Η Μούσα του Χορού ~ Νικόλαος Επίσκοπος

Η Μούσα του Χορού ~ Νικόλαος Επίσκοπος

Salome, after Gustave Moreau ‘s original

ΑΠΟ ΗΜΕΡΑΣ ΕΙΣ ΗΜΕΡΑΝ
Η ΜΟΥΣΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ

Εις όλας τας συναναστροφάς, όλους τους χορούς και όλας τας σπανίας εσπερίδας, εις τας οποίας παρευρίσκομαι αυτάς τας ημέρας, βλέπω μίαν λευκοφόρον, πάντοτε την ιδίαν, φέρουσαν μελανήν προσωπίδα και κρατούσαν λύραν εις την χείρα, η οποία παρέρχεται σιγηλή και μελαγχολική έμπροσθέν μου.
Χθές πάλιν, ενώ εκαθήμην εις την άκραν της φωτολούστου αιθούσης σύρων το άζθος της ανίας και του φράκου μου και προσεπάθουν να παρηγορήσω την οικοδέσποιναν, διότι δεν ήρχοντο προσωπιδοφόροι και της έφερνα παραδείγματα σχετικά από την Αγίαν Γραφήν, η λευκοφόρος διήλθε πάλις επιμόνως με την μελανήν προσωπίδα έμπροσθέν μου.
Δεν ανθείξα και την επλησίασα και της είπα:
-Μου επιτρέπετε να σας δώσω τον βραχίονά μου, κυρία μου;
Δεν μου απήντησεν, αλλ’ εστηρίχθη ηρέμα εις την χείρα μου.
Και ήρχισα να της λέγω ανοησίας, όπως είνε επιβεβλημένον εις όλους τους χορούς.
Αλλ’ εκείνη έστρεψε βραδέως τους οφθαλμούς, με εκάρφωσεν εις εν βλέμμα ήρεμον αλλά παρατεταμένον και μου είπεν:
-Κύριε. Είμαι η μούσα Τερψιχόρη, θυγάτηρ, ως γνωρίζετε, του Διός και της Μνημοσύνης.
Δεν το εγνώριζα, αλλά προσέκλινα ευσεβάστως.
Η άγνωστος εξηκολούθησεν:
-Από τας αυγάς του κόσμου ευρίσκομαι παντού, όπου η διονύσειος μέθη δίδει πτερά εις τους πόδας, ενώνει τα σώματα και κάμνει να θριαμβεύει εις το φως η δόξα της ανθρωπίνης κινήσεως, η υγεία των χαλκίνων μυών, των χειρών των νευρωδών. Εγώ σκορπώ τας δυνάμεις τας αποταμιευμένας, αι οποία ψάλλουν την επιτηδειότητα των σωμάτων, την τάσιν των εις εναγκαλισμούς και εις καταστροφάς και εγώ εις την τρέλλαν της κινήσεως φλέγω τα μέλη, κυλίω μίαν σταγόνα θείας παραφροσύνης μέσα εις το αίμα και κάμνω τα σώματα ελαφρότερα.
Όπου ευρίσκομαι, εκεί μία ατμοσφαίρα επιθυμίας απλούται, εν σύννεφον πυρωμένων πνοών πλημμυρεί το πάν και το αίμα, ζωογονούμενον, δίδει φιλήματα θερμά εις όλας τας γωνίας των σαρκών. Ιδού· είμαι εδώ και ο στρόβιλος, βλέπετε, θ’ αρχίση και βροχή πειρασμών πίπτει βραδέως εκ των άνω επί όλων και άνωθεν των χρωμάτων των εσθήτων, άνωθεν των οραμάτων της γάζης, άνωθεν των μαύρων ενδυμάτων και των σωμάτων των συνδεδεμένων, άνωθεν της μέθης των φώτων και των προσώπων, αυτός ο αήρ, ερεθιζόμενος από την πνοήν μου, λαμβάνει μέρος εις την έκφανσιν της ανθρωπίνης μέθης και εκείνος ακόμη πάλλεται και ζωογονείται από αίμα θερμόν και νομίζεις, ότι τώρα θα συγκλονίση και αυτός έξαλλος το κενόν και θα ζωντανεύση παντοδύναμος. Είμαι η αδελφή της χαράς, η χύνουσα την θείαν μέθην· η μόνη, η οποία σκορπίζω πτερά εις τα βαρέα ατυχή σώματα των θνητών, και τους κάμνω να συγκοινωνούν μίαν στιγμήν με τας πηγάς της ζωής και να μεταρσιούνται εκείθεν του κόσμου εις θείαν στιγμήν λήθης και εγκαταλείψεως. Οι άνθρωποι εις την παρουσίαν μου μεταλαμβάνουν την χαράν της ζωής. Είμαι η μούσα  Τερψιχόρη…
-Ελπίζω ότι εφέτος είσθε ευχαριστημένη από τους χορούς μας.
-Ναι · η φυλή σας όμως είνε αναιμική και λιπόψυχος. Εις τας αυγάς της ανθρωπότητος οι χοροί ετελείωναν με αίμα· οι άνθρωποι εδάγκωνον εις τον ενθουσιασμόν των τας θηλείας και πολλάκις ο Διόνυσος τους έκαμνεν εις το κατακόρυφον του ενθουσιασμού των να πίπτουν κάτω με σπασμούς.
-Τωόντι ημείς δεν δαγκάνομεν.  Ομολογουμένως αυτό είνε κατάπτωσις…
-Εις την πατρίδαν μας άλλοτε όταν εχόρευον τον πυρρίχιον έβλεπε κανείς θριάμβους σωμάτων και θριάμβους χαράς. Οι γέλωτες ανήρχοντο εις υγιά στόματα με τριάκοντα δύο οδόντας και έβλεπε κανείς εις την ευστροφίαν των σωμάτων εν τω χορώ τους μαχητάς της αύριον και τας γυναίκας, αι οποίαι εχρησίμευον ως υποδείγματα διά τον Φειδίαν και τας μητέρας αι οποίαι ητοίμαζον στρατιώτας εις τους Σπαρτιάτας…



-Τωόντι δεν είσθε ευχαριστημένη, κυρία Τερψιχόρη;
-Ο χορός υπήρξεν εις την Ελλάδα της άλλοτε, ένας από τους μεγάλους παιδαγωγούς διά την διάπλασιν των σωμάτων και δια την ανύψωσιν των ψυχών προς την χαράν. Βλεπετε τώρα ότι υπό τας συσφίγξεις των σωμάτων οι πόδες υποφέρουν χορεύοντες · ότι τα σώματα τρίζουν και τρέμουν και πολλάκις νομίζω ότι αι χορεύτριαί σας θα θραυσθούν κλίνουσαι εις υπόκλισιν. Διέρχομαι, ως βλέπετε, μελαγχολική και ξένη και ολονέν μαραίνομαι. Εις τον μεσαιώνα, όταν η πατρίς μας είχεν ήδη αποθάνει, ηδυνάμην να ζήσω πάλιν ακμαία εν μέσω των ωραίων ιπποτών, οι οποίοι εδέχοντο τας μεγάλας πληγάς και έδιδον τους μεγάλους εναγκαλισμούς και όταν επέστρεφον από τας μάχας από χώρας μακρυσμένας, όπου κατεδίωκον το ιδανικόν, εμέθυον εις μίαν εσπέραν, σφίγγοντες και συστρέφοντες ως λείαν το αγαπητόν και ονειρώδες σώμα της δεσποίνης των.  Έζησα αιώνας δυνάμεως εις τας αυλάς της Κωνσταντινουπόλεως, εις την τρέλλαν της Βενετίας, εις την αυλήν των Μερβιγκίων και των Βουρβώνων. Και τώρα; Τώρα οι άνθρωποι χορεύουν στυγνοί ως εις επικηδείους και νομίζει κανείς ότι εν πνεύμα αόρατον, εις πειρακτήριος θεός, εις μικρός σάτυρος διέρχεται από όλα τα ώτα και ψιθυρίζει εις τους στροβιλιζόμενους το λόγιον των τραππιστών…»Αδελφοί ·αύριον θ΄αποθάνωμεν…»
Προσεπάθησα να παρηγορήσω την θεάν.  
-Κυρία Τερψιχόρη, της είπα.  Όλα τα πράγματα παρέρχονται εις αυτόν τον κόσμον. Υποθέτω, ότι, μολονότι είσθε θεά, σας καταλαμβάνει και σας ο φόβος του θανάτου. Εγηράσατε, κυρία Τερψιχόρη. Φορείτε προσωπίδα και είμαι βέβαιος ότι, αν την ανεγείρω ολίγον, θα ίδω τας ρυτίδας  να σας φιλούν εις όλας τας γωνίας του προσώπου και τα οστά σας να προέχουν. Εγηράσατε και εγηράσαμεν, κυρία Τερψιχόρη. Επί δώδεκα μήνας θα χρειασθή πάλιν να χωρισθώμεν και θα επανέλθετε πάλιν να ίδητε δύο αναιμικούς χορούς, δέκα ζεύγη ποδών με στενά υποδήματα συστρεφομένων με πόνους και με νυγμούς.  Λυπούμαι, ότι δεν δύναμαι να σας παρηγορήσω δι’ όλα αυτά, αλλά πρέπει να σπεύσω να παρηγορήσω την οικοδέσποιναν, η οποία μάτην τοποθετεί τας διόπτρας της διά να ίδη προσωπιδοφόρους και μάτην κλείει τους οφθαλμούς διά να μη ίδη πόσον αδηφάγως της καταβροχθίζουν τα σάνδουιτς στόματα άνευ προσωπίδων. Καλή νύκτα σας, κυρία Τερψιχόρη. Προσπαθήσατε να περιποιηθήτε τον εαυτόν σας. Υποθέτω, ότι έχετε και οδόντας εφθαρμένους. Πρέπει να μεταβήτε ταχέως εις τον οδοντοϊατρόν…

Ν. Επ.


Παύλος Νιρβάνας : Γεράσιμος Βώκος

Η Αυτοπροσωπογραφία του Γεράσιμου Βώκου, μετά την επεξεργασία και συντήρηση του Αρχείου Νεοελληνικής Τέχνης

Αυτοπροσωπογραφία Γεράσιμου Βώκου (1917) Από την συλλογή Πορτραίτων του Αρχείου Νεοελληνικής Τέχνης “Σοφία Λασκαρίδου”, υπό την επιμέλεια του Δημήτρη Παπαγεωργόπουλου.

Πρώτη δημοσίευση: Το Μπουκέτο, τόμος 4, αριθμοί τευχών 175 – 176 – 177 – 178, σελ. 715, 760, 793, 805.

Ὁ Γεράσιμος Βώκος εἶναι ἡ πιὸ παλιά μοῦ φιλολογικὴ γνωριμία. Γνωριστήκαμε μικρὰ παιδάκια στὸν Πειραιᾶ — δύο, τρία χρόνια μᾶς χώριζαν στὴν ἡλικία — ὅπου τὰ σπίτια μᾶς ἦσαν κοντὰ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο, μὲ τὴν εὐκολία ποὺ γνωρίζονται τὰ γειτονόπουλα. Δὲν ξέρω, ἄν, ἀπὸ τὴ μικρότατη αὐτὴ ἡλικία, κάποια κοινὰ ψυχικὰ χαρακτηριστικά, θαμμένα ἴσως καὶ ἀφανέρωτα ἀκόμα, ἀλλὰ βαθιὰ χαραγμένα στὰ θεμέλια τῆς ζωῆς, ἑνώνουν τοὺς ἀνθρώπους. Θυμοῦμαι ὅμως, ὅτι κάποια ξεχωριστὴ μυστικὴ συνεννόηση εἴχανε οἱ ψυχὲς μᾶς, μολονότι — φαινομενικὰ ἐγὼ ἥσυχος καὶ ντροπαλός, ἐκεῖνος ζωηρὸς καὶ ἀνήσυχος — οἱ χαρακτῆρες μᾶς δὲν εφαίνονταν καὶ πολὺ ταιριασμένοι. Στὰ παιγνίδια μᾶς εἴμαστε πάντα ἀχώριστοι καὶ τὰ μαλώματα μᾶς δὲν κρατούσανε πολὺν καιρό. Τὸ στρουμπουλὸ ἐκεῖνο παιδάκι, μὲ τὸ μεγάλο κεφάλι, τὰ ὀρθὰ καὶ ἀνυπόταχτα μαλλιά, ποὺ τοῦ ἔδιναν ὄψη σκατζόχοιρα καὶ τὰ μεγάλα ὁλοστρόγγυλα, ζωηρὰ μάτια, μοῦ μένουν ἀπὸ τότε βαθιὰ χαραγμένα στὴ μνήμη μοῦ. Καὶ πάντα ἡ φαντασία μοῦ, κάθε φορά, ποὺ βλέπω μιὰ γεροντικὴ τοῦ εἰκόνα — ἄλλαξα, λοιπόν, τόσο πολὺ κι’ ἐγώ, Θεὲ μοῦ προσπαθεῖ ‘ν’ ἀντικαταστήσει τὸ αγνώριστο ἐκεῖνο κεφάλι μὲ τὸ ζωηρὸ καὶ χαριτωμένο κεφαλάκι τοῦ μικροῦ παιδιοῦ.

Ἀπὸ τὰ παιδιάτικα ὅμως αὐτὰ κοινὰ μᾶς χρόνια καὶ ἀπὸ τὰ πρῶτα μᾶς παιγνίδια, ζωηρότερα μοῦ μένει ἐντυπωμένο τὸ θέατρο, ποὺ κάναμε μαζὶ στὴν αὐλὴ τοῦ δικοῦ μοῦ σπιτιοῦ. Ἴσως νὰ μὴν εἶναι πολὺ αὐθαίρετο νὰ πεῖ κανείς, πὼς αὐτὴ στήθηκε καὶ ἡ πρώτη μοῦ φιλολογικὴ συνεργασία μὲ τὸ Βώκο.

Ἀπὸ τότε τὸν ἔχασα γιὰ λίγα χρόνια. Ὁ πατέρας τοῦ, ὁ Θεόδωρος Βώκος, ἀξιωματικὸς τότε τοῦ Π. Ναυτικοῦ, εἶχε μετατεθεῖ ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ καὶ εἶχε πάρει τὴν οἰκογένεια μαζὶ τοῦ. Ύστερ’ ἀπὸ λίγα χρόνια, τὸν ξαναείδα, μαθητὴ τοῦ γυμνασίου, νομίζω, μὲ τὰ χειρόγραφα τῆς πρώτης τοῦ ποιητικῆς συλλογῆς. Εἶχα ἀρχίσει νὰ γράφω κι’ ἐγὼ στίχους καὶ ἔτσι βρεθήκαμε συνάδελφοι.

— Ἔκανα συνδρομητὲς — μοῦ εἶπε — καὶ θὰ βγάλω ἕνα μικρὸ τόμο.

— Μὴν βιασθείς, Γεράσιμε… τοῦ εἶπα. Ἄφησε τὰ λίγον καιρὸν ἀκόμα στὸ συρτάρι σοῦ, γιὰ νὰ τὰ ξαναϊδείς μὲ καινούργιο μάτι.

Ἤτανε μιὰ συμβουλή, ποὺ μοῦ τὴν εἴχανε δώσει κι’ ἐμένα καὶ τὴν ἔδινα κι’ ἐγὼ στὸ φίλο μοῦ, χωρὶς νὰ ξέρει καλὰ καλὰ γιατί. Δὲν τὴν ἀκολούθησε ὅμως, ὅπως δὲν εἶχα ἀκολουθήσει κι’ ἐγὼ τὴ συμβουλὴ τῶν μεγαλυτέρων μοῦ, γιὰ νὰ μετανοήσουμε ἀργότερα καὶ οἱ δύο. Ἄξαφνα, μιὰ ἡμέρα, χωρὶς νὰ μοῦ πεῖ τίποτε στὸ μεταξύ, πὼς τυπώνει τὰ ποιήματα τοῦ, μοῦ παρουσίασε τὸν τόμο τοῦ, ποὺ λίγα χρόνια ὕστερα γύρευε τὰ ἀντίτυπα τοῦ, στὰ βιβλιοπωλεῖα καὶ στὶς βιβλιοθῆκες τῶν φίλων τοῦ, γιὰ νὰ τὰ παραδώσει στὶς φλόγες. Ὅταν κάποτε τοῦ θύμησα, μὲ ὅλη μοῦ τὴν ἀθωότητα, δύο στίχους ἀπὸ τὴν πρώτη τοῦ αὐτὴ συλλογή, λίγο ἔλειψε νὰ τὰ χαλάσουμε. Δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς ἀκούσει, χωρὶς νὰ τοῦ ἀνακατωθοῦν τὰ νεῦρα. Τοὺς δύο αὐτοὺς στοίχους — καὶ εἶναι οἱ μόνοι, ποὺ ἔσωσε ἡ μνήμη μοῦ — τοὺς θυμοῦμαι ἀκόμα. Ὁ ἕνας ἤτανε αὐτὸς:

Ὕψωσε τὴν ἀκάνθινον, μεγάλην κεφαλὴν τοῦ.

Ἡ «ἀκάνθινος μεγάλη κεφαλὴ» ἤτανε, ἁπλούστατα ἡ αὐτοπροσωπογραφία τοῦ. Ὁ ἄλλος στίχος εἶναι μισός, ἀπὸ μία σκηνὴ μέσα στὴν ταβέρνα, ὅπου ἡ δημοτική, γιὰ τὸ χατίρι ἑνὸς συνηχητικού εφέ κερνάει τὴν καθαρεύουσα.

Ὦ κάπελα, τὰ κύπελλα…

Ἀλλά, καὶ μὲ τέτοιους στίχους, ὁ Βώκος ἤτανε ἀπὸ τότε ἕνα δυνατὸ τάλαντο. Καὶ δὲν ἄργησε νὰ τὸ δείξει.

Ξαναβλεπόμαστε, ύστερ’ ἀπὸ λίγα χρόνια στὸν Π. Ναύσταθμο, αὐτὸς ὑπολογιστὴς τοῦ Π. Ναυτικοῦ, προορισμένος νὰ συνεχίσει τὸ ναυτικὸ στάδιο τῆς οἰκογενείας τοῦ — ὁ πατέρας τοῦ τὸν ἔπαιρνε ἀπὸ μικρὸ μαζὶ τοῦ σὲ ταξίδια μὲ τὰ πολεμικὰ καράβια — κι’ ἐγὼ ἀνθυπίατρος τοῦ Π. Ναυτικοῦ, ποὺ πήγαινα νὰ κάνω τὴν πρώτη μοῦ ἐφημερεύση στὸ Ναυτικὸ νοσοκομεῖο τοῦ Ναυστάθμου. Ἦρθε νὰ μὲ υποδεχθεί στὴν προκυμαία, μόλις ἀποβιβάσθηκα ἀπ’ τὴν «Εὐκαιρία». Ἔκανε τότε τὴν ὑπηρεσία τοῦ στὰ γραφεῖα τοῦ Ναυστάθμου, καί, στὶς ὧρες ποὺ τοῦ ἔμεναν ἐλεύθερες, μετάφραζε, μὲ τὸ κοντάρι, λαϊκὰ μυθιστορήματα, γιὰ κάποιες ἐκδόσεις, ποὺ ἔκανε τότε ἡ «Ἀκρόπολις». Ἔτσι, μὲ τὸ μισθὸ τοῦ ὑπολογιστοῦ καὶ μὲ τὴ μεταφραστικὴ τοῦ ἐργασία, περνοῦσε πλουσιοπάροχα γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Ἡ χαρὰ μοῦ νὰ τὸν ἀπαντήσω στὴν ἐρημιὰ τοῦ Ναυστάθμου, ὅπου πήγαινα, μὲ βαριὰ καρδιά, νὰ σκλαβώσω γιὰ πρώτη φορὰ τὴν ἐλευθερία μοῦ, ἤτανε μεγάλη. Δὲν μποροῦσα νὰ ἐπιθυμήσω καλύτερο σύντροφο.

— Ἔννοια σοῦ καὶ θὰ καλοπεράσουμε εδώ… μοῦ εἶπε. Ἐγὼ ἔχω ἕνα βαρκάκι δικὸ μοῦ καὶ πηγαίνω, στὸ ψάρεμα, κάθε ἀπόγεμα. Ὅταν τελειώσεις τὴν υπερεσία σοῦ, θὰ περάσω νὰ σὲ πάρω ἀπὸ τὸ νοσοκομείο…

Μείναμε σύμφωνοι καί, τὸ ἀπόγεμα, μὲ τὰ βαρκάκι τοῦ Βώκου, κάναμε ἀγορεύοντας τὸ γύρο τῶν ἀκτῶν τοῦ Ἀράπη, μιλώντας γιὰ φιλολογία καὶ γιὰ ὅλα τὰ πράγματα τὰ ἄσχετα μὲ τὴν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθυπιάτρου καὶ τοῦ ὑπολογιστή.

Ὁ ποιητικὸς ὅμως αὐτὸς περίπατος εἶχε τραγικὲς συνέπειες γιὰ μένα. Τὸ ἴδιο ἀπόγεμα εἶχαν φέρει κάποιον τραυματία στὸ νοσοκομεῖο. Μὲ ζητήσανε καὶ κάποιος έδωκε τὴν πληροφορία, ὅτι μὲ εἶδαν ‘σ’ ἕνα βαρκάκι νὰ τραβάω κατὰ τὸ Πέραμα. Ὁ τότε ὑποδιευθυντὴς τοῦ Ναυστάθμου, ὁ Μιαούλης, ποὺ ἤτανε περισσότερο γνωστὸς μὲ τὸ παρατσούκλι Δάσκαλος — ὄνομα κάποιου ραδιούργου, δὲ θυμᾶμαι ποιοῦ μυθιστορήματος — μόλις τοῦ ἀναφέραν τὸ πρᾶγμα, ἐσχημάτισε τὴν ἰδέα, πὼς τὸ εἶχα σκάσει, ἀπὸ τὸ Πέραμα, γιὰ τὸν Πειραιᾶ.

Καὶ δὲν ἔχασε καιρὸ νὰ μὲ καταγγείλει στὸ ὑπουργεῖο «ἐπὶ ἐγκαταλείψει θέσεως». Τίποτα περισσότερο, δηλαδή, τίποτα λιγότερο μὲ εἶχε γιὰ Ναυτοδικεῖο. Ὅταν γύρισα ἀπὸ τὴν ἐκδρομή, εἰδοποιήθηκα, ὅτι βρίσκομαι «ὑπὸ περιορισμὸν μέχρι νεοτέρας διαταγῆς». Πρωτοφερμένος στὸ Ναυτικό, χωρὶς νὰ γνωρίζω πρόσωπα καὶ πράγματα, πῆρα τὸ ζήτημα ἀπὸ τὴν τραγικότερη ὄψη τοῦ. Νόμισα πὼς εἶχε σημάνει ἡ τελευταία μοῦ στιγμή. Ζήτησα νὰ παρουσιασθῶ στὸν Ὑποδιευθυντή, νὰ ἐξηγήσω πὼς δὲν εἶχα δραπετεύσει, νὰ βεβαιώσω ὅτι βρίσκομαι στὴ θέση μοῦ, ἀλλὰ ὁ ἄγριος ἄνθρωπος δὲ θέλησε νὰ μὲ δεχθεί. Ὁ Βώκος, ποὺ ἦταν καὶ ἀνιψιὸς τοῦ, προθυμοποιήθηκε νὰ μεσολαβήσει. Ἐκεῖνος ὅμως τοῦ ἀπάντησε, ὅτι μιὰ φορά, ποὺ τηλεγράφησε στὸ ὑπουργεῖο δὲν μπορεῖ νὰ λέει καὶ ξαναλέει. Τὸ ἀποτέλεσμα ήτο, πὼς πέρασα ὧρες ἀγωνίας, ὥσπου νὰ γυρίσει τὴ Δευτέρα — Σαββατόβραδο εἶχαν γίνει ὅλα αὐτὰ — ὁ τακτικὸς διευθυντής, ὁ μακαρίτης Κουτσούκος, καὶ νὰ κανονίσει «ἐπιεικῶς» τὴν υπόθεσή μοῦ.

— Τί μοῦ ’’κανες καημένε Βώκο, τί μοῦ ’’κανες; τοῦ ἔλεγα.

Καὶ ὁ καλὸς Γεράσιμος ἤτανε, πράγματι, ἀπαρηγόρητος γιὰ τὸ κακό, ποὺ μοῦ εἶχε κάμει, «ἄθελα τοῦ, καὶ ποὺ δὲ μοῦ ἄφησε καμιά μνησικακία στὴ ψυχὴ μοῦ γιὰ τὸν ἀγᾶπητό μοῦ φίλο.

Ὁ Βώκος, ύστερ’ ἀπὸ λίγο, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ Ναυτικὸ καὶ ἀφοσιώθηκε, ὁλοκληρωτικὰ στὴ δημοσιογραφία καὶ στὴν τέχνη τοῦ λόγου. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἔβγαλε τὸ πρῶτο τοῦ μυθιστόρημα μὲ τὸν περίεργο τίτλο: «Ὁ Κύριος Πρόεδρος».

Τὸ μυθιστόρημα ἤτανε ἀκόμη σπάνιο εἶδος στὴν Ἑλλάδα. Ὅλοι ἔγραφαν διηγήματα, ἀλλὰ μετρημένοι στὰ δάχτυλα τοῦ ἑνὸς χεριοῦ, ἦταν ὅσοι ἀποφάσιζαν νὰ καταπιασθούν ἕνα ἔργο «μακρὰς ἀναπνοῆς», ὅπως τὸ μυθιστόρημα. Ὅταν πρωτοδιάβασα τὸν «Κύριο Πρόεδρο», ὀμολογῶ, ὅτι δοκίμασα τὸ πιὸ εὐχάριστο ξάφνισμα. Στὸ ἔργο αὐτὸ τὸ Βώκου, γύρω ἀπὸ τὸ συμβολικὸ κέντρο τοῦ Προέδρου τῆς Κυβερνήσεως, πλεκότανε, μὲ μιὰ βαθεῖα καὶ σαρκαστικὴ παρατήρηση, ἡ πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ ζωὴ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Μιὰ οἰκογένεια καταστρέφεται ἀπὸ τὴν προσήλωση τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς στὸ εἴδωλο τοῦ Κυρίου Προέδρου, στὸ εἴδωλο τῆς Πολιτικῆς. Καὶ στὴν οἰκογένεια αὐτὴ — μιὰ ἀντιπροσωπευτικὴ σύνθεση — καθρεφτίζεται ὅλη ἡ κοινωνικὴ κακομοιριὰ καὶ δυστυχία, ποὺ ἀφορμὴ τῆς εἶχε τὴν πολιτικομανία τῶν Ἑλλήνων. Γύρω ἀπὸ τὸ κεντρικὸ μῦθο τοῦ μυθιστορήματος τοῦ, ὁ Βώκος, προικισμένος ἀπὸ μιὰ ἔμφυτη παρατήρηση καὶ βοηθημένος ἀπὸ τὴ δημοσιογραφικὴ τοῦ πεῖρα, εἶχε πλέξει τὴν εἰκόνα, παρμένη ἀπὸ τὸ φυσικό, τοῦ δημοσίου μᾶς βίου, μὲ ζωντανότατες περιγραφὲς ὅλων τῶν ἀδύτων τῆς Ἑλληνικῆς γραφειοκρατίας, ἀπὸ τὸν ὑπουργικὸ προθάλαμο ὡς τοὺς διαδρόμους τῶν ὑπουργείων καὶ τῆς Βουλῆς. Δὲν ξέρω μὲ τί μάτια θὰ ’’βλεπα, τώρα, τὸ πρῶτο αὐτὸ μυθιστόρημα τοῦ Βώκου. Τότε ἡ ἐντύπωση μοῦ στάθηκε ανεπιφύλαχτα θαυμαστική. Καί, ὅταν ὁ Γαβριηλίδης μὲ παρακάλεσε νὰ γράψω μιὰ θερμὴ κριτικὴ γιὰ τὸ ἔργο τοῦ συνεργάτη τοῦ καὶ φίλου μοῦ, ἔγραψα φαίνεται τόσο θερμά, ὥστε τὸ ἄλλο πρωί, βρῆκα ἀπάνω στὸ γραφεῖο μοῦ, τὸ ἀκόλουθο σημείωμα τοῦ Γαβριηλίδη:

«Σᾶς παρεκάλεσα νὰ γράψετε θερμὰ διὰ τὸ ἔργον τοῦ Βώκου κι’ ἐσεῖς ἐγράψατε εἰς τὸν βαθμόν, ποὺ ζέει τὸ ὕδωρ. Σᾶς εὐχαριστῶ».

Πρέπει νὰ μιλήσει κανεὶς γιὰ τὴν τρέλα τοῦ Βώκου; Οἱ ἐπικήδειοι βιογράφοι τοῦ, στὶς ἐφημερίδες καὶ τὰ περιοδικά, μιλοῦν γι’ αὐτήν, μὲ ὑπαινιγμοὺς καὶ ὑπονοούμενα. Κάνουν λόγο γιὰ κάποιο ἀόριστο θλιβερὸ γεγονὸς στὴ ζωὴ τοῦ, γιὰ κάποια αρρώστια, γιὰ κάτι μοιραῖο τέλος πάντων, ποὺ ἀποφεύγουν νὰ τὸ προσδιορίσουν. Ύστερ’ ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ, νομίζω ὅτι ἡ ευλαβητική αὐτὴ ἐπιφύλαξη δὲν ἔχει κανένα νόημα. Ὁ ἀλησμόνητος φίλος μιλοῦσε, μὲ τόση ἀταραξία, ὁ ἴδιος γιὰ τὸ ἀτύχημα τοῦ, ἤτανε τόσο ἀνώτερος ἀπὸ τὴν αρρώστια τοῦ, ποὺ εἶχε ἀλλάξει μέσα τοῦ τὸ «ρυθμὸ τοῦ κόσμου», ὥστε δὲν ὑπάρχει κανένας λόγος νὰ μὴν τοῦ ἀναγνωρίσουμε τὴν ὑπεροχὴ τοῦ αὐτή, κρύβοντας ὅ,τι ποτὲ δὲ θέλησε νὰ κρύψει ὁ ἴδιος. Ἔπειτα ἡ τρέλα τοῦ Βώκου — ἕνα χρόνιο περιοδικὸ παραλήρημα — ἔπαιξε τόσο μεγάλο ρόλο στὴ ζωὴ τοῦ καὶ τὸ ἔργο τοῦ, ὥστε πολλὰ πράγματα καὶ ‘σ’ αὐτὴ καὶ σὲ τοῦτο, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἐξηγηθοῦν χωρὶς αὐτήν. Ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι περίεργο στὴν ψυχοπαθολογικὴ βιογραφία τοῦ Βώκου, εἶναι, ὅτι ύστερ’ ἀπὸ κάθε παροξυσμὸ τῆς αρρώστιας τοῦ, ποὺ τὸν κρατοῦσε κλεισμένο γιὰ μῆνες στὸ φρενοκομεῖο, ἔβγαινε μὲ μιὰ διαύγεια πνευματική, καὶ μὲ μιὰ δύναμη νὰ ἐξακολουθήσει τὴν ἐργασία τοῦ, ποὺ στάθηκε μυστήριο καὶ γι’ αὐτοὺς τοὺς ψυχιάτρους.

— Ύστερ’ ἀπὸ κάθε παροξυσμὸ τοῦ — εἶχαν προφητέψει πολλοὶ ψυχίατροι — θὰ βγαίνει πιὸ ἐλαττωμένος διανοητικά, ὥσπου νὰ καταλήξει στὴν ἄνοια, δηλαδὴ στὸ διανοητικὸ θάνατο.

Ὁ Βώκος, ὡστόσο, κλείσθηκε τέσσερες ἢ πέντε φορὲς στὸ φρενοκομεῖο, χωρὶς ‘ν’ ἀληθέψει ἡ πρόγνωση τῶν ψυχιάτρων. Ἤτανε σὰν νὰ μὴν τοῦ εἶχε συμβεί τίποτα καί, βλέποντας τόν, θὰ μποροῦσε νὰ ὁρκισθεῖ κανείς, πὼς ἐπιστρέφει ἀπὸ κάποιο εὐχάριστο ταξίδι σὲ γαλήνιες θάλασσες, καὶ ὄχι πὼς εἶναι ναυαγὸς δαρμένος ἀπὸ τὰ κύματα μιᾶς ἄγριας τρικυμίας.

— Τί γίνεσαι Γεράσιμε; Καιρὸ ἔχω νὰ σὲ ιδώ… τοῦ εἶπα τὴν πρώτη φορά, ποὺ τὸν ἀντάμωσα, ύστερ’ ἀπὸ τὸ φρενοκομεῖο, μὴ θέλοντας νὰ τοῦ δείξω, πὼς γνώριζα τίποτα ἀπὸ τὴν θλιβερὴ τοῦ περιπέτεια ἢ νὰ τοῦ τὴ θυμίσω.

Μὲ τὴ μεγαλύτερη γαλήνη τοῦ κόσμου καὶ μὲ τὴ μεγαλύτερη εἰλικρίνεια — τὴν εἰλικρίνεια ποὺ χαρακτήριζε πάντα τὸν τίμιο καὶ τὸν μονοκόματον αὐτὸν Ἀρβανίτη — μοῦ ἀποκρίθηκε:

— Πὼς νὰ μὲ ἰδεῖς, φίλε μοῦ; Ἐχθὲς βγῆκα ἀπὸ τὸ φρενοκομεῖο. Εὐτυχῶς εἶμαι πολὺ καλὰ τώρα. Ὁ κύριος Κατσαράς — μιλοῦσε πάντα μὲ σεβασμὸ καὶ εὐγένεια καὶ γιὰ τοὺς πιὸ στενοὺς τοῦ φίλους — μὲ βεβαίωσε πὼς ἔχω θεραπευθεί ἐντελῶς.

Ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη τοῦ καὶ μοῦ παρουσίασε τὸ πιστοποιητικὸ τοῦ φρενοκομείου, σα νὰ μοῦ παρουσίαζε ἕνα κοινότατο ἔγγραφο. Ὕστερα μοῦ εἶπε:

— Μέσα στὰ βιβλία μοῦ βρῆκα ἕνα λεξικὸ τοῦ Σχινά καὶ Λεβαδέως, ποὺ εἶχες τὴν καλοσύνη νὰ μοῦ δανείσεις πρὶν ἀπ’ τὴν αρρώστια μοῦ. Μὲ συγχωρεῖς πολύ, ποὺ τόσο ἄργησα νὰ σοῦ τὸ ἐπιστρέψω. Τὸ λάθος δὲν ἤτανε δικὸ μοῦ, καθὼς βλέπεις. Αὔριο θὰ σοῦ τὸ στείλω.

Τὴν ἄλλη μέρα βρῆκα τὸ λεξικὸ στὸ σπίτι μοῦ, ὅπως δὲ βρῆκα πολλὰ βιβλία, ἀπὸ ὅσα ἔχω δανείσει σὲ ἀνθρώπους, ποὺ δὲν τρελάθηκαν.

Αὐτὸς ἤτανε ὁ Βώκος, ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ φρενοκομεῖο.

Τίμιος, εὐθύς, ἀκέραιος, εὐγενὴς πάντα, γιὰ νὰ αποδειχθεί, μιὰ φορὰ ἀκόμα, ὅτι καὶ ἡ τρέλα σπάνια μπορεῖ νὰ κλονίσει τὸν ἠθικὸ χαρακτῆρα τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν εἶναι βαθιὰ ριζωμένος στὴν ύπαρξή τοῦ.

Ἡ εἰλικρίνεια αὐτὴ τῶν ἐξομολογήσεων τοῦ Βώκου ἔγινε ἀφορμή, κάποτε, νὰ μοῦ αποκαλυφθεί ὁ ψυχολογικὸς μηχανισμός, ποὺ μᾶς τὸν παρουσίασε ἄξαφνα ζωγράφο. Ἕνα βράδυ, περπατώντας στὴν ἔρημη πλατεῖα τοῦ Φαλήρου, οἱ δύο μᾶς, μοῦ ἔφερε μόνος τοῦ τὸ ζήτημα τῆς τρέλας τοῦ στὴν ξενιτιά. Εἶναι γνωστό, ὅτι ὁ Βώκος, ἀνταποκριτὴς τότε τῆς «Ἀκροπόλεως» στὴ Βιέννα, ἔπαθε τὴν πρώτη εκδήλωση τοῦ παραληρήματος τοῦ, ποὺ τὸν βασάνισε κατόπι περιοδικὰ — χωρὶς νὰ τὸν δαμάσει — σὲ ὅλη τοῦ τὴ ζωή. Ἡ θλιβερότατη εἴδηση ἔπεσε, τότε, σὰν κεραυνὸς στὴν Ἀθήνα. «Ὁ Βώκος τρελάθηκε». Ἄλλοι ἐξήγησαν τὸ πρᾶγμα μὲ τὴν πνευματικὴν ὑπερκόπωση, ποὺ τοῦ εἶχε κλονίσει τὰ νεῦρα τοῦ, ‘σ’ ἕνα κλῖμα ἐχθρικὸ γιὰ μιὰ μεσημβρινὴ φύση, σὰν τὴ δικὴ τοῦ, καὶ ἄλλοι μὲ τὴν στέρηση καὶ τὴν κακοπάθεια καὶ τὴν ἠθικὴν ἐπίδραση, ποὺ θὰ εἶχε βέβαια ‘σ’ ἕνα χαρακτῆρα τόσο περήφανο σὰν τὸ δικὸ τοῦ, ἡ ἔλλειψη χρημάτων σὲ ξένον τόπο, ἀφοῦ ἡ «Ἀκρόπολις» ποὺ βρισκότανε τότε σὲ οἰκονομικὴ κρίση, τοῦ καθυστεροῦσε τοὺς μισθοὺς τοῦ, τὸ μόνο τοῦ εἰσόδημα γιὰ τὴ φτωχικὴ τοῦ συντήρηση. Καὶ ὅλο τὸ βάρος τῆς εὐθύνης εἶχε πέσει στὸ φτωχὸ Γαβριηλίδη. Ὅπως υποδείχτηκε ὕστερα, ὅσο κι’ ἂν συνετέλεσαν γιὰ τὸ κακὸ οἱ δυσάρεστες βιοτικὲς συνθῆκες, ἡ αἰτία βρισκότανε βαθύτερα στὸν ὀργανισμὸ τοῦ. Ἤτανε ἕνα κακό, ποὺ ἄρχισε μοιραία τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ ποὺ ἔμελλε νὰ ἐξακολουθήσει.

Μοῦ μιλοῦσε, λοιπόν, ἐκεῖνο τὸ βράδυ, στὸ Φάληρο, γιὰ τὴν τρέλα τοῦ στὴν ξενιτιά. Νομίζω πὼς τὸν ἀκούω αὐτὴ τὴν στιγμὴ:

— Ἄκουσε — μοῦ εἶπε σταματώντας ἀπότομα — πὼς μοῦ πρωτοφανερώθηκε ἡ τρέλα μοῦ. Ἐκεῖ, ποὺ περπατοῦσα, ἕνα βράδυ, σὲ κάποια ἐξοχικὴ λεωφόρο, εἶδα ξαφνικὰ νὰ φωτίζεται ζωηρὰ ὁ οὐρανὸς στὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντος. Καὶ μέσα στὸ φῶς αὐτὸ εἶδα νὰ σχεδιάζεται, σὰν ἀπὸ χέρι ἀόρατου ζωγράφου, μία θαυμαστὴ εἰκόνα. Δὲν ἄργησα νὰ καταλάβω πὼς ἤτανε ἡ Ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος. Σὲ λίγο, ἔβλεπα καθαρὰ τὴν παράταξη τῶν Ἑλληνικῶν καὶ τῶν Περσικῶν πλοίων, τὰ γύρω βουνὰ τῆς Σαλαμῖνος καὶ τοῦ Αἰγάλεω, τὴν Ψυττάλεια, τὴ γνώριμη μοῦ θάλασσα, σὲ μιὰ σύνθεση καταπληκτική…

Ζήτησα νὰ μάθω μήπως ἡ φανταστικὴ εἰκόνα ἤτανε μία ἀναπαράσταση τοῦ ἔργου τοῦ Βολανάκη, ποὺ ἔτυχε νὰ ἰδοῦμε πολλὲς φορὲς μαζὶ στὴν αἴθουσα τοῦ Διευθυντηρίου τοῦ Ναυστάθμου.

— Ὄχι! μοῦ εἶπε. Ἤτανε κάτι ἐντελῶς διαφορετικό, κάτι ἀσυγκρίτως ἀνώτερο. Καὶ τὸ βλέπω ἀκόμα τόσο καθαρὰ μπροστὰ μοῦ, ὥστε, ἂν ἤμουνα ζωγράφος, θὰ μποροῦσα ‘ν’ ἀντιγράψω πιστὰ τὴν εἰκόνα ἀπὸ τὴ φαντασία μοῦ.

Καὶ τελείωσε τὴ διήγηση τοῦ, λέγοντας μοῦ, ὅτι κατόπιν δὲ θυμότανε τίποτε ἄλλο.

Ὁ Βώκος δὲν ἔγινε, λοιπόν, ἔτσι ἄξαφνα, ζωγράφος. Τὸ ἀρχικὸ τάλαντο τοῦ ἤτανε ἡ ζωγραφική. Καὶ ξαναγύρισε ‘σ’ αὐτὸ ἀπὸ τὸ γύρο τῆς λογοτεχνίας, ἀφοῦ ἔδειξε τὰ ζωγραφικὰ τοῦ χαρίσματα καὶ στὴν τέχνη τοῦ λόγου.

Δυστυχῶς ἤτανε λίγο ἀργά, γιὰ νὰ λάβει τὸ τάλαντο τοῦ καὶ τὴν τεχνικὴ καλλιέργεια, ποὺ θὰ μᾶς ἔδινε, ἴσως, ἀπὸ τὸ Γεράσιμο Βώκο ἕνα μεγάλο Ἕλληνα ζωγράφο.

Δύο σταθμοὶ ἐξαιρετικῆς συγκεντρώσεως καὶ ἐνεργείας στὴ ζωὴ τοῦ Γεράσιμου Βώκου, εἶναι Τὸ Περιοδικὸ μᾶς καὶ ὁ «Καλλιτέχνης», τὰ δύο περιοδικὰ τοῦ, στὰ ὅποια ἀφιέρωσε τὶς καλύτερες δυνάμεις καὶ ἱκανότητες τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματος τοῦ. Γιατὶ σὲ ὅ,τι καταπιανότανε ὁ ἀλησμόνητος φίλος ἔβαζε μέσα ὅλο τοῦ τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ ὅλη τοῦ τὴν εἰλικρίνεια, χωρὶς νὰ τὸν φοβίζουν οὔτε τὰ ἐμπόδια, οὔτε ἡ ἔλλειψη τῶν μέσων, οὔτε οἱ ἐναντιότητες τῶν καιρῶν καὶ τῶν περιστάσεων. Ἐννοοῦσε νὰ τραβήξει ἐμπρός, μὲ κάθε τρόπο, τελειώνοντας νὰ φορτώνεται τὰ πάντα μοναχὸς τοῦ, ὑπερήφανος καὶ χωρὶς παράπονο ἢ μεταμέλεια.

Θυμοῦμαι πὼς ἄρχισε Τὸ Περιοδικὸν μᾶς. Σχεδὸν μὲ τὸ τίποτε. Κανένας ἄλλος, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Βώκο, δὲ θὰ τολμοῦσε νὰ καταπιασθεί ἕνα περιοδικό, μὲ τόσο ἐκλεκτὴ ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερικὴ ἐμφάνιση, ὄχι ‘πια χωρὶς τὸ παραμικρότερο κεφάλαιο, ἀλλὰ οὔτε καλὰ καλὰ μὲ ὅσα ἐχρειάζοντο γιὰ τὰ τυπογραφικὰ τοῦ πρώτου τοῦ φύλλου. Καὶ ὅμως «Τὸ Περιοδικὸ μᾶς» παρουσιάσθηκε μὲ ἐκλεκτὴ ἐκτύπωση, καλὸ χαρτί, καλλιτεχνικὲς εἰκόνες καὶ; βινιέτες, μὲ μιὰ μορφὴ τέλος πολὺ νεωτεριστικὴ καὶ πολὺ πρωτότυπη γιὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ. Καὶ πρὸ πάντων μὲ ἐκλεκτὴ συνεργασία.

Παίρνω τυχαίως ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα τεύχη τοῦ περιοδικοῦ, (1 Ἀπριλίου 1900) ποὺ βρέθηκε στὰ χαρτιὰ μοῦ. Καὶ ἀντιγράφω τὰ περιεχόμενα τοῦ: «Οἱ Καταφρονηταὶ τοῦ Κοινοῦ ὑπὸ Κωστή Παλαμᾶ. Ὁ Ἀετιδεὺς τοῦ Ροστάν (μετάφρασις μιᾶς σκηνῆς ὑπὸ Σ.Ν.Π,Β) — Λίγα λόγια γιὰ τὴν Μουσικὴ μᾶς ὑπὸ Ν’. Δ. Πάππου — Ἕνα λείψανο, ποίημα Λάμπρου Αστέρη — Φελισιέν Ρωψ ὑπὸ Παύλου Νιρβάνα — Ὁ Ψυχαρισμὸς κι’ ἡ Ζωή, ὑπὸ Γιάννη Καμπύση — Οἱ Τύραννοι τοῦ Πνεύματος Φρειδερίκου Νίτσε — Ἡ Ἰλιάδα, μετάφρ. Ἄ. Πάλλη (ἀπόσπασμα) — Φύλλα τοῦ Δεκαπενθημέρου — Τὰ Ὡραία Γράμματα καὶ αἱ Τέχναι μὲ συνεργασία Παλαμᾶ, Πάππου, Νιρβάνα, Βλαχογιάννη — Ξέναι Φιλολογίαι (Γαλλική, Ἰταλικὴ) — Καλλιτεχνικὲς βενιέτες, βραβευμένες στὸ διαγωνισμὸ τοῦ «Studio», προσωπογραφία τοῦ Ρωψ καὶ ἀντίγραφα δύο ἔργων τοῦ: Τὸ Σκάνδαλον καὶ τὰ Νεκρὰ Φιλήματα».

Ἀλλὰ νομίζω ὅτι, καὶ σήμερα ἀκόμα, ἕνα περιοδικό, ποὺ θὰ παρουσίαζε ‘σ’ ἕνα φύλλο τοῦ ἕνα τόσο ἐκλεκτὸ καὶ συγχρονισμένο περιεχόμενο, θὰ μποροῦσε νὰ καυχηθεῖ γιὰ τὴν ἒμφάνισή τοῦ. Πόσους κόπους ὅμως, πόση προσωπικὴ ἔργασία, πόσα τρεχάματα, πόσες στενοχώριες εκόστισε ὅλη αὐτὴ ἡ εὐγενικὴ προσπάθεια στὸ Βώκο δὲν μπορεῖ νὰ τὸ καταλάβει κανείς, χωρὶς νὰ ξέρει ὅτι ὁ ἴδιος ἤτανε διευθυντής, διαχειριστής, διορθωτὴς τυπογραφικῶν δοκιμίων καὶ διεκπεραιωτὴς ἀκόμα τοῦ περιοδικοῦ τοῦ, μὲ μόνο τοῦ βοηθό, σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν ἐργασία ἕνα ξυπόλυτο λουστράκι, ποὺ ‘μ’ ἕναν εἰρωνικὸ ναρκισσισμὸ κολακευότανε νὰ τὸ ὀνομάζει «ὑπάλληλο».

Στὴ πρώτη αὐτὴ περίοδο τοῦ «Περιοδικοῦ μᾶς» συνεργάσθηκα στενὰ μὲ τὸ Βώκο. Τὸν βοήθησα ὅσο μποροῦσα, μὲ τὴν εὐχαρίστηση ποὺ προσφέρει κανεὶς τὴ μικρὴ τοῦ βοήθεια σὲ μιὰ ὑπόθεση, ποὺ τὴν ξέρει καὶ τὴν πιστεύει ἄδολη καὶ εὐγενικά. Ἕκτος ἀπὸ τὰ ἐνυπόγραφα ἄρθρα, ὅλη σχεδὸν τὴν ἄλλη ὕλη τοῦ περιοδικοῦ τὴ γράφαμε οἱ δύο μᾶς. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Βώκος ἀγαποῦσε νὰ φαντάζεται τὸ περιοδικὸ τοῦ, ὅπως ὀνειρευότανε νὰ τὸ κάνει μὲ τὸν καιρὸ — εὐγενικὲς πάντα οἱ φιλοδοξίες τοῦ — σὰν ἕναν μεγάλο ἐκδοτικὸ ὀργανισμό, μοῦ έδωκε κάποτε καὶ τὴν ἐπίσημη θέση μοῦ στὴν ἐπιχείρηση, μὲ τὸν ἑξῆς χαριτωμένο τρόπο:

Κάποτε λάβαμε στὸ γραφεῖο τοῦ περιοδικοῦ ἕνα γράμμα τοῦ Φιλέα Λεμπέγκ, τοῦ γνωστοῦ κατόπιν ἑλληνιστὴ καὶ συνεργάτη τοῦ «Mercure de France», ποὺ κανένας ἀκόμη δὲν τὸν ἤξερε τότε στὴν Ἑλλάδα. Ὁ καλὸς αὐτὸς φίλος τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων μᾶς ζητοῦσε διάφορες πληροφορίες γιὰ τὴν φιλολογικὴ κίνηση, ποὺ ἀτελέστατα ἀκόμα τὴ γνώριζε καὶ μᾶς φανέρωνε τὴν ἐπιθυμία τοῦ νὰ ἔρθει σὲ κάποια ἐπαφὴ μὲ τοὺς φιλολογικοὺς μᾶς κύκλους.

— Ἀπάντησε τοῦ εσύ… μοῦ εἶπε ὁ Βώκος.

— Τὸ πιὸ σωστὸ θὰ ἤτανε — τοῦ εἶπα — νὰ τοῦ ἀπαντήσεις ἐσύ, ὡς διευθυντὴς τοῦ περιοδικοῦ. Ἔμενα ποὺ μὲ ξέρει; Ἐκτὸς ἂν θέλεις νὰ τοῦ κάνω ἐγὼ τὸ γράμμα, ἂν δὲν ἔχεις ἐσὺ καιρό, καὶ νὰ τὸ ὑπογράψεις.

— Όχι!… ἐπέμεινε. Νὰ τὸ γράψεις ἐσύ. Καὶ νὰ ὑπογράψεις Γραμματεὺς τῆς Συντάξεως — Secrétaire de la Rédaction.

Καὶ τὴν τελευταία γαλλικὴ φράση τὴν ἐπρόφερε, μὲ κάποια ὑπερηφάνεια γιὰ τὸ γεγονός, ποὺ ἔτσι καὶ στὰ ψέματα, τὸ «Περιοδικὸ μᾶς» εἶχε ἀποκτήσει καὶ Γραμματέα τῆς Συντάξεως.

Δὲν τοῦ χάλασα τὸ χατίρι. Στὰ μεγάλα παιδιά, ὅπως καὶ στὰ μικρά, δὲν πρέπει νὰ τοὺς χαλάει κανεὶς ποτὲ τὸ χατίρι. Κι’ ἔγραψα στὸ Λεμπέγκ. Ἀπὸ τότε ἄρχισα μιὰ πυκνὴ ἄλληλογραφία μαζὶ τοῦ, τὸν κατατόπισα ὅσο μποροῦσα στὰ φιλολογικὰ μᾶς πράγματα, καί, γιὰ πολὺν καιρό, μαζὶ μὲ τὸν Πορφύρα, ποὺ τὸν γνώρισε καὶ προσωπικὰ στὸ χωριὸ τοῦ, τὴ Νεβίλ Βω, σὲ κάποιο τοῦ ταξίδι, εἴμαστε οἱ μόνοι φιλολογικοὶ τοῦ φίλοι στὴν Ἑλλάδα. Ἔτσι τὸ Περιοδικὸ μᾶς ἔγινε ἡ πρώτη ἀφορμὴ ‘ν’ ἀποκτήσουν τὰ ἑλληνικὰ γράμματα ἕνα τόσον ἐκλεκτὸ καὶ ἀφοσιωμένο ἀπολογητὴ τοὺς στὶς στῆλες τοῦ Mercure de France.

Η Αυτοπροσωπογραφία του Γεράσιμου Βώκου, προ της συντήρησης του Αρχείου Νεοελληνικής Τέχνης

Ἡ συνεργασία μοῦ αὐτὴ μὲ τὸ Βώκο μοῦ ἔχει ἀφήσει ἂλησμόνητες ἀναμνήσεις. Δὲ θὰ ξεχάσω πρὸ πάντων, τὸν χαριτωμένο τρόπο, μὲ τὸν ὅποιον, μεταφράστηκε στὸ τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ, ποὺ ανάφερα παραπάνω, μία σκηνὴ ἀπὸ τὸν «Ἀετιδέα» τοῦ Ροστάν. Γιὰ τὸ ἔργο αὐτό, ποὺ ἐρχότανε ύστερ’ ἀπὸ τὸν περίφημο «Συρανό ντὲ Μπερζεράκ» καὶ ποὺ τὸν ἥρωα τοῦ ἐνεσάρκωνε στὸ θέατρο τῆς ἡ Σάρα Μπερνάρ, μὲ ὅλα τῆς τὰ γεράματα, εἶχε γίνει μεγάλος λόγος στὴ Γαλλία καὶ σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Ὁ Βώκος — ποὺ ἤτανε πάντα μέσα τοῦ δημοσιογράφος, γνωρίζοντας τὴν ἀξία τῆς ἐπικαιρότητος — ἤθελε νὰ παρουσιάσει πρῶτος στοὺς ἀναγνῶστες τοῦ ἕνα ἀπόσπασμα τοῦ φημισμένου ἔργου. Ἕνα πρωί, ἔφτασαν ἔξαφνα, τὰ «Annales Politiques et Litteraires», ποὺ δημοσίευαν μία ἐκτεταμένη σκηνὴ ἀπὸ τὴ Β’ πράξη τοῦ «Ἀετιδέως», τὸ μόνο ἀπόσπασμα τοῦ ἔργου τοῦ, ποὺ εἶχε φανεί ὡς τότε καὶ στὴ Γαλλία ἀκόμα. «Τὸ Περιοδικὸ μᾶς» βρισκότανε στὰ πιεστήρια. Στὸ ταπεινὸ γραφεῖο τοῦ Βώκου ετύχαμε μαζεμένοι ὁ Στρατήγης, ὁ Πορφύρας κι’ ἐγώ.

— Αὐτὴ τὴ σκηνὴ πρέπει νὰ τὴν ἔχουμε, χωρὶς ἄλλο, στὸ αὐριανὸ τεῦχος, μεταφρασμένη σὲ στίχους… μᾶς εἶπε ἀποφασιστικὰ ὁ Βώκος.

— Ἀλλὰ πὼς εἶναι δυνατό; τοῦ εἴπαμε ἀπορημένοι. Ποιὸς θὰ τὴ μεταφράσει;

— Ὅλοι μᾶς καὶ μέσα σὲ δύο ὧρες τὸ πολύ. Ἐμπρός! Ἂς τὸ μοιραστοῦμε. Θὰ πάρει ὁ καθένας ἀπὸ ἕνα κομμάτι καὶ δὲ θὰ τὸ κουνήσει ἀπ’ δῶ, ἂν δὲν παραδώσει τὸ κομμάτι τοῦ.

Καὶ μὲ τὴν τελευταία λέξη, κλείδωσε ἀπὸ μέσα τὴν πόρτα τοῦ γραφείου τοῦ καὶ ἔχωσε τὸ κλειδὶ στὴν τσέπη τοῦ. Ἤμαστε πλέον αἰχμάλωτοι τοῦ, Καὶ ἀρχίσαμε τὴ μετάφραση. Καθένας τελείωνε, ἔδινε τὸ κομμάτι τοῦ καὶ ἔφευγε. Ὁ Πορφύρας εἶχε μείνει τελευταῖος.

— Ἐσὺ σα μικρότερος — τοῦ εἶπε ὁ Βώκος — θὰ μείνεις ἐδῶ νὰ τὸ κοιτάξουμε πάλι ὅλο μαζί. Δὲν ἔχεις νὰ σαλέψεις.

Δὲν ξέρω πόσο ἔμεινε ἀκόμα ὁ Πορφύρας αἰχμάλωτος τοῦ Βώκου. Ἀργότερα μᾶς ἔλεγε, ὅτι, γιὰ ‘ν’ ἀποκτήσει τὴν ἐλευθερία τοῦ, ἀναγκάστηκε νὰ πηδήσει ἀπὸ τὸ παράθυρο. Τὴν ἄλλη μέρα ὅμως «Τὸ Περιοδικὸ μᾶς» ἐκυκλοφόρησε μὲ μιὰ ἀρκετὰ καλὴ μετάφραση τῆς σκηνῆς τοῦ Ἀετιδέως», ποὺ θεωρήθηκε, ὅπως καὶ ἤτανε, μιὰ δημοσιογραφικὴ ἐπιτυχία, ποὺ δύσκολο θὰ ἤτανε νὰ τὴν πραγματοποιήσει καὶ καθημερινὴ ἐφημερίδα. Ἡ μετάφραση ἤτανε ὑπογραμμένη μὲ τὰ ἀρχικὰ ψηφία: Σ.Ν.Π.Β. (Στρατήγης, Νιρβάνας, Πορφύρας, Βώκος). Ἤτανε ἡ μετάφραση τῶν τεσσάρων, ὅπως κάποιο Διήγημα τῶν Δέκα, ποὺ δημοσίευσε τὸ «Μπουκέτο».

Ἀπὸ τὴ μετάφραση αὐτὴ θυμοῦμαι τοὺς περίφημους στίχους ποὺ βάζει ὁ ποιητὴς στὸ στόμα τοῦ κατασκοπευομένου Ἀετιδέως καὶ ποὺ εἶναι ἡ εἰρωνικὴ φιλοσοφία τοῦ διαζευκτικοῦ «Ἀλλὰ»:

Ἡ ΑΡΧΙΔΟΥΚΙΣΣΑ

Τί συμβαίνει;

Ὁ δοὺξ δὲν εἶναι ἐλεύθερος καθ’ ἄλλα;

ΔΙΙΔΡΙΧΣΤΑΪΝ

Ἔ, ὁ πρίγκηψ

Δὲν εἶναι μὲς στὴ φυλακή, αλλά…

Ὁ ΔΟΥΞ

Ἀλλὰ θαυμάζω

Αὐτὸ τὸ ἀλλὰ σας… Ξέρετε αὐτὸ τὸ ἀλλὰ τί λέει;

Δὲν εἶμαι μὲς στὴ φυλακή, Θεὲ μοῦ, Αλλά… Καὶ ὅμως

Δὲν εἶμαι μὲς στὴ φυλακὴ αλλά… τὸ λέει ὁ λόγος

Οὔτε ἕνα δευτερόλεπτο φυλακισμένος εἶμαι!

Ἀλλὰ τριγύρω μοῦ παντοῦ καὶ πάντα βλέπω κόσμο.

Φυλακισμένος!… νιώστε τὸ καλὰ ὅτι δὲν εἶμαι!

Ἀλλὰ κι’ ἂν μοῦ ’ῤθει νὰ χωθῶ βαθύτερα στὸν κῆπο

Κάτω ἀπὸ κάθε φύλλο ἀνθεῖ, ἄξαφνα, κι’ ἕνα μάτι.

Φυλακισμένος βέβαια δὲν εἶμαι, ἀλλ’ ἂν θελήσουν

Νὰ μοῦ μιλήσουνε κρυφά, στὴν πόρτα εὐθὺς ἀπάνω

Φυτρώνει ξάφνου ἕνα αὐτὶ σὰν μανιτάρι! Ὄχι

Δὲν εἶμαι μὲς στὴ φυλακή, ἀλλά, σὰν ‘βγω καβάλ

Νοιώθω τὴν τρυφερὴ τιμὴ κρυμμένης συνοδείας.

Τώρα δὲν εἶμαι ὁλότελα στὴ φυλακὴ βεβαίως!

Ἀλλὰ διαβάζω δεύτερος τὰ γράμματα μοῦ πάντα.

Δὲν εἶμαι μὲς στὴ φυλακή, ἀλλὰ τὴ νύχτα βάζουν

Ἕνα λακὲ στὴ πόρτα μοῦ, νά, τοῦτον, ποὺ περνάει.

Ἐγώ, ὁ δοὺξ τοῦ Ράιχσταδ φυλακισμένος ὄχι!

Μετὰ «τὸ Περιοδικὸ μᾶς» — τί πρωτότυπος ἀλήθεια καὶ ὁ τίτλος — δεύτερη γενναία προσπάθεια τοῦ Βώκου, ύστερ’ ἀπὸ χρόνια, στάθηκε ὁ «Καλλιτέχνης», περιοδικὸ ἀφιερωμένο στὴν τέχνη, μοναδικὸ στὸ εἶδος τοῦ γιὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ καὶ ποὺ σημειώνει ἕνα σταθμὸ στὴν ἱστορία τοῦ περιοδικοῦ μᾶς τύπου. Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ αὐτὸ — ἀπομακρυσμένος τότε, μὲ τὴν ἐργασία μοῦ ἀπὸ τὸ Βώκο ὅπως καὶ ἀπὸ τὴν κατοπινὴ τοῦ πολύτροπη ἐργασία — δὲν ἔχω, δυστυχῶς προσωπικὲς ἀναμνήσεις. Ἔχω ὅμως μιά, ἰδέα τί εκόστισε σὲ κόπους καὶ ἔνταση νεύρων ἡ εὐγενικὴ αὐτὴ προσπάθεια στὸν ἀλησμόνητο φίλο.

Ἔτσι ὅλη τοῦ ἡ ζωὴ ὡς δημοσιογράφου, ὡς καλλιτέχνη, ὡς ζωγράφου ὡς ἐκδότη, ὡς ἀνθρώπου, στάθηκε μιὰ ἀκατάβλητη ἀφοσίωση στὴν ὑπηρεσία τοῦ ὡραίου. Καὶ γιὰ λίγους ἴσως θὰ μποροῦσε νὰ εἰπωθεῖ ὅτι ανεπιφύλαχτα μπορεῖ νὰ χαραχθεί στὸ ἐπιτάφιο μάρμαρο τοῦ ξενιτεμένου τάφου τοῦ Γεράσιμου Βώκου: Έπεσεν ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων.



Κατίνα Ψύχα: Μια λησμονημένη Εστέτ;

KATINA ΨΥΧΑ : ΜΙΑ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ ΕΣΤΕΤ ; (1881 – 1907)

Έζησε έντονα, πέθανε νέα; Αρκεί ένας τέτοιος βίος για να συγκαταλεχθεί μία όχι τόσο γνωστή εν Ελλάδι συγγραφέας στους καταραμένους; Για την συγγραφέα που παρουσιάζουμε δεν γνωρίζουμε πως έζησε εντόνως, μήτε πως ενεπλάκη σε καταχρήσεις. Μολαταύτα, τα χαρακτηριστικά της γραφής της, η ωραιολατρεία της αλλά και η λογοτεχνική εμπλοκή της με την αρχαιότητα αρκούν για να την συγκαταλέξουμε, κατά τη γνώμη μας, στο κίνημα του Αισθητισμού και της νεοελληνικής Ντεκαντάνς. Στο μικρό, αλλά ωραίο έργο της, υμνεί την ζωή, αλλά διαμέσω του παράξενου. Η τέχνη την οποία παράγει δείχνει να μην αποδέχεται τα δεδομένα της κρατούσας (χριστιανικής) ηθικής. Σήμερα ενδεχομένως να την έχουμε λησμονήσει, αλλά όσο ζούσε η δεσποινίς Κατίνα Ψύχα ήταν πολύ περισσότερο αγαπητή. Γεννήθηκε πιθανότατα το 1881. Υπήρξε μαθήτρια της γυναίκας του Ερνέστου Τσίλλερ, Σοφίας Δούδου και σύχναζε στις μουσικές Εσπερίδες που εκείνη διοργάνωνε. Βεβαίως, στο όμορφο και μυστηριακό κτήριο που είναι σήμερα γνωστό ως Οικία Λοβέρδου, επί της οδού Μαυρομιχάλη, στα Εξάρχεια. Την εξωτερική του πρόσοψη, τότε, στα τέλη του 19ου αιώνα, κοσμούσαν ερμαϊκές στήλες με Καρυάτιδες, τις οποίες η μικρή Κατίνα θα μπορούσε να ατενίζει πριν από τα μαθήματα πιάνου της. Στο σπίτι συχνάζει ο Βίλχελμ Ντέρπφελντ, ο Ερρίκος Σλήμαν και άλλα πολλά ηχηρά ονόματα. Η οικογένεια Τσίλλερ βρέθηκε σε οικονομική δυσχέρεια, κι έτσι το σπίτι έγινε ιδιοκτησία Λοβέρδου. Αλλά μπορούμε να φανταστούμε την μικρή Κατίνα να γνωρίζεται με τέτοια μυθικά ονόματα. Τα ίχνη του Νεοκλασικισμού υπάρχουν στο έργο της, αλλά η γράφουσα Ελληνίς πηγαίνει πέρα από αυτόν. 

Η Κατίνα, ευειδής δεσποινίς των Αθηνών, λαμβάνει υψηλή γαλλική παιδεία και παίζει πιάνο. Είναι άλλωστε κόρη του εύπορου τραπεζίτη και επιχειρηματία Στέφανου Ψύχα. Ο Ψύχας ίδρυσε την «Εταιρεία Προεκτάσεως απ’ Αθηνών εις Πειραιά» και με τούτη χρηματοδότησε την επέκταση του τραίνου από το Θησείο στο Μοναστηράκι. Αλλά δεν υπήρξε και εύκολος ο βίος του. Το 1893 ήρθε σε δικαστική διαμάχη με το δημόσιο, καθώς το Υπουργείο Εσωτερικών έκρινε πως δεν πληρούτο η σύμβαση εκ μέρους του εργολάβου. Κάλεσαν οδοστρωτήρες στην οδό Αθηνάς, για να δείξουν πώς θα καταρρεύσει το οικοδόημα αλλά “για να γίνει ακόμη πειστικότερο το πείραμα ο κατασκευαστής του έργου, Ψύχας έδιωξε τους πάντες από τη σήραγγα και κάθισε από κάτω μόνος του «δια να δείξη την πεποίθησίν του δια την ασφάλειαν του έργου και των επιβατών του μέλλοντος». Δύο χρόνια αργότερα γίνονται τα εγκαίνια της επέκτασης, ενώ ο πατέρας της Ψύχα τελειώνει το νεοκλασικό αρχοντικό σε σχέδια Ερνέστου Τσίλλερ, όπου σήμερα βρίσκεται η Ιταλική Πρεσβεία. Το 1896 γίνονται οι Ολυμπιακοί Αγώνες και το Μαύρο 1897 ο ατυχής ελληνοτουρικός πόλεμος. Η Κατίνα, με τις αδερφές της, σπεύδουν στα νοσηλευτικά μαθήματα, βρίσκονται στο μέτωπο και βοηθούν με τον Ερυθρό Σταυρό τους τραυματίες, ως την κατάληψη του Βόλου από τον Εντέμ Πασά. Δυστυχώς, το εγχείρημα με την επέκταση του σιδηροδρόμου δεν αποδείχθηκε προσοδοφόρο, σε συνδυασμό με την δεινή οικονομική κατάσταση μετά τον πόλεμο, έφεραν την οικογένια σε αδιέξοδο. Η οικογένεια χρεωκόπησε και το αρχοντικό της οδού Σέκερη στο Κολωνάκι επωλήθη το 1903 στον Πρίγκηπα Νικόλαο.  

Η μικρή Κατίνα μετά τον θάνατο του πατέρα της, ήδη από το 1901 εγκαθίσταται στο Παρίσι και δημοσιεύει τα πρώτα της έργα στα αγγλικά. Αν και ανήκε σε εύπορη οικογένεια, δημοσιεύει σε προοδευτικές εφημερίδες του Παρισιού, όπως η Κυανή Επιθεώρηση. Στον κύκλο της βρίσκεται ο μάγος και γητευτής συγγραφέας Ζοζεφίν Πελαδάν, αλλά και ο Charles Maurras, πρόδρομος του φασισμού. Δεν γνωρίζουμε αν μυείται στον γαλλικό μυστικισμό ή αν ανήκε στα μυθικά τάγματα των Παλλαδιστών. Πάντως χρησιμοποιεί τα σύμβολα που υπέδειξε ψευδώς ο Λεό Ταξίλ. Με το γαλλόφωνο έργο της, φαίνεται πως η Ψύχα  προσήλκυσε το ενδιαφέρον των Γάλλων αναγνωστών. Τίτλος του έργου της Ειδωλολατρικά Όνειρα. Τα πεζά τραγούδια που περιλαμβάνει η συλλογή ξαναδημοσιεύηκαν στα γαλλικά με τον θάνατό της, στα τέλη του 1907. Γράφονται με ένα λοξό, διαφωτιστικό βλέμμα προς την αρχαία ελληνική θρησκεία και πραγματικότητα. Στο Παρίσι, η Κατίνα Ψύχα δείχνει να ενστερνίζεται την παγανιστική αντίληψη της ζωής, την φυσιολατρία και την ελευθερία που έδινε η φύση. Το 1904 η Καλλιρρόη Παρρέν δημοσιεύει στην Εφημερίδα των Κυριών το πρώτο έργο της Ψύχα σε νεοελληνική μετάφραση, με τίτλο “Ο Έρως και η Ψυχή”.

Όταν πέθανε, η Καλλιρρόη Παρρέν την θρήνησε, ενώ και ο Κωστής Παλαμάς δημοσίευσε ένα πολύ συγκινητικό κείμενο για εκείνη. Στα ελληνικά γράμματα έγινε γνωστή αφού είχε διανύσει μία πορεία στο Παρίσι. Καθώς η παρούσα δημοσίευση αποτελεί μία έρευνα εν εξελίξει, και νέα στοιχεία θα έρχονται στο φως, ας συγχωρεθούν τυχόν αβλεψίες. Είναι αποτέλεσμα του ενθουσιασμού που φέρνει μία ωραία γραφή όπως εκείνη της Κατίνας Ψύχα.


Edward Burne-Jones, Cupid and Psyche (1867)

Ο Έρως και η Ψυχή

Υλικό του πρώτου πεζογραφήματος, ο κλασικός μύθος του Απουλήιου για τον γάμο του Έρωτα και της Ψυχής. Βεβαίως, δεν γνωρίζουμε καθόλου αν η Ψύχα μελετά το έργο στο λατινικό πρωτότυπο, στα γαλλικά ή αν διαβάζει κάποια διασκευή. Το ενδιαφέρον στην παρούσα αντανάκλαση του μύθου του Έρωτος και της Ψυχής, είναι πως η Ψύχα επιλέγει να αναπλάσει τον μύθο με τρεις διαφορετικές μεθόδους του Gérard Genette, όπως διατυπώθηκαν στα Παλίμψηστα στο ίδιο σύντομο κείμενο: Μεταϋφολόγηση, Συμπύκνωση και Προέκταση. Δηλαδή, δημιουργεί έναν άρρενα αφηγητή, ο οποίος αρχικώς φοβάται τον έρωτα, επιθυμεί την μελέτη και την Αθηνά, δηλαδή την σοφία και την παρθενία. Την Ψυχή αυτή καθ’ αυτή. Δηλαδή, ο ομοδιηγητικός άνδρας αφηγητής της εμπλέκεται στην μυθολογία, γίνεται ο ίδιος μέρος της ιστορίας του Απουλήιου. Θεάται την ιστορία του Έρωτος και της Ψυχής, αλλά την Ψυχή επιθυμεί και τον Έρωτα απωθεί. Αναζητεί την Ψυχή στα σχολεία όπου δίδασκε ο Πλάτωνας, περιφέρεται στο αττικό τοπίο όπως περιγράφεται στον Φαίδρο αλλά τελικά καταλήγει ηδονοβλεψίας, στα ξένα, να παρατηρεί την παράδοση της Ψυχής στον ίδιο τον Έρωτα που ως νέος απωθούσε. 

Όπως προείπαμε, δεν γνωρίζουμε αν η Ψύχα μελετούσε τις Μεταμορφώσεις του Απουλήιου. Η μετάφραση που φαίνεται να ήταν κοντά στην πληρέστερη στα νέα ελληνικά δείχνει να γίνεται μετά τον θάνατο της Ψύχα, στο περιοδικό Γράμματα της Αλεξάνδρειας, ανωνύμως το 1927. Παρόλα ταύτα, οι αναφορές στον Πλάτωνα και το νερό που έπινε ο φιλόσοφος φέρνουν στο νου την σκηνή από τον Φαίδρο 228d-229c, όπου ο Σωκράτης βρέχει τα πόδια του στον Ιλισσό. Να γνωρίζει η Ψύχα πως ο Απουλήιος γράφει στα πλαίσια μίας νεοπλατωνικής φιλοσοφίας; Μόνον πιθανολογίες μπορούμε να κάνουμε. Ωστόσο, αυτή η συγκεχυμένη πληροφορία που μας δίνει η συγγραφέας δεν αναιρεί τις στρατηγικές σαγήνης που επιχειρεί, οι οποίες κατά τη γνώμη μας, είναι εύστοχες και καλλιεπείς.

© Έρευνα – Μεταγραφή – Σχολιασμός : 2021 Ηλίας Κολοκούρης 

Η Λήθη

σχέση θνητότητας – αθανασίας; ή μήπως ταξικό ζήτημα ενώσεως θεών και ανθρώπων; Η Λήθη 

The River Lethe flowed through the plain of Lethe in Hades. Also known as the Ameles Potamos (River of Unmindfulness), the river flowed around the cave of Hypnos where its murmuring induces drowsiness. The shades of the dead were required to drink from its water in order to forget their earthly life. Poets often used Lethe as a metaphor for the underworld in general.

Simonides, Fragment 67 (trans. Campbell, Vol. Greek Lyric III) (Greek lyric C6th to C5th B.C.) :

“One thing alone distresses him in Akheron (Acheron): not that he left the sun behind and found there the halls of Lethe.”

Apollonius Rhodius, Argonautica 1. 642 ff (trans. Rieu) (Greek epic C3rd B.C.) :

“He [Aithalides (Aethalides) who was gifted with unfailing memory] has long since been lost in the inexorable waters of the Akheron (Acheron), yet even so, Lethe (Forgetfulness) has not overwhelmed his soul.” [I.e. Unlike the other dead he retains his memory in the underworld.]

Ovid, Metamorphoses 11. 602 ff (trans. Melville) (Roman epic C1st B.C. to C1st A.D.) :

“Near the Cimmerii (Cimerians) a cavern lies deep in the hollow of a mountainside, the home and sanctuary of lazy Somnus (Sleep) [Hypnos], where Phoebus’ [the Sun’s] beams can never reach at morn or noon or eve, but cloudy vapours rise in doubtful twilight . . . there silence dwells: only the lazy stream of Lethe [Forgetfulness] ‘neath the rock with whisper low o’er pebbly shallows trickling lulls to sleep. Before the cavern’s mouth lush poppies grow and countless herbs, from whose bland essences a drowsy infusion dewy Nox (Night) [Nyx] distils and sprinkles sleep across the darkening world.”

Ο Όλυμπος

σχολιάζει με αλληγορικό τρόπο τη ματαιόδοξη επιθυμία του ανθρώπου να προσεγγίσει τον κόσμο των θεών.?

Ο Θάνατος της Πυθίας

Plutarch Moralia? Friedrich Dürrenmatt’s Story “Das Sterben der Pythia”: Farewell to Theatre and a Return to Fiction and Essays?

Αι Σειρήνες

αντιστροφή ομηρικής σκηνής με Οδυσσέα στο κατάρτι ενώπιον των Σειρήνων

1904: Πρώτη δημοσίευση έργου της στα ελληνικά

Ἐφημερίς τῶν Κυριῶν, ἑβδομαδιαία, ἐν Ἀθήναις τὴ 21 Μαρτίου 1904-

ἔτος 17ον, ἀριθμ. 785.

(Καλλιρρόη Παρρέν γράφει τὴν εἰσαγωγὴ:)

ΜΙΑ ΕΛΛΗΝΙΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΥΣ 

Αἱ Ἑλληνίδες ἡμέρα τὴν ἡμέρα κερδίζουν ἔδαφος εἰς τὴν φιλολογίαν, ὅπως ἄλλως τε ἐκέρδισαν καὶ εἰς τὰς ἐπιστήμας καὶ εἰς τὰς τέχνας. Φυσικὰ αἱ ἐκπατριζόμεναι εἶναι ἐκείναι, αἱ ὁποῖαι καὶ ἀναδεικνύονται ταχύτερα καὶ δύνανται νὰ ἐλπίζουν εἷς μέλλον καλλιτεχνικὸν καὶ φιλολογικὸν εὐρὺ καὶ ὡραῖον. 

Ἡ Ἑλλὰς δυστυχῶς ἀκόμη δὲν παρέχει στάδιον προόδου καὶ προαγωγῆς οὔτε εἰς τὴν φιλολογίαν, οὔτε εἰς τὰς τέχνας, “Ἂν καὶ υπήρξεν ἡ ἀρχαιοτάτη πατρίς τοῦ ὡραίου, ἂν καί τὸ αἴσθημα τοῦ καλοῦ εἰς τὰς Ἀθήνας ἰδία ἐκαλλιεργήθη ὅσον εἷς οὐδεμίαν ἄλλην χώραν τοῦ κόσμου, ὅμως σήμερον ἕνεκα τῆς ἐπικρατήσεως τῶν δασκαλισμού καί τῆς σχολαστικῆς παιδεύσεως, ἡ ὁποία κουράζει καὶ ἐξαντλεῖ τὸν νοῦν κατά τὴν μικρὰν ἡλικίαν, οἱ Ἕλληνες καὶ αἱ Ἑλληνίδες διαβάζουν πολὺ ὀλίγον. 

Καὶ δὲν διαβάζουν, διότι δὲν ειίξεύρουν νὰ ἐκλέγουν, διότι δὲν ἔχουν κατά τὸ πολὺ ἰδέαν τῆς ἀληθοῦς τέχνης, διότι δὲν ημπορούν νὰ ἀντλήσουν ευχαρίστησην πραγματικὴν ἀπό τὴν ἀνάγνωσιν. Καὶ οἱ ὀλίγοι, οἱ ἐλάχιστοι ἐξ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι σχετίζονται μέ τὰ βιβλία, ἐπειδὴ ἔμαθαν νὰ διαβάζουν καὶ νὰ ἐκλέγουν καὶ νὰ ἀγαποῦν τὴν ἀνάγνωσιν, σπουδάζοντες ξένας γλώσσας, δι’ αὐτὸ καὶ προτιμοῦν νὰ διαβάζουν ξένα βιβλία ξένων συγγραφέων. 

Οἱ Ἕλληνες συγγραφεὶς φιτοζούν φυσικὰ ὑπό τοὺς  ὄρους αὐτούς. Ἐὰν γράφουν, τοῦτο γίνεται, διότι αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκην νὰ γράψουν, διότι ὑπάρχει μέσα εἰς τὸ πνεῦμα καὶ εἰς τὴν ψυχήν τῶν κάτι, τὸ ὁποῖον ζητεῖ νὰ ἰδῆ τὸ φῶς, νὰ ἐξωτερικευθῆ. Ἀλλ’ ὁ πόθος αὐτὸς καταπίπτει εὐθὺς ὡς ἡ παγερὰ ἀδιαφορία τοῦ κοινοῦ ψυχραίνει τὸν ἐργάτην τοῦ πνεύματος, ὁ ὁποῖος βλέπει τὸ ἔργον τοῦ περιφρονημένον, χωρὶς κὰν νὰ γίνη γνωστόν. 

Δι’ αὐτὸ ὅσοι κατώρθωσαν νὰ ἐπιβληθοῦν εἴτε εἰς τὰ γράμματα, εἴτε εἰς τὰς τέχνας καὶ νὰ ἐπιβάλουν τὸ έργoν τῶν ἐξεπατρίσθησαν καὶ ζήτησαν ἀπό τοὺς ξένους ὅ,τι τοὺς ἠρνήθη ἢ ἰδία τῶν πατρίς. 

Ἡ δὶς Κατίνα Ψύχα συμπαθεστάτη τῶν Ἀθηνῶν κόρη ἐψυχολόγησε, φαίνεται, τόσον καλὰ τὸ Ἑλληνικὸν κοινόν, ὥστε δέν τοῦ ἔκαμε τὴν τιμὴν οὔτε τὰ πρῶτα φιλολογικὰ δοκίμια τῆς νὰ ἀφιερώση εἰς αὐτό. 

Ἀπὸ ἐτῶν ἤδη, πρὶν ἢ οἰκογενειακῶς ἀφήση τὰς Ἀθήνας καὶ ἐγκατασταθῆ εἰς Παρισίους ἔγραφαν ὑπὸ ψευδώνυμον εἰς Ἀγγλικὰ Περιοδικά. Ἔπειτα ἀφοῦ μετέβη εἰς τὸ Παρίσι, ἤρχισε νὰ γράφη γαλλικὰ καὶ ἡ Revue Bleue, ἐν ἀπό τὰ καλλίτερα γαλλικὰ φιλολογικὰ περιοδικὰ δημοσιεύει τὰ πρωτοτυπότατα σκίτσα τῆς, ὅλα ἐμπνευσμένα ἀπό τὴν ἑλληνικὴν μυθολογία καὶ ἀπό τὴν ἑλληνικὴν ποίησιν. 

Διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ ἢ Ἑλληνὶς συγγραφεὺς θὰ ἀναγνωσθῆ βέβαια καὶ ἀπό τοὺς Ἕλληνας καὶ ἀπὸ τὰς Ἑλληνίδας. Ἀφοῦ γράφει εἰς γαλλικὴν γλῶσσαν καὶ εἷς γαλλικὸν περιοδικόν, ἀφοῦ ἐγκρίνουν καὶ ἐπιδοκιμάζουν τὰ γραφόμενα τῆς οἱ ξένοι, θὰ εἰπῆ ὅτι εἶναι καλά. Αὐτὰ θὰ εἰποῦν οἱ πολλοὶ καὶ αἱ πολλαί, αἱ κρίνουσαι τὴν φιλολογίαν, ὅπως κρίνουν τὸν Παρθενῶνα καί τὰ ἄλλα ἔργα τέχνης, τὰ ὁποία διότι θαυμάζουν οἱ ξένοι, θαυμάζουν καὶ αὐτοί. 

Οἱ ὀλίγοι καὶ αἱ ὀλίγαι θὰ αἰσθανθοῦν ἀκόμη μία φορὰν ἰσχυροτέραν τὴν πικρίαν τῆς ἀπογοητεύσεως καί μὲ λυπηθοῦν τὴν Ἑλληνίδα κόρην, ἢ ὁποία διὰ νὰ ἀποκαλύψη εἰς τὸν κόσμον μίαν ὡραίαν σελίδα τῆς ψυχῆς καὶ ποὺ πνεύματος τῆς ἠναγκάσθη νὰ καταφύγη εἷς ξένον τόπον καὶ νὰ ἐνδύση εἷς ξένην γλῶσσαν καί μὲ ξένον ἔνδυμα τὰ Ἑλληνικώτατα ἔργα τῆς. – 

Σήμερον παραθέτομεν ἐδῶ εἷς μετάφρασιν ἐν ἀπό τὰ δημοσιευθέντα σκίτσα τῆς εἰς τὴν Revue Bleue.

© Έρευνα – Μεταγραφή – Σχολιασμός : 2021 Ηλίας Κολοκούρης 

1904 Ὁ ΕΡΩΣ καὶ Ἡ ΨΥΧΗ 

Ήμην νέος ἀνατραφεὶς ὑπὸ αὐστηρῶν διδασκάλων. Μὲ ἐδίδαξαν ν’ ἀποφεύγω ὅλους τοὺς θεούς, οἵτινες ταράσσουν τὸ λογικὸν καὶ φλογίζουν τὰς καρδίας καί τὶς αἰσθήσεις. 

Ἡ συνετὴ Ἀθηνᾶ, θεὰ ἄγονος, γεννηθεῖσα ἐξ ἐγκεφάλου βασανιζομένου, ἐπέβλεψε τὴν ἀνατροφήν μοῦ. 

Βραδύτερον ἠθέλησα ν’ ἀφοσιωθῶ  εἰς  ἐν πλάσμα οὐράνιον, ἄξιον τῆς λατρείας μοῦ, Ἐλάτρευον τὴν Ἀθηνᾶν, ἀλλ’ ἢ αὐστηρότης αὐτῆς μοῦ ἐνέπνεε φόβον. Αἱ σκέψεις μοῦ ἔφερον πρός τὴν ψυχήν, νεαρὰν καὶ ὡραίαν Ψυχὴν ἄμωμον καὶ ἀθάνατον, αἰωνίως καθαρὰν καὶ λαμπρὰν καὶ ὡρκίσθην νὰ παραδοθῶ ἐξ ὁλοκλήρου  εἰς  αὐτήν. 

Ἐν τούτοις εἶχον φλογερὰν ἐπιθυμίαν νά τὴν ἴδω. .. 

Ἐγνώριζον ὅτι είχεν ἐπιφανῆ  εἰς  μερικοὺς εὐτυχεῖς θνητούς. 

Διατὶ νὰ μὴ εἶμαι καὶ ἐγὼ ἐξ αὐτῶν . 

– Ἔπρεπε νὰ γίνω ἄξιος αὐτῆς τῆς ὀπτασίας · ἔζησα ὅπως οἱ ἀσκηταὶ · ἡ νεότης μοῦ δὲν εγνώρισεν οὔτε ἡδονάς, οὔτε ἑορτάς. 

Πρὸ πάντων ἐφοβούμην τὸν ἔρωτα. 

Ἐσκεπτόμην ὅτι ὁ θεὸς αὐτὸς τοῦ ὁποίου ἡ λατρεία ταπεινώνει, τὸ σκληρὸν τέκνον τῆς ἡδονῆς θὰ εφόνευεν ἐκτὸς ἐμοῦ καί τὸν πόθον τῆς ἐπουράνιας παρθένου

Ἐὰν έκυπτα πρός τὸ δηλητηριῶδες παιδίον τὸ παῖζον μεταξύ τῶν ἀνθέων τῆς γῆς, ἐὰν περιέβαλλε μέ τοὺς βραχίονας τοῦ τὸν τράχηλον μοῦ καὶ ἐὰν ἤγγιζε τὰ βλέφαρα μοῦ μέ τὰ δηλητηριώδη χείλη τοῦ, δὲν θὰ ἠδυνάμην πλέον νὰ ὑψώσω τοὺς ὀφθαλμοὺς  εἰς  τὸ ἄπειρον, ὅπου ἐπλανᾶτο τὸ πτερόεν πνεῦμα. Ἐπόθουν τὴν ψυχὴν καὶ μόνην αὐτήν. 

Τὴν ἐζήτουν παντοῦ ὅπου τὸ λευκὸν βάδισμα τῆς ἠδύνατο νὰ ἐγγίση χωρὶς νὰ ρυπανθῆ.  εἰς  τὰ σχολεῖα, ὅπου ὡμίλει ὁ Πλάτων, πλησίον τοῦ ρύακος ὅπου έπινεν ἐντὸς τῆς παλάμης ὁ κυνικὸς φιλόσοφος, εἷς τὰ πεδία τῶν μαχῶν πλησίον τῶν ἀποθνησκόντων ὑπὲρ πατρίδος,  εἰς  τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια, ὅταν ανέβαινον πρὸς αὐτήν τὰ θυμιάματα καὶ αἱ δεήσεις. Ματαίως. Φεῦ! Δὲν διέκρινα ποτὲ οὔτε μίαν πτυχήν τῆς ἐσθῆτος τῆς. 

Τέλος ἀποτεθαρρημένος ἀπηλπίσθην καὶ ἤρχισα πάλιν νὰ ζῶ ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι.. 

Μίαν ἡμέραν  εἰς  κάποιαν μακρινήν χώραν ὅπου ἐπλανώμην διὰ νὰ λησμονήσω τὴν πλῆξιν τῆς ὑπάρξεως μοῦ, εἶδον ἔξαφνα ὀρθούμενον ἐνώπιον μοῦ ἐν ἀνάκτορον, ἐν εὔθραυστον μέγαρον, ἐξ ἐλεφαντοστοῦ φωτιζόμενον ὑπὸ φωτὸς ἐντόνου, ἂλλ’ ἄϋλον ὡς ἀνταύγεια ἀπείρων ἐξαφανισθέντων ἡλίων. 

 εἰς  τὸν ἀέρα ἐπλανῶντο τὰ μύρα τῶν δασῶν καί τῶν ρόδων, παντοῦ ανέθορεν ἢ δροσερότης τῶν κρηνῶν, τῶν όποίων τὸ αργυρούν νᾶμα ἀνεπήδα μέχρι τοῦ κυανοῦ τοῦ στερεώματος καὶ κατέπιπτεν ἐπί τῶν σφριγηλῶν φυλλωμάτων τῶν δέντρων. 

Ἄπειρα πτηνά μὲ χρώματα ἴριδος άνεμίγνυον τὴν ἐναλλαγήν τῶν πτερῶν τῶν μέ τὴν σκιαζομένην λευκότητα τοῦ ἐλεφαντοστοῦ. 

 εἰς  τὸν τόπον αὐτὸν εβασίλευεν ἢ ἀκτινοβόλος καλλονή. Οἱ παλαιοὶ ποιηταί μᾶς ὡμίλησαν διά τὸ θαῦμα αὐτό. Ἀνεγνώρισα τὸ ἀνάκτορον τοῦ Ἔρωτος. 

Ἀκαταμάχητος πόθος μὲ παρέσυρε. 

 εἰς ῆλθον. 

Εἶδον αὐτὸν τὸν Ἔρωτα, μεγαλήτερον καὶ ἰσχυρότερον ἀπὸ ἄλλοτε, γονυπετῆ πλησίον γυναικός, τὴν ὁποίαν ενηγκαλίζετο περιπαθῶς καὶ ἥτις προσεφέρετο  εἰς  τὸ φίλημα τοῦ.

Ἐκείνη ποὺ εἶχα τόσον ἀναζητήσει μοῦ έπεφαίνετο τέλος. 

‘ναι, ήτο πράγματι ἐκείνη, ὁ αἰώνιος πόθος μοῦ, ἢ ἐλπίς τῆς νεότητος μοῦ, τὸ ὄνειρον τοῦ βίου μοῦ. 

Ἦτο ὀλιγώτερον λεπτὴ ἀπ’ ὅ,τι μᾶς τὴν περιέγραψαν, πλειοτέρα εὐθυμία έλαμπεν  εἰς  τοὺς ὀφθαλμούς τῆς καὶ ἐμειδία  εἰς  τὸν ἐραστήν τῆς μὲ χείλη ερυθρότερα. 

Ἐντὸς τοῦ ἀνακτόρου τῆς καλλονῆς ἢ Ψυχὴ παρεδίδετο  εἰς  τὸν Ἔρωτα. 

1908, Εφημερίς τῶν  Κυριῶν, τεύχος 955, 1 – 15 Νοεμβρίου 1908

Κατίνα Ψύχα Όλυμπος Ημερολόγιον Σκόκου τόμος 20 

1905 σελ. 52 – 53.

Εισαγωγή Ανωνύμου, ίσως του λογίου και εκδότη του Ημερολογίου Κωνσταντίνου Σκόκου:

“ΑΙ ΓΡΑΦΟΥΣΑΙ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ – ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

[Ἡ δεσποινίς Κατίνα Ψύχα. Κόρη μουσοτραφής του αειμνήστου Στεφάνου Ψύχα. Εγκατέστη από τινος ἐν Παρισίοις και διατελεῖ συνεργάτις τῆς Κυανῆς Ἐπιθεωρήσεως, ἐν ᾗ τὸ πρῶτον ἐνεφανίσθη διὰ σειρᾶς πεζῶν ποιημάτων, τὰ ὁποία παρήγαγον ζωηρὰν αἴσθησιν καὶ τῇ ἦνοιξαν θέσιν ἐπίζηλον ἐν τῷ φιλολογούντι κόσμῳ τῆς γαλλικῆς μητροπόλεως. Ἡ δεσποινὶς Ψύχα γράφει γαλλιστί. ᾽Αλλ᾽ ἔχει τὴν ἔμπνευσιν καθαρῶς ἑλληνικὴμ καὶ ἀρύεται τὰ θέματα αὐτῆς ἐκ τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου, τὸν ὁποίον τόσον βαθέως μελετᾶ, αἰσθάνεται, ἐννοεῖ καὶ ἀποδίδει. Τὰ δύο κάτωθι παρατιθέμενα ἐκ τῆς σειρᾶς ταύτης, πλήρη κλασικῆς τινος χάριτος, ἀβρᾶς μελαγχολίας καὶ πρωτοτυπίας περὶ τὴν μορφήν, μαρτυροῦν τὸ σπάνιον φιλολογικὸν τάλαντον τῆς ἐμπνευσμένης Ἑλληνίδος.] 

1905 Η ΛΗΘΗ 

Ἐγὼ θυγάτηρ τῶν Θεών ἐγενόμην σύζυγος θνητοῦ. Ὁ ἔρως του ὑπήρξε δι᾽ ἐμὲ προσφιλέστερον καὶ τῆς ἀπὸ τῶν βωμῶν τῆς Ἥρας ἀναπεμπομένης κνίσσης· ἀλλ᾽ ὁ πολυαγαπημένος μου ἀπέθανε. Μοὶ ἀφῆκε θυγάτριον ὡραῖον ὡς τὰ ὄνειρα τῶν Θεῶν καὶ ὅσον αἱ ἀνθρώπινοι ἐλπίδες. Δι᾽ ὅλης τῆς ψυχικῆς δυνάμεως ἀπελάμβανα την μητρότητα· ἀλλὰ μία σκέψις μὲ καθίστα ἀπέλπιδα· τὸ τέκνον μου ὑπῆρξε γέννημα ἀνθρώπου καὶ μίαν ἡμέραν θὰ ἐγνώριζεν ὡς εκεῖνος τὸν θάνατον. Ἐπόθουν ἵνα τουλάχιστον διατηρήσῃ ἐν ζωῇ τὴν ψυχὴν Θεᾶς. 

Ἐπὶ μακρὸν τὸ μέτωπόν της δὲν ἐσκίασε νέφος. Τὸ Κάλλος καὶ τὀ Ἀγαθόν τὴν ἐνεψύχου, οὐράνιον δὲ σπινθηροβόλημα ἀπέδιδε τὸ βλέμμα της. Ἐγνώρισεν ὅμως τὸν οἶκτον καὶ ἡ θυγάτηρ τῶν Ἀθανάτων ἔκλαυσε. Ἀλλὰ μέσῳ τῶν δακρύων ἀνέλαμψεν ἐπὶ μᾶλλον το θεῖον πῦρ. 

Ἠγάπησε. Καὶ ἐκείνος εἰς ὅν ἔδωκε τὴν καρδίαν της οὐδέποτε ἔμαθε τοῦτο. Ἡ σκέψις του ἐστρέφετο μόνον πρὸς τὴν πατρίδα καὶ τὴν δόξαν, ἔπεσε δε μαχόμενος. 

Ἡ κόρη μου ἐπένθησε. Ἡ θλῖψις τὴν κατέλαβεν ἐξ ὁλοκλήρου. Δὲν ἤθελον νὰ πάσχῃ. Ὁ Ζεὺς μοὶ ἐπέτρεψε νὰ τὴν ὀδηγήσω ζῶσαν εἰς τὰς ὄχθας τῆς Λήθης, ἔνθα καθεύδει ἡ ὀδύνη. Καὶ εἶπον εἰς τὴν πεφιλημένην παρθένον : 

– Πίε, κόρη μου, τὴν λησμοσύνην τῶν δεινῶν, ἀφ᾽ ὧν δὲν ἠδυνήθην νὰ σὲ προφυλάξω. Πίε τὴν εὐτυχίαν μετά τῆς λησμοσύνης ! 

Ὑπήκουεν ἐκείνη Τὴν εἶδον, χαίρουσα, νὰ κύπτῃ πρὸς τὰ ψυχρά νάματα. Ὅταν ἠγέρθη ἡ θλίψις της εἶχεν εξαφανισθή. 

Ἀλλ᾽ εἰς τὸ βλέμμα κάτι ἐσβέσθη. 

Ἡ λήθη τὴν κατέστησε ὁμοίαν πρὸς τοὺς κοινοὺς θνητούς. Ἐν ἐαυτῇ ἀπέθανε διὰ παντὸς ἡ ψυχή τῆς Θεᾶς !…

© Έρευνα – Μεταγραφή – Σχολιασμός : 2021 Ηλίας Κολοκούρης  

Rafaello Sanzio, Loggia di Amore e Psiche: il trionfo dell’amore terrenoVilla Farnesina (1518)

1905 Ο ΟΛΥΜΠΟΣ 

ἜΖΩΝ εἰς τοῦ Ὀλύμπου τοὺς πρόποδας καὶ ὠνειροπόλουν τοὺς Θεούς. Ὅταν τὸ πῦρ τοῦ οὐρανοῦ διεπέρα τὰ νέφη, ἔκλινον τὴν κεφαλὴν πρὸ τοῦ τρομεροῦ Διός. Ὅταν αἱ ἀκτίνες τῆς σελήνης, ἐπαργυρώνουσαι ἐπαφροδίτως τοὺς ῥωγάδας βράχους, ἐφώτιζον τὸ ἱερὸν ὅρος, ἂν μιμνησκόμην τοῦ κάλλους τῆς Ἀρτέμιδος καὶ ἡ καρδία μου ἔφρισσεν. Εἷς μοναδικὸς πόθος μοί ἀπέμεινε πλέον : νὰ φθάσω μέχρι τῆς λατρευομένης κορυφῆς καὶ νὰ προσανατενίσω μίαν στιγμὴν τὴν δόξαν τῶν ἀθανάτων. 

Ἀπὸ μακροῦ ὁ χρησμὸς μοῦ εἶπεν : « Αἱ κορυφαί τοῦ Ὀλύμπου δὲν εἶναι ἀπροσπέλαστοι· ἀλλ᾽ ἐκείνος, οὗτινος οἱ πόδες θὰ τὰς ἐγγίσουν, ἔσεται τῶν θνητῶν ὁ μάλλον αξιοθρήνητος.» 

Πολλάκις περὶ τοῦ χρησμοῦ ὡμιλήσαμεν καὶ ἐπιστεύσαμεν ὅτι δὲν μᾶς διέφευγεν ἡ ἔννοιά του. Ὄντως γνωρίζουσι πάντες ὅτι ὁ Ζεὺς κεραυνοῖ τοὺς ἀλαζόνας καὶ ὅτι τὸ πολὺ φῶς τυφλόνει ὀφθαλμοὺς ἀσθενεῖς. 

Οὐδεὶς εἶχε τολμήσει ἀκόμη νὰ βεβηλώσῃ τοὺς ἱεροὺς τόπους. 

Ἐπόθησα νὰ εἶμαι ὁ πρῶτος. Καὶ τὴν ζωήν μου ἔδιδον προθύμως ἵνα ἀντικρύσω πρὸς στιγμὴν πρόσωπον πρὸς πρόσωπον τοὺς Θεούς. 

Ἀπεχαιρέτισα τοὺς ἀγνοοῦντάς με καὶ ἀπῆλθον. Περιεφρόνουν πάντα κίνδυνον τοῦ ταξειδίου. 

Παρήλαυνον τὰς μετόπας τῶν χαραδρών δίχως νὰ τὰς βλέπω. Ἐσκεπτόμην μόνον τὸ οὐράνιον ὅραμα. Ἡ ἀνάβασις ἐπετελέσθη τέλος. 

Ἡ ὑψηλοτέρα κορυφὴ ἀνίστατο ἐνώπιόν μου. Τὴν ἤγγισα ἐλαφρὰ ὡς πτηνόν, ταπεινοῦσα τὸ βλέμμα ἵνα μὴ οὐδὲν ἴδω πρὸ τῆς ὑπερτάτης στιγμῆς. Ἔπειτα, τῆς καρδίας μου παραφόρως παλλομένης, παρετήρησα … 

Ἡ ψυχρὰ χιὼν ἐκάλυπτε τοὺς βράχους. 

Ὁ Όλυμπος ἦτο ἔρημος. 

Κατῆλθον καὶ πάλιν μέσῳ τῶν ἀνθρώπων. 

Ὅταν μ᾽ ἐρωτοῦν … δὲν ἀπαντῶ ποτέ. 

Ὁ χρησμὸς δὲν ἐψεύσθη. «Εἶμαι τῶν θνητῶν ὁ μᾶλλον ἀξιοθρήνητος.» 

Ο Κωστής Παλαμάς στην Αθήνα το 1908.
Πηγή: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά

© Έρευνα – Μεταγραφή – Σχολιασμός : 2021 Ηλίας Κολοκούρης 

Ο Κωστής Παλαμάς με την είδηση του θανάτου της, δημοσίευσε το παρακάτω ποίημα, στα τέλη του 1907, 16 Δεκεμβρίου, στο 937 τεύχος της Εφημερίδος των Κυριών. Στον πρόλογο με την σύντομη νεκρολογία της, η Καλιρρόη Παρρέν μας πληροφορεί πως η Ψύχα ευρισκόταν στη Νορμανδία και ετοίμαζε νέο λογοτεχνικό έργο, το οποίον θα εξέδιδε μετά την εις Παρισίους επιστροφή της. Ο θάνατος της (αρχές Δεκεμβρίου του 1907) ήταν αιφνίδιος και άδικος, και δεν την άφησε να τελειώσει το έργο της.

Κατίνα Ψύχα

Κάπου την είδα, κάπου, να διαβαίνει,

Ψυχή πλασμένη μόλις από αέρα·

σαν από αύρα μοσκοποτισμένη

στο διάβα της η στράτα πέρα ώς πέρα, 5

ανάσταινε και η στράτα η σκονισμένη·

χάιδιο ξανθό τριγύρω της και η μέρα…

Κάπου την είδα, κάπου να διαβαίνει.

Την ξανάειδα· το φτερωτό κοντύλι

στο μαργαριτόχερο κρατούσε· 10

κάτου απ’ του Λόγου το χρυσό καντήλι

τα σιγαλά βιβλία μελετούσε,

κι απάνου στο γραμμένο της τ’ αχείλι

γλυκά μια ξένη γλώσσα κελαηδούσε.

Την ξανάειδα. Το φτερωτό κοντύλι. 15

Συντριμμένο το φτερωτό κοντύλι;

Αργό και κρύο κατάπεσε το χέρι;

Βοριάς το συνεπήρε το καντήλι;

Το ρηγικό κορμί τού δράκου ταίρι;

Ποιά Εδέμ, ω χρυσαυγούλα, σ’ είχε στείλει, 20

και ποιά σε ξαναδέχτηκε; ποιός ξέρει!

—Και φορούσες κορόνα ένα κοντύλι.

1907

John Collier – Priestess of Delphi (1891)

1908 Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΥΘΙΑΣ 

1908, Εφημερίς τῶν Κυριῶν, τεύχος 955, 1 – 15 Νοεμβρίου 1908, σελ. 390 -391

(Rêves Paiens. Κ. Ψύχα)

Ή Ἑλλὰς εἶχε γηράσει. Ὡς ἀλουργὶς ἀπὸ βύσσον πολὺ βαρειὰ ἡ δόξα ἐγλυστροῦσεν ἀπὸ τοὺς ὤμους της. Ἐννέα Ἀθηναῖοι πολίται, ἐκλεκτοὶ μεταξὺ τῶν καλλιτέρων καὶ τῶν πλουσιωτέρων ἦλθαν  εἰς  τοὺς Δελφοὺς νὰ ἐρωτήσουν τὸ μαντεῖον.

«Φίλιππος ὁ Μακεδὼν πλησιάζει, ἔλεγαν. Πρέπει νὰ βαδίσωμεν ἐναντίον του ; Οἱ θεοὶ μῶς ἐγκαταλείπουν ; Μήπως τοὺς ἐπροσβάλαμεν ; Τί ζητοῦν ἀπὸ ἡμᾶς;»

Ὁ λαὸς τῶν Δελφῶν συνωστίζετο πέριξ τοῦ ναοῦ καὶ ἔβλεπε μὲ περιέργειαν τοὺς ἀπεσταλμένους τῆς μεγάλης πόλεως, ἐνδεδυμένους μεγαλοπρεπῶς. Οἱ Ἀθηναίοι ἐπεριπατοῦσαν βραδέως καὶ συνεζήτουν μέ σοβαρότητα. Ἧσαν μελαγχολικοί. Ἠσθάνοντο ὅτι ἡ πατρίς των θὰ ἦτον ἐντὸς ὀλίγου ἐκθρονισμένη βασίλισσα. Ὁ ’Απόλλων θὰ ηὐδόκει ἆρά γε νὰ τοὺς δώσῃ συμβουλήν σωτηρίας ; Τὰ σοφὰ καὶ πολύπλοκα ἑξάμετρα, τὰ ὁποῖα θὰ συνέτασσαν οἱ διερμηνεῖς τοῦ χρησμοῦ θὰ ἀπεκάλυπτον τὸ μυστικὸν τῶν δυστυχιῶν τῶν ’Αθηνῶν;

Οἱ απεσταλμένοι εἰξεύρουν ὅτι τὴν στιγμὴν αὐτὴν  εἰς  τὰ ἄδυτα τοῦ φοβεροῦ τεμένους, ὅπου ἴσταται ὁ τρίπους, σκεπασμένος μὲ δέρμα ὅφεως, αἰ φλόγες λάμπουν μεταξὺ τῶν μαρμαρίνων βαθμίδων καὶ ὁ καπνὸς τῶν ἀρωμάτων περιλούει τὴν Πυθίαν. Οἱ ἱερεῖς, αὐστηροί, στεφανωμένοι μὲ δάφνας τὴν περικυκλόνουν. ’Εὰν σιωπᾷ, τὴν ἀπειλοῦν καὶ τὴν κτυποῦν. ’Αμέσως θὰ ὁμίλησῃ.

Λαμπρὸς ἥλιος ἐφώτιζε τὸν ναὸν καὶ τὰ εὐγενικὰ ἀγάλματα, τὰ συνηρμοσμένα  εἰς  τὴν μετόπην.Ἔξαφνα μεταξύ τῶν χρυσῶν δοχείων, τὰ ὁποία κοσμοῦν τὸ κατώφλιον ἐπιφαίνεται ἡ προφήτις. Ἀρπάζει ἕνα κλάδον δάφνης ἀπὸ τὸ ἀγιασμένον ὕδωρ καὸ ὁρμᾶ ἕξω. Κατάπληκτοι οἱ ’Αθηναῖοι τὴν παρακολουθοῦν. Ἐσταμάτησε πλησίον των. ’Ενῷ ἔτρεχε καὶ ἐχειρονομοῦσε καὶ ἐφώναζεν, οἱ ἱερεῖς τὴν παρηκολούθουν. Χωρὶς νὰ στρέψῃ πρὸς τὰ ὁπίσω, ἐξεφώνησε : «Ὤ ! ἀπεσταλμένοι τῶν ’Αθηνῶν, ὦ λαέ, ἀκούσατε ! διότι ἔφθασεν ἡ ὥρα. Ὅ,τι μοῦ ἀπεκαλύφθη, ὅ,τι μυστηριώδεις φωναὶ ψιθυρίζουν ἀπὸ πολλοῦ  εἰς  τὰ ὦτα μου, οἱ ἱερεῖς αὐτοὶ δὲν τολμοῦν νὰ σᾶς τὸ εἰποῦν. Τὰ λόγια ποῦ θὰ σᾶς εἴπω θὰ συντρίψουν τὸ πλαίσιον τῶν ἑξαμέτρων των, θὰ κατασυντρίψουν αὐτοὺς τοὺς ἰδίους. Δὲν φοβοῦμαι πλέον οὔτε τὰς ἀπειλάς, οὔτε τὰ κτυπήματά των. Εἶμαι ἰσχυροτέρα ἀπὸ αὐτούς. Μὴ μὲ ἐγγίσουν, διότι θὰ πέσουν κεραυνόπληκτοι ! 

«Ὑπῆρξα τὸ παίγνιον μυστηριωδῶν δυνάμεων, ἡ αἰχμάλωτος τοῦ βωμοῦ. Ἐλευθερόνομαι τέλος καὶ ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς.»

«Εἶμαι μεθυσμένη ἀπὸ θυμιάματα καὶ προσευχάς. Εἶμαι παρθένος, εἶμαι τρελλή, εἶμαι ἱερά».

Ὡς ἱκέτις ἔτεινε τοὺς γυμνούς της βραχίονας. Τὸ κίτρινόν της φόρεμα ἔλαμπεν  εἰς  τὸν ἥλιον. Τὸ μαραμμένον πρόσωπόν της ἦτο καταπληκτῶς ὡραῖον. Τὰ στακτιὰ μαλλιά της ἐκυμάτιζαν, καὶ ἀπὸ τὸ στόμα της ἔβγαιναν τρομεραί κραυγαί. Τὸ πλῆθος τρομαγμένον ἀπεμακρύνετο. Οἱ ἱερεῖς τρέμοντες δὲν ἐτολμοῦσαν νὰ τὴν ἐρωτήσουν πλέον.

«Οἱ ἱερεῖς θὰ ψευσθοῦν, ὅπως ψεύδωνται πάντοτε». Μὴ παρακαλεῖτε πλέον, μὴν ἱκετεύετε, μὴν ἐρωτᾶτε τοὺς θεούς. Εἶναι καὶ αὐτοὶ τόσον κουρασμένοι καὶ ταπεινωμένοι ὅσον σεῖς.

«Θὰ ἀποθάνουν οἱ θεοί σας οἱ ἐλαφροὶ καὶ σκληροὶ καὶ γόητες ! Θὰ ἀποθάνουν ὡς ἐκεῖνοι ποῦ εἶχαν ἔλθει πρὸ αὐτῶν, ὅπως ἐκεῖνοι ποῦ θὰ ἔλθουν μετ ’ αὐτούς. . . .

«Οἱ θεοὶ τῆς Ἑλλάδος ἔγειναν τύραννοι. Αἱ διαταγαί των εἶναι ἄδικοι.Τιμωροῦν ἀπὸ πεῖσμα καὶ χωρὶς οἶκτον. Ὁ Ζεῦς, ἡ Ἥρα, ἡ ’Αφροδίτη, ἡ Ἀθηνᾶ καὶ ὁ ’Απόλλων ἀκόμη ὅλοι εἶναι ἐγκληματίαι.

«Ὑπῆρξαν οἱ ἀρχιτέκτονες, οἱ τραγουδισταί, οἱ ποιηταί. ’Έγειναν δεσμοφύλακες καί βασανιστικοί. ’Απαγορεύουν τήν Σκέψιν. Παντοῦ εἰς τὰς πηγὰς τῶν ποταμῶν, εἰς τὰ βάθη τῶν δασῶν, εἰς τοὺς κόλπους τῆς γῆς, μεταξὺ τῶν ἄστρων, ἕνας ἀπὸ αὐτούς ἐμφανίζεται λαμπρὸς καὶ ἀπειλητικὸς καὶ λέγει : “Δὲν θὰ προχωρήσῃς” Πρέπει νὰ ἀποθάνουν.

«Βλέπω τὸ μέλλον… Ὤ σύ, τὸν ὁποῖον λατρεύουν ἐδῶ καὶ εἰς τὸν ὁποῖον ἤμην ἀφιερωμένη, θεὲ τοῦ φωτὸς καὶ τῆς λύρας, ὧ ἔνδοξε ’Απόλλων, ἐκεί ποῦ ἐβασίλευες, ἔγεινε τώρα ἀπόλυτος σιγή. Εἰς τὸ σκοτεινόν καὶ μυστηριώδες σπήλαιον, ἡ ἱερὰ Παρθένος, ἡ μεγάλη Σίβυλλα τῆς Κύμης μένει ἄφωνος.

«Καὶ ἐγώ, φεῦ ! καὶ ἐγώ ;

«Εἰς μάτην ἀλυσσίδες ἀπὸ διαμάντια κρατοῦν καρφωμένο εἰς τὸ ἔδαφος τῆς Δήλου τὸ γιγαντιαῖον ἄγαλμα.

Εἰς μάτην διὰ νὰ σὲ τιμήσουν περισσότερον οἱ ιερεῖς σου βασιλεῖς ἀπαγορεύουν εἰς τὸν ἄνθρωπον νὰ γεννᾶται καὶ νὰ ἀποθνήσκει εἰς τὴν νῆσον, ὅπου κατέφυγεν ἡ μητέρα σου διὰ νὰ σὲ ἀναθρέψῃ. Τὸ ἄγαλμά σου θὰ κρημνισθῇ. Οἱ κάτοικοι τῆς χλοερᾶς Τήνου καὶ τῆς ἀγόνου Μυκόνου θὰ κτίσουν τὰς προσκαίρους κατοικίας των μὲ τὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ σου, τὸν ὁποῖον ἐνόμιζες αἰώνιον, καὶ κανεὶς δὲν θὰ ἔλθῃ πλέον εἰς τὴν ἱερὰν γῆν, τὴν γῆν τὴν κατηραμένην, τῆς ὁποίας τὸ χῶμα δὲν ἀνεμίχθη ποτὲ μὲ τὴν τέφραν τῶν νεκρῶν.

«Τὰ πουλιὰ ψάλλουν εἰς τὸ δάσος τῆς Δήλου : Ἀλλ’ ἡ φωνή σου δὲν ἀπηχεῖ πλέον εἰς τὰ φυλλώματα τῶν έλαιῶν.»

Δάκρυα ἔτρεχαν εἰς τὰ ἰσχνὰ μάγουλά της. Ἐσιωπησε μίαν στιγμήν καὶ ἔπειτα ἐμουρμούρισε μὲ παράπονον :

«Ποῦ εἶναι οἱ θεοί; Βλέπω …. βλέπω.

«Εἶναι νικημένοι. Δὲν θυσιάζουν πλέον ἑκατόμβας εἰς τοὺς βωμούς των. Ὁ λαὸς τοὺς ἐγκατέλειπε, κονιορτὸς σκεπάζει τὰς εἰκόνας των καὶ ἡ λήθη έπέρασεν ἐπάνω των.

«Ἄλλοι εἶχαν ἔλθει πρὸ αὐτῶν καὶ ἄλλοι τοὺς ἀκολουθοῦν.

Δὲν γνωρίζουν πλέον τὰ ὀνόματά των. Ὑπὸ τοὺς πόδας τῶν θεῶν ἐφύτρωσαν τὰ ἄνθη, ἔπί τῶν βωμῶν τὰ ἄνθη ἐμαράνθησαν, ἐπάνω εἰς τοὺς τάφους των ἡ γῆ ἀνθεί καὶ πάλιν.

«’Αλλὰ τί παράδοξον θέαμα ! Προφητεύω ! ’Ακούσατε !…

«Οἱ ποιηταὶ ἐπλανηθησαν εἰς τοὺς ἐρήμους ναοὺς, αἱ ἱεραί σκιαί τοῖς ἐπεφάνησαν. Ἡ ψυχή των ἐφρικίασε… Οἱ θεοὶ ἐπανέρχονται. ’Επανῆλθαν.

«Ὑπῆρξαν τύραννοι, εἶναι ἐλευθερωταί. Δὲν ἔχουν πλέον ἱερεῖς : Ἐνώπιόν των ὑποκλίνονται τὰ μεγάλα πνεύματα. Καμμία χώρα δὲν τοῖς ἀνήκει· θὰ κατακτήσουν τὸν κόσμον.

«Καὶ πάλιν σὲ ἐπικαλοῦμαι, ’Απόλλων, ’Απόλλων. Μὴ παραπονῆσαι σὺ ὁ θαυμασιώτερος τῶν Όλυμπίων

«Δὲν σοῦ προσφέρουν πλέον θυσίας, εἶναι ἀληθές ! Ἀλλ’ ὁ κύκνος θωπεύει μὲ τὰ πτερά του τὸ μέτωπόν σου καὶ ὁ λύκος γλύφει τοὺς πόδας σου….

« Ὁ μέγας Τιτὰν γενναῖος καὶ ἐπαναστάτης τείνει τὴν χεῖρα εἰς τὸν Δεσπότην, ποῦ τὸν ἐβασάνισε καὶ ἐξεθρονίσθη ἀπὸ αὐτόν. Καὸ οἱ θεοὶ τοῦ παρελθόντος, οἱ ωραῖοι θεοὶ τοὺ ἔρωτος, τοῦ φωτὸς καὶ τῆς μελωδίας λάμπουν ἀπὸ αἰωνίαν νεότητα.

«Πότε θὰ ἔλθῃ ἡ ἡμέρα, ὅπου ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐπανεύρῃ τοὺς λατρευτοὺς θεούς, τοὺς ὁποίους ἐφοβεῖτο, ἐμίσει καὶ ἐσυγχώρησε καὶ θὰ θέσῃ τὴν κεφαλήν του εἰς τὰ γόνατά των ;

«῎Ας ἐπισπεύσωμεν τὴν ἡμέραν αὐτήν ! Ἀσεβήσωμεν πρὸς τοὺς ναοὺς των, γυμνώσωμεν τὰ ἱερά των, περιφρονήσωμεν τὴν δύναμίν των, ὑβρίσωμεν τὴν δόξαν των. Οἱ ἐπιτιθέμενοι ἐναντίον των τοὺς ἐλευθερόνουν, ἐλευθερόνοντες τὸν κόσμον.

« Ἄς φύγουν καὶ θὰ τοὺς ἀνακαλεσωμεν. Ἄς κοιμηθοῦν ἥσυχοι καὶ θὰ τοὺς ἐξυπνήσωμεν.

«Ἄς χαιρετίσωμεν μὲ τὰ χαρωπὰ τραγούδια μας τὴν ἄφιξιν, τὴν ἀναχώρησιν καὶ τὴν ἐπάνοδον τῶν θεῶν!»

Ἐσιώπησε. Ὅλοι ἐσιώπων ὡς ἐκείνη. Αἴφνης ἔρρηξε κραυγήν ἀγρίαν, ἔρριψε μακράν της τὸν κλάδον τῆς δάφνης, ἔτεινε τὰ χέρια της πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ ἔπεσε νεκρά.

Τὰ ὠχρὰ χείλη της ἐμειδιοῦσαν.

Οἱ ἱερείς ἐστράφησαν πρὸς τοὺς καταπλήκτους ἀπεσταλμένος, πρὸς τὸν τρομαγμένον

λαόν. Ὁ εἷς ἐξ αὐτῶν ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλον τὸ ὠχρὸν πρόσωπον καὶ εἶπε μὲ φωνὴν σοβαρὰν

καὶ τραχεῖαν : ἐβλασφήμησε !»

Αἱ Ἀθῆναι δὲν ἔμαθαν τὰ λόγια τῆς Πυθίας.

© Έρευνα – Μεταγραφή – Σχολιασμός : 2021 Ηλίας Κολοκούρης 

Αλλιώτικη εκδοχή στην Εφημερίδα τῶν  Κυριν:

1908, Εφημερὶς τῶν  Κυριῶν, τεύχος 956, 15 – 30 Νοεμβρίου 1908

John William Waterhouse – Ulises y las Sirenas (1891)

1908 Νοέμβριος AI ΣΕΙΡΗΝΕΣ 

(Rêves Paiens) 

Ἦτο θερμὴ καλοκαιρινὴ βραδειά. Εἰς τὸν ὀρίζοντα διεγράφετο ἡ σκιά τοῦ Ἀκρωτηρίου, τοῦ ὁποίου τὸ βραχῶδες τεῖχος προφυλάσσει τὸν ἀνθισμένον ἀγρόν. Ἡ σελήνη ὡς ἀσημένια βροχὴ ἐκυλοῦσεν ἐπάνω εἰς τὰ νερά, εἰς τὰ κύματα ἐτρεμούλιαζε τὸ φῶς τῶν  ἄστρων καὶ ἡ γολέτα γλυστροῦσε στὸ κῦμα μ᾽ ἕνα γλυκὸ ἀπήχημα. 

Οἱ δυὸ ναυτικοὶ ἔβλεπαν πότε τὴν θάλασσαν καὶ πότε τὸν οὐρανόν. Ὁ Χαννὼν νέος καὶ δυνατὸς ναύτης ἐστέκετο ὀρθὸς μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα εἰς τὴν πρύμνην τοῦ πλοίου. Τὰ μαῦρα του μάτια ἔλαμπαν εἰς τὸ χλωμὸ πρόσωπό του. Ἐφαίνετο κάτι να ἐπερίμενε. 

Ὁ σύντροφός του, ὁ Φρόνιμος Κριτίας, εἰς τὸν ὁποίον ἡ ἡλικία εἶχε διδάξει τὴν φρόνησιν, εἶχε δεθῆ δυνατὰ εἰς τὸ ἄλμπουρο. Εἶπε: «Φίλε, ἄκουσε. Μὴν εἶσαι τρελλός. Αἱ σειρήνες εἶναι ἐπικίνδυνοι εἰς τὸν ἄνθρωπον. Kάμε ὅπως ἐγώ, ἄλλως τε τὰ τραγούδια των θὰ εἶναι ἡ καταστροφή σου! 

Ἀλλ᾽ ὁ νέος ἐκούνησε τὸ κεφάλι του. ῎Οχι. Ἄφησέ με. Δὲν τὰς φοβοῦμαι. Θέλω νὰ τὴς ἰδῶ, νὰ τὴς ἀκούσω, νὰ τὴς προκαλέσω. 

Μετ᾽ ὀλίγον ἕνας στεναγμός ψαύει τὴν θάλασσαν. Ὁ γλυκὺς ἦχος δυναμώνει. Φωνές ἀναρίθμητες ψάλλουν· προσκαλοῦν εἰς ὑπερτάτην χαρὰν καὶ εἰς ὅλας τὰς ἠδονᾶς τῆς σαρκός, εἰς ὅλας τὰς ἐκστάσεις τῆς ψυχῆς. Ἐπάνω εἰς τὴν φωτισμένην νύκτα οἱ θεοὶ τείνουν τὰς ἀγκάλας των εἰς τὰς θνητὰς καὶ οὐρανός καὶ γῆ μειδιοῦν εἰς τὴν ἔνωσίν των. Ὁ πόνος χύνεται εἰς τὴς φλέβες ως νέκταρ. 

Ὁ νέος στενάζει σἂν τρελλός καὶ κλίνει εἰς τὰ κυανά βάθη. Μακρειά μαλλιά κυματίζουν ἐπάνω εἰς τὰ κύματα ! Τὸ νερό φουσκόνει εἰς τοὺς παλμοὺς μιᾶς γυναικείας καρδιᾶς. Ἔλα, λέει μιὰ φωνή, ἔλα κάτω ἐκεῖ εἰς τὰ κρυστάλλινα παλάτια μας. Θὰ σου δώσωμεν τὸν ἔρωτά μας, τὸ κάλλος μας, τὰ τραγούδια μας. Δόσε μας τὴν νεότητά σου, ὡς καθαρὸ μαργαριτάρι. 

Ὁ νέος ῥίπτεται εἰς τὴν ἀγκάλην της, χωρὶς νὰ ρίψῃ οὔτε βλέμμα εἰς τὸν κόσμον ποῦ ἀφίνει. Ἕνα λευκό χέρι περνᾶ εἰς τὸν λαιμό του καὶ χάνεται εἰς τὰ κύματα.Τὰ τραγούδια ἔπαυσαν…. Τὸ πρωϊνόν φῶς ἐσκέπασε τὸ μυστήριον. 

Ὁ ἄλλος ναύτης, ποῦ ἔμεινε μόνος, δὲν ἐπιθυμεῖ πλέον νὰ λυθῇ ἀπὸ τὰ δεσμά του. Ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πατρίδα του, τὸν Πόρον, μὲ τοὺς βαθεῖς κόλπους ποῦ σβύνουν τὴν πνοὴν τῆς αὔρας. Εἰς τὸ λευκὸ σπιτάκι, κάτω απὸ τὴν σκιὰν τοῦ μεγάλου πλατάνου, εὐρίσκει πάλιν τὴν πιστὴ γυναικούλα του καὶ τὰ δυνατά καὶ ἔμμορφα παιδιά του. Μὲ τὰ πλούτη ποῦ ἐμάζεψε εἰς τὰ μακρινά ταξείδιά του ἀπέκτησεν ἀγρούς, πρόβατα, σκλάβους. Ἐγήρασε τριγυρισμένος ἀπὸ τὰ παιδιά του καὶ τιμημένος ἀπὸ τοὺς πατριώτας του. 

Ἀλλ᾽ ὁ ὕπνος του ἦταν ἀλλοιώτικος ἀπό τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Εἰς τὰ ὄνειρά του βλέπει νὰ πλέουν μορφαί θεῖαι καὶ νὰ ἀντηχούν τραγούδια μαγικά. Βλέπει μάτια που λάμπουν εἰς τὰ βάθη των, ὅπως ὁ ὠκεανός ὅταν καθρεπτίζει τὰ ἄστρα καὶ ἀκούει τὴν φωνὴν ποῦ καλεῖ καὶ ποῦ τρελλαίνει. Καὶ μουρμουρίζει : «Νά ᾽μαι, ἔρχομαι, εἶμαι ἰδικός σας για πάντα». 

Ξαπλόνει τὰ χέρια θέλει να πεταχθή … ἀλλὰ ξυπνᾶ. Ποτὲ δὲν θ᾽ ἀκούσῃ πλέον πραγματικῶς τὴς φωνὲς, ποῦ δὲν ἠκολούθησε, καὶ ἡ γυναίκα του τὸν βλέπει τρομαγμένη νὰ κλαίῃ… νὰ κλαίῃ μὲ ἀπελπισίαν. 

Εἰς τὸν πόνο του ὀνομάζει εὐτυχισμένον, πολὺ εὐτυχῆ, ἐκείνον ποῦ εἰς ἕνα φίλημα ἔδωκε τὴν ὡραίαν του ζωὴν καὶ ποῦ δὲν ἐπέζησεν εἰς τὰ τραγούδια τῶν σειρήνων. 

Δεκέμβριος 1908 +AI ΣΕΙΡΗΝΕΣ + 

Περιοδικό Πινακοθήκη, Τεύχος 94, σελίδες 203 – 204

Δεκέμβριος 1908.

Ἦτο μία ἀπὸ τὰς θερινὰς νύκτας. 

Ἡ σελήνη ἐκαθρεπτίζετο εἰς τὰ νερὰ, ἐπάνω εἰς τὰ κύματα ἔτρεμαν τὰ φῶτα τῶν ἀντανακλωμένων ἄστρων καί τὸ πλοῖον έπρoχώρει σχίζον ἁπαλὰ τὴν θάλασσαν καὶ ἀφῆνον ὀπίσω τὸν λευκόν τοῦ ἀφρὸν, ὁ ὁποῖος ἐφαίνετο χρυσὸς ὑπὸ τὸ φῶς τῆς σελήνης. Οἱ δύο ναῦται ἐκύτταζαν πότε τὴν θάλασσαν, πότε τὸν οὐρανόν. 

Ὁ εἷς ἦτο πολὺ νέος, παιδὶ σχεδὸν ἀκόμη, ἵστατο δὲ ὄρθιος εἰς τὸ ἔμπροσθεν μέρος τοῦ πλοίου μὲ τοὺς βραχίονας ἐσταυρωμένους ἐπὶ τοῦ στήθους. 

Τὰ μαῦρα του μάτια ἔλαμπαν εἰς τὸ ὠχρόν τοῦ πρόσωπον. Ἐφαίνετο ὡς νὰ ἐπερίμενε νἀκούσῃ κάτι. 

Ὁ ἄλλος ἢτο ὡρίμου ἡλικίας ἀνὴρ, μὲ περισσοτέραν ἑπομένως πεῖραν καὶ σύνεσιν. 

Διὰ τοῦτο εἶχε δεθῆ καλὰ εἰς τὸν ἱστὸν τοῦ πλοίου καὶ προέτρεπε καὶ τὸν σύντροφον του νὰ κάμῃ τὸ ἴδιον. 

-Ἄκουσε μέ – τοῦ ἔλεγε- εἶνε τρέλλα αὐτὸ ποῦ θέλεις νὰ κάμῃς. Αἱ σειρῆνες εἶνε ὀλέθριαι εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Ἔλα νὰ δεθῇς καὶ σὺ, ὅπως ἐδέθην ἐγώ. 

Ὁ νεανίας ὅμως ἐκίνησεν αρνητικῶς τὴν κεφαλήν. 

– Ὄχι, σύντροφε, θέλω νὰ μείνω ἐδῶ ποῦ εἶμαι. Ἐγὼ δὲν τὰ φοβοῦμαι διόλου αὐτὰ τὰ πλάσματα· τὰ περιφρονῶ μάλιστα. Θέλω νά τὰ ᾽δῶ καὶ νἀκούσω τὸ τραγούδι των. 

Ἐπεκράτησε μακρὰ σιγή, κατόπιν ἕνας στεναγμὸς ἤγγισεν ἔξαφνα τὸ νερό. Βαθμηδὸν ὁ γλυκὺς ἥχος καθίσταται δυνατώτερος. Φωναὶ ἀπειράριθμοι ἐτραγουδούσαν ὅλα τὰ θέλγητρα τῆς σαρκὸς καὶ ὅλας τὰς ἐκστάσεις τῆς ψυχῆς. 

………..

Ἐν μέσω τῆς φωτεινῆς νυκτὸς οἱ θεοὶ τείνουν τοὺς βραχίονας  εἰς  τοὺς θνητοὺς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ χαμογελοῦν εἰς τὸ σφιγκταγκάλιασμά τῶν. Ἡ θλῖψις ρέει εἰς τὰς φλέβας ὡς νέκταρ. 

Ὁ νεανίας κλαίει μὲ δυνατοὺς λυγμοὺς καὶ κλίνει πρός τὸν κυανοῦν πυθμένα. Τὰ μακριά του μαλλιὰ ἐγγίζουν τὰ κύματα. Τὸ ὕδωρ φουσκώνει ἀπό τὰ κτυπήματα μιᾶς γυναικείας καρδιᾶς.

«Ἔλα – ἀκούεται μία γλυκύτατη φωνὴ – ἔλα ἐδῶ κάτω, εἰς τὰ κρυστάλλινα μας Ἀνάκτορα. 

«Ἔχομε γιὰ σένα τραγούδια, ὠμορφιά, ἀγάπη. Δῶσέ μας τὰ νειάτα σου ποῦ θἆνε γιὰ μᾶς πολύτιμο μαργαριτάρι ! : : : : : : 

Ἔκλινεν ἀκόμη περισσότερον πρὸς τὸν κυανοῦν πυθμένα, χωρὶς νὰ στραφῇ καὶ νὰ ρίψῃ οὔτε ἕνα κἂν βλέμμα εἰς τὸν κόσμον ποὺ ἄφινε… 

 Εἶς γαλακτώδης βραχίων περιέβαλε τὸν λαιμόν του καὶ μετ᾽ ὀλίγον ἐξηφανίσθη ὑπό τὰ κύματα. 

Τὰ ἄσματα ἔπαυσαν. Τὸ φῶς τῆς ἡμέρας ἐκάλυψε τὸ μυστήριον. Ὁ ἄλλος ναύτης ἐξηκολούθησε μόνος του τὸ ταξείδι καὶ ἔφθασεν εἰς τὴν πατρίδα του, τὸν Πόρον, τὸ ὡραῖο νησί μὲ τοὺς βαθεῖς κόλπους, ὅπου ἐκπνέει ἡ αὔρα. 

 Εἰς τὸ λευκόν του σπητάκι, ὑπὸ τὴν σκιὰν τοῦ μεγάλου πλατάνου, εὗρε τὴν πιστήν του σύζυγον καὶ τὰ καλοκαμωμένα καὶ γερὰ παιδιά του. 

Τὰ πλούτη τὰ ὁποία ἐσύναξενεν εἰς τὰ μαρκυνά του ταξείδια, τοῦ ἔδωκαν χωράφια, ποίμνια καὶ δούλους. 

Ἐγήρασεν ἐκτιμώμενος ἀπὸ τοὺς γείτονάς του, περικυκλωμένος ἀπὸ τὰ παιδιὰ του. 

Ὁ ὕπνος του ὅμως δὲν ὁμοιάζει μὲ τὸν ὕπνον τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων. 

Εἰς τὰ ὄνειρα τοῦ βλέπει θεϊκὰς μορφὰς καὶ ἀκούει μαγικὰς στροφάς. 

Βλέπει μάτια ποῦ λάμπουν ὅπως ὁ ὠκεανὸς ὅταν ἀντανακλῶνται εἰς αὐτὸν τὰ ἄστρα καὶ ψιθυρίζει: “Νἆμαι· ἔρχομαι σέ σᾶς γιὰ πάντα”. 

Τείνει τοὺς βραχίονας, θέλει νὰ ὁρμήσῃ…. ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐξυπνᾷ. 

Δὲν θ’ ἀκούσῃ ποτὲ πειὰ τὰς θεσπεσίας φωνὰς, τῶν ὁποίων δὲν ἠθέλησε τότε ν᾽ ἀκούσῃ τὴν πρόσκλησιν· ἡ γυναῖκα τοῦ, ἡ ὁποία διαρκῶς τὸν κατασκοπεύει, τὸν βλέπει νὰ κλαίῃ, νὰ κλαίῃ μὲ ἀπελπισίαν. 

Μέσα εἰς τὴν θλῖψιν του ἀποκαλεῖ εὐτυχῆ, τρισόλβιον ἐκείνον ποῦ δι’ ἕνα φιλὶ ἐθυσίασε τὴν νεότητά του καὶ ἐξέπνευσεν ἀκούων τὸ ᾆσμα τῶν Σειρήνων. 

ΚΑΤΙΝΑ ΨΥΧΑ(1907) 

Πινακοθήκη 1908 , σελ. 203 Κατινα Ψυχα Αι Σειρήνες

1910 ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΜΑΡΑΜΕΝΑ

ΠΕΡΙΟΔΟΣ Β’ ΕΤΟΣ 24″ [ ΑΘΗΝΑΙ 15- 3 0 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1910 I ΑΡΙΘΜΟΣ 995

σελ. 1371

Wasserschlangen II, Gustav Klimt in 1907.

(Ἀπὸ τὰ «Rêves païens της Κ. Ψύχα)

Σ ’ τὸ δρόμο τὸν μακρύ πήγαιναν δυο γυναίκες. Μὲ τὰ λεπτὰ τους χέρια ἔσφιγγαν σ ’τὸ στῆθος τους δέσμες ἀπὸ λουλούδια· ἀπ’ ὅλα τὰ λουλούδια ποῦ τραγούδησαν οἱ παληοί ποιηταί, ποῦ φίλησαν οἱ νέοι ἐρωτευμένοι. Λουλούδια τῶν κήπων, λουλούδια τῆς σέρρας, ἀγριολούλουδα.

Ὅταν ξεκίνησαν, τὰ χόρτα ἦταν βουτηγμένα σ ’ τὴ δροσιά, ὁ οὐρανὸς εἶχε χρῶμα σταχτὶ μὲ μενεξεδένιες σκιὲς καὶ μιὰ ἐλαφρὴ καταχνιὰ σκέπαζε τὰ δάση. Τὸ μεσημέρι, ὁ ἥλιος ἔδιωξε τὰ σύννεφα καὶ σκόρπισε φλογερὲς ἀχτίδες.

Μιὰ ἀπὸ τὴς πεπλοσκεπασμένες γυναῖκες, εἶδε πῶς σ’τή ζέστη αὐτή μαράθηκαν μερικά λουλούδια · σταμάτησε, γύρισε πίσω ’σ τά βήματά της καὶ ζήτησε τὰ ξεφυλλισμένα πέταλα. Ἐγύρισε σ ’ τὸ σπῆτι της· δὲν θὰ τὴν ’δοῦν πειά έξω· γονατιστή, ἀνάμεσα σὲ βελούδινα προσκέφαλα, φιλεῖ κλαίγοντας τὴ σκόνη τῶν πεθαμένων λουλουδιῶν ἀνάμεσα σ’τὰ φύλλα ἀπό ἕνα παλῃὸ προσευχητάρι.

Ἡ σύντροφός της, εἶδε κι’ αὐτή τοὺς κρίνους, τοὺς μενεξέδες καὶ τὰ τριαντάφυλλα νὰ μαραίνονται σ’τὰ χέρια της· ἀλλ’ αὐτὴ ἀκολούθησε τὸ δρόμο της. Γιατὶ ἡ αὔρα ἦταν γεμάτη μυρωδιές γλυκειὲς ὅπως ᾑ ἐλπίδες.

Περπάτησε ἀκόμα· βρῆκε τὰ ἄγνωστα λουλούδια, τὰ λουλούδια τ’ ἀπόμερα ποῦ δὲν ἔχουν ὄνομα· ἄγρια λουλούδια τῶν δασῶν, λουλούδια τῆς ερημιᾶς, λουλούδια ποῦ φυτρώνουν σ’τὴς ἄσπρες κορυφὲς τῶν βουνῶν. Ὡραῖα, ’περήφανα, ἀγνά, ἡδυπαθῆ, πειὸ φίνα, πειὸ φλογερά, πειὸ μελαγχολικὰ ἀπὸ τὰ κρίνα, τοὺς μενεξέδες καὶ τὰ τριαντάφυλλα.

Οἱ πέπλοι της ἔπεσαν· ἡ χλόη χαϊδεύει τὰ γυμνά της πόδια· γύρω της πηγαινοέρχονται πεταλοῦδες. Στολισμένη, στεφανωμένη μὲ μαγικὰ λουλούδια, δὲν θυμάται πειὰ ἐκείνα ποῦ

κυίτονται σ’τὸ δρόμο. Χαμογελάει ὡραία καὶ δροσερή· ξεχνάει τὰ κρίνα τούς μενεξέδες καὶ τὰ τριαντάφυλλα.

Αἶγιον

ΡΟΔΟΠΗ ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΥ

© Έρευνα – Μεταγραφή – Σχολιασμός : 2021 Ηλίας Κολοκούρης 

Ακολουθεί το σύνολο όσων ευρέθησαν από την σειρά πεζογραφημάτων Ειδωλολατρικά Όνειρα, όπως τα κυκλοφόρησε με το ψευδώνυμο Max Rives, στην προοδευτική και κατόπιν σοσιαλιστική Κυανή Επιθεώρηση (Revue bleu -Revue politique et littéraire) τον Ιανουάριο του 1904. Τα κείμενα που ταυτίσαμε με την μετάφρασή τους παρατίθενται εδώ και στα γαλλικά, ενώ όσα δεν βρήκαμε δημοσιεύονται με σημερινή μετάφραση του υπογράφοντος. Η Δεύτερη Σειρά των Ειδωλολατρικών Ονείρων κυκλοφορεί λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 1904, πάλι με την μυστηριώδη υπογραφή Max Rives, καθώς και τρεις Ερωτικές Επιστολές μίας Εστιάδος Παρθένας. Κατόπιν, μετά τον θάνατό της, κυκλοφόρησε η τρίτη (πιθανώς τελευταία;) σειρά Ειδωλολατρικών Ονείρων, τα οποία επίσης μεταφράζουμε. Αυτή τη φορά επωνύμως και με τις καλύτερες συστάσεις στην La Revue de Paris στον τρίτο τόμο: “Αυτά τα Ειδωλολατρικά Όνειρα, της συγγραφέως αναδεικνύουν μια ευγενή τέχνη ενώ διαμορφώνεται και ίσως με έντονο τόνο, όπου δηλώνεται, με ανάλυση, με τόλμη, σε μύθους εμπνευσμένους απευθείας από την ελληνική παράδοση, ένας τρόπος σκέψης αρχαίος και μοντέρνος συνάμα. Αυτά τα Ειδωλολατρικά όνειρα είναι μέρος μιας μεταθανάτιας -δυστυχώς- συλλογής, η οποία σύντομα θα εμφανιστεί κάτω από τον ίδιο τίτλο. Δεν θα εκπλαγούμε που επιμείναμε να τα δημοσιεύσουμε με ευλάβεια!” Δυστυχώς, δεν βρήκαμε περισσότερα από τα παρακάτω της “Τρίτης Σειράς”. Τέλος, υπάρχουν και άλλα δύο Ειδωλολατρικά Όνειρα, δημοσιευμένα στην εφημερίδα “Censeur politique et littéraire” 3 août 1907. Rêves païens. : Prière de l’avenir au poète. Les cyclopés, par C. Psycha. Δεν τα έχουμε βρει ακόμα.

Σειρά Πρώτη

RÊVES PAÏENS 1. – DEUX VÉNUS
MAX RIVES. — RÊVES PAIENS REVUE POLITIQUE ET LITTÉRAIRE REVUE BLEUE FONDATEUR : EUGÈNE YUNG DIRECTEUR : FÉLIX DUMOULIN NUMÉRO 5 5. SÉRIE – TONET 30 JANVIER 1904 133 137 RÊVES PAÏENS 
Ι. – DEUX VÉNUS
Parmi les vieux tableaux de Florence, il en est deux dont le souvenir me poursuit, et qui se sont longtemps disputé mes regards. 
Deux déesses, soeurs et rivales; la Vénus du Titien, langoureusement étendue sur sa couche moelleuse…; la Vénus de Botticelli, passant sur les flots et prête à s’élancer sur la terre, où l’attendent toutes les fleurs de printemps et toutes les adorations des hommes. 
Qu’elles sont belles, toutes deux ! Mais combien différentes : celle du Titien s’est affaissée un moment comme une panthere lassée ! Elle jouit profondément de sa beauté. Elle est consciente de la séduction de sa pose, de la splendeur de sa carnation ; elle offre à nos lèvres, la perfection de ses formes. Nous ne lui demandons ni pensée ni tendresse. Elle est la vie! la vie chaude, palpitante, éternelle ! La volupté d’est faite chair, puls déesse et nous sourit.Maintenant je songe A l’autre, il celle de Botticelli; elle s’avance d’un mouvement libre et souple! son pied aerien frôle à peine la coquille qui la soutient. Le souffle des vente suffit a la porter, el quand elle passera sur nos gazons, son pied ne fera pas courber tu tete aux violettes. 
Toute la terre s’est parée pour la recevoir, mais elle, attendue, désirée, acclamée, est triste ! Le mouvement de son corps exprime toute la joie de la vie, son visage n’en a que la souffrance presque désespérée. Elle pressent que ses adorateurs ne verseront sur ses pieds que des parfums indignes de se divinité; ses yeux regardent la splendeur lointaine qu’elle est venue révéler au monde, mais qu’il n’a pas même desirée en elle. Les hommes l’appellent, elle vient à eux; mais dans cette condescendance même il y a un mépris infini : elle vient à eux, mais sans les voir, et quand ils la tiendront dans leurs bras, elle ne le saura même pas. Son Ame restera vierge, c’est pourquoi elle ressemble si étrangement aux madones, ses sœurs.Elle est triste ! mortellement triste ! Le ciel méme sourit à sa beauté, mais elle la dédaigne comme un haillon! La radieuse fille du Titien est venue, a ramassé en souriant cette guenille, et s’en est fait un manteau royal.












Ι. – ΔΥΟ ΑΦΡΟΔΙΤΕΣ
Ανάμεσα στους παλιούς πίνακες της Φλωρεντίας, υπάρχουν δύο πίνακες, των οποίων η μνήμη με στοιχειώνει, και επί μακρόν αμφισβητούν τις ικανότητες του βλέμματός μου.
Δύο θεές, αδελφές και αντίπαλοι· η Αφροδίτη του Τισανού, αποχαυνωμένα ξαπλωμένη στο μαλακό της κρεβάτι … και η Αφροδίτη του Μποτιτσέλι, αιωρούμενη ύπερθεν των κυμάτων και έτοιμη να εκτοξευθεί επί της γης, όπου όλα τα ανοιξιάτικα άνθη την προσμένουν και όλες οι λατρείες των ανδρών.
Πόσο όμορφες είναι και οι δύο τους! Αλλά εν τω άμα, πόσο διαφορετικές: εκείνη του Τισιανού τόσον βυθισμένη σε μια στιγμή, ωσάν πάνθηρας αποκαμωμένος! Απολαμβάνει εκ βαθέων την ομορφιά της. Γνωρίζει την σαγήνη της στάσεώς της, το μεγαλείο της αποχρώσεώς της· προσφέρει στα χείλη μας την τελειότητα της μορφής της· Δεν της ζητάμε μήτε σκέψη μήτε τρυφερότητα. Εκείνη είναι η ίδια η ζωή! Η ζωή η φλεγόμενη, η παλλόμενη, η αιώνιος ζωή! Η ηδονή ενσαρκώνεται, η θεά πάλλεται και μας μειδιά.
Ευθύς σκέπτομαι την άλλη, εκείνη του Μποτιτσέλι· προελαύνει με μιαν ελεύθερη και ευέλικτη κίνηση! τα εναέρια πόδια της ίσα που εφάπτονται (προσεγγίζουν μόλις) στο κέλυφος που τα στηρίζει. Τα ρεύμα του αέρος, άνεμοι ικανοί να την μεταφέρουν, και όταν θα φθάσει στις χλόες και τις αυλές μας, το πόδι της δεν θα λυγίσει μήτε το τρυφερό κεφαλάκι της βιολέτας από ευλάβεια.
Όλη η γη είναι ενδεδυμένη για την υποδοχή της, αλλά, εκείνη, καθώς την περίμεναν, επιθυμητή, δοξασμένη, είναι θλιμμένη! Η κίνηση του σώματός της εκφράζει όλη τη χαρά της ζωής, το πρόσωπό της δεν έχει πάνω του την οδύνη της απελπισίας. Έχει μιαν κάποιαν αίσθησι ότι οι λάτρεις της δεν θα χύσουν στα πόδια της αρώματα ανάξια της αγιότητός της· το βλέμμα της θεάται το μακρινό μεγαλείο που ήρθε να αποκαλύψει στον κόσμο, μα και ότι ο ίδιος ο κόσμος δεν έχει επιθυμία για εκείνη. Οι άνδρες την κάλεσαν, κι εκείνη έρχεται προς αυτούς· μα σε τούτην την ίδια την καταδεκτικότητα, υπάρχει εντός μια μια απέραντη απέχθεια και περιφρόνηση: Εκείνη τους πλησιάζει, αλλά χωρίς να τους βλέπει, και όταν την κρατούν στην αγκαλιά τους, εκείνη δεν θα το μάθει καν. Η Ψυχή της θα παραμείνει παρθένα, γι’ αυτό μοιάζει τόσο παράξενα με τις Παναγίες, τις αδερφές της .Είναι λυπημένη! θανάσιμα θλιμμένη! Ο ίδιος ο Παράδεισος χαμογελά στην ομορφιά της, αλλά η ίδια την περιφρονεί σαν κουρέλι!Η απαστράπτουσα κόρη του Τισιανού έφθασε, μειδιώσα πήρε αυτό το κουρέλι από χάμω κι έφτιαξε τον δικό της βασιλικό μανδύα.Μετάφραση: Ηλίας Κολοκούρης

MAX RIVES. — RÊVES PAIENS REVUE POLITIQUE ET LITTÉRAIRE REVUE BLEUE FONDATEUR : EUGÈNE YUNG DIRECTEUR : FÉLIX DUMOULIN NUMÉRO 5 5. SÉRIE – TONET 30 JANVIER 1904 133 137 RÊVES PAÏENS II. – LES SIRÈNES 
**    *
II. – LES SIRÈNES 
C’était une chaude nuit d’été; la lune en pluie d’argent ruisselait sur les eaux, dans les flots trem-. blait la lumière des étoiles, et la légère galère glis sait sur la mer avec un doux bruissement. Les deux marins regardaient, tantôt la mer, tantot le ciel. Le plus jeune, debout, à l’avant du navire, . les bras croisés semblait attendre quelque événement étrange. Le plus agé s’était attaché fortement au måt. Il dit à son compagnon : « Ami, erois-moi, ne sois pas fou. Les sirènes sont fatales à l’homme. Pais comme moi, ou leur chant te sera funeste. » Mais l’adolescent secoue la tête. « Non, laisse-moi!  je ne crains pas les séductions de ces créatures. Je veux les voir, les entendre, et les défier ! Après un long silence, un soupir frole l’eau, qui tressaitle amoureusement. Le doux son grandit, des voix innombrables chantent les invocations suprêmes, toutes les délices de la ehair, toutes les extases de l’ame. A travers la nuit luminense, les dieux tendent les bras aux mortelles et le ciel et la terre sourient à leur étreinte. La douleur coule dans les veines comme un nectar aux fortes ivresses ! La vie est une passion joyeuse ! Le jeune homme, sanglotant éperdument, s’ineline vers la profondeur bleue. De longs cheveux flottent sur les vagues ! L’eau se soulève aux battements d’un cour de femme.“ Viens, dit une voix, viens là bas dans nos palais de cristalt nous avons pour toi des chants, de la beauté, de l’amour. Donne nous ta jeunesse comme une perle ! » 
**    *
II. – AI ΣΕΙΡΗΝΕΣ 
Ἦτο μία ἀπὸ τὰς θερινὰς νύκτας. Ἡ σελήνη ἐκαθρεπτίζετο εἰς τὰ νερὰ, ἐπάνω εἰς τὰ κύματα ἔτρεμαν τὰ φῶτα τῶν ἀντανακλωμένων ἄστρων καὶ τὸ πλοῖον ἐπρoχώρει σχίζον ἁπαλὰ τὴν θάλασσαν καὶ ἀφῆνον ὀπίσω τὸν λευκόν τοῦ ἀφρὸν, ὁ ὁποῖος ἐφαίνετο χρυσὸς ὑπὸ τὸ φῶς τῆς σελήνης. Οἱ δύο ναῦται ἐκύτταζαν πότε τὴν θάλασσαν, πότε τὸν οὐρανόν.     Ὁ εἷς ἦτο πολὺ νέος, παιδὶ σχεδὸν ἀκόμη, ἵστατο δὲ ὄρθιος εἰς τὸ ἔμπροσθεν μέρος τοῦ πλοίου μὲ τοὺς βραχίονας ἐσταυρωμένους ἐπὶ τοῦ στήθους. Τὰ μαῦρα του μάτια ἔλαμπαν εἰς τὸ ὠχρόν τοῦ πρόσωπον. Ἐφαίνετο ὡς νὰ ἐπερίμενε νἀκούσῃ κάτι. Ὁ ἄλλος ἢτο ὡρίμου ἡλικίας ἀνὴρ, μὲ περισσοτέραν ἑπομένως πεῖραν καὶ σύνεσιν. Διὰ τοῦτο εἶχε δεθῆ καλὰ εἰς τὸν ἱστὸν τοῦ πλοίου καὶ προέτρεπε καὶ τὸν σύντροφον του νὰ κάμῃ τὸ ἴδιον. -Ἄκουσε μέ – τοῦ ἔλεγε- εἶνε τρέλλα αὐτὸ ποῦ θέλεις νὰ κάμῃς. Αἱ σειρῆνες εἶνε ὀλέθριαι εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Ἔλα νὰ δεθῇς καὶ σὺ, ὅπως ἐδέθην ἐγώ. Ὁ νεανίας ὅμως ἐκίνησεν αρνητικῶς τὴν κεφαλήν. – Ὄχι, σύντροφε, θέλω νὰ μείνω ἐδῶ ποῦ εἶμαι. Ἐγὼ δὲν τὰ φοβοῦμαι διόλου αὐτὰ τὰ πλάσματα· τὰ περιφρονῶ μάλιστα. Θέλω νά τὰ ᾽δῶ καὶ νἀκούσω τὸ τραγούδι των. Ἐπεκράτησε μακρὰ σιγή, κατόπιν ἕνας στεναγμὸς ἤγγισεν ἔξαφνα τὸ νερό. Βαθμηδὸν ὁ γλυκὺς ἥχος καθίσταται δυνατώτερος. Φωναὶ ἀπειράριθμοι ἐτραγουδούσαν ὅλα τὰ θέλγητρα τῆς σαρκὸς καὶ ὅλας τὰς ἐκστάσεις τῆς ψυχῆς. ………..Ἐν μέσω τῆς φωτεινῆς νυκτὸς οἱ θεοὶ τείνουν τοὺς βραχίονας  εἰς  τοὺς θνητοὺς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ χαμογελοῦν εἰς τὸ σφιγκταγκάλιασμά των. Ἡ θλῖψις ρέει εἰς τὰς φλέβας ὡς νέκταρ. Ὁ νεανίας κλαίει μὲ δυνατοὺς λυγμοὺς καὶ κλίνει πρός τὸν κυανοῦν πυθμένα. Τὰ μακριά του μαλλιὰ ἐγγίζουν τὰ κύματα. Τὸ ὕδωρ φουσκώνει ἀπό τὰ κτυπήματα μιᾶς γυναικείας καρδιᾶς.«Ἔλα – ἀκούεται μία γλυκύτατη φωνὴ – ἔλα ἐδῶ κάτω, εἰς τὰ κρυστάλλινα μας Ἀνάκτορα. «Ἔχομε γιὰ σένα τραγούδια, ὠμορφιά, ἀγάπη. Δῶσέ μας τὰ νειάτα σου ποῦ θἆνε γιὰ μᾶς πολύτιμο μαργαριτάρι ! : : : : : : Ἔκλινεν ἀκόμη περισσότερον πρὸς τὸν κυανοῦν πυθμένα, χωρὶς νὰ στραφῇ καὶ νὰ ρίψῃ οὔτε ἕνα κἂν βλέμμα εἰς τὸν κόσμον ποὺ ἄφινε…  Εἶς γαλακτώδης βραχίων περιέβαλε τὸν λαιμόν του καὶ μετ᾽ ὀλίγον ἐξηφανίσθη ὑπό τὰ κύματα. Τὰ ἄσματα ἔπαυσαν. Τὸ φῶς τῆς ἡμέρας ἐκάλυψε τὸ μυστήριον. Ὁ ἄλλος ναύτης ἐξηκολούθησε μόνος του τὸ ταξείδι καὶ ἔφθασεν εἰς τὴν πατρίδα του, τὸν Πόρον, τὸ ὡραῖο νησί μὲ τοὺς βαθεῖς κόλπους, ὅπου ἐκπνέει ἡ αὔρα.  Εἰς τὸ λευκόν του σπητάκι, ὑπὸ τὴν σκιὰν τοῦ μεγάλου πλατάνου, εὗρε τὴν πιστήν του σύζυγον καὶ τὰ καλοκαμωμένα καὶ γερὰ παιδιά του. Τὰ πλούτη τὰ ὁποία ἐσύναξενεν εἰς τὰ μαρκυνά του ταξείδια, τοῦ ἔδωκαν χωράφια, ποίμνια καὶ δούλους. Ἐγήρασεν ἐκτιμώμενος ἀπὸ τοὺς γείτονάς του, περικυκλωμένος ἀπὸ τὰ παιδιὰ του. Ὁ ὕπνος του ὅμως δὲν ὁμοιάζει μὲ τὸν ὕπνον τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων. Εἰς τὰ ὄνειρα τοῦ βλέπει θεϊκὰς μορφὰς καὶ ἀκούει μαγικὰς στροφάς. Βλέπει μάτια ποῦ λάμπουν ὅπως ὁ ὠκεανὸς ὅταν ἀντανακλῶνται εἰς αὐτὸν τὰ ἄστρα καὶ ψιθυρίζει: “Νἆμαι· ἔρχομαι σέ σᾶς γιὰ πάντα”. Τείνει τοὺς βραχίονας, θέλει νὰ ὁρμήσῃ…. ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐξυπνᾷ. Δὲν θ’ ἀκούσῃ ποτὲ πειὰ τὰς θεσπεσίας φωνὰς, τῶν ὁποίων δὲν ἠθέλησε τότε ν᾽ ἀκούσῃ τὴν πρόσκλησιν· ἡ γυναῖκα τοῦ, ἡ ὁποία διαρκῶς τὸν κατασκοπεύει, τὸν βλέπει νὰ κλαίῃ, νὰ κλαίῃ μὲ ἀπελπισίαν. Μέσα εἰς τὴν θλῖψιν του ἀποκαλεῖ εὐτυχῆ, τρισόλβιον ἐκείνον ποῦ δι’ ἕνα φιλὶ ἐθυσίασε τὴν νεότητά του καὶ ἐξέπνευσεν ἀκούων τὸ ᾆσμα τῶν Σειρήνων. Μετάφρασις: Ανωνύμου

MAX RIVES. — RÊVES PAIENS REVUE POLITIQUE ET LITTÉRAIRE REVUE BLEUE FONDATEUR : EUGÈNE YUNG DIRECTEUR : FÉLIX DUMOULIN NUMÉRO 5 5. SÉRIE – TONET 30 JANVIER 1904 133 137 RÊVES PAÏENS III. — LE PALAIS DE L’AMOUR.
**    *III. — LE PALAIS DE L’AMOUR. 
J’étais un jeune homme élevé par des maitres aus tères. On m’avait enseigné à fuir tous les dieux qui troublent la raison qui embrasent les cours et les sens. La sage Minerve, déesse stérile née d’un cer veau tourmenté, avait présidé à mon éducation. Plus tard, je voulus me vouer à un être céleste digne de mes adorations. Je vénérais Athéné, mais sa sévérité m’inspirait de la crainte. Je pensai à Psyché, jeune et belle, ame immortelle et sans tache, éternellement pure et brillante, et je fis le serment de me donner à elle tout entier. Cependant, j’avais un désir brûlant de l’entrevoir… Je savais qu’elle était apparue à quelques mortels favorisés. Pourquoi ne serais-je pas un de ceux-là? Il fallait mériter cette vision. Je vécus de la vie des ascètes; ma jeunesse ne connut ni plaisir, ni fêtes. Je redoutais surtout l’amour. Je me disais que ce Dieu dont le culte avilit, ce fils eruel de la volupté, tuerait en moi le désir de la céleste vierge. Si je me baissais vers l’enfant venimeux, jouant parmi les fleurs de la terre, s’il enlançait mon cou de ses bras, et s’il posait sur mes paupières ses lèvres empoi sonnées, je ne pourrais plus lever les yeux vers l’espace où planait l’âme ailée. Je désirais Psyché et ne désirais qu’elle. Je la cherchai partout où son pied blanc pouvait se poser sans souillure. Dans les écoles où parlait Pla ton; au bord du ruisseau où buvait dans sa main le philosophe cynique; sur les champs de bataille, auprés de ceux qui mouraient pour la patrie; parmi les mystères d’Eleusis lorsque montait vers elle l’en cens et les prières: en vain ! Hélas ! jamais je n’aperçus un pli de sa robe. Enfin, découragé, je renonçai à tout espoir et recommençai à vivre comme les autres hommes. Un jour, dans une contrée lointaine ou j’errais pour ” oublier l’ennui de mon existence, je vis tout à coup se dresser devant moi un palais, un fragile palais d’ivoire éclairé par une lumière intense, mais irréelle comme un reflet d’innombrables soleils disparus. Dans l’air flottaient les parfums des forêts et des roses; partout jaillissait la fraicheur des fontaines dont l’argent s’élançait jusqu’au bleu du firmament et retombait sur la verdure touffae des arbres. Mille oiseaux aux couleurs d’arc-en-ciel mélaient le cha toiment de leur plumage à la blancbeur ombrée de l’ivoire. Dans ces lieux régnait la beauté resplandissante. Nos vieux poètes nous ont parlé de cette merveille : Je reconnus le palais de l’Amour. Un désir irrésistible m’entraina : j’entrai, Je vis l’Amour lui-même, plus grand et plus fort que jadis, agenouillé auprès d’une femme qu’il enla çait passionnément et qui s’offrait à son baiser. Celle que j’avais tant cherchée m’apparaissait enfin ! Oui, c’était bien elle, mon désir éternel, l’espoir de ma jeunesse, le rêve de ma vie. Elle élait moins frèle qu’on ne nous l’a dépeinte, plus. de gaité étin celait dane ses yeus, elle souriait à son amant avec des lévres plus rouges. Dans le royaume de la beauté, Psyché se donnait à l’Amour.
**    *III. – ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ.(Ο ΕΡΩΣ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ)
Ἤμην νέος ἀνατραφεὶς ὑπὸ αὐστηρῶν διδασκάλων. Μὲ ἐδίδαξαν ν’ ἀποφεύγω ὅλους τοὺς θεούς, οἵτινες ταράσσουν τὸ λογικὸν καὶ φλογίζουν τὰς καρδίας καὶ τὶς αἰσθήσεις. Ἡ συνετὴ Ἀθηνᾶ, θεὰ ἄγονος, γεννηθεῖσα ἐξ ἐγκεφάλου βασανιζομένου, ἐπέβλεψε τὴν ἀνατροφήν μοῦ. Βραδύτερον ἠθέλησα ν’ ἀφοσιωθῶ  εἰς  ἐν πλάσμα οὐράνιον, ἄξιον τῆς λατρείας μοῦ, Ἐλάτρευον τὴν Ἀθηνᾶν, ἀλλ’ ἢ αὐστηρότης αὐτῆς μοῦ ἐνέπνεε φόβον. Αἱ σκέψεις μοῦ ἔφερον πρός τὴν ψυχήν, νεαρὰν καὶ ὡραίαν Ψυχὴν ἄμωμον καὶ ἀθάνατον, αἰωνίως καθαρὰν καὶ λαμπρὰν καὶ ὡρκίσθην νὰ παραδοθῶ ἐξ ὁλοκλήρου  εἰς  αὐτήν. Ἐν τούτοις εἶχον φλογερὰν ἐπιθυμίαν νά τὴν ἴδω. .. Ἐγνώριζον ὅτι είχεν ἐπιφανῆ  εἰς  μερικοὺς εὐτυχεῖς θνητούς. Διατὶ νὰ μὴ εἶμαι καὶ ἐγὼ ἐξ αὐτῶν . – Ἔπρεπε νὰ γίνω ἄξιος αὐτῆς τῆς ὀπτασίας · ἔζησα ὅπως οἱ ἀσκηταὶ · ἡ νεότης μοῦ δὲν ἐγνώρισεν οὔτε ἡδονάς, οὔτε ἑορτάς. Πρὸ πάντων ἐφοβούμην τὸν ἔρωτα. Ἐσκεπτόμην ὅτι ὁ θεὸς αὐτὸς τοῦ ὁποίου ἡ λατρεία ταπεινώνει, τὸ σκληρὸν τέκνον τῆς ἡδονῆς θὰ ἐφόνευεν ἐκτὸς ἐμοῦ καὶ τὸν πόθον τῆς ἐπουράνιας παρθένου.Ἐὰν έκυπτα πρός τὸ δηλητηριῶδες παιδίον τὸ παῖζον μεταξύ τῶν ἀνθέων τῆς γῆς, ἐὰν περιέβαλλε μέ τοὺς βραχίονας τοῦ τὸν τράχηλον μοῦ καὶ ἐὰν ἤγγιζε τὰ βλέφαρα μοῦ μέ τὰ δηλητηριώδη χείλη τοῦ, δὲν θὰ ἠδυνάμην πλέον νὰ ὑψώσω τοὺς ὀφθαλμοὺς  εἰς  τὸ ἄπειρον, ὅπου ἐπλανᾶτο τὸ πτερόεν πνεῦμα. Ἐπόθουν τὴν ψυχὴν καὶ μόνην αὐτήν. Τὴν ἐζήτουν παντοῦ ὅπου τὸ λευκὸν βάδισμα τῆς ἠδύνατο νὰ ἐγγίση χωρὶς νὰ ρυπανθῆ.  εἰς  τὰ σχολεῖα, ὅπου ὡμίλει ὁ Πλάτων, πλησίον τοῦ ρύακος ὅπου έπινεν ἐντὸς τῆς παλάμης ὁ κυνικὸς φιλόσοφος, εἷς τὰ πεδία τῶν μαχῶν πλησίον τῶν ἀποθνησκόντων ὑπὲρ πατρίδος,  εἰς  τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια, ὅταν ανέβαινον πρὸς αὐτήν τὰ θυμιάματα καὶ αἱ δεήσεις. Ματαίως. Φεῦ! Δὲν διέκρινα ποτὲ οὔτε μίαν πτυχήν τῆς ἐσθῆτος τῆς. Τέλος ἀποτεθαρρημένος ἀπηλπίσθην καὶ ἤρχισα πάλιν νὰ ζῶ ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι.. Μίαν ἡμέραν  εἰς  κάποιαν μακρινήν χώραν ὅπου ἐπλανώμην διὰ νὰ λησμονήσω τὴν πλῆξιν τῆς ὑπάρξεως μοῦ, εἶδον ἔξαφνα ὀρθούμενον ἐνώπιον μοῦ ἐν ἀνάκτορον, ἐν εὔθραυστον μέγαρον, ἐξ ἐλεφαντοστοῦ φωτιζόμενον ὑπὸ φωτὸς ἐντόνου, ἂλλ’ ἄϋλον ὡς ἀνταύγεια ἀπείρων ἐξαφανισθέντων ἡλίων.  εἰς  τὸν ἀέρα ἐπλανῶντο τὰ μύρα τῶν δασῶν καί τῶν ρόδων, παντοῦ ανέθορεν ἢ δροσερότης τῶν κρηνῶν, τῶν ὁποίων τὸ αργυρούν νᾶμα ἀνεπήδα μέχρι τοῦ κυανοῦ τοῦ στερεώματος καὶ κατέπιπτεν ἐπί τῶν σφριγηλῶν φυλλωμάτων τῶν δέντρων. Ἄπειρα πτηνὰ μὲ χρώματα ἴριδος ἀνεμίγνυον τὴν ἐναλλαγήν τῶν πτερῶν τῶν μέ τὴν σκιαζομένην λευκότητα τοῦ ἐλεφαντοστοῦ.  εἰς  τὸν τόπον αὐτὸν ἐβασίλευεν ἢ ἀκτινοβόλος καλλονή. Οἱ παλαιοὶ ποιηταί μᾶς ὡμίλησαν διά τὸ θαῦμα αὐτό. Ἀνεγνώρισα τὸ ἀνάκτορον τοῦ Ἔρωτος. Ἀκαταμάχητος πόθος μὲ παρέσυρε.  εἰς ῆλθον. Εἶδον αὐτὸν τὸν Ἔρωτα, μεγαλήτερον καὶ ἰσχυρότερον ἀπὸ ἄλλοτε, γονυπετῆ πλησίον γυναικός, τὴν ὁποίαν ἐνηγκαλίζετο περιπαθῶς καὶ ἥτις προσεφέρετο  εἰς  τὸ φίλημα τοῦ.Ἐκείνη ποὺ εἶχα τόσον ἀναζητήσει μοῦ ἐπεφαίνετο τέλος. ‘ναι, ήτο πράγματι ἐκείνη, ὁ αἰώνιος πόθος μοῦ, ἢ ἐλπίς τῆς νεότητος μοῦ, τὸ ὄνειρον τοῦ βίου μοῦ. Ἦτο ὀλιγώτερον λεπτὴ ἀπ’ ὅ,τι μᾶς τὴν περιέγραψαν, πλειοτέρα εὐθυμία έλαμπεν  εἰς  τοὺς ὀφθαλμούς τῆς καὶ ἐμειδία  εἰς  τὸν ἐραστήν τῆς μὲ χείλη ερυθρότερα. Ἐντὸς τοῦ ἀνακτόρου τῆς καλλονῆς ἡ Ψυχὴ παρεδίδετο εἰς τὸν Ἔρωτα. 
Μετάφρασις: Ροδόπη Ροδοπούλου1908, Εφημερίς τῶν  Κυριῶν, τεύχος 955, 1 – 15 Νοεμβρίου 1908


MAX RIVES. — RÊVES PAIENS REVUE POLITIQUE ET LITTÉRAIRE REVUE BLEUE FONDATEUR : EUGÈNE YUNG DIRECTEUR : FÉLIX DUMOULIN NUMÉRO 5 5. SÉRIE – TONET 30 JANVIER 1904 133 137 
RÊVES PAÏENS IV. – GANYMÊDE. 
IV. – GANYMÊDE. 
Je suis Ganymede, fils de roi. J’avais seize ans; les jeunes filles me trouvaient beau; quand je passais, elles baissaient les yeux et souriaient. Mes habits étaient brodés d’or; de superbes chevaux me servaient de monture ; j’aimais ma lyre, et les temples de nos dieux. J’étais heureux. Un soir, j’étais seul, auprès de la mer étoilée; je rêvais à l’avenir. Soudain, une ombre noire me cacha le ciel, et je sentis des griffes s’enfoncer dans ma chair: je me débattis de toutes mes forces, j’appelai au secours, mais en vain. Je fus emporté à travers l’espace; la terre disparut. Je ne voyais plus que deux yeux, brillants comme des pointes de feu. Je dis à la vie un adieu éternel, et m’évanouis. En m’éveillant, je crus rêver encore. Dans une lumière sereine glissaient des formes légères, avec un murmure de feuilles froissées par la brise. J’entendais des battements d’ailes et des rires doux comme des baisers. Une joie surhumaine m’enveloppait. J’ai goûté au divin nectar! j’ai oublié la terre et ses vierges… Je suis Ganymede, l’échanson des dieux ! **    *
IV. – ΓΑΝΥΜΗΔΗΣ. 
Είμαι ο Γανυμήδης, υιός βασιλέως.Ήμην δεκαέξι· νεαρές κόρες με εύρισκαν όμορφο· όταν περνούσα, κοίταζαν χαμηλά και μειδιούσαν.
Τα ρούχα μου ήταν κεντημένα με χρυσό, χρυσοποίκιλτα· καβαλούσα υπέροχα άτια· Μου άρεσε πολύ / αγαπούσα τη λύρα μου και τους ναούς των θεών μας. Ήμην ευτυχής.
Ένα απόβραδο, ήμην μόνος, κοντά στην έναστρη θάλασσα/ ακρογυαλιά· Ονειρευόμουν το μέλλον. Αίφνης, μια σκιά μαύρη μου έκρυψε τον ουρανό, και ένιωσα νύχια να βυθίζονται στη σάρκα μου: Πάλεψα με όλη μου τη δύναμη, ζήτησα βοήθεια, αλλά ματαίως. Εμεταφέρθην / Μεταφέρθηκα εντός του διαστήματος στο διάστημα· η γη εξηφανίσθη. Μπορούσα να δω μονάχα δύο μάτια, δυο μάτια να λάμπουν σαν αιχμές πυρός ακίδες φωτιάς. Είπα τότε ένα αιώνιο αντίο στη ζωή και λιποθύμησα.Όταν ξύπνησα, νόμιζα ότι ονειρευόμουν ακόμα. Εντός ενός γαληνίου φωτός ελαφρά σχήματα έπλεαν, με το μουρμουρητό των φύλλων καθώς λυγούν από το αεράκι. Άκουσα το χτύπημα των φτερών κι ένα γέλιο γλυκό όσο τα φιλιά. Μια υπεράνθρωπη χαρά με τύλιξε.
Δοκίμασα το θεϊκό νέκταρ! Ξέχασα τη γη και τις παρθένες της … Είμαι ο Γανυμήδης, ο οινοχόος των θεών!**    *Μετάφραση: Ηλίας Κολοκούρης

MAX RIVES. — RÊVES PAIENS REVUE POLITIQUE ET LITTÉRAIRE REVUE BLEUE FONDATEUR : EUGÈNE YUNG DIRECTEUR : FÉLIX DUMOULIN NUMÉRO 5 5. SÉRIE – TONET 30 JANVIER 1904 133 137 
RÊVES PAÏENS 
V. – LE LÉTHÉ. 
V. – LE LÉTHÉ. 
Moi, fille des Dieux, je fus l’épouse d’un homme. Son amour me fut plus cher que l’encens brulé par les Grecs sur les autels de Junon. Mais mon bien-aimé mourut ; il me laissa une fille, belle comme les rêves divins et l’espérance humaine. 

Je fus mère, de toutes les forces de mon coeur; mais une pensée me désespérait; mon enfant élait néé d’un homme et un jour, comme son père, elle connaitrait la mort. Je voulais, qu’au moins, elle ne perdit pas, à travers la vie, son âme de déesse. Pendant longtemps son front fat radieux. Le bean et le bien chantaient en elle ; l’étincelle céleste s’avivait dans ses yeux. Puis, elle connut la pitié, et la fille des Immortels pleura ; mais, à travers ses larmes, je vis briller plus pur le feu sacré. 
Elle aima; et celui à qui elle donna son coeur ne le sut jamais; il ne pensait qu’à la patrie et à la gloire et tomba sur le champ de bataille.: Ma fille prit le deuil ; et la tristesse la pénétra tout entière. Je ne voulus pas qu’elle souffrit. Jupiter me permit de la mener, vivante, aux bords du Léthé ou la dou leur s’endort. Et je dis à la vierge adorée : « Bois, ma fille, bois l’apaisement des maux dont je n’ai pu te préserver. Bois le bonheur avec l’oubli. » Elle obéit; je la vis avec joie se pencher sur l’onde froide. Quand elle se releva, sa tristesse avait dis paru; mais dans ses yeux quelque chose s’était éteint. L’Oubli l’avait rendue semblable aux mortels vul gaires. En elle était morte, à tout jamais, son ame de déesse! 
**    *
V. – Η ΛΗΘΗ. 

Ἐγὼ θυγάτηρ τῶν Θεών ἐγενόμην σύζυγος θνητοῦ. Ὁ ἔρως του με ἔκανε πιο πολύτιμη κι ἀπὸ το θυμίαμα τῶν Ἑλλῆνων πάνω στοὺς βωμοὺς τῆς Ἥρας ὑπήρξε δι᾽ ἐμὲ προσφιλέστερον καὶ τῆς ἀπὸ τῶν βωμῶν τῆς Ἥρας ἀναπεμπομένης κνίσσης· ἀλλ᾽ ὁ πολυαγαπημένος μου ἀπέθανε. Μὲ ἀφῆκε ἕνα κορίτσι ὥμορφο ὡσὰν τὰ θεία ὄνειρα καὶ ὡσὰν τὴν ἐλπίδα τῶν ἀνθρώπων. 
Ἤμουν μητέρα με ὅλες τὶς δυνάμεις τῆς καρδιᾶς μου· ἀλλὰ μία σκέψις μου ἔφερνε ἀπελπισία· τὸ παιδὶ μου ὑπῆρξε γέννημα ἀνθρώπου καὶ μίαν ἡμέραν, ὅπως ὁ πατέρας της, θὰ ἐγνώριζεν τὸν θάνατον. Θὰ ἤθελα, τουλάχιστον, ἐνόσῳ ζούσε, νὰ μὴ χάσῃ τὴν ψυχὴν Θεᾶς. 
Ἐπὶ μακρὸν τὸ μέτωπόν της ἀκτινοβολοῦσε. Τὸ Κάλλος καὶ τὀ Ἀγαθόν τραγουδοῦσαν ἐντὸς της· ἡ οὐράνια δὲ σπίθα ζωντἀνευε στὰ μάτια της σπινθηροβόλημα ἀπέδιδε τὸ βλέμμα της. Ἔπειτα, ἐγνώρισε τὸν οἶκτο καὶ ἡ κόρη τῶν Ἀθανάτων ἔκλαψε· ἀλλὰ μέσα ἀπ᾽ τὰ δάκρυά της, εἶδα  τὴν ἰερὴ φωτιὰ νὰ λάμπει πιο καθαρὴ. 

Ἀγαποῦσε· καὶ ἐκείνο εἰς τὸ ὁποῖο ἔδωκε τὴν καρδιὰν της ποτὲ δεν το ἔμαθα· ἡ σκέψις του ἐστρέφετο μόνον πρὸς τὴν πατρίδα καὶ τὴν δόξαν, ἔπεσε δε μαχόμενος. 
Ἡ κόρη μου ἐπένθησε. Ἡ θλῖψις τὴν κατέλαβεν ἐξ ὁλοκλήρου. Δὲν ἤθελον νὰ ὑποφέρῃ. Ὁ Ζεὺς μοὶ ἐπέτρεψε νὰ τὴν ὀδηγήσω, ζῶσαν, παρὰ τὰς ὄχθας τῆς Λήθης, ὅπου κοιμᾶται ἡ ὀδύνη. Καὶ εἶπον εἰς τὴν λατρευτὴ παρθένον : -«Πίε, κόρη μου, πίε τὴν ἀνακούφισι τῶν δεινῶν, ἀφ᾽ ὧν δὲν μπόρεσα νὰ σὲ σώσω προφυλάξω. Πίε τὴν εὐτυχίαν μαζὺ μὲ τὴν λήθην ! Ὑπήκουεν ἐκείνη· τὴν εἶδα, χαίρουσα, νὰ κύπτῃ πρὸς τὰ ψυχρά νάματα τὸ ψυχρὸν κῦμα. Ὅταν ἠγέρθη, ἡ θλίψις της εἶχεν εξαφανισθή· ἀλλ᾽ εἰς τὸ βλέμμα κάτι ἐσβέσθη εἴχε πεθάνει. Ἡ Λήθη τὴν κατέστησε ὁμοίαν πρὸς τοὺς κοινοὺς χυδαίους θνητούς. Ἐν ἐαυτῇ Ἐντὸς αὐτῆς ἀπέθανε διὰ παντὸς ἡ ψυχή τῆς Θεᾶς !… 
Μετάφραση: Ηλίας Κολοκούρης

MAX RIVES. — RÊVES PAIENS REVUE POLITIQUE ET LITTÉRAIRE REVUE BLEUE FONDATEUR : EUGÈNE YUNG DIRECTEUR : FÉLIX DUMOULIN NUMÉRO 5 5. SÉRIE – TONET 30 JANVIER 1904 133 137 RÊVES PAÏENS 
VI. – LE VOILE DE LUMIÈRE. 
VI. – LE VOILE DE LUMIÈRE. 
Dans un petit temple, auprès de la mer de Grèce, la prêtresse attendait sur son trone d’ivoire. La blancheur de sa robe était brodée d’or, sa chevelure était ornée de cyprès. 
Un guerrier parut et vint s’agenouiller auprès de la jeune femme. Il jeta devant elle sa couronne de lauriers : « Je suis victorieux, dit-il, et je viens te rendre hommage dans les lieux où tu avais commencé à m’initier aux grands mystères. C’est à toi que j’apporte mes lauriers ». Elle répondit d’un ton doux et ferme. «M’as-tu rapporté ta pensée ?» — « Prêtresse, j’ai servi le peuple, j’ai protégé les esclaves, j’ai nourri les pauvres, j’airendu une justice incorruptible, j’ai vaincu dans les combats. Les malheureux m’ai men!, la patrie m’honore. » «M’as-tu rapporté ta pensée ? ». Il baissa la tête. « Je sais que tu as été courageux et loyal; ton pays est fier de toi; sois heureux ! «Mais tu n’a servi et contemplé que les vérités utiles; ta place n’est plus en ce temple, mon âme ne reconnait plus la tienne. «As-tu donc oublié que pour connaître la vie, il fallait soulever un coin du voile d’or d’Apollon ? Regarde. «As-tu donc oublié que pour connaître la vie, il fallait soulever un coin du voile d’or d’Apollon ? Regarde. » Le soleil baissait à l’horizon; l’air flamboyait; quelques nuages rayonnants auréolaient la terre.. Enfin les splendeurs du jour s’éteignirent, et sur le ciel assombri surgirent les étoiles. «Regarde, – répéta gravement la prêtresse en ‘étendant la main. — Sur nos têtes ont brillé toute la journée ces innombrables mondes; mais nous ne pouvions les voir à la lueur de celui qui fait murir nos blés. Il suffit aux dieux de la lumière du même astre pour nous faire vivre et pour nous voiler l’infini. Pour nous révéler la grandeur des cieux, ils éteignent un soleil. « Adieu! quand il fera nuit dans ton ame’ reviens ! » **    *Max Rives
VI. – ΤΟ ΠΕΠΛΟ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ. 

Εις έν μικρόν ναόν παρά τη Ελληνική Θαλάσση, η ιέρεια πρόσμενε επί του θρόνου του ελεφάντινου. Το λευκό της φόρεμα ήτον χρυσοποίκιλτον, η κόμη της κεκοσμημένη με κυπάρισσον.
Εις πολεμιστής ενεφανίσθη και έκλινε το γόνυ πλησίον της νεαρής γυναικός. Έρριψε τον στέφανον δάφνιδος έμπροσθέν της/εις τους πόδας αυτής: «Νενίκηκα», είπε, «και ήλθον ίνα σας τιμήσω στους τόπους όπου πρώτον με μυήσατε εις τα μεγάλα μυστήρια. Εις υμάς προσφέρω τες δάφνες μου» Εκείνη απάντησε με απαλό, σταθερό τόνο. «Αναφέρατε εις εμέ τι σκέπτεσθε;» – «Ιέρεια, υπηρέτησα τους ανθρώπους, προστάτευσα τους σκλάβους, έδωκα τροφή εις τους πτωχούς, υπηρέτησα την αδιάφθορον δικαιοσύνη, κέρδισα στες μάχες. Οι ατυχείς άντρες με οδήγησαν !, Η πατρίς με τιμά.»«Αναφέρατε εις εμέ τι σκέπτεσθε;». Έκλινε κύπτων την κεφαλή του.«Γνωρίζω ότι υπήρξατε γενναίος και πιστός. η χώρα σας είναι περήφανη για εσάς· εὐδαιμονεῖτε !»



«Πλην όμως υπηρετήσατε και εποπτεύσατε μόνον χρήσιμες αλήθειες· η θέση σας δεν είναι πλέον σε τούτον τον ναό, η ψυχή μου δεν αναγνωρίζει πλέον την δική σας.«Λησμονήσατε ότι για να γνωρίσετε τη ζωή δέον ήτο/ οφείλατε να σηκώσετε την γωνιά του χρυσού πέπλου του Απόλλωνος;” Προσέξετε.»«Λησμονήσατε ότι για να γνωρίσετε τη ζωή δέον ήτο/ οφείλατε να σηκώσετε την γωνιά του χρυσού πέπλου του Απόλλωνος;” Προσέξετε/Οράτε??.»Ο ήλιος εβυθίζετο/ εβασίλευε εις τον ορίζοντα· ο αέρας εφλέγετο· ολίγα ακτινοβόλα σύγννεφα περιέβαλλον την γην.Εν τέλει, τα μεγαλεία της ημέρας εσβέννυντο, και εις τον σκοτεινόν ουρανόν ενεφανίζοντο τα αστέρια.«Όρα», επανέλαβε σοβαρώς η ιέρεια, τείνουσα την χείρα αυτής. – Πάσαν την ημέραν, τούτοι οι αναρίθμητοι/μύριοι κόσμοι επέλαμψαν επί της κεφαλής ημών· αλλά ουκ εδυνάμεθα να τους δούμε,  υπό το φως εκείνου που ωριμάζει το σιτάρι μας. Αρκεί δια τους θεούς του ιδίου φωτός, του ίδιου αστέρος να μας δίδουν τη ζωή/να ζούμε και να καλύπτουν έπειτα την απεραντοσύνη από εμάς. Για να μας αποκαλύψουν το μεγαλείο των ουρανών, αποσβύνουν έναν ήλιο.”Αντίο! Όταν σκότος κυριεύσει την ψυχή σου, επέστρεφε!”
Μετάφραση: Ηλίας Κολοκούρης

MAX RIVES. — RÊVES PAIENS REVUE POLITIQUE ET LITTÉRAIRE REVUE BLEUE FONDATEUR : EUGÈNE YUNG DIRECTEUR : FÉLIX DUMOULIN NUMÉRO 5 5. SÉRIE – TONET 30 JANVIER 1904 133 137 
RÊVES PAÏENSVII. – L’OLYMPE.
**    *VII. – L’OLYMPE. 
Je vivais aux pieds de l’Olympe et je rêvais aux dieux. Quand le tonnerre et la foudre passaient dans les nuages, j’inclinais la tête devant le redoutable Zeus. Quand les rayons de la lune argentaient déli catement les rochers rugeux de la montagne sacrée, mon caur tressaillait en songeant à la beauté de Diane. Je n’avais plus qu’un désir ; arriver jusqu’au sommet adoré, et contempler un moment la gloire des Immortels. Dès longtemps, l’oracle nous avait dit : « Les cimes de l’Olympe ne sont pas inaccessibles ; mais celui dont le pied les foulera sera, de tous les mortels, le plus à plaindre. »Nous avions souvent parlé de cet oracle et nous croyions le comprendre. En effet, chacun sait que Jupiter foudroie les orgueilleux et que trop de lumière aveugle les yeux faibles. Personnne encore n’avait osé profaner les lieux sacrés. Je voulus être le premier, j’étais prêt à donner ma vie pour voir un seul instant les dieux face-à face. Je dis adieu à ceux qui m’aimaient et je partis. Je méprisai tous les dangers du voyage; je côtoyai les précipices sans les voir; je ne songeais qu’à la vision céleste et je comprenais l’extase qui tue. Enfin, mon ascension était finie. La plus haute cime se dressa devant moi. Je la gravis, léger comme l’oiseau et en baissant les yeux pour ne rien voir avant l’instant suprême. Puis, le coeur battant folle ment, je regardai. La neige froide couvrait les rochers; l’Olympe était désert ! Je suis redescendu parmi les hommes. Quand ils me questionnent… je ne réponds jamais. L’oracle n’avait pas menti. De tous les mortels je suis le plus à plaindre. 

**    *VII. – Ο ΟΛΥΜΠΟΣ. 

ἜΖΩΝ εἰς τοῦ Ὀλύμπου τοὺς πρόποδας καὶ ὠνειροπόλουν τοὺς Θεούς. Ὅταν τὸ πῦρ τοῦ οὐρανοῦ διεπέρα τὰ νέφη, ἔκλινον τὴν κεφαλὴν πρὸ τοῦ τρομεροῦ Διός. Ὅταν αἱ ἀκτίνες τῆς σελήνης, ἐπαργυρώνουσαι ἐπαφροδίτως τοὺς ῥωγάδας βράχους, ἐφώτιζον τὸ ἱερὸν ὅρος, ἂν μιμνησκόμην τοῦ κάλλους τῆς Ἀρτέμιδος καὶ ἡ καρδία μου ἔφρισσεν. Εἷς μοναδικὸς πόθος μοί ἀπέμεινε πλέον : νὰ φθάσω μέχρι τῆς λατρευομένης κορυφῆς καὶ νὰ προσανατενίσω μίαν στιγμὴν τὴν δόξαν τῶν ἀθανάτων. Ἀπὸ μακροῦ ὁ χρησμὸς μοῦ εἶπεν : « Αἱ κορυφαί τοῦ Ὀλύμπου δὲν εἶναι ἀπροσπέλαστοι· ἀλλ᾽ ἐκείνος, οὗτινος οἱ πόδες θὰ τὰς ἐγγίσουν, ἔσεται τῶν θνητῶν ὁ μάλλον αξιοθρήνητος.» Πολλάκις περὶ τοῦ χρησμοῦ ὡμιλήσαμεν καὶ ἐπιστεύσαμεν ὅτι δὲν μᾶς διέφευγεν ἡ ἔννοιά του. Ὄντως γνωρίζουσι πάντες ὅτι ὁ Ζεὺς κεραυνοῖ τοὺς ἀλαζόνας καὶ ὅτι τὸ πολὺ φῶς τυφλόνει ὀφθαλμοὺς ἀσθενεῖς. Οὐδεὶς εἶχε τολμήσει ἀκόμη νὰ βεβηλώσῃ τοὺς ἱεροὺς τόπους. Ἐπόθησα νὰ εἶμαι ὁ πρῶτος. Καὶ τὴν ζωήν μου ἔδιδον προθύμως ἵνα ἀντικρύσω πρὸς στιγμὴν πρόσωπον πρὸς πρόσωπον τοὺς Θεούς. Ἀπεχαιρέτισα τοὺς ἀγνοοῦντάς με καὶ ἀπῆλθον. Περιεφρόνουν πάντα κίνδυνον τοῦ ταξειδίου. Παρήλαυνον τὰς μετόπας τῶν χαραδρών δίχως νὰ τὰς βλέπω. Ἐσκεπτόμην μόνον τὸ οὐράνιον ὅραμα. Ἡ ἀνάβασις ἐπετελέσθη τέλος. Ἡ ὑψηλοτέρα κορυφὴ ἀνίστατο ἐνώπιόν μου. Τὴν ἤγγισα ἐλαφρὰ ὡς πτηνόν, ταπεινοῦσα τὸ βλέμμα ἵνα μὴ οὐδὲν ἴδω πρὸ τῆς ὑπερτάτης στιγμῆς. Ἔπειτα, τῆς καρδίας μου παραφόρως παλλομένης, παρετήρησα … Ἡ ψυχρὰ χιὼν ἐκάλυπτε τοὺς βράχους. Ὁ Όλυμπος ἦτο ἔρημος. Κατῆλθον καὶ πάλιν μέσῳ τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν μ᾽ ἐρωτοῦν … δὲν ἀπαντῶ ποτέ. Ὁ χρησμὸς δὲν ἐψεύσθη. «Εἶμαι τῶν θνητῶν ὁ μᾶλλον ἀξιοθρήνητος.» Μετάφρασις: Ροδόπη Ροδοπούλου

MAX RIVES. — RÊVES PAIENS REVUE POLITIQUE ET LITTÉRAIRE REVUE BLEUE FONDATEUR : EUGÈNE YUNG DIRECTEUR : FÉLIX DUMOULIN NUMÉRO 5 5. SÉRIE – TONET 30 JANVIER 1904 133 137 
RÊVES PAÏENSVIII. SALULATIONS A ÈVE. 








ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝΠΕΡΙΟΔΟΣ Β’ ΕΤΟΣ 2 5 ” i ΑΘΗΝΑΙ 1 -1 5 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1911 i ΑΡΙΘΜΟΣ 999
**    *VIII. SALULATIONS A ÈVE.Mère vénérable qu’on a tant maudite, Ève tendre et pécheresse, le jour viendra bientôt où tu seras enfin adorée. Nous te remercions, car tu as affranchi ta postérité. Sans toi, l’humanité, emprisonnée dans le Paradis terrestre, aurait langui dans un bonheur monotone, sans douleur et sans espoir, sans désirs et sans extase, sans-luttes et sans victoires, sans haine et sans amour; ses pieds n’eussent pas saigné ; aucune larme n’eut coulé de ses yeux, et son front étroil ne se fût jamais incliné sous le poids d’une pensée. . Tu l’avais bien senti. Dès le premier moment tu portais en toi le gérie de la vie, et tu ne voulus pas manger les fruits insipides du jardin fermé, sous le tiède soleil de l’éternelle prospérité, avec le compa gnon que tu n’avais pas choisi. . Quand apparut le tentateur, tu fus héroïque et faible, tu osas l’écouter. Tu fus la première révoltée. Tu cueillis, parmi les dangers, le fruit délicieux de l’arbre de la science. Tu devinas que de la vie pou vait couler l’ivresse comme le vin du raisin, et tes lèvres, que le lait des brebis et des vaches n’avail pas désaltérées, voulurent s’abreuver avidement à la liqueur brûlante….. Sans l’acte sublime par lequel tu bravas les châti ments célestes et l’ingratitude humaine, toutes les choses exquises nous seraient restées à jamais in connues. L’héroïsme ne fut pas né sans le péril, ni la pitié sans la souffrance, ni le baiser peut-être sans les soupirs. L’amour serait sans ailes et sans flêches ; la femme ne serait pas parée des nobles draperies de la pudeur ni de la perle noire du vice; ses yeux ne se baisseraient pas sur ses joues rougissantes, ni ne glisseraient entre leurs cils recourbés un regard séducteur. Au créateur lui-même tu fis un don magnifique. Avant ton péché, il ne recevait qu’un hommage sans noblesse, né voyait à ses genoux que des esclaves. La Foi ne déploirait pas vers lui son vol superbe, si par le Doute elle ne se sentait éternellement pour suivie. Lorsque retentit cette parole menaçante: «Tu en fanteras dans la douleur », ton coeur de femme tres saillit voluplueusement. Car ainsi, tu devins deux fois mère. Si sur un gazon toujours sec et moelleux ton enfant avait pu dormir en sûreté, abrité par les ailes des anges, tu n’aurais pas goûté la joie de veiller sur son berceau, d’apaiser ses cris, de le serrer contre le sein meurtri par lui. Dans le fade Paradis, quelle terne humanité aurait pullulé. C’est à peine si ces êtres satisfaits auraient différé l’un de l’autre. Les corps nus se ressemble raient comme les uniformes d’une école de charité. Les couples flaneraient, se tenant mollement la main, sans étreinte, sans un regard curieux sur les mystères de la terre et des cieux. Leurs enfants, pa reils à eux, grandiraient, paisibles comme des beufs qui ruminent, et leur vie aurait le goût de la paille lentement remâchée. Il est vrai qu’avant ta faute, le spectre qui nous hante aujourd’hui ne grimaçait pas entre les branches fleuries du Jardin Bienheureux. La créature devait posséder éternellement la création. Mais som. nolente et sans désir, elle ne pouvait en jouir. L’apparition effroyable de la Mort est venu e réveiller le monde avant de l’endormir. La terre nous est devenue plus chère depuis qu’elle est si mystérieuse, et qu’à sa poussière se mêlent les ossements de ceux qui l’ont foulée avant nous. De la tombe sont nées des terreurs et des espérances infinies. Les voix des revenants ont murmuré d’étranges choses, et les vivants ont frémi, en se sentant effleurés par les fantômes dans l’ombre….. Dans la lutte contre l’inflexible Ennemie, notre pensée et notre courage se sont aguerris, et sauront encore s’aguerir. Nous avons juré de lui arracher son secret, un jour, peut-être, nous découvrirons qu’elle n’est pas invincible ; nous lui abandonnerons sans regrets les dépouilles qu’elle réclame; et nous reconnaitrons en elle notre suprême libératrice! Le premier homme, innocent et soumis, était visité par les messagers célestes, mais ses vercus ne lui pretèrent pas d’ailes pour franchir les hauts murs de la prison paradisiaque. C’est l’Esprit inquiet et curieux qui a poussé les lourdes portes et les a refermées derrière lui. Sois bénie! belle Eve au coeur ardent, compagne envoyée par Dieu qui as écouté la voix du démon. Grâce à toi, aieule sage et mystérieuse, à la poitrine blessée, aux lèvres souriantes, nous sommes en route à travers le vaste monde, entre les hauteurs et les abîmes. Parmi nous retentissent les chants de triomphe mêlés aux hymnes funèbres. Grâce à toi, nos joies ne croupissent pas comme des étangs dans un parc abrité, mais jaillissent des profondeurs de notre être en gerbes étincelantes. Il est vrai que pous saignons de nombreuses blessures; souvent nous tombons à terre, désespérément las. Et cependant, même égarés dans le désert, quand nous gémissons contre le ciel et maudissons la vie, au pire moment de détresse luit la vision de la terre promise, et consolés par le rêve, nous ne nous sentons pas vaincus. Oui, nous te remercions, créature faible et tentée?, adorable tentatrice. Grâce à toi, les fruits sont savoureux, car nous avons eu faim ; les vérités sont belles comme des maîtresses longtemps cherchées, fidèlement servies. Les caresses nous ravissent, car nos sens sont troublés. Et l’âme lutte, pour conquérir glorieusement l’Immortalité. Grâce à toi, o Mère exquise, adorable et méconnue, dont la petite main nous a délivrés, il y a plus de volupté dans la souffrance que n’en contenait le bonheur; la mort est plus palpitante que n’était la vie. Max Rives. MAX RIVES. — RÊVES PAIENS **    *VIII. ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΥΑΜητέρα σεβαστή, τὴν ὁποίαν τόσῳ κατηράσθησαν, Εὔα τρυφερὰ καὶ ἀμαρτωλή, θὰ σὲ λατρεύσουν τέλος μία ἡμέρα.Σ’ εὐχαριστοῦμεν διότι ἐλευθέρωσες τοὺς ἀπογόνους σου.Χωρὶς ἐσὲ ἡ ἀνθρωπότης φυλακισμένη σ ’τὸν ἐπίγειο Παράδεισο θὰ ἐμαραίνετο σὲ μιὰ μονότονη εὐτυχία χωρὶς θλίψι, χωρὶς ἐλπίδας καὶ ἐπιθυμίας, χωρὶς ἀγῶνας καὶ χωρίς νίκας, δίχως μίσος καὶ δίχως αγάπη· τὰ πόδια της δὲν θὰ αἱμάτωναν· τὰ μάτια της ποτὲ δὲ θὰ δάκρυζαν καὶ τὸ στενό της μέτωπο δὲν ἤθελε γύρει ποτὲ ’ςτὸ βάρος μιᾶς καὶ μόνης σκέψεως. Σωστὰ ἐμάντευσες. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή ἔφερες μέσα σου τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ δὲν θέλησες νὰ γευθῇς τοὺς ἄνοστους καρποὺς τοῦ κλειστοῦ κήπου κάτω ἀπὸ τὸν χλιαρὸν ἥλιο τῆς παντοτεινῆς εὐδαιμονίας καὶ μὲ τὸν σύντροφο ποῦ δὲν εἶχες σὺ ἐκλέξει. Ὅταν ὁ πειρασμὸς ἐφάνη δὲν ἐτόλμησες νὰ τὸν ἀκοῦσῃς· ὑπῆρξες ἡρωϊκὴ καὶ ἀδύνατη. Ὑπῆρξες ἡ πρώτη ἐπαναστάτρια. Ἔδρεψες τὸν καρπὸν τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως μὲ κινδύνους. Ἐμάντευσες ὅτι ἡ ζωὴ μποροῦσε νὰ δίνῃ τὴν μέθη. Ὅπως τὰ σταφύλια δίνουν τὸ κρασὶ καὶ τὰ χείλη σου, τὰ ὁποία δὲν εἶχαν δροσισθῇ ἀπὸ τὸ γάλα τῶν ἀγελάδων, θέλησαν ἄπληστα νὰ δροσισθοῦν σ ’τὸ φλογερὸ υγρό.    Χωρὶς τὴν ὑπέροχον τόλμη, μὲ τὴν ὁποίαν περιφρόνησες τὴν τιμωρίαν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὴν ἀγνωμοσύνην τῶν ἀνθρώπων, ὅλα τὰ ὡραία πράγματα θὰ μᾶς ἔμεναν ἄγνωστα γιὰ πάντα.Δὲν θὰ εἴχαμε τὸν ἡρωισμόν ποῦ γεννᾷ ὁ κίνδυνος, οὔτε τὴν εὐσπλαγχνία ποῦ δίνει ἡ ὀδύνη, οὔτε καὶ τὸ φίλημα ἴσως ποῦ γεννᾶται σ ‘ τοὺς στεναγμούς. Ὁ ἔρως θὰ ἦτο χωρὶς πτερὰ καὶ χωρὶς βέλη. Ἡ γυναίκα δὲν θὰ ἐστολίζετο ἀπὸ τὸ ἀτίμητο πετράδι τοῦ ἀμαρτήματος, οὔτε ἀπὸ τοὺς πέπλους τοὺς εὐγενεῖς τῆς σεμνότητος.Καὶ εἰς τὸν Δημιουργὸν τὸν ἴδιον ἔκαμες έξοχον δῶρον. Πρὶν ἁμαρτήσῃς δὲν τοῦ ἀπέδιδαν παρὰ ἕνα σέβας ταπεινό, δὲν ἔβλεπε σ ’ τὰ πόδια του παρὰ σκλάβους. Ἡ πίστις δὲν θὰ διηύθυνε πρὸς αὐτὸν τὸ πέταγμά της, ἂν δὲν ἠσθάνετο πῶς τὴν παρακολουθοῦσεν αἰώνια ἡ ἀμφιβολία .Ὅταν ἡ ἀπειλητικὴ φωνὴ ἀντήχησε : «Θὰ τεκνοποιῆσῃς μὲ πόνους» ἡ γυναικεία σου καρδιὰ ἐσκίρτησε : διότι ἔγεινες δυὸ φορὲς μητέρα. Ἂν τὸ παιδὶ σου μποροῦσε πάντα νὰ κοιμᾶται ἀσφαλὲς σ ’ τὴ μαλακὴ χλόη ἂν τὸ παράστεκαν πάντα οἱ ἄγγελοι, δὲν θὰ δοκίμαζες τὴν χαρὰ ν’ ἀγρυπνήσῃς κοντὰ σ ’ τὴν κούνια του, νὰ στεγνώσῃς τὰ δάκρυα του, νὰ τὸ σφίξῃς σ ’ τὸ στῆθος σου.Μία ἀνθρωπότης ἄτονος θὰ ἐγέμιζε τὸν χωρὶς θέλγητρα ΙΙαράδεισον ! Τὰ ζεύγη θὰ πηγαινοήρχοντο κρατούμενα ἀπὸ τὸ χέρι ἀδρανῆ, χωρὶς σφύξιμο καὶ χωρὶς ἕνα βλέμμα περίεργο γιὰ τὰ μυστήρια τῆς γῆς καὶ τοῦ οὐρανοῦ.Τὰ παιδιά των ὅμοια μὲ αὐτοὺς, θὰ μεγάλω­ναν εἰρηνικά, ὅπως τὰ βώδια ὅταν μηρυκάζουν καὶ ἡ ζωή των θὰ εἶχε τὴ γεῦσι ποῦ ἔχει τὸ ξαναμασημένο ἄχυρο.Εἶναι ἀλήθεια πῶς πρὶν ἀπὸ τὸ ἀμάρτημα τὸ φάσμα ποῦ μᾶς πιέζει σήμερα δὲν ἔδειχνε τὴν ἀπαίσια μορφή του ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς ἀνθισμένους κλάδους τοῦ μακαρίου κήπου. Τὸ δημιούργημα θὰ ἦτο ὁ αἰώνιος κύριος τῆς δημιουργίας. Ἀλλά, σ ’τὸ λήθαργο βυθισμένο καὶ χωρὶς ἐπιθυμίας, δὲν μποροῦσε νὰ τὴν ἀπολαύσῃ. Ἡ τρομακτικὴ ἐμφάνισις τοῦ θανάτου ἦλθε νὰ ξυπνήσῃ τὸν κόσμον. Ἡ γῆ μᾶς ἔγεινε πειὸ προσφιλὴς ἀφ’ ὅτου εἶναι τόσῳ μυστηριώδης καὶ ἀφ’ ὅτου ἡ σκόνη της ἀνακατεύεται μὲ τὰ ὀστὰ ἐκείνων ποῦ τὴν πάτησαν πρὶν ἀπὸ μᾶς. Φρίκη καὶ ἐλπίδες ἀτελείωτοι γεννήθηκαν ἀπὸ τὸν τάφον. Αἱ φωναὶ ἐκείνων ποῦ ἔλειψαν ψιθύρισαν παράξενα πράγματα καὶ οἱ ζῶντες ἀνατρίχιασαν ἀπὸ τὸ ἄγγιγμα τῶν φαντασμάτων.Εἰς τὸν ἀγῶνα ἐναντίον τῆς ἀσπόνδου ἐχθρᾶς ἡ σκέψις μας καὶ ἡ ἰσχὺς μας ἐσκληραγωγήθησαν καὶ θὰ σκληραγωγηθοῦν ἀκόμη. Ὠρκίσθημεν νὰ τῆς ἀποσπάσουμε τὸ μυστικόν. Ἴσως ἀνακαλύψουμε μία ’μέρα ὅτι δὲν εἶναι ἀήττητος. Χωρίς λύπη θὰ τῆς ἐγκαταλείψουμε τὰ λείψανα ποῦ ζητεῖ καὶ θὰ τὴν ἀναγνωρίσουμε ὡς ἐλευθερωτήν μας !Τὸν πρῶτον ἄνθρωπον ἀθῷον καὶ ὑποτεταγμενον ἐπεσκέφθησαν οἱ οὐράνιοι Διαγγελεῖς. Ἀλλὰ δὲν τοὺ δάνεισαν πτερὰ γιὰ νὰ πηδήσῃ τούς ψηλοὺς τοίχους τῆς φυλακῆς—τοῦ Παραδείσου. Μόνον τὸ Πνεῦμα τὸ ἀνήσυχο καὶ περίεργο ἔσπρωξε τὰ βαρειὰ φύλλα τῆς πόρτας καὶ τὰ ἔκλεισε πάλι πίσω του.    Ἔσο εὐλογημένη, Εὔα ὡραία, μὲ τὴν φλογερὴ καρδιά, σύντροφος σταλμένη ἀπὸ τὸν Θεὸν, καὶ ἡ ὁποία ἄκουσες τὴν φωνὴν τοῦ δαίμονος. Χάρις εἰς σὲ, πρόγονος σοφὴ καὶ μυστηριώδης, μὲ τὸ πληγωμένο στῆθος καὶ μὲ τὸ μειδίαμα σ ’τὸ στόμα, προχωροῦμε σ ’τὸν κόσμο τὸν ἀπέραντο ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ ὕψη καὶ τὰς ἀβύσσους.Ἄσματα θριάμβου καὶ ὕμνοι πένθιμοι ἀντηχοῦν μεταξύ μας. Χάρις εἰς σὲ, αἱ χαραὶ μας δὲν λιμνάζουν, ὅπως τὰ ἕλη σ ’ ἕνα προφυλαγμένον ἀπὸ τοὺς ἀνέμους κῆπον, ἀλλὰ σὰν σπινθήρες ἀναπηδοῦν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας.Εἶναι ἀλήθεια πῶς ἔχουμε πολλὰς πληγὰς ανοικτάς· εἶναι ἀλήθεια πῶς συχνὰ χανώμεθα σ ’ τὴν ἔρημο· βογγοῦμε κατὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ καταρώμεθα τὴν γῆν· ἀλλὰ σ ’ τῆς ἀπελπισίας τὰς στιγμὰς λάμπει τὸ ὄραμα τῆς γῆς τῆς ἐπαγγελίας καὶ παρηγορούμενοι ἀπὸ τὸ ὄνειρο δὲν αἰσθανώμεθα ἂν ἤμεθα νικημένοι. Ναὶ, σ ’ εὐχαριστοῦμε, πλᾶσμα ἀδύνατο, ποῦ παρεσύρθης καὶ παρέσυρες. Χάρις εἰς σέ, οἱ καρποί εἶναι γλυκύτεροι, διότι ἐπεινάσαμε. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὡραία ὅπως μιὰ ἀγαπημένη γυναίκα ποῦ ἐπεθύμησαν πολύ, ποῦ ὑπηρέτησαν πιστά. Αἱ θωπεῖαι μᾶς θέλγουν, γιατὶ ἡ ἐπιθυμία ἐσύγχισε τὰς αἰσθήσεις μας καὶ ἡ ψυχὴ παλαίει γιὰ ν’ ἀποκτήσῃ τὴν αἰωνιότητα.Χάρις εἰς σὲ μητέρα λατρευτὴ καὶ παραγνωρισμένη, ἡ ὁποία μὲ τὸ μικρὸ σου χέρι μᾶςἐλευθέρωσες, εἶναι περισσότερη ἡδονὴ σ ’ τὴν ὀδύνη παρὰ σ ’ τὴν εὐτυχία. Ὁ Θάνατος.Aἴγιον ,(Μετάφρασις ἐκ τοῦ Γαλλικοῦ)ΡΟΔΟΠΗ ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΥ

Σειρά Δεύτερη

Catullus Cynthia, Propertius Lesbia

LETTRES D’UNE VESTALE LETTRE I. ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΕΣΤΙΑΔΟΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ
MAX RIVES. — RÊVES PAIENS REVUE POLITIQUE ET LITTÉRAIRE REVUE BLEUE FONDATEUR : EUGÈNE YUNG DIRECTEUR : FÉLIX DUMOULIN NUMERO Б 5SÉRIE – TOME II 30 JUILLET 1904 
par M. Emile Boutrour, de ‘institut, 1er juin 1904. rue d’Athènes, la 41 ANNÉE. — 5 star, L. IL 
LETTRES D’UNE VESTALE Fragments d’une Correspondance perdue. On ne sait à qui ces lettres étaient adressées ni à quelle époque elles furent écrites. 
LETTRE I. 
Eh bien oui ! Le mot que je n’ai pas voulu te dire, je te l’écris. – Je t’aime! Vesta m’abandonne. Ta parole et ton regard m’ont poursuivie toute la nuit ; je n’ai pu m’endormir qu’à l’aube ; dans mon sommeil tu m’es encore apparu, et tu me disais : « Si tu étais libre, m’aimerais-tu ? » et je te répondais : «Oui, oui, de toute mon âme. » Quand je me suis réveillée, il me semblait que j’étais entrée dans un monde inconnu, un monde brûlant comme l’Afrique, où les parfums sont des poisons. Voilà dix ans que je suis Vestale. Je vivais, calme et sereine, auprès du feu sacré. Depuis que je t’ai connu, j’ai perdu à tout jamais la paix du cæur. Quand je t’ai vu pour la première fois, tu ne m’as pas plu. Ton front sévère, ta figure pâle et ravagée, ton regard presque dur, ne m’attiraient pas; moi qui, dans mes rêves, voyais passer de jeunes dieux ayant le rayon et le sourire, je me détournai de toi. Puis tu m’aimas ; d’abord, je fus offensée, t’en sou viens-tu ? Ensuite, je compris que ta pensée voyait dans l’amour l’hommage suprême, et que ta souf france était un agenouillement touchant devant la femme ; alors les prosternations de la piété devant la prêtresse me semblèrent peu de chose ; et quand je te disais : non! je souffrais plus que toi. Tu ne l’as pas deviné? J’ai trop lutté. Je n’ai plus de force! en t’aimant, je ne serai pas vile, car je donne ma vie. 

Oui, bénis soient ceux qui ont condamné la Vestale coupable à une mort affreuse. Ils nous ont défendues, à tout jamais, de la profanation des plaisirs légers; quand nous allons vers celui que nous aimons, nous savons que la mort sera, tôt ou tard, notre châtiment; toute étreinte a la passion et la tendresse des baisers suprêmes. Je ne veux pas que tu sois mal heureux. Viens ! toutes les années qui me restaient à vivre et toutes celles que j’ai vécues sans toi, je les mettrai dans la première heure que nous passerons ensemble. Viens ! Tu m’as bien aimée, je veux te rendre fou de bonheur. Je m’étais juré de respecter en moi la prêtresse, et je tiens mon serment; car je ne crains pas de me tromper, c’est bien l’Amour, le dieu lui-même qui me parle puisque je peux mépriser la lente torture qu’on m’infligera pour la joie que je te donnerai et que je te demande. Viens ! je n’ai pas à craindre la satiété, ni l’abandon. La mort me prendra, et celle qui te quittera ainsi ne pourra être oubliée. 
– Nous ne serons pas de ces amants qui rient plus tard de leur folie ; il y a dans notre passion assez de douleur pour l’éterniser. Bénis soient ceux qui me chatieront, car ils me sauvent du mépris. Ne crains pas pour moi le péril auquel tu m’exposes; car pour vivre enfin de toutes mes forces, pour ressentir une telle ivresse, je mourrais mille fois. Viens, c’est moi qui t’en prie ! Viens, je t’attends! 
MAX RIVES. – Ειδωλολατρικά όνειρα


ΙΔΡΥΤΗΣ: ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ EUGÈNE YUNG: FÉLIX DUMOULINΑΡΙΘΜΟΣ Б5ΣΕΡΙΕΣ – ΤΟΜΟΣ II30 ΙΟΥΛΙΟΥ 1904




ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΩΤΗ
ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΕΣΤΙΑΔΟΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ
Θραύσματα χαμένης αλληλογραφίας. Δεν είναι γνωστό σε ποιον απευθύνθηκαν αυτές οι επιστολές ή πότε γράφτηκαν. ΕΠΙΣΤΟΛΗ Ι.
Λοιπον ναι! Την λέξη που δεν ήθελα να σας πω, σας την γράφω. – Σας αγαπώ! Η Εστία με εγκατέλειπε. σταματήστε με. Τα λόγια σας και το βλέμμα σας με κυνηγούσε όλη τη νύχτα. Δεν μπορούσα πια να κοιμηθώ μέχρι την αυγή. Στον ύπνο μου εμφανισθήκατε ξανά εσείς και μου είπατε : “Αν ήσουν ελεύθερη, θα με αγαπούσες;” “Και σας απαντούσα στο όνειρο:” Ναι, ναι, με όλη μου την ψυχή. “
Όταν ξύπνησα, μοι εφάνη πως είχον εισέλθει εις έν κόσμον άγνωστον, κόσμον φλέγοντα ωσάν την Αφρική, κόσμον ένθα πάντα τα αρώματα δηλητήρια είναι.Ιδού! Είμαι Εστιάς Παρθένος δέκα χρόνια τώρα. Έζησα, ήρεμη και γαλήνια, πλησίον του ιερού πυρός. Από τότε που σας γνώρισα, έχω χάσει την ησυχία της καρδιάς μου δια παντός. Όταν σας είδα για πρώτη φορά, δεν μου αρέσατεε. Το μέτωπό σας, πολύ σοβαρό, η όψι σας, χλωμή και ταλαιπωρημένη, σπασμένη, το σχεδόν σκληρό βλέμμα σας, δεν με προσέλκυσε· Εγώ, η οποία, στα όνειρά μου, έβλεπα νέους θεούς να περνούν με τις αχτίδες και τα χαμόγελά των, αισθανόμουν για εσάς αποστροφή. Έπειτα εσείς με αγαπήσατε· εν πρώτοις προσεβλήθην, το θυμάστε; Κατόπιν, εννόησα ότι η σκέψη σας εθεωρούσε την αγάπη ως την ύψιστη αφιέρωση / τον ύψιστον φόρον τιμής, και ότι η οδύνη σας ήτο μια συγκινητική γονυκλισία ικεσίας μπροστά σε μια γυναίκα· εν τοιαύτη περιπτώσει, μου φαινόταν ολίγον, μου φαινόταν τίποτε, ένα προσκύνημα ευλαβείας ενώπιον μίας ιέρειας· και όταν ύστερον σας είπα: όχι! Πονούσα πολύ περισσότερο από ότι εσείς. Δεν το μαντέψατε; Πάλεψα πάρα πολύ. Δεν έχω άλλη δύναμη! με την αγάπη σας, δεν θα είμαι αθλία, διότι δίνω τη ζωή μου.
Ω ναι, ευλογημένοι είναι εκείνοι που καταδίκασαν την Ένοχη Εστιάδα εις θάνατον φρικτόν. Μας έχουν απαγορεύσει, δια παντός, την βεβήλωση των ελαφρών/γήινων απολαύσεων· όταν πηγαίνουμε σε εκείνιον που αγαπάμε, γνωρίζουμε ότι λίαν συντόμως, αργά ή γρήγορα ο θάνατος θα είναι η τιμωρία μας· κάθε αγκαλιά, κάθε ασπασμός έχει το πάθος και την τρυφερότητα των υπέρτατων φιλιών. Δεν θέλω να είσθε πια δυστυχισμένος. Ελάτε ! όλα τα χρόνια που είχα αφήσει για να ζήσω κάποτε και όλα εκείνα που έζησα χωρίς εσάς, τα εναποθέτω στην πρώτη ώρα που θα περάσουμε μαζί. Ελάτε ! Με αγαπήσατε, θέλω να σας αποκάμω τρελό από ευτυχία. Είχα ορκισθεί στον εαυτό μου να σεβασθώ την ιέρεια εντός μου, και τον όρκο τον δικό μου, τον τηρώ· γιατί δεν φοβάμαι μήπως σφάλλω, είναι πράγματι Αγάπη, ο ίδιος ο θεός μου ομιλεί, διότι δύναμαι ως να περιφρονήσω το αργό βασανιστήριο που θα μου επιβληθεί για τη χαρά την οποία θα σας δώσω και που απαιτώ από εσάς.

Ελάτε! Δεν χρειάζεται να φοβάμαι τον κορεσμό ή την εγκατάλειψη. Ο θάνατος θα με πάρει, και εκείνος σε αφήνει τοιουτοτρόπως και αλησμονήτως.
– Δεν θα γίνουμε ποτέ εκείνοι οι ερασταί που αργότερα γελούν με την παραφροσύνη / τρέλα των· άλγος υπάρχει αρκετό στο πάθος μας μέσα, ώστε να διαιωνίσει ες αεί την τρέλα. Ευλογημένοι είναι εκείνοι που θα με κακομάθουν, διότι θα με σώσουν έτσι από την περιφρόνηση/ καταφρόνια / απέχθεια.Μη φοβάσθε για μένα και πως εκτίθεμαι από εσάς σε κίνδυνο· θέλω να ζήσω επιτέλους με όλη μου τη δύναμη, να νιώσω τέτοια μέθη, κι ας πέθαινα χίλιες φορές.Ελάτε, εγώ, εγώ είμαι που σας ικετεύω! Ελάτε, σας περιμένω!Μετάφραση: Ηλίας Κολοκούρης

LETTRES D’UNE VESTALE LETTRE II. ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΕΣΤΙΑΔΟΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ
**    *
LETTRE II. 
Je t’avais écrit, il y a dix jours, mais mon messager n’est pas venu, et je n’ai pu t’envoyer ma lettre. Il vaut mieux qu’il en soit ainsi, car j’ai été faible, je te disais des choses insensées. Aujourd’hui, je me sens plus de courage. J’ai prié, et la déesse est venue à mon secours. Obéis-moi, je t’en supplie, pars, ne me revois plus. Je l’avoue, si je n’eusse été prétresse, si j’avais pu être ton épouse, je t’aurais follement aimé. Mais cela ne sera, hélas ! jamais possible. Je suis vierge, noble et Romaine, je mourrai plu tôt que de forfaire à l’honneur. Tu as aimé d’autres femmes; ces paroles que tu m’as dites, d’autres les ont entendues, d’autres les entendront. Etre ta victime comme elles, jamais ! Hier, j’ai rencontré l’Impératrice ; elle s’appuyait sur le beau Clodius; deux plébéiens ricanèrent : « Encore un », et ils se regardèrent. 
Je ne veux pas qu’on puisse se regarder ainsi, en m’entendant nommer. La honte et le vice sont partout autour de moi. Je veux être pure parmi les impures. Je veux veiller sur le feu sacré qui est l’emblème de la vertu humaine. Lorsque presque tous l’oublient, il est juste que quelques femmes y dévouent leur vie entière. 
A vous, les hommes, la patrie demande la fierté, le courage, toutes les grandes vertus ; ne rien demander aux femmes ! ce serait les mépriser ; elle nous demande la chasteté ! je la remercie de nous imposer ce sacrifice, de nous estimer assez pour nous confier un devoir, et j’obéirai. Je veux que ma vie soit blanche comme ma robe. Adieu! 
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΙΔΕΥΤΕΡΑ

ΕΠΙΣΤΟΛΗ II.
Σας έγραψα προ δέκα ημερών, αλλά ο αγγελιοφόρος μου δεν ήρθε και δεν εδυνάμην να σας στείλω την επιστολή μου. Κάλλιο που έγινε έτσι, γιατί ήμουν πολύ αδύναμη, και σας έλεγα πράγματα ανόητα και βλακώδη.Σήμερα νιώθω περισσότερο θάρρος. Προσευχήθηκα, και η θεά εισάκουσε και ήρθε στη βοήθειά μου. Υπακούστε σε αυτό που σας λέω, σας ικετεύω, φύγετε, μην με ξαναδείτε πια.
Ομολογώ, το παραδέχομαι, αν δεν ήμουν ιέρεια, αν μπορούσα να είμαι η γυναίκα σας, θα σας αγαπούσα τρελά. Αλλά αυτό δεν θα είναι, αλλίμονο, ποτέ δυνατό.Είμαι παρθένα, ευγενής και Ρωμαία, θα πεθάνω νωρίτερα πριν απωλέσω την τιμή μου. Αγαπήσατε άλλες γυναίκες· εκείνα τα λόγια που μου είπατε, άλλες τα έχουν ακούσει πριν, κι άλλες ακόμη μετά θα τα ακούσουν πάλι. Να γίνω εγώ το θύμα σας, όπως εκείνες, ουδαμώς, ποτέ!

Χθες γνώρισα την Αυτοκράτειρα· έγειρε στον ώμο του όμορφου Κλαυδίου· δύο πληβείοι τους εχλεύασαν: «Ακόμα μια» είπαν και κοίταξαν ο ένας τον άλλον πονηρά.





Δεν θέλω κανείς να κοιτάζει κανέναν με νόημα, στην ακρόαση του ονόματός μου,
Η αισχύνη, η ατίμωση και η αδυναμία είναι παντού γύρω μου. Θέλω να είμαι αγνή μεταξύ των ακάθαρτων. Θέλω να προσέχω την ιερή φωτιά, το ιερόν πυρ, το μόνον έμβλημα της ανθρώπινης αρετής.
Όταν σχεδόν πάντες το λησμονούν, δίκαιο είναι μερικές γυναίκες να αφιερώνουν ολόκληρη τη ζωή τους σε αυτό.Από εσάς, ω άνδρες, η πατρίδα απαιτεί αξιοπρέπεια, θάρρος, όλες τις υψηλές αρετές· μην ζητάτε τίποτε από τις γυναίκες! κάτι τέτοιο θα σας έκανε άξιους περιφρονήσεως· από εμάς γυρεύει αγνότητα! Την ευχαριστώ που μας επέβαλε τούτη τη θυσία, που μας θεώρησε αρκετά άξιες, ώστε να μας εμπιστευθεί ένα τόσο υψηλό καθήκον και εγώ θα υπακούσω σε αυτό.Επιθυμώ ο βίος μου να είναι τόσο λευκός όσο το φόρεμά μου. Αντίο !Μετάφραση: Ηλίας Κολοκούρης

LETTRES D’UNE VESTALE LETTRE III ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΕΣΤΙΑΔΟΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ
**    *LETTRE III (à un autre inconnu). 
Je viens d’apprendre la mort de ton ami, je suis folle de douleur. Hélas ! les dieux récompensent mal la vertu. S’il est mort, si l’Empereur l’a condamné, c’est qu’il était trop grand, trop fier pour cette horrible cour. 
Il a su qu’il devait mourir, et avant de se frapper il n’a pas eu un mot pour moi; il n’a pas demandé à me voir; il ne m’aimait donc plus ? 
Ah ! si seulement j’avais tenu sur ma poitrine sa tête mourante, je serais moins malheureuse; si seulement je lui avait dit combien je l’aimais ! Mais il est mort, il ne le saura jamais. Si j’avais été plus faible, je l’aurais rendu heu reux pendant quelques semaines, et ce souvenir aurait suffi à ma vie; oui, j’aurais pu mourir avec lui sans attendre la sentence de mes juges; à présent je n’ose me tuer, car, lorsque son ombre rencontrera la mienne, elle la repoussera peut-être. 


Je souffre affreusement. Je vois toujours ses yeux suppliants qui se posaient sur moi comme une caresse et une brûlure. Comme j’aurais voulu céder à leur prière ! mais je ne l’ai pas fait; à présent, c’est trop tard. J’ai voulu garder le respect du monde ; comme il ne parait peu de chose en ce moment ! Le respect de moi-même ? Je ne sais si je ne me méprise pas d’avoir mal aimé. 
Il me reste l’approbation des dieux. Et si ces dieux n’existaient pas ? 
J’ai voulu être pure. J’ai révé, cette nuit, que j’étais dans un pays couvert de neige. Les arbres n’étaient que des formes blanches, le ciel était cou vert de nuages blancs, la mer gelée n’était qu’une immense surface blanche, et, dans toute cette blancheur, je vis couchée une statue de femme en marbre blanc. Et je me dis : Voilà la pureté absolue; cette femme de pierre, c’est moi telle que je me suis faite. C’est cette blancheur mortelle que j’ai préférée à la nature ensoleillée, criminelle et féconde, pleine de boue et de sang, d’harmonie et de couleur. 

Aucun pied humain ne doit se poser sur cette neige qu’il souillerait. Je dois demeurer, à tout jamais, seule, dans cette blancheur immaculée. Ah ! l’affreux rêve ! tu vois que je deviens folle. Je sens que je mourrai de ma douleur ; et je n’ai pas vécu ! Pas un jour, pas une heure ! Les dieux me rendront-ils ce que j’ai perdu ici-bas ? L’Amour aussi est un dieu, et je l’ai mortellement offensé. Je suis belle et nul n’a été heureux par moi. Voilà la pensée qui me tue. **    *
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΙΙΤΡΙΤΗΕΠΙΣΤΟΛΗ III (προς έτερον ξένον, άγνωστον). 
Μόλις πληροφορήθην περί του θανάτου του φίλου σας, και πονώ τρελά. Αλίμονο! οι θεοί επιβραβεύουν την αρετή.Εάν είναι νεκρός, αν ο Αυτοκράτωρ τον καταδίκασε, τούτο είναι επειδή ήτο πολύ υψηλός, πολύ υπερήφανος για εκείνο το φρικτό, αισχρό δικαστήριο.
Εγνώριζε ότι έπρεπε να πεθάνει και πριν τραυματισθεί δεν μου είπε ούτε λέξη· μήτε να με δει ζήτησε· μήπως τάχα δεν με αγαπούσε πια;
Αχ! Ας είχα μονάχα κρατήσει την θνήσκουσα κεφαλή του στο στήθος μου, θα ήμην λιγότερο θλιμμένη· αν μονάχα του έλεγα πόσο τον αγαπούσα! Αλλά είναι νεκρός πια, δεν θα το μάθει ποτέ.

Αν ίσως είχα υπάρξει πιο αδύναμη, θα τον είχα κάνει ευτυχισμένο για μερικές εβδομάδες και εκείνη η μνήμη, έστω, θα ήτο αρκετή δια την ζωή μου· Ναι, θα μπορούσα να είχα πεθάνει μαζί του, δίχως να περιμένω την ποινή των δικαστών μου· Τώρα δεν τολμώ καν να αυτοκτονήσω, γιατί όταν η σκιά της/του συναντήσει τη δική μου, το πιθανότερο είναι πως θα την αποδιώξει.



Πονώ φοβερά. Βλέπω ακόμα τα ικετευτικά του μάτια, να αναπαύονται πάνω μου, σαν χάδι και καύμα. Πώς θα ήθελα να είχα υποχωρήσει τότε στην προσευχή των ματιών του ! Αλλά δεν το έκανα όσο ήτο καιρός·  τώρα είναι πολύ αργά.
Ήθελα να διατηρήσω τον σεβασμό του κόσμου·  πόσο ασήμαντος μου φαίνεται τούτη τη στιγμή! Σεβασμός για εμένα την ίδια; Δεν ξέρω αν δεν περιφρονώ τον εαυτό μου που αγάπησα τόσο εντόνως / σκληρά.
Μου δίδεται ακόμη η έγκριση των θεών. Τι γίνεται αν αυτοί οι θεοί δεν υφίστανται ; Αν δεν υπάρχουν;
Ήθελα να είμαι αγνή. Ονειρεύτηκα εκείνο το βράδυ, ότι ήμην σε μια χώρα καλυμμένη από το χιόνι. Τα δέντρα είχον γίνει μονάχα λευκά σχήματα, ο ουρανός ήτο πράσινος με άσπραις νεφέλαις και σύννεφα, η παγωμένη θάλασσα ήτο απλώς μια απέραντη λευκή επιφάνεια και, εντός όλης τούτης της λευκότητος, είδα να ξαπλώνει χάμω ένα άγαλμα, άγαλμα γυναικός από λευκό μάρμαρο. Και λέω στον εαυτό μου: Τούτο είναι η απόλυτος αγνότητα· τούτη η πέτρινη γυναίκα, η γυναίκα από πέτρα είναι εγώ όπως έφτιαξα/ εσκεύασα τον εαυτό μου. Τούτη την θανατηφόρο λευκότη προτιμούσα, αντί της ηλιόλουστης, εγκληματικής και γονίμου φύσεως, αντί της γεμάτης λάσπη και αίμα, της φύσεως της πλέουσας αρμονίας και χρωμάτων.
Κανείς πους/πόδι ανθρώπου δεν πρέπει να πατήσει τούτο το χιόνι και να το μολύνει. Πρέπει να παραμείνω, δια παντός, μόνη, εντός αυτής της αψόγου λευκότητος. Αχ! το απαίσιο όνειρο! βλέπεις πως τ ρ ε λ α ί ν ο μ α ι.Νιώθω ότι θα πεθάνω από τον πόνο μου·  και δεν έζησα! Μήτε ημέρα, μήτε ώρα! Θα μου δώσουν πίσω οι θεοί ό, τι έχασα εδώ κάτω ; Η αγάπη κι εκείνη θεός είναι, και τον προσέβαλα θανάσιμα.
Είμαι όμορφη και κανείς δεν στάθηκε χαρούμενος πλάι μου. Ορίστε. Ιδού η σκέψις που με σκοτώνει.**    *Μετάφραση: Ηλίας Κολοκούρης

MAX RIVES. — RÊVES PAIENS REVUE POLITIQUE ET LITTÉRAIRE REVUE BLEUE FONDATEUR : EUGÈNE YUNG DIRECTEUR : FÉLIX DUMOULIN NUMERO Б 5SÉRIE – TOME II 30 JUILLET 1904 
par M. Emile Boutrour, de ‘institut, 1er juin 1904. rue d’Athènes, la 41 ANNÉE. — 5 star, L. IL 
LA DOULEUR DE PROMÉTHÉE Le Titan rêvait ! derrière les noirs rochers du Caucase, de sombres nuages s’amoncelaient. Prométhée voyait Jupiter sur son trône. Pour qu’un tyran soit condamné, il suffit qu’un seul offre au vautour un corps dont la tête ne s’est pas inclinée. Le grand Titan savait que la pensée était née en l’homme, et que les dieux tremblaient. Bien des siècles s’étaient écoulés depuis qu’il avait dérobé le feu sacré, ce feu qui est en même temps chaleur et lumière. Bien des siècles s’écouleraient encore, mais le jour de la victoire viendrait. Jupiter avait fait un martyr. Jupiter s’écroulerait. Prométhée connaissait maintenant l’extase qui jaillit du sacrifice et que les Olympiens ne connaîtront jamais. Il se sentait le Maître des Dieux et l’ami des mortels. Il avait la majesté suprême devant laquelle Vénus même se prosterne, palpitante et soumise. 
Soudain une forme ailée se posa sur le roc et vint s’agenouiller aux pieds du Titan. C’était une femme d’une beauté lunaire. 
« Sois la bienvenue » dit Prométhée. Je t’attendais depuis longtemps, ma divine Messagère ! » « Mon amour et mon Maitre, c’est pour te servir que je suis restée loin de toi. Je t’apporte de grandes nouvelles. Ne regarde plus la Grèce, ton pays chéri t’oublie. » 
« Si la Grèce m’oublie, j’ai donc perdu le cœur de l’humanité. » 
« Bien-aimé, il y a un pays où les hommes sont laids et haineux, et pourtant en ce moment même il s’y passe des choses merveilleuses, car là vit un être adorable. Regarde la Palestine, je t’en supplie. » 
Vers le coin de terre que sa Messagère lui mon trait, le Titan tourna ses yeux profonds. Il vit, sur un crucifix, un corps sanglant comme le sien, et il se dit : C’est un révolté comme moi ! Mais le crucifié parla : « Mon père, que ta volonté soit faite sur la terre comme au ciel ».




Le Titan tressaillit. Ce père c’était le Puissant, le Despote, celui que Prométhée combattait. Qu’on le nommat Jupiler ou Jéhovah, c’était le même Dieu ! Le martyr du Caucase vit que le martyr du Golgotha serait profondément aimé. Un jour, il tiendrait dans ses inains percées le coeur de l’humanité, et il l’offri rait à celui qui règne dans les cieux. 

Prométhée disait à l’esclave : « Lutte sans lassitude et sans fin. Délivre-toi. » 
Jésus lui dirait. « Le tyran céleste est ton père. Adore sa volonté. » 
Prométhée murmura : « Je suis peut-être vaincu ; je suis, certes, oublié. 
Je voulais rendre la terre digne du ciel, mais maintenant, pendant des siècles, les meilleurs parmi les hommes dédaigneront la terre pour mériter le ciel. Ils ont mis leur Dieu si haut, qu’ils ne peuvent songer à le détrôner. « Vois, mon amie. Celui qui souffre là-bas, lève vers un Paradis céleste ses yeux mourants. Moi, lié sur la plus haute des cimes terrestres, je contemple avec désir la vallée où l’on travaiile et où l’on aime. « Mais mon règne est fini. Le Christ a murmuré des paroles de douceur que je n’ai pas su prononcer, et l’ame des humbles a tressailli. 

« Les hommes vivront de rêves et de cauchemars; quand ils s’éveilleront, ils penseront à moi. « Mais ce jour tardera. Viens ici, ma bien aimée, près de moi, mets ta main dans la mienne; seule ta tendresse de femme peut consoler le Titan oublié. » Elle obéit. Ils restèrent longtemps ainsi, silencieux. Soudain ? Prométhée sentit que les doigts de l’Amante étaient froids et inertes; il vit qu’elle regardait fixe ment là-bas, où des femmes mortelles couvraient de larmes et de parfums le corps du crucifié. 
Il laissa tristement retomber la petite main, et dit : « Va donc où ton cæur t’appelle. Va trouver ceux à qui leur Maitre a promis le bonheur, ceux qui appellent la révolte un crime, ceux qui ont senti sur leur épaule une lourde main qui les a jetés à genoux ». 
Elle est partie. Les siècles s’écoulent ; le Titan torturé ne sent plus sur ses blessures les lèvres d’une amante. Il est seul, car la femme est à Jésus. Le vautour s’est envolé, le laissant à ses chaines pesantes. Suspendu entre la terre et le ciel, il médite, et il attend le réveil de l’homme. **    *Max RivesPage 148 
Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΩΣΟ Τιτάν ωνειροπόλη/ ωνειρεύετο! Όπισθεν των μαύρων βράχων βράχους του Καυκάσου, συγκεντρώνονταν σύννεφα σκοτεινά.Ο Προμηθεύς είδε τον Δία στο θρόνο του. Για να καταδικαστεί ένας τύραννος, το μόνον που χρειάζεται είναι να προσφερθή στο όρνεο ένα σώμα του οποίου η κεφαλή δεν υπετάχθη εισέτι. Ο μέγας Τιτάν εγνώριζε ότι η σκέψη γεννήθηκε εντός του ανθρώπου και ότι οι θεοί έτρεμον δια τούτο. Αιώνες επί αιώνων επέρασαν από τότε που είχε κλέψει το ιερόν πυρ, εκείνη τη φωτιά που είναι εν τω άμα καύμα και φως. Αιώνες επί αιώνων θα περνούσαν, αλλά έσσεται η ημέρα της νίκης.
Ο Ζευς (τον) είχε κάνει μάρτυρα. Ο Ζευς θα κατέρρεε. Ο Προμηθέας εγνώριζε πλέον την έκστασι την πηγάζουσα από τη θυσία, την έκστασι την οποία οι Ολύμπιοι ουδέποτε θα εγνώριζαν. Ησθάνετο πως ήτο ο ίδιος ο Διδάσκαλος των Θεών και ο φίλος των θνητών. Είχε την υπέρτατη μεγαλοπρέπεια έμπροσθεν της οποίας ακόμη και η Αφροδίτη έκλινε με σέβας το γόνυ, παλλόμενη και υποτελής.
Αίφνης μια μορφή φτερωτή προσγειώθηκε στο βράχο και γονάτισε στους πόδας του Τιτάνος. Ήτο γυνή σεληνιακού κάλλους και φεγγάρινης ομορφιάς.
«Καλώς ήλθατε», είπε ο Προμηθεύς. Σας περίμενα πολύ καιρό, θεϊκή μου Αγγελιοφόρε!»

«Έρωτά μου και Δάσκαλέ μου, μόνον δια να σας υπηρετώ έμεινα μακριά σας επί μακρόν. Υπέροχα νέα σας φέρνω και αγγελίες. Μη προσέχετε πλέον την Ελλάδα, η αγαπημένη σας χώρα σας λησμονεί/ έχει λησμονήσει. »«Αν η Ελλάς με λησμονήσει, τότε έχω χάσει την καρδιά της ανθρωπότητας. “«Αγαπημένε, υπάρχει μια χώρα όπου οι άνθρωποι είναι άσχημοι και μισάνθρωποι, μολαταύτα τούτη τη στιγμή πράγματα συμβαίνουν υπέροχα εκεί, διότι ζει εκεί ένα υπέροχο ον. Κοίτα την Παλαιστίνη, σε ικετεύω. “
Προς κείνη τη γωνία της γης που μου έδειξε η Αγγελιοφόρος του, ο Τιτάν γύρισε τα βαθιά του μάτια. Και είδε, επί του σταυρού, ένα σώμα αιμάσσον, ωσάν το δικό του, και είπε εις εαυτόν: Επαναστάτης είναι, όπως εγώ !
Αλλά ο Εσταυρωμένος ωμίλη: “Πατέρα μου, γεννηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επι της γης”.





Ο Τιτάνας ετινάχθη και μόρφασε. Τούτος ο πατέρας ήτο ο Παντοδύναμος, ο Δεσπότης, εκείνος ο ίδιος τον οποίο πολεμούσε ο Προμηθεύς. Είτε ωνομάζετο Ζεύς ή Ιεχωβάς, ήτο ο ίδιος Θεός! Ο μάρτυρας του Καυκάσου είδε ότι θα γινόταν εν τέλει πολύ αγαπητός ο μάρτυρας του Γολγοθά. Κάποια στιγμή θα κρατούσε την καρδιά της ανθρωπότητας στις άχρηστες? τρύπες του σώματός του κι έπειτα θα προσέφερε την καρδιά σε εκείνον που βασιλεύει στους ουρανούς.
Ο Προμηθεύς είπε στην σκλάβο: «Αγώνας άνευ αδυναμίας και άνευ τέλους. Μπορείτε να πηγαίνετε / Παραδοθείτε. “
Ο Ιησούς θα της έλεγε. «Ο επουράνιος τύραννος είναι ο πατέρας σου. Να αγαπάς το θέλημά του. “
Ο Προμηθεύς γρύλισε/ ψιθύρισε: «Ίσως ηττήθηκα. Είμαι, φυσικά/ το δίχως άλλο, λησμονημένος.

Επιθύμησα να κάνω τη γη ταιριαστή για παράδεισο, αλλά από τώρα και για αιώνες εις το εξής, οι καλύτεροι των ανθρώπων θα περιφρονούν την γη για να τους αξίζει ο παράδεισος. Τοποθέτησαν τον Θεό τους τόσον υψηλά, ώστε ούτε καν ονειρεύονται να τον εκθρονίσουν.«Δες, φίλη μου αγαπημένη. Εκείνος που υποφέρει εκεί πάνω, ανυψώνει τα μάτια του σε έναν επουράνιο Παράδεισο. Εγώ, δεσμώτης στην υψηλότερη από τις επίγειες κορυφές, σκέπτομαι με την επιθυμία την κοιλάδα όπου δουλεύει και ο καθείς αγαπά.«Αλλά η βασιλεία μου ετελειώθη. Ο Χριστός μουρμούρισε λόγια υπακοής/συμμορφώσεως/ευγένειας τα οποία εγώ ούτε πώς να προφέρω δεν θα ήξερα, και η ψυχή των ταπεινών τρέμει.

«Οι άντρες θα ζήσουν με όνειρα και εφιάλτες. όταν ξυπνούν θα με σκέφτονται κι εμέ.«Αλλά εκείνη η μέρα θα είναι πια αργά. Ελάτε εδώ, αγαπημένη μου, κοντά μου, βάλτε το χέρι σας στο δικό μου· μόνον η θηλυκή σας τρυφερότης δύναται να παρηγορήσει τον λησμονημένο Τιτάνα. “Εκείνη υπάκουσε. Έμειναν σιωπηλοί για πολύ καιρό. Αίφνης; Ο Προμηθεύς ησθάνθη πως τα δάκτυλα της ερωμένης / του εραστή ήσαν κρύα και αδρανή· είδε πως εκείνη κοίταζε πέρα εκεί, όπου θνητές γυναίκες κάλυπταν το σώμα του εσταυρωμένου με δάκρυα και αρώματα.
Άφησε το μικρό της/του χέρι να πέσει θλιμμένως, και είπε, «Πήγαινε εκεί που σε καλεί η καρδιά σου». Πήγαινε να βρεις εκείνους στους οποίους ο Δάσκαλός τους έχει υποσχεθεί ευτυχία, εκείνους που αποκαλούν την εξέγερση έγκλημα, εκείνους που αισθάνθηκαν το βαρύ χέρι στους ώμους τους να τους ρίχνει στα γόνατά τους /γονυπετείς ».
Εκείνη έφυγε. Οι αιώνες περνούν· Ο μαρτυρικός Τιτάν δεν αισθάνεται πλέον τα χείλη της ερωμένης στις πληγές του. Είναι μόνος, γιατί η γυναίκα ανήκει στον Ιησού. Ο γύπας, το όρνεο πέταξε, αφήνοντάς τον στις βαριές αλυσίδες του.
Υπό περιορισμόν, στ’ ανάμεσα γης και ουρανού, διαλογίζεται και περιμένει την αφύπνιση του ανθρώπου.** *Max RivesΣελίδα 148
Μετάφραση : Ηλίας Κολοκούρης

Σειρά Τρίτη

La Revue de Paris, Livraison du 1 Mai Mai-Juin 1908pages 181 – 195
ΙLA FUITE DE DAPHNE 
Dans la plaine d’Attique, lorsque naissait la cité souveraine, le dieu du soleil vit, un matin, aux abords du Céphise, une nymphe qu’il aima pour sa chevelure blonde, sa grâce timide, sa fraîcheur printanière. Elle regardait couler l’eau sur ses pieds d’ivoire, et rêvait à l’inconnu, doux et charmant comme elle, qui viendrait bientôt et lui dirait, tout bas, les mots qu’elle attendait.. Soudain, un éclair brilla sur la terre, le ciel et l’onde; et Daphné vit apparaître le jeune Apollon, au corps blanc, aux yeux de flammes, cuirassé d’or, casqué de lumière, terrible, ardent et pur. Il parla. Aux accords de sa voix harmonieuse, l’air vibrait comme une lyre. Daphné ne l’écouta pas: épouvantée par l’éclat de l’immortel amant, elle s’enfuit. Plus rapide que les flots, elle courait vers les demeures des hommes. Mais elle entendit près d’elle les pas légers de l’Olympien qui riait, joyeux et fier. Alors elle s’écria :-O Zeus redoutable ! mes forces défaillent, je suis perdue! Toi seul peux me secourir aie pitié de moi ! 

Sa prière fut exaucée au moment où la main du dieu toucha son épaule, la nymphe fut changéeen plante. Depuis ce jour, sur le clair Céphise, s’inclinent les fleurs roses du laurier mystique. Le passant respire, sans volupté. son amer parfum. Ni les rayons d’été ni les neiges d’hiver ne flétrissent ses pétales. Mais parfois, à l’heure du regret, quand les étoiles s’éteignent dans le ciel livide, au son d’un chant triste, les feuilles frissonnent. – Daphné ! Daphné par quel châtiment le Maître suprême a répondu à ta prière impie! Tu as eu peur, hélas! peur des joies surhumaines tu as mérité de t’enraciner dans le sol, d’être à jamais captive. » Toi qui fus si belle, malheureuse! pourquoi fuyais-tu l’étreinte divine Songe, ah! songe que celles qui ont aimé le radieux Apollon règnent dans la gloire à ses côtés, et sont les mères des demi-dieux !» Toi que j’ai perdue, ne le savais-tu pas?
IΗ ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
Στην πεδιάδα της Αττικής, ότε εγεννήθη η κυρίαρχη πόλις, ο θεός του ήλιου είδε, ένα πρωί, εις τα περίχωρα του Κηφισού, μιαν νύμφην, οίαν επόθησε δια την ξανθή κόμη της, τη ντροπαλή χάριν αυτής, την νεότητα του έαρος, την ανοιξιάτικη φρεσκάδα αυτής.Η νύμφη παρατηρούσε το νερό που κυλούσε πάνω στα φιλντισένια πόδια της, και ονειρεύτηκε τον ξένο, απαλό και γοητευτικό όπως κι εκείνη η ίδια, ο οποίος θα ερχόταν σύντομα και θα της ψιθύριζε τα λόγια που περίμενε.Αίφνης, ένας κεραυνός αστραποβόλησε στη γη, τον ουρανό και το κύμα· και η Δάφνη είδε τον νεαρό Απόλλωνα να εμφανίζεται, με σώμα λευκό, φλογερά μάτια, χρυσή πανοπλία, πάμφωτη περικεφαλαία, τρομερός, απαστράπτων και αγνός.Μίλησε. Στις χορδές της αρμονικής φωνής του, ο αέρας εδονείτο ωσάν λύρα.Η Δάφνη δεν έμεινε να τον ακούσει: έντρομη από το έντονο φως του αθάνατου εραστή, δραπέτευσε.Ταχύτερη από τα κύματα, έτρεξε προς τα σπίτια των ανδρών. Αλλ’ ήκουσε πλησίον της τα ελαφρά βήματα του Ολυμπίου, όστις εγέλα καθώς πλησίαζε, χαρούμενος και υπερήφανος.Τότε εκείνη αναφώνησε:-Μα τον φοβερό Δία! Η δύναμή μου με πρόδωσε, χάνομαι! Μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις, ελέησόν με !Η προσευχή της εισακούσθηκε καθώς το χέρι του θεού ακκουμβούσε τον ώμο της, κι η νύμφη μεταμορφώθηκε σε δένδρο/ φυτό.Από εκείνη την ημέρα, πάνω από την όχθη του διάφανου Κηφισού κύπτουν τα ροδαλά άνθη της μυσταγωγικής δάφνης. Ο περαστικός θα εισπνεύσει τα άνθη δίχως ευχαρίστηση, μα δεν θα βρει αισθησιασμό σε εκείνα. Το άρωμά τους είναι πικρό. Μήτε οι ακτίνες του καλοκαιριού, μήτε τα χιόνια του χειμώνα μπορούνε να μαράνουν τα πέταλά των. Αλλά καμιά φορά, την ώρα της μετάνοιας / μεταμέλειας/ των τύψεων, όταν τα αστέρια σβήνουν στον χλωμό ουρανό, στον ήχο ενός λυπημένου τραγουδιού, τα φύλλα της δάφνης τρέμουν.- Δάφνη! Δάφνη! Με ποια τιμωρία ο Ανώτατος Δάσκαλος απάντησε στην ανίερη προσευχή σας! Φοβηθήκατε, αλλοίμονο ! Νίκησε το κράτος του φόβου εμπρός στις υπεράνθρωπες χαρές, που δέησε να ριζωθείτε στο χώμα, αιχμάλωτη για πάντα.Ω Δάφνη, ήσασταν τόσο όμορφη, τόσο λυπημένη! Γιατί δραπετεύσατε από την Θεϊκή αγκαλιά του Ονείρου, Αχ! Σκεφτείτε ότι όσες αγαπούσαν το λαμπρό Απόλλωνα τότε, σήμερα βασιλεύουν στη δόξα δίπλα του, και έγιναν οι μητέρες των ημίθεων!Εσείς, που σας έχασα, δεν το γνωρίζατε τάχα αυτό;Μετάφραση: Ηλίας Κολοκούρης

La Revue de Paris, Livraison du 1 Mai pages 181 – 195
II LE SECRET 
Je me nomme Théano. Je demeure à Mycone. Ma mère mourut en me mettant au monde. Mon père, honnête et cou- rageux pêcheur, veilla sur mon enfance mais, épuise par un labeur incessant, il suivit bientôt sa femme. Il me laissait pauvre et seule, à quinze ans. Je vécus en tissant de la tuile pour des femmes moins belles que moi. Carje fus très belle. Et cependant j’étais malheureuse, et nul ne me rendait hommage. L’existence était dure pour tous à Mycone, rocher stérile balayé par les vents. On n’avaitpas d’heures à consacrer aux femmes, on n’y connaissait pas la volupté ni les plaisirs. 


Un soir, lasse d’ avoir erré sur la plage, je m’appuyai contre le rocher géant dont l’ombre flotte au loin sur la mer. J’écoutais la menace des vents et des flots, je contemplais ma patrie aride, et je songeais à Corinth. e, Éleusis, Olympie, Athènes, aux cités glorieuses. Ne verrais-je jamais les temples resplendissants, ni les luttes héroïques, ni les fêtes des peuples, fortunés? 

Tout à coup, un mot fut murmuré à mon oreille. Je tressaillis et regardai autour de moi personne! J’étais bien seule. Avais-je rêvé ce mot, dont le sens m’était Inconnu? Je répétai, à haute voix, les syllabes harmonieuses, et je sentis, sous ma main, le rocher lentements’ entr’ ouvrir. Dans une caverne profonde, aux colonnes de bronze, ruisselaient l’or, l’argent et les pierres précieuses. Il me semblait que la terre me révélait sa splendeur, et m’ouvrait son sanc- tuaire magnifique. J’y”pénétrai sans crainte, à la lueur des diamants qui roulaient sous mes pieds comme des cailloux et constellaient les voûtes de porphyre. Longtemps je restai dans la caverne. Je choisissais des pierres bleues, vertes, rouges, pour en parer mes bras et mon cou de neige, mes cheveux d’ébène. Je m’enivrais de joie et d’orgueil. Après tant de souffrances, tant d’humiliations, quel triomphe! Savoir ce que nul ne savait Posséder aujourd’hui toutes ces richesses, demain dominer le monde! Moi, Théano, belle, inspirée, reine des trésors! A l’aube, je sortis de la grotte, et m’élançaiversles humbles maisonnette du villages pour y proclamer ma découverte. Je voulais crier à mes compagnons de misère :- Venez, venez ! il y a la du bonheur pour tous. Laissez vos filets et vos barques. Par moi, Mycone sera plus opulente qu’Athènes. Appelons a nous les poètes, les artistes. Que de nobles figures de marbre et d’ivoirese dressent sur nos places ! Qu’à la fureur des flots les temples opposent leur majesté sereine! Que des chants mélodieux apaisent la plainte des airs ! Que la beauté se pose enfin sur l’île mélancolique, sans bois et sans fleurs !

Je courais, haletante, juycuse, lorsqu’une autre pensée tra- versa mon esprit:« Si tous connaissent mon trésor, il leur appartiendra comme à moi. Verrai-je vendre, dans les boutiques, les joyaux divins?a Verrai-je, aux doigts des matelots, ces pierres royales? Des paroles vulgaires troubleront-elles le silence de ces lieux enchantes?» Qui a murmuré à mon oreille les syllabes miraculeuses? a Quelque dieu invisible, sansdoute.Je suis l’élue,je suis l’unique. Révélerai-je le mystère à ceux qui n’ontpas été choisis, à ceux qui ne pouvaient entendre la voix que j’ai entendue?» Je ne serais plus que la servante des hommes. Non! les profanes ne doivent pas connaître les trésors sacrés. »


Deux fois le soleil s ‘ alluma sur Mycone. Lorsque ses derniers rayons s’éteignaient dans les eaux, je me glissais dans mon royaume, et j’en sortais avant l’aurore, emportant quelques joyaux que je cachais dans ma cabane. Il me serait permis, à moi, de trafiquer avec ces choses merveilleuses, puisque c’est à moi qu’elles furent données. Bientôt, quand j’aurais amassé des richesses, je m’en irais, loin de Mycone, vers les villes de luxe et de plaisir. Le troisième soir, je posai, comme les autres fois, la main sur le roc, et j’entr’ uuvrisles lèvres. Mais je restai muette. Je frémis. Ai-je oublie? Ah! Dieux! Ai-je oublie? Toute la nuit, je fis pour me souvenir un enort surhumain. Je fouillai ma mémoire, j’assemblai des sons divers, j’écrasai mon front contrôla muraille de granit, je promis des sacrifices à tous les immortels, j’invoquai celui qui m’avait parle… Au matin, glacée par le vent, raidie par la fatigue,je retour- nai dans ma chaumière. La nuit suivante,je luttai encore contre le destin. Puis j’allai vers les hommes. Je leur contai mon histoire, je les suppliai de prendredes haches et d’enfoncerla porte dont nul n’avait la clef. Ils consentirent;mais leurs bras vigoureux ne purent rien contre le roc trop dur, contre le mur implacable. Ils ont ri de moi. Ils me croient folle. Jamais ils ne sauront. Si je leur avais fait don du mot magique! Je l’aurais retrouvé dans leur cœur. 




Mais non! ce qui est à tous n’est à personne. Pour moi seule, l’or a brillé dans les cavernes profondes. Je fus la favorite des Dieux. J’ai gardé leur secret. J’en conserve à jamais l’orgueil. Aujourd’hui je suis triste et vieille, mais je songe encore à ce qui fut,  à ce qui pouvait être, et je cherche, je cherche toujours. Quand vient la nuit, j’évoque la splendeur des trésors cachés, à genoux devant la porte qui ne s’ouvre plus. 

IIΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Το όνομά μου είναι Θεανώ. Ζω στην Μύκονο. Η μητέρα μου πέθανε την ώρα που με έφερνε στον κόσμο. Ο πατέρας μου, ένας έντιμος και θαρραλέος ψαράς, με φρόντισε ως παιδί, αλλά, εξαντλημένος από την ακατάπαυστη εργασία, σύντομα ακολούθησε τη γυναίκα του. Με άφησε φτωχή και μόνη όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών. Ζούσα υφαίνοντας (φορέματα (la tuile pour des femmes) για γυναίκες λιγότερο όμορφες από μένα. Η Carje ήταν πολύ πανέμορφη. Κι όμως ένιωθα πολύ άσχημα, κανείς δεν μου απέδιδε την δέουσα τιμή. Η ζωή ήταν δύσκολη για όλους στη Μύκονο, έναν άγονο βράχο που τον έδερναν οι άνεμοι. Δεν είχαμε χρόνο να αφιερώσουμε στον βίο μας ως γυναίκες, δεν γνωρίζαμε την ευχαρίστηση ή τις απολαύσεις.Ένα βράδυ, κουρασμένη να περιπλανιέμαι στην παραλία, έσκυψα από τον τεράστιο βράχο του οποίου η σκιά αιωρείται πολύ μακριά στη θάλασσα. Ακροάσθηκα την απειλή των ανέμων και των κυμάτων, ενατένισα την άνδυρη πατρίδα μου και σκέφθηκα την Κόρινθο, την Ελευσίνα, την Ολυμπία, την Αθήνα, με τις δοξασμένες πόλεις τους. Ποτέ δεν θα δω τους λαμπρούς ναούς, ούτε τους ηρωικούς αγώνες, ούτε τις εορτές και τις πανηγύρεις των τυχερών λαών τους ;Αίφνης μια λέξη ανέμισε στο αυτί μου. Τινάχθηκα, κοίταξα και δεν είδα ψυχή! Ήμουν απολύτως μόνη.Μήπως είχα ονειρευθεί αυτήν την λέξη, η σημασία της οποίας μου ήταν παντελώς άγνωστη ; Επανέλαβα, με δυνατή φωνή, τις αρμονικές συλλαβές, και ένιωσα, κάτω από το χέρι μου, ο βράχος αργά να ραγίζει ανοίγοντας.Βρέθηκα σε μια βαθιά σπηλιά, με μπρούτζινες κολώνες, σταλάγματα χρυσού, ασήμι και πολύτιμους λίθους. Μου φάνηκε ότι η γη μου αποκάλυψε το μεγαλείο της και μου άνοιξε το υπέροχο ιερό της. Εισήλθα στο ιερό χωρίς φόβο, καθώς τα διαμάντια λάμποντας κυλούσαν κάτω από τα πόδια μου, ίδια με βότσαλα κατάστικτα στους πορφυρούς θόλους.Έμεινα στο σπήλαιο για ώρα πολλή. Συνέλεξα μπλε, πράσινους, πορφυρούς λίθους ίνα διακοσμήσω τα χέρια μου και τον χιονάτο λαιμό μου, τα εβένινα μαλλιά μου. Ήμουν μεθυσμένη από χαρά και υπερηφάνεια. Μετά από τόσα βάσανα, τόση ταπείνωση, τι θρίαμβος! Να γνωρίζετε ότι κανείς δεν είχε μάθει μέχρι σήμερα για όλα αυτά τα πλούτη που αύριο θα κυριαρχούν στον κόσμο! Εγώ, η Θεανώ, η όμορφη, η εμπνευσμένη, η βασίλισσα των θησαυρών!Το ξημέρωμα, έφυγα από το σπήλαιο και έτρεξα στα ταπεινά μικρά σπίτια στα χωριά για να διακηρύξω την ανακάλυψή μου. Ήθελα να φωνάξω στους συντρόφους μου στη δυστυχία:- Ελάτε, Ελάτε ! υπάρχει ευτυχία για όλους. Αφήστε τα δίχτυα και τα σκάφη σας. Με τη βοήθειά μου, η Μύκονος θα γίνει πιο πλούσια από την Αθήνα. Ας καλέσουμε τους ποιητές, τους καλλιτέχνες. Πόσες ευγενείς μορφές μαρμάρου και ελεφαντόδοντου στέκονται στις πλατείες μας! Είθε οι ναοί να αντιταχθούν με το γαλήνιο μεγαλείο τους στην οργή των κυμάτων! Είθε μελωδικά τραγούδια να καθησυχάσουν τον θρήνο του αέρος! Είθε η ομορφιά να προσγειωθεί επιτέλους στο μελαγχολικό νησί μας, δίχως ξύλο και δίχως λουλούδια!Έτρεχα, εκπνέουσα, χαρούμενη, όταν μια άλλη σκέψη διαπέρασε στο μυαλό μου:«Αν όλοι γνωρίζουν τον θησαυρό μου, θα τους ανήκουν όλα όπως σε μένα. Θα δω τα θεϊκά κοσμήματα προς πώλησιν στα καταστήματα; Θα δω τούτους τους βασιλικούς λίθους στα χέρια των ναυτικών; Οι χυδαίες λέξεις θα διαταράξουν τη σιωπή αυτών των μαγευτικών χώρων;Ποιος ψιθύρισε τις θαυματουργές συλλαβές στο αυτί μου; Κάποιος αόρατος θεός, χωρίς αμφιβολία, είμαι η επιλεγμένη, είμαι η μόνη. Θα αποκαλύψω το μυστήριο σε όσους δεν επελέχθησαν, σε εκείνους που δεν μπορούσαν να ακούσουν τη φωνή που άκουσα;Δεν θα ήμουν τίποτα περισσότερο από δούλη των ανθρώπων έτσι. Οχι! Οι λαοί / Οι λαϊκοί άνθρωποι δεν πρέπει να γνωρίζουν για τους ιερούς θησαυρούς. “Δύο φορές ο ήλιος έφεξε στην Μύκονο. Όταν οι τελευταίες ακτίνες του σβήστηκαν στα νερά, γλίστρησα στο βασίλειό μου και έφυγα από εκεί κρυφά, πριν από την αυγή, παίρνοντας μερικά πολύτιμα πετράδια που έκρυψα στην κάμαρή μου. Θα μου επιτρεπόταν να ασχοληθώ με αυτά τα υπέροχα πράγματα, αφού άλλωστε σε εμένα εδόθησαν. Σύντομα, όταν θα είχα συσσωρεύσει αρκετό πλούτο, θα έφευγα, μακριά από την Μύκονο, στις πόλεις της πολυτέλειας και της ευχαριστήσεως.Το τρίτο βράδυ, όπως τις άλλες φορές, έβαλα το χέρι μου πάνω στο βράχο και άνοιξα τα χείλη μου. Αλλά παρέμεινα σιωπηλή. Ανατρίχιασα. Ερρίγησα. Ελησμόνησα; Αχ! Θεοί! Ελησμόνησα ;Όλη τη νύχτα έζησα έναν υπεράνθρωπο θάνατο που θυμάμαι ακόμη. Έψαξα τη μνήμη μου, συνήρμοσσα ήχους παράταιρους, θρυμμάτισα το μέτωπό μου, ηδυνάμην να ελέγχω τον γρανιτένιο τοίχο, υποσχέθηκα θυσίες σε όλους τους αθάνατους, κάλεσα εκείνον που μου είχε μιλήσει …Το πρωί, παγωμένη από τον άνεμο, άκαμπτη από την κόπωση, επέστρεψα στην αργοικία μου.Το επόμενο βράδυ, πολεμούσα πάλι την μοίρα.Τότε πήγα στους άντρες. Τους είπα την ιστορία μου, τους ικέτευσα να λάβουν τους πελέκεις των και να διαρρήξουν/ σπάσουν την πύλη της οποίας κανείς δεν είχε το κλειδί. Εδέχθησαν, αλλά τα δυνατά τους χέρια δεν κατάφεραν να κάνουν τίποτα πάνω στον σκληρότατο βράχο, στον αδιάλλακτο τοίχο.Με καταγέλασαν. Με εθεώρησαν τρελή. Δεν θα μάθουν ποτέ.Αν τους είχα δώσει τη μαγική λέξη! Θα είχα μια θέση στις καρδιές τους.Αλλά όχι! αυτό που ανήκει σε όλους δεν ανήκει σε κανέναν. Μόνο για μένα, ο χρυσός έλαμψε στα βαθέα σπήλαια. Ήμην η αγαπημένη των Θεών. Φυλάττω το μυστικό των. Διατηρώ την τιμή του μυστικού ες αεί και διά παντός.Σήμερα είμαι λυπημένη και γηραιά, αλλά εξακολουθώ να σκέφτομαι τι ήταν, τι θα εδύνατο να είναι, και ψάχνω, εξακολουθώ να ψάχνω. Όταν έλθει η νύχτα, ακόμη αναθυμούμαι την λαμπρότητα των κρυφών θησαυρών, στα γόνατά μου, μπροστά στην πύλη, η οποία δεν ανοίγει πλέον.
Μεταγραφή – Μετάφραση: Ηλίας Κολοκούρης 2021

La Revue de Paris, Livraison du 1 Mai pages 181 – 195
III MYRRHINE 
Dans les bois ombreux d’Arcadie s’était réfugié Photion, le philosophe. Il était jeune encore, enthousiaste et beau. Il fuyait Sparte, sa rude et glorieuse patrie, car il ne pensait pas sur les Dieux ce que les magistrats de la cité ordonnaientque l’on pensât. Sans cesse, il méditait avec angoisse sur les volontés du Destin et les désirs des hommes, sur les mystères de la vie, née de la volupté, livrée à la douleur. Il aimait les êtres et les choses. Il interrogeait,il jugeaitles Dieux. Ni le Maître souverain qui lance la foudre, ni la Sagesse inviolable et sereine, ni la Vierge altiere, gloire et terreur des nuits, ni la blanche Aphrodite aux cheveux d’or, n’emplissaient son cœur, ne dominaient sa pensée. 


Son esprit inquiet descendait plus bas que les Enfers, s’éle- vait plus haut que l’Olympe. Il cherchait, par delà les Dieux. Jamais il n’allait vers les villes, ne s’agenouillaitdans les temples. Il habitaitles bois avec Myrrhine, sa femme. Elle l’avait volontairement suivi. Elle l’aimait. Délicate et pensive, elle avait beaucoup souJIert aLacédémone,parmi les durs guerriersà qui le ciel sourit en vain. Maintenant elle était heureuse. Pendant le jour, elle vaquait aux soins de la maison, filait, cultivait le petit jardin plein de fleurs et d’abeilles. Son rouet bourdonnait comme une ruche, elle chantaitcomme un rossignol. Souvent, a.ssise..aux pieds de Photion, elle l’écoutaitlire les paroles inscrites sur ses tablettes d’ivoire. Paroles redoutables, ardentes et pures comme la flamme. Elle l’admiraitpour sa force, elle l’adorait pour sa douceur. Elle était toutà lui.  
**    *Par une pluvieuse matinée d’automne, la jeune femme errait seule, dans le bois. La masse sombre des nuages qui voilaient le soleil laissait échapper quelques rayons palis. Des gouttes d’eau étincelaient dans les arbres, et tombaient, une à une, sur l’herbe. Myrrinne marchait lentement. Un pressentimentla troublait. Elle était émue, vaguement inquiète. Soudain il lui sembla qu’une main effleurait son épaule surprise, elle se retourna. D’abord, elle ne distingua rien; mais, peu à peu, elle vit apparaître, entre les branches d’un laurier, une femme vêtue de herrc depuis les pieds jusqu’à la ceinture. L’inconnue était belle. Ses cheveux, plus souples que la liane, plus roux que les feuilles d’automne, s’enroulaient à ses bras roses, à son cou rond, à sa poitrine forte et pleine. Son visage avait l’éclat des pèchesmûres; ses yeux verts étaient doux et profonds comme l’ombre des bois. Malgré sa fraîcheur, elle avait le charme mélancolique d’une plante touchée parl’hiver. On ne pouvait deviner si elle était jeune ou vieille. D’une voix aussi plaintive que les notes lointaines d’une flûte, elle dit: – Myrrhine!. .– Qui es-tu? demanda la jeune femme en tremblant. Nymphe ou déesse? Car tu n’es pas de la race des hommes. L’inconnue sourit gravement : –Non je ne suis pas de la. race cruelle des hommes. Je suis Thymbris, la dryade. Il y a longtemps, très longtemps, les Dieux m’ont confié un arbre merveilleux qui croissait dans les forêts d’Arcadie. Qu’il fut beau, mon chêne! Je m’en souviens0 femme, je me souviens six bergers, en joignant les mains, pouvaient à peine embrasser son tronc magninque. Entre ses racines, les lièvres peureux trouvaient un sur abri; les fleurs germaient à son ombre dans son feuillage touffusou- pirait la brise, chantaient les oiseaux. Des vies innombrablesse mêlaient à sa vie. » Comme je .1’aimais Je pressais ardemment ma poitrine contre sa rude écorce, je nouais ma chevelure à ses branches, je mordillais ses feuilles, je buvais sa sève comme du vin. Je sentais passer en moi la puissante jeunesse de l’arbre séculaire. » Un jour, ah! Dieux! jour de printemps, des bûcherons sont venus. En marchant, ils causaient, ils riaient. Je vis sur mon chêne se lever leurs haches de fer. Invisible, je luttai contre eux. Mais ces êtres grossiers ne pouvaient deviner la présence dela dryade, ne pouvaient ressentirla terreur sacrée. Je ne pus défendre mon chêne. » J’entends encore le bois craquer, gémir. Je vois l’entaille profonde. L’arbre vénérableest tombé lentement sur le sol. La poussière a souillé ses feuilles délicates. Il est mort. Je crus mouriraussi. Hélas! j’avaispuisé en lui des forces redoutables… 

» Depuis ce jour, je hais les hommes. Vaincue, humiliée, impuissante, livrée auxregrets, je fuis les lieux où j’ai connu la douleur d’avoir failli à ma tâche! Douleur dont nulle d’entre nous ne se consola jamais. » Je fuis les lieux où jadis étaient ma joie et mon orgueil. Maintenant il ne reste du chêne divin qu’un morceau de tronc noir. Le gazon se dessèche à la place où fut son ombre, les lièvres cherchentailleurs un abri, et les oiseaux n’y chantent plus.» Je hais les hommes! Maisje les plains car ils ne savent qu’asservir, voler, tuer. Invincibles et lamentables, ils sont les maîtres du monde. Ils possèdent la terre, mais la joie n’y fleurit pas pour eux.» Ils viennent, et nous partons. Chaque pas qu’ilsfont efface nos pas. Ils avancent, et les sylvains, les nymphes, les satyres, les dryades fuient comme des bêtes traquées. Nous disparaîtrons bientôt ils sont plus forts que nous.



» C’ est porquoi malgré ma haine, je viens en amie, pour qu’ils ne méritent plus le nom de destructeurs; pour qu’ils soient compatissants aux êtres qu’ils ont vaincus, et qu’ils sentent, enfin, l’âme des choses.»  Depuis que j’erre sur la terre dépouillée, cent fois j’ai vu partir les hirondelles. Je suis triste et lasse. Mais, avant d’entrer dans la paix profonde, je veux agir encore une fois. J’ai longtemps cherché un être humain digne de posséder un secret que je possède. A toi je puis le révéler, car tu es de ma race. On t’a dit, n’est-ce pas, que le trisaïeul de ta trisaïeule est né d’une dryade, et que, pour-l’amour d’une femme, -il abandonna les bois? Tu es sa fille; quelques gouttes de sève se mêlent encore à ton sang. Je t’ai reconnue, et je ne me suis pas voilée à ton approche, et je t’ai appelée. Ce que j’ai à te dire, tu peux l’ entendre. 




Myrrhine inclina la tête :Je t’écoute, – dit-elle gravement.La dryade fixa sur la jeune femme son clair regard: Depuis que je suis revenue’en Arcadie, je t’observe, et j’observe aussi Photion, ton époux, ton ami, ton maître. Invisible et muette, je me suis approchéede vous et j’ai pénétré dans vos cœurs. Vous respectez la vie, la joie et la beauté. Jamais vous n’avez piétiné la fourmi, volé l’œuf du rossignol, froissé l’aile du papillon, Je t’aime, ô ma sœur, 6 toi qui n’as pas offensé l’esprit des forôts! 1 Je veux te parler, à toi seule.Myrrhine tremblait d’épouvante. Qu’allait-elle apprendre? Quel secret pouvait lui révéler la dryade? Une chose terrible, sans doute, peut-être surhumaine. Elle ne désirait pas la connaître. Elle ne désirait rien, car elle possédait l’amour. Mais elle savait que Photion eût recueilli, à genoux, les mots qu’allait prononcer Thymbris.




« Si je refuse de les entendre, je serai criminelle envers mon époux, songca-t-elle. Je veux être digne de lui je ne veux pas craindre l’inconnu. »Elle se tourna vers la dryade :–Parle! mais sache que ce que tu diras, je le répéterai à celui que j’aime. S’il est une seule de tes paroles qu’il ne doive pas entendre, tais-toi 1 car moi, je ne saurais me taire.La dryade répliqua :-Je n’exige de toi aucun seiment. Quand tu posséderas mon secret, tu verras toi-même ce que tu dois faire. Voici.» Solitaire et libre, j’ai parcouru 1’llellade. Moi, la fille des forêts antiques qui couvrent les plaines, j’ai gravi les hautes cimes, je~uis descendue dans les vallées. Partout où pousse un brin d’herbe, où s’épanouitune-fleur, où s’élève un arbre, j’ai posé le pied. Sur les monts, j’ai cueilli le thym sauvage; dans les jardins des rois, les lis de neige et les roses de pourpre; dans les prés, les fralchés anémones; dans les cimetières, l’asphodèle d’Qr; la belladone parmi les temples en ruines, et la ciguë dans les marais. Un exilé d’Égypte m’apporta la semence des sombres pavots. Aux rayons de la lune, je me suis penchée sur les étangs limpides, et les doigts transparents des nymphes m’ont tendu le lotus mystique, le pâle nénuphar. J’ai cueilli les fleurs qui tapissent les champs, qui rampent dans les décombres, qui s’enlacent aux arbres et aux pierres, qui ornent les tombes; celles qui s’ouvrent au soleil, aux étoiles ou à l’ombre, qui flottent sur les eaux. Toutes les fleurs de lavolupté, de l’extase, du rêve, de l’oubli et de la mort; je les ai baisées de mes lèvres, pressées contre mes seins nus, broyées entre mes mains. J’ai mêlé à à leurs pétales les feuilles salubres de l’eucalyptus, les feuilles vénéneuses du noble laurier, les feuilles de chêne qui jadis couronnaient ma tête et dontje ne suis plus digne de me parer. A cette végétation merveilleuse j’ai demandé ses parfums, son miel et ses poisons. J’ai distillé de sa substance le suc qu’elle puisa dans la terre, la goutte de feu que lui versa le ciel.» J’en ai composé un miraculeux élixir. Heureux celui qui pourra le boire! Il sentira couler en ses veines une vie intense. Son âme s’éveillera. La joie et la douleurse livreront à lui. Il chantera la pitié, l’amour et l’espérance. Ses yeux percevront les astres lointains. Il lira dans les cœurs. Il découvrira les trésors enfouis. Les voix de la terre lui parleront. Quand la pluie ne tomberapas des nues, quand les champs seront durs comme le roc, et que l’herbe se desséchera au fond des ruis – seaux taris, il entendra sous ses pieds le frais murmure des sources il creusera le sol, et l’eau jaillira.» Ses enfants seront fiers et magnanimes. Sa pensée inspirera les disciples qui lui succéderont. Et peu à peu naîtra une race héroïque, noble, généreuse et subtile. » J’ai longtemps souffert. Quand mes sœurs dansent autour de l’arbre divin, je pleure de honte et m’éloigne d’elles. Le jour où je verrai marcher, à l’ombre des bois, les hommes nouveaux,je serai consolée. » Les feuilles de chêne n’ ornent plus ma tête. Je voudrais y poser la couronne de laurier. Alors je pourrai mourir. » La liqueur que renferme ce flacon d’argent suffirait à conserver pour toujours la chair d’un cadavre. Sept vivants, fussent-ils des vieillards, peuvent y puiser des forces surhu- maines. Je te la donne. Mais apprends ceci tu ne dois la verser qu’à ceux qui aiment et qui pensent. Pour ceux-là, seuls, elle a des vertus magiques. Pour les autres, elle est aussi inefficace que l’eau des rivières. Il ne faut pas qu’elle coule en vain. » Tu serais criminelle si de ce breuvage précieux tu perdais une seule goutte. » Bois, toi-même, o femme ! si tu te juges digne de boire, et si tu l’oses mais n’oublie ni mes promessesni mes menaces. Je mets entre tes mains l’élixir de vie. Si grave était l’accent de la voix mélodieuse que Myrrhine hésita. Elle avait peur. Puis elle songea : « Je donnerai à Photion ce breuvage merveilleux. Lui seul décidera. Il saura me désigner les élus à qui je le verserai. Je n’y tremperai moi-même les lèvres que s’il me le permet, s’il me l’ordonne. » – Je te remercie, ô dryade! – dit-elle. – J’accepte, en tremblant, le don que tu me fais. Mais je veux être libre de te le rendre demain.  – C’est bien, qu’il en soit ainsi. Prends; et que je puisse bientôt mourir, triomphante et consolée!**    *La lune brillait très haut dans le ciel. Ses rayons argentés ultraient à travers le feuillage sombre. Lesoiseaux dormaient. Les feuilles mortes tombaient sans bruit. Rien ne troublait la paix lumineusede cette nuit d’automne. Assise devant sa porte, Myrrhine regardait au loin. Elle était pâle. Son visage amaigri avait la rigidité d’un masque. La lièvre brillait dans ses yeux noirs. Sa tête, dépouillée de sa  chevelure blonde, se penchait tristement. Soudain, à quelques pas d’elle, la dryade apparut, et, comme la première fois, l’appela par son nom : Myrrhine Myrrhine ! La jeune femme tressaillit: – Que veux-tu, ô dryade? que veux-tude moi?- Pourquoies-tu si triste Depuis vingt jours, jet’attends, près du laurier. Tu n’es pas venue. Pourquoi J’ai vu, sur le sol, le flacond’argent où j’ai gravé mon nom. Il était vide. A qui as-tu versé le baume magique?La jeune femme ne répondit pas. – En vain tu gardes le silence. Je sais qu’en me quittant tu trouvas inanimé, sur le seuil de ta maison, l’époux que tu adores. Sur l’oreiller parfumé de tes cheveux, je sais quelle tête repose. Je sais que tu baises des lèvres muettes et que, toutes les nuits, tu serres dans tes bras un cadavre, aussi chaud que ta poitrine d’amoureuse.Je sais sur quelle chair a coulé, goutte à goutte, l’élixir de vie. Ah! pauvre femme! si tendre, si faible et si criminelle! Qu’as-tu donc osé faire?Myrrhine répondit avec orgueil : – Je n’ai pas voulu livrer à la terre ou à la flamme le corps de mon époux. Je l’ai pieusement embaumé. Le miracle que tu m’avais annoncés’estaccompli ilest plus beauqu’auxpremiers temps de nos amours! et je le garde, à jamais, contre mon cœur.- Tu as offensé ceux que nul n’o ffense impunément. Je te plains, maisje ne puis rien pou rtoi. Et Myrrhine vit s’approcherd’elle, lentement, en foule, les rousses dryades aux prunelles vertes, les satyres velus, les centaures à la croupe luisante, au buste cuivré, les naïades légères et pures comme les sources, les fauves bacchantes. Plus loin apparaissait, à demi noyé dans l’ombre, le rude et mélancolique visage d’un cyclope. Et tous ces êtres redoutables dardaient sur elle leurs regards pleins de menaces..Muette, immobile, elle attendait. Alors une voix retentit :- O dryade erranteet désolée, pour la deuxièmefoisvaincue, toi qui avais élu cette femme pour lui donner l’élixir de vie, prononce sa sentence !  Thymbris parla :     -Tues la première deceux qui dissiperont les précieux arômes des champs et des bois pour embaumer les cadavres. Pour ce crime, il n’est pas de pardon. Voici ton châtiment :» Tu ne descendras que très vieille dans la tombe. Mais jamais  plus tu n’ approcheras d’un être vivant. Les hommes, dépouillés par toi, te renieront. Les bêtes et les oiseaux fuiront à ton approche. Les abeilles même, en te sentant venir, abandonneront leur ruche emplie de miel.» Le jour, auprès de ton époux inanimé, tu vivras solitaire. La nuit, tu presseras, comme hier, tes lèvres sur ses lèvres, et tu l’enlaceras de tes bras. » Il est à toi, le mort auquel tu sacrifias la joie et la noblesse de tant d’êtres à venir, le mort que tu as trop aimé. A toi pour toujours! Sans prières et sans larmes, elle avait écouté. Dans ses yeux brillait le terrible regard de ceux qui défient le Destin. Elle releva fièrement sa tête dépouillée et retourna vers le mort. 
IIIΜΥΡΡΙΝΗ
    Ο Φωτίων , ο φιλόσοφος, είχε καταφύγει στο σκιερό δάσος της Αρκαδίας. Ήταν ακόμα νέος, ενθουσιώδης και όμορφος. Έφυγε από τη Σπάρτη, τη σκληρή και ένδοξη πατρίδα του, γιατί δεν σκέφτηκε για τους Θεούς αυτό που οι δικαστές της πόλης διέταξαν να σκεφτεί κανείς. Χωρίς να σταματήσει, διαλογιζόταν με αγωνία στις διαθήκες του πεπρωμένου και στις επιθυμίες των ανθρώπων, στα μυστήρια της ζωής, που γεννήθηκαν από την ευχαρίστηση, που παραδόθηκαν στον πόνο.    Αγαπούσε τους ανθρώπους και τα πράγματα. Ρώτησε, έκρινε τους Θεούς. Ούτε ο Ανώτατος Δάσκαλος που ρίχνει την αστραπή, ούτε η απαραβίαστη και γαλήνια Σοφία, ούτε η υπεροπτική Παρθένος, η δόξα και ο τρόμος των νύχτων, ούτε η πάλλευκος Αφροδίτη με τα χρυσά μαλλιά, γέμισαν την καρδιά του, δεν κυριάρχησαν στη σκέψη του.    Το ανήσυχο πνεύμα του κατήλθε χαμηλότερα από τον Κάτω Κόσμο, ανήλθε υψηλότερα από τον Όλυμπο. Ατένιζε πέρα ​​από τους Θεούς.    Ποτέ δεν πήγε στις πόλεις, δεν γονάτισε ευλαβικά σε ναούς. Ζούσε στο δάσος με την σύζυγό του Μυρρίνη.    Τον ακολούθησε οικειοθελώς. Τον αγαπούσε. Λεπτή και στοχαστική, της άρεσε πολύ η Λακεδαίμονα, ανάμεσα στους σκληρούς πολεμιστές στους οποίους ο Ουρανός χαμογελά μάταια. Τώρα ήταν ευτυχισμένη. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, ησχολείτο με τη φροντίδα του σπιτιού, περιφέρετο, καλλιεργούσε τον μικρό κήπο γεμάτο λουλούδια και μέλισσες. Ο περιστρεφόμενος τροχός της ήταν σαν κυψέλη, τραγουδούσε σαν αηδόνι.Συχνά, καθισμένη στα πόδια του Φωτίωνος, τον άκουγε να διαβάζει τις λέξεις που γράφονται στα δισκία του ελεφαντόδοντου. Φρικτές λέξεις, ένθερμες και αγνές ως η φλόξ.Τον θαύμαζε για τη δύναμή του, τον λάτρεψε για την ευγένεια του. Ήταν όλα δικά του.
**    *    Ένα βροχερό φθινόπωρο πρωί, η νεαρή γυναίκα περιπλανήθηκε μόνη της στο δάσος.    Η σκοτεινή μάζα των νεφών που κάλυψε τον ήλιο έβγαλε μερικές ωχρές ακτίνες. Σταγόνες νερού λάμψαν στα δέντρα και έπεσαν, μία προς μία, στο γρασίδι. Η Μυρρίνη περπάτησε αργά. Ένα συναίσθημα την ενοχλούσε. Κινείτο, μα κάπως αόριστα ανησυχούσε. Αίφνης, ησθάνθη ότι ένα χέρι έτριβε τον έκπληκτο ώμο της, και γύρισε να δει. Στην αρχή, δεν είδε τίποτα. αλλά, σιγά-σιγά, είδε να εμφανίζεται, ανάμεσα στα κλαδιά μιας δάφνης, μια γυναίκα ντυμένη με φουστάνι από τα πόδια μέχρι τη μέση. Η άγνωστη ήτο εύμορφος. Τα μαλλιά της, πιο μαλακά από την αγράμπελη, πιο πορφυρά από τα φύλλα του φθινοπώρου, κυρτώθηκαν γύρω από τα ρόδινα χέρια της, τον στρογγυλό λαιμό της, το δυνατό και γεμάτο στήθος της. Το πρόσωπό της είχε τη λάμψη των ώριμων αμαρτιών, τα πράσινα μάτια της ήσαν μαλακά και βαθιά ωσάν τις σκιές του δάσους. Παρά τη φρεσκάδα της, είχε τη μελαγχολική γοητεία ενός φυτού που αγγίζει το χειμώνα. Δεν μπορούσες να πεις αν ήταν νεαρή ή γηραιά.Με μια φωνή τόσο έντονη όσο οι μακρινές νότες ενός φλάουτου, είπε:     – Μυρρίνη! .- Ποια είσαι; την ρώτησε η νεαρή γυναίκα, τρέμοντας. Νύμφη ή θεά; Επειδή δεν είσαι από τη φυλή των ανθρώπων.    Η ξένη χαμογέλασε σοβαρά:    – Όχι, δεν είμαι από εδώ, από την σκληρή φυλή των ανθρώπων. Είμαι η Θύμβρις, η δρυάς. Πριν από πολύ καιρό, οι Θεοί μου δώρισαν ένα υπέροχο δένδρο που υψωνόταν στα δάση της Αρκαδίας. Πόσο όμορφη ήταν, η δρυς μου! Θυμάμαι εκείνη τη γυνή, θυμάμαι έξι βοσκοί, με τα χέρια τους ενωμένα και δεν μπορούσαν να τυλίξουν / φιλήσουν τον υπέροχο κορμό της. Ανάμεσα στις ρίζες του, οι φοβισμένοι λαγοί έβρισκαν καταφύγιο. τα λουλούδια βλάσταιναν στη σκιά του, στο θαμνώδες φύλλωμά του, φυσούσε το αγεράκι, τραγουδούσαν τα πουλιά. Αμέτρητες ζωές αναμειγνύονταν με τη ζωή του.    Καθώς την λάτρευα, πίεζα το στήθος μου έντονα στον τραχύ φλοιό της, έδενα τα μαλλιά μου στα κλαδιά της, έριχνα τα φύλλα του, έπινα το χυμό της σαν κρασί. Ένιωθα την ισχυρή νεότητα του αρχαίου δέντρου να διαπερνά το κορμί μου.    Μια μέρα, αχ! Θεοί! Άνοιξη ήταν, και ήρθαν οι υλοτόμοι. Καθώς περπατούσαν και κουβέντιαζαν, γέλασαν. Είδα τους σιδηρούς πελέκεις να κατεβαίνουν βιαίως πάνω στην δρυ μου. Αόρατα, πολεμούσα εναντίον τους. Αλλά αυτά τα αγενή όντα δεν μπορούσαν να αισθανθούν την παρουσία της Δρυάδος, δεν μπορούσαν να νιώσουν τον ιερό τρόμο. Ήμην ανήμπορη να υπερασπισθώ την Δρυ μου.    Ακούω ακόμα το ξύλο να θρηνεί και να ουρλιάζει. Βλέπω την βαθεία πληγή. Το σεβάσμιο δέντρο έπεσε αργά στο έδαφος. Η σκόνη έχει λερώσει τα λεπτά φύλλα της. Ητο πλέον νεκρό. Νόμιζα ότι κι εγώ η ίδια θα πεθάνω. Αλλίμονο, του είχαν απορροφήσει τις τρομερές δυνάμεις …    Από εκείνη τη μέρα, μισώ τους άνδρες. Ηττημένη, ταπεινωμένη, αδύναμη, παραδομένη στις τύψεις, δραπετεύω από τα μέρη όπου γνώρισα τον πόνο της αποτυχίας στην αποστολή μου! Δεν την προστάτευσα. Πόνος από τον οποίο κανένας  δεν με παρηγόρησε ποτέ.    Έφυγα από τα μέρη όπου κάποτε ήταν η χαρά και η περηφάνια μου. Τώρα μόνο ένα κομμάτι μαύρου κορμού παραμένει από τη θεϊκή βελανιδιά. Το γρασίδι ξηραίνεται στον τόπο όπου ήταν η σκιά του, οι λαγοί αναζητούν καταφύγιο αλλού και τα πουλιά δεν τραγουδούν πλέον εκεί.Μισώ τους άνδρες ! Αλλά τους λυπάμαι, επειδή μόνον πώς να υποδουλώσουν γνωρίζουν, πώς να κλέψουν, να σκοτώσουν. Αήττητοι και αξιοθρήνητοι, είναι οι κύριοι του κόσμου. Τους ανήκει η γη, μα δεν βρίσκουν χαρά στην γη για τους ίδιους.Έρχονται και απέρχονται. Κάθε βήμα που κάνουν εκείνοι, διαγράφει τα δικά μας βήματα. Προχωρούν, και οι Σιλουανοί (Πάνες της Ρώμης) οι νύμφες, οι σάτυροι, οι δρυάδες φεύγουν κυνηγημένες σαν από κυνήγι θηρίων. Θα φύγουμε σύντομα όλοι μας, είναι πιο δυνατοί από εμάς.    “Γι ‘αυτό παρά το μίσος μου, έρχομαι ως φίλη, ώστε να μην τους αξίζει πλέον το όνομα των καταστροφέων. Ώστε να μάθουν, επιτέλους, να δείχνουν συμπόνοια προς τα όντα που κατάκτησαν, και να νιώσουν, τελικά, την ψυχή των πραγμάτων.    Από τότε που περιπλανήθηκα την ξεγυμνωμένη γη, εκατό φορές έχω δει τα χελιδόνια να φεύγουν. Είμαι λυπημένη και αποκαμωμένη. Αλλά, πριν εισέλθω στην βαθεία γαλήνη /ειρήνη, θέλω να ενεργήσω μια τελευταία φορά. Ψάχνω εδώ και καιρό έναν άνθρωπο άξιο να μάθει το μυστικό που έχω. Σε σας μπορώ να το αποκαλύψω, ότι ανήκετε στην φυλή μου. Σας έχουν πει, όχι τάχα, ότι ο προπάππος του προπάππου σας γεννήθηκε από μια Δρυάδα, και ότι, για την αγάπη μιας γυναίκας, έφυγε από το δάσος; Είσθε η κόρη του. Μερικές σταγόνες του δενδρώδους χυμού εξακολουθούν να αναμιγνύονται με το αίμα σας. Σας αναγνώρισα και δεν καλύφθηκα με τον πέπλο μου καθώς πλησιάζατε. Αντιθέτως, σας και σε κάλεσα. Αυτό που πρέπει να σας πω, μπορείτε να ακούσετε.    Η Μυρρίνη έσκυψε το κεφάλι της:-Σας ακούω, – είπε σοβαρά.    Η Δρυάς έρριψε το καθαρό βλέμμα της στη νεαρή γυναίκα:    Από τότε που επέστρεψα στην Αρκαδία, σας παρατήρησα και έχω παρατηρήσει επίσης τον Φωτίωνα, τον σύζυγό σας, τον φίλο σας, τον αφέντη σας. Αόρατη και σιωπηλή, σας πλησίασα και μπήκα στις καρδιές σας. Σέβεσθε τη ζωή, τη χαρά και την ομορφιά. Δεν ποδοπατήσατε ποτέ το μυρμήγκι, δεν κλέψατε το αυγό της αηδόνας, μήτε θρυμματίσατε/ τσαλακώσατε το φτερό της πεταλούδας, σας αγαπώ, ω αδελφή μου, εσείς που δεν προσβάλλετε το πνεύμα του δάσους! Θέλω να σας μιλήσω, να σας μιλήσω κατά μόνας.     Η Μυρρίνη έτρεμε από φόβο. Τι επρόκειτο να μάθει; Τι μυστικό θα μπορούσε να της αποκαλύψει η Δρυάς; Κάτι φοβερό, χωρίς αμφιβολία, ίσως υπεράνθρωπο. Δεν ήθελε να φθάσει σε τούτη τη γνώση. Δεν ήθελε να την γνωρίζει. Δεν ήθελε τίποτα, γιατί είχε αγάπη. Αλλά ήξερε ότι ο Φωτίων θα είχε ακούσει, το δίχως άλλο, γονυπετής, τις λέξεις που θα έλεγε η Θύμβρις.

“Αν αρνηθώ να τα ακούσω, θα έχω εγκληματίσει απέναντι στον άντρα μου”, σκέφτηκε. “Θέλω να είμαι άξια γι ‘αυτόν, δεν θέλω να φοβάμαι το άγνωστο.”Γύρισε προς την Δρυάδα:    -Ομιλείτε! Αλλά να γνωρίζετε πως ό,τι λέτε, εγώ θα το επαναλάβω σε εκείνον που αγαπώ. Εάν υπάρχει μία από τις λέξεις σας που δεν θα έπρεπε να ακούσει, σιωπήστε, παρακαλώ, γιατί εγώ δεν μπορώ να σιωπήσω απέναντί του.    Η Δρυάς απάντησε:    – Δεν χρειάζομαι κανέναν όρκο από εσάς. Όταν έχετε το μυστικό μου, θα δείτε μόνη σας τι οφείλετε να κάνετε. Ορίστε.    Μοναχική και ελεύθερη, έχω διαβεί την Ελλάδα. Εγώ, η κόρη των αρχαίων δασών που καλύπτουν τις πεδιάδες, ανέβηκα στις ψηλές κορυφές, κατέβηκα στις κοιλάδες. Εκεί όπου φύονται συστάδες με χόρτα, όπου ανθίζουν ένα λουλούδι, όπου αναδύονται δένδρα, έχω πατήσει το πόδι μου. Στα βουνά, μάζεψα θυμάρι άγριο· στους κήπους των βασιλιάδων, μάζεψα κρίνα του χιονιού και τριαντάφυλλα μαβιά· στα λιβάδια, πρωινές φρέσκες ανεμώνες· στα κοιμητήρια, τους ασφόδελους· στους ερειπωμένους ναούς την Belladonna μάζεψα και στους βάλτους μυστικά το κώνειο. Μια εξορία από την Αίγυπτο μου έφερε το σπόρο της μηκώνου της υπνοφόρου, της σκοτεινής παπαρούνας. Μέσ’ στις αχτίδες του φεγγαριού, έσκυψα πάνω από τις διαυγείς λίμνες, και τα διαφανή δάχτυλα των νυμφών κράτησαν για μένα τον μυστικό λωτό, το χλωμό νούφαρο. Διάλεξα τα λουλούδια που οριοθετούν τα χωράφια, που σέρνονται στα ερείπια, που τυλίσσουν με τα δέντρα και τις πέτρες, που κοσμούν τους τάφους· εκείνα τα άνθη που ανοίγουν στη θέαση του ήλιου, των αστεριών ή της σκιάς, εκείνα που επιπλέουν στα νερά. Όλα τα άνθη της ευχαρίστησης, της έκστασης, των ονείρων, της λήθης και του θανάτου. Τα φίλησα ένα προς ένα με τα χείλη μου, τα πίεσα πάνω στα γυμνά στήθη μου, τα συνέτριψα ανάμεσα στα χέρια μου. Ανέμειξα με τα πέταλά τους τα υγιή κι ωφέλιμα φύλλα του ευκαλύπτου, τα δηλητηριώδη φύλλα της ευγενούς δάφνης, τα φύλλα της δρυός που κάποτε έστεφαν την κεφαλή μου, μα τώρα πια δεν είμαι πλέον άξια να στολίζομαι με εκείνα. Από τούτη την υπέροχη βλάστηση ζήτησα τ΄ αρώματά της, το μέλι και τα δηλητήριά της. Απέσταξα από την ουσία της τον χυμό που έβγαλε η γη, τη σταγόνα της φωτιάς που έσταξε ο ουρανός για εκείνην.    Συνέθεσα ένα θαυμαστό ελιξίριο από αυτό. Χαρούμενος είναι εκείνος που μπορεί να το πιει! Θα αισθανθεί μια έντονη ζωή να ρέει μέσα στις φλέβες του. Η ψυχή του θα ξυπνήσει. Η χαρά και ο πόνος θα του δοθούν πίνοντάς το. Θα τραγουδήσει τον οίκτο, την αγάπη και την ελπίδα. Τα μάτια του θα αντιληφθούν τα υπέρτατα μακρινά αστέρια. Θα διαβάσει καρδιές. Θα ανακαλύψει τους θαμμένους θησαυρούς. Οι φωνές της γης θα του μιλήσουν. Όταν η βροχή δεν θα πέφτει από τα σύννεφα, όταν τα χωράφια είναι θα σκληρά σαν βράχος και το γρασίδι θα μαραίνεται στον πάτο των ξεραμμένω χειμάρρων, εκείνος θα ακούσει το δροσερό μουρμουρητό των πηγών κάτω από τα πόδια του, θα σκάψει το έδαφος , και το νερό θα αναβλύσει.    Τα παιδιά του θα είναι περήφανα και μεγαλόθυμα. Η σκέψη του θα εμπνεύσει τους μαθητές που θα τον διαδεχθούν. Και σιγά-σιγά, λίγο-λίγο, θα γεννηθεί μια ηρωική, ευγενής, γενναιόδωρη και δαιμόνια φυλή.    Έχω υποφέρει εδώ και πολύ καιρό. Όταν οι αδερφές μου χορεύουν γύρω από το θεϊκό δέντρο, κλαίω με ντροπή και απομακρύνομαι από αυτές. Την ημέρα που θα ιδώ τους νέους άνδρες να περπατούν στη σκιά του δάσους, θα παρηγορηθώ.    Τα δρύινα φύλλα δεν στολίζουν πλέον το κεφάλι μου. Θα ήθελα να βάλω το στεφάνι της δάφνης στην κεφαλή μου. Τότε πια, θα μπορώ να πεθάνω.    Το ποτό που περιέχεται σε αυτήν την ασημένια φιάλη θα ήταν ικανό για να διατηρήσει τη σάρκα ενός πτώματος ες αεί. Επτά ζώντες άνθρωποι, ακόμη και αν είναι ηλικιωμένοι, μπορούν να αντλήσουν υπεράνθρωπες δυνάμεις από αυτό. Σας το δίνω. Αλλά μάθετε τούτο που πρέπει, να το ενσταλάξετε μόνο σε όσους αγαπούν και σκέπτονται. Γιατί για εκείνους μονάχα έχει το ελιξήριο τις μαγικές αρετές του. Για τους άλλους, είναι τόσο αναποτελεσματικό, όσο το νερό του ποταμού. Δεν πρέπει να ρεύσει ματαίως.Θα ήσασταν εγκληματίας, αν χάνατε έστω και μία σταγόνα αυτού του πολύτιμου αναψυκτικού.    Πιείτε εσείς η ίδια, ω γυναίκα! Αν θεωρείτε τον εαυτό σας άξιο να πιείτε, και αν τολμάτε, αλλά μην ξεχάσετε τις υποσχέσεις μου ή τις απειλές μου. Τοποθετώ το ελιξίριο της ζωής στα χέρια σας.    Τόσο σοβαρός ήτο ο τόνος της μελωδικής φωνής, που δίστασε η Μυρρίνη. Εφοβείτο λίαν.    Τότε εσκέφθη :    «Θα δώσω στον Φωτίωνα τούτο το υπέροχο ρόφημα. Μόνος αυτός θα αποφασίσει. Θα ξέρει πώς να ορίσει τους εκλεκτούς στους οποίους θα το ενσταλάξω. Εγώ η ιδία δεν θα μουλιάσω τα χείλη μου με αυτό, εκτός εάν μου το επιτρέπει ο Φωτίων, ή αν με διατάξει. ”    – Σε ευχαριστώ, ω Δρυάς! – της είπε. -Δέχομαι, τρέμουσα, το δώρο που μου δίνεις. Αλλά θέλω να έχω την ελευθερία να σας το επιστρέψω αύριο.    – Πολύ καλά, ας είναι. Λαβέ· και είθε σύντομα να πεθάνω, θριαμβεύουσα και παρηγορηθείσα !**    *    Η σελήνη έλαμπε πολύ ψηλά στον ουρανό. Οι ασημί αχτίδες της διέσχιζαν το σκοτεινό φύλλωμα. Τα πουλιά κοιμόσαντε. Τα νεκρά φύλλα έπιπταν σιωπηλά. Τίποτα δεν ενοχλούσε τη φωτεινή ειρήνη τούτης της νύχτας του φθινοπώρου.    Καθισμένη μπροστά από την πόρτα της, η Μυρρίνη ατένιζε τον ορίζοντα. Ήτο χλωμή. Το αποσκελετωμένο πρόσωπό της είχε την ακαμψία μάσκας. Ο λαγός έλαμπε στα σκοτεινά της μάτια (:Τα μάτια της σκοτεινά έλαμπαν σαν του λαγού?). Το κεφάλι της, απογυμνωμένο από τα ξανθά μαλλιά της, έκυπτε λυπημένο.Αίφνης, λίγα βήματα από αυτήν, ενεφανίσθη η Δρυάς και, όπως την πρώτη φορά, την αποκάλεσε με το όνομά της :-Μυρρίνη Μυρρίνη !Η νεαρή γυναίκα άρχισε :- Τι θες, ω Δρυάς; Τι θέλεις από εμένα; – Γιατί είσθε τόσο λυπημένη; Για είκοσι μέρες, περίμενα, κοντά στη δάφνη. Μα δεν ήλθατε. Κι όμως είδα ήδη στο έδαφος, την ασημένια φιάλη όπου είχα χαράξει τ’ όνομά μου. Ήτο άδεια η φιάλη. Σε ποιον δώκατε το μαγικό βάλσαμο;Η νεαρή γυναίκα δεν απάντησε.- Ματαίως σιωπάτε. Ξέρω ότι όταν με αφήσετε, θα βρείτε τον άψυχο, στο κατώφλι του σπιτιού σας, άντρα που λατρεύετε. Στο αρωματώδες μαξιλάρι των μαλλιών σας, γνωρίζω ποια κεφαλή αναπαύεται. Ξέρω ότι φιλάτε χείλη βουβά και ότι κάθε βράδυ αγκαλιάζετε ένα πτώμα στα χέρια σας, καυτό, όσο το στήθος του εραστή σας. Γνωρίζω σε τίνος τι σάρκα έρρευσε το ελιξήριο της ζωής, σταγόνα – σταγόνα. Αχ! φτωχή γυναίκα! τόσο τρυφερή, τόσο αδύναμη και τόσο εγκληματική! Τι τολμήσατε να κάνετε;    Η Μυρρίνη απάντησε με υπερηφάνεια:    – Δεν ήθελα να παραδώσω το σώμα του συζύγου μου στη γη ή στη φλόγα. Το βασλάμωσα ευσεβώς. Το θαύμα που μου ανακοινώσατε, πράγματι επληρώθη και είναι πιο όμορφα από ό, τι στις πρώτες μέρες της αγάπης μας! και το κρατώ, φευ, για πάντα, στην καρδιά μου.    – Έχετε προσβάλει εκείνους που κανείς δεν υπερασπίζεται ατιμώρητα. Σας λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα για σας.    Και η Μυρρίνη είδε να την πλησιάζουν, αργά, σε πλήθη οι κοκκινομάλλες δρυάδες με τις πράσινες κόρες, οι τριχωτοί σάτυροι, οι Κένταυροι με τους λαμπρά καπούλια, με τα χάλκινα στήθη, οι ναϊάδες, ελαφριές και καθαρές ωσάν πηγές, τα  άγρια βακχεύοντα θηρία. Ακόμα πιο μακριά ενεφανίσθη, μισοπνιγμένο στην σκιά, το άγριο και μελαγχολικό πρόσωπο ενός Κύκλωπα. Και όλα αυτά τα τρομερά και αξιοθαύμαστα όντα κάρφωναν πάνω της τα βλέμματά τους, γεμάτα απειλές. Σιωπηλή, ακίνητη, εκείνη, περίμενε.    Στη συνέχεια ηκούσθη μια φωνή:    – Ω περιπλανώμενος και έρημη Δρυάς, για δεύτερη φορά ηττημένη, Εσύ που είχες επιλέξει αυτή τη γυναίκα για να της δώσεις το ελιξίριο της ζωής, ανακοίνωσε την ποινή της!Η Θύμβρις μίλησε: – Είσθε η πρώτη από αυτούς που θα ξόδευαν τα πολύτιμα αρώματα των χωραφιών και των δασών για να βαλσαμώσουν ένα πτώμα. Για αυτό το έγκλημα δεν υπάρχει συγχώρεση. Ορίστε η ποινή σας:    Θα κατέλθετε στον τάφο μόνο όταν θα είστε πολύ μεγάλη πια. Αλλά ποτέ δεν θα πλησιάζετε ένα ζωντανό ον έως τότε. Οι άνδρες, απαλλαγμένοι από εσάς, θα σας αρνούνται. Τα θηρία και τα πουλιά θα φεύγουν μακριά καθώς τα προσεγγίζετε. Ακόμη και οι μέλισσες, κάθε που θα αισθάνονται ότι πλησιάζετε, θα εγκαταλείπουν την κυψέλη τους γεμάτη μέλι.    Κατά τη διάρκεια της ημέρας, με τον άψυχο σύζυγό σας, θα ζήσετε μόνη. Τη νύχτα, όπως χθες, θα πιέζετε τα χείλη σας στα χείλη του και θα τον αγκαλιάζετε με τα χέρια σας.Είναι δικός σας, ο νεκρός για τον οποίο θυσιάσατε τη χαρά και την ευγένεια τόσων πολλών όντων που θα έπονταν, όλα για έναν νεκρό που αγαπήσατε πάρα πολύ. Δικός σας για πάντα!    Χωρίς προσευχές και χωρίς δάκρυα, είχε ακούσει η Μυρρίνη. Στα μάτια της έλαμπε το τρομερό βλέμμα εκείνων που αψηφούν το Πεπρωμένο. Με υπερηφάνεια σήκωσε το γυμνό κεφάλι της και γύρισε πίσω στον νεκρό.