Η Μούσα του Χορού ~ Νικόλαος Επίσκοπος
Category : Modern Greek Aestheticism & Antiquity
ΑΠΟ ΗΜΕΡΑΣ ΕΙΣ ΗΜΕΡΑΝ
Η ΜΟΥΣΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ
Εις όλας τας συναναστροφάς, όλους τους χορούς και όλας τας σπανίας εσπερίδας, εις τας οποίας παρευρίσκομαι αυτάς τας ημέρας, βλέπω μίαν λευκοφόρον, πάντοτε την ιδίαν, φέρουσαν μελανήν προσωπίδα και κρατούσαν λύραν εις την χείρα, η οποία παρέρχεται σιγηλή και μελαγχολική έμπροσθέν μου.
Χθές πάλιν, ενώ εκαθήμην εις την άκραν της φωτολούστου αιθούσης σύρων το άζθος της ανίας και του φράκου μου και προσεπάθουν να παρηγορήσω την οικοδέσποιναν, διότι δεν ήρχοντο προσωπιδοφόροι και της έφερνα παραδείγματα σχετικά από την Αγίαν Γραφήν, η λευκοφόρος διήλθε πάλις επιμόνως με την μελανήν προσωπίδα έμπροσθέν μου.
Δεν ανθείξα και την επλησίασα και της είπα:
-Μου επιτρέπετε να σας δώσω τον βραχίονά μου, κυρία μου;
Δεν μου απήντησεν, αλλ’ εστηρίχθη ηρέμα εις την χείρα μου.
Και ήρχισα να της λέγω ανοησίας, όπως είνε επιβεβλημένον εις όλους τους χορούς.
Αλλ’ εκείνη έστρεψε βραδέως τους οφθαλμούς, με εκάρφωσεν εις εν βλέμμα ήρεμον αλλά παρατεταμένον και μου είπεν:
-Κύριε. Είμαι η μούσα Τερψιχόρη, θυγάτηρ, ως γνωρίζετε, του Διός και της Μνημοσύνης.
Δεν το εγνώριζα, αλλά προσέκλινα ευσεβάστως.
Η άγνωστος εξηκολούθησεν:
-Από τας αυγάς του κόσμου ευρίσκομαι παντού, όπου η διονύσειος μέθη δίδει πτερά εις τους πόδας, ενώνει τα σώματα και κάμνει να θριαμβεύει εις το φως η δόξα της ανθρωπίνης κινήσεως, η υγεία των χαλκίνων μυών, των χειρών των νευρωδών. Εγώ σκορπώ τας δυνάμεις τας αποταμιευμένας, αι οποία ψάλλουν την επιτηδειότητα των σωμάτων, την τάσιν των εις εναγκαλισμούς και εις καταστροφάς και εγώ εις την τρέλλαν της κινήσεως φλέγω τα μέλη, κυλίω μίαν σταγόνα θείας παραφροσύνης μέσα εις το αίμα και κάμνω τα σώματα ελαφρότερα.
Όπου ευρίσκομαι, εκεί μία ατμοσφαίρα επιθυμίας απλούται, εν σύννεφον πυρωμένων πνοών πλημμυρεί το πάν και το αίμα, ζωογονούμενον, δίδει φιλήματα θερμά εις όλας τας γωνίας των σαρκών. Ιδού· είμαι εδώ και ο στρόβιλος, βλέπετε, θ’ αρχίση και βροχή πειρασμών πίπτει βραδέως εκ των άνω επί όλων και άνωθεν των χρωμάτων των εσθήτων, άνωθεν των οραμάτων της γάζης, άνωθεν των μαύρων ενδυμάτων και των σωμάτων των συνδεδεμένων, άνωθεν της μέθης των φώτων και των προσώπων, αυτός ο αήρ, ερεθιζόμενος από την πνοήν μου, λαμβάνει μέρος εις την έκφανσιν της ανθρωπίνης μέθης και εκείνος ακόμη πάλλεται και ζωογονείται από αίμα θερμόν και νομίζεις, ότι τώρα θα συγκλονίση και αυτός έξαλλος το κενόν και θα ζωντανεύση παντοδύναμος. Είμαι η αδελφή της χαράς, η χύνουσα την θείαν μέθην· η μόνη, η οποία σκορπίζω πτερά εις τα βαρέα ατυχή σώματα των θνητών, και τους κάμνω να συγκοινωνούν μίαν στιγμήν με τας πηγάς της ζωής και να μεταρσιούνται εκείθεν του κόσμου εις θείαν στιγμήν λήθης και εγκαταλείψεως. Οι άνθρωποι εις την παρουσίαν μου μεταλαμβάνουν την χαράν της ζωής. Είμαι η μούσα Τερψιχόρη…
-Ελπίζω ότι εφέτος είσθε ευχαριστημένη από τους χορούς μας.
-Ναι · η φυλή σας όμως είνε αναιμική και λιπόψυχος. Εις τας αυγάς της ανθρωπότητος οι χοροί ετελείωναν με αίμα· οι άνθρωποι εδάγκωνον εις τον ενθουσιασμόν των τας θηλείας και πολλάκις ο Διόνυσος τους έκαμνεν εις το κατακόρυφον του ενθουσιασμού των να πίπτουν κάτω με σπασμούς.
-Τωόντι ημείς δεν δαγκάνομεν. Ομολογουμένως αυτό είνε κατάπτωσις…
-Εις την πατρίδαν μας άλλοτε όταν εχόρευον τον πυρρίχιον έβλεπε κανείς θριάμβους σωμάτων και θριάμβους χαράς. Οι γέλωτες ανήρχοντο εις υγιά στόματα με τριάκοντα δύο οδόντας και έβλεπε κανείς εις την ευστροφίαν των σωμάτων εν τω χορώ τους μαχητάς της αύριον και τας γυναίκας, αι οποίαι εχρησίμευον ως υποδείγματα διά τον Φειδίαν και τας μητέρας αι οποίαι ητοίμαζον στρατιώτας εις τους Σπαρτιάτας…
-Τωόντι δεν είσθε ευχαριστημένη, κυρία Τερψιχόρη;
-Ο χορός υπήρξεν εις την Ελλάδα της άλλοτε, ένας από τους μεγάλους παιδαγωγούς διά την διάπλασιν των σωμάτων και δια την ανύψωσιν των ψυχών προς την χαράν. Βλεπετε τώρα ότι υπό τας συσφίγξεις των σωμάτων οι πόδες υποφέρουν χορεύοντες · ότι τα σώματα τρίζουν και τρέμουν και πολλάκις νομίζω ότι αι χορεύτριαί σας θα θραυσθούν κλίνουσαι εις υπόκλισιν. Διέρχομαι, ως βλέπετε, μελαγχολική και ξένη και ολονέν μαραίνομαι. Εις τον μεσαιώνα, όταν η πατρίς μας είχεν ήδη αποθάνει, ηδυνάμην να ζήσω πάλιν ακμαία εν μέσω των ωραίων ιπποτών, οι οποίοι εδέχοντο τας μεγάλας πληγάς και έδιδον τους μεγάλους εναγκαλισμούς και όταν επέστρεφον από τας μάχας από χώρας μακρυσμένας, όπου κατεδίωκον το ιδανικόν, εμέθυον εις μίαν εσπέραν, σφίγγοντες και συστρέφοντες ως λείαν το αγαπητόν και ονειρώδες σώμα της δεσποίνης των. Έζησα αιώνας δυνάμεως εις τας αυλάς της Κωνσταντινουπόλεως, εις την τρέλλαν της Βενετίας, εις την αυλήν των Μερβιγκίων και των Βουρβώνων. Και τώρα; Τώρα οι άνθρωποι χορεύουν στυγνοί ως εις επικηδείους και νομίζει κανείς ότι εν πνεύμα αόρατον, εις πειρακτήριος θεός, εις μικρός σάτυρος διέρχεται από όλα τα ώτα και ψιθυρίζει εις τους στροβιλιζόμενους το λόγιον των τραππιστών…»Αδελφοί ·αύριον θ΄αποθάνωμεν…»
Προσεπάθησα να παρηγορήσω την θεάν.
-Κυρία Τερψιχόρη, της είπα. Όλα τα πράγματα παρέρχονται εις αυτόν τον κόσμον. Υποθέτω, ότι, μολονότι είσθε θεά, σας καταλαμβάνει και σας ο φόβος του θανάτου. Εγηράσατε, κυρία Τερψιχόρη. Φορείτε προσωπίδα και είμαι βέβαιος ότι, αν την ανεγείρω ολίγον, θα ίδω τας ρυτίδας να σας φιλούν εις όλας τας γωνίας του προσώπου και τα οστά σας να προέχουν. Εγηράσατε και εγηράσαμεν, κυρία Τερψιχόρη. Επί δώδεκα μήνας θα χρειασθή πάλιν να χωρισθώμεν και θα επανέλθετε πάλιν να ίδητε δύο αναιμικούς χορούς, δέκα ζεύγη ποδών με στενά υποδήματα συστρεφομένων με πόνους και με νυγμούς. Λυπούμαι, ότι δεν δύναμαι να σας παρηγορήσω δι’ όλα αυτά, αλλά πρέπει να σπεύσω να παρηγορήσω την οικοδέσποιναν, η οποία μάτην τοποθετεί τας διόπτρας της διά να ίδη προσωπιδοφόρους και μάτην κλείει τους οφθαλμούς διά να μη ίδη πόσον αδηφάγως της καταβροχθίζουν τα σάνδουιτς στόματα άνευ προσωπίδων. Καλή νύκτα σας, κυρία Τερψιχόρη. Προσπαθήσατε να περιποιηθήτε τον εαυτόν σας. Υποθέτω, ότι έχετε και οδόντας εφθαρμένους. Πρέπει να μεταβήτε ταχέως εις τον οδοντοϊατρόν…
Ν. Επ.