Κάρμα Νιρβαμή ~ Requiem

Κάρμα Νιρβαμή ~ Requiem

Requiem

περ. Πινακοθήκη,

Ετος Ζ’, Μάρτ. 19Ο7, σελ. 3 – 4.

Υπογρ. Κάρμα Νιρβαμή, Ξανατ. στό περ. Νέα Εστία, Τόμ. 64, 1 Ιουλ. 1958, σελ. 1024 – 25.

Συντρίμμια από βράχους κι από φύκη το πλέξαν το σπιτάκι μας στην άκρη του γιαλού. Κατώφλι του γίνονται οι αφροι και η αρμύρα και στη στέγη του απάνω αγαπούν ακόμα και σμίγουν ακόμα απελ ισμένα μέσα στον θάνατο τα κογχύλια. Από τα βάθη του πέλαγου ανέβαιναν κατρακυλώντας τα όμορφα πετράδια χρόνια και χρόνια τώρα κι απλώθηκαν χάμω στο βράχινο σπιτάκι μας και μας έστρωσαν κρεββάτια πέτρινα.

Ποιά ήταν η νεράιδα – την είδες εσύ; που μας πήρε από το χέρι, μάς επέρασε από τους βράχους, μέσα από τα νερά, απάνω από το τριζοβολητό των άμμων κι έσκυψε χαμογελώντας και μας έσπρωξε σιγά – σιγά, κι απαλώτατα στο βράχινο σπιτάκι ;

Ένα κύμα εγέλασε την ώρα που μπαίναμε, εσύρθηκε ίσα με τα πόδια μας και κάτι μάς είπε κι έφυγε. Ένα πουλί του γιαλού τ’ άκουσε, επέταξε από ένα βράχο απέναντι, έσκυψε και μας είδε κι έφυγε. Κάτι είπε στον αγέρα και τα μαλλιά μας εκινήθηκαν ξάφνου κι εφιληθήκαν από κάποιο μυστικό, αγέρινο χάδι.

Πέρα, στα βάθη, καράβια ακινητούσαν και του κάκου, μάς φαινόταν, προσπαθούσαν να χωρίσουν τον ουρανό από τη θάλασσα.

Απάνω στον γιαλό εβάραινεν ο ήλιος.

Και είπα: Ο Άγγελος της Αγάπης και της Οδύνης είναι αδελφοί. Στα βάθη μόνο τα γαλανά κι ασάλευτα των νερών κοιμάται πεθαμένη η Γαλήνη. Η καρδιά μου λαμποκοπά απάνω στα κύματα και βουλιάζει – ώ πώς βουλιάζει βαρειά από τον πόνο και πηγαίνει νάβρει απελπισμένη την αγάπη μου πεθαμένη στα βάθη των νερών…

Έβαλε το χέρι της απάνω στο χέρι μου – ω πόσο κρύο ήταν το χέρι της σαν νάβγαινε από τα βάθη του γιαλού ! και μουπε : “Πού κυττάζεις;” Ανατρίχιασα όλος και την κύτταξα.

Το σώμα της διαγράφεται έμορφότατο απάνω στο πέτρινο κρεββάτι. Ένα κύμα πάλι εγέλασε. Από το άνοιγμα ενός βράχου, απέναντι, δυο μάτια γαλανά κάποιας νεράιδας μ’ εκύτταζαν. Απάνω στη στέγη αγαπούσαν, κολλημένα, τα κογχύλια.

Το πόδι της το ένα ήταν πλεγμένο. απάνω στο άλλο σε ηδονικώτατες καμπυλότητες γραμμών και το ένα χέρι της τής ήταν προσκεφάλι και το πρόσωπό της το μισό φαινόταν και τα μαλλιά της έπαιζαν απάνω κι’ από τα κλειστά της τα ωχρότατα χείλη ανέβλυζε κι εχυνόταν αθόρυβα σ’ όλο της το πρόσωπο και σ’ όλο της το σώμα, θαρρούσες, ένα χαμόγελο.

Μπροστά μας από τη σχισμάδα του βράχου όλοι οι θεοί της θάλασσας συνάχτηκαν και τη θωρούσαν. Κι ένοιωσα, εγέμισε το βράχινο σπιτάκι μας ανοιγοκλείσματα φτερών, κι ανατριχιάσματα φιλημάτων και μέσα στη ψυχή μου έννοιωσα όλους τους θεούς της θάλασσας να γέρνουν και να τη θωρούνε…

Έβαλα τη ψυχή μου απάνω στα κύματα, τα χέρια μου απλώθηκαν απελπισμένα στη περιώδυνη μουσική του θανάτου που ανέβαινε από τα σπλάχνα του γιαλού κι απάνω στα μνήματα που ανοίγουν τα κύματα εξάπλωσα τις ελπίδες μου όλες και τις χαρές μου όλες, εκύτταξα την αγάπη μου που χαμογελούσε στα πέτρινα κρεββάτια και είπα : «Ο Άγγελος της Αγάπης και του Θανάτου είναι αδελφοί. Όταν Σου λέω πώς Σ’ αγαπώ, μην το πιστεύεις. Αν αγαπώ τα μάτια Σου τα μεγάλα τ’ αγαπώ γιατί μοιάζουν της Αγαπημένης μου. Αν αφίνω απάνω στο κορμί Σου να γέρνουν οι επιθυμίες μου όλες, το κάνω γιατί το κορμί Σου είναι όμορφο κι όταν κοίτεται ξαπλωμένο απάνω σε πετράδια του γιαλού μού ενθυμίζει την Αγαπημένη μου. Αν μ’ αρέσει η αγάπη Σου και την αφίνω να σαπίζει σιγά – σιγά το κορμί μου όλο και να διαφθείρει τη ψυχή μου και να σκάφτει όληνυχτίς τα θεμέλια του νου μου – μ’ αρέσει γιατί μοιάζει και στην έκταση και στην ωμορφιά και στην ελπίδα που δίνει του θανάτου με την Αγαπημένη μου… Ακουσε, όταν Σου λέω πως Σ’ αγαπώ, μην το πιστεύεις… Αγαπώ μίαν άλλη. Τα μπράτσα Σου του κάκου πλέκονται στο κορμί μου και του κάκου αλυσσοδένεις τον νούν μου με την αγάπη… Μια νύχτα ο πόνος εδάγκωσε κι εκομμάτιασε τη ζωή μου. Εκατέβηκα κι απλώθηκα στην αμμουδιά και είπα τον πόνο μου. Πέρα ως πέρα, γιαλό – γιαλό, χυθήκανε σε μουρμουρητό τα παρηγορητά της.

Εκείνη είναι η Μεγάλη, η Αιώνια, ή Παρηγορήτρα. Εσύ τί είσαι ; Της έδωκα εκείνη τη νύχτα τη ψυχή μου. Σ’ ένα σπασμένο βράχο στη μέση – μέση του γιαλού είναι από τότε η ψυχή μου δεμένη. Εκεί τελούνται τα μεσάνυχτα οι μυστικές και περιώδυνες ενώσεις. Οι θυγατέρες του Γέρου Ωκεανού έρχονται χαμογελούσες και μου κάνουν συντροφιά. Τα πουλιά του γιαλού με γνωρίζουν και μ’ αγαπούνε. Εκεί ανοίγονται οι φλέβες της ψυχής μου και η ζωή μου όλη χύνεται απάνω στα κύματα. Οι νεράιδες θέλουν να με λύσουν και να με σύρουν στον αέρινο χορό των. Μην αλυσσοδένεις τη ζωή μου με την αγάπη…»

Έπλεξε το κορμί της γύρω μου και μ’ εκύτταξε στα μάτια κι ανατρίχιασα.

Ναι, ναι το ξέρω, ένα μυστήριο αρμενίζει στα μάτια Σου. Όταν Σ’ αγκαλιάζω θαρρώ αγκαλιάζω τη θάλασσα όλη. Την Αγαπημένη μου. Ίσως νάσαι η μικρογραφία Eκείνης, της ‘Αληθινής… Ποιος ξέρει… Τα μυστήρια που κρύβετε οι δυό Σας ποιός τα ξέρει;… Έχεις κι εσύ τη δύναμη να ξερριζώνεις και να κομματιάζεις όπως Εκείνη βράχους και καράβια, ζωές εσύ κι αθωότητες κι Ιδανικά που σηκώνουνε κεφάλι μπροστά σ’ Εσένα. Σε κυττάζω όλη, μέσα στο βράχινο σπιτάκι μας. Σε κυττάζω όλη, και νοιώθω, δίνεις κι Εσύ τις ίδιες ελπίδες και στα μάτια Σου και στις καμ πυλότητες του κορμιού Σου νοιώθω τις ίδιες υποσχέσεις. Την απέραντη, την παντοδύναμη, την αγιάτρευτη νοσταλγία του θανάτου… Να βουτήσει κανείς με το κεφάλι μπροστά, με κλειστά τα μάτια, με τα χέρια ανοιχτά στο Μυστήριο και στο Αίνιγμα. Να μην υπάρχει πλειά, να τον πετούν τα κύματα και να τον παίρνουν πάλι και νάχει κλειστά τα μάτια και πεθαμένη τη ψυχή. Ακουσε, μην τρέμεις. Αν Σ’ αγαπώ, Σ’ αγαπώ γιατί νοιώθω πώς με πεθαίνεις ολημέρα, γιατ’ είσαι το μονοπάτι που φέρνει στην άλλη, την αιώνια, την αληθινή μου Αγάπη, γιατί νοιώθω πως μόνο τα μικρά Σου χέρια, τα λευκότατα, και μόνο τα χείλη Σου, τα ωχρότατα, και τα μεγάλα Σου μάτια μόνο μπορούν να με κάνουν να πεθάνω όλος, μην τρέμεις, να πεθάνω όλος – και το σώμα και η ψυχή.

ΚΑΡΜΑ ΝΙΡΒΑΜΗ