Από το δυσεύρετο περιοδικό “Νέον Πνεύμα” που ευρίσκεται στο Αρχείο του Εργαστηρίου Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Πατρών, παρουσιάζουμε το παρακάτω βιβλιογραφημένο, πλην σπάνιο πεζό του Περικλή Γιαννόπουλου. Ένας συγγραφέας που αγαπά τον αδύναμο, τον άνθρωπο που βασανίζεται στο κρύο, γραμμένο με τον τρόπο του Octave Mirbeau, πιθανότατα βασιζόμενο στο μυθιστόρημα Sébastien Roch (1890) όπου ο Μιρμπώ αφηγείται τις τραυματικές μαθητικές του εμπειρίες σε ένα σχολείο Ιησουητών, όπου οι μαθητές κακοποιούνταν και το διήγημα La Mort du père Dugué . Αρκετά διαφορετικός εδώ ο νεώτερος Γιαννόπουλος στην αφήγησή του, ανθρώπινος και λιγότερο νιτσεϊκός από όσο τον έχουμε συνηθίσει.
Ο Περικλής Γιαννόπουλος, σύμφωνα με την εγγραφή στο Μητρώο Αρρένων του Δήμου Πατρέων γεννήθηκε το 1871 στην Πάτρα. Σπούδασε στο Α’ Γυμνάσιο Αρρένων της πόλεως, από το οποίο αποφοίτησε το 1886, τα ίδια χρόνια με τον Ανδρέα Καρκαβίτσα και τον Δημήτριο Γούναρη. Το Α’ Γυμνάσιο τότε βρισκόταν στην Πλατεία Βασιλίσσης Όλγας (σήμερα Πλατεία Όλγας). Το κτήμα της οικογένειάς του βρισκόταν στη θέση “Μποζαΐτικα” στα περίχωρα των Πατρών. Πλησίον του σημερινού “Πόρτο Ρίο”. Ωστόσο, οι πληροφορίες παραμένουν συγκεχυμένες για την οικογενειακή του καταγωγή ως προς τον πατέρα του. Στην πρώτη έκδοση του Ιστορικού Λεξικού των Πατρών του ιστοριοδίφη των Πατρών Κωνσταντίνου Τριανταφύλλου διαβάζουμε για τον Γιαννόπουλο:
Ο Περικλής Γιαννόπουλος σε σκίτσο της Σοφίας Λασκαρίδου.
Η Σοφία Λασκαρίδου, κόρη του Λάσκαρη Λασκαρίδη, της παλαιάς οικογενείας με καταγωγή από τον Πρίγκηπα της Τενέδου Εμμανουήλ, το γένος Χρηστομάνου, γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου 1876 και πέθανε στις 13 Νοεμβρίου 1965, στην Αθήνα. Σύμφωνα με την ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς της, η οποία βρέθηκε στο προσωπικό της κασελάκι, που πρόσφατα διέσωσε ο Δημήτρης Παπαγεωργόπουλος, υπεύθυνος του Αρχείου Νεοελληνικής Τέχνης «Σοφία Λασκαρίδου», φαίνεται πως η πρωτοποριακή ζωγράφος συστηματικά πείραζε την ημερομηνία γεννήσεώς της, με μία συγκινητική διάθεση μυθοπλασίας. Λίγο μετά την αυτοκτονία του αγαπημένου της, κι αφού μαζί με την αγαπητή φίλη της Νένη περιποιήθηκαν και μύρωσαν το νεκρό σαν κούρου σώμα του, η Σοφία αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Έζησε όμως ως τα βαθιά γεράματα, ζωγραφίζοντας και οπλοφορώντας. Αν και ως τη δεκαετία του ’30 αρνείτο να το παραδεχτεί επωνύμως, πρόλαβε λίγο πριν πεθάνει να αφηγηθεί την ζωή της και τον μυθιστορηματικό έρωτά της για τον Περικλή Γιαννόπουλο, στο συμπλήρωμα της Αυτοβιογραφίας της το 1960, με τίτλο “Από το Ημερολόγιό μου : Μια αγάπη μεγάλη”:
Η Σοφία Λασκαρίδου από την Θάλεια Φλωρά, 1900 – 1901, Πηγή: Συλλογή Αρχείου Νεοελληνικής Τέχνης «Σοφία Λασκαρίδου». Κορνίζα σκαλισμένη από την εικονιζομένη Σοφία.
“Η μεγαλύτερη ευτυχία, μα και η πιο μεγάλη δυστυχία της ζωής μου, γεννήθηκε από μια μοιραία συνάντησι. Ερχόταν αντίθετα από μένα, λίγα βήματα μας χώριζαν. Στάθηκε, άθελα· στάθηκα κι εγώ. Τα μάτια μας συναντήθηκαν. Έβγαλε το καπέλλο. Σαν φωτοστέφανος έλαμψαν τα χρυσά του μαλλιά γύρω στο αγγελικό κεφάλι με τον γαλάζιο ουρανό στα μάτια. Τον κύτταξα αχώρταγα μα κι αυτός δεν ξεκολλούσε τα μάτια του από τα δικά μου.
-Με συγχωρείτε, ψιθύρισε. Η ομορφιά σας μ’ εθάμπωσε!
-Κι εμένα η δική σας.
Χαιρέτησε, προσπέρασε, γύρισε πίσω το κεφάλι, κι εγώ την ίδια στιγμή γύρισα το δικό μου. Χαμογελάσαμε κι οι δυο. Αυτό ήταν.
-Ποιος να είναι ; αναρωτιόμουν, άγνωστος για μένα.
Μεγάλωσα στην εξοχή, στην ερημιά της Καλλιθέας. Σπάνια ανέβαινα στην Αθήνα. Κάθε Κυριακή το απόγευμα, έβλεπα μόνο, στο σπίτι των γονέων μου που δέχονταν, τους φίλους και τους γνωστούς μας.
Την Κυριακή, έπειτα από το συναπάντημα εκείνο, έγινε το απροσδόκητο. Μπαίνει στο σαλόνι μας ο ωραίος άγνωστός μου. Η καρδιά μου σταμάτησε. Προχωρεί, με χαιρετάει και συστήνεται:
-Περικλής Γιαννόπουλος, θαυμαστής σας.
-Ώστε γνωρίζατε ποια ήμουν!-Είναι δυνατόν ! Η φήμη του ταλέντου σας και η ομορφιά σας μου έδωσαν το θάρρος να έλθω σπίτι σας.”
Και πράγματι, η Σοφία Λασκαρίδου, ούσα βεβαίως και ολίγον μεγαλυτέρα του πατρινού Περικλέους, είχε ήδη καταφέρει να γίνει πολύ περισσότερο γνωστή στα σαλόνια των Αθηνών, για το μεγάλο ταλέντο της. Μία διαρκής παρουσία της γίνεται αισθητή και από τα περιοδικά της εποχής αλλά και από τα ευρήματα στο Αρχείο Νεοελληνικής Τέχνης «Σοφία Λασκαρίδου» υπό την επιμέλεια του δεινού συλλέκτη Δημήτρη Παπαγεωργόπουλου. Και όλο νεώτερα ευρήματα έρχονται να αναδείξουν μία πρωτοποριακή ζωγράφο, δυστυχώς αρκετά λησμονημένη σήμερα. Μετά από ιδιωτικά μαθήματα ζωγραφικής στην Αθήνα, η Λασκαρίδου φοίτησε στο Παρίσι, στην Académie Julian, με δασκάλους τους Constant και Laurens. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εισήχθη στην Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου της Αθήνας. Αλλά και αυτό δεν ήταν δεδομένο εκείνα τα χρόνια. Το τάλαντο υπήρχε, αλλά χρειάστηκε δική της δυναμική συνάντηση με τον βασιλιά Γεώργιο τον Α΄, ώστε να αλλάξει ο νόμος το 1903 και να επιτρέπεται να εισάγονται γυναίκες στην Καλών Τεχνών. Δικαιώματα τα οποία σήμερα με τις γυναικοκτονίες αμφισβητούνται πάλι. Το 1907 αποφοίτησε και την επόμενη χρονιά λαμβάνει υποτροφία, πρέπει να φύγει για την Γερμανία. Ο αγαπημένος της αντιδρά; Δεν την ακολουθεί πάντως, και ο έρως τους συνεχίζεται επιστολιμαίος. Η Σοφία ακάθεκτη και δημιουργική συνέχισε τις σπουδές της στην Γερμανία, στο Μόναχο, όπου φοίτησε στην Münchner Künstlerinnenverein. Από εκείνη την περίοδο προέρχονται και οι επιστολές που παρουσιάζομε σήμερα. Εφόσον φεύγει γύρω στα τέλη του 1908, οι επιστολές πρέπει να προέρχονται από τις αρχές του 1909.
Το ξυλόγλυπτο κασελάκι της Σοφίας Λασκαρίδου. Φωτογραφία: Δημήτρης Παπαγεωργόπουλος.
Αλλά επιστρέφοντας στην αφήγηση του έρωτά της με τον Περικλή Γιαννόπουλο, διαβάζουμε στο Ημερολόγιό της:
“Γνώρισα καλά την ωραία του ψυχή μέσα στα ιερά μάρμαρα του αγαπημένου μας Παρθενώνα. Άνθη σκορπούσαμε στους βωμούς της Αφροδίτης, λουλούδια πηγαίναμε στην Παναγία, σ’ όλα τα εξωκκλήσια. Βουνά, πλαγιές, ακρογιάλια, κάμπους, χωράφια, όλη την Αττική γη τη γνωρίσαμε, την αγαπήσαμε, περπατήσαμε μαζύ. Και γεννήθηκαν υπέροχα ζωγραφικά έργα και σπάνιες σκέψεις ανταλλάξαμε. Άνθησαν οι ψυχές μας σε αφάνταστο κάλλος δημιουργίας και ενθουσιασμού. Μέρες ολάκερες περπατούσαμε κάτω από τα πεύκα στην ακρογιαλιά της Ελευσίνας. Κοντά μου ξαπλωμένος ο πολυαγαπημένος μου· εδιάβαζε μη τολμώντας να γυρίση το φύλλο του βιβλίου του, μήπως μ’ ενοχλήση…
Μια τέτοια ώρα που ζωγράφιζα ένα ωραίο πεύκο στην ακρογυαλιά του Σκαραμαγκά μου είπε:
-Αν τυχόν αλλάξη η αγάπη σου, εδώ σ’ αυτό το μέρος θ’ αυτοκτονήσω. Θα φύγω για τα μυστικά και ωραία. Θα εξαφανιστώ. Κανένας δεν θα με ξαναϊδή. Θα πάω να συναντήσω τον Χάροντα που θα με περιμένη με την βάρκα του εδώ σ’ αυτή την θάλασσα. Θα έχω έτοιμα τα πορθμεία όσο για μια δεκάρα ελπίζω να μου έχει μείνει στην τσέπη μου, πρόσθεσε γελώντας. Σοβαρεύτηκε και εξακολούθησε.
Ένα κλαδί απ’ αυτό το πεύκο που ζωγραφίζεις τώρα θα πάρω στην αγκαλιά μου σα νά σαι εσύ, και το βραχιόλι που μου χάρισες θα σφίξη το χέρι μου μη αστοχήσει τον κρόταφο το βόλι της απολύτρωσης. Όταν η Μοίρα δεν μπορεί να μας δώση τίποτα πια στον κόσμο για παρηγοριά, δεν μένει άλλο παρά μόνον να εξαφανιστούμε. Η υπέρτατη ηδονή του έρωτα μόνον με την υπέρτατη ηδονή του θανάτου αντισταθμίζεται.
-Τι λες Περικλή μου; Υπέρτατη ηδονή δίνει ο θάνατος ή υπέρτατη οδύνη;
-Όχι, ο θάνατος είναι η ευδαιμονία, η γλυκειά ελπίδα της αιώνιας λήθης. Η γαλήνη.”
Πράγματι, ο Περικλής Γιαννόπουλος αυτοκτόνησε θεαματικά και τελετουργικά πριν την Μεγάλη Πέμπτη του 1910, κοντά στην Ελευσίνα, συναντώντας τον μεγάλο ήλιο του βίου του, εκείνο το βροχερό ανοιξιάτικο πρωινό. Καβάλησε ένα άλογο, ντύθηκε κατά πώς έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής ένα στεφάνι με άνθη της Αττικής γης και αναχώρησε δια τους ασφοδελούς λειμώνας. Και γραπτώς, όπως φαίνεται και από τα Ημερολόγια του θείου του, Μανουήλ, δεν ήταν και ο καλύτερος στη διαχείριση των χρημάτων του, όλο δανειζόταν, καθώς πιθανότατα ήταν μέτοχος της Νέας Σκηνής του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, ο οποίος χρεωκόπησε. Ωστόσο, η αφήγηση της Λασκαρίδου έχει και εκείνη κάτι το μη ρεαλιστικό, ως ύστερο κείμενο του αισθητισμού, δεν θα μπορούσαμε να την λαμβάνουμε απολύτως υπόψη ως αυτοβιογραφία. Η Νένη πράγματι ήταν φίλη της, αλλά πρέπει να μάθουμε περισσότερα για εκείνη. Τα δύο βιβλία που εξέδωσε η Λασκαρίδου αξιοποίησαν το κασελάκι της, αλλά το εμπλούτισαν με αρκετά στοιχεία μυθιστορήματος και φαντασίας. Άλλωστε, ήταν γεννημένη ζωγράφος. Και όφειλε να ζωγραφίσει τον καμβά της ζωής της. Η έρευνα του κυρίου Παπαγεωργόπουλου φαίνεται πως θα αναδείξει πολλές παντελώς άγνωστες πτυχές του βίου της μεγάλης καλλιτέχνιδος.
Από το Αρχείο Νεοελληνικής Τέχνης Σοφίας Λασκαρίδου, παραθέτουμε τις πρώτες τέσσερις επιστολές του Περικλή Γιαννόπουλου τις οποίες μεταγράψαμε. Είναι αχρονολόγητες, αλλά φαίνεται από τα γραφόμενα σε αυτές πως είναι οι τελευταίες πριν τον τελετουργικό θάνατό του. Βρέθηκαν στο ξυλόγλυπτο κασελάκι που η ίδια σκάλισε με το μονόγραμμά της. Τις φύλαγε σαν θησαυρό μέχρι το τέλος της ζωής της. Πλέον ανήκουν στο Αρχείο καθώς βρίσκονταν στην ιδιοκτησία του κυρίου Μιχάλη Κονταράτου, μικρανηψιού της Λασκαρίδου από την αδελφή της, Μελπομένη. Μαζί με άλλα προσωπικά της αντικείμενα στο κασελάκι βρέθηκαν σπάνιες φωτογραφικές πλάκες έργων της και επιστολές της φίλης της Νένης.
Το πρώτο φύλλο της πρώτης επιστολής.
Σε όλες τις επιστολές του Περικλή, επτά τον αριθμό μαζί με σπαράγματα στα γαλλικά, οι αρχαιογνωστικές αναφορές είναι σαγηνευτικές. Φαίνεται πώς ο Γιαννόπουλος όχι μόνον έγραφε σκεπτόμενος αρχαία κείμενα, ζούσε την αρχαιότητα στην καθημερινότητά του. Πιο συγκεκριμένα, κρυπτόμενη λεκτικώς στις περισσότερες απευθύνσεις του προς την αγαπημένη του Σοφία, πυξίδα του διαφαίνεται να είναι ο πλατωνικός Ηνίοχος της Ψυχής από τον Φαίδρο [253c-254b] με το καλό και το κακό άλογο, το ένα να τραβά προς την δημιουργία και την αθανασία, το άλλο προς τον θάνατο και την καταστροφή. Ο ίδιος μύθος περνάει στις Μεταμορφώσεις του Απουλήιου, και στο πολύπλοκο παραμύθι του Έρωτα και της Ψυχής. Αυτό το φτερωτό παραμύθι, φαίνεται από τις δημοσιευόμενες επιστολές, καθορίζει ως προσανατολισμός τον βίο και την μεταφυσική αναχώρηση του Περικλή Γιαννόπουλου. Καθώς εν έτει 1910 δεν έχουμε εντοπίσει πλήρη μετάφραση των Μεταμορφώσεων, ο Γιαννόπουλος πιθανότατα διάβαζε το κείμενο στο λατινικό πρωτότυπο, ή από γαλλική μετάφραση. Άλλωστε και στην Σοφία απευθύνθηκε πολλάκις στα γαλλικά. Το “Παλάτι των Ονείρων” της τετάρτης επιστολής, δε μπορεί παρά να είναι μία βιωματική χρήση του συμβόλου του Παλατιού από τον μύθο του Έρωτα και της Ψυχής, όπως περιγράφεται στο V.1 βιβλίο των Μεταμορφώσεων, σελ. 111. Εκεί, στο παλάτι αυτό καταφθάνει η Ψυχή και παρατηρεί:
Ένα δάσος με ψηλά δένδρα, που είχε στη μέση μια πηγή με νερά σαν κρύσταλλα φανερώνεται στά μάτια της. Εκεί κοντά ορθώνεται ένα εξαίσιο παλάτι, εργο αθάνατο, που δε θα μπορούσαν να τό ‘χουν κάμει άνθρωποι. Από το προαύλιο όλα μαρτυρούν μια θεία, μεγαλόπρεπη κατοικία κάποιας θεότητας.
Χρυσές κολόνες είναι στεφανωμένες με φιλντισένια κιονόκρανα, σκαλισμένα με άφθαστη τέχνη. Όλοι οί τοίχοι είναι καλυμμένοι με ασημένια ανάγλυφα πού παριστάνουν ζώα, τόσο ωραία που να μην ξέρει κανείς πώς να θαυμάσει τον ημίθεο, ή καλύτερα το θεό, που τα είχε σκαλίσει πάνω στό μέταλλο με θεία τέχνη. Και το πάτωμα ακόμα είναι στρωμένο με πολύτιμα πετράδια όλων των χρωμάτων, δουλεμένα και τοποθετημένα με τρόπο που νά σχηματίζουν διάφορες παραστάσεις.(Απουλήιος (1982) Ο χρυσός γάιδαρος ή οι μεταμορφώσεις. μετάφραση από την έκδοση “Γραμμάτων” Αλεξανδρείας, 1927, Εισαγωγή – Επιμέλεια: Αριστείδης Αϊβαλιώτης, Αθήνα : Νεφέλη)
Βέβαια, θα είχε ενδιαφέρον να σημειώσουμε πως και οι ίδιες οι περίφημες Μεταμορφώσεις αποτελούν μία κειμενική αντανάκλαση ενός χαμένου έργου, το οποίο υποτίθεται πως έγραψε ένας μάγος από την Πάτρα, ο περίφημος θρυλικός Λούκιος ὁ Πατρεύς, το έργο του οποίου παραφράζει ο Λουκιανός στον Ὄνο του. Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε πως οι συγκεκριμένες επιστολές συναντώνται παραφρασμένες μόνον εν μέρει στο εκδοθέν συμπλήρωμα του Ημερολογίου της Λασκαρίδου. Θα είχε ενδιαφέρον μία διερεύνηση του παλιμψήστου πάνω στο οποίο γράφει η γηραιά πια και γοητευτική Σοφία το Ημερολόγιό της το 1960. Άλλωστε, και οι ίδιες οι επιστολές αποτελούν παλίμψηστα της ελληνικής αρχαιότητας. Κατεκάησαν τα πάντα κι έμεινε μόνος Παντοκράτωρ ο Έρως, όπως θα έγραφε ο επιστολογράφος μας ποιώντας σε λέξεις το έργο Amor Imperator [1887] του Franz von Stuck. Οι φωτογραφίες που δημοσιεύουμε είναι επίσης από το Αρχείο Λασκαρίδου, ευγενική παραχώρηση της μικρανηψιάς της Σοφίας, και καλλιτέχνιδος, Ελισάβετ Βάλβη. Τέλος, το πορτραίτο της Λασκαρίδου είναι από την φίλη της Θάλεια Φλωρά – Καραβία, του 1900-1901, με σκαλιστή στο χέρι κορνίζα από την ίδια την Σοφία. Καθώς η διδακτορική έρευνα συνεχίζεται, η μεταγραφή θα ξεκαθαρίσει και τις αμφίβολες γραφές που εδώ σημειώνονται με (;;). Στο Β’ μέρος θα συνεχίσουμε με τις υπόλοιπες επιστολές της σειράς. Αλλά ας προχωρήσουμε στις επιστολές κι ας αφεθούμε στην σαγήνη του Περικλή Γιαννόπουλου.
Ο Περικλής Γιαννόπουλος κρυπτόμενος έξωθεν του σηκού του Ναού της Αθηνάς Νίκης. Φωτογραφία : Σοφία Λασκαρίδου. Αρχείο Νεοελληνικής Τέχνης- Ψηφιοποίηση: Δ. Παπαγεωργόπουλος.
Συναισθάνομαι βαθύτατα τὴν βαρυτάτην εὐθύνην κ᾽ἐννοῶ νὰ ἐκτελέσω το καθῆκον μου κ᾽ἐννοῶ να πράξω τά πάντα ἵνα καταστήσω τὴν ζωή σου ἀσφαλῆ και ἐᾶν δὲν τὸ κατορθώσω θά ἔχω πράξει τό πᾶν, θα πέσω ἐντίμως, θα πέσω ἀνδρικῶς ἐπί τῆς ὁρισμένης ὀδοῦ· θα μείνῃς ἴσως μόνη καὶ θὰ ἀγαπήσῃς πάλη· ἀλλὰ ὁσάκις ἡ σκέψις σου στρέφεται πρὸς ἐμέ θά στρέφεται κ᾽ πρὸς πρᾶγμα ἱερόν τοῦ ὁποίου πᾶσα ἀνάμνησις θα φωνάζῃ πόσον σέ ἠγάπησε, πόσον ὑψηλῶς σέ ἠγάπησε· κ᾽εἴτε εὐδαιμονοῦσα εἴτε κλαίουσα θά ἔχῃς την συναίσθησιν βαθυτάτην ὅτι οὐδεμία ἀγάπη δύναται νά ὑπάρξῃ εὐτυχεστέρα κ μᾶλλον ἀπόλυτος, οὐδεμία ἀγάπη ἠθέλησε καί συνεβούλευσε το καλόν σου τόσον φωτεινῶς.
Ἀπό τῆς στιγμῆς καθ᾽ ἥν θα συναντηθῶμεν πᾶν σφάλμα κ πᾶσα ζημία ἥτις θα σοῦ προσγίνεται θα βαρύνῃ μόνον ἐμέ· ἐάν ἡ ζωή σου ἀποβῇ δυστυχής ἤ κακή μόνον ἐγώ θα εἶμαι ἡ αἰτία.
Δι᾽ αὐτό δέν θα διστάσω προ οὐδεμιᾶς θυσίας ἐμαυτοῦ, δέν θα διστάσω να σε λυπήσω· δέν θα διστάσω να καταπνίξω τόν ἔρωτα δηλαδή νά σε στερηθῶ την πρώτην στιγμήν καθ᾽ ἥν θα ἐπειθόμην ὅτι δέν κατορθώνω νά σοῦ προξενήσω το καλόν διότι δεν θα ἤθελες διοτι δέν ἔχεις ἐμπιστοσύνη εἰς την ἀγάπη μου. Διότι ὑπέρ πάντα εἶνε ὁ νοῦς. Καί ὁ νοῦς δεν δύναται να βαδίζῃ ἐν γνώσει πρός τήν λύπην πρός τόν πόνον πρός το κακόν· κι᾽ ἐν γνώσει φέρων τήν εὐθύνην δεν θα συμβαδίσω οὔτε ἕνα βῆμα πρός τό κακόν.