Ρόζα Λούξεμπουργκ (Νίκου Καζαντζάκη, 1927)
Category : Modern Greek Aestheticism & Antiquity , Uncategorized
Κίνησα πρωί πρωί γιά το Διόνυσο, στήν Πεντέλη. Κρατούσα τα «Γράμματα» της Ρόζας Λούξεμπουργκ κ’ ήθελα νά τά διαβάσω ψηλά. στή μοναξιά, κάτου από τά πέφκα.

Γυάλιζε ό αέρας άκίνητος κι άστραφτε σαν άτσάλι· άπάνου του, σάν ξόμπλια σμαλτομένα, τά δέντρα, οι πεταλούδες, τά σπίτια τών ανθρώπων. Ή Πεντέλη μπροστά μου, ή μάνα, μέ τον ανοιχτοπληγωμένον κόρφο, πού είχε γεννήσει τους θεούς· ζερβά μου ο Πάρνης, γαλάζιος και τραχύς. Μύριζε το θυμάρι, η αφάνα, οι βελόνες τών πέφκων, διχαλωτές, έσταζαν τον ήλιο.
Δυο χωριάτες, δυνατοί σάν κάπροι, προσπέρασαν βαριά, τά μάτια τους μικρά και πονηρά, σα ζώου πού ενεδρέβει, το πρόσωπό τους σαν αίμα χτυπημένο. Μιλούσαν αρβανίτικα και μάλωναν, κι ώς διάβηκαν από μπροστά μου ο αέρας βρώμισε και πολλή ώρα δέν μπορούσα ν’ αναπνέψω.
Σε λίγο, μιά χαρά μεγάλη. Ένα σκυλί, με φτενό, όλο νόηση κεφάλι, ήρθε κοντά μου κι άρχισε να με ακλουθάει χαρούμενο, μέ όρθια την ουρά, γαβγίζοντας.
Στο Διόνυσο βρήκα ένα παλιό μου φίλο. Είχα χρόνια νά τον δώ. Απ’ τούς ήρωϊκούς αγώνες μας για τη δημοτική γλώσσα, τά μανιφέστα πού ξαπολούσαμε, τις κρυφές μας συνεδρίες στά υπόγεια ενός μεγάλου σπιτιού, τους νέους πού φέρναμε στά κατηχούμενα τούτα νά τούς φωτίσουμε, να πληθύνουμε, ν’ άνεβούμε από τά υπόγεια, νά φωτίσουμε τήν Ελλάδα!
Έπειτα σκορπίσαμε. Άλλοι παντρέφτηκαν,άλλοι βαρέθηκαν, άλλοι διορίστηκαν κ’ ήσύχασαν. Όταν τούς συναντώ στο δρόμο, κάνω πως δεν τους βλέπω από έβγένεια— φοβούμαι μήπως θυμηθούν καί κοκινίσουν. Μά σήμερα δέν μπόρεσα νά ξεφύγω. Μόλις πρόβαλα στο μικρο ξενοδοχείο του Διόνυσου, νά ο φίλος μου με το μπαστούνι του, με το καπέλο γυριστό, να μην τον κάψει ο ήλιος, γλυκοκουβέντιαζε με πέντε έξη κοπέλες. Πώς πάχηνε· Τά μάτια του είσαν πρισμένα, τά μάγουλά του κρεμόνταν, το πηγούνι του αναπάβουνταν απάνου στο διπλό πριγούλι.
“Πώς πάχηνες! του είπα.
-Ναι, πήρα τον κατήφορο. Στρώνω τραπέζι για τα σκουλήκια. Γεροντόπαχο. Δε σκοτίζομαι πια για τίποτα, δεν μπορώ να αφομοιώσω καμιά καινούρια ιδέα. Είμαι ήσυχος.
Και σε λίγο πρόσθεσε:
-“Άλλαξαν οι συνήθειές μου. Παντρέφτηκα βλέπεις. Δεν περπατώ πια, βαριέμαι. Αγαπώ τις απλές κουβέντες, τη μαστίχα και τα παιδιά μου.
Θέλησα να του θυμίσω τους αγώνες μας. Όλα τα θυμόταν ήσυχα, χωρίς θλίψη, χωρίς ντροπή.
-“Κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Σήμερα οι νέοι άλλαξαν. Γίνηκαν επαναστάτες, δε σέβουνται.”
Μα καθόλου δε θεράπευε πια την καρδιά μου όλη τούτη η ωραιότητα. Σαν παμπάλαιη μου φάνηκε Σειρήνα, που μάταια μάχουνταν να μας γοητέψει και να ξεχάσουμε το τραχύ, χωρίς γλύκα κι ωραιότητα σύγχρονο χρέος.
Έφριξα. Μιά στιγμή θάρρεψα πώς άρχισε ό φίλος μου ν’ άποσυνθέτεται καί νά μυρίζει. ’Έφυγα. Άρχισα ν’ ανεβαίνω το βουνό. Κουδούνια, πρόβατα άκούστηκαν, σά νερά πού κατεβαίνουν το δάσο έβώδιαζε ρετσίνα, ή θάλασσα άστραψε ξαφνικά, πνοή γλυκύτατη φύσηξε καί δρόσισε τά μελίγγια μου.
Μά καθόλου δέ θαράπεβε πιά τήν καρδιά μου όλη τούτη ηη ώραιότητα. Σάν παμπάλαιη μου φάνηκε Σειρήνα, πού μάταια μαχόταν νά μάς γοητέψει καί νά ξεχάσουμε τό τραχύ, χωρίς γλύκα κι ώραιότητα, σύγχρονο χρέος.
’Ανέβαινα βιαστικός, κλεισμένος μέσα στήν άγωνία μου. Σήμερα μιά γυναίκα άσκημη, χλωμή, άπελπισμένη, ανένδοτη, είταν μαζί μου- ώς άγγιζε το χέρι μου το μικρό βιβλιαράκι τής Ρόζας Λούξεμπουργκ, έφρισσα, σά νά μέ άγγιξε το νευρικό, νεκρό της χέρι καί μέ οδήγαε.

Μια μέρα την είχα δει σε μια μικρή γερμανική πολιτεία, πάνου σε ένα τραπέζι, να μιλάει σε χιλιάδες εργάτες και πεινασμένους. Είταν αδύναμη, σα ραχητική, φορούσε ένα παλιό σάλι, έτρεμε από το κρύο κ΄ έβηχε. Μα πότε δεν θα ξεχάσω την κραβγή που τινάχτηκε από το ανεμικό της στόμα κι ανέβηκε στον ουρανό: «Ελεφτερία, φως, δικαιοσύνη. Να χαθούμε, όλοι αδέλφια, για να σώσουμε τη γης!».
Πολλοί κλαίγαν, άλλοι βλαστημούσαν και φοβέριζαν. Οι καλοθρεμμένοι αστοί περνούσαν και σφύριζαν. Ήρθαν οι αστυφύλακες και την κατέβασαν από το τραπέζι και την πήραν στη φυλακή. Ποτέ δε θα ξεχάσω τη ματιά της προς τους αψηλούς, βάρβαρους στρατιώτες. Έλεος, αγανάχτηση και θλίψη. Σα να μετρούσε πόσο σκοτάδι υπάρχει ακόμα, πόση σκλαβιά και τι αγώνας χρειάζεται!
Μιαν άλλη μέρα: Είχε κηρυχτεί ο παγκόσμιος πόλεμος, τα γερμανικά σιδερόφραχτα στρατέματα κίνησαν να δρασκελίσουν τα σύνορα και να μπουν στη Ρωσία.
Άξαφνα, μια χλωμή γυναίκα ώρμησε, στάθηκε απάνου στα σύνορα κι άνοιξε τα δυο μικρά της αδύναμα χέρια να σταματήση τους στρατούς που προχωρούσαν. Είταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Τη φυλακίζουν. Από τη φυλακή της κοιτάζει τον ήλιο, τα πουλιά, τα σύννεφα, ακουμπισμένη στα κάγκελα.
Ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού διαβάζω τα γράμματα της στην αγαπημένη της φιλενάδα, τη Σόνια:
«Κάποτε μου φαίνεται πως δεν είμαι ανθρώπινο πλάσμα, μα ένα πουλί ή ένα οποιοδήποτε ζώο, που πήρε ανθρώπινη μορφή. Περσότερο ταιριάζει στην ψυχή μου μια γωνίτσα περβόλι, ένα χωράφι και να ΄μαι ξαπλωμένη στο χορτάρι, ανάμεσα στα έντομα, παρά να βρίσκουμαι σ’ ένα συνέδριο σοσιαλιστικό. Σε σένα μπορώ να κάμω μια τέτοια εξομολόγηση, γιατί βέβαια δε θα με φανταστείς εσύ πως προδίνω την ιδέα. Το ξέρεις, πως με όλα αφτά, ελπίζω να πεθάνω στο μετερίζι μου: σε μια μάχη στα οδοφράγματα ή μέσα στη φυλακή…».
Γιομάτη επικίντυνα πλούτη κι αντινομίες ήταν η ψυχή της, όπως κάθε μεγάλη ψυχή.
Και παρακάτου γράφει:
«Τη στιγμή που σου γράφω ένας μεγάλος βάβουλας μπήκε στο κελί της φυλακής μου: το γιομώνει με τη βαριά, σα βαρύτονου, φωνή του. Τί ωραίος που είναι, τί βαθύτατη χαρά ζωής αναπηδάει μέσα από το βούισμά του, το γιομάτο δύναμη, ζέστα καλοκαιριάτικη και μυρωδιές από τα λουλούδια!»
«Σονίτσα» γράφει μιαν άλλη μέρα, «παραπονιέσαι με λόγια πικρά γιατί με κρατούν τόσον καιρό φυλακή και φωνάζεις: «Πώς είναι δυνατόν οι ανθρώποι να ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων;» Αγαπητό μικρό μου πουλί, σε όλη την ιστορία ανθρώποι ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων, κ’ η αδικία τούτη, έχει βαθύτατα τις ρίζες της στις υλικές συνθήκες της ζωής.
Μονάχα η έξέλιξη, μέσα άπό άναρίθμητες σπασμωδικές κρίσεις, μπορεί νά φέρει τή λύτρωση. Σήμερα ζούμε ένα από τά πιό τρικυμισμένα κεφάλα της εξέλιξης αύτής καί σύ ρωτάς: Πρός τι όλα τούτα; Το ρώτημα τούτο δέν έχει νόημα όταν αγκαλιάσείς αλάκαιρο τον κύκλο της ζωής. Προς τί να υπάρχουν πουλιά στον κόσμο; Δεν ξέρω. Μα χαίρουμαι που υπάρχουν και γλυκότατα παρηγοριέμαι, γρικώντας ξαφνικά ένα βιαστικό “τσι-τσι-μπε” να μου έρχεται μακριάθε, απάνου από τον τοίχο.
Άλλωστε υπερτιμάς τη γαλήνη μου. Δυστυχώς η εσωτερική μου ισορροπία και μακαριότητα ταράζεται κι από τον πιο ανάλαφρο ήσκιο που περνάει ποπάνου μου κι υποφέρω τότε αδήγητο μαρτύριο. Μα τις στιγμές αυτές μου είναι αδύνατο να προφέρω λέξη.».
Σέ ένα άλλο γράμμα της περιγράφει μέ πόνο τά βουβάλια πού σέρνουν μεγάλα κάρα καί κουβαλούν στις φυλακές τά αίματωμένα ρούχα από τον πόλεμο. Ενας στρατιώτης τά χτυπούσε καί χάραζε, έως στο αίμα, τή ράχη τους :
«Τήν ώρα πού ξεφορτώνουν τά κάρα, τά βουβάλια έμεναν άκίνητα, έξαντλημένα καί το ένα, εκείνο πού έτρεχε αίμα, κοίταζε θλιμένο, ίσα, μπροστά του. Όλη του η μορφή και τα μεγάλα του μάβρα μάτια, τα τόσο γλυκά, είχαν τήν έκφραση παιδιού πού τιμωρήθηκε σκληρά χωρίς να ξέρει την αιτία· έκλαψε πολύ καί δέν ξέρει πιά πώς νά γλιτώσει από το μαρτύριο κι από τη κτηνώδη βία.
Στεκόμουνα μπροστά στο κάρο καί το πληγωμένο ζώο με κοίταζε. Τά δάκρυα τινάχτηκαν από τα μάτια μου· είσαν τά δάκρυά του. Ώ δύστυχο βουβάλι μου, αγαπημένε, φτωχέ άδερφέ, είμαστε κ’ οί δυο ανυπεράσπιστοι και βουβοί, ενωμένοι κ’ οι δυο στον πόνο στην ανημποριά και στη λαχτάρα!»
Θάμα είναι η ευαισθησία τούτη της καρδιάς σε μια γυναίκα με τόση οξύτατη λογική και διαλεκτική δεινότητα και σοφία.
Κι ακόμα περισσότερο η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε και την Τρίτη ανώτατη αρετή: Δεν είταν μονάχα λεπτότατα παθαινόμενη καρδιά, δεν είταν μονάχα ανυπέρβλητα λαγαρός θεωρητικός νους – μα είταν και μια ζωή γιομάτη Π ρ ά ξ η : αμείλικτος πολεμιστής, έτρεχε από πόλη σε πόλη, μιλούσε στις πλατείες, στα καφενεία, στα εργοστάσια, πήγαινε μπροστά από τους εργάτες σε συλλαλητήρια κι απεργίες.
«Σονίτσα, Σονίτσα, κράτα ό,τι κι αν γίνει, τη γαλήνη σου και την ηρεμία. Τέτοια είναι η ζωή και πρέπει να την παίρνεις όπως είναι, με γενναιότητα, με όρθιο το κεφάλι και με χαμόγελο στα χείλη, μπροστά και ενάντια στα πάντα!»
Και το τελευταίο της γράμμα, λίγο πριν την σκοτώσουν:
«Η ψυχή μου βρίσκεται σε τέτοιο πυρετό, που είναι αδύνατο να δέχουμαι πια τους φίλους μου και να νιώθω πως μας επιβλέπουν οι φύλακες. Το βάσταξα με υπομονή όλα τούτα τα χρόνια κι αν είσαν άλλοι καιροί, θα ‘κανα υπομονή. Μα τώρα που όλα συθέμελα άλλαξαν, δεν το ανέχουμαι πια. Να μ’ επιβλέπουν την ‘ωρα που μιλώ και να να μη με αφήνουν να προφέρω λέξη για ό,τι βαθύτατα μ’ ενδιαφέρει, μου κατάντησε τόσο μαρτύριο, που προτιμώ να στερηθώ κάθε επίσκεψη, ωσότου να μπορέσουμε να ιδωθούμε σαν ελέφτεροι άνθρωποι».
Σε λίγο καιρό, τον Γενάρη του 1919, τη σκότωσαν!
Αχ! Πως ανέβηκε ξαφνικά, μέσα στην Πεντέλη, η κραβγή: – Β ο ή θ ε ι α !
Δεν είταν μια γυναίκα που φώναζε – ήταν η κραβγή, η σημερινή, αλάκαιρης της Γης.
Κατέβαινα το βουνό ταραγμένος. Τα δάκρυα είχαν τιναχτεί από τα μάτια μου. Πώς όταν είδα τη γυναίκα τούτη στη μακρυνή πολιτεία να φωνάζει, απάνου στο τραπέζι, μικρή, αδύναμη κι άσκημη, πώς να μη χυθώ να σφίξω το χέρι της και να πάω μαζί της! Μα θυμούμαι, πειράχτηκα κι απόστρεψα το πρόσωπό μου. Ένας γιατρός, που ήταν μαζί μου είπε: «Θα είναι υστερική· θα την πάντρευα να ησυχάσει». Κι εγώ γέλασα, θυμούμαι.
Φρίσσω λογιάζοντας πόσο κτήνος μπορεί να ‘ναι ο άνθρωπος, χωρίς να το νοιώθει. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ξεπέσει τόσο, μεγαλήτερη αμαρτία δεν έκαμα.
Και τώρα τα δάκρυα ανεβαίνουν, μια καρδιά χτυπάει και γιομίζει με αντίλαλο την ερημιά, η ζωή ανασηκόνεται όλη απάνου στους αδύναμους, καμπουριασμένους ώμους της χλωμής τούτης μεγαλομάρτυρης αδελφής.
Έφυγε η κραβγή από το στήθος της, λεφτερώθηκε από το εφήμερο κορμί της και δουλέβει, φωνάζοντας πολεμικά, μέσα στα στήθη των ανθρώπων.
Τέτοια η κραβγή της λευτεριάς. Έκαμε χρόνια να φτάσει και να χτυπήσει την ψυχή μου. Άλλες ψυχές, πιο χαμηλά, πιο πέρα, ακόμα δεν τη γρίκησαν. Βλέπουν μια γυναίκα ν’ ανοίγει το στόμα της, να σηκόνει τα χέρια απάνου σ’ ένα τραπέζι, μα δεν ακούν τί λέει: ύστερα από πέντε, δέκα χρόνια, θ’ ακούσουν· κι η ψυχή τους θα τιναχτεί κραβγάζοντας.
Η κραβγή της Ρόζας Λούξεμπουργκ σκίζει τα σωθικά μας:
–Β ο ή θ ε ι α !»
Ο αέρας άλλαξε, αναπνέμε μιαν άνοιξη βαρειά, γιομάτη θειάφι. Ποιος φώναξε; Εμείς φωνάζουμε, οι αδικημένοι ανθρώποι! Κ’ ύστερα σιωπή· ξεχνούμε από τεμπελιά, από συνήθεια, από φόβο. Μα ξάφνου πάλι η κραβγή σκίζει τα σωθικά μας. Γιατί δεν είναι απόξω, δεν είναι μακριά, δεν έρχεται, για να μπορούμε να ξεφύγουμε – μέσα στην καρδιά κάθεται η κραβγή και φωνάζει.
Ανίλεη, αφστηρή είναι η στιγμή που περνούμε. Δε στρέφουμε πια το πρόσωπό μας στον ουρανό, ζητώντας βοήθεια. Ξέρουμε, ουρανός και γης είναι ένα. Ο νους μας είναι ο ποιητής ουρανού και γης· αυτός ανάλαβε όλη την ευθύνη του χαμού ή της σωτηρίας. Ο νους μας είναι σαν το «Μικρό Σκορπιό» μιας αφρικάνικης παράδοσης, που αν την ήξερε, πολύ θα την αγαπούσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ.
«Ο μ ι κ ρ ό ς σ κ ο ρ π ι ό ς ε ί π ε: – Ε γ ώ, ο μ ι κ ρ ό ς σ κ ο ρ π ι ό ς π ο τ έ δ ε θ α ε π ι κ α λ ε σ τ ώ τ ο ό ν ο μ α τ ο υ Θ ε ο ύ. Ε γ ώ, ο μ ι κ ρ ό ς σ κ ο ρ π ι ό ς, ό τ α ν θ έ λ ω ν α κ ά μ ω τ ί π ο τ α, θ α τ ο κ ά μ ω μ ε τ η ν ο υ ρ ά μ ο υ !»

Στο περιοδικό Ηλύσια το 1927, τεύχος 1, 22 Μαΐου 1927, σελ. 12- 15.