Παύλος Νιρβάνας : Γεράσιμος Βώκος

Παύλος Νιρβάνας : Γεράσιμος Βώκος

Η Αυτοπροσωπογραφία του Γεράσιμου Βώκου, μετά την επεξεργασία και συντήρηση του Αρχείου Νεοελληνικής Τέχνης

Αυτοπροσωπογραφία Γεράσιμου Βώκου (1917) Από την συλλογή Πορτραίτων του Αρχείου Νεοελληνικής Τέχνης “Σοφία Λασκαρίδου”, υπό την επιμέλεια του Δημήτρη Παπαγεωργόπουλου.

Πρώτη δημοσίευση: Το Μπουκέτο, τόμος 4, αριθμοί τευχών 175 – 176 – 177 – 178, σελ. 715, 760, 793, 805.

Ὁ Γεράσιμος Βώκος εἶναι ἡ πιὸ παλιά μοῦ φιλολογικὴ γνωριμία. Γνωριστήκαμε μικρὰ παιδάκια στὸν Πειραιᾶ — δύο, τρία χρόνια μᾶς χώριζαν στὴν ἡλικία — ὅπου τὰ σπίτια μᾶς ἦσαν κοντὰ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο, μὲ τὴν εὐκολία ποὺ γνωρίζονται τὰ γειτονόπουλα. Δὲν ξέρω, ἄν, ἀπὸ τὴ μικρότατη αὐτὴ ἡλικία, κάποια κοινὰ ψυχικὰ χαρακτηριστικά, θαμμένα ἴσως καὶ ἀφανέρωτα ἀκόμα, ἀλλὰ βαθιὰ χαραγμένα στὰ θεμέλια τῆς ζωῆς, ἑνώνουν τοὺς ἀνθρώπους. Θυμοῦμαι ὅμως, ὅτι κάποια ξεχωριστὴ μυστικὴ συνεννόηση εἴχανε οἱ ψυχὲς μᾶς, μολονότι — φαινομενικὰ ἐγὼ ἥσυχος καὶ ντροπαλός, ἐκεῖνος ζωηρὸς καὶ ἀνήσυχος — οἱ χαρακτῆρες μᾶς δὲν εφαίνονταν καὶ πολὺ ταιριασμένοι. Στὰ παιγνίδια μᾶς εἴμαστε πάντα ἀχώριστοι καὶ τὰ μαλώματα μᾶς δὲν κρατούσανε πολὺν καιρό. Τὸ στρουμπουλὸ ἐκεῖνο παιδάκι, μὲ τὸ μεγάλο κεφάλι, τὰ ὀρθὰ καὶ ἀνυπόταχτα μαλλιά, ποὺ τοῦ ἔδιναν ὄψη σκατζόχοιρα καὶ τὰ μεγάλα ὁλοστρόγγυλα, ζωηρὰ μάτια, μοῦ μένουν ἀπὸ τότε βαθιὰ χαραγμένα στὴ μνήμη μοῦ. Καὶ πάντα ἡ φαντασία μοῦ, κάθε φορά, ποὺ βλέπω μιὰ γεροντικὴ τοῦ εἰκόνα — ἄλλαξα, λοιπόν, τόσο πολὺ κι’ ἐγώ, Θεὲ μοῦ προσπαθεῖ ‘ν’ ἀντικαταστήσει τὸ αγνώριστο ἐκεῖνο κεφάλι μὲ τὸ ζωηρὸ καὶ χαριτωμένο κεφαλάκι τοῦ μικροῦ παιδιοῦ.

Ἀπὸ τὰ παιδιάτικα ὅμως αὐτὰ κοινὰ μᾶς χρόνια καὶ ἀπὸ τὰ πρῶτα μᾶς παιγνίδια, ζωηρότερα μοῦ μένει ἐντυπωμένο τὸ θέατρο, ποὺ κάναμε μαζὶ στὴν αὐλὴ τοῦ δικοῦ μοῦ σπιτιοῦ. Ἴσως νὰ μὴν εἶναι πολὺ αὐθαίρετο νὰ πεῖ κανείς, πὼς αὐτὴ στήθηκε καὶ ἡ πρώτη μοῦ φιλολογικὴ συνεργασία μὲ τὸ Βώκο.

Ἀπὸ τότε τὸν ἔχασα γιὰ λίγα χρόνια. Ὁ πατέρας τοῦ, ὁ Θεόδωρος Βώκος, ἀξιωματικὸς τότε τοῦ Π. Ναυτικοῦ, εἶχε μετατεθεῖ ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ καὶ εἶχε πάρει τὴν οἰκογένεια μαζὶ τοῦ. Ύστερ’ ἀπὸ λίγα χρόνια, τὸν ξαναείδα, μαθητὴ τοῦ γυμνασίου, νομίζω, μὲ τὰ χειρόγραφα τῆς πρώτης τοῦ ποιητικῆς συλλογῆς. Εἶχα ἀρχίσει νὰ γράφω κι’ ἐγὼ στίχους καὶ ἔτσι βρεθήκαμε συνάδελφοι.

— Ἔκανα συνδρομητὲς — μοῦ εἶπε — καὶ θὰ βγάλω ἕνα μικρὸ τόμο.

— Μὴν βιασθείς, Γεράσιμε… τοῦ εἶπα. Ἄφησε τὰ λίγον καιρὸν ἀκόμα στὸ συρτάρι σοῦ, γιὰ νὰ τὰ ξαναϊδείς μὲ καινούργιο μάτι.

Ἤτανε μιὰ συμβουλή, ποὺ μοῦ τὴν εἴχανε δώσει κι’ ἐμένα καὶ τὴν ἔδινα κι’ ἐγὼ στὸ φίλο μοῦ, χωρὶς νὰ ξέρει καλὰ καλὰ γιατί. Δὲν τὴν ἀκολούθησε ὅμως, ὅπως δὲν εἶχα ἀκολουθήσει κι’ ἐγὼ τὴ συμβουλὴ τῶν μεγαλυτέρων μοῦ, γιὰ νὰ μετανοήσουμε ἀργότερα καὶ οἱ δύο. Ἄξαφνα, μιὰ ἡμέρα, χωρὶς νὰ μοῦ πεῖ τίποτε στὸ μεταξύ, πὼς τυπώνει τὰ ποιήματα τοῦ, μοῦ παρουσίασε τὸν τόμο τοῦ, ποὺ λίγα χρόνια ὕστερα γύρευε τὰ ἀντίτυπα τοῦ, στὰ βιβλιοπωλεῖα καὶ στὶς βιβλιοθῆκες τῶν φίλων τοῦ, γιὰ νὰ τὰ παραδώσει στὶς φλόγες. Ὅταν κάποτε τοῦ θύμησα, μὲ ὅλη μοῦ τὴν ἀθωότητα, δύο στίχους ἀπὸ τὴν πρώτη τοῦ αὐτὴ συλλογή, λίγο ἔλειψε νὰ τὰ χαλάσουμε. Δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς ἀκούσει, χωρὶς νὰ τοῦ ἀνακατωθοῦν τὰ νεῦρα. Τοὺς δύο αὐτοὺς στοίχους — καὶ εἶναι οἱ μόνοι, ποὺ ἔσωσε ἡ μνήμη μοῦ — τοὺς θυμοῦμαι ἀκόμα. Ὁ ἕνας ἤτανε αὐτὸς:

Ὕψωσε τὴν ἀκάνθινον, μεγάλην κεφαλὴν τοῦ.

Ἡ «ἀκάνθινος μεγάλη κεφαλὴ» ἤτανε, ἁπλούστατα ἡ αὐτοπροσωπογραφία τοῦ. Ὁ ἄλλος στίχος εἶναι μισός, ἀπὸ μία σκηνὴ μέσα στὴν ταβέρνα, ὅπου ἡ δημοτική, γιὰ τὸ χατίρι ἑνὸς συνηχητικού εφέ κερνάει τὴν καθαρεύουσα.

Ὦ κάπελα, τὰ κύπελλα…

Ἀλλά, καὶ μὲ τέτοιους στίχους, ὁ Βώκος ἤτανε ἀπὸ τότε ἕνα δυνατὸ τάλαντο. Καὶ δὲν ἄργησε νὰ τὸ δείξει.

Ξαναβλεπόμαστε, ύστερ’ ἀπὸ λίγα χρόνια στὸν Π. Ναύσταθμο, αὐτὸς ὑπολογιστὴς τοῦ Π. Ναυτικοῦ, προορισμένος νὰ συνεχίσει τὸ ναυτικὸ στάδιο τῆς οἰκογενείας τοῦ — ὁ πατέρας τοῦ τὸν ἔπαιρνε ἀπὸ μικρὸ μαζὶ τοῦ σὲ ταξίδια μὲ τὰ πολεμικὰ καράβια — κι’ ἐγὼ ἀνθυπίατρος τοῦ Π. Ναυτικοῦ, ποὺ πήγαινα νὰ κάνω τὴν πρώτη μοῦ ἐφημερεύση στὸ Ναυτικὸ νοσοκομεῖο τοῦ Ναυστάθμου. Ἦρθε νὰ μὲ υποδεχθεί στὴν προκυμαία, μόλις ἀποβιβάσθηκα ἀπ’ τὴν «Εὐκαιρία». Ἔκανε τότε τὴν ὑπηρεσία τοῦ στὰ γραφεῖα τοῦ Ναυστάθμου, καί, στὶς ὧρες ποὺ τοῦ ἔμεναν ἐλεύθερες, μετάφραζε, μὲ τὸ κοντάρι, λαϊκὰ μυθιστορήματα, γιὰ κάποιες ἐκδόσεις, ποὺ ἔκανε τότε ἡ «Ἀκρόπολις». Ἔτσι, μὲ τὸ μισθὸ τοῦ ὑπολογιστοῦ καὶ μὲ τὴ μεταφραστικὴ τοῦ ἐργασία, περνοῦσε πλουσιοπάροχα γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Ἡ χαρὰ μοῦ νὰ τὸν ἀπαντήσω στὴν ἐρημιὰ τοῦ Ναυστάθμου, ὅπου πήγαινα, μὲ βαριὰ καρδιά, νὰ σκλαβώσω γιὰ πρώτη φορὰ τὴν ἐλευθερία μοῦ, ἤτανε μεγάλη. Δὲν μποροῦσα νὰ ἐπιθυμήσω καλύτερο σύντροφο.

— Ἔννοια σοῦ καὶ θὰ καλοπεράσουμε εδώ… μοῦ εἶπε. Ἐγὼ ἔχω ἕνα βαρκάκι δικὸ μοῦ καὶ πηγαίνω, στὸ ψάρεμα, κάθε ἀπόγεμα. Ὅταν τελειώσεις τὴν υπερεσία σοῦ, θὰ περάσω νὰ σὲ πάρω ἀπὸ τὸ νοσοκομείο…

Μείναμε σύμφωνοι καί, τὸ ἀπόγεμα, μὲ τὰ βαρκάκι τοῦ Βώκου, κάναμε ἀγορεύοντας τὸ γύρο τῶν ἀκτῶν τοῦ Ἀράπη, μιλώντας γιὰ φιλολογία καὶ γιὰ ὅλα τὰ πράγματα τὰ ἄσχετα μὲ τὴν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθυπιάτρου καὶ τοῦ ὑπολογιστή.

Ὁ ποιητικὸς ὅμως αὐτὸς περίπατος εἶχε τραγικὲς συνέπειες γιὰ μένα. Τὸ ἴδιο ἀπόγεμα εἶχαν φέρει κάποιον τραυματία στὸ νοσοκομεῖο. Μὲ ζητήσανε καὶ κάποιος έδωκε τὴν πληροφορία, ὅτι μὲ εἶδαν ‘σ’ ἕνα βαρκάκι νὰ τραβάω κατὰ τὸ Πέραμα. Ὁ τότε ὑποδιευθυντὴς τοῦ Ναυστάθμου, ὁ Μιαούλης, ποὺ ἤτανε περισσότερο γνωστὸς μὲ τὸ παρατσούκλι Δάσκαλος — ὄνομα κάποιου ραδιούργου, δὲ θυμᾶμαι ποιοῦ μυθιστορήματος — μόλις τοῦ ἀναφέραν τὸ πρᾶγμα, ἐσχημάτισε τὴν ἰδέα, πὼς τὸ εἶχα σκάσει, ἀπὸ τὸ Πέραμα, γιὰ τὸν Πειραιᾶ.

Καὶ δὲν ἔχασε καιρὸ νὰ μὲ καταγγείλει στὸ ὑπουργεῖο «ἐπὶ ἐγκαταλείψει θέσεως». Τίποτα περισσότερο, δηλαδή, τίποτα λιγότερο μὲ εἶχε γιὰ Ναυτοδικεῖο. Ὅταν γύρισα ἀπὸ τὴν ἐκδρομή, εἰδοποιήθηκα, ὅτι βρίσκομαι «ὑπὸ περιορισμὸν μέχρι νεοτέρας διαταγῆς». Πρωτοφερμένος στὸ Ναυτικό, χωρὶς νὰ γνωρίζω πρόσωπα καὶ πράγματα, πῆρα τὸ ζήτημα ἀπὸ τὴν τραγικότερη ὄψη τοῦ. Νόμισα πὼς εἶχε σημάνει ἡ τελευταία μοῦ στιγμή. Ζήτησα νὰ παρουσιασθῶ στὸν Ὑποδιευθυντή, νὰ ἐξηγήσω πὼς δὲν εἶχα δραπετεύσει, νὰ βεβαιώσω ὅτι βρίσκομαι στὴ θέση μοῦ, ἀλλὰ ὁ ἄγριος ἄνθρωπος δὲ θέλησε νὰ μὲ δεχθεί. Ὁ Βώκος, ποὺ ἦταν καὶ ἀνιψιὸς τοῦ, προθυμοποιήθηκε νὰ μεσολαβήσει. Ἐκεῖνος ὅμως τοῦ ἀπάντησε, ὅτι μιὰ φορά, ποὺ τηλεγράφησε στὸ ὑπουργεῖο δὲν μπορεῖ νὰ λέει καὶ ξαναλέει. Τὸ ἀποτέλεσμα ήτο, πὼς πέρασα ὧρες ἀγωνίας, ὥσπου νὰ γυρίσει τὴ Δευτέρα — Σαββατόβραδο εἶχαν γίνει ὅλα αὐτὰ — ὁ τακτικὸς διευθυντής, ὁ μακαρίτης Κουτσούκος, καὶ νὰ κανονίσει «ἐπιεικῶς» τὴν υπόθεσή μοῦ.

— Τί μοῦ ’’κανες καημένε Βώκο, τί μοῦ ’’κανες; τοῦ ἔλεγα.

Καὶ ὁ καλὸς Γεράσιμος ἤτανε, πράγματι, ἀπαρηγόρητος γιὰ τὸ κακό, ποὺ μοῦ εἶχε κάμει, «ἄθελα τοῦ, καὶ ποὺ δὲ μοῦ ἄφησε καμιά μνησικακία στὴ ψυχὴ μοῦ γιὰ τὸν ἀγᾶπητό μοῦ φίλο.

Ὁ Βώκος, ύστερ’ ἀπὸ λίγο, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ Ναυτικὸ καὶ ἀφοσιώθηκε, ὁλοκληρωτικὰ στὴ δημοσιογραφία καὶ στὴν τέχνη τοῦ λόγου. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἔβγαλε τὸ πρῶτο τοῦ μυθιστόρημα μὲ τὸν περίεργο τίτλο: «Ὁ Κύριος Πρόεδρος».

Τὸ μυθιστόρημα ἤτανε ἀκόμη σπάνιο εἶδος στὴν Ἑλλάδα. Ὅλοι ἔγραφαν διηγήματα, ἀλλὰ μετρημένοι στὰ δάχτυλα τοῦ ἑνὸς χεριοῦ, ἦταν ὅσοι ἀποφάσιζαν νὰ καταπιασθούν ἕνα ἔργο «μακρὰς ἀναπνοῆς», ὅπως τὸ μυθιστόρημα. Ὅταν πρωτοδιάβασα τὸν «Κύριο Πρόεδρο», ὀμολογῶ, ὅτι δοκίμασα τὸ πιὸ εὐχάριστο ξάφνισμα. Στὸ ἔργο αὐτὸ τὸ Βώκου, γύρω ἀπὸ τὸ συμβολικὸ κέντρο τοῦ Προέδρου τῆς Κυβερνήσεως, πλεκότανε, μὲ μιὰ βαθεῖα καὶ σαρκαστικὴ παρατήρηση, ἡ πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ ζωὴ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Μιὰ οἰκογένεια καταστρέφεται ἀπὸ τὴν προσήλωση τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς στὸ εἴδωλο τοῦ Κυρίου Προέδρου, στὸ εἴδωλο τῆς Πολιτικῆς. Καὶ στὴν οἰκογένεια αὐτὴ — μιὰ ἀντιπροσωπευτικὴ σύνθεση — καθρεφτίζεται ὅλη ἡ κοινωνικὴ κακομοιριὰ καὶ δυστυχία, ποὺ ἀφορμὴ τῆς εἶχε τὴν πολιτικομανία τῶν Ἑλλήνων. Γύρω ἀπὸ τὸ κεντρικὸ μῦθο τοῦ μυθιστορήματος τοῦ, ὁ Βώκος, προικισμένος ἀπὸ μιὰ ἔμφυτη παρατήρηση καὶ βοηθημένος ἀπὸ τὴ δημοσιογραφικὴ τοῦ πεῖρα, εἶχε πλέξει τὴν εἰκόνα, παρμένη ἀπὸ τὸ φυσικό, τοῦ δημοσίου μᾶς βίου, μὲ ζωντανότατες περιγραφὲς ὅλων τῶν ἀδύτων τῆς Ἑλληνικῆς γραφειοκρατίας, ἀπὸ τὸν ὑπουργικὸ προθάλαμο ὡς τοὺς διαδρόμους τῶν ὑπουργείων καὶ τῆς Βουλῆς. Δὲν ξέρω μὲ τί μάτια θὰ ’’βλεπα, τώρα, τὸ πρῶτο αὐτὸ μυθιστόρημα τοῦ Βώκου. Τότε ἡ ἐντύπωση μοῦ στάθηκε ανεπιφύλαχτα θαυμαστική. Καί, ὅταν ὁ Γαβριηλίδης μὲ παρακάλεσε νὰ γράψω μιὰ θερμὴ κριτικὴ γιὰ τὸ ἔργο τοῦ συνεργάτη τοῦ καὶ φίλου μοῦ, ἔγραψα φαίνεται τόσο θερμά, ὥστε τὸ ἄλλο πρωί, βρῆκα ἀπάνω στὸ γραφεῖο μοῦ, τὸ ἀκόλουθο σημείωμα τοῦ Γαβριηλίδη:

«Σᾶς παρεκάλεσα νὰ γράψετε θερμὰ διὰ τὸ ἔργον τοῦ Βώκου κι’ ἐσεῖς ἐγράψατε εἰς τὸν βαθμόν, ποὺ ζέει τὸ ὕδωρ. Σᾶς εὐχαριστῶ».

Πρέπει νὰ μιλήσει κανεὶς γιὰ τὴν τρέλα τοῦ Βώκου; Οἱ ἐπικήδειοι βιογράφοι τοῦ, στὶς ἐφημερίδες καὶ τὰ περιοδικά, μιλοῦν γι’ αὐτήν, μὲ ὑπαινιγμοὺς καὶ ὑπονοούμενα. Κάνουν λόγο γιὰ κάποιο ἀόριστο θλιβερὸ γεγονὸς στὴ ζωὴ τοῦ, γιὰ κάποια αρρώστια, γιὰ κάτι μοιραῖο τέλος πάντων, ποὺ ἀποφεύγουν νὰ τὸ προσδιορίσουν. Ύστερ’ ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ, νομίζω ὅτι ἡ ευλαβητική αὐτὴ ἐπιφύλαξη δὲν ἔχει κανένα νόημα. Ὁ ἀλησμόνητος φίλος μιλοῦσε, μὲ τόση ἀταραξία, ὁ ἴδιος γιὰ τὸ ἀτύχημα τοῦ, ἤτανε τόσο ἀνώτερος ἀπὸ τὴν αρρώστια τοῦ, ποὺ εἶχε ἀλλάξει μέσα τοῦ τὸ «ρυθμὸ τοῦ κόσμου», ὥστε δὲν ὑπάρχει κανένας λόγος νὰ μὴν τοῦ ἀναγνωρίσουμε τὴν ὑπεροχὴ τοῦ αὐτή, κρύβοντας ὅ,τι ποτὲ δὲ θέλησε νὰ κρύψει ὁ ἴδιος. Ἔπειτα ἡ τρέλα τοῦ Βώκου — ἕνα χρόνιο περιοδικὸ παραλήρημα — ἔπαιξε τόσο μεγάλο ρόλο στὴ ζωὴ τοῦ καὶ τὸ ἔργο τοῦ, ὥστε πολλὰ πράγματα καὶ ‘σ’ αὐτὴ καὶ σὲ τοῦτο, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἐξηγηθοῦν χωρὶς αὐτήν. Ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι περίεργο στὴν ψυχοπαθολογικὴ βιογραφία τοῦ Βώκου, εἶναι, ὅτι ύστερ’ ἀπὸ κάθε παροξυσμὸ τῆς αρρώστιας τοῦ, ποὺ τὸν κρατοῦσε κλεισμένο γιὰ μῆνες στὸ φρενοκομεῖο, ἔβγαινε μὲ μιὰ διαύγεια πνευματική, καὶ μὲ μιὰ δύναμη νὰ ἐξακολουθήσει τὴν ἐργασία τοῦ, ποὺ στάθηκε μυστήριο καὶ γι’ αὐτοὺς τοὺς ψυχιάτρους.

— Ύστερ’ ἀπὸ κάθε παροξυσμὸ τοῦ — εἶχαν προφητέψει πολλοὶ ψυχίατροι — θὰ βγαίνει πιὸ ἐλαττωμένος διανοητικά, ὥσπου νὰ καταλήξει στὴν ἄνοια, δηλαδὴ στὸ διανοητικὸ θάνατο.

Ὁ Βώκος, ὡστόσο, κλείσθηκε τέσσερες ἢ πέντε φορὲς στὸ φρενοκομεῖο, χωρὶς ‘ν’ ἀληθέψει ἡ πρόγνωση τῶν ψυχιάτρων. Ἤτανε σὰν νὰ μὴν τοῦ εἶχε συμβεί τίποτα καί, βλέποντας τόν, θὰ μποροῦσε νὰ ὁρκισθεῖ κανείς, πὼς ἐπιστρέφει ἀπὸ κάποιο εὐχάριστο ταξίδι σὲ γαλήνιες θάλασσες, καὶ ὄχι πὼς εἶναι ναυαγὸς δαρμένος ἀπὸ τὰ κύματα μιᾶς ἄγριας τρικυμίας.

— Τί γίνεσαι Γεράσιμε; Καιρὸ ἔχω νὰ σὲ ιδώ… τοῦ εἶπα τὴν πρώτη φορά, ποὺ τὸν ἀντάμωσα, ύστερ’ ἀπὸ τὸ φρενοκομεῖο, μὴ θέλοντας νὰ τοῦ δείξω, πὼς γνώριζα τίποτα ἀπὸ τὴν θλιβερὴ τοῦ περιπέτεια ἢ νὰ τοῦ τὴ θυμίσω.

Μὲ τὴ μεγαλύτερη γαλήνη τοῦ κόσμου καὶ μὲ τὴ μεγαλύτερη εἰλικρίνεια — τὴν εἰλικρίνεια ποὺ χαρακτήριζε πάντα τὸν τίμιο καὶ τὸν μονοκόματον αὐτὸν Ἀρβανίτη — μοῦ ἀποκρίθηκε:

— Πὼς νὰ μὲ ἰδεῖς, φίλε μοῦ; Ἐχθὲς βγῆκα ἀπὸ τὸ φρενοκομεῖο. Εὐτυχῶς εἶμαι πολὺ καλὰ τώρα. Ὁ κύριος Κατσαράς — μιλοῦσε πάντα μὲ σεβασμὸ καὶ εὐγένεια καὶ γιὰ τοὺς πιὸ στενοὺς τοῦ φίλους — μὲ βεβαίωσε πὼς ἔχω θεραπευθεί ἐντελῶς.

Ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη τοῦ καὶ μοῦ παρουσίασε τὸ πιστοποιητικὸ τοῦ φρενοκομείου, σα νὰ μοῦ παρουσίαζε ἕνα κοινότατο ἔγγραφο. Ὕστερα μοῦ εἶπε:

— Μέσα στὰ βιβλία μοῦ βρῆκα ἕνα λεξικὸ τοῦ Σχινά καὶ Λεβαδέως, ποὺ εἶχες τὴν καλοσύνη νὰ μοῦ δανείσεις πρὶν ἀπ’ τὴν αρρώστια μοῦ. Μὲ συγχωρεῖς πολύ, ποὺ τόσο ἄργησα νὰ σοῦ τὸ ἐπιστρέψω. Τὸ λάθος δὲν ἤτανε δικὸ μοῦ, καθὼς βλέπεις. Αὔριο θὰ σοῦ τὸ στείλω.

Τὴν ἄλλη μέρα βρῆκα τὸ λεξικὸ στὸ σπίτι μοῦ, ὅπως δὲ βρῆκα πολλὰ βιβλία, ἀπὸ ὅσα ἔχω δανείσει σὲ ἀνθρώπους, ποὺ δὲν τρελάθηκαν.

Αὐτὸς ἤτανε ὁ Βώκος, ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ φρενοκομεῖο.

Τίμιος, εὐθύς, ἀκέραιος, εὐγενὴς πάντα, γιὰ νὰ αποδειχθεί, μιὰ φορὰ ἀκόμα, ὅτι καὶ ἡ τρέλα σπάνια μπορεῖ νὰ κλονίσει τὸν ἠθικὸ χαρακτῆρα τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν εἶναι βαθιὰ ριζωμένος στὴν ύπαρξή τοῦ.

Ἡ εἰλικρίνεια αὐτὴ τῶν ἐξομολογήσεων τοῦ Βώκου ἔγινε ἀφορμή, κάποτε, νὰ μοῦ αποκαλυφθεί ὁ ψυχολογικὸς μηχανισμός, ποὺ μᾶς τὸν παρουσίασε ἄξαφνα ζωγράφο. Ἕνα βράδυ, περπατώντας στὴν ἔρημη πλατεῖα τοῦ Φαλήρου, οἱ δύο μᾶς, μοῦ ἔφερε μόνος τοῦ τὸ ζήτημα τῆς τρέλας τοῦ στὴν ξενιτιά. Εἶναι γνωστό, ὅτι ὁ Βώκος, ἀνταποκριτὴς τότε τῆς «Ἀκροπόλεως» στὴ Βιέννα, ἔπαθε τὴν πρώτη εκδήλωση τοῦ παραληρήματος τοῦ, ποὺ τὸν βασάνισε κατόπι περιοδικὰ — χωρὶς νὰ τὸν δαμάσει — σὲ ὅλη τοῦ τὴ ζωή. Ἡ θλιβερότατη εἴδηση ἔπεσε, τότε, σὰν κεραυνὸς στὴν Ἀθήνα. «Ὁ Βώκος τρελάθηκε». Ἄλλοι ἐξήγησαν τὸ πρᾶγμα μὲ τὴν πνευματικὴν ὑπερκόπωση, ποὺ τοῦ εἶχε κλονίσει τὰ νεῦρα τοῦ, ‘σ’ ἕνα κλῖμα ἐχθρικὸ γιὰ μιὰ μεσημβρινὴ φύση, σὰν τὴ δικὴ τοῦ, καὶ ἄλλοι μὲ τὴν στέρηση καὶ τὴν κακοπάθεια καὶ τὴν ἠθικὴν ἐπίδραση, ποὺ θὰ εἶχε βέβαια ‘σ’ ἕνα χαρακτῆρα τόσο περήφανο σὰν τὸ δικὸ τοῦ, ἡ ἔλλειψη χρημάτων σὲ ξένον τόπο, ἀφοῦ ἡ «Ἀκρόπολις» ποὺ βρισκότανε τότε σὲ οἰκονομικὴ κρίση, τοῦ καθυστεροῦσε τοὺς μισθοὺς τοῦ, τὸ μόνο τοῦ εἰσόδημα γιὰ τὴ φτωχικὴ τοῦ συντήρηση. Καὶ ὅλο τὸ βάρος τῆς εὐθύνης εἶχε πέσει στὸ φτωχὸ Γαβριηλίδη. Ὅπως υποδείχτηκε ὕστερα, ὅσο κι’ ἂν συνετέλεσαν γιὰ τὸ κακὸ οἱ δυσάρεστες βιοτικὲς συνθῆκες, ἡ αἰτία βρισκότανε βαθύτερα στὸν ὀργανισμὸ τοῦ. Ἤτανε ἕνα κακό, ποὺ ἄρχισε μοιραία τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ ποὺ ἔμελλε νὰ ἐξακολουθήσει.

Μοῦ μιλοῦσε, λοιπόν, ἐκεῖνο τὸ βράδυ, στὸ Φάληρο, γιὰ τὴν τρέλα τοῦ στὴν ξενιτιά. Νομίζω πὼς τὸν ἀκούω αὐτὴ τὴν στιγμὴ:

— Ἄκουσε — μοῦ εἶπε σταματώντας ἀπότομα — πὼς μοῦ πρωτοφανερώθηκε ἡ τρέλα μοῦ. Ἐκεῖ, ποὺ περπατοῦσα, ἕνα βράδυ, σὲ κάποια ἐξοχικὴ λεωφόρο, εἶδα ξαφνικὰ νὰ φωτίζεται ζωηρὰ ὁ οὐρανὸς στὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντος. Καὶ μέσα στὸ φῶς αὐτὸ εἶδα νὰ σχεδιάζεται, σὰν ἀπὸ χέρι ἀόρατου ζωγράφου, μία θαυμαστὴ εἰκόνα. Δὲν ἄργησα νὰ καταλάβω πὼς ἤτανε ἡ Ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος. Σὲ λίγο, ἔβλεπα καθαρὰ τὴν παράταξη τῶν Ἑλληνικῶν καὶ τῶν Περσικῶν πλοίων, τὰ γύρω βουνὰ τῆς Σαλαμῖνος καὶ τοῦ Αἰγάλεω, τὴν Ψυττάλεια, τὴ γνώριμη μοῦ θάλασσα, σὲ μιὰ σύνθεση καταπληκτική…

Ζήτησα νὰ μάθω μήπως ἡ φανταστικὴ εἰκόνα ἤτανε μία ἀναπαράσταση τοῦ ἔργου τοῦ Βολανάκη, ποὺ ἔτυχε νὰ ἰδοῦμε πολλὲς φορὲς μαζὶ στὴν αἴθουσα τοῦ Διευθυντηρίου τοῦ Ναυστάθμου.

— Ὄχι! μοῦ εἶπε. Ἤτανε κάτι ἐντελῶς διαφορετικό, κάτι ἀσυγκρίτως ἀνώτερο. Καὶ τὸ βλέπω ἀκόμα τόσο καθαρὰ μπροστὰ μοῦ, ὥστε, ἂν ἤμουνα ζωγράφος, θὰ μποροῦσα ‘ν’ ἀντιγράψω πιστὰ τὴν εἰκόνα ἀπὸ τὴ φαντασία μοῦ.

Καὶ τελείωσε τὴ διήγηση τοῦ, λέγοντας μοῦ, ὅτι κατόπιν δὲ θυμότανε τίποτε ἄλλο.

Ὁ Βώκος δὲν ἔγινε, λοιπόν, ἔτσι ἄξαφνα, ζωγράφος. Τὸ ἀρχικὸ τάλαντο τοῦ ἤτανε ἡ ζωγραφική. Καὶ ξαναγύρισε ‘σ’ αὐτὸ ἀπὸ τὸ γύρο τῆς λογοτεχνίας, ἀφοῦ ἔδειξε τὰ ζωγραφικὰ τοῦ χαρίσματα καὶ στὴν τέχνη τοῦ λόγου.

Δυστυχῶς ἤτανε λίγο ἀργά, γιὰ νὰ λάβει τὸ τάλαντο τοῦ καὶ τὴν τεχνικὴ καλλιέργεια, ποὺ θὰ μᾶς ἔδινε, ἴσως, ἀπὸ τὸ Γεράσιμο Βώκο ἕνα μεγάλο Ἕλληνα ζωγράφο.

Δύο σταθμοὶ ἐξαιρετικῆς συγκεντρώσεως καὶ ἐνεργείας στὴ ζωὴ τοῦ Γεράσιμου Βώκου, εἶναι Τὸ Περιοδικὸ μᾶς καὶ ὁ «Καλλιτέχνης», τὰ δύο περιοδικὰ τοῦ, στὰ ὅποια ἀφιέρωσε τὶς καλύτερες δυνάμεις καὶ ἱκανότητες τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματος τοῦ. Γιατὶ σὲ ὅ,τι καταπιανότανε ὁ ἀλησμόνητος φίλος ἔβαζε μέσα ὅλο τοῦ τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ ὅλη τοῦ τὴν εἰλικρίνεια, χωρὶς νὰ τὸν φοβίζουν οὔτε τὰ ἐμπόδια, οὔτε ἡ ἔλλειψη τῶν μέσων, οὔτε οἱ ἐναντιότητες τῶν καιρῶν καὶ τῶν περιστάσεων. Ἐννοοῦσε νὰ τραβήξει ἐμπρός, μὲ κάθε τρόπο, τελειώνοντας νὰ φορτώνεται τὰ πάντα μοναχὸς τοῦ, ὑπερήφανος καὶ χωρὶς παράπονο ἢ μεταμέλεια.

Θυμοῦμαι πὼς ἄρχισε Τὸ Περιοδικὸν μᾶς. Σχεδὸν μὲ τὸ τίποτε. Κανένας ἄλλος, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Βώκο, δὲ θὰ τολμοῦσε νὰ καταπιασθεί ἕνα περιοδικό, μὲ τόσο ἐκλεκτὴ ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερικὴ ἐμφάνιση, ὄχι ‘πια χωρὶς τὸ παραμικρότερο κεφάλαιο, ἀλλὰ οὔτε καλὰ καλὰ μὲ ὅσα ἐχρειάζοντο γιὰ τὰ τυπογραφικὰ τοῦ πρώτου τοῦ φύλλου. Καὶ ὅμως «Τὸ Περιοδικὸ μᾶς» παρουσιάσθηκε μὲ ἐκλεκτὴ ἐκτύπωση, καλὸ χαρτί, καλλιτεχνικὲς εἰκόνες καὶ; βινιέτες, μὲ μιὰ μορφὴ τέλος πολὺ νεωτεριστικὴ καὶ πολὺ πρωτότυπη γιὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ. Καὶ πρὸ πάντων μὲ ἐκλεκτὴ συνεργασία.

Παίρνω τυχαίως ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα τεύχη τοῦ περιοδικοῦ, (1 Ἀπριλίου 1900) ποὺ βρέθηκε στὰ χαρτιὰ μοῦ. Καὶ ἀντιγράφω τὰ περιεχόμενα τοῦ: «Οἱ Καταφρονηταὶ τοῦ Κοινοῦ ὑπὸ Κωστή Παλαμᾶ. Ὁ Ἀετιδεὺς τοῦ Ροστάν (μετάφρασις μιᾶς σκηνῆς ὑπὸ Σ.Ν.Π,Β) — Λίγα λόγια γιὰ τὴν Μουσικὴ μᾶς ὑπὸ Ν’. Δ. Πάππου — Ἕνα λείψανο, ποίημα Λάμπρου Αστέρη — Φελισιέν Ρωψ ὑπὸ Παύλου Νιρβάνα — Ὁ Ψυχαρισμὸς κι’ ἡ Ζωή, ὑπὸ Γιάννη Καμπύση — Οἱ Τύραννοι τοῦ Πνεύματος Φρειδερίκου Νίτσε — Ἡ Ἰλιάδα, μετάφρ. Ἄ. Πάλλη (ἀπόσπασμα) — Φύλλα τοῦ Δεκαπενθημέρου — Τὰ Ὡραία Γράμματα καὶ αἱ Τέχναι μὲ συνεργασία Παλαμᾶ, Πάππου, Νιρβάνα, Βλαχογιάννη — Ξέναι Φιλολογίαι (Γαλλική, Ἰταλικὴ) — Καλλιτεχνικὲς βενιέτες, βραβευμένες στὸ διαγωνισμὸ τοῦ «Studio», προσωπογραφία τοῦ Ρωψ καὶ ἀντίγραφα δύο ἔργων τοῦ: Τὸ Σκάνδαλον καὶ τὰ Νεκρὰ Φιλήματα».

Ἀλλὰ νομίζω ὅτι, καὶ σήμερα ἀκόμα, ἕνα περιοδικό, ποὺ θὰ παρουσίαζε ‘σ’ ἕνα φύλλο τοῦ ἕνα τόσο ἐκλεκτὸ καὶ συγχρονισμένο περιεχόμενο, θὰ μποροῦσε νὰ καυχηθεῖ γιὰ τὴν ἒμφάνισή τοῦ. Πόσους κόπους ὅμως, πόση προσωπικὴ ἔργασία, πόσα τρεχάματα, πόσες στενοχώριες εκόστισε ὅλη αὐτὴ ἡ εὐγενικὴ προσπάθεια στὸ Βώκο δὲν μπορεῖ νὰ τὸ καταλάβει κανείς, χωρὶς νὰ ξέρει ὅτι ὁ ἴδιος ἤτανε διευθυντής, διαχειριστής, διορθωτὴς τυπογραφικῶν δοκιμίων καὶ διεκπεραιωτὴς ἀκόμα τοῦ περιοδικοῦ τοῦ, μὲ μόνο τοῦ βοηθό, σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν ἐργασία ἕνα ξυπόλυτο λουστράκι, ποὺ ‘μ’ ἕναν εἰρωνικὸ ναρκισσισμὸ κολακευότανε νὰ τὸ ὀνομάζει «ὑπάλληλο».

Στὴ πρώτη αὐτὴ περίοδο τοῦ «Περιοδικοῦ μᾶς» συνεργάσθηκα στενὰ μὲ τὸ Βώκο. Τὸν βοήθησα ὅσο μποροῦσα, μὲ τὴν εὐχαρίστηση ποὺ προσφέρει κανεὶς τὴ μικρὴ τοῦ βοήθεια σὲ μιὰ ὑπόθεση, ποὺ τὴν ξέρει καὶ τὴν πιστεύει ἄδολη καὶ εὐγενικά. Ἕκτος ἀπὸ τὰ ἐνυπόγραφα ἄρθρα, ὅλη σχεδὸν τὴν ἄλλη ὕλη τοῦ περιοδικοῦ τὴ γράφαμε οἱ δύο μᾶς. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Βώκος ἀγαποῦσε νὰ φαντάζεται τὸ περιοδικὸ τοῦ, ὅπως ὀνειρευότανε νὰ τὸ κάνει μὲ τὸν καιρὸ — εὐγενικὲς πάντα οἱ φιλοδοξίες τοῦ — σὰν ἕναν μεγάλο ἐκδοτικὸ ὀργανισμό, μοῦ έδωκε κάποτε καὶ τὴν ἐπίσημη θέση μοῦ στὴν ἐπιχείρηση, μὲ τὸν ἑξῆς χαριτωμένο τρόπο:

Κάποτε λάβαμε στὸ γραφεῖο τοῦ περιοδικοῦ ἕνα γράμμα τοῦ Φιλέα Λεμπέγκ, τοῦ γνωστοῦ κατόπιν ἑλληνιστὴ καὶ συνεργάτη τοῦ «Mercure de France», ποὺ κανένας ἀκόμη δὲν τὸν ἤξερε τότε στὴν Ἑλλάδα. Ὁ καλὸς αὐτὸς φίλος τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων μᾶς ζητοῦσε διάφορες πληροφορίες γιὰ τὴν φιλολογικὴ κίνηση, ποὺ ἀτελέστατα ἀκόμα τὴ γνώριζε καὶ μᾶς φανέρωνε τὴν ἐπιθυμία τοῦ νὰ ἔρθει σὲ κάποια ἐπαφὴ μὲ τοὺς φιλολογικοὺς μᾶς κύκλους.

— Ἀπάντησε τοῦ εσύ… μοῦ εἶπε ὁ Βώκος.

— Τὸ πιὸ σωστὸ θὰ ἤτανε — τοῦ εἶπα — νὰ τοῦ ἀπαντήσεις ἐσύ, ὡς διευθυντὴς τοῦ περιοδικοῦ. Ἔμενα ποὺ μὲ ξέρει; Ἐκτὸς ἂν θέλεις νὰ τοῦ κάνω ἐγὼ τὸ γράμμα, ἂν δὲν ἔχεις ἐσὺ καιρό, καὶ νὰ τὸ ὑπογράψεις.

— Όχι!… ἐπέμεινε. Νὰ τὸ γράψεις ἐσύ. Καὶ νὰ ὑπογράψεις Γραμματεὺς τῆς Συντάξεως — Secrétaire de la Rédaction.

Καὶ τὴν τελευταία γαλλικὴ φράση τὴν ἐπρόφερε, μὲ κάποια ὑπερηφάνεια γιὰ τὸ γεγονός, ποὺ ἔτσι καὶ στὰ ψέματα, τὸ «Περιοδικὸ μᾶς» εἶχε ἀποκτήσει καὶ Γραμματέα τῆς Συντάξεως.

Δὲν τοῦ χάλασα τὸ χατίρι. Στὰ μεγάλα παιδιά, ὅπως καὶ στὰ μικρά, δὲν πρέπει νὰ τοὺς χαλάει κανεὶς ποτὲ τὸ χατίρι. Κι’ ἔγραψα στὸ Λεμπέγκ. Ἀπὸ τότε ἄρχισα μιὰ πυκνὴ ἄλληλογραφία μαζὶ τοῦ, τὸν κατατόπισα ὅσο μποροῦσα στὰ φιλολογικὰ μᾶς πράγματα, καί, γιὰ πολὺν καιρό, μαζὶ μὲ τὸν Πορφύρα, ποὺ τὸν γνώρισε καὶ προσωπικὰ στὸ χωριὸ τοῦ, τὴ Νεβίλ Βω, σὲ κάποιο τοῦ ταξίδι, εἴμαστε οἱ μόνοι φιλολογικοὶ τοῦ φίλοι στὴν Ἑλλάδα. Ἔτσι τὸ Περιοδικὸ μᾶς ἔγινε ἡ πρώτη ἀφορμὴ ‘ν’ ἀποκτήσουν τὰ ἑλληνικὰ γράμματα ἕνα τόσον ἐκλεκτὸ καὶ ἀφοσιωμένο ἀπολογητὴ τοὺς στὶς στῆλες τοῦ Mercure de France.

Η Αυτοπροσωπογραφία του Γεράσιμου Βώκου, προ της συντήρησης του Αρχείου Νεοελληνικής Τέχνης

Ἡ συνεργασία μοῦ αὐτὴ μὲ τὸ Βώκο μοῦ ἔχει ἀφήσει ἂλησμόνητες ἀναμνήσεις. Δὲ θὰ ξεχάσω πρὸ πάντων, τὸν χαριτωμένο τρόπο, μὲ τὸν ὅποιον, μεταφράστηκε στὸ τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ, ποὺ ανάφερα παραπάνω, μία σκηνὴ ἀπὸ τὸν «Ἀετιδέα» τοῦ Ροστάν. Γιὰ τὸ ἔργο αὐτό, ποὺ ἐρχότανε ύστερ’ ἀπὸ τὸν περίφημο «Συρανό ντὲ Μπερζεράκ» καὶ ποὺ τὸν ἥρωα τοῦ ἐνεσάρκωνε στὸ θέατρο τῆς ἡ Σάρα Μπερνάρ, μὲ ὅλα τῆς τὰ γεράματα, εἶχε γίνει μεγάλος λόγος στὴ Γαλλία καὶ σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Ὁ Βώκος — ποὺ ἤτανε πάντα μέσα τοῦ δημοσιογράφος, γνωρίζοντας τὴν ἀξία τῆς ἐπικαιρότητος — ἤθελε νὰ παρουσιάσει πρῶτος στοὺς ἀναγνῶστες τοῦ ἕνα ἀπόσπασμα τοῦ φημισμένου ἔργου. Ἕνα πρωί, ἔφτασαν ἔξαφνα, τὰ «Annales Politiques et Litteraires», ποὺ δημοσίευαν μία ἐκτεταμένη σκηνὴ ἀπὸ τὴ Β’ πράξη τοῦ «Ἀετιδέως», τὸ μόνο ἀπόσπασμα τοῦ ἔργου τοῦ, ποὺ εἶχε φανεί ὡς τότε καὶ στὴ Γαλλία ἀκόμα. «Τὸ Περιοδικὸ μᾶς» βρισκότανε στὰ πιεστήρια. Στὸ ταπεινὸ γραφεῖο τοῦ Βώκου ετύχαμε μαζεμένοι ὁ Στρατήγης, ὁ Πορφύρας κι’ ἐγώ.

— Αὐτὴ τὴ σκηνὴ πρέπει νὰ τὴν ἔχουμε, χωρὶς ἄλλο, στὸ αὐριανὸ τεῦχος, μεταφρασμένη σὲ στίχους… μᾶς εἶπε ἀποφασιστικὰ ὁ Βώκος.

— Ἀλλὰ πὼς εἶναι δυνατό; τοῦ εἴπαμε ἀπορημένοι. Ποιὸς θὰ τὴ μεταφράσει;

— Ὅλοι μᾶς καὶ μέσα σὲ δύο ὧρες τὸ πολύ. Ἐμπρός! Ἂς τὸ μοιραστοῦμε. Θὰ πάρει ὁ καθένας ἀπὸ ἕνα κομμάτι καὶ δὲ θὰ τὸ κουνήσει ἀπ’ δῶ, ἂν δὲν παραδώσει τὸ κομμάτι τοῦ.

Καὶ μὲ τὴν τελευταία λέξη, κλείδωσε ἀπὸ μέσα τὴν πόρτα τοῦ γραφείου τοῦ καὶ ἔχωσε τὸ κλειδὶ στὴν τσέπη τοῦ. Ἤμαστε πλέον αἰχμάλωτοι τοῦ, Καὶ ἀρχίσαμε τὴ μετάφραση. Καθένας τελείωνε, ἔδινε τὸ κομμάτι τοῦ καὶ ἔφευγε. Ὁ Πορφύρας εἶχε μείνει τελευταῖος.

— Ἐσὺ σα μικρότερος — τοῦ εἶπε ὁ Βώκος — θὰ μείνεις ἐδῶ νὰ τὸ κοιτάξουμε πάλι ὅλο μαζί. Δὲν ἔχεις νὰ σαλέψεις.

Δὲν ξέρω πόσο ἔμεινε ἀκόμα ὁ Πορφύρας αἰχμάλωτος τοῦ Βώκου. Ἀργότερα μᾶς ἔλεγε, ὅτι, γιὰ ‘ν’ ἀποκτήσει τὴν ἐλευθερία τοῦ, ἀναγκάστηκε νὰ πηδήσει ἀπὸ τὸ παράθυρο. Τὴν ἄλλη μέρα ὅμως «Τὸ Περιοδικὸ μᾶς» ἐκυκλοφόρησε μὲ μιὰ ἀρκετὰ καλὴ μετάφραση τῆς σκηνῆς τοῦ Ἀετιδέως», ποὺ θεωρήθηκε, ὅπως καὶ ἤτανε, μιὰ δημοσιογραφικὴ ἐπιτυχία, ποὺ δύσκολο θὰ ἤτανε νὰ τὴν πραγματοποιήσει καὶ καθημερινὴ ἐφημερίδα. Ἡ μετάφραση ἤτανε ὑπογραμμένη μὲ τὰ ἀρχικὰ ψηφία: Σ.Ν.Π.Β. (Στρατήγης, Νιρβάνας, Πορφύρας, Βώκος). Ἤτανε ἡ μετάφραση τῶν τεσσάρων, ὅπως κάποιο Διήγημα τῶν Δέκα, ποὺ δημοσίευσε τὸ «Μπουκέτο».

Ἀπὸ τὴ μετάφραση αὐτὴ θυμοῦμαι τοὺς περίφημους στίχους ποὺ βάζει ὁ ποιητὴς στὸ στόμα τοῦ κατασκοπευομένου Ἀετιδέως καὶ ποὺ εἶναι ἡ εἰρωνικὴ φιλοσοφία τοῦ διαζευκτικοῦ «Ἀλλὰ»:

Ἡ ΑΡΧΙΔΟΥΚΙΣΣΑ

Τί συμβαίνει;

Ὁ δοὺξ δὲν εἶναι ἐλεύθερος καθ’ ἄλλα;

ΔΙΙΔΡΙΧΣΤΑΪΝ

Ἔ, ὁ πρίγκηψ

Δὲν εἶναι μὲς στὴ φυλακή, αλλά…

Ὁ ΔΟΥΞ

Ἀλλὰ θαυμάζω

Αὐτὸ τὸ ἀλλὰ σας… Ξέρετε αὐτὸ τὸ ἀλλὰ τί λέει;

Δὲν εἶμαι μὲς στὴ φυλακή, Θεὲ μοῦ, Αλλά… Καὶ ὅμως

Δὲν εἶμαι μὲς στὴ φυλακὴ αλλά… τὸ λέει ὁ λόγος

Οὔτε ἕνα δευτερόλεπτο φυλακισμένος εἶμαι!

Ἀλλὰ τριγύρω μοῦ παντοῦ καὶ πάντα βλέπω κόσμο.

Φυλακισμένος!… νιώστε τὸ καλὰ ὅτι δὲν εἶμαι!

Ἀλλὰ κι’ ἂν μοῦ ’ῤθει νὰ χωθῶ βαθύτερα στὸν κῆπο

Κάτω ἀπὸ κάθε φύλλο ἀνθεῖ, ἄξαφνα, κι’ ἕνα μάτι.

Φυλακισμένος βέβαια δὲν εἶμαι, ἀλλ’ ἂν θελήσουν

Νὰ μοῦ μιλήσουνε κρυφά, στὴν πόρτα εὐθὺς ἀπάνω

Φυτρώνει ξάφνου ἕνα αὐτὶ σὰν μανιτάρι! Ὄχι

Δὲν εἶμαι μὲς στὴ φυλακή, ἀλλά, σὰν ‘βγω καβάλ

Νοιώθω τὴν τρυφερὴ τιμὴ κρυμμένης συνοδείας.

Τώρα δὲν εἶμαι ὁλότελα στὴ φυλακὴ βεβαίως!

Ἀλλὰ διαβάζω δεύτερος τὰ γράμματα μοῦ πάντα.

Δὲν εἶμαι μὲς στὴ φυλακή, ἀλλὰ τὴ νύχτα βάζουν

Ἕνα λακὲ στὴ πόρτα μοῦ, νά, τοῦτον, ποὺ περνάει.

Ἐγώ, ὁ δοὺξ τοῦ Ράιχσταδ φυλακισμένος ὄχι!

Μετὰ «τὸ Περιοδικὸ μᾶς» — τί πρωτότυπος ἀλήθεια καὶ ὁ τίτλος — δεύτερη γενναία προσπάθεια τοῦ Βώκου, ύστερ’ ἀπὸ χρόνια, στάθηκε ὁ «Καλλιτέχνης», περιοδικὸ ἀφιερωμένο στὴν τέχνη, μοναδικὸ στὸ εἶδος τοῦ γιὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ καὶ ποὺ σημειώνει ἕνα σταθμὸ στὴν ἱστορία τοῦ περιοδικοῦ μᾶς τύπου. Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ αὐτὸ — ἀπομακρυσμένος τότε, μὲ τὴν ἐργασία μοῦ ἀπὸ τὸ Βώκο ὅπως καὶ ἀπὸ τὴν κατοπινὴ τοῦ πολύτροπη ἐργασία — δὲν ἔχω, δυστυχῶς προσωπικὲς ἀναμνήσεις. Ἔχω ὅμως μιά, ἰδέα τί εκόστισε σὲ κόπους καὶ ἔνταση νεύρων ἡ εὐγενικὴ αὐτὴ προσπάθεια στὸν ἀλησμόνητο φίλο.

Ἔτσι ὅλη τοῦ ἡ ζωὴ ὡς δημοσιογράφου, ὡς καλλιτέχνη, ὡς ζωγράφου ὡς ἐκδότη, ὡς ἀνθρώπου, στάθηκε μιὰ ἀκατάβλητη ἀφοσίωση στὴν ὑπηρεσία τοῦ ὡραίου. Καὶ γιὰ λίγους ἴσως θὰ μποροῦσε νὰ εἰπωθεῖ ὅτι ανεπιφύλαχτα μπορεῖ νὰ χαραχθεί στὸ ἐπιτάφιο μάρμαρο τοῦ ξενιτεμένου τάφου τοῦ Γεράσιμου Βώκου: Έπεσεν ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων.