν τίποτε, νὰ μὴ κάνουν κανένα πρακτικὸ καλὸ » · καὶ εἰσῆλθε εἰς τὸ δωμάτιόν του, καὶ κατεκλίθη εἰς τὸ στενό του κρεββάτι, καὶ ἤρχισε νὰ συλλογίζεται τὸν έρωτά του, καὶ ἔπειτα ἀπὸ λίγη ὥρα ἀπεκοιμήθη. 

Καὶ ὅταν ἡ Σελήνη ἔλαμψε εἰς τοὺς οὐρανούς, τὸ Ἀηδόνι ἐπέταξε εἰς τὴν Τριανταφυλλιά, καὶ ἔβαλε τὸ στῆθος του ἐπάνω εἰς τὸ ἀγκάθι. Ὅλην τὴν νύκτα ἐτραγούδησε, μέ τὸ στῆθος ἐπάνω εἰς τὸ ἀγκάθι, καὶ ἡ ψυχρὰ κρυσταλλίνη Σελήνη ἔκυψε καί τὸ ἤκουσε. ῞Ολην τὴν νύκτα ἐτραγούδησε, καί τὸ ἀγκάθι ἐχώθηκε ὁλοένα βαθύτερα εἰς τὸ στῆθός του, καί τὸ αἷμα τῆς ζωῆς του ἐχύθη ἀπὸ ᾽κεί. 

Ἐτραγούδησε πρῶτα τὴν γέννησιν τοῦ Ἔρωτος εἰς τὴν καρδιὰ κόρης καὶ ἀγοριοῦ. Καὶ εἰς τὸ ὑψηλότερο κλωνάρι τῆς Τριανταφυλλιᾶς ἄνθησε ἕνα θαυμάσιο τριαντάφυλλο, ἕνα ἕνα φύλλο, καθώς τὸ ἕνα τραγούδι ἀκολουθοῦσε τὸ ἄλλο τραγούδι. Χλωμὸ ἦτο πρῶτα, σὰν τὴν πάχνη ποὺ κρέμεται εἰς τὸν ποταμὸ – χλωμὸ σάν τὰ πόδια τῆς πρωίας, καὶ ἀσημένιο σάν τὰ πτερά τῆς αὐγῆς. Σάν τὴ σκιὰ τριανταφύλλου σὲ ἀσημένιον καθρέπτη, σὰν τὴν σκιὰ τριανταφύλλου σὲ λίμνη, ἦτο τὸ τριαντάφυλλο ποῦ ἄνθιζε εἰς τὸ ὑψηλότερο κλωνάρι τοῦ Δένδρου. 

Ἀλλά τὸ Δένδρον λέει εἰς τὸ Ἀηδόνι νὰ σπρώξῃ δυνατώτερα τὸ στῆθός του ἐπάνω εἰς τὸ ἀγκάθι. « Σπρῶξε δυνατώτερα, μικρό μου Ἀηδόνι »  λέει τὸ Δένδρον, «διότι θὰ φθάσῃ ἡ ἡμέρα πρὶν τελειώσῃ τὸ τριαντάφυλλο » . 

Τὸ Ἀηδόνι λοιπὸν ἔσπρωξε δυνατώτερα ἐπάνω εἰς τὸ ἀγκάθι, καὶ ἠχηρότερο ὁλοένα ἐγίνετο τὸ τραγούδι τοῦ, διότι έτραγουδοῦσε τὴν γέννησιν τοῦ Πάθους εἰς τὴν καρδιὰ ἀνδρὸς καὶ παρθένου.

Ἁβρά κοκκινάδα ἀνέβη εἰς τὰ φύλλα τοῦ τριανταφύλλου, σάν τὴν κοκκινάδα τοῦ νυμφίου ὅταν φιλῇ τῆς νύμφης τὰ χείλη. Ἀλλά τὸ ἀγκάθι δὲν εἶχε φθάσει ἀκόμη τὴν καρδιά τοῦ Ἀηδονιοῦ, ὥστε ἡ καρδιά τοῦ τριανταφύλλου ἔμεινε λευκή, διότι μόνο τὸ αἷμα καρδιᾶς ἀηδονιοῦ ἔχει τὴν δύναμι νὰ πορφυρώσῃ τὴν καρδιὰ τριανταφύλλου.

Καί τὸ Δένδρον λέει εἰς τὸ Ἀηδόνι νὰ σπρώξῃ δυνατώτερα τὸ στῆθός τοῦ ἐπάνω εἰς τὸ ἀγκάθι. « Σπρῶξε δυνατώτερα, μικρό μου Ἀηδόνι » λέει τὸ Δένδρον, «διότι θὰ φθάσῃ ἡ ἡμέρα πρὶν τελειώσῃ τὸ τριαντάφυλλο ». 

Τὸ Ἀηδόνι λοιπὸν ἔσπρωξε δυνατώτερα τὸ στῆθός του ἐπάνω εἰς τὸ ἀγκάθι, καί τὸ ἀγκάθι τοῦ ἤγγισε τὴν καρδιὰ καὶ ἄγριον ῥῖγος πόνου τὸ σπάραξε. Πικρὸς πικρὸς ἦτο ὁ πόνος του, καὶ ὁλοένα ἀγριώτερο ἐγίνετο τὸ τραγοῦδί του, διότι ἐτραγουδούσε τὸν Ἔρωτα ποῦ ἀποτελειώνεται ἀπό τὸν Θάνατο, τὸν Ἔρωτα ποῦ δὲν πεθαίνει εἰς τὸν τάφον. 

Καὶ τὸ θαυμάσιο τριαντάφυλλο ἔγεινε κατακόκκινο, σὰν τὸ τριαντάφυλλο τοῦ οὐρανοῦ τῆς Ἀνατολῆς. Κατακόκκινη ἦτο ἡ ζώνη τῶν φύλλων του, καὶ κατακόκκινη σὰν ρουμπίνι ήτο ἡ καρδιά του. 

Ἀλλ᾽ ἡ φωνή τοῦ Ἀηδονιοῦ αδυνάτησε, καί τὰ μικρά του πτερὰ ἤρχισαν νὰ σπαράζουν, καὶ μία μεμβράνη τοῦ ἐκάλυψε τὰ μάτια · ὁλοένα αδυνατώτερο ἐγίνετο τὸ τραγούδι του καὶ ἠσθάνετο εἰς τὸν λαιμό τοῦ κάτι νά τὸ πνίγῃ. 

Τότε ἄφησε μία τελευταία πνοὴ μουσικῆς. Ἡ λευκὴ Σελήνη τὴν ἤκουσε, καὶ ἐλησμόνησε τὴν αὐγή, καὶ ἐβράδυνεν εἰς τὸν οὐρανό. Τὸ κόκκινο τριαντάφυλλο τὴν ἤκουσε, καὶ τρέμον ὁλόκληρο ἀπὸ ἔκστασιν ἄνοιξε τὰ φύλλα του εἰς τὸν ψυχρὸν ἀέρα τῆς αὐγῆς. Ἡ Ἠχώ τὴν ἐπῆγε ἕως τὸ μενεξεδένιο τῆς σπήλαιον εἰς τὰ βουνὰ καὶ ἔσυρεν ἀπό τὰ ὄνειρα τοὺς κοιμισμένους βοσκούς. Ἀεροπόρησεν ἕως τὰ καλάμια τοῦ ποταμοῦ, κ᾽ ἐκεῖνα ἐπῆγαν τὸ μήνυμα εἰς τὴν θάλασσα. 

« Κύττα! κύττα! » λέει τὸ Δένδρον, « τὸ τριαντάφυλλο εἶνε τελειωμένο τώρα»· ἀλλά τὸ Ἀηδόνι δὲν ἀπεκρίθη τίποτε, διότι ἐκοίτετο νεκρὸ εἰς τὴν ὑψηλὴ χλόη, μέ τὸ ἀγκάθι εἰς τὴν καρδιά του. 

Καί τὸ μεσημέρι ὁ Φοιτητὴς ἄνοιξε τὸ παράθυρο τοῦ καὶ έκύτταξεν ἔξω. 

« Ἔλα δά! τί παράδοξη τύχη » εφώναξε, « νὰ ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο! Εἰς ὅλη μου τὴ ζωὴ δὲν εἶδα παρόμοιο τριαντάφυλλο. Εἶνε τόσον ὡραῖο, ποὺ εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ ἔχῃ ἕνα μακρὺ ὄνομα λατινικό ». Καὶ ἔκυψε καί τὸ ἔκοψε. 

Τότε ἔβαλε τὸ καπέλλο του, καὶ έτρεξεν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Καθηγητοῦ, μέ τὸ τριαντάφυλλο εἰς τὸ χέρι. 

Ἡ κόρη τοῦ Καθηγητοῦ ἐκάθητο εἰς τὴν θύραν τυλίγουσα σὲ κουβαρίστρα μενεξεδένιο μετάξι, μέ τὸ σκυλάκι της καθισμένο κοντά. 

« Μου εἶπες ὅτι θὰ χορεύσῃς μ᾽ ἐμένα, ἐάν σοῦ ἔφερνα ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο » , λέει χαρούμενος ὁ Φοιτητής. « Νὰ τὸ κοκκινώτερο τριαντάφυλλο τοῦ κόσμου. Θά τὸ βάλῃς τὸ βράδυ εἰς τὸ στῆθός σοῦ, ἐπάνω εἰς τὴν καρδιά σου, καὶ ὅταν θὰ χορεύουμε μαζί, αὐτὸ θὰ σοῦ λέῃ πόσο σὲ ἀγαπῶ » . 

Ἀλλ᾽ ἡ κόρη ἐσούφρωσε τὰ φρύδια. 

« Φοβοῦμαι ὅτι δὲν πάει καλὰ μὲ τὸ φόρεμά μου » , λέει: « καὶ ἔπειτα, ὁ ἀνεψιός τοῦ αὐλικοῦ μου ἔστειλεν ἀληθινὰ κοσμήματα, καὶ καταλαβαίνεις ὅτι τὰ κοσμήματα ἀξίζουν πολὺ ἀκριβότερα ἀπό τὰ ἄνθη ».

«  Mά τὴν ἀλήθεια, εἶσαι πολὺ ἀχάριστη! »  λέει ὁ Φοιτητής μὲ θυμό. Καὶ ἐπέταξε τὸ τριαντάφυλλο εἰς τὸν δρόμο, ὅπου έπεσεν εἰς τὸ αὐλάκι, καὶ ὅπου ἡ ρόδα κάρρου ἐπέρασεν ἐπάνω του. 

« Ἀχάριστη; »  λέει ἡ κόρη. « Καὶ ἐγώ σοῦ λέω ὅτι εἶσαι πολὺ χωριάτης · καὶ ἐπὶ τέλους τί εἶσαι σύ, κύριε ; ἕνας φοιτητὴς καὶ τίποτε ἄλλο. Μοῦ φαίνεται μάλιστα ὅτι δὲν ἔχεις ἀσημένιους φιόγγους εἷς τὰ ὑποδήματα σου, καθὼς ἔχει ὁ ἀνεψιός τοῦ αὐλικοῦ » . Καὶ ἐσηκώθη ἀπὸ τὸ κάθισμα της καὶ εἰσήλθεν εἰς τὸ σπίτι. 

« Πόσον ἀνόητο πρᾶγμα εἶνε ὁ Ἔρως » λέει φεύγων ὁ Φοιτητής. « Ὁ Ἔρως δὲν ἔχει οὔτε τὴν μισὴ ὠφέλεια τῆς λογικῆς, διότι τίποτε δὲν ἀποδεικνύει, καί σοῦ ὁμιλεῖ ὅλην τὴν ὥρα διὰ πράγματα ποῦ δὲν θὰ συμβοῦν, καί σὲ ἀναγκάζει νὰ πιστεύης πράγματα ποῦ δὲν εἶνε ἀληθινά. Ἀλήθεια, ὁ Ἔρως δὲν εἶνε πρακτικός, καὶ ὅπως εἷς τὴν ἐποχή μᾶς τὸ πᾶν εἶνε νὰ εἶνε κανεὶς πρακτικός, θὰ ριχθῶ πάλιν εἰς τὴν Φιλοσοφία καὶ θὰ μελετήσω Μεταφυσική ». 

Ἐγύρισε λοιπὸν εἰς τὸ δωμάτιον του, καὶ επήρεν ἕνα μεγάλο σκονισμένο βιβλίο, καὶ ἤρχισε τὸ διάβασμα.

ΟΣΚΑΡ ΓΟΥΑΪΛΔ

 Μετάφρασις Μαιάνδρου

Μετάφρασις Μαίανδρος. 

η. Βωδελαίρ – Πεζά Ποιήματα – Το Μικρόν Άστυ, 21 Νοεμβρίου 1899: ΑΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΗΤΟ / ΑΘΗΣΑΥΡΙΣΤΟ ;; : !!!

-Ποῖον ἀγαπᾶς περισσότερον, ἄνθρωπε μυστηριώδη; εἰπὲ! τὸν πατέρα σου, τὴν μητέρα σου, τὴν ἀδελφὴν ἢ τὸν ἀδελφὸν σου; 

– Δὲν ἔχω οὔτε πατέρα, οὔτε μητέρα, οὔτε ἀδελφὴν, οὔτε ἀδελφόν.

– Τοὺς φίλους σου ; 

–  Μεταχειρίζεσαι λέξιν, τῆς ὁποίας μέχρι τοῦδε δὲν ἐνόησα τὴν ἔννοιαν,

– Τὴν πατρίδα σου ;

– Ἀγνοῶ ποῦ τῆς γῆς εὐρίσκεται.

–  Τὸ καλόν ;

– Θὰ ἀγαποῦσα εὐχαρίστως τὴν ἀθάνατον θεάν τοῦ καλοῦ. 

– Τὸν χρυσόν ;

– Τὸν μισῶ.

– Καὶ τὶ ἀγαπᾶς λοιπόν, ξένε ἀλλόκοτε ;

– Ἀγαπῶ τὰ νέφη… τὰ νέφη ποῦ περνοῦν ἐκεὶ κάτω…

τὰ νέφη τὰ θαυμάσια…

(Βωδελαίρ)

ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ ΜΗ ΔΑΚΤΥΛΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ ΚΑΛΩΣ – ΠΡΟΧΕΙΡΑ:

ΤΙΓΡΑΝ ΥΕΡΓΑΤ 

«Τιγρὰν Ὑεργὰτ» (Ὡς Νεοέλλην· ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 24-11-1899)

«Ο πολυ φίλητος υιός μου Garabed απέθανεν σήμερον», λέγει τηλεγράφημα μητρός. 

Και η κραυγή του άλγους καρδίας μητρικής, ερχομένη από τον μακρινών οχθών του Βο σπόρου εις τάς όχθες του Ιλισσού και φέρουσα τον θάνατον φίλου, διαπερά στην καρδίαν και. εντείνει την λύπην δι’ όλης της σιωπής των γραφικών σημείων. Ουδέν κίνημα, ουδεμία έκ Φρασις είναι δυνατή προς τον και μακράν να κρών φίλον, επί του οποίου θα κλίνουν τώρα οφθαλμοί χύνοντες ποταμούς δακρύων, σπα ρασσομένης μητρικής καρδίας εις δστάτους – σπασμούς. 

Και είναι λυπηρά η ιδέα δει, ούτε ταγαπη μένα του Υμηττού ια, ο τι ταγαπημένα της *Αττικής ρόδα θα θωπεύ σουν τον νεκρών του θερμού της Ελληνικής Ιδέας εραστούν αλλ’ ίνα Ιτι λυπηρότερα και ιδέα ότι, δπο τον τρόμιον του θηριωδεστέρου των δεσποτών, ούτε οι αρμενικοί παιάνες και θρήνοι θα συνο δεύσουν την ταφήν του προμάχου της αρμενι κής ιδέας, του οποίου όλη η ζωή εκάη εις το Ιδανικός της ελευθερίας της φυλής του. 

Εις πολλών την καρδίαν θάναζήση ή ευγει νκστάτη φυσιογνωμία με το άίτειον βλέμμα, με την ραμφοειδή ρίνα, την άρμοζομένην – σχυρώς, με χείλη πλήρη δυνάμεως, θελήσεως και υπερηφανείας του ‘Αρμενίου «υπατρίδου, ολόκληρος ή ανάμνησις της ισχυράς και ποιη τικής ψυχής, της έκδηλουμένης διά τών ά πλουστέρων και ηγεμονικωτέρων κινήσεων. “Έκ τόσης νεότητος και κάλλους ιδέας η εικών αυτή απομένει μόνον. 

Υπό το πλήγμα όμως του θανάτου, ο θια – νόντες αναζουν ολόκληροι εις την ψυχήν των φίλων.Μυριάκις ζωντανώτεροι, μυριάκις φωτει νότεροι των ζωηροτέρων στιγμών της ζωής των, αναζούν με έντασιν ακροτάτην, διότι και θάνατος θέλει να εγχαράξη βαθύταραν την « κόνα των απερχομένων, οι οποίοι εισέρχονται εις την πέραν του τάφου ζωήν, ής μόνη βε βαία «να ή εφήμερος επιβίωσης των νεκρών εν τη μνήμη των εφημέρων επίσης ομοίων, ών την ψυχήν αθώπευσαν εν τη ζωή. 

“Αλλ’ ενώ θέλω να μεταδώσω έκ καθήκον – τoς τις φιλους κοινούς την είδησιν του θανάτου της ποιητικής αυτής μορφής και φωτίσω διά τους αγνώστους φυσιογνωμίαν ανθρώπου εργα σθέντος εξ έρωτος διά την πατρίδα των, αι σθάνομαι μόνον την ανάγκην να ψάλλω ένα πράγμα ώραζον. 

Διότι εξ όλων των αναμνήσεων αναδόουν της ψυχής μου μόνον εικόνας ωραίαι και αρ μονίαι Ιδεών, αναδύουν μόνον άνθη, άνθη λευκά και ρόδινα, άνθη Ιόχροα και άνθη καταπόρφυρα, πλήρη ρώμης και κάλλους, άνθη αβρότερα κρί νων, άνθη ποιητικώτερα μαραινομένων των. 

Η ωραία του ζωή με την ωραίαν του μορ φήν απετέλουν ανθρώπινον άνθος αλησμόνητον. Σπανίως ωραία και υψηλή ψυχή έλαβαν ενσαρ κον ένδυμα, τελειότερον εκφράζον ωραίαν και γενναισαν ιδέαν και σπανιότατα Ενσαρκων ένδυμα περιαλγές παρηκολούθησε τόσον γενναίως και παγκάλως καιόμενον, την καύσιν ωραίας ψυ χής” διότι σπανίως σώμα και ψυχή εκάη ώ ραία ώς λαμπάς μέχρι της υστάτης στιγμής εις τον βωμόν του “Ιδανικού. 

• Υπό την έντασιν του ισχυροτάτου φωτός, δια του οποίου καταλάμπει η ψυχή το παρελ θόν ένα συνθέση και συγκρατήση δια παντός την εικόνα των αγαπημένων νεκρών, βλέπω, ακούω, αισθάνομαι αυτόν. 

Όμιλώ διά τήν ‘Αρμενίαν, διά την φύσει δούλην αυτήν φυλήν του, ήτις αδυνατεί να συλλάβη την αποφασιστικήν θέλησιν της ελευ 

θερίας, εις την οποίαν ψυχαι της υπεροχής αυ. | του προσεπάθησαν να εμφυσήσουν πνοήν γεν ναίαν” διά την φυλήν της οποίας οι ασθενείς άνθρωποι προσφέρουν κατά μυριάδας τους πτης νοειδείς λαιμούς των εις τον θερισμός του τουρκικού γιαταγανίου. 

Το ισχνότερον των σωμάτων τονούται και | λαμβάνει ύφος γενναιου πολεμιστού, το στόμα μορφήν αγέρωχον, τα χείλη εκπέμπουν πύρ αποστολικόν, ο οφθαλμός οξύς και ευρύς λέ 

γει το μίσος, το βλέμμα άέτειον εκφράζει την | ανδρείαν και είναι τόσον ισχυρά και γενναία πνοή | της ψυχής του, ώστε παρισια εικόνα έντονω | τάτης του ιδανικού ‘Αρμενίου πολεμιστου επί 

των υψηλών κορυφών των ορίων. 

Εινε και προγεγραμμένος σημαιοφόρος της αρμενικής Ιδέας, και διασχίζων της Ευρώπης και αγωνιζόμενος διά του καλάμου και του λόγου, λόγου και καλάμου στρατιώτου” είπε ο άνθρω πος και ζών και κατακαιόμενος όλος διά το ιδα νετοι της Πατρίδος. 

Κατά την πρωινήν ώραν εαρινής ημέρας, ενώ | ο ήλιος όπισθεν του Υμηττού προπέμπει τα τα και τα ρόδα, αναμένεται προ του Δεξιλεω, ή μοναδική στιγμή κατά την οποίαν και παγκαλος ίππους και εστραμμένος προς τον ήλιον θα φανή ζωογονούμενος υπό το βαθμιαίως εντεινόμενον ρόδιναν φώς και υπό τον ισχυρών μετ’ ολί γον φωτισμόν θα φανερώση ζωήν υπερτέραν της φυσικής. 

Βαθεία γαλήνη κρατεί σεμνώς το ενσαρκών ένδυμα,εκ των ηδυνoμένων χειλέων ρέουνμουσι 

και αρμονίαι, οι οφθαλμοί πληρούνται ποιήσεως, 1 ή χείρ δψούται άσυναισθήτως εις κινήματα α | δρότατα και θρησκευτικά. Περιχαρής και ψυχή 

εναγκαλίζεται το αιώνιον ωραίον και το εφήμε ΚΑυ natoυ. Περιχαρής δέχεται τάς σιωπη 

λάς έκρεούσας αρμονίας του γλυπτικού και ψυ χικού κάλλους. 

Είνε ο ποιητής, του οποίου η ψυχή δονείται ολόκληρος, ανοίγεται και φωτίζεται εξ υπερτέρας πνοής, και αισθανόμενος αναδύοντας νέους πόθους από τον κόσμον των αορίστων ακόμη συναισθη μάτων, πόθους νέους ανωτέρους,και μαγευμένος ποιητής έκ του ελληνικού κάλλους και όνει ρευόμενος να ζήση εις τους πρόποδας της Α. κροπόλεως Τα εν μέσω της καλλονής των φυ – σικών και τεχνικών εικόνων εκφράση το διει ρον του ωραίου. 

Κατά τας λυπηροτάτας ώρας της ζωής η μών, καθ’ ας ανελίσσεται το απαισιον θέαμα πατρίδος καταρραπιζομένης πανταχόθεν οπό μικρών και μεγάλων, ξένων και εντοπίων” κατά τας ώρας του αποτροπαίου θεάματος, καθ’ ας έπνευσε μανία ασύστολος αυτοπεριφρονή σεως και αυτοεξευτελισμού” καθ’ ας προσεφέ ρετο εις πάντα ξέναν πάν έλκος, πάν άγος 

της οικτράς ημών ζωής, με μιαν έλλειψιν συν Παισθήσεως και έλλειψιν ανθρωπισμού άλγεινο” 

τάτην, διέμεινεν και θερμός φίλος της συγχρόνου. “Ελλάδος. 

Είνε ο νούς, και υπέροχος και επιστήμων, και μη επηρεαζόμενος έκ της τυφλής βοής των o χλων, και γνωρίζων να βλέπη την ζωτικότητα των λαών και βαθυτάτη θα διαμείνη η αγάπη μου προς τον νεκρών τώρα φίλον πλησίον της ξένης ψυχής του οποίου ηδόνατό της να εύρη θερμήν αγάπην της ιδίας αυτού πατρίδος, όταν ήαναπνοή άπέβαινεν αδύνατος εν μέσω των 5 χλων, 

Έντος θαλάμου φωτεινού πλησίον ρόδων μαραινομένων και ωραία του μορφή λαμβάνα 

Αας, και οία που την δψίστην έντασιν και η ορμή προς το ιδανικόν την ποιη τιχωτέραν μορφήν. Όλαι αι ιδέαι των αιωνίων προβλημάτων της ζωής περιπτάμεναι συνθέ τουν την πολυθόρυβον αρμονίαν των ανθρωπί Yων σκέψεων. . 

Ο θάλαμος είνε νοσοκομείου κοιτών και και όψιστος οίστρηλάτης και θάνατος ή νεαρωτάτη το σαι Βαθότατα τραύματα και άλλη σε ρεται αμετακλήτως προς τον τάφον” αλλά πάντα κεκαλυμμένα αφήνουν βραχίονα διαγρά φοντα σχήματα ποιητικά, χείλη μειδιώντα όψη λοφρόνως. 

“Οχι εξ ολων των εικόνων, τας οποίας ή ψυχή μου διατηρεί ζωηροτάτας, ούτε μία δεν επιτρέει θρηνωδίαν. “Όχι! ο θάνατος φίλου διατελέσαντος ώς πάγκαλον είδος, του οποίου ολόκληρος η ζωή εκάη εις τον βωμόν του Ιδανικού, η ζωή ολόκληρος εξεδήλου την ιδέαν, παράγει μόνον λύπην αρμονίας παυούσης. “Όχι! τον βαίνοντα διά της οδυνηροτέρας και μακρο τέρας οδού προς τον τάφον και μέχρις οστάτης στιγμής αφοσιωμένον εις την ιδέαν χαιρετών όπως τους γενναίους και υπερόχους τους περι φρονούντας τας ανθρωπίνας ματαιότητας και ποταπότητας όλας. 

Φίλοι και ποιηται, ούς ηγάπησε και παρά των οποίων ηγαπήθη, των οποίων την πατρίδα και τα έργα επόθει να εξυμνήση, θα χάνουν τον νεαρόν του δια στίχων ανταξίων. 

Εγώ,δστις έγνώρισα κατά βάθος την ψυχήν, την καρδίαν και τον νούν του νεκρωθέντος ξένου φίλου και κιθάνθην το μέλλον άσμα ζωής νεαρω: τάτης, δπερ δεν θα εκδηλώση ποτί πλέον, ώς μόνην εκδήλωσιν πένθους, ως μόνην επιτάφιον σπονδην αισθάνομαι μόνον την ώθησαν να λάβω τα προ έμού φιλημένα ρόδα, ένα θωπεδων αυτά και διά των εμών χειλέων αναρρίψω και εδω καταπίπτοντα πέταλα ανθέων. 

Τα λευκά και ρόδινα πέταλα διέγραψαν την φοράν όλων των ωραίων πραγμάτων, άτινα ά ναδύουν εις την ζωήν, αιωρούνται επ’ ολίγον εις το φως και καταδόουν” τα λευκά και ρό δινα πέταλα διατηρούντα το κάλλος των λέ γουν την ζωήν όλων των ωραίων φύσεων, αι οποίαι ζούν αδιάφοροι προς πάν μη υψηλόν και ωραίος και θνήσκουν παγκάλως. 

Νεοέλλην 

Death of Tigran Yergat (December 1, 1899)

A short-lived and forgotten name of Armenian letters and political struggle in the late nineteenth century, Garabed Bilezikji was born in Constantinople from a Catholic family of amiras (upper class merchants) in 1870. His father died at the age of 28 and his mother, who belonged to the well-to-do Tingir family, returned to her father’s home with her children.

Little Garabed was given private lessons of Turkish and Armenian, and learned Greek through his nanny. In 1880 he moved to Paris with his mother and entered the boarding school of the Dominican fathers in Argueuil. He graduated in 1887 with honors. After spending a year in the United States, where he studied American literature and perfected his English, he came back to Paris in 1889 and took a modest position at a bank, while devoted to literary and political activities, and adopted the pseudonym of Tigran Yergat.



He maintained close relations with Emile Zola, Jean Jaures, Maurice Barres, and other remarkable figures of French intellectual life, which opened the doors of the press to him. He published many articles in French journals about the peoples of the Orient, Oriental life and customs, and the Armenian Question. He contributed to Nouvelle Revue, Le Figaro , and other publications, and was a much-sought lecturer.

In 1893 the Tingir family lost most of its fortune due to the economic crisis in Turkey, and Yergat was forced to return to Constantinople. He taught French and clandestinely contributed to Revue des Revues with patriotic poems by Kamar Katiba in French translation and articles denouncing the anti-Armenian policies of Sultan Abdul Hamid II. He also wrote articles calling for revolutionary action in the newspaper Hairenik of Constantinople. In August 1896, when the Armenian Revolutionary Federation executed the occupation of the Ottoman Bank, Tigran Yergat’s brother, Mardiros Bileziji, a bank employee, was persuaded by the leaders of the group, Armen Garo and Hrach Tiryakian, to write in Turkish the famous warning to the sultan by the Armenian revolutionaries. Yergat would tell his mother: “They entered the bank like heroes, but they should have exploded the building rather than leaving it like that, without any result. Would my brother have been lost there? Who cares, it would have been for the glory of Armenia…” 

Tigran Yergat also showed his capacities for political and lobby efforts. He was in close contact with Patriarch Mateos Izmirlian (1892-1896), who was finally exiled to Jerusalem by Hamid due to his continuous protests against the “Red Sultan.” He also was the subject of persecution, which forced him to leave Constantinople in October 1896 with help from the secretary of the British embassy.

He went to Greece, where he would mostly spend the next years. He actively cooperated with the Crete rebellion of 1897 and the subsequent Greek-Turkish war, becoming a member of the political organization “Eteria” and working to create a rapprochement between Greek and Armenian revolutionaries. In 1898 he took upon himself the organization of a French military expedition to Cilicia, which remained unfinished due to his death. In fact, his health took a fast turn to the worse early that year. He was forced to move to Cairo, near his brothers, looking for a recovery. During his short sojourn in Egypt, he became a member of the A.R.F.

However, in the spring of 1899, upon his mother’s entreaties, Tigran Yergat returned to Constantinople, physically devastated. He was taken to the hospital, where he passed away on December 1, 1899. An obituary published in the A.R.F. organ Droshak stated: “The storm of revolution, the adoration of epic feats existed in Tigran Yergat as an embodiment of protest, framed within a tender smile. Alas! A wild disease, tuberculosis, destroyed that kind and honorable life.

«Οἱ ἀποτρόπαιοι θεοί» (Ὡς Θ. Θάνατος· ἐφ. «Τὸ Ἄστυ», 13-9-1904)

Απο ΗΜΕΡΑΣ ΕΙΣ ΗΜΕΡΑΝ 

ΟΙ ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΟΙ ΘΕΟΙ 

ΕΙς αιών σχεδόν διήλθεν άφ’ ότου ήχησεν από τον Ίστρου ή σάλπιγξ της αποκληθείσης – δολοφονικώς μέν υπό των βαρβάρων, ηλι Θίως δε υφ’ ημών των ιδίων-έκ νεκρών ανα στάσεως. Εις αιών σχεδόν παρήλθεν αφότου αντήχησεν από περάτων έως περάτων των ελληνικών χωμάτων και κυκλώπειος κραυγή : Ελευθερία ή θάνατος. Εις αιών σχεδόν διέρ ρευσεν αφότου εκροτοβάλουν τα τηλεβόλα τραντάζοντα τον ελληνικών αέρα, συγκλονούν τα τα πολυστένακτα στέρνα των αιματοπνί κτων ηρώων, των οποίων τα καπνισμένα πρόσωπα διηρώτων εν τρόμο τα αίματόφυρτα Ο νέφη, εάν θα προκύψη από την στυγνήν ολοκαύτωσιν η ζωή και ο θάνατος, εάν θα νικήση το ελεεινόν γέννημα της κτηνώδους δύσεως, ο Ο δεσποτισμός-ο χριστοφόρος αυτός κισλάρα | γας, ο κρατών τα θύματα επί της κλίνης των Ο σουλτανικών οργίων-ή εάν θα νικήση ή φαεινη κόρη της Ελλάδος, η Ελευθερία. | ΕΙς αιών σχεδόν επέρασεν αφότου κατά τα Η έσχατα ξεψυχίσματα των υστάτων ηρωισμών, των ανατινάξεων των τελευταίων επάλξεων, ένα όραμα τρομερώτατον διέσχιζε τα ερημω μένα και καπνίζοντα από το πυρ και αχνίζον 

τα από το αίμα άγια χώματα: αφ’ ότου γυ ναικοπαιδων συνοδεία αφάνταστος, γυμνωμέ νων, ατιμασμένων, πληγωμένων, επέρνα όλο φυρομένη, κρεμασμένη από την προβαίνουσαν γιγαντόσωμον μητέρα Ελλάδα κουρελιασμέ νην, καταμαχαιρωμένην, άλλ’ ακόμη γιγαν τόψυχον, ήτις επέρνα βιαίως, βοώσα σπαρα κτικώτατα Ελευθερία ή θάνατος. Και μόλις πρό της υστάτης πνοής απήντα η ηχώ έλευ θερία και Εβεβαιούτο η νίκη και Εβεβαιούτο ή ζωή. 

ΕΙς αιών σχεδόν εξέπνευσεν έκτοτε, καθη. μερινών εναγωνίων εφόδων προς την ζωήν και όλοι, από των κορυφαιοτάτων μέχρι των κατωτάτων, βλέπομεν τους διαπύρους ημών πόθους μαραινομένους, τους διαπύρους ημών και αγίους αγώνας θραυομένους, τας νέας ο λοθέρμους ορμάς, προς τα γεναία και τα υψη λά και τα ωραία, ολοέν αναγεννωμένας άλλ’ αναστελλομένας ολοένα και όλοι από των μεγί στων μέχρι των ελαχίστων, έχομεν καταλυ πημένην την καρδίαν,καταπικραμένην την ψυ χήν και παλαίομεν εν πυρετώ, ωθούμενοι από την ισχυράν νοσταλγίαν της φύσεως ημών διά το ύψος και το κάλλος, και όλαι αι ενέρ γειαι ημών, και αναβλύζουσαι, από την κρα ταιοτάτην μας ψυχήν, την πλασμένης από τα μαρτύρια και τους θριάμβους αιώνων αιώνων, υπέροχον και ακαταμάχητον, όλαι αι ενέργειαι ημών αι διευθυνόμεναι από την θέλησιν των υποχθονίων ριζών του δένδρου, του οποίου 

είμεθα οι τελευταίοι βλαστοί, όλαι αι ενέρ γειαι ήμών συγκρημνίζονται και συμπνίγονται εις ένα λυγμόν, 

Διότι εις την ονειρώδη γήν, την πάμφωτον, δύο καταχθόνιοι βασιλεύουν Θεοι γηγενείς, πανωλεθριοι, καλούμενοι :

ΦΘΟΝΟΣ της ΔΙΧΟΝΟΙΑ 

“Αρρην θεόρατος και εις προσκλίνων δίδει τον βραχίονα τρυφερώτατα εις την θυγατέρα του – αποτελούντες ζεύγος αδιάσπαστον και φρικαλέον – την θυγατέρα, της οποίας, κατά τον πρώτον ποιητών, τα πόδια πατούν εις την γήν και το μέτωπον ψαύει τον σμα ράγδινον ουρανόν. 

Και το καταχθόνιον ζεύγος, αθάνατον, παντοκρατορούν, οργώνει προαιωνίως την Ελληνικήν ζωήν, από της πρώτης ημων μυ θικής αυγής, θέτον την φρικτών του σφραγίδα επί των έργων πάσης ημέρας. ‘Ακάματον επί αιώνας αιώνων, δεν εκουράσθη ουδέ μίαν η μέραν, δεν ανεπαύθη ουδέ μίαν στιγμήν. 

“Δέκα αἰῶνας πρό τοῦ Ναζωραίου εἰς τὰς πρώτας στροφάς τοῦ πρώτου γνησίου καὶ κορυφαιοτάτου Εὐαγγελίου ἡμῶν ψάλλει ὁ ποιητής τὴν μῆνιν Πηλειάδεω Ἂχιλλήoς -τὴν ἐγκατάλειψιν κρισίμου ἀγῶνος εἰς κρισιμωτάτην στιγμήν,  ἕνεκα θήλεος ἀδιαφορωτάτου– τὴν διχόνοιαν καὶ μετὰ εἴκοσιν ἐννέα αἰώνων πάροδον, εἰς τὸ πρώτον θούριον τῆς ὀρθωθείσης Ἑλλάδος ἀνταπαντᾷ ἔσχατος ἀπόγονος ὁ ποιητὴς εἰς τὸν Ὕμνον τῆς Ἐλευθερίας ἀφιερῶν δεκατρεῖς φλογερὰς στροφὰς εἰς τὴν διχόνοιαν καὶ τὸν φθόνον, τῶν ὁποίων τὸ μέτωπον τώρα κτυπᾷ τὸ πάτωμα τοῦ τρίτου οὐρανοῦ.”

ΏI πώς τρέμει η ψυχή, όταν ακολουθη δια μέσου των αιώνων το ελληνικών Δράμα 

Ενώ πάντοτε τα πάντα ορμούν φαεινά, φαί νονται βαίνοντα με λαμπροτάτην δύναμιν, ανελίσσονται πανίσχυρα ανερχόμενα περί λαμπρα πρός τάς άπατητους κορυφές των 

ανεφίκτων μεγαλείων, προς τα παρθένα ύψη Γ των υπερανθρώπων ηρωισμών της δυνάμεως και του κάλλους, εμφανίζεται το φρικαλέον ζεύγος, οι αθάνατοι και άγρυπνοι δαίμονες, πολλάκις ένα βήμα προ της συντελείας και ως άριστοτέχναι δραματοποιο απομακρύνουν όλας τας σωτηρίους δυνάμεις, αι οποίαι ανα βλύζουν αδρότατα από το ελληνικόν χώμα και υπάρχουν πάντα αθρόαι, ανατρέπουν τα πάντα, ωθούν την δράσιν εις εσχάτην τρα γωδίαν, φέρουν τα πάντα εις τον όλεθρον, κρεμώντες τα πάντα εις το χείλος του κρη μνου και διαμένουν οι δαιμόνιοι ευφραινόμενο! από την οξυτάτην συγκίνησιν και δεν απο σύρονται και δεν κατανικώνται και από τους υστάτους απηλπισμένους τιναγμούς, ίνα επαν έλθουν και εμφανισθούν πάλιν μετά μίαν στιγμήν. 

Και δεν εκουράσθησαν και δεν κουράζονται και δεν θα κουρασθούν ποτέ οι ακάματοι δαίμονες, οι συντελούντες τάς τραγικωτάτας εκφάνσεις της θείας ελληνικής εποποιίας, ήτις δια μέσου των αιώνων διέρχεται πάγκαλος 

και τραγικωτάτη άνωθεν των ανθρωπίνων, ως φυσική δύναμις ακαταμάχητος, τελικώς διαβαίνουσα όλων των εμποδίων, εκτελούσα ως πλανητικόν σώμα την αιωνίαν του τροχιάν, ως φοτοδότης αστήρ βαίνων εις τον μοιραίον προορισμόν. O Και δεν εκουράσθησαν και δεν κουράζονται και δεν θα κουρασθούν ποτέ οι ακάματοι δαι μονες και ό,τι συνέβη εις τους παρελθόντας αιώνας θα συμβαίνη εις όλους τους μέλλοντας αιώνας, δι’ αιώνα τον άπαντα, εις τα μέγιστα και εις τα μικρότατα θα είνε παντού και | πάντοτε, παρόντες και δρώντες, παντού και Η πάντοτε παριστάμενοι, έτοιμοι να θέσουν την 1 σφραγίδα των εις πάσαν συνάντησιν δύο Ελλήνων και εάν απομείνη ένας βράχος ελληνι 1 κής γης και δύο μόνον “Ελληνες ύστατοι επ’ ‘ αυτού, θα φθονώνται και θα διχονοούν και η Η υστάτη πνοή του υστάτου άσματος του υστάτου “Έλληνος εις τον κόσμον θ’ αναπεμφθη προς την Διχόνοιαν και τον Φθόνον. Θ. ΘΑΝΑΤΟΣ

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΚ ΒΟΙΩΤΙΑΣ 

μειράκια Listening to Nymphs? Αρχαίος Έλλην Έρως και  possible?

«Ἀναμνήσεις ἐκ Βοιωτίας: – Κακοσάλεσι – Σχολεῖον χωρίου» (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 38, 1-8-1899)

Μόλις άνέλθη τις κλίμακα διπλήν έκ δεκάδος λίθινων βαθμιδών, τό μόνον λευκόν τμήμα τού λιθόκτι­στου οίκίσκου. εΰρίσκετα εϊς τήν είσοδον θύρας μεγάλη; καί ανοικτής, ευρίσκεται πρό ενός και μόνου λευκού δωματίου, είνε έντός τής παραδόσεως. Καί βλέπειτούς μικρούς χωρικούς όρθουμένους, ποιούντας τόν στρα­τιωτικόν χαιρετισμόν καί αναγκάζεται νά χαιρετίση τήν απρόοπτον ευγένειαν πριν ατενίση τόν διδάσκαλον.

Οί μικροί χωρικοί κρατούν τήν χείρα  πλησίον τού άριστερού κροτάφου μέχρις ότου ό απρόοπτος επισκέπτης καθίση εις τό μόνον κάθισμα τού διδασκάλου, ότε καί κάθηνται όλοι συγχρόνως εις έν νεύμα αύτου, μένει δέ μόνος όρθιος ό διακόψας τήν άνάγνωοιν καί συνεχίζων αυτήν : 

«Αί νυμφαι είνε καθώς έπίστευον οί αρχαίοι Έλληνες, παρθένοι, νεαραί καί ωραιόταται·., έχουσιν ωραίους πλοκάμους καί είνε δι’ άνθηροτάτων στεφάνων έστεφανωμέναι…»

Καί ή πρώτη ωραία έντύπωσις έκ τής εύγενούς συμ­­περιφοράς των μικρών αυτών πενήτων έντείνεται τώρα ύπό ρίγους δξυτάτης συγκινήσεως.

Διά τόν ερχόμενον έξ ’Αθηνών καί διελθόντα έν μέσω τών ονειρωδών τοπίων άτινα παρουσιάζει ή κυκλο­τερής περί τήν Πάρνηθα περιφορά έν τη ακμή τού έαρος, διά τόν Ιχοντα τήν ψυχήν μεστήν ποιήσεως καί ενθουσιασμού έκ τών πανταχόθεν άνερχομένων αναμνήσεων, διά τόν αίσθανόμενον άναδύοντα τής ψυχής του καί έμψυχούμενα δλα τά ποιητικά όνειρα καί ένδυόμενα το κάλλος τών αρχαίων καλλιτεχνημάτων έκ τής άνεκφράστου καλλονής τής φύσεως, καί πληρούμενον έξ αισθήματος υπερηφάνειας, δέν ύπάρχει συγκίνησις όξυτέρα έκείνης ήν παράγει ή αιφνιδία θέα γυμνόποδος καί κουρελοφορούντος χωριατοπούλου, όμιλούντος έντόνως μέ λευκούς μεγάλους δδόντας, κυανούς οφθαλμούς καί κόμην ξανθήν περί τών Νυμφών, έν μέσω είκοσάδος μαθηταρίων με κεκλιμένην τήν κεφαλήν έπί τών βιβλίων, μέ τάς χείρας άδρανεΐς παραλλήλους τών βιβλίων, παρακολουθούντων σοβαρώτατα καί συνοδευόντων μέ ψίθυρον τήν θεατρικήν απαγγελίαν τού άναγινώσκοντος ένός. Καί ή έντύπωσις έκ τού βόμβου τών μικρών χωρικών οΐτινες συνεχίζουν άφελώς τάς ε­μάς ενδομύχους σκέψεις καί εικόνας, μού προξενει συγκίνησιν άκροτάτην.

Ταχύ βλέμμα έντός τού δωματίου παρουσιάζει πρότυπον καθαριότητος καί κοσμιότητος, πρότυπον πτωχού σχολείου· εις τό βάθος τά μαθητάρια εις δύο πτέρυγας χαμηλών θρονιών έκ τριών σειρών έκάστη· δεξιόθεν μεταξύ δύο παραθύρων κλειστών πίνας· αριστερόθεν έπίσης δύο παράθυρα κλειστά έν τώ μέσω δ’ αύτών ή ανοικτή μεγάλη θύρα· απέναντι τών μαθητών μικρά τράπεζα όπισθεν τής όποιας ίσταται ό διδάσκαλος· όπισθεν αυτού μεγάλο τζάκι έπί τού όποιου διηυθετημένα τετράδια, μέλας χάρτης άνωθεν καί μεταξύ τού διδασκάλου καί τών μαθητών τό απλετον φώς τού φαιδρού ήλιου.

Ά λ λ ‘ έτερος μέ μέτωπον στενότατον, οφθαλμούς  κυανούς καί πονηροτάτους, ρυπαρός τήν μορφήν καί το φαινόμενον στήθος κάτισχνον συνεχίζει τήν άνάγνωσιν φωνάζων :

«Αί νύμφαι γεννώνται έκ τών κρηνών, έκ τών δασών και των ποταμών, πληρούσιν ολα τα μέρη τα χαριέστατα εκτεινόμενα υπό τον γλυκύν της Ελλάδος ουρανόν”.

Καί ή ιδέα ότι οί μικροί χωρικοί έπαναλαμβάνουν έντός τών αυτών σκηνογραφιών, το χαριεστατον ποίη­μα, ή ιδέα οτι τά αύτά μαγικά τοπία θά ακούσουν ακόμη μίαν γενεάν ελληνικών μειράκιων νά επανα­λαμβάνουν παίζοντα κατά τάς ώρας τών δύσεων τόν από τά βάθη τών αιώνων μύθον, μού εμπνέει συναίσθημα συγκινητικόν και υπερήφανον δια την ακατανίκητον ισχύν της ελληνικής ιδέας, την ακαταδάμαστον θέλησιν της ελληνικής ψυχής, ήτις αναγκάζει δι’ ισχύος ύψίστης τήν τήρησίν τής Παραδόσεως καί υπό τών μάλλον παραφρόνων νεωτεριστών καί ξενολατρών και τών μάλλον αμαθών τών ελληνκών πραγμάτων εκ τών ίθυνόντων αύτά.

Καί τά σοβαρώτατα ανθρωπάρια προσηλωμένα βομβούν, ένώ μυϊαι περίίπτάμεναι καί ένοχλούσαι διεγείρουν κινήσεις άσυναισθήτους καί ή αλλαγή στάσεως τού διδασκάλου αποκαλύπτει εις τήν γωνίαν ελληνικήν σημαίαν διπλωμένην.

Μέ τήν αυτήν προσοχήν καί έν άρρήτω απολαύσει αναμένω καί έγώ τώρα εν μέσω τής θρησκευτικής σιγής τήν συνέχειαν ύπό τού φωνάζοντος μέ ύφος μικροσκοπικβύ δικηγόρου:

«Κατοικούσιν εις σπήλαια ωραια και δροσερα, παί ζουσιν εις τάς πεδιάδας και εις τας φάραγγας των ύ ψηλών ορέων, αγαπώσι τας κρήνας και τα δάση και τους ποταμούς και προστατεύουσιν αυτά», 

‘Αλλ’ αι Νύμφαι δεν είνε αυται η τεράϊδες των μικρών χωρικών κοσμημένα και εξιδανικευμέναι και δεν λαμβάνουν εις την νεαράν των φαντασίαν μορφή: πραγματικής και δεν συνδέουν ούτω διά δεσμου πραγ ματικού εν τη ιδια των σκέψει το ακρότατον παρελθόν με το παρόν και 

Και έτερος εγειρόμενος συνεχίζει, έχων ούτος την όψιν καρπου έρωτος με χάριν αφελή καθ’ όλον το σώμα, με οφθαλμούς κυανούς και ονειροπόλους, με κόρας μεγάλας προσδιδούσας περιπάθειαν, με δέρμα ρόδινον και οδόντας καταλεύκους εφ’ ών γράφονται χείλη σαρκώδη και πορφυρά. 

«  “Πληρoυσι τας ερημίας φωνών ακουομένων και υπό των ανθρώπων και άλουσι και χορεύουσι μετά του Πανός εις μαλακούς λειμωνας ένθα ο κρόκος και ο ευώ δης υάκινθος και η χλοερά πόα θάλλουσιν”

Μικρα κιτρινόχρους κεφαλή ή πάσχουσα έκ χλω ρώσεως με μαλακούς νοσταλγούντας οφθαλμούς στηρί ζεται εις ισχνοτάτην χείρα και βλέμματα πλάνα δεικνύουν στιγμιαίαν ονειροπόλησιν. Και σκέπτομαι ότι τα αφελή αυτά μειράκια όταν θα ευρεθώσιν εντός των αυ των τοπίων, τα οποία εγείρουν την ποίησιν και το όνειρον εις την ψυχήν,θατείνουν την ακοήν εις τους ήχους της ερημίας διά να ακούσουν ίσως το άσμα των Νυμφών. 

‘Αλλ’ ενώ αναζητω εις το εξώφυλλον του ανα γνωσματαρίου τον ακαλαίσθητον συγγραφέα και ανα γιγνώσκω το όνομα Παπαχατζής, μία σκιά κηλιδώνει τον επί του πατώματος ήλιος και όλοι ευρίσκονται όρθιου φέροντες την χείρα εις τον αριστερόν κρόταφον. Χωρικός ισχνότατος και υψηλότατος εισέρχεται διευθυνόμενος προς τα θρανία λέγων αφελώς καλημέρα εις τον διδάσκαλος, και προσθέτει εις μικρόν νυσταλέον: 

– Παντελή το κλειδί το μικρό. Και ο μικρός μελανόδερμος Παντελής με τσαρούχια κορυφούμενα εκ λωρίων καινουργων τείνει την παλάμην με δύο κλει δία και ο πατήρ με δύο βήματα γίνεται άφαντος. 

«’Αντηχούσι δε τα όρη και τα δάση εκ των γλυ κυτάτων ασμάτων αυτών τα σπήλαια εις τα όποια κατοικούσι αι Νύμφαι είνε δροσερά και ωραία … 

Δι’ εμε όστις μελετώ την σύγχρονον ελληνικής ψυχήν και τας εκδηλώσεις αυτής απάσας διά μεθόδου πραγματικής, δι’ εμε όστις αναζητώ εν τη συγχρόνως ζωή, την εύρεθείσαν μίαν και πανομοίαν ελληνικήν ψυ χήν καθ’ όλας τας στιγμές της μακροτάτης ιστορίας και ανευρίσκω αυτήν πανομοιοτάτην κάτωθεν των ε πισωρευθέντων σκουπιδίων υπό του δεσπόσαντος απο πολλών δεκαετηρίδων κομπογιανιτισμού των σοφών ιθυνόντων την ελληνικών εκδήλωσιν καθ’ όλας τας οι ευθύνσεις και ανευρίσκω αυτήν πανομοιοτάτην με όλης την ανέκαθεν ιδιορρυθμίαν και αναλλοίωτον ισχύν, ην ούτε η τοσαύτη αναστάτωσις και ξενομανία κατορθώ – νουν να κλονίσουν, προξενεί άρρητον συγκίνησιν ή ιδέα ότι κατά την πρωινήν αυτήν ώραν ανά τας πόλεις και τα χωρία της αιωνίας Ελλάδος οι μικροί μαθηταί των σχολείων επαναλαμβάνουν τον αρχαίον μύθον, ότι οι ενώπιόν μου μικροι χωρικοί όταν θα έλθη η ώρα του έρωτος και των συναισθημάτων των αγνώστων θα πληρούν τις στιγμές της γλυκείας ταραχής και των ανελ δηλώτων συναισθημάτων των ταπεινων, διηγούμενοι εις την ερωμένης κόρης το ποίημα των νυμφών εν μέσω της αυτής φύσεως, και είνε αρρήτου συγκινήσεως η ιδέα ότι εις τας απλάς των ψυχάς η νεράιδα και η νύμφη συγχωνευμέναι θ’ αποτελέσουν μίαν μόνην παράστασιν, η ιδέα ότι μετά τόσους αιώνας ή αιωνία φύσις θα εξακολουθη ν’ ακούη το αιώνιον ποίημα. 

‘Αλλ’ ενώ ακολουθη ο γραμματισμός, ήτοι ή ανάλυσες των λέξεων εις τα αποτελούντα αυτάς γράμματα, ή κλίσες ονομάτων και ρημάτων, ενώ όλοι οι μικροί χωρικοί προσέχουν και παρακολουθούν και συνεχίζουν έτοιμοι ν’ απαντήσουν εις τας αποτεινομενας προς πα σαν διεύθυνσιν ερωτήσεις, αρχίζω να παρατηρω με αυ ξάνουσαν περιέργειας του διδάσκαλον αυτόν του χωρι κού σχολείου όπερ θα γούνατο να χρησιμεύση ως προ τυπου, τον ταπεινήν διδάσκαλος του απομεμακρυσμένου χωρίου, τον οποιον δεν εμποδίζει κανένα Σύνταγμα και καμμία συναλλαγή της αρίστης και ενόρκου εκτελέσεως του καθήκοντος, τον ταπεινον διδάσκαλον όστις θά ήτο παραδειγμα εξαίσιον προς μίμησιν υπό των ελεεινών σπουδαίων. Το Σωμα κοντόν φέρον το βαθυτάτου πένθους ένδυμα του ελληνος υπαλλήλου με τον κατάμαυρον λαιμοδετην, καθαριότης άκρα και αφελής σεμνότης, πρόσωπον ηλιοκαες με ζωηρά χαρακτηριστικά και ζωηροτέρους οφθαλμούς, εφ’ ών γλυκεία αυστηρότης, μαλλιά και ολίγα γένεια κατάμαυρα. Σύνολον εκφράζον αξιοπρέπειαν και συναίσθησιν καθήκοντος υψηλού, ήρεμον υπερηφάνειας και θέλησιν. 

-Πόθεν είσθε ; 

– Εγώ είμαι Κρής, 

– Πως λέγεσθαι ;

– Κριτσοτάκης. 

Και ο μικρός αυτός διάλογος εξηγών τα πάντα μου είδε την αφορμήν να προσθέσω έν έτι γεγονός εις την πολλάκις γενομένην παρατήρησιν, επί ιερέων χωρίων και άλλων ταπεινών υπαλλήλων Κρητων, ότι ο Kρής παρουσιάζει ανώτερον πολιτισμόν, περισσοτερας αρετάς και καλλιτέραν αντίληψιν του καθήκοντος, – ισχυρόν ζήλον προς εξάσκησιν του επαγγέλματος, –  γυρα Εκτελεστην Εληση της απλών αρ.στην Ε. δρασιν διά του ιδίου παραδείγματος. Και η όλη εντύ πωσις συμπληρούται διά της επισκέψεως της οικίας του καθαρωτάτης και κοσμιωτάτης. 

Δεν γνωρίζω τι σκέπτονται οι διάφοροι σοφοί και οι ελεεινοί σπουδαίοι, οι νεώτεροποιοί και κοσμοπολίται και δηθεν πρακτικοί, οι τα πάντα μετά μανίας μεταβάλλοντες καθ’ εκάστης, οι καθ’ εκάστην αναστα τώνοντες τους κλάδους πάντας και καθιστώντας τους νόμους του έθνους μεταβλητούς, ταχύτερον των συρμών των γυναικείων πίλων, οι αναζητούντες πασαν ξένην ιδέαν και δια της βίας θέλοντας να μεταφυτεύσουν αυτην ενταύθα, οι τα πάντα έναρρυνόμενος ότι γνωρίζουν, ένα μόνον μη θέλοντες να μελετήσουν και γνωρίσουν, τον προ των οφθαλμών των πραγματικόν κόσμον, την πραγματικήν φύσιν του ελληνικού λαού. ‘Αλλα διά την απλουστάτην αυτήν σκέψιν και ακρι βώς διότι τοσαύτη μανία παράφρονος μεταβολής και αναστατώσεως των πάντων πνέει από δεκαετηρίδων πολλών και η εικών αυτή του σχολείου με την ανάγνωσιν των νυμφών, λεγει δ’ έμε την ακατανίκητον ισχύς των ελληνικών πραγμάτων, παρουσιάζουσα την ύπαρξιν και την συνέχειας της Παραδόσεως, ακόμη και εν μέσω τοσαύτης πολυχρονίου παραζάλης. Δια τον μελετωντα δε ενόσω διασώζεται η ελληνική παράδοσις και η ελληνική ψυχή και διασώζεται άθικτος καθ’ ολοκληρίαν υπό το άρλεκινικόν σύγχρονον ένδυμα, μεθ’ ου περιέβαλλον την ελληνικήν ψυχήν, διασώζεται όλοκληρος ή έλληνες και ολόκληρον της ελληνικών ιδεώδες, διά τήν έποχήν καθ’ ήν θα δυνηθούν ελληνες να μελετήσουν επιστημονικώς την ιστορίαν των και την φυλήν των, την σύγχρονον ψυχήν και τον χαρακτήρα, ένα στηριζόμενοι επί των πραγματικών και απτων γεγονότων, διαπλάσουν τον ιδιαίτερον πολιτισμόν της ελληνικής φυλής. 

‘Αλλ’ εκείνο το όποιον κυρίως είνε συγκινητικόν και δεικνύει δύο των ισχυροτάτων και απαριμίλλων προτερημάτων της ελληνικής ψυχής είνε ότι το χωρίον αυτό κατοικείται υπό ‘Αλβανών, ότι οι μικροί χωρικοί, οι μετά τονου τοιούτου ομιλούντες περί των νυμφων και απαντώντες μεθ’ υπερηφανείας είμεθα έλληνες, είνε ‘Αλβανόπαιδες. Γνωρίζω ότι μέμφονται τας κυβερνήσεις, διότι εις ολίγην απόστασιν εκτός της πρωτευούσης, ελάχιστος αριθμός ανθρώπων διατηρεί την γλωσσαν της φυλής του. 

‘Αλλ’ εγω ανευρίσκω ακριβως εις το γεγονός αυτό την απάραμιλλον ελληνικήν γενναιοφροσύνην, ήτις αποδεικνύεται καθ’ όλας τας στιγμάς της ιστορίας, έξόχως δε κατά την χριστιανικήν περίοδον, καθ’ ήν ή παντοδύναμος εκκλησία ενω ηδύνατο ν’ αφομοιώση πάσας τας κατωτέρας φυλάς, ουδέποτε ηθέλησε και ουδέποτε επεχείρησε ούτε να καταπνίξη ούτε να προσηλυτίση, την απαράμιλλον ευγένειαν, ήτις ουδέποτε έπεχείρησε να κατακτήση δι’ άλλου μέσου ή δια του πνεύματος και του πολιτισμού, ουδέποτε μεταχειρισθεισα τον πόλεμον τον αμείλικτον, όν πάντα τα έθνη λυσσωδώς και επισήμως διεξάγουν προς εντελή αφομοίωσιν δια της βίας, εν ανάγκη και εξόντωσιν των αλλοτρίων εν τοις κόλπους των στοιχείων. 

Και αισθάνομαι ακόμη μεγαλειτέραν χαράν, βλέπων ότι ο ελάχιστος αυτός αριθμός φυλής κατωτέρας έλεύθερος και αβίαστος καθ’ όλοκληρίαν, αφίνεται μόνον εις την επίδρασιν της ελληνικής ψυχής και Ιδέας και μεταβάλλεται και αφομοιούται αποκτώντας αυτάς ιδέας, τα αυτά συμφέροντα, τα αυτά αισθήματα, -ήτοι γινόμενος Έλλην, διατηρών ακόμη μόνον τα ισχυρότατα των χαρακτηριστικών της φυλής του δι’ ών δια κρίνεται ακόμη μέχρις ότου εξαλειφθούν δια της επι μιξίας όπως πάντα τα κατώτερα είδη εν τη φύσει όταν έρχωνται εις επιμιξίαν συνεχή πρός είδη ανώτερα. Και η αφομοίωσις αυτή στοιχείων ξένων, διά μόνης της ελευθέρας επιδράσεως της ψυχής και της ιδέας ένός λαού, άνευ ουδενός ούτως ειπείν τεχνικού και αναγκαστικού μέσου αποδεικνύει εξαισίως την ευγένειας και την ισχύν την απαράμιλλον της ελληνικής ψυχής, αποδεικνύει χαρακτηριστικά τινα της αιωνίως όμοίας. 

Νεοέλλην

Ο ΠΑΠΑΚΟΙΛΑΣ 

«Ὁ Παπακοιλᾶς» (Ὡς Νεοέλλην· περ. «Κυριακάτικη», ἀρ. 41, 22-8-1899)

Υπάρχει μια πόλις της Ελλάδος εκ των μεγαλειτέρων η οποία βρέχεται από την θάλασσαν και πε ριορίζεται από όρη. 

Της πόλεως αυτής οι δρόμοι θα ήσαν πλατύτεροι, αι οικίαι υψηλότερα και πλουσιώτερα, το εμπόριον ανθηρότερον και οι κάτοικοι ανθρωπινότεροι και ευτυ. χέστεροι εαν ο Παπακoιλας δεν ήτο γυμνασιάρχης εις αυτήν επί δεκαπενταετίαν. 

Ο Παπακoιλας είναι μία κοιλία μειδιωσα. Σύστημα κοιλιών μάλλον, διότι κεφαλή και λαιμός και κορμός και άκρα τείνουν άπαντα να λάβουν πλήρη σφαιρικής μορφής. 

Κοιλία μειδιώσα, μειδιώσα ειρωνικώτατα, σαρκα στικώτατα αιωνίως, όπως η σελήνη και ότι και το ξι ρισμένων της άνω κοιλίας πρόσωπον και το επίσης ξυ ισμένος οπίσθιον μειδιά και ειρωνεύετα. και σαρκάζει με δύο εν τω μέσω ωτα μέγιστα. Ο “Αλλ’ όμως εντός του όγκου αυτού, τυμπανιαίου κα τουτσίνον, εντός του οποίου φαντάζεται τις ελισσό μενον μόνον ένα λεβιάθαν εντερικός σωλήνα, ως ακροτάτη αντίθεσις είναι βιδωμένον ζευγος μαύρων οφθαλ μων ευστρόφων, αγχινουστάτων, φωτεινών. 

‘Αγνοω εάν η φύσις είχε προορίσει αυτόν διά μέγαν κωμικόν και μέγαν σαρκαστήν ή μέγαν διπλωμάτην, αλλά το γεγονός είναι, ότι μίαν ήμέραν έρριψε την άγκυραν της ζωής του εις αυτήν την πόλι. ώς γυμνα σάρχης, αμετακίνητος, ασάλευτος, 

Φίλος, στενώτατος πολιτικου εκ των ισχυροτάτων της Ελλαδος κατείχε θέσιν εμπιστευτικήν θέσιν άνω τέρου τοποτηρή του και διευθυντού του κόμματος. Φα νερόν ήδη ότι προ του μειδιάματος αυτού εκάμπτετο ευλυγιστότατα ο Νομάρχης, πειεστρέφοντο ερωτύ λως βουλευται και κομματαρχίσκοι επί της ηλεθέας δε ου ως ένίων ενίοτε αντανακλατο ασυ ειδήτως ή τωτει νός του σαρκασμός. 

Μέγας ποντίφης του κόμματος εν τη πολυανθρώ πω επαρχία διηύθυνε τα παλιτικά, συννενοούμενος απ’ ευθείας με την κεφαλήν και το πράγματι μυστικο σύμβουλος της Κυβερνήσεως υπό το πρόσχημα Γυμ α σιά:χου. 

Διότι ήτο γυμνασιάρχης φιλότεχνος, όπως τατος παίζων βιολίον κατά τας ώρας της σχολής και της αϋπνίας. 

“Οταν το κόμμα του ήτο εις την αρχήν περιεβάλλετο εξουσίαν Παντοκράτορος, διευθύνων κατά βούλη σιν αχαλίνωτον, όχι μόνον το εδικόν του γυμνάσιον, άλλα και τα άλλα και τα σχολεία και πάντα τα ζωντα και ψηφίζοντα, διά της μεθοδικής στρεβλώσεως του Eκε αλου των ελλη παιδων 

Πας καθηγητής και διδάσκαλος και ο έτερος αυτος γυμνασιάρχης μετετέθετο και εξεδιώκετο αυθωρεί εάν δεν ήτο της αυτου αρεσκείας όταν δε ρε μα αντίθετον έφερε το αντίθετον κόμμα εις την αρχήν, αυτός παρτ τειτο μεγαλοπρεπως. 

Και το θαυμάσιος ο Παπακούλας εν τη εξασκήσει της διασκεδαστικής δι’ αυτον ενασχολήσεως, ήτις τον ανεκούφιζεν από τις πολιτικές και κοινωνικής φροντί σας τόσον απεριττές ανατολής και τόσο ευσυνείδητος χλευαστής του επαγγέλματος του και των μωρων γονέων ήτο. 

Αυτου άρχοντος οι πάντες εγνώριζαν και πάντων κάλλιον τι μαθηται οι προγράμματα και κανονισμοι. καθηγηταί και μαθήματα, αν και απουσίας και βαθμοί και εξετάσεις ήσαν πράγματα νομοθετημένα και διατεταγμένα θα α αασκευάζουν τα παιδιά, τα να καταπατούν και αναποδογυρίζουν αυτά ως κλωτσο σκου. 

Δ. αυτο σπανίως διδάσκαλος ηγαπήθη και έπευ φημήθη από τους μαθητές του όσο και Παπακoιλάς. Κατά τα νεαρά αυτά έτη των σπουδών καθ’ ή το ρυ παρόν σχολειον όλων των βαθμών θεωρείται δεσμωτήριον, εθεωρείτο σπανία η τύχη των μαθητων εις τους έτυχε τοιούτος δεσμοφύλας. 

Και δι’ αυτ, απο πρωίας μέχρις εσπέρας αντηχουν οι πέριξ δρόμοι, οι αδιάβατος διά πάντα φιλήσυχον άνθρωπον, από τας ζητωκραυγάς και τους ενθουσια σμούς των αεργούντων μαθητών. 

Μόλις εις την πρώτης και δευτέραν γυμνασιακής τάξεν πει των οποίων δεν είχε τον καιρόν να φροντίση εγίνετο ελάχιστον τι υπο των καθηγητών, των εκλεγο μένων κα ηγητών της αρεσκείας του. 

Ευθύς από της ενάρξεως της τρίτης πνευμα αχα λινώτου ελευθερίας και αγρίας ανυποταξίας εφούσκωνε τα στήθη των νεαρών κηφηνων, οίτινες ούτε ήκουον ούτε εσέβοντο ούτε ί.οβοώντο πλέον τους καθηγητάς εις την τετάρτην δι τα βιβλία έκλείοντο δια παντός και αλλοίμονο εις τον καθηγητής έ είνον του οποίου επηρχετη, η ιδέα να εργασθή, σοβαρώς και τακτικές, 

Τα ωρας καθ’ ας ες όλα τα γυμνασια του κρά – τους διδάσκονται ελληνικά, τας δύο πρωινές ώρας, οι μαθηταί της Τετάρτης τάξεως είχαν διαρκείς ασκήσεις πηδηκτικές και λιθουριστικάς εις τους δε μους 

Πάντοτε δε περί την δεκάτην έπεφαίνετο η μεί οιωσα και χαιρέτωσα πατρικώτατα κοιλίλ, η υποτι θεμένη διδασκαλος των Ελληνικών, δεχομένη της έ πευφη μας και τους ενθουσιασμούς, σπεύδουσα πολλά – κις εις το καθήκον του ν’ απαλλάξη -ους ευτυχείς μαθητές και του επομένου κουραστικού μαθήματος των λατινικών και μαθηματικων 

Εις την παραμικροτέραν εορτήν της μάλλον προ βληματικής συν εχνίας τουλάχιστον ένα μάθημα απε σοβείτο σφριγωντες οι αεργία οι ατίθασοι μαθητα συνωθούντο έξωθεν της ανοικ. ης θύρας του Γυμνασιαρ χείου, φωνάζοντας έντο ως με όψιν φαιδρο ατην επιμόνως διαρκώς, 

Χαρίσει ! Χαρίσει! 

Οι καθηγηται πει η τράπεζαν συνωμάλουν ή ετα κτοποίσων οκνηρότατα τα χαρτιά των και βαθμολόγια, τινες αυτων αναμφιβόλως ελεεινολογούντες και αδημονούντες. 

Ο δε Παπακσίλας σοβαρώτατα καθήμενος ανά μέσον αυτων συνομιλει και εφαίνετο μή ακούων, μη βλεπων τους προ της θύρας θορυβούντας και φωνασκουν τας ως μυθισμένος εις υψηλότατα καθήκοντα. 

Χαρίσει! Χαρίσει η εβροντοφώνουν οι μαθηται εν χορω καθ ‘όσον επλησίαζεν η ώρα του επομένου των ελ ληνικών μαθήματος, 

Και ο κώδων της συναθροίσεως εσήμαινε εις την εξωτερικής θύραν πνιγόμενος υπό των εντεινομένων κραυγων κατά την ψυχολογικής στιγμήν, ενώ όλοι οι οφθαλμοί προσεπάθουν να διακρίνουν εν τη ηρέμω μορ φη του προσερχομένου γυμνασιάρχου την απόφασίν του. 

Έξήρχετο της θύρας προ των υποχωρούντων απο καλυπτομένων και σχηματιζόντων κύκλον μαθητών, ών τα πρόσωπα όλα προσέφερον μειδίαμα, έφθανε εν τω μέσω αυτών και γυρίζων περί εαυτόν ως παγώνιον α τάρεσκος έλεγε : 

– Τι θέλετε τέλος πάντων! – Χαρίσει 1, Χαρίσει ! 

Έγέλα ήρεμώτατα τότε, απελαμβάνων δε οι’ ολί γας στιγμές την άφωνον αγωνίαν των μαθητών του, έλεγε χαμηλοφώνως, σχεδόν αδιαφόρως. 

– Τέλος πάντων πηγαίνετε, αλλ’ άνευ θορύβου. 

Και η όψις του έφαιδρύνετο πατρικώτατα ή εσάρ καζε μεφιστοφελικώτατα. 

Παταγώδη ζητω συνεκλόνουν την στενών και μα κρουλήν έξοδον των έκσφενδονιζομένων εις τους δρόμους, των δαιμονιώντων μαθητών. 

“Αλλ’ οποία απεριγράπτως αναιδής σοβαρότης, όταν έστελλεν αίφνης τους μαθητές όλοκλήρου του γυμνα σίου εις ημερήσιας αργίαν λέγων ηρέμως και κατα νυκτικώς ότι ο σεβαστος βουλευτής και φίλος, όστις κατώκει πλησίον, ήτο ασθενής και οι ιατροί διέταξαν ήσυχίαν, διά τον λόγον δε αυτόν παρεκάλει τους μα τητας να φύγουν αθορυτως. 

Και όποιος απαθής χλευασμός, όταν εισερχόμενος εις την κενών μαθητών αίθουσαν, ένθα επρόκειτο να παραδώση ο καθηγητής των ιερών, και βλέπων την έδρας αναποδογυρισμένην, τα παράθυρα κλειστά, και τα θρανία εστημένα ανά δύο και σχηματίζοντα έτοι– μόρροπα τρίγωνα, εμε οία αφελέστατα προσποιούμενος 

τον απλοικών και έλεγε εις τον μένεα πνέοντα εξ αγής και προσβολής ιερέα, 

– “Ε τώρα, παπα μου, πάμε, 

Ενώ ο ιερεύς κεραυνωδώς όρων και ωθούμενος εις τα έσχατα πρή της θέας του μόνου παρισταμενου υψηλοσωμου μαθητού, απομειδιωντος, επήδα διά να τον φθηση και τον έδερεν ανηλεώς. 

Τοιουτοτρόπως παρεσκευάζετο δια τον αγώνα του βίου η νεολαία της μακαρίας αυτής πόλεως, επί σειράν μακράν ετων και ενιαυσίως μικρά μερς αυτή και ή καλλίστη, ώρια προς κατάκτησιν του πλούτου και των φώτων. 

Και εν διαστήματι ολεγίστων ετών επέστρεφε συντετριμένη και διεφθαρμένη, αμαθς και πένησα ανί – κανος προς πάσαν εργασίας, ανίκανος προς πάσαν δια νοητικήν δράσιν ,με τας δυνάμεις της ζωής όλας νεκράς, 

Και νοου πως νιότης ολόκληρος αντί να κατασκά ψη το έδαφος και εγείρει έργα, αντί να ορμήση προς την θάλασσας και αποκτήσει τον πλούτον, κάθηται σύμ πασα σταυροχερηδόν ανίκανος να κινήση τας χείρα, α νίκανος να κινήση τον νούν. 

Και πόλις και εμπόριον και κινωνία διά μίαν στιγμήν ανθηρότατα κατέπεσαν μόλις ανεκόπη η ει σροή νέου αίματος και νέων δυνάμεων κατέπεσαν τόσον πολύ άπαντα ώστε οι άνθρωποι έχουν διηνεκώς την έκφρασιν ακολουθούντων κηαε αν. 

Νεοέλλην 

ΧΩΡΙΣ ΨΕΥΔΩΝΥΜΟ, 1903:


«Τὰ δύο ἰδανικά: Δύο μηδενικά» (ἐφ. «Ἀκρόπολις», 9, 10, 11, 12, 13, 18, 19-2-1903)

ΕΔΩ ΕΧΟΥΜΕ ΤΑ Α’ Β’ Γ’

Προσοχή: Γίνεται λάθος στην αρίθμηση στην εφημερίδα, το Δ’ έχουμε δύο φορές, αλλά είναι άλλο κείμενο, στις 12, 13, 18, 19 Φεβρουαρίου

Ολοι ζητούμεν κάτι τι, και κανείς: δεν εξαίρει τι ακριβώς ζητεί. Όλα τα πράγματα δυσαρεστούν όλοι και όλοι φωνάζομεν και όλοι ζητούμεν άλλα, άλλα τι Αλα κανείς δεν λέγει καθαρά. Ολεια αισθανόμεθα την ανάγκην νέων δρόμων, νέων ιδεών, νέων πραγμάτων, αλλά και μείς δεν φαίνεται αντέγων νεον δρόμων, περιπατών στερεα εις αυτόν, φέρων νεας ιδέας, δημιουργών νέαπράγματα. Ολοι μας  σχεχνή στο λαιμών. Και όλαο ζητούμε με καθε τρόπων μίαν διεξοδων. Και διεξοδος δεν διαφαίνεται καμμία. 

Εις το πρπων μας, το έμπερεν, ή βιομη χανία, η καμπαλία άνθMζει. Πάντα ή ιδρω τική πρωτοβουλία επιχειρεί επιτυγχάνει θαυμάσια. “Αντιστρόφως, πάν δτι αί Κυβερ – νηπεις ένα λαμβάνουν να δημιουργήσουν συγκρεμμίζεται και γεμίζει τον τόπον έρεί – πια Όλα τα εθνικά ζητήματα είνε κατα ποντυπα Ενα εντός βαθυτάτου σκόπηριας. “Η ΕΑ.λας δεν γνωρίζει ακόμη έαυτήν, δεν 

δεν είξεύρει 

τί δρόμων να εκλέξη, πε προ 

της μη γνωρίζετανιωσα πορία είναι τα ίδια. Της υλικά, ποία κά χρησιμοποιήση εξ αυτών και πώς έπήρε την απόφαση να αντιγραφη τα πάντα από την Ευρώπην. Τα πάντα Εκτύμη και κάθε θεσμός και κάθε οργανισμός εισάγονται από το εξωτερικόν έτοιμα και Εκεραια. “Ο καθείς από των μεγάλων πολη τικών μέχρι τών λογίων και των καλλιτε χνών κάθηται εις το σπήτι περιτριγυρι – σμένος από Ελα τα βιβλία του ξενου κ σμου και εκείθεν μόνον άντλεί όλας του τις ιδέας. Κανείς είς καμμίαν περίπατεν δεν έλαβε ποτε υπό σημείωσαν το κλίμα, 

την φύσιν τής γής, την φύση του λαού, -τής θήκες της εδω ζωής τά υλικά και 

τά με τα, τα οποία έχει ο λαός διά νά άπ – μπουργέση ζωήν νεαν, νεην πολιτισμών του – 

λογικών. 

των, τα εφαρμοσθεν αυτό σύστημα κατά πλάτος και μάκρος, σκορπίζει ά ντρας τους κ.α-πούς του. Μία και τις γενικ. και Ε άπόλυτος εξεδηλώθη εις όλους τους κλάδους: της ανθρωπίνης έναργείας – Κρέσι έθνική, κρισις κοινωνική, ρίπις ατομική Mix γε ε Ρκη στενοχωρία έκδηλούτσι είς σαν κι – – νησι», ένα τρέκλισμα προς πάσαν διεύθυνα Την, μια ανικανότης πρός εύρετη κα Ε. διά – Ευδου. Είτε θητευτικών, είτε πολιτικών, Η είτε και νέων εκέν είνε ένα ζήτημα, ένα χάος – αδειών το δημιουργεί, το περιβαλ λα εις την 

διεύθυνσιν το άκληρωθεί εις τον δρόμο του. Ενα χαηώλας Τμήτες του κλιξει την πούδες. Η 

νεται από ημέραν εις ημέρες “Η δηαν η – Η τική ζωή, μολονότι ήθωίζεται να φανή υ-, πάρχοντα, μαραίνε. ται. Και παρά τας -. ΕΞ. τη πατας Γκανότητας του Ελληνες και στα 

πράγματα, το πνεύμα τρία Ταται ένα στα – Στημα αναπτύξεως. *E EAAην διάγE 

Ελεά του ευρίσκεται εις μίαν άτεμ. κ , μίαν πυρετικήν κ.αάττατΙw. “Αγχίτως, έ τηνή η Γκές, ενεργειακές πη Γαδευτή. Ικές. Τα 

Α.ά να στερες παγίως το κάθε τι και καθη τη έπειτα απέναντι. *α το απολαμτη, και τρα Αλπίνεται βλέπω, κάθε δημιούργημά του κρημνιζόμενοι την επαύριον εις περόν έρειπίων. Εινε της Αις, προθυμες, με βαδίτη έμπρός ταχύτατα, με όλα τα μπετάδια Εάλεια που την χαρακτηρίζουν και απελπι. ζεται να αισθάνεται γύρω του σκότος, και είς της πλάτης να τον τραυγών γιλα Για, δεξια και άριστερά, να τον καθούν με τ η χέρια, κάθε στιγμήν προς άλλην διεύθυν πην, τρελλαίνεται να μη των αναμμα και οι νένα φως, να μη το δεικνύουν καμμίαν ώ 

Φυσμένην διεθνπια εγκέφαλος περί – μερινό, Αλητής, Ερρίπτεται εις ένα της 

με τα της εθνικής και κανω, κ. Ας ενές της Ας τα μη Tικής και καλά. εεην κ.της ζωής 

Την κατάστασης κατά την δημα Αναργινών μας τα με άλλας. Αν εξίσημα θεμελιώδεις, κ α λαιπώδεις αιτία. Κ» κάνε, τα δύο 15 – 

κα, τα εντελώς διαφορετικά, αντίθετα και έπιπλα περίμενα. Ας τα 

να ται .ά τώρινά λατρία. Καθη μαζευτα. Η ανθρώπων, είτε πολύ είτε και λέγων, είτε και Yuvize JUVEITZ Pre 1976. tre L es EKγάλο =τελεί τους πολλούς. Και τα 

εις κάθε ανθρώπινου είδους, άγονται και φερων Γαι με μάτια θελευττα, από τους η Αίγμς ανωτέρους τοπους του είδους των ν. Και τα μεν, από τα λίγα αντά άμεων τή θα Φτηνέα, δεM ΑΕΛ μεγενών τάς έδεσης και την τά θεωρητικη, μίΑερμή, μαγνή και δεε. Α ππΙ των ετών, και τα δε εξ αυτών, είνε οι 

πράγματα, τα πρότα, τα περί δημιουργοί Παι διεΤαι Τεάν πραγμάτων. Εδώ ΑΑ που εις μας, οι δημητριαργεί και δη των τει πειών 

Και είπομεν, τι τα είπε τα α Ιανήμα 

Τα δύο αυτά ιδανικά την : “Ο “Α – η απ τα ης “Ο Κλε τη μας 

” ONPZ 21 K 

g . Live ή θρησκεία της αρχαιότητας. Η αγάπη και Ας εποχής “Η πίστης στα πλην τή να γ 

κάθε εποχής είνε εκεί και θαυμαστής ο ά Πιαλακτος Και ο πυς πες μιμήσεις Ο πύθος της επιστροφής εις την ήρχαίαν μορ τήν. Η εντολής περιφρόνησις κάθε ιδέας ή πράγματος εξερχομένου από την εποχήν 

του Περικλέους. Η έντελής περιφρόνησις κάθε τωρινής πραγματικότητος και κάθε τά σεως άλλης. Το δόγμα της θρησκείας αυ της στηρίζεται εις την πίστιν ότι η ‘Αλε. ξανδρινή, Ρωμαϊκή, Βυζαντινή, Τουρκική εποχή όλαι μαζί θεωρούμεναι ώς μία μό – νη κατάπτωσις παρομοία με την πτώσιν του Αδάμ και της Εύας -είνε ένας βαθύς λήθαργος από τον οποίον δυνατόν ν’ αναλά 6η κανείς αναπνέων άλατα μετά την από κτησιν της ελευθερίας και απλούστατα να συνεχίση την τότε διακοπείσαν ζωήν. 

Ούτω ο αγών της ελευθερίας εκλή Ιη: «’Ανά στα τις ». Ούτω εβασίλευσεν ή φαντασία ότισκοπό της ελευθερωμένης “Ελ – λάδος ήτο μόνον καιμόνον να αναδημιουργήση εις μίαν ημέραν την Ελλάδα του Περι κλέους. Πάντως να μη σκοπεύη παρά τον μοναδικόν αυτόν σκοπών της επανόδου εις την αρχαίαν εικόνα, εις την αρχαίαν τελειότητα. Προς τούτο να αναλάβη τα πάντα. Προς τούτο δε μέσον μεν ή μελέτη των αρχαίων συγγραφέων λαμ βανομένων ώς τύπος και υπογραμμός πά σης σκέψεως. και πάσης ενεργείας, λαμ – βανομένων διά μίμησιν συνέχισιν και εφαρ μογήν του ιδανικού των, όπλων δέ ή γλώσσα των, η αρχαία γλώσσα. «Η Γλώσσα, 

«Ο κλεφτισμός ή Ρωμαϊσμός | είναι το άλλο άκρον. «Η θρησκεία της Ελ -Πλάδος της Επαναστάσεως. Η μονομα – -νία μιας εποχής – Η πίστις ότι όλον το 

αναγκαίον υλικόν διά τήν ζωήν ευρίσκεται εις την εποχήν αυτήν. Θαυμασμός του λαι κού ατόμου,του κλέφτου, του ανθρώπου της “Επαναστάσεως του τωρινού χωρικού, της γλώσσης του των ασμάτων του «Η εντελής περιφρόνησις παντός ό,τι είνε όπισθεν των αβώνων της τουρκικής δουλείας. Αντίθετος και οπισθοδρομική ανάβασις προς την Βυ. ζαντινής, Ρωμαικήν, ‘Αλεξανδρινήν, τε λείαν έποχήν και απόρριψις όλου του πα Τρελθόντος. «Η πίστις ότι η Βυζαντινή, Ρωμαϊκή, Αλεξανδρινή εποχή είνε μία και ή αυτή εσχάτη κατάπτωσις. Η πίστις ότι ή τελεία εποχή της αρχαιότητος έχει προς ημάς τους τωρινούς όπως η μυθολογία αι την πραγματικότητα. «Η απόρριψης αυτής μετά λύσσης θεωρουμένης ώς απωτάτης ως μη άφησάσης κανένα ίχνος εις τους το ρινούς ώς εντελώς νεκράς ώς μη δυναμένης να χρησιμεύση εις τίποτε τώρα είς τούς πωρινούς ώς ούσης μάλιστα αυτή: κυριό τατα μιας ελευθερίας επιδράσεως ή όποία σκοτίζει τον δρόμον, ενός βάρους νεκρού, ενός συρομένου πτώματος, το οποίον σκη τώνει την νέαν ζωήν. 

Η πεποίθησις ότι είναι αληθινή έ9 οκτό νος τρέλλα η ιδέα οιασδήποτε χρησιμοποιή. σεως των υλικών ολοκλήρου του παρελθόν. τους. Το πέταγμα ολοκλήρου του παρελθόν. τος. Το δόγμα αυτό στηρίζεται επί της θε μελιώδους και κεφαλαιώδους ιδέας, της εν – τελούς απωλείας του αρχαίου ελληνος τη έντελούς διασποράς και χαμού του ελληνος κατά την Αλεξανδρινής εποχής της έντε λούς καταπτώσεως, αναμίξεως μετ’άσιανών 

και νοθεύσεως, αυτού εις τήν έποχήν αυτήν του έκρωμαϊσμού του ήδη νόθου αυτού πλά σματος και της αποδιαφθοράς του εις την ρωμαϊκήν το τρισδιεφθαρμένον κα τριανο θευμένων αυτο πλάσμα το ήδη τερατώδες γινόμενον Βυζαντινόν, απαγινόμενον εις διαφθοράν εις νοθείαν εις ανάμιξεν με όλους του αγρίους που αλώνισαν την γήν μας είς την Βυζαντινήν έπ χήν Και όλον αυτόν τον σωρείτην των κακών αποδιδόμενον εις τους Δα κάλους και τους παπά δες οι οποίοι εκράτησαν την αρχαίαν πα φάδοσιν, το αρχαίον ιδανικόν, δηλαδή τον πόθον τού τελείου, και την γλώσσαν το πτώμα αυτό το οποίον περιφέρουν ακόμη οι ίδιοι εις την τωρινήν ζωήν Και το δόγ μα αυτό στηρίζεται εις την ακράδαντο και φανατικήν πίστιν ότι από κάτω από όλον αυτόν τον ωκεανόν της διαφθοράς και από την γήν από τα απρόσιτα βάθη της Ελ λάδος και από τα βουνά της έξεπήδησεν ένα ψέον ην ο βωμ η ος, ο νεοέλλη ν. ένα λαϊκόν άτομον το οποίον ήρχισε τον πό λεμον διά να ζήση περί τα έσχατα ψυχορα. γήματα του Βυζαντινού Κράτους, επολέμη σε Βυζαντινούς και δασκάλους και παπάδες και «1» αναριώτας και Τούρκους όμως διά να ζήση, έφερε την επανάστασιν την ένα 

μεν, εξεδηλώθη, ενίκησεν. * Ούτω βασιλεύει η φαντασία ότι σκοπός της τωρινής Ελλάδο ελε να πολεμά έναν τίον ολοκλήρου της του παρελθόντος, κυν ριότατα εναντίον της αρχαίας εποχής, να ελευθερωθή από κάθε επίδρασιν του παρελ θόντος, από κάθε ίχνος του παρελθό τος, να 

πετάξη κυρίως αρχαίους συγγραφείς και την γλώσσαν τών Δασκάλων. Να τα δημιουρ γήση όλα νέα από θεμελίων μέχρι κορυφής *Η πηγή της νέας αυτής ζωής είνε : Κλε και της θεωρούμενος ο νέος αυτός “Ελλην Τα μέσα ή λαική φιλολογία Τα δημοτικά τραγούδια. Το όπλον ή λαική γλώσσα, η δημοτική γλώσσα, Η γλώσσα 

Τα δύο αυτά ιδανικά υποστηρίζονται εις τον λυπαλτον αγώνα των από αντιπρυσω πους εντελώς αδιαλλακτους και εντελώς των άκρων. Ο αρχαισμός από τους Δασκά λους του Πανεπιστημείου και του Σχολείου Κόντος, Μιστριώτης, και λοιποί. Αν του ανατρέψουν την νεολαίας της Ελλά. δος διαπλίττουν τον μέγαν όγκος των ανε πτυγμένων ανθρώπων και αποτελούν την μεγάλην πλειοψηφίαν. * “Ο κλεφτισμός από τους επαναστατι κούς, ανθρώπους των γραμμάτων, ποιητάς διηγηματογράφους, ελευθεροιδεάτας οι οποίοι εύρίσκονται επίσης αγόμενοι και φερόμενοι από Δασκάλους καθαρούς σαν τον Τσχάτην ή κρυμμένους υπό την προσωπίδα του καλ λιτέχνου οι οποίοι μορφώνουν την φιλολογια κήν και καλλιτεχνικής νεολαίαν. Αυτοί α ποτελούν την μικροτάτην μειοψηφίαν, δη μιουργούν αγωνίστας από τους μη υποβλη θέντας εις τους άλλου, Δασκάλους, έλκουν προς το μέρος των τούς άγδιασμένος από τους άλλους δασκάλους προσπαθούν ν’ απο σύρουν όσον το δυνατόν περισσοτέρους με το μέρος των .

Β’ TA ΔΥΟ ΙΔΑΝΙΚΑ – ΔΥΟ ΜΗΔΕΝΙΚΑ 

*Υπό ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ 

Β’

Οι αντιπρόσωποι των ηγεται τώρα πως αύ των ιδανικών και οι απ’ αυτ νος μικροί και μεγαλω τρέμονται σαν και παρομοίως Επό τα 6 Ελλα. Είναι η προσπαθούν να είνα φιλόλογοι. Τα μέσα τωνω, τα όπλα των, πίνε ενα κλασικοί πυγγραφείς, τα δημη, τκκ. και τραγονιδια, τα λεξικά, τα κείμενα, α για Aματικαί, αι ορθογραφία και τα “μώματα, 

το και αί άλλα ιδιαι δεν υφίστανται, Αξαφανίζονται διά τούς ανθρώπους αυτούς, Ο αγεών διά το ιδανικό και τα τα για τα Εγών και γλωσσικής. Κάτι προσπαθεί να αποδεία – ξαν και πραγματοποιήσουν τα ιδανική των διά τής γλώτσης των Ελαι των αι ζωικ, αι δυνάμεις φθείρονται είς ένα γλωνα πικόν αγώνα. “Ολαι των αι διανάμεις για νυνται είς τήν γενικών αυτών αγώνα “Η μεγάλη γλία του τεω -ή, ντρο Ελληνες ποιη τού, διηγηματογράφου, δημοσιογράφων, ε 

δε όγκα, Αγια, είναι το ζήτημα της ΕΙγλωσσης. “Η μόνη την συζήτησης ή γλώσω Τσε. Ούτω το γλωσσικών ζητημα θεωρείται το ζωτικώτατον όλων, ότι αυτό εμποδίζει 

πάντα ότι αυτό είναι όλοι μας τα κα 

* ούτω ένας κλικρινέστατους άχηγέτης των κλεφτισμού και συνεπέστατος προς αυ. τήν εδώ, διδασκει το έθνος που με παρά μια αξιώματα : «γράφετι β βα κα” ας μη λένε τι πητες μέσα και των αντια του κλεφτικούς μάλιστα αν λωθή το ζήτημα υπέρ αυτών από την γλώσσαν θα έκπηδητη 

πως από το «εφάλι του Διός ή “Αθηνά ολόκληρος, ο ποθούμενος νέος πολιτισμός, α του το έδενε και πώς να μην και πάνω σε 

* Στίληξεν εις το ζήτημα αυτό, κατΙΙΠΙ. να είναι μόνον τη γη παικήν ζήτημα. 

Το γλωσσικό ζήτημα απορρόφησε τα πάντα, πλην των το μυαλό, της ενεργειαν, 

Οτω ά «τί ή καθείς να καταβάλλη ή βωλκώτατοιμς αγώνας διά τά δημιουργηθε E-α Εθνος, γάτα Tαι πως τών και δημιμερ – γών μία γλώσσας. Και τούτο διότι ο εν 

έφαλος δεν περιέχει γνώσεις, θετικάς, δεν είτε εργασμένος κατά τρόπων θετικών και Επομένως δεν είνε έκανός να δημιώταργηση Μία, εκ των πραγμάτων και εκ των ιδεών πράγματα, αλλά μην αερολογίας από 6 – 

ρολογίας αυτάς 

Παρατηρών καίς πείν, ήγνυντας την Παναών αυτών, και πώς ε η σύνται. ταύτα Κεπής στη πηγείων και τα Αν από είες έγκεφάλου, πλασμένοι είς τα σχολεία, Εις το ένα σχολεία που έχομεν. Το σχολείο τη δεν βγάζει κανενα θετικό μπλήδς δε ωργανώνει το μυαλό τ ά-θρώπου κατά τρό – την θετικής. Η μόνη διαφορά μεταξύ των Τμέναι τών δε ειι τε πού ενός π κ ή πάλη 

Η υπερηφθAωμένη άπ’ άρχισμός της Η άλλη άδεμ “Ο εις Ιλα και την έρωτα αυτού, 

1. Αν κατάλλια είναι αδελφέ Και τα δύο κλα 

για να κάθε επιστημη να του βγαινιεσμών, καθα Η ε κ πακ. Τιμνί τρόπαια των ανα Τσθαι. Ε Κ τεω και τα ιδανικά των παμπ εξαν και 

Και με άφη αμα Της είς τε ε και οι μη και τες είς το άλλο δεν εξεταζουν ποτέ πια 

της τες 

Ετη, έως τη τα Ανών ημώ τη πιας εκ 

μημια ιδεας. Επομένως είναι δύο αυτοπία All CITESTPEE TELZI 2 9tu Ti zd 

16 -την οποίαν συγχίζονων. ζαλίζουν, σκοτίζω 

πομπερδεύουν και αποθαλασσώνουν τα όλα 

Τώρι σήμερα, τα δύο αυτά ιδανικά πε ρεφραχθησαν και απεκρυσταλλώθησαν ει. το γλωσσικό ζήτημα. “Έγι αν αίσθημα αποτελούν δύο θρησκείας την ‘Aρχίαν κοι την Νέαν. “Έχουν τις διαθήκης των «Η αρχαία τους κλασικούς. «Η νέα τα δημο: τικά τραγούδια “Ε, υν τους φανατικούς των παπάδες. Η μία λαρεύει το ζενίθ του Ελληνισμού της εποχής του Περι κλέους ή άλλη το Ναδίρ της εποχής του Κλεφτου Και εσχάτη συνέπεια της μιά, τελευταίον ογκώδες καρκίνωμα είεο « Σύλ. λογος των Πατρίων» και εσχάη συνέπεια της άλλης τελευταίον θανατικός εξάνθημα «ο ψυχγρισμό » Τα δύο άκρα της δασκα λικής αυτής τρέλλας κρατούν ο Κόν ος και πετών κάθε λεξίδιον που δεν ανήκει εις την τελείαν έποχήν, ώς ο Ψυχάρης πετών κάθε λεξίδιον που ανήκει εις την καθαρέ βουταν. Η μία θίγει το ζενίθ της άννη τίας και η άλλη το Ναδίρ. Και έχουν μία και την αυτήν βαθυτάτην αφετηρίας, την άγν’ του”Έλληνος, την παρεξήγησιν τη ιστορίας του και την άγνοιαν της τωρινή πραγματικότητος, ήτοι την ανικα ότητα το 

Γ (Παρατηρήσωμεν διά μίας στιγμήν του, ανθρώπους τους ενεργούντας τας ιδεας αυ της Ο Κόντος ένας θαυμάσιος αρχαιοε. δης αόρατος πολεμιστής πυροβολών τους πολεμίους με λέξεις αρχαιοτάτας. Ο υ . Ιχάρης ένας κομψότατος και επιτηδειότατος 

Παρισι ος “Έλλην ερασθείς μανιωδώς τον Κλέφτης του βουνού και αντιστρόφως προς την παροιμίαν θέλων να πάη το βουνό εις το Παρίσι. Των εις ένα παγκόσμιον μου | ε’ον ιδεών και πραγμάτων όχι μόνον τί να κάμη το λαός του» όπως μας απο καλεί δέν μάς λέγει άλλ’ ούτε τί είδε διά να μας τίοψη. «Ο σημαιοφόρος αυτός ενός νέου Ελληνισμού δεν μας είπε τίποτε απολύτως παρά μάς στέλλει μόνον γλωσ σολογικά αποστάγματα αποκρυσταλλωμένα εις Ολλανδόρφια θέματα, σαν κρύσταλλα 

Ιλιθιάσεως. 

Γ’ ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ 

ΤΑ ΔΥΟ ΙΔΑΝΙΚΑ: -ΔΥΟ ΜΗΔΕΝΙΚΑ 

Υπό πεΡΙΚΛΕΟΥΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΙ 

Ο Μιστριώτης μία διάπυρος ευγενής πατριωτική καρδία, ένα μεγαθήριον μαλάζον την Αφροδίτη, γαργαλασμεναν από τις Σοφοκλεους και τας Αριστοφανείους Μου σας, λαμβάνων βαρυτητα Ραχμάνος δια να Πηγήση των ανθοστεφανωμένων και μη α τμιντον έρωτα του Πλατανος διά τα ωραία πρώμα του έφηβου το παλλόμενον εις το φως, διά να σχολιάση Βασικήν φιλμάτων, ο αιων πωμάτων. “Ένα πιλαρια άνοιγμα στόματος απολιθωμένουέκ του Μαυμασμού του παλαιοι, μας ωραίου, πατώντας όγε ο Mθους σχολείων και βαριαναστενέγματα αδοξης και προγή. 

να πεύκλείας και τοιούτοι είνε οι διευθυν. ται τον ιδεών και ένας μεσα αν θελεων : δημιουργήθηγη πράγματα και Δαμβέργης, ένας Βαθύς ειλικρινης πατριώτης σάν Κρητικώς, κατώρθωσης να αποστειρώση με πολυετείς ενείς δασκαλισμού και ποβαρότητας μιας | Παυμασαν φλεβαν εύθυμίες, υφυολογίας, ευθυμογραφίας, σφίγγω τα δόντια δια να μή εξέλθουν τού Αρκους κυ Γεών, τα μιμα τη ρια του ελληνισμού, Πελών να δημιουργή τη πραγματια, ιδρύων τα α Πάτρια και δι αυτά τα έπια, τα περιστα, τα κα [αντα, τα σήμερον και τα αύριον, τα πεμπαλαια και τα νέα και τα μέλλοντα όνειρα, διά τα οποία όλοι αγωνιζόμεθα μαζεύων διά να τα διευθύνουν γέρους, κρύους, πλευριτωμενανς. παραλγικους, γέρους στέγνους, άδειανοίας, σταματημένους και οπισθοδρομικούς και δημιουργών Ενα άτομαχικών νοσοκομεία του πνεύματος, όπου υπό τον τύπον της TCP+2ENG TAYOpdytucy KIT AYIRTU βιων πατρεων, μοιρολογείται η αποκοπή των γενητικείων μορίων του μυαλοι και ψάλλε ται το άμωμον , και δεν αλληλούια, διά τακτικής μελιτ :ε ειδικής εφημερίδες Πα ρατηρώων κάνεις και Εούς τύπους των ανθρώπων αυτών μέλος των οποίων ΙΕ τόσοι άλλοι, ειμαι τα έργα αυτών και εννοεί προ παν τός ότι αυτός είνε ο π κ ο ρ ο ς ο οποίος μοιχε καθε πέτρα και κάθε έθATO καθε παλια ελληνικών και Μεοελληνικόν, όλα ελληνικών π. Εμμα, 

“Όλαι αι λέαι τάς οποίας παράγουν τα κεφάλια των διευθυνόντων αυτών και το πεων άλλων ουδεποτε και κατά το ποτε δεν 

περιβησαν τας ιδίας, δυο οιωνδήπο- Ελ ληνορ, αζητούντων εις οιονδήποτε και 

vetor. 

| Μεταξύ των δύο αήταν. Ε να δια 

, δεν κάνανε μεικτόμενοι δεί ανεπτυγ μενοι άνθρωπος. Κ. Ισως εις την Ελ ναδ– τατοι, τέχ ποιητΕΛες και το Οι εικα τι ει δεχουν καμμίαν επιρροής επί της ΑΑΔηγε και εγκεφαλον, και καθε Επιστημονικών πνευμα μάς λείπει από όλα, 

πιος καθε Ελληνικός εγκέφαλος – έκτης μερικών ειδικών και ενόσω πρόκειται περί της ειδικότητός των – είνε εγκέφαλος μερ φωμένος από κλασικισμών και αυτός έπι παλαιότατον, είνε φίναι καν κάθε εγκεφαλις νά μή κίνες γεμάτος παρά με φράσεις, με ενειροφαντασίας, με ρητορικηνή με πυρι – 

Ο πω και εγκέφαλος των πολιτικών και τελών άλλων διευθυντών, κρίσκεται εις το αυτό γαος. Σή Eται και να της από τις δυο πίτας αύτην πίας, αί άπέαι δεν του διοικη παρα φράσεις, φωνές και λέξεις κατάτας, γυμνός και αυτός πάσης ιδέας και πα. της πρακτικής σκέψης, δεν γνωρίζει τί πο ενα δημιουργηση ή κλιν δεν ευρίσκει καμμίαν Ημική, οδον, να αδεση Και μί πολλοί, και περιμένει πέ, να βουν πραγματα διά για τα μιμηθούν εύρίσκονται εις την αύ 

Διότι οι τυο “Αρχαιτμού έγειΒαδίσω μεν προς την αχαιότητα “Αλλά ποτέ δεν δεικνύουν από ποιον δρόβιλον διά τ ων μεταν. 

ΛΑΧλά ποτέ δεν μεταποιούν τις δεις των εις πραγματικότητας, ποτέ δεν διδαν τας 

Επς ής εφαρμογής, ποτέ δεν το αμεμο τους άλλους πως και τι να λανων από την αρχαιότητα και πως να το παιδιά και το εφαρμοποιαν εις την τωρινής ζωής, 

Η τρίο Αλλου, του Κλέφτεσμού λέγουν εμπρός χωρίς να κυττάζω μεν πίσω μα , δικη – μπουργηπωμεν δλα νέα. Αλλά ποτέ δεν δεικνύουν από πού και πώς. Ποτε δεν τα ρβατιαξουν μία, ιδεα: Η δυναμένην 1 πμα – 

| Και οι μεν και οι δή, φίλτε καν ενδιαφέ Ρηται περί αυτού Ομως λοι οι δμπωμα νοντες της ιδέας και τα πράγματα. Και θα έγανε κανείς τον καιρόν του, άμα βαφεων της (Κλίππιπίεως λόγους των Ελλήνων πολιτι κιών Ελε, δε, θα τυρισκε 3 λιας Πανείς περί «Ελλάδος και Ελληνων ούτε 3 ιδίας που να έχουν ολιγον φώς, μα δειπνήμη Εφέ δρόμο λονδήποτε. Ολεις πίτι Ιδιολόγοι, ΕΙΤΕ ΠΕ ΑΙΤΙΑ, ΕΙΤΕ ΠΕ ή ΤΕ ΚΑΙ, Ε. Γε πε κτικοί, τε εις την ομολογίαν, είτε τις τας τινας, αποφεύγουμε να μιλήτου – Εκσμπώς, να προτείνουν ορισμένα πρα: μαΤα Απρ Εργρινή μας προτείνων τι παι διαφεύγαμε όπισθεν των τραυμάτων και 

απολας πρεπει να ακολουθηση και τα μέσα Τα απολα πρέπει να χρησιμοποιηση Ενα θεσις το οποίο είναι γεμάταν κατεχόμαστε το οποίον ζωηρότατα ζητεί να δημιουργή τη το κάθε τι, δια να βαδιση με άλματα έμ πρός. Και δεν λέγουν τίποτε, διότι το ΕΕ φέλη των δεν παράγει τίποτε άλλο από Α γνος αδειανούς. Όλοι ρητορεύουν θαυμάσια Μα το κάθε τι κα! και δια παρουσιάζει θετικών τε και κανείς δεν ενεργεί, αλλά και Πει συζητούμε και αν πρώτηση πανεις τι κάμνει η Ελλάς επί ένα αιώνα η απάντη