Εβρυκολάκιασε ;
Category : book reviews , Modern Greek Aestheticism & Antiquity
Εως τώρα γνωρίζαμε πως ο Πλάτων Ροδοκανάκης και ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος έφθασαν έως τις αίθουσες του δικαστηρίου για την πρώτη δίκη για λογοκλοπή εν Ελλάδι. Ο Ροδοκανάκης, έχοντας αφηγηθεί την πλοκή του διηγήματός του στους Γιαννόπουλο, Χρηστομάνο, Παλαμά και Κατσίμπαλη, Το βυσσινί τριαντάφυλλο βρέθηκε να διαβάζει λίγες ημέρες μετά πάνω – κάτω την ίδια ιστορία γραμμένη από τον φίλο του, Χρηστομάνο, (σύμφωνα με την γνώμη του, βεβαίως) ως επερχόμενο θεατρικό, υπό τον τίτλο Τα τρία φιλιά. Ο Χρηστομάνος ισχυρίστηκε το ακριβώς αντίθετο, πως ο Ροδοκανάκης τον είχε ρουφήξει σαν το σφουγγάρι. Στην δίκη, ο Ροδοκανάκης, είρων και ωραίος, απεφάνθη πως στο έργο του οι πρωταγωνισταί δίδουν “χίλια φιλιά” και όχι τρία, ενώ ο Κωστής Παλαμάς υπέδειξε πως και οι δύο είχαν αντιγράψει έναν νέον, λεγόμενον Κάρμα Νιρβαμή, το Νίκο Καζαντζάκη και το Οφις και Κρίνο. Περισσότερα στην εργασία της κυρίας Ειρήνης Σουργιαδάκη περί του θέματος.
Έχει προταθεί φιλολογικά, αλλά και λογοτεχνικά (Στη μνήμη ενός μικρού παιδιού) και ο Ροδοκανάκης και ο Χρηστομάνος να αφηγούνται λογοτεχνικώς την πραγματική ιστορία του έρωτος του Περικλή Γιαννόπουλου για τη Σοφία Λασκαρίδου. Βγαίνουν οι ημερομηνίες; Δεν ξέρουμε, αλλά καλύτερα ας το αφήσουμε στη φαντασία. Εκείνο το οποίο δεν γνωρίζαμε έως τώρα ήταν η παρακάτω πλαστή θεατρική κριτική του Ροδοκανάκη σε μία προσπάθεια παράστασης της Κερένιας Κούκλας του άσπονδου φίλου του. Ενδεχομένως, επίσης, να πήγανε έως τα δικαστήρια μόνο και μόνο για την πρόκληση. Φίλοι ήταν, δούλευαν μαζί σε αρχεία και καφενεία. Βιτριολικός, είρων, παιγνιώδης, μεταφυσικός και αυτοσαρκαζόμενος, ο Πλάτων Ροδοκανάκης μέσα σε δύο παραγράφους σατιρίζει την ίδια την δικαστική τους διαμάχη, τις ηθοποιούς της εποχής , Κυβέλη και Σοφία Σπανούδη.

ΕΒΡΥΚΟΛΑΚΙΑΣΕ;
Μήπως ο Χρηστομάνος εβρυκολάκιασε ; Το ανήσυχον πνεύμα που δεν ημπορούσε να μένη ευχαριστημένον αν δεν έκλειε την ημέραν του με το μπέρδευμα όλων των λογίων, που συναντούσεν. εις τον δρόμον του, μήπως επέρασε με ένα σάλτο την ‘Αχαιρoυσίαν, και έρχεται να μας δώση σβερκιές με ένα μάτσο ασφοδελών, που κρατεί εις το χέρι εν είδει μαστιγίου ; Αλλά ποιος ετελετούργησε τα μάγια που μας έφεραν οπίσω μίαν αγαπητήν μέν μορφήν, η οποία όμως καλά θα έκαμνε να εξακολουθούσε περιφερομένη κά τω από τα κυπαρίσσια του Ἅδου, ὅπου τόσα μεγαλεία σύρουν την πορφύραν των αναμνήσεων και όπου οι εγωϊσμοί του πνεύματος και του αίματος παρέχουν ευμεταχείριστον λαβήν διά τσακώματα, με τα οποία θα εγλεντούσεν η μεστή ειρωνείας μορφή του διδασκάλου ;
Αν τον εξήγειρε κατά των επιζώντων η τελευταία επιχείρησις της αγαπητής του Κυβέλης, αναλαβούσης να αναβιβάση εις το θέατρόν της την «Κερένιαν Κούκλαν», τότε δεν βλέπω δια ποιον λόγον ή μήνες του νεκρού συγγραφέως δεν στρέφεται κατά του κ. Χόρν, του παρασύραντος την Λιόλιαν εις ένα παρόμοιον τόλμημα. Μέχρι τοῦδε ενόμιζα, ότι οι μάκαρες εξηκολούθουν να δροσίζουν τα χείλη των εις τα ύδατα της Λήθης, αλλά φαίνεται ότι η λειψυδρία δεν είνε αποκλειστικών προνόμιον της αιωνίας πόλεως, διότι δεν εξηγείται αλλέως το κυνηγητό που έκαμεν ο Χρηστομάνος προ ολίγων ημερών εις την πλαζ του Παλαιού Φαλήρου, κραδαίνων ένα ρεβόλβερ εις την δεξιάν. Θα τον σκοτώσω, εφώναζεν. Αυτό το είδε και το ήκουσεν η Κυβέλη, η οποία κατοικεί εις το Παλαιόν και συνεπώς κοιμάται επί τόπου. Τώρα, ότι όλα αυτά εξετυλίχθησαν με κλειστά τα βλέφαρα κάτω από την κουνουπιέρας, δεν έχει καμμίαν σημασίαν, διότι από της εποχής του Ιακώβ, τα ενύπνια παίζουν ρόλον εις την ζωήν των ανθρώπων και ο ονειροκρίτης είνε το μάλλον διαδεδομένον βιβλίον του κόσμου.
– Αί… Να σου πω… Είδα στον ύπνο μου να σε κυνηγά ο Χρηστομάνος για να σε σκοτώση… εκεί στην πλάι του Παλαιού Φαλήρου. Ἐβαστοῦσε ἕνα ρεβόλβερ καὶ ἐφώναζε· Θὰ τὸν σκοτώσω ! Καὶ σὺ ἔφευγες τρεχᾶτος γιὰ νὰ γλυτώσῃς…

Την καταδίκην μου την ήκουσα ένα απόγευμα που εγίνοντο η πρόβες του «Πανοράματος», από την φίλην καλλιτέχνιδα. Ευρίσκοντο αρκετοί γνωστοί εις τα καθίσματα της πρώτης σειράς και η κυρία Σοφία Σπανούδη, η συμπαθής λογία και μουσικός, καταλαμβάνουσα με το μώβ φόρεμα της ένα ολόκληρον πάγκον πέντε θέσεων, εστράφη, και με το σύνηθες απέραντον ύφος της, μου είπε.
– Αϊ, τώρα πια ετελείωσε… Θα πεθάνης κακομοίρη…
Αποτεινομένη δε προς την Κυβέλην ηρώτησε με ενδιαφέρον.
– Του τράβηξε, ψυχούλα μου ; Του τράβηξε, Κυβελίτσα
-Όχι… μόνο που τον εκυνηγούσε…
– Αϊ, τότε, συνεπέρανεν η κυρία Σπανούδη με μίαν ανακούφισιν, μπορείς και να γλυτώσης, κακομοίρη….
Το πραγμα καθίστατο σοβαρόν. ‘Ηρχισα να σκέπτομαι ότι μία σπονδή από γάλα, ένα λευκό πιτσούνι και άφθονα γιασεμιά, επάνω εις τον τάφον του αδυσώπητου φίλου μου, ίσως και εξηυμένιζον το πνεύμα του. Αλλά δεν επρόφθασα να εκπληρώσω τον πόθον μου αυτόν, διότι την ιδίαν νύκτα επήρχετο η έκρηξις του κακού και εις διάστημα δύο ημερών, ετράβηξα τόσα από την αιφνιδίαν κακοδιαθεσίαν, όσα μόνον χρηστομάνειος εφευρετικότης θα μπορούσε να επιβάλη εις το θυμά του. Ευτυχώς εγλύτωσα και την φοράν αυτήν. Διαμαρτύρομαι όμως διά τήν και πέραν του τάφου καταδίωξιν ταύτην. Υποθέτω ότι οι παλαιοί φιλολογικοί καυγάδες δεν έπρεπε να του εμπνεύσουν την υπόνοιαν, ότι συνετέλεσα και εγώ εις την διαπόμπευσιν της «Κερένιας Κούκλας» του.. Διά να είμαι μάλιστα μακράν από τα γενόμενα, ούτε καν παρευρέθην εις τας δύο παραστάσεις της διασκευής. Ιδού λεπτομέρειαι, τας οποίας έπρεπε να λάβη υπ’ όψιν το βρυκολακιάσαν πνεύμα και να στρέψη το ρεβόλβερ του κατά των ενόχων.



Π. ΡΟΔΟΚΑΝΑΚΗΣ