Ο Φωτίων, ο φιλόσοφος, είχε καταφύγει στο σκιερό δάσος της Αρκαδίας. Ήταν ακόμη νέος, ενθουσιώδης και όμορφος. Έφυγε από τη Σπάρτη, τη σκληρή και ένδοξη πατρίδα του, επειδή δεν σκεφτόταν για τους Θεούς όσα διέταζαν οι άρχοντες της πόλης να σκέφτονται. Ακαταπαύστως διαλογιζόταν με αγωνία τις θελήσεις της μοίρας και τις επιθυμίες των ανθρώπων, τα μυστήρια της ζωής, γεννήματα της ηδονής, παραδομένα στον πόνο.
Αγαπούσε τους ανθρώπους (τα όντα;) και τα πράγματα. Αμφισβήτησε, έκρινε τους Θεούς. Ούτε ο Ανώτατος Δάσκαλος που ρίχνει την αστραπή, ούτε η απαραβίαστη και γαλήνια Σοφία, ούτε η υπεροπτική Παρθένος, η δόξα και ο τρόμος των νυχτών, ούτε καν η πάλλευκος Αφροδίτη με τα χρυσά μαλλιά, γέμισαν την καρδιά του, δεν κυριάρχησαν στη σκέψη του.
Το ανήσυχο πνεύμα του κατήλθε χαμηλότερα από τον Κάτω Κόσμο, ανήλθε υψηλότερα από τον Όλυμπο. Ατένιζε κι έψαχνε πέρα από τους Θεούς.
Δεν πήγε ποτέ στις πόλεις, δεν γονάτισε ποτέ ευλαβικά σε ναούς. Ζούσε στο δάσος με την Μυρρίνη, την σύζυγό του.
Τον είχε ακολουθήσει οικειοθελώς. Τον αγαπούσε. Λεπτή και στοχαστική, είχε υποφέρει πολύ στην Λακεδαίμονα, ανάμεσα στους σκληρούς πολεμιστές, στους οποίους ο Ουρανός χαμογελούσε μάταια. Τώρα ήταν ευτυχισμένη. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, φρόντιζε το σπίτι, καλλιεργούσε τον μικρό κήπο γεμάτο λουλούδια και μέλισσες. Η ανέμη του αργαλειού της περιστρεφόμενη βούιζε σαν κυψέλη, τραγουδούσε σαν αηδόνι.
Συχνά, καθισμένη στα πόδια του Φωτίωνος, τον άκουγε να διαβάζει τα λόγια που ήταν γραμμένα στις ελεφαντοστέινες πινακίδες του. Φοβερές λέξεις, πύρινες και αγνές σαν την φλόγα.
Τον θαύμαζε για τη δύναμή του, τον λάτρευε για την ευγένεια του. Ήταν όλη δική του.
*
**
Ένα βροχερό φθινοπωρινό πρωινό, η νεαρή γυναίκα περιπλανιόταν μόνη της στο δάσος.
Η σκοτεινή μάζα των νεφών που κάλυψε τον ήλιο άφηνε ίσα μερικές ωχρές ακτίνες να λάμπουν. Σταγόνες νερού άστραφταν στα δέντρα και έπεφταν, μία προς μία, στην χλόη. Η Μυρρίνη περπατούσε αργά. Ένα προαίσθημα την ενοχλούσε. Ήταν συγκινημένη, αισθανόταν μια κάπως αόριστη ανησυχία. Αίφνης, της φάνηκε πως ένα χέρι άγγιζε τον έκπληκτο ώμο της, και γύρισε να δει. Στην αρχή, δεν μπορούσε να δει τίποτε. Αλλά, σιγά-σιγά, είδε να εμφανίζεται, ανάμεσα στα κλαδιά μιας δάφνης, μια γυναίκα ντυμένη ελαφίνα από τα πόδια μέχρι τη μέση. Η άγνωστη ήταν όμορφη. Τα μαλλιά της, πιο απαλά από την αναρριχώμενη αγράμπελη, πιο πορφυρά από τα φύλλα του φθινοπώρου, ήσαν τυλιγμένα γύρω από τα ρόδινα χέρια της, τον στρογγυλό λαιμό της, το δυνατό, γεμάτο στήθος της. Το πρόσωπό της είχε τη λάμψη των ώριμων ροδάκινων, τα πράσινα μάτια της ήσαν απαλά και βαθιά σαν τις σκιές του δάσους. Παρά τη φρεσκάδα της, είχε τη μελαγχολική γοητεία ενός φυτού που το άγγιξε ο χειμώνας. Δεν μπορούσες να πεις αν ήταν νέα ή ηλικιωμένη.
Με μια φωνή τόσο θρηνητική όσο οι μακρινές νότες ενός φλάουτου, είπε:
– Μυρρίνη! .
– Ποια είσαι; την ρώτησε η νεαρή γυναίκα, τρέμοντας. Νύμφη ή θεά; Επειδή από το γένος των ανθρώπων δεν είσαι.
Η άγνωστη ξένη χαμογέλασε σοβαρά:
– Όχι, δεν είμαι από εδώ, δεν ανήκω στην σκληρή φυλή των ανθρώπων. Είμαι η Θύμβρις, η Δρυάδα. Πολύ, πολύ καιρό πριν, οι Θεοί μου εμπιστεύηκαν ένα υπέροχο δένδρο που φύτρωνε κι υψωνόταν στα δάση της Αρκαδίας. Πόσο όμορφη ήταν η δρυς / βελανιδιά μου! Την θυμάμαι σαν γυναίκα, θυμάμαι έξι βοσκοί, με τα χέρια τους ενωμένα με δυσκολία μπορούσαν να φιλήσουν τον υπέροχο κορμό της. Ανάμεσα στις ρίζες της, οι δειλοί λαγοί έβρισκαν καταφύγιο. Στην σκιά της, στο πυκνό φύλλωμά της φυτρώνουν τ’ άνθη, ή τ’ αγεράκι φυσούσε, τα πουλιά τραγουδούσαν. Αναρίθμητες ζωές αναμειγνύονταν με τη ζωή της δρυός μου.
Πόσο την αγάπησα. Έσφιγγα το στήθος μου με θέρμη στον τραχύ φλοιό της, έδενα τα μαλλιά μου στα κλαδιά της, δάγκωνα τα φύλλα της, έπινα τους χυμούς της σαν κρασί. Ένιωθα την ισχυρή νεότητα του αρχαίου αιωνόβιου δένδρου να διαπερνά το κορμί μου.
Μια μέρα, αχ! Θεοί! Μια μέρα ανοιξιάτικη, ήρθαν οι ξυλοκόποι. Καθώς περπατούσαν και κουβέντιαζαν, γελούσαν. Είδα τα σιδερένια τσεκούρια του να κατεβαίνουν βιαίως πάνω στην βελανιδιά μου. Αόρατα, πάλευα μαζί τους, τούς πολεμούσα. Αλλά αυτά τα αγενή, άξεστα όντα δεν μπορούσαν να μαντέψουν την παρουσία της Δρυάδος, δεν μπορούσαν να νιώσουν τον ιερό τρόμο. Δεν μπορούσα να υπερασπισθώ την Βελανιδιά μου.
Ακούω ακόμα το ξύλο να τρίζει και να βογγάει. Βλέπω την βαθεία πληγή. Το σεβάσμιο δένδρο έπεσε αργά στο έδαφος. Η σκόνη είχε λερώσει τα λεπτά φύλλα της. Είχε πλέον πεθάνει. Νόμιζα ότι κι εγώ η ίδια θα πεθάνω. Αλλίμονο, είχα απορροφήσει τις τρομερές μου δυνάμεις σ’ εκείνη …
Από εκείνη τη μέρα, μισώ τους άνδρες. Ηττημένη, ταπεινωμένη, αδύναμη, παραδομένη στις τύψεις, δραπετεύω από τα μέρη όπου γνώρισα τον πόνο της αποτυχίας στην αποστολή μου! Δεν την προστάτευσα. Πόνος από τον οποίο κανείς μας δεν μπορεί να παρηγορηθεί ποτέ.
Φεύγω από τα μέρη όπου κάποτε ήταν η χαρά και η υπερηφάνια μου. Τώρα μονάχα ένα κομμάτι μαύρου κορμού παραμένει από τη θεϊκή βελανιδιά. Η χλόη ξεραίνεται εκεί που κάποτε ήταν η σκιά της, οι λαγοί αναζητούν αλλού καταφύγιο και τα πουλιά δεν κελαηδούν πια εκεί.
Μισώ τους άνδρες ! Αλλά τους λυπάμαι, επειδή μόνον πώς να υποδουλώσουν ξέρουν, πώς να κλέψουν, να σκοτώσουν. Ανίκητοι και αξιολύπητοι, είναι οι κυρίαρχοι του κόσμου. Κατέχουν την γη, μα η χαρά δεν ανθίζει εκεί για τους ίδιους.
Έρχονται και απέρχονται. Κάθε βήμα που κάνουν εκείνοι, διαγράφει τα δικά μας βήματα. Προχωρούν, και οι Σιλουανοί, οι Πάνες της Ρώμης, οι Νύμφες, οι Σάτυροι, οι Δρυάδες φεύγουν σαν κυνηγημένα θηρία. Σύντομα θα εξαφανιστούμε, είναι πιο δυνατοί από εμάς.
“Γι ‘αυτό, παρά το μίσος μου, έρχομαι ως φίλη, ώστε να μην τους αξίζει πλέον το όνομα των καταστροφέων. Ώστε να μάθουν να δείχνουν συμπόνοια προς τα όντα που έχουν υποτάξει, ώστε να νιώσουν, επιτέλους, την ψυχή των πραγμάτων.
Από τότε που περιπλανιέμαι την ξεγυμνωμένη γη, εκατό φορές έχω δει τα χελιδόνια να φεύγουν. Είμαι λυπημένη και κουραμένη. Αλλά, πριν εισέλθω σε βαθεία γαλήνη, θέλω να δράσω μια τελευταία φορά. Ψάχνω εδώ και καιρό έναν άνθρωπο άξιο να μάθει το μυστικό που κατέχω. Σε σας μπορώ να το αποκαλύψω, γιατί είστε από την φυλή μου. Σας έχουν πει, έτσι δεν είναι, ότι ο προ-προ-προπάππος σας γεννήθηκε από μια Δρυάδα, και ότι, για την αγάπη μιας γυναίκας, εγκατέλειψε το δάσος; Είσθε η κόρη του. Μερικές σταγόνες του δενδρώδους χυμού εξακολουθούν να αναμιγνύονται με το αίμα σας. Σας αναγνώρισα και δεν κρύφτηκα καθώς πλησιάζατε. Αντιθέτως, σας φώναξα. Ό,τι έχω να σας πω, μπορείτε να το ακούσετε.
Η Μυρρίνη έσκυψε το κεφάλι της:
-Σας ακούω, – είπε με σοβαρότητα.
Η Δρυάς εστίασε το καθάριο βλέμμα της στη νεαρή γυναίκα:
Από τότε που επέστρεψα στην Αρκαδία, παρακολουθώ εσένα και έχω παρακολουθήσει επίσης τον Φωτίωνα, τον σύζυγό σου, τον φίλο σου, τον αφέντη σου. Αόρατη και σιωπηλή, σας πλησίασα και διείσδυσα στις καρδιές σας. Σέβεστε την ζωή, την χαρά και την ομορφιά. Δεν ποδοπατήσατε ποτέ μυρμήγκι, δεν κλέψατε το αυγό της αηδόνας, δεν τσαλακώσατε το φτερό της πεταλούδας, Σ’ αγαπώ, ω αδελφή μου, εσένα που δεν προσβάλλεις το πνεύμα του δάσους! Θέλω να σου μιλήσω, να μιλήσω μονάχα σ’ εσένα.
Η Μυρρίνη έτρεμε από φόβο. Τι επρόκειτο να μάθει; Τι μυστικό θα μπορούσε να της αποκαλύψει η Δρυάδα; Κάτι φοβερό, χωρίς αμφιβολία, ίσως υπεράνθρωπο. Δεν ήθελε να φθάσει σε τούτη τη γνώση. Δεν ήθελε να το μάθει. Δεν επιθμούσε τίποτα, γιατί είχε την αγάπη. Αλλά ήξερε ότι ο Φωτίων θα είχε διαλογισθεί, το δίχως άλλο, γονυπετής, τις λέξεις που θα εκστόμιζε η Θύμβρις.
“Αν αρνηθώ να τις ακούσω, θα έχω εγκληματίσει απέναντι στον άνδρα μου”, σκέφτηκε. “Θέλω να είμαι άξια γι αυτόν, δεν θέλω να φοβάμαι το άγνωστο.”
Γύρισε προς την Δρυάδα:
-Μίλα! Αλλά να γνωρίζεις πως ό,τι πεις, εγώ θα το επαναλάβω σε εκείνον που αγαπώ. Αν υπάρχει έστω και μία λέξη σου που δεν θα έπρεπε να ακούσει, σώπασε, παρακαλώ, γιατί εγώ δεν μπορώ να σιωπήσω.
Η Δρυάς απάντησε:
– Δεν χρειάζομαι κανέναν όρκο από εσάς. Όταν έχεις το μυστικό μου, θα δεις μόνη σου τι πρέπει να κάνεις. Ορίστε.
Μοναχική και ελεύθερη, έχω ταξιδέψει την Ελλάδα. Εγώ, η κόρη των αρχαίων δασών που καλύπτουν τις πεδιάδες, έχω ανεβεί στις ψηλές κορυφές, έχω κατεβεί στις κοιλάδες. Όπου φυτρώνει το χορτάρι, όπου ανθίζει το λουλούδι, όπου υψώνεται ένα δένδρο, έχω πατήσει το πόδι μου. Στα βουνά, μάζεψα τ’ άγριο θυμάρι· στους κήπους των βασιλιάδων, μάζεψα κρίνα του χιονιού και πορφυρά τριαντάφυλλα· στα λιβάδια, πρωινές φρέσκες ανεμώνες· στα κοιμητήρια, χρυσούς ασφόδελους· την Belladonna μάζεψα στους ερειπωμένους ναούς και μυστικά το κώνειο στους βάλτους. Ένας εξόριστος από την Αίγυπτο μου έφερε το σπόρο της μηκώνου της υπνοφόρου, της σκοτεινής παπαρούνας. Μέσ’ στις αχτίδες του φεγγαριού, έσκυψα πάνω από τις διαυγείς λίμνες, και τα διάφανα δάχτυλα των νυμφών μου άπλωσαν τον μυστηριακό λωτό, το χλωμό νούφαρο. Διάλεξα τα λουλούδια που καλύπτουν τα χωράφια, που σέρνονται στα χαλάσματα, που περιπλέκονται στα δέντρα και στις πέτρες, που στολίζουν τους τάφους· εκείνα τα άνθη που ανοίγουν στη θέαση του ήλιου, των αστεριών ή της σκιάς, εκείνα που επιπλέουν στα νερά. Όλα τα λουλούδια της ηδονής, της έκστασης, του ονείρου, της λήθης και του θανάτου. Τα φίλησα ένα προς ένα με τα χείλη μου, τα πίεσα πάνω στα γυμνά μου στήθη, τα συνέθλιψα στα χέρια μου. Έχω ανακατέψει με τα πέταλά τους τα ευεργετικά φύλλα του ευκαλύπτου, τα δηλητηριώδη φύλλα της ευγενούς δάφνης, τα φύλλα της βελανιδιάς που κάποτε στεφάνωναν το κεφάλι μου, μα τώρα πια δεν είμαι πλέον άξια να στολίζομαι με εκείνα. Από αυτή την θαυμάσια βλάστηση ζήτησα τ΄ αρώματά της, το μέλι και τα δηλητήριά της. Έχω αποστάξει από την ουσία του τον χυμό που άντλησε από την γη, τη σταγόνα της φωτιάς που έσταξε ο ουρανός για εκείνην.
Έχω συνθέσει ένα θαυμαστό ελιξίριο απ’ τον χυμό. Ευτυχισμένος είναι εκείνος που μπορεί να το πιει! Θα νιώσει μια έντονη ζωή να ρέει μέσα στις φλέβες του. Η ψυχή του θα ξυπνήσει. Η χαρά και ο πόνος θα του παραδοθούν. Θα τραγουδήσει τον οίκτο, την αγάπη και την ελπίδα. Τα μάτια του θα αντιληφθούν τα υπέρτατα μακρινά αστέρια. Θα διαβάσει καρδιές. Θα ανακαλύψει θαμμένους θησαυρούς. Οι φωνές της γης θα του μιλήσουν. Όταν η βροχή δεν θα πέφτει πια από τον ουρανό, όταν τα χωράφια θα είναι σκληρά σαν βράχος και το χορτάρι θα μαραίνεται στον πάτο των αποξηραμένων χειμάρρων, εκείνος θα ακούσει το δροσερό μουρμουρητό των πηγών κάτω από τα πόδια του, θα σκάψει τη γη, και το νερό θα αναβλύσει.
Τα παιδιά του θα είναι υπερήφανα και μεγαλόθυμα. Η σκέψη του θα εμπνεύσει τους μαθητές που θα τον ακολουθήσουν. Και σιγά-σιγά, λίγο-λίγο, θα γεννηθεί μια ηρωική, ευγενής, γενναιόδωρη και δαιμόνια φυλή.
Έχω υποφέρει εδώ και πολύ καιρό. Όταν οι αδερφές μου χορεύουν γύρω από το θεϊκό δένδρο, κλαίω απ’ την ντροπή και απομακρύνομαι από αυτές. Την ημέρα που θα ιδώ τους νέους ανθρώπους να περπατούν πάλι στη σκιά του δάσους, θα παρηγορηθώ.
Τα φύλλα βελανιδιάς δεν κοσμούν πλέον το κεφάλι μου. Θα ήθελα να φορέσω το δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι. Τότε πια, θα μπορώ να πεθάνω.
Το ποτό που περιέχεται σε αυτήν την ασημένια φιάλη θα ήταν ικανό για να διατηρήσει τη σάρκα ενός πτώματος ες αεί. Επτά ζωντανοί άνθρωποι, ακόμη κι αν είναι ηλικιωμένοι, μπορούν να αντλήσουν υπεράνθρωπη δύναμη από αυτό. Σας το δίνω. Αλλά μάθετε τούτο εδώ που πρέπει: να το ενσταλάξετε μόνο σε όσους αγαπούν και σκέφτονται. Γιατί για εκείνους μονάχα έχει το ελιξήριο τις μαγικές ιδιότητές του. Για τους άλλους, είναι τόσο αναποτελεσματικό, όσο το νερό του ποταμού. Δεν πρέπει να ρεύσει ματαίως.
Θα ήσουν εγκληματίας, αν έχανες έστω και μία σταγόνα αυτού του πολύτιμου αναψυκτικού.
Πιες κι εσύ η ίδια, ω γυναίκα! Αν θεωρείς τον εαυτό σου άξιο να πιεις, και αν τολμάς, αλλά μην ξεχάσεις τις υποσχέσεις μου ή τις απειλές μου. Αφήνω στα χέρια σου το ελιξίριο της ζωής.
Τόσο σοβαρός ήτο ο τόνος της μελωδικής φωνής, που δίστασε η Μυρρίνη. Φοβόταν πολύ.
Τότε σκέφθηκε :
«Θα δώσω στον Φωτίωνα τούτο το υπέροχο ποτό. Μόνος αυτός θα αποφασίσει. Θα ξέρει πώς να ορίσει τους εκλεκτούς στους οποίους θα το χύσω. Εγώ η ιδία δεν θα μουλιάσω τα χείλη μου με αυτό, εκτός εάν μου το επιτρέψει ο Φωτίων, ή αν με διατάξει. »
– Σε ευχαριστώ, ω Δρυάς! – της είπε. -Δέχομαι, τρέμοντας, το δώρο που μου δίνεις. Αλλά θέλω να έχω την ελευθερία να σου το επιστρέψω αύριο.
– Πολύ καλά, ας γίνει έτσι. Πάρε· και είθε σύντομα να πεθάνω, θριαμβεύουσα και παρηγορηθείσα !
*
**
Η σελήνη έλαμπε πολύ ψηλά στον ουρανό. Οι ασημί αχτίδες της διέσχιζαν το σκοτεινό φύλλωμα. Τα πουλιά κοιμόσαντε. Τα νεκρά φύλλα έπεφταν σιωπηλά. Τίποτα δεν διατάραζε τη φωτεινή γαλήνη τούτης της φθινοπωρινής νύχτας.
Καθισμένη μπροστά από την πόρτα της, η Μυρρίνη ατένιζε τον ορίζοντα. Ήτον χλωμή. Το λεπτοκαμωμένο της πρόσωπο είχε την ακαμψία μιας μάσκας. Ο λαγός έλαμπε στα σκοτεινά μαύρα μάτια της. Το κεφάλι της, απογυμνωμένο από τα ξανθά μαλλιά της, έσκυβε λυπημένο.
Αίφνης, λίγα βήματα από αυτήν, ενεφανίσθη η Δρυάς και, όπως την πρώτη φορά, την αποκάλεσε με το όνομά της :
-Μυρρίνη Μυρρίνη !
Η νεαρή γυναίκα ανατρίχιασε :
– Τι θες, ω Δρυάς; Τι θέλεις από εμένα;
– Γιατί είσαι τόσο θλιμμένη; Εδώ και είκοσι μέρες περιμένω, δίπλα στη δάφνη. Μα δεν ήλθες ακόμη. Κι όμως είδα ήδη στο έδαφος, την ασημένια φιάλη όπου είχα χαράξει τ’ όνομά μου. Ήτον άδεια η φιάλη. Σε ποιον έδωσες το μαγικό βάλσαμο;
Η νεαρή γυναίκα δεν απάντησε.
– Ματαίως σιωπάς. Ξέρω ότι όταν με άφησες, βρήκες τον σύζυγο που λατρεύεις, άψυχο, στο κατώφλι του σπιτιού σου. Στο αρωματισμένο μαξιλάρι των μαλλιών σου, ξέρω καλά ποιο κεφάλι ξεκουράζεται. Ξέρω ότι φιλάς χείλη βουβά και ότι κάθε βράδυ σφίγγεις με τα χέρια στην αγκαλιά σου ένα πτώμα, τόσο ζεστό, όσο το στήθος του εραστή σου. Ξέρω σε τίνος τι σάρκα κύλησε το ελιξίριο της ζωής, σταγόνα – σταγόνα. Αχ! καημένη γυναίκα! τόσο τρυφερή, τόσο αδύναμη και τόσο εγκληματική! Τι τόλμησες να κάνεις;
Η Μυρρίνη απάντησε με υπερηφάνεια:
– Δεν ήθελα να παραδώσω το σώμα του συζύγου μου στη γη ή στη φλόγα. Το ταρίχευσα με ευσέβεια. Το θαύμα που μου ανακοίνωσες, έγινε πραγματικότητα κι είναι πιο όμορφα από ό, τι στις πρώτες μέρες του έρωτά μας! Και το κρατώ, φευ, για πάντα, στην καρδιά μου.
– Έχεις προσβάλει εκείνους που κανείς δεν μπορεί να προσβάλλει ατιμώρητα. Σε λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα για σένα.
Και η Μυρρίνη είδε να την πλησιάζουν, αργά, σε πλήθη οι Κόκκινες Δρυάδες με τα πράσινα μάτια, οι τριχωτοί Σάτυροι, οι Κένταυροι με τα γυαλιστερά καπούλια και τα χάλκινα στήθη, οι Ναϊάδες, ελαφριές και καθάριες ωσάν πηγές, τ’ άγρια βακχεύοντα θηρία. Λίγο πιο πέρα, μισοβυθισμένο στην σκιά, εμφανίστηκε το τραχύ και μελαγχολικό πρόσωπο ενός Κύκλωπα. Και όλα αυτά τα τρομερά και αξιοθαύμαστα όντα κάρφωναν πάνω της τα βλέμματά τους, γεμάτα απειλές.
Σιωπηλή, ακίνητη, εκείνη, περίμενε.
Τότε ηκούσθη μια φωνή:
– Ω περιπλανώμενη και έρημη Δρυάς, για δεύτερη φορά ηττημένη, Εσύ που είχες επιλέξει αυτή τη γυναίκα για να της δώσεις το ελιξίριο της ζωής, ανακοίνωσε την ποινή της!
Η Θύμβρις εμίλησε:
– Είσαι η πρώτη από εκείνους που θα σπαταλούσαν τα πολύτιμα αρώματα των αγρών και των δασών για να ταριχεύσουν ένα πτώμα. Για αυτό το έγκλημα δεν υπάρχει συγχώρεση. Ορίστε η τιμωρία σου:
Δεν θα κατέβεις στον τάφο μέχρι να γεράσεις πολύ. Αλλά ποτέ ξανά δεν θα πλησιάσεις ζωντανό ον έως τότε. Οι άνδρες, γδυμένοι από εσένα, θα σε αρνούνται. Τα θηρία και τα πουλιά θα φεύγουν μακριά σου καθώς τα πλησιάζεις. Ακόμη και οι μέλισσες, κάθε που θα αισθάνονται ότι έρχεσαι, θα εγκαταλείπουν την κυψέλη τους γεμάτη μέλι.
Την ημέρα, θα ζεις μόνη, με τον άψυχο σύζυγό σου. Τη νύχτα, όπως χθες, θα πιέζεις τα χείλη σου στα χείλη του και θα τον αγκαλιάζεις στον κόρφο σου.
Είναι δικός σου, ο νεκρός για τον οποίο θυσίασες την χαρά και την ευγένεια τόσων πολλών όντων που θα έπονταν, όλα για έναν νεκρό που αγάπησες πάρα πολύ. Δικός σου για πάντα!»
Χωρίς προσευχές και χωρίς δάκρυα, είχε ακούσει η Μυρρίνη. Στα μάτια της έλαμπε το τρομερό βλέμμα εκείνων που αψηφούν την Μοίρα. Με υπερηφάνεια σήκωσε το γυμνό κεφάλι της και επέστρεψε στον νεκρό.
Η Κατίνα Ψύχα στο Ημερολόγιον Σκόκου, τόμος 20, 1905
Έζησε έντονα, πέθανε νέα; Αρκεί ένας τέτοιος βίος για να συγκαταλεχθεί μία όχι τόσο γνωστή εν Ελλάδι συγγραφέας στους καταραμένους; Για την συγγραφέα που παρουσιάζουμε δεν γνωρίζουμε πως έζησε εντόνως, μήτε πως ενεπλάκη σε καταχρήσεις. Μολαταύτα, τα χαρακτηριστικά της γραφής της, η ωραιολατρεία της αλλά και η λογοτεχνική εμπλοκή της με την αρχαιότητα αρκούν για να την συγκαταλέξουμε, κατά τη γνώμη μας, στο κίνημα του Αισθητισμού και της νεοελληνικής Ντεκαντάνς. Μάλιστα δε, η τολμηρότητα σε μερικά από τα πεζά θυμίζει την μεταγενέστερη Ντόρα Ρωζέττη και το μεσοπολεμικό Η Ερωμένη της. Στο μικρό σε έκταση, αλλά ωραίο έργο της, υμνεί την ζωή, αλλά και την φθορά αυτής, διαμέσου του παράξενου και της ωραιολογίας. Η τέχνη την οποία παράγει δείχνει να μην αποδέχεται τα δεδομένα της κρατούσας (χριστιανικής) ηθικής. Σήμερα ενδεχομένως να την έχουμε λησμονήσει, αλλά όσο ζούσε η δεσποινίς Κατίνα Ψύχα ήταν πολύ περισσότερο αγαπητή. Γεννήθηκε πιθανότατα το 1881. Υπήρξε μαθήτρια της γυναίκας του Ερνέστου Τσίλλερ, Σοφίας Δούδου και σύχναζε στις μουσικές Εσπερίδες που εκείνη διοργάνωνε. Βεβαίως, στο όμορφο και μυστηριακό κτήριο που είναι σήμερα γνωστό ως Οικία Λοβέρδου, επί της οδού Μαυρομιχάλη, στα Εξάρχεια. Η οικία Τσίλλερ – Λοβέρδου σήμερα λειτουργεί ως παράρτημα του Βυζαντινού Μουσείου, ανοιχτό για το κοινό. Την εξωτερική της πρόσοψη, τότε, στα τέλη του 19ου αιώνα, κοσμούσαν ερμαϊκές στήλες με Καρυάτιδες, τις οποίες η μικρή Κατίνα θα μπορούσε να ατενίζει πριν από τα μαθήματα πιάνου της. Στο σπίτι συχνάζει ο Βίλχελμ Ντέρπφελντ, πρωτοπόρος της γερμανικής Αρχαιολογικής Σχολής, ο Ερρίκος Σλήμαν και άλλα πολλά ηχηρά ονόματα. Η οικογένεια Τσίλλερ βρέθηκε σε οικονομική δυσχέρεια, κι έτσι το σπίτι έγινε ιδιοκτησία Λοβέρδου. Αλλά μπορούμε να φανταστούμε την μικρή Κατίνα να γνωρίζεται με τέτοια μυθικά ονόματα. Τα ίχνη του Νεοκλασικισμού υπάρχουν στο έργο της, αλλά η γράφουσα Ελληνίς πηγαίνει πέρα από αυτόν.
Η Κατίνα, ευειδής δεσποινίς των Αθηνών, λαμβάνει υψηλή γαλλική παιδεία και παίζει πιάνο. Είναι άλλωστε κόρη του εύπορου τραπεζίτη και επιχειρηματία Στέφανου Ψύχα. Ο Ψύχας ίδρυσε την «Εταιρεία Προεκτάσεως απ’ Αθηνών εις Πειραιά» και με τούτη χρηματοδότησε την επέκταση του τραίνου από το Θησείο στο Μοναστηράκι. Αλλά δεν υπήρξε και εύκολος ο βίος του. Το 1893 ήρθε σε δικαστική διαμάχη με το δημόσιο, καθώς το Υπουργείο Εσωτερικών έκρινε πως δεν πληρούτο η σύμβαση εκ μέρους του εργολάβου. Κάλεσαν οδοστρωτήρες στην οδό Αθηνάς, για να δείξουν πώς θα καταρρεύσει το οικοδόμημα αλλά “για να γίνει ακόμη πειστικότερο το πείραμα ο κατασκευαστής του έργου, Ψύχας έδιωξε τους πάντες από τη σήραγγα και κάθισε από κάτω μόνος του «δια να δείξη την πεποίθησίν του δια την ασφάλειαν του έργου και των επιβατών του μέλλοντος». Δύο χρόνια αργότερα γίνονται τα εγκαίνια της επέκτασης, ενώ ο πατέρας της Κατίνας τελειώνει την οικοδόμηση του νεοκλασικού αρχοντικού για την οικογένειά του, σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλερ. Σήμερα στο εντυπωσιακό κτήριο στεγάζεται η Ιταλική Πρεσβεία. Το 1896 γίνονται οι Ολυμπιακοί Αγώνες, ακολουθεί το Μαύρο 1897 ο Ατυχής ελληνοτουρκικός πόλεμος. Η Κατίνα, με τις αδερφές της, σπεύδουν στα νοσηλευτικά μαθήματα, βρίσκονται στο μέτωπο και βοηθούν με τον Ερυθρό Σταυρό τους τραυματίες, ως την κατάληψη του Βόλου από τον Εντέμ Πασά. Δυστυχώς, το εγχείρημα με την επέκταση του σιδηροδρόμου δεν αποδείχθηκε προσοδοφόρα για τον πατέρα της, σε συνδυασμό με την δεινή οικονομική κατάσταση μετά τον πόλεμο, έφεραν την οικογένεια σε αδιέξοδο. Η οικογένεια χρεωκόπησε και το αρχοντικό της οδού Σέκερη στο Κολωνάκι επωλήθη το 1903 στον Πρίγκηπα Νικόλαο.
Η μικρή Κατίνα μετά τον θάνατο του πατέρα της, ήδη από το 1901 εγκαθίσταται στο Παρίσι και δημοσιεύει τα πρώτα της έργα στα αγγλικά, σύμφωνα με μαρτυρίες της Καλλιρρόης Παρρέν. Αν και ανήκε σε εύπορη οικογένεια, δημοσιεύει σε προοδευτικές εφημερίδες του Παρισιού, όπως η Κυανή Επιθεώρηση, στα γαλλικά, την lingua franca των πεπαιδευμένων. Στο προοδευτικό αυτό έντυπο, την Revue politique et littéraire η οποία ήταν γνωστή ως Revue bleue, η Ψύχα δημοσιεύει τα νεοπαγανιστικά της πεζογραφήματα με το ψευδώνυμο Max Rives. Προσελκύει το ενδιαφέρον του Anatole France (όπως άλλωστε και ο Νικόλαος Επισκοπόπουλος, ο οποίος εν τέλει έγραψε απευθείας στα γαλλικά ως Nicolas Ségur). Στο ίδιο περιοδικό δημοσιεύονται κείμενα του Hippolyte Taine, ενώ στον κύκλο της Revue bleue βρίσκονται ο μάγος και γητευτής συγγραφέας Joséphin Péladan, ιδρυτής του μυστικού Τάγματος των Ροδόσταυρων, αλλά και ο Charles Maurras, πρόδρομος του φασισμού. Δεν γνωρίζουμε αν η Ψύχα μυείται στον γαλλικό μυστικισμό ή αν ανήκε στα μυθικά τάγματα των Παλλαδιστών, της θρυλούμενης παγανιστικής οργάνωσης που ξεκίνησε ως δημοσιογραφική φάρσα. Μήπως υπήρξε μέλος του περίφημου Salon de la Rose + Croix, με τις μυσταγωγικές λογοτεχνικές – μεταφυσικές τελετές του; Πάντως και η ίδια η Ψύχα στα πεζογραφήματά της χρησιμοποιεί τα σύμβολα που υπέδειξε ψευδώς ο Λεό Ταξίλ ως μέρος των τελετών που υποτίθεται πως ανέλυσε στα έργα του. Με το γαλλόφωνο έργο της, φαίνεται πως η Ψύχα προσήλκυσε το ενδιαφέρον των Γάλλων αναγνωστών. Τίτλος του έργου της Ειδωλολατρικά Όνειρα. Η μεταθανάτια συλλογή που επιχειρούμε να ανασυνθέσουμε έχει τον δικό της ρυθμό και ύφος. Νεορομαντικό, ντεκανταντίστικο με πλήθος αρχαιογνωστικών αναφορών. Τα πεζά τραγούδια που περιλαμβάνει η συλλογή ξαναδημοσιεύτηκαν στα γαλλικά με τον θάνατό της, και το όνομά της αυτή τη φορά, στα τέλη του 1907 στην επιθεώρηση Revue de Paris. Φρονούμε πως ανήκουν στο ρεύμα της Ντεκαντάνς και του Αισθητισμού, καθώς εμπλέκονται με την αρχαιότητα, χρησιμοποιούν τα έργα τέχνης όπως ο Joris-Karl Huysmans και ο Oscar Wilde, αρέσκονται στην περιγραφή και αφηγούνται περιγράφοντας. Πηγές των πεζών της Ψύχα είναι η αρχαία ελληνική μυθολογία. Η απιστία που δείχνει προς την μυθολογία, φρονούμε πως τα κάνει ενδιαφέροντα. Από την άλλη, καθώς το μεγαλύτερο μέρος αυτών γράφονται σε πρώτο πρόσωπο, θα μπορούσε κανείς να εύρει στα γραπτά μυθολογίζουσες σελίδες ημερολογίου.
Τα πεζά τούτα τραγούδια της Ψύχα, γράφονται με ένα λοξό, διαφωτιστικό βλέμμα προς την αρχαία ελληνική θρησκεία και πραγματικότητα. Στο Παρίσι, η Κατίνα Ψύχα δείχνει να ενστερνίζεται (αφηγηματικά τουλάχιστον) την παγανιστική αντίληψη της ζωής, την φυσιολατρία και την ελευθερία που της έδινε η φύση. Επίσης, ο απροσδόκητος και γρήγορος θάνατός της το 1907, μας ωθεί σε εκείνα τα μοτίβα της παρακμής και των καταραμένων καλλιτεχνών. Το 1904 η Καλλιρρόη Παρρέν δημοσιεύει στην Εφημερίδα των Κυριών το πρώτο έργο της Ψύχα σε νεοελληνική μετάφραση, με τίτλο “Ο Έρως και η Ψυχή”. Μετά τον θάνατό της, τα έργα της Ψύχα μεταφράζονται ως επί το πλείστον από την Αιγιώτισσα Ροδόπη Ροδοπούλου, μέλος της Μανδολινάτας και αδερφής του Μ. Καραγάτση. Η Ροδοπούλου ήταν 18 χρόνια μεγαλύτερη από τον αδερφό της, γεννηθείσα το 1890. Πρωτοεμφανίζεται το 1900 στα γράμματα, 11 ετών, στην Διάπλαση των Παίδων. Αργότερα πανδρεύεται τον Διευθυντή της Αβερωφείου Γεωργικής Πρακτικής Σχολής Λαρίσης, Φιλοποίμενα Τζουλιάδη. Δέκα χρόνια μετά την εμφάνιση στη Διάπλασι, ετών 21 μεταφράζει την πρόωρα χαμένη φίλη της, Κατίνα Ψύχα. Πιθανολογούμε πως και οι ανυπόγραφες μεταφράσεις που ανθολογούνται εδώ είναι επίσης της Ροδόπης Ροδοπούλου. Για την Ροδοπούλου – Τζουλιάδου, γνωρίζουμε πως πιθανόν αργότερα στην αισθαντική ζωή της έπασχε από ψυχασθένεια, πέθανε δε το 1937, δύο χρόνια πριν τον πατέρα της, καθώς ο ίδιος ο Μ. Καραγάτσης στον Συνταγματάρχη Λιάπκιν περιέγραψε τον θάνατό της, της μυθιστορηματοποιημένης “κυρίας Διευθυντού” ή της “Αγγέλας” στον Μεγάλο ύπνο:
«Κ’ έτσι πέθανε η Αγγέλα το πρωί εκείνο του Σεπτεμβρίου, το απαλό και γλυκύτατο, το γεμάτο χρώματα και πνοές από μουσκεμένο πεύκο […]. Κ’ ήταν όμορφη… Είχε την αξεπέραστη ομορφιά που μόνον σε κεφάλια κάποιων πεθαμένων συναπαντιέται. Μόνο το χείλι της είχε τραβηχτεί, λες και μόρφαζε από καλόγουστη αηδία. Ήταν πάντα πολύ λεπτός άνθρωπος…» Ενώ νωρίτερα γράφει αφιερώνοντας ο Μ. Καραγάτσης το 1933, σε χειρόγραφη σημείωση «Στο Φιλοποίμενα και στην Ροδόπη και να με συγχωρούν αν τους κακομεταχειρίζουμε λιγάκι σ’ αφτές τις σελίδες. Δημητράκης».
Η ανωτέρω πληροφορία και φωτογραφία προέρχεται από το Αρχείο Γ. Τζουλιάδη
Όταν πέθανε η Κατίνα Ψύχα, ενδεχομένως εξίσου άτυχη με τη μεταφράστριά της, η Καλλιρρόη Παρρέν την θρήνησε, ενώ και ο Κωστής Παλαμάς δημοσίευσε ένα πολύ συγκινητικό κείμενο για εκείνη. Στα ελληνικά γράμματα έγινε γνωστή αφού είχε διανύσει μία πορεία στο Παρίσι. Καθώς η παρούσα δημοσίευση αποτελεί μία έρευνα εν εξελίξει, και νέα στοιχεία θα έρχονται στο φως, ας συγχωρεθούν τυχόν αβλεψίες. Είναι αποτέλεσμα του ενθουσιασμού που φέρνει μία ωραία γραφή όπως εκείνη της Κατίνας Ψύχα. Πρώτον θα σχολιάσουμε όσα πεζογραφήματα εντοπίσαμε και δημοσιεύθηκαν σε ελληνική μετάφραση, πριν και μετά τον θάνατό της. Στη συνέχεια, θα σχολιάσουμε τα υπόλοιπα πεζά τραγούδια των Ειδωλολατρικών Ονείρων όπως δημοσιεύθηκαν στα γαλλικά, αρχικώς με το ψευδώνυμο Max Rives και στη συνέχεια με το αληθινό ονοματεπώνυμο της συγγραφέως.
Ως προς την ειδολογική κατάταξη των κειμένων, προτείνουμε να καταταχθούν εν μέρει στο ρεύμα του νεοελληνικού Αισθητισμού και εν μέρει στο ρεύμα της νεοελληνικής Ντεκαντάνς. Από την μία, η καλλιέπεια, η ωραιολογία αλλά και η ωραιολατρεία, το υψηλό ύφος, η μεικτή φύση (προσωπική γραφή σε συνδυασμό με εκ του μηδενός μυθογραφία) και η αποφθεγματική γραφή των Ειδωλολατρικών Ονείρων θα αρκούσαν για να θεωρηθούν αισθητιστικά πεζοτράγουδα. Από την άλλη, η προγραμματική αρχαιολογία, η εμμονή στις περιγραφές, ο προσωπικός τόνος και οι σταθερές εικόνες καταστροφής και διπόλων (θάνατος – ζωή) και άλλα θα μπορούσαν να οροθετήσουν τα κείμενα ως ντεκανταντίστικα. Ειδικά δε αν ληφθεί υπόψη και ο βίος της οικογένειάς της, η πτώση των πρότερα εύρωστων από την άρχουσα στην μεταναστεύουσα τάξη, οδηγεί σε μία ανάγνωση στο πλαίσιο της Ντεκαντάνς. Εφαρμόζοντας την μέθοδο του Κριτικού ως Δημιουργού που εισηγήθηκε στο ομώνυμο δοκίμιό του ο Όσκαρ Ουάιλντ, η Ψύχα ασκεί κριτική στην μυθολογία αναδημιουργώντας την δική της.
1904 Ο Έρως και η Ψυχή
Υλικό του πρώτου πεζογραφήματος, ο κλασικός μύθος του Απουλήιου για τον γάμο του Έρωτα και της Ψυχής. Ο αφηγητής δείχνει να είναι άρρεν, πεπαιδευμένος φιλόσοφος. Αναζητεί την Ψυχή ή την αθανασία αυτής. Αποστρέφεται τον έρωτα, τον φοβάται, ενώ λατρεύει διακαώς την Αθηνά και την σοφία αυτής. Μία μάλλον μανιχαϊστική αντίληψη της γνώσης, οδηγεί τούτον τον της απροσδιορίστου αρχαιότητος νέο μακριά από τις ηδονές. Αλλά καταλήγει ηδονοβλεψίας, να παρατηρεί την ένωση του Έρωτος και της Ψυχής στο Παλάτι της Ηδονής. Επίσης, ενδιαφέρον είναι το γεγονός πως μία αποστροφή του πεζού θυμίζει έντονα τις εναρκτήριες γραμμές της Λολίτας (1955) του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ: “Lolita, light of my life, fire of my loins. My sin, my soul. Lo-lee-ta: the tip of the tongue taking a trip of three steps down the palate to tap, at three, on the teeth. Lo. Lee. Ta.”
Ἦτο ὀλιγώτερον λεπτὴ ἀπ’ ὅ,τι μᾶς τὴν περιέγραψαν, πλειοτέρα εὐθυμία έλαμπεν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς τῆς καὶ ἐμειδία εἰς τὸν ἐραστήν τῆς μὲ χείλη ερυθρότερα.” Βεβαίως, δεν γνωρίζουμε καθόλου αν η Ψύχα μελετά το έργο στο λατινικό πρωτότυπο, στα γαλλικά ή αν διαβάζει κάποια διασκευή. Το ενδιαφέρον στην παρούσα αντανάκλαση του μύθου του Έρωτος και της Ψυχής, είναι πως η Ψύχα επιλέγει να αναπλάσει τον μύθο με τρεις διαφορετικές μεθόδους του Gérard Genette, όπως διατυπώθηκαν στα Παλίμψηστα στο ίδιο σύντομο κείμενο: Μεταϋφολόγηση, Συμπύκνωση και Προέκταση. Δηλαδή, δημιουργεί έναν άρρενα αφηγητή, ο οποίος αρχικώς φοβάται τον έρωτα, επιθυμεί την μελέτη και την Αθηνά, δηλαδή την σοφία και την παρθενία. Την Ψυχή αυτή καθ’ αυτή. Δηλαδή, ο ομοδιηγητικός άνδρας αφηγητής της εμπλέκεται στην μυθολογία, γίνεται ο ίδιος μέρος της ιστορίας του Απουλήιου. Θεάται την ιστορία του Έρωτος και της Ψυχής, αλλά την Ψυχή επιθυμεί και τον Έρωτα απωθεί. Αναζητεί την Ψυχή στα σχολεία όπου δίδασκε ο Πλάτωνας, περιφέρεται στο αττικό τοπίο όπως περιγράφεται στον Φαίδρο αλλά τελικά καταλήγει ηδονοβλεψίας, στα ξένα, να παρατηρεί την παράδοση της Ψυχής στον ίδιο τον Έρωτα που ως νέος απωθούσε.
Όπως προείπαμε, δεν γνωρίζουμε αν η Ψύχα μελετούσε τις Μεταμορφώσεις του Απουλήιου. Η μετάφραση που φαίνεται να ήταν κοντά στην πληρέστερη στα νέα ελληνικά δείχνει να γίνεται μετά τον θάνατο της Ψύχα, στο περιοδικό Γράμματα της Αλεξάνδρειας, ανωνύμως το 1927. Παρόλα ταύτα, οι αναφορές στον Πλάτωνα και το νερό που έπινε ο φιλόσοφος φέρνουν στο νου την σκηνή από τον Φαίδρο 228d-229c, όπου ο Σωκράτης βρέχει τα πόδια του στον Ιλισσό. Να γνωρίζει η Ψύχα πως ο Απουλήιος γράφει στα πλαίσια μίας νεοπλατωνικής φιλοσοφίας; Μόνον πιθανολογίες μπορούμε να κάνουμε. Ωστόσο, αυτή η συγκεχυμένη πληροφορία που μας δίνει η συγγραφέας δεν αναιρεί τις στρατηγικές σαγήνης που επιχειρεί, οι οποίες κατά τη γνώμη μας, είναι εύστοχες και καλλιεπείς.
1905 Η Λήθη
Στο δεύτερο πεζό τραγούδι από την συλλογή Ειδωλολατρικά Όνειρα (Rêves Païens) η αφηγήτρια είναι γυναίκα. Μία κόρη θεών γίνεται σύζυγος θνητού. Μία από τον κόσμο των Αθανάτων εκπίπτει στον κόσμο των θνητών. Η μητέρα αυτή χηρεύει και μένει με την κόρη της, ενώ μελαγχολεί πως η κόρη της θα βιώσει και εκείνη, ως ο πατέρας της, τον θάνατο. Το τίμημα της μείξης αθανασίας και θνητότητας, για την αφηγήτρια, μπορεί να λυθεί μόνον με την κατάδυση στον Ιερό ποταμό της Λήθης. Η Λήθη ήταν ποτάμι της κοιλάδας του Άδη, γνωστό και ως Αμελής ποταμός κατά τον Πλάτωνα. Η Λήθη αναφέρεται και στα Γεωργικά του Βιργιλίου, Βιβλίο Πρώτο, στίχοι 76-77:
Urit enim lini campum seges, urit avenae,
urunt Lethaeo perfusa papavera somno:
Καίνε κ’ οι σπόροι του βρωμιού, καίνε κ΄ οι παπαρούνες
Πούνε με τους Ληθαϊκούς τους ύπνους μοσκεμένες.
Οι σκιές των νεκρών οφείλουν να πιούν από το νερό προκειμένου να ξεχάσουν τους ζωντανούς, καθώς βαίνουν προς τον Κάτω Κόσμο. Η Λήθη αναφέρεται και από τον Λυρικό Σιμωνίδη (απόσπασμα 67) και στα Αργοναυτικά του Απολλωνίου του Ρόδιου 1.642:
οὐδ’ ἔτι νῦν περ ἀποιχομένου Ἀχέροντος
δίνας ἀπροφάτους ψυχὴν ἐπιδέδρομε λήθη·
Μαζί μ’ αυτό του είχε χαρίσει και αθάνατο μνημονικό για όλα,
που αν και κατέβηκε από τη φοβερή την πύλη στο ρέμα του Αχέροντα,
η λησμονιά δεν κάθισε στην ψυχή του.
Τέλος, το κείμενο της Ψύχα δείχνει να συνδιαλέγεται με τα σύμβολα που χρησιμοποιεί και στο περίφημο ομώνυμο σονέτο του ο Λορέντζος Μαβίλης Λήθη γραμμένο τον Μάη του 1896 και πρωτοδημοσιευμένο στο περιοδικό Τέχνη τον Φεβρουάριο του 1899 :
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να ‘ναι.
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
α στάξει γι’ αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.
Κι αν πιουν θολό νερό ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι·
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.
Α δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.
Εμφανής είναι η αριστοκρατική αντίληψη της συγγραφέως, αν και συμμετείχε σε περιοδικά με προοδευτικό και εν μέρει σοσιαλιστικό πρόσημο. Η ένωση θνητών και αθανάτων έχει τις ποινές της, πέραν του θανάτου, επιφέρει και την θλίψη. Μόνη λύση έναντι της θλίψεως είναι να λησμονήσει η κόρη της αφηγήτριας την εν μέρει θεϊκή της φύση και να αποδεχθεί την θνητότητα. Ταυτοχρόνως, βεβαίως, θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει πως θίγεται πλαγίως το ταξικό ζήτημα ενώσεως πλουσίων και φτωχών ανθρώπων, ενδεχομένως. Δηλαδή, σε μία πιο αυτοβιογραφική ανάγνωση, η Λήθη την οποία καλείται να βιώσει η θυγάτηρ της αφηγήτριας είναι η λήθη έναντι της οικονομικής ευημερίας που ακολούθησε την καταστροφή και πτώση του οίκου των Ψύχα. Η οικονομική καταστροφή του Στέφανου Ψύχα έρχεται μετά την επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου στην Ελλάδα, την διαμάχη του εργολάβου με το δημόσιο και την πτώχευση του 1893, σχετικώς παράλληλα με την συντριβή στον Ατυχή Πόλεμο του 1897 με την Τουρκία Έτσι, όμως, θα παραλείπαμε κάθε μυθολογικό υπόστρωμα στο πεζοτράγουδο και θα το διαβάζαμε ως φύλλο ημερολογίου.
1905 Ο Όλυμπος
Στο τρίτο πεζό τραγούδι σχολιάζει με αλληγορικό τρόπο τη ματαιόδοξη επιθυμία του ανθρώπου να προσεγγίσει τον κόσμο των θεών. Ο συγκερασμός των θεών, η σύμπλευση των λατρειών και η μυστηριακή γραφή στο πεζοτράγουδο έχει ενδιαφέρον. Η Παρθένος Άρτεμις και το κάλλος της έρχονται στη μνήμη του αφηγητή όταν θεάται τις ακτίνες της Σελήνης “ἐπαφροδίτως” να στολίζουν τους βράχους. Δηλαδή τρεις αρχαίες θεότητες, η Αφροδίτη, η Άρτεμις και η Σελήνη ενώνονται στην σκέψη του αφηγητή, ενδεχομένως υπονοώντας την τρίμορφη Εκάτη που συνλαυτρευόταν με την Εφεσία Αρτέμιδα. Η καρδιά του αφηγητή φρίσσει στην ανάμνηση της θεϊκής μορφής του τοπίου. Πάντως το επίρρημα ““ἐπαφροδίτως” το συναντάμε στο Συμπόσιο 8.15 του Ξενοφώντος.
Ο θνητός επιθυμεί να γνωρίσει, να ατενίσει έστω και για μία στιγμή τον κόσμο των Αθανάτων και τα μυστήριά του. Αλλά γνωρίζει ότι η επιθυμία του αυτή μπορεί να αποβεί μοιραία. Ο χρησμός λέγει με σαφήνεια ότι δεν είναι απροσπέλαστοι οι κορυφές του Ολύμπου, αλλά ο θνητός που θα τις γνωρίσει θα καταλήξει ο πιο αξιοθρήνητος των θνητών. Με άγνοια ή και με γνώση κινδύνου την οποία περιφορονεί, ο άρρεν αφηγητής κινά για το δύσκολο ταξίδι. Μα λίγο πριν φθάσει, το γένος του αλλάζει: ταπεινοῦσα (en baissant les yeux στο πρωτότυπο) το βλέμμα ώσπου να ξαναλλάξει στο τέλος του πεζού: «Εἶμαι τῶν θνητῶν ὁ μᾶλλον ἀξιοθρήνητος.» Στα γαλλικά αυτές οι εναλλαγές γένους δεν καθίστανται τόσον σαφείς, όπως φαίνεται και από το κείμενο παρακάτω. Αλλά στο ελληνικό θα επέτρεπαν μία εύρεση ερμαφροδιτισμού. Άλλωστε, όταν δημοσιεύεται ο Όλυμπος στα ελληνικά η Κατίνα Ψύχα ζει ακόμη.
Μολαταύτα, ο χρησμός που παρατίθεται δείχνει να είναι αποκύημα της δημιουργικής φαντασίας της. Παρότι υπάρχει στην αρχαία μυθολογία η γενική αντίληψη πως οι θνητοί δεν δύνανται να φθάνουν στο σπίτι των θεών, χρησμό δεν βρήκαμε αντίστοιχο. Στην Βιβλιοθήκη του Ψευδο-Απολλωδώρου μαθαίνουμε πως ο Βασιλεύς της Θεσσαλίας Ιξίων ερωτεύθηκε την Ήρα. Ο Ζευς τον είχε πρώτα δεχθεί στο τραπέζι των Θεών προκειμένου να τον σώσει από τους διώκτες του, αλλά ο Ιξίων έδειξε ύβρι:
Ο ίδιος μύθος συνοπτικά αποδίδεται από τον Οβίδιο στις Metamorphoses 4.461. Επίσης μια άλλη εκδοχή αναβάσεως στον Όλυμπο είναι εκείνη του Βελλεροφόντη, ο οποίος (Ψευδο-Υγίνους Astronomica 2. 18) αποπειρώμενος να φθάσει στον Όλυμπο, σταματά να κοιτάξει πίσω τη γη, τρομοκρατείται και πεθαίνει πίπτων. Αλλά η Ψύχα δεν δίδει στοιχεία για την ταυότητα του παραβάτη που επιθυμεί να γνωρίσει τα μυστήρια και τον οίκο των Θεών. Και πάλι, ο αποκαλυπτικός της λόγος δεν δίδει λύση στα μυστήρια. Αναζητώντας και με παράφορη καρδιά, το αφηγηματικό εγώ ως τελικό θέαμα παρατηρεί το απόλυτο τίποτα ή απλώς μία εικόνα της φύσεως:
Οι Θεοί είτε έχουν πεθάνει, επομένως έχουμε μία Νιτσεϊκή επιρροή, είτε δεν υπάρχουν, άρα βρισκόμαστε στο πλαίσιο της αθεΐας, είτε ταυτίζονται με το χιόνι, οπότε πρόκειται για λατρεία της φύσεως. Εξ ου και η αιώνια θλίψη στην οποία βυθίζεται ο αφηγητής, η άρνησή του να απαντήσει ο,τιδήποτε κάθε που τον ερωτούν.
1908 Ο Θάνατος της Πυθίας
Το τέταρτο πεζό τραγούδι (διήγημα ενδεχομένως λόγω μεγέθους;) που κυκλοφόρησε στα ελληνικά πραγματεύεται τον θάνατο της Πυθίας και τον χρησμό που έδωκε εκείνη στους Αθηναίους, κατά την επέλαση του Φιλίππου του Μακεδόνος. Ο Φίλιππος ο Β΄ είχε ήδη εξασφαλίσει την ισχύ του στον Ελλαδικό χώρο, πριν την Μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. Ο Τρίτος Ιερός Πόλεμος είχε λήξει με τη νίκη του Φιλίππου και την συμμετοχή της Μακεδονίας στην Αμφικτυονία. Ως και το προνόμιο της Προμαντείας, δηλαδή της προτεραιότητας πόλεων σε αναμονή για τον χρησμό, που κρατούσαν οι Αθηναίοι για χρόνια, το είχε κλέψει πια ο Φίλιππος. Η Φιλοκράτειος Ειρήνη των Μακεδόνων με την Αθήνα θεωρείτο εξευτελιστική για τους λάτρεις του παλαιότερου αθηναϊκού μεγαλείου, όπως ο ρήτωρ Δημοσθένης, γνωστός για τους παθιασμένους Φιλιππικούς λόγους του. Ωστόσο, οι ισορροπίες έδειχναν πως οι Μακεδόνες θα επικρατούσαν. Συνασπισμένοι παρόλα αυτά οι Αθηναίοι μαζί με τους Θηβαίους, τους Κορινθίους, τους Μεγαρείς και τους Αχαιούς πολέμησαν με τους Μακεδόνες και ηττήθηκαν κατά κράτος. Ο Πλούταρχος αναφέρεται και στον Ιερό Λόχο, του οποίου ο Αλέξανδρος ο Μέγας πρώτος διέσπασε τις δυνάμεις.
Παρά το έντονο ιστορικό περικείμενο, ωστόσο, το πεζό της Ψύχα αναφέρεται σε αποστολή των Αθηναίων στους Δελφούς προκειμένου να ζητήσουν τις συμβουλές του Μαντείου για την αντίσταση τους απέναντι στους επελαύνοντες βορείους που ο Δημοσθένης θεωρούσε βαρβάρους. Από την άλλη, σύμφωνα με τον Παυσανία, στην περίπτωση μίας άλλης συντριπτικής ήττας των Αθηναίων, από τους Λακεδαίμονες στη Ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς το 405 π.Χ., με την λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου. Η απάντηση του Μαντείου, πλαστή ή εκ των υστέρων, φέρεται πως ήταν:
“καὶ γὰρ Ἀθηναίοισιν ἐπέρχεται ἄγριος ὄμβρος
ἡγεμόνων κακότητι, παραιφασίη δέ τις ἔσται
ἥττης: οὐ λήσουσι πόλιν, τίσουσι δὲ ποινήν.”
Και πάλι από τον Πλούταρχο, γνωρίζουμε πως ο Φίλιππος ο Μακεδών απευθύνθηκε στο Μαντείο. Να απευθύνθηκαν και οι Αθηναίοι θα ήταν εύλογο, αλλά δεν υπάρχει καταγεγραμμένος χρησμός. Εκεί αναλαμβάνει η Ψύχα και γράφει την ιστορία της.
Η περιγραφή που κάνει η Ψύχα του Μαντείου μοιάζει επηρεασμένη από τις περιγραφές του Πλουτάρχου στα “δελφικά” έργα του. Ακόμη, η απεύθυνση προς τους Αθηναίους δείχνει να απηχεί τον θρυλικά αποκαλούμενο τελευταίο χρησμό του Μαντείου, που υποτίθεται πως δόθηκε στον Εθνικό Αυτοκράτορα που προσπάθησε να επαναφέρει την αρχαία θρησκεία, Ιουλιανό τον αποκαλούμενο και Παραβάτη:
Και στο κείμενο του Κεδρηνού και στο κείμενο της Ψύχα χρησιμοποιούνται τα ίδια δελφικά σύμβολα, ενώ η εικόνα της παρακμής του μαντείου ως ιερού χώρου είναι έντονη. Απλώς η Ψύχα φαίνεται να δημιουργεί μία εκτός χρόνου αφήγηση, καθώς η Πυθία της προλέγει τα μελλούμενα “Τὸ ἄγαλμά σου θὰ κρημνισθῇ. Οἱ κάτοικοι τῆς χλοερᾶς Τήνου καὶ τῆς ἀγόνου Μυκόνου θὰ κτίσουν τὰς προσκαίρους κατοικίας των μὲ τὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ σου, τὸν ὁποῖον ἐνόμιζες αἰώνιον, καὶ κανεὶς δὲν θὰ ἔλθῃ πλέον εἰς τὴν ἱερὰν γῆν, τὴν γῆν τὴν κατηραμένην, τῆς ὁποίας τὸ χῶμα δὲν ἀνεμίχθη ποτὲ μὲ τὴν τέφραν τῶν νεκρῶν.”
Ο συγκεκριμένος χρησμός, που υποτίθεται πως δόθηκε στον Ιουλιανό τον Παραβάτη, είχε βεβαίως επηρεάσει και καθαυτό αισθητιστές της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπως ο Παύλος Νιρβάνας στο τρίπτυχο Μυκήναι – Ακρόπολις – Ολυμπία στο Απὸ τὴν φύσιν καὶ τὴν ζωῆν (1898) και στο ποίημά του Δελφοί αλλά και τον ευρωπαϊκό αισθητισμό, καθώς ο διάσημος πρώιμος ντέκαντεντ Algernon Charles Swinburne χρησιμοποιεί τον χρησμό στο ποίημά του The Last Oracle (1876).
Η αναφορά στο “«Εἰς μάτην ἀλυσσίδες ἀπὸ διαμάντια κρατοῦν καρφωμένο εἰς τὸ ἔδαφος τῆς Δήλου γιγαντιαῖον ἄγαλμα” θα μπορούσε να απηχεί το αναφερόμενο από τον Θουκυδίδη ανάθημα από τον Πολυκράτη προς τον Δήλιο Απόλλωνα, ο οποίος έδεσε τη νήσο Ρήνεια το ιερό νησί του Απόλλωνος : “ἀπέχει δὲ ἡ Ῥήνεια τῆς Δήλου οὕτως ὀλίγον ὥστε Πολυκράτης ὁ Σαμίων τύραννος ἰσχύσας τινὰ χρόνον ναυτικῷ καὶ τῶν τε ἄλλων νήσων ἄρξας καὶ τὴν Ῥήνειαν ἑλὼν ἀνέθηκε τῷ Ἀπόλλωνι τῷ Δηλίῳ ἁλύσει δήσας πρὸς τὴν Δῆλον.”Το δε καρφωμένο γιγαντιαίο άγαλμα ενδέχεται να είναι εντελώς πλαστή αρχαιότητα ή να υπονοεί τον Κούρο του Απόλλωνος που βρίσκεται έως σήμερα στην γειτονική της Δήλου, Νάξο.
Ο Απόλλων συνδέεται με τον Κύκνο ως πατέρας του και κειμενικώς και αρχαιολογικώς. Σε πρώτο επίπεδο, ο Απόλλων μεταμόρφωσε τον Κύκνο, γιο του με την θνητή Θύρια, και τον επίδοξο ερωμένο του Φύλιο, σε κύκνους. Ο Κύκνος είχε αυτοκτονήσει απογοητευμένος μετά την άρνηση του Φύλιου να υποταχθεί ερωτικώς στον Κύκνο. Στον πλατωνικό Φαίδωνα 85 ο Σωκράτης δίδει μία διαφορετική ερμηνεία για το κύκνειο άσμα, θεωρώντας πως δεν πρόκειται για θρηνητικό τραγούδι, αλλά για μαντικό άσμα, το οποίο ο άνθρωπος θα καλείτο να ερμηνεύσει:
Αρχαιολογικά, υπάρχει ένας πολύ όμορφος κρατήρας (British Museum, London περισσότερα από τον Beazley, J.D., Attic Red-Figure Vase-Painters, 2nd edition (Oxford, 1963): 1410.6, που αποδίδει το έργο στον Μελέαγρο) ο οποίος απεικονίζει τον Απόλλωνα πάνω στον Κύκνο, αφού τον έχει μεταμορφώσει σε πτηνό και ενώ ανταγωνίζεται με τον Μαρσύα, πριν τον συντρίψει.
Επίσης, κειμενικώς ο Απόλλων, εκτός από Λύκειος λόγω της Λυκίας ή Λύκειος λόγω του φωτός, συνδέεται και με τον λύκο μυθολογικώς. Ο Πλούταρχος (ή Ψευδοπλούταρχος) στο De sollertia animalium αναφέρει: ‘ὥσπερ ὁ Ἀπόλλων ‘‘λυκοκτόνος’’ οὐδὲ ‘‘τριγλοβόλος’’, ὥσπερ ‘‘ἐλαφηβόλος’’ ἡ Ἄρτεμις λέγεσθαι.’’
Plutarch Moralia? Friedrich Dürrenmatt’s Story “Das Sterben der Pythia”: Farewell to Theatre and a Return to Fiction and Essays?
1909 Αι Σειρήνες
Το συγκεκριμένο αφήγημα παρουσίαζεται σε δύο εκδοχές, πράγμα που μας κάνει να πιστεύουμε πως το επεξεργάστηκε εκ νέου η Ψύχα πριν τον θάνατό της. Αλλιώς, οι εκδοχές αποτελούν αποκύημα της μεταφράστριας της Ψύχα. Η πρώτη εκδοχή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα των Κυριών δεν ακολουθείται το γαλλικό κείμενο απολύτως. Εδώ δύο ναύτες, ο νέος και δυνατός Χαννών και ο σύντροφός του, ο φρόνιμος Κριτίας, πλέουν μία μυστηριακή νυχτερινή πλεύση. Ο Κριτίας συμβουλεύει τον άμυαλο νέο να αποφύγει το τραγούδι των Σειρήνων και να προστατευθεί. Ο ίδιος είναι δεμένος στο άλμπουρο. Αίφνης οι Σειρήνες αρχίζουν το θανάσιμο τραγούδι των και προσκαλούν τον Χαννών “εις υπερτάτην χαράν, εις όλας τας ηδονάς της σαρκός, εις όλας τας εκστάσεις της ψυχής”. Ο νέος μαίνεται, ακούει το άσμα και χάνεται στα κύματα. Ο σοφός γέρων επιβιώνει δεμένος και επιστρέφει στην πατρίδα του, τον Πόρο, και στην πιστή “γυναικούλα” του και τα παιδιά του. Μα τις νύχτες, στα όνειρα (τα Ειδωλολατρικά όνειρα εν προκειμένω) οράται να πλέουν μορφές θείες, τραγούδια μαγικά και φωνές που καλούν και τρελλαίνουν. Κι επιθυμεί να τις ακολουθήσει, μα ξυπνά. Η αντιστροφή της ομηρικής σκηνής, όπου ο Οδυσσέας θέλει μεν να ακούσει το τραγούδι τους, αλλά στο κατάρτι ενώπιον των Σειρήνων
1910 Λουλούδια Μαραμένα
Το επόμενο πεζογράφημα δημοσιεύεται με την προσθήκη γεωγραφικού προσδιορισμού από την μεταφράστρια Ροδοπούλου, η οποία φαίνεται πως ευρίσκεται στο Αίγιο ενώ γράφει. Πρόκειται για μία μυστηριακή εικόνα, με την υπαινικτική περιγραφή δύο ερωτευμένων γυναικών, οι οποίες “ἔσφιγγαν σ’τὸ στῆθος τους δέσμες ἀπὸ λουλούδια· ἀπ’ ὅλα τὰ λουλούδια ποῦ τραγούδησαν οἱ παληοὶ ποιηταί, ποῦ φίλησαν οἱ νέοι ἐρωτευμένοι.” Φορούν πέπλα, καθώς επιστρέφουν στο σπίτι τους η καθεμιά, ενώ τελετουργικά η μία φιλάει τα άνθη μέσα σε ένα παλιό προσευχητάρι. Βεβαίως, δεν διευκρινίζεται τι προσευχητάρι είναι αυτό, αλλά φέρνοντας στο νου την ρήση του Λορντ Άλφρεντ Ντάγκλας από τον Όσκαρ Ουάιλντ περί “The love that dare not speak its name” μπορούμε να ανιχνεύσουμε στο πεζό μερικά στοιχεία λεσβιασμού. Φαίνεται πως η μία ερωμένη κρύβεται στο σπίτι, ενώ η άλλη “ἀκολούθησε τὸ δρόμο της. Γιατὶ ἡ αὔρα ἦταν γεμάτη μυρωδιές γλυκειὲς ὅπως ᾑ ἐλπίδες.” Αυτή η αγάπη που δεν τολμά να εκστομίσει το όνομά της, είναι κατά τον Ουάιλντ “… μια τόσο μεγάλη στοργή ενός ηλικιωμένου για έναν νεότερο άνθρωπο … όπως αυτή που ο Πλάτων έκανε τη βάση της φιλοσοφίας του … Είναι αυτή η βαθιά, πνευματική στοργή που είναι τόσο αγνή όσο και τέλεια … Δεν υπάρχει τίποτα αφύσικο σε εκείνην. Είναι διανοητική και υπάρχει επανειλημμένα μεταξύ ενός μεγαλύτερου και ενός νεότερου ανθρώπου, όταν ο μεγαλύτερος έχει τη διανόηση και ο νεότερος έχει μπροστά του όλη τη χαρά, την ελπίδα και την αίγλη της ζωής” Παρομοίως, αυτά τα μαραμένα λουλούδια της αφηγήτριας δεν έχουν όνομα, αλλά είναι μαγικά “Ὡραῖα, ’περήφανα, ἀγνά, ἡδυπαθῆ, πειὸ φίνα, πειὸ φλογερά, πειὸ μελαγχολικὰ ἀπὸ τὰ κρίνα, τοὺς μενεξέδες καὶ τὰ τριαντάφυλλα.” Το στοιχείο της υπερηφάνειας και της ηδυπάθειας, αόριστο μεν και περισσότερο κρυπτικό παρά σαφές, καθώς και το περπάτημα της συντρόφου που δεν πηγαίνει στο σπίτι της, δεικνύουν αλλά δεν αποδεικνύουν μία ερωτική ατμόσφαιρα εντός ντεκανταντίστικου κλίματος, καθότι τα λουλούδια είναι μαραμένα και το ερωτικό συναίσθημα φαίνεται να παρήκμασε.
1911 Χαιρετισμός στην Εύα
Ο Λέο Ταξίλ, κατά την υποτιθέμενη έρευνά του, περιγράφει τα άδυτα του Ναού της Παλλάδας : “Ένα τρίκλιτο ιερό, εντός του οποίου ευρίσκεται το τρομερό είδωλο του Μπαφομέτ, ένα δωμάτιο με ένα άγαλμα της Εύας, στο οποίο μπορεί να εμφυσήσει ζωή μία Μασόνα αδελφή του Τάγματος, καθώς το άγαλμα μεταμορφώνεται στον δαίμονα Αστάρτη και φιλά την Εκλεκτή Αφέντρα του Ναού στο στόμα.” Η εικόνα της Εύας στην γαλλική λογοτεχνία των τελών του 19ου αιώνα επαναπροσδιορίζεται, δεν είναι πλέον η αμαρτωλή Εύα που προσέφερε τον απαγορευμένο καρπό από το Δένδρο της Γνώσεως, αλλά είναι η Εύα – Σωτήρια, πρόγονος της Μαρίας. Ειδικά στο La Femme pauvre (1897)[Η πτωχή γυναίκα] του Léon Bloy, παρακολουθούμε την ιστορία μιας γυναίκας στο Παρίσι στα τέλη της δεκαετίας του 1880, τη διαφυγή της από την εξαθλίωση και την ανέχεια, την ενηλικίωσή της στην παρέα των παρισινών μποέμ και της καλλιτεχνικής ελίτ, τον τραγικό γάμο της και την πνευματική της ωρίμανση. Η γυναίκα, εν τέλει, στο έργο, μέσα από τις κακουχίες που υφίσταται, καταφέρνει να αποτελέσει τον επίγειο παράδεισο, την Εύα της παρούσας ζωής, δηλαδή την Παναγία της μετά θάνατον. Φαίνεται πως αντιλήψεις όπως αυτές συνοψίζονται στο τελετουργικό πεζό της Ψύχα που θυμίζει μία παγανιστική προσευχή.
Τέλος, στα σωζόμενα μόνο στα γαλλικά πεζά τραγούδια της Ψύχα παρατηρούμε τα παρακάτω.
Κατ’ αρχάς, τον διάλογό της με έργα τέχνης όπως τον έχει προαναγγείλει ο Diderot και αργότερα εφαρμόζει ο Lessing: “Τους ποιητές τους ξαναβρίσκουμε στους ζωγράφους και τους ζωγράφους στους ποιητές. Όσο χρήσιμο είναι να βλέπει τους πίνακες μεγάλων ζωγράφων ένας συγγραφέας, είναι και ένας καλλιτέχνης να διαβάζει τα μεγάλα έργα” Ειδικότερα στις “Δύο Αφροδίτες” όπου συγκρίνονται με βιωματικό τρόπο δύο έργα, η Nascita di Venere (1484-1486) του Sandro Botticelli με την Venere allo specchio (1555) του Tiziano Vecelli, καθώς η αφηγήτρια εισέρχεται στους πίνακες και παίζει με όσα βλέπει, μυθολογώντας εκ νέου, σε μία διακαλλιτεχνική αναπαράσταση με “αιτιακό και λογικό χαρακτήρα, ώστε να απαρτισθεί ένα όλον ισορροπημένο και συμμετρικά διαρθρωμένο”
Nascita di Venere (1484-1486) του Sandro Botticelli
Venere allo specchio (1555) του Tiziano
Στον Γανυμήδη η Ψύχα συνδιαλέγεται με τον Ομηρικό Ύμνο Εἰς Ἀφροδίτην, στ. 200-205:
ἀγχίθεοι δὲ μάλιστα καταθνητῶν ἀνθρώπων
αἰεὶ ἀφ’ ὑμετέρης γενεῆς εἶδός τε φυήν τε.
ἦ τοι μὲν ξανθὸν Γανυμήδεα μητιέτα Ζεὺς
ἥρπασε ὃν διὰ κάλλος ἵν’ ἀθανάτοισι μετείη
καί τε Διὸς κατὰ δῶμα θεοῖς ἐπιοινοχοεύοι,
θαῦμα ἰδεῖν, πάντεσσι τετιμένος ἀθανάτοισι,
χρυσέου ἐκ κρητῆρος ἀφύσσων νέκταρ ἐρυθρόν.
Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, ενώ προσθέτει λεπτομέρειες όπως την ακριβή του ηλικία, τις οποίες δεν γνωρίζαμε στον ύμνο. Τέλος, θα έλεγε κανείς πως πέραν της ομοφυλοφιλικής συνυποδήλωσης, η χρήση του μύθου ως συμβόλου μίας υπεράνθρωπης ανάβασης, καθώς ο πρωτοπρόσωπος Γανυμήδης – αφηγητής μόνον χαρούμενος φαίνεται και όχι θύμα απαγωγής, προέρχεται από τη νεοπλατωνική φιλοσοφία. Μόλις μετά την Αναγέννηση αυτό το σύμβολο θεϊκής έκστασης και η αντίληψη πως ο άρρεν ομοερωτισμός είναι μία υπέρτερη μορφή πάθους υποχωρούν. Η Ψύχα φαίνεται να το αναγνωρίζει αυτό και το εγκολπώνει στην αφήγησή της, μέσα σε ένα κλίμα ψυχικής ευφορίας.
Στην Λήθη η αφήγηση είναι και πάλι πρωτοπρόσωπη. Ως θεότητα η Λήθη αναφέρεται στην Θεογονία, 227του Ησιόδου. Αλλά στην αφήγηση ομιλεί μία μη ονομαζόμενη θεά, της οποίας η κόρη επιλέγει να ενωθεί με έναν θνητό. Το σύστημα που περιγράφεται και η κοινωνική διαστρωμάτωση είναι ησιόδεια, ενώ υφίσταται μία αριστοκρατική αντίληψη περί αδυνάτου της ενώσεως θεών και ανθρώπων. Θα μπορούσε κανείς να διαβλέψει την προσωπική καταγωγή της συγγραφέως στο πεζό.
Στο Πέπλο του φωτός δεν μπορέσαμε να αναγνωρίσουμε κάποια αρχαιογνωστική πηγή, ωστόσο ο Απόλλων πράγματι στους Ομηρικούς και στους Ορφικούς Ύμνους συνδέεται με τον χρυσό, τα φασκιά του, το κλειδί έως και η λύρα του αποκαλούνται χρυσά:
περὶ δὲ χρύσεον στρόφον ἧκαν.
οὐδ᾽ ἄρ᾽ Ἀπόλλωνα χρυσάορα θήσατο μήτηρ
Ίσως σε αυτή τη φασκιά να αναφέρεται και το ευρηματικό πεζό με την τελετουργική επανάληψη της εντολής από την Ιέρεια “Κοίτα! – Regarde!”. Σε αυτή την πρώτη σειρά δημοσίευσης Παγανιστικών Ονείρων, αξίζει να σημειώσουμε πως η τολμηρότητα και η ευφρόσυνη διάθεση ενδεχομένως να οφείλονται και στην επιλογή της Ψύχα να τα δημοσιεύσει με το ψευδώνυμο “Max Rives”.
Η Δεύτερη σειρά Παγανιστικών Ονείρων έρχεται έξι μήνες αργότερα, στο τέλος του Ιουλίου του 1904. Εδώ η σειρά είναι επίσης ευρηματική. Πρόκειται για σπαράγματα ερωτικών επιστολών μίας ορκισμένης Παρθένου Εστιάδος. Οι Εστιάδες Παρθένοι αποτελούσαν ένα παγανιστικό μοναστικό τάγμα, οι γυναίκες του οποίου ήσαν ιέρειες του Εστίας – Vesta. Στην ρωμαϊκή μυθολογία, ο Ρωμύλος και ο Ρώμος αποτελούσαν καρπό του βιασμού μίας Εστιάδος Παρθένου, της Ρέας Σύλβιας, από τον Άρη – Mars. Είναι αρκετά τολμηρή η επιλογή της Ψύχα να φτιάξει έναν ηδυπαθή χαρακτήρα όπως η ανώνυμη επιστολογράφος, αλλά το επιστολιμαίο μυθιστόρημα έχει ήδη παράδοση το 1904 στην γαλλική λογοτεχνία. Το ύφος εδώ θυμίζει τις Εξομολογήσεις του Αγίου Αυγουστίνου, αλλά και τις Ηρωίδες του Οβιδίου, ο συνδυασμός ιερού και ανίερου όμως είναι μία πρωτοπορία της Ψύχα στο συγκεκριμένο θέμα. Η μικρή φόρμα την οποία επιλέγει καταφέρνει παρά την συντομία της να καταδείξει τις εναλλαγές της διάθεσης της αφηγήτριας, την απελπισία της αλλά και τον προβληματισμό της. Θα λέγαμε πως απηχούνται αντιλήψεις της ύστερης αρχαιότητας, λίγο πριν την ανατολή των μονοθεϊστικών θρησκειών, καθώς η αφηγήτρια προβληματίζεται πως δεν τιμά τον Έρωτα και ίσως θα όργιζε η περιφρόνησή της προς αυτόν τον θεό.
Το επόμενο πεζό αφήγημα της Ψύχα, Ο Πόνος του Προμηθέως, περιγράφει τον Εωσφόρο – Πυρφόρο Τιτάνα καθώς τον επισκέπτεται στο όρος της τιμωρίας του του η Αφροδίτη. Βρισκόμαστε εκτός χρόνου ή στο παρόν. Η σκόπιμη ασάφεια επιτρέπει στην αφηγήτρια να βάλει στο στόμα της Αφροδίτης μία αιρετική περιγραφή της Σταύρωσης, που θα ζήλευε ο Joris-Karl Huysmans, ο οποίος ήδη το 1891 είχε κυκλοφορήσει το μυθιστόρημά του Là-bas (Εκεί κάτω) όπου αφηγείται το εν κρυπτώ κίνημα του σατανισμού στο Παρίσι του fin de siècle. Ενδεχομένως επηρεασμένη από τέτοια αναγνώσματα η Ψύχα παρουσιάζει μία Αφροδίτη ερωτευμένη με τον Τιτάνα και έναν Προμηθέα απογοητευμένο από την υποταγή που δείχνει το ανθρώπινο γένος.
Η Τρίτη Σειρά Παγανιστικών Ονείρων που εντοπίσαμε κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1907, λίγο πριν τον θάνατό της. Ενδιαμέσως έχουν αρχίσει να μεταφράζονται έργα της στα ελληνικά και φέρεται να έχει ολοκληρώσει ένα μυθιστόρημα. Είναι το πρώτο δημοσίευμα που βρίσκουμε στα γαλλικά με το επώνυμό της. Το πρώτο (Προσευχή) αναδίδει μία υπαρξιακή αγωνία, καθώς πρόκειται για μία ιερής φύσεως απεύθυνση με αυστηρότητα και προσταγές αγάπης. Εδώ το προσωπείο της Ψύχα αλλάζει πάλι. Πλέον δεν υπογράφει ως Max Rives, αλλά ο αφηγητής – αυταρχικός ποιητής του μέλλοντος φαίνεται να είναι άρρεν, και ικετεύει τον έρωτα και την αγάπη του αντικειμένου λατρείας του, το οποίο παραμένει ασαφές. Οι γυναίκες τον αποφεύγουν τρέχοντας με τρόμο, ενώ τα βρύα μέσα σε εικόνες παρακμής και χαλασμάτων κυριαρχούν. Το δεύτερο πεζό Οι Κύκλωπες δείχνει να έχει μία μάλλον ευφρόσυνη διάθεση, ενδεχομένως επηρεασμένη από το σατυρικό δράμα του Ευριπίδη, καθώς το αποσπασματικό έργο έχει ήδη κυκλοφορήσει σε έμμετρη αγγλική μετάφραση από τον Percy Bysshe Shelley από το 1824, ενώ αργότερα και πιο κοντά στην Ψύχα ο Georg Kaibel γράφει το άρθρο «Kratinos und Euripides», στην φιλολογική επιθεώρηση Hermes, vol. XXX, 1895, σελ. 82. Η εμφάνιση των Κυκλώπων όπως τους περιγράφει έχει έναν κωμικό ερμαφροδιτισμό, αλλά καθώς η αφηγήτρια προσθέτει στην ιστορία της τρεις προσωποποιήσεις μάλλον αφαιρετικής φύσεως, μπορούμε να πούμε ότι αλλάζει την αφηγηματική επιταγή του Ευριπίδη.
Στην Τέταρτη σειρά δημοσιεύσεων από τα Ειδωλολατρικά Όνειρα που εντοπίσαμε, η Απόδραση της Δάφνης συνδιαλέγεται αναπαριστώντας διακαλλιτεχνικά αφ’ ενός το διάσημο άγαλμα του Gian Lorenzo Bernini, “Apollo e Dafne” (Μουσείo Galleria Villa Borghese, 1622-1625) και αφ’ ετέρου κειμενικώς με το επεισόδιο όπως το αφηγείται ο Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις . Οι διαφορές από τον τρόπο αφήγησης του Οβιδίου είναι σημαντικές. Αντί της όχθης του Πηνειού, όπου αφηγείται ο Οβίδιος, στην Ψύχα βρισκόμαστε στην κοιλάδα της Αττικής. Στην θέση της περιγραφής της Πηνειάδας Νύμφης από τα μάτια του Απόλλωνος, έχουμε μία αισθαντική εικόνα περιγραφής της ομορφιάς του ιδίου του Απόλλωνος, από την οπτική γωνία της Δάφνης αυτή την φορά, θα έλεγε κανείς σα να έχει εντυπωσιαστεί από το κάλλος του θεού που πρόκειται να αποπειραθεί να την βιάσει : “και η Δάφνη είδε να εμφανίζεται ο νεαρός Απόλλωνας, με το λευκό του σώμα, τα φλογερά του μάτια, την χρυσή πανοπλία του, την πάμφωτη περικεφαλαία του, τρομερός, απαστράπτων και αγνός.” Θα έλεγε κανείς πως η πρώτη αφορμή (το άγαλμα του Bernini) χρησιμοποιείται ως πηγή έμπνευσης προκειμένου να ανατραπεί η δεύτερη, δηλαδή το οβιδιακό επεισόδιο. Κοινό στοιχείο και στις δύο εκδοχές είναι η αριστοκρατική καταγωγή της νύμφης, αλλά στην Ψύχα αντί να απευθυνθεί στον πατέρα της, Πηνειό, απευθύνεται προσευχόμενη στον Δία. Τέλος, το αφηγηματικό εγώ συγχέεται με το εγώ του Απόλλωνος, καθώς ο παντογνώστης αφηγητής προς το τέλος ομοιάζει να γίνεται ο Απόλλων που μαλώνει την Δάφνη επειδή δεν ενέδωσε: “Δάφνη! Δάφνη! Με ποια τιμωρία ο Ανώτατος Δάσκαλος απάντησε στην ανίερη προσευχή σου! Φοβήθηκες, αλλοίμονο ! Νίκησε το κράτος του φόβου εμπρός στις υπεράνθρωπες χαρές, που σου άξιζε να ριζώσεις στο χώμα, αιχμάλωτη για πάντα.
Ω Δάφνη, ήσουν τόσο όμορφη, τόσο λυπημένη! Γιατί δραπέτευσες από την Θεϊκή αγκαλιά του Ονείρου; Σκέψου ! Αχ! Σκέψου πόσες αγάπησαν τον λαμπρό Απόλλωνα τότε, και σήμερα βασιλεύουν πλάι του εν δόξη, και είναι σήμερα μητέρες ημίθεων!
Εσύ, που σε έχασα, δεν το ήξερες τάχα αυτό;”
Ακόμη, αξιοσημείωτη είναι η χρήση μάλλον τεκτονική ορολογίας, καθώς ο Ζευς αποκαλείται “Ανώτατος Διδάσκαλος” ή στο πρωτότυπο “le Maître suprême”. Αυτή η ορολογία πιστεύουμε πως συνδέει την Απόδραση της Δάφνης με το επόμενο πεζό της σειράς, Το Μυστικό.
“Apollo e Dafne” (Μουσείo Galleria Villa Borghese, 1622-1625) σε χαλκογραφία του Dorigny Nicolas (1704) Apollo E Dafne di Bernini
Στο Μυστικό συναντάμε μία κουρασμένη δούλη με μάλλον αριστοκρατικό όνομα, την Θεανώ της Μυκόνου. Είναι ενδιαφέρον πως ονομάζεται με όνομα σύνηθες σε υψηλές θέσεις (Θεανώ ή Κυδίππη, ήταν η ιέρεια της Ήρας και μητέρα του Κλέοβι και του Βίτωνος) μια πτωχή καταπιεσμένη γυναίκα. Επίσης έχει σημασία πως τόσο νωρίς, πριν από τις σημερινές επιταγές της κλασικής φιλολογίας για εστίαση στην ιστορία των καταπιεζομένων ομάδων της αρχαιότητας (όπως τα διδασκόμενα μαθήματα του Dan-el Padilla Peralta στο Πρίνστον ““Citizenships: ancient and modern”) η Ψύχα θίγει το θέμα της καταπίεσης των γυναικών. Μάλιστα δε, συνδέοντας την Θεανώ και ετυμολογικώς με την μάλλον θεουργική αναφορά στον Απόλλωνα παραπάνω, θέτει την πρωταγωνίστρια του πεζού ως την εκλεκτή των θεών, εκείνη που μόνη μυείται στα μυστήρια και τον θησαυρό που της άνοιξε η μαγική λέξη : “Ποιος ψιθύρισε τις θαυματουργές συλλαβές στο αυτί μου; Κάποιος αόρατος θεός, χωρίς αμφιβολία, είμαι η επιλεγμένη, είμαι η μόνη. Θα αποκαλύψω το μυστήριο σε όσους δεν επελέχθησαν, σε εκείνους που δεν μπορούσαν να ακούσουν τη φωνή που άκουσα;
Δεν θα ήμουν τίποτα περισσότερο από δούλη των ανθρώπων έτσι. Οχι! Οι βέβηλοι κι αμύητοι δεν πρέπει να γνωρίζουν τους ιερούς θησαυρούς. »
Η μυσταγωγική διάθεση της συλλογής που υφίσταται ήδη στο προηγούμενο πεζό με τον Απόλλωνα που προσπαθεί να μυήσει ως Διδάσκαλος την Δάφνη, συνεχίζεται εδώ, όπου η μυημένη είναι η Θεανώ. Ακουσίως μυημένη, η αφηγήτρια λησμονεί την μαγική λέξη, σε μία συγκρητιστική πιθανή επιρροή από το παραμύθι στις Χίλιες και μία νύχτες “Ο Αλή Μπαμπάς και οι Σαράντα Κλέφτες”. Θλίψη κυριεύει την αφήγηση ενώ μέχρι το τέλος του πεζού η νεαρή Θεανώ έχει ήδη υποστεί την φθορά του βίου της.
Το τελευταίο πεζό από τα Ειδωλολατρικά Όνειρα που εντοπίσαμε είναι η Μυρρίνη. Ένα εκτενέστερο παραμύθι σε ειδυλλιακό τοπίο της Αρκαδίας, η Ψύχα φτιάχνει τον δικό της “locus amoenus”, μία παγανιστική Εδέμ, θα έλεγε κανείς, στην οποία εισβάλλουν οι ξυλοκόποι και την καταστρέφουν. Η Μυρρίνη απαντάται στην Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, είναι η γυναίκα του Κινησία και εκείνη που τον βασανίζει επί σκηνής καθώς του αρνείται την συνουσία. “μύρτον” δε, εκτός από τον καρπό της μυρτιάς, είναι και “τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον· ταὐτόσημον τῷ νύμφη ἢ κλειτορίς” και “μύρρινον” είναι “τὸ κάτω μέρος τοῦ ἀνδρικοῦ αἰδοῖου” Φρονούμε πως οι παραπάνω συνυποδηλώσεις δεν είναι τυχαίες στο συγκεκριμένο πεζό. Η Μυρρίνη αποδεικνύεται μία femme fatale για τον σύζυγό της Φωτίωνα, καθώς υπακούει τις εντολές της Δρυάδος Θύμβριδος. Η Θύμβρις (ή Ύβρις) απαντάται στον ΨευδοΑπολλόδωρο 1.4.1 όπου περιγράφεται ως μητέρα του Πανός από τον Δία. Βεβαίως, η εντολή της Δρυάδος να δοθεί το μαγικό ελιξήριο σε ανθρώπους που “αγαπούν και σκέπτονται” επιτρέπει θεωρητικά στην Μυρρίνη να δώσει το ελιξήριο στον άντρα της, τον φιλόσοφο Φωτίωνα. Εξ’ αρχής η Δρυάς την έχει ενημερώσει πως το μαγικό φίλτρο, συναγμένο από τους χυμούς όλων των ιερών φυτών της αρχαιότητας (λωτοί, παπαρούνες, νούφαρα, δάφνες και άλλα) θα διατηρήσει για πάντα το πτώμα ενός ανθρώπου. Κι η Μυρρίνη υπακούει και τηρεί τις εντολές, για να καταλήξει δυστυχισμένη και έρμαιο της οργής της φύσεως. Το οικολογικό αυτό παραμύθι, έχει αρκετές απηχήσεις φεμινισμού θα έλεγε κανείς σήμερα και αποδεικνύεται πολύ μπροστά από την εποχή του. Βεβαίως, θα μπορούσε να είχε δημοσιευθεί στην προοδευτική Εφημερίδα των Κυριών της Καλλιρρόης Παρρέν, αλλά δεν εντοπίσαμε σχετικό φύλλο. Φαίνεται όμως πως η ασαφής εντολή της Δρυάδος στόχευε στο κοινό καλό όλων των ανθρώπων και όχι στην διατήρηση ενός πτώματος. Στην επαναφορά δηλαδή της κυριαρχίας της φύσης και του αγνού ανιμισμού των πραγμάτων, πριν την επικυριαρχία των ανδρών και την καταστροφή της ειδυλλιακής Αρκαδίας. Έτσι, η Ψύχα φαίνεται να δημιουργεί το δικό της προσωπικό Et In Arcadia Ego, όπως απαντάται πρώτα στις Εκλογές V 42 του Βιργλίου, υπομιμνήσκοντας στον αναγνώστη της, έστω και μετά θάνατον, το παλαιό Memento mori, τη νεοπλατωνική δηλαδή εφαρμογή του Πλατωνικού Φαίδωνος “ἀνὴρ τῷ ὄντι ἐν φιλοσοφίᾳ διατρίψας τὸν βίον θαρρεῖν μέλλων ἀποθανεῖσθαι καὶ εὔελπις εἶναι ἐκεῖ μέγιστα οἴσεσθαι ἀγαθὰ ἐπειδὰν τελευτήσῃ.”Διότι τι άλλο ήταν ο Φωτίων παρά ένας σωκρατικός ή νεοπλατωνικός καθώς “είχε καταφύγει στο σκιερό δάσος της Αρκαδίας. Ήταν ακόμη νέος, ενθουσιώδης και όμορφος. Έφυγε από τη Σπάρτη, τη σκληρή και ένδοξη πατρίδα του, επειδή δεν σκεφτόταν για τους Θεούς όσα διέταζαν οι άρχοντες της πόλης να σκέφτονται. Ακαταπαύστως διαλογιζόταν με αγωνία τις θελήσεις της μοίρας και τις επιθυμίες των ανθρώπων, τα μυστήρια της ζωής, γεννήματα της ηδονής, παραδομένα στον πόνο.
Αγαπούσε τα όντα και τα πράγματα. Αμφισβήτησε, έκρινε τους Θεούς.”
Δεν γνωρίζουμε βεβαίως αν η Ψύχα επιθυμούσε να είναι αυτός ο επίλογος του βιβλίου της, μία υπόμνηση θανάτου, ή αν έγραψε και άλλα Ειδωλολατρικά Όνειρα.
Γαλλική Βιβλιογραφία:
Σειρά Πρώτη: (ως Max Rives): “I. Δύο Αφροδίτες ΙΙ. Αι Σειρήνες ΙΙΙ. Το Παλάτι της Αγάπης (Ο Έρως και η Ψυχή) IV. Γανυμήδης V. Λήθη VII. Όλυμπος VIII. Χαιρετισμός στην Εύα”στην Revue politique et littéraire – Revue bleue, 30 Janvier 1904
Σειρά Δεύτερη: (ως Max Rives): “I. Επιστολαί Εστιάδος Παρθένου: Επιστολή Ι, Επιστολή ΙΙ, Επιστολή ΙΙΙ: Προς έτερον ξένον, άγνωστον. Ο Πόνος του Προμηθέως” στην Revue politique et littéraire – Revue bleue 30 Juillet 1904:
Σειρά Τρίτη:(ως C. Psycha): “Rêves païens:Prière de l’avenir au poète. Les cyclopés”, par C. Psycha. στην Censeur politique et littéraire 3 août 1907. σελ.434-435. [Προσευχή από τον μέλλοντα ποιητή. Οι Κύκλωπες].
Σειρά Τέταρτη: (ως Catina Psycha, μετά θάνατον): “I. Η απόδραση της Δάφνης ΙΙ. Το Μυστικό, ΙΙΙ. Μυρρίνη.” στην La Revue de Paris, Livraison du 1 Mai, Mai-Juin 1908, pages 181 – 195.
~ΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΑ ΟΝΕΙΡΑ~
1904: Πρώτη δημοσίευση έργου της Κ. Ψύχα στα ελληνικά:
Ἐφημερίς τῶν Κυριῶν, ἑβδομαδιαία, ἐν Ἀθήναις τὴ 21 Μαρτίου 1904-
Ο Κωστής Παλαμάς με την είδηση του θανάτου της, δημοσίευσε το παρακάτω ποίημα, στα τέλη του 1907, 16 Δεκεμβρίου, στο 937 τεύχος της Εφημερίδος των Κυριών. Στον πρόλογο με την σύντομη νεκρολογία της, η Καλιρρόη Παρρέν μας πληροφορεί πως η Ψύχα ευρισκόταν στη Νορμανδία και ετοίμαζε νέο λογοτεχνικό έργο, το οποίον θα εξέδιδε μετά την εις Παρισίους επιστροφή της. Ο θάνατος της (αρχές Δεκεμβρίου του 1907) ήταν αιφνίδιος και άδικος, και δεν την άφησε να τελειώσει το έργο της.
Κατίνα Ψύχα
Κάπου την είδα, κάπου, να διαβαίνει,
Ψυχή πλασμένη μόλις από αέρα·
σαν από αύρα μοσκοποτισμένη
στο διάβα της η στράτα πέρα ώς πέρα, 5
ανάσταινε και η στράτα η σκονισμένη·
χάιδιο ξανθό τριγύρω της και η μέρα…
Κάπου την είδα, κάπου να διαβαίνει.
Την ξανάειδα· το φτερωτό κοντύλι
στο μαργαριτόχερο κρατούσε·10
κάτου απ’ του Λόγου το χρυσό καντήλι
τα σιγαλά βιβλία μελετούσε,
κι απάνου στο γραμμένο της τ’ αχείλι
γλυκά μια ξένη γλώσσα κελαηδούσε.
Την ξανάειδα. Το φτερωτό κοντύλι.15
Συντριμμένο το φτερωτό κοντύλι;
Αργό και κρύο κατάπεσε το χέρι;
Βοριάς το συνεπήρε το καντήλι;
Το ρηγικό κορμί τού δράκου ταίρι;
Ποιά Εδέμ, ω χρυσαυγούλα, σ’ είχε στείλει,20
και ποιά σε ξαναδέχτηκε; ποιός ξέρει!
—Και φορούσες κορόνα ένα κοντύλι.
1907
Επίσης, Νεκρολογία της Ψύχα γράφει και ο θεατρικός συγγραφέας και συνεργάτης του εντύπου Επιστημονική Ηχώ Νικόλαος Λιβαδάς την 1 Απριλίου 1908, Έτος Β’, αριθμός 2, σελ. 39:
Ακολουθεί το σύνολο όσων ευρέθησαν από την σειρά πεζογραφημάτων Ειδωλολατρικά Όνειρα, όπως τα κυκλοφόρησε με το ψευδώνυμο Max Rives, στην προοδευτική και κατόπιν σοσιαλιστική Κυανή Επιθεώρηση (Revue bleu -Revue politique et littéraire) τον Ιανουάριο του 1904. Τα κείμενα που ταυτίσαμε με την μετάφρασή τους παρατίθενται εδώ και στα γαλλικά, ενώ όσα δεν βρήκαμε δημοσιεύονται με σημερινή μετάφραση του υπογράφοντος. Η Δεύτερη Σειρά των Ειδωλολατρικών Ονείρων κυκλοφορεί λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 1904, πάλι με την μυστηριώδη υπογραφή Max Rives, καθώς και τρεις Ερωτικές Επιστολές μίας Εστιάδος Παρθένας. Κατόπιν, μετά τον θάνατό της, κυκλοφόρησε η τρίτη (πιθανώς τελευταία;) σειρά Ειδωλολατρικών Ονείρων, τα οποία επίσης μεταφράζουμε. Αυτή τη φορά επωνύμως και με τις καλύτερες συστάσεις στην La Revue de Paris στον τρίτο τόμο: “Αυτά τα Ειδωλολατρικά Όνειρα, της συγγραφέως αναδεικνύουν μια ευγενή τέχνη ενώ διαμορφώνεται και ίσως με έντονο τόνο, όπου δηλώνεται, με ανάλυση, με τόλμη, σε μύθους εμπνευσμένους απευθείας από την ελληνική παράδοση, ένας τρόπος σκέψης αρχαίος και μοντέρνος συνάμα. Αυτά τα Ειδωλολατρικά όνειρα είναι μέρος μιας μεταθανάτιας -δυστυχώς- συλλογής, η οποία σύντομα θα εμφανιστεί κάτω από τον ίδιο τίτλο. Δεν θα εκπλαγούμε που επιμείναμε να τα δημοσιεύσουμε με ευλάβεια!” Δυστυχώς, δεν βρήκαμε περισσότερα από τα παρακάτω της “Τρίτης Σειράς”. Τέλος, υπάρχουν και άλλα δύο Ειδωλολατρικά Όνειρα, δημοσιευμένα στην εφημερίδα “Censeur politique et littéraire” 3 août 1907. Rêves païens. : Prière de l’avenir au poète. Les cyclopés, par C. Psycha.
Σειρά Πρώτη
RÊVES PAÏENS 1. – DEUX VÉNUS
MAX RIVES. — RÊVES PAIENS REVUE POLITIQUE ET LITTÉRAIRE REVUE BLEUE FONDATEUR : EUGÈNE YUNG DIRECTEUR : FÉLIX DUMOULIN NUMÉRO 5 5. SÉRIE – TONET 30 JANVIER 1904 133 137 RÊVES PAÏENS Ι. – DEUX VÉNUS Parmi les vieux tableaux de Florence, il en est deux dont le souvenir me poursuit, et qui se sont longtemps disputé mes regards. Deux déesses, soeurs et rivales; la Vénus du Titien, langoureusement étendue sur sa couche moelleuse…; la Vénus de Botticelli, passant sur les flots et prête à s’élancer sur la terre, où l’attendent toutes les fleurs de printemps et toutes les adorations des hommes. Qu’elles sont belles, toutes deux ! Mais combien différentes : celle du Titien s’est affaissée un moment comme une panthere lassée ! Elle jouit profondément de sa beauté. Elle est consciente de la séduction de sa pose, de la splendeur de sa carnation ; elle offre à nos lèvres, la perfection de ses formes. Nous ne lui demandons ni pensée ni tendresse. Elle est la vie! la vie chaude, palpitante, éternelle ! La volupté d’est faite chair, puls déesse et nous sourit.Maintenant je songe A l’autre, il celle de Botticelli; elle s’avance d’un mouvement libre et souple! son pied aerien frôleà peine la coquille qui la soutient. Le souffle des vente suffit a la porter, el quand elle passera sur nos gazons, son pied ne fera pas courber tu tete aux violettes. Toute la terre s’est parée pour la recevoir, mais elle, attendue, désirée, acclamée, est triste ! Le mouvement de son corps exprime toute la joie de la vie, son visage n’en a que la souffrance presque désespérée. Elle pressent que ses adorateurs ne verseront sur ses pieds que des parfums indignes de se divinité; ses yeux regardent la splendeur lointaine qu’elle est venue révéler au monde, mais qu’il n’a pas même desirée en elle. Les hommes l’appellent, elle vient à eux; mais dans cette condescendance même il y a un mépris infini : elle vient à eux, mais sans les voir, et quand ils la tiendront dans leurs bras, elle ne le saura même pas. Son Ame restera vierge, c’est pourquoi elle ressemble si étrangement aux madones, ses sœurs.Elle est triste ! mortellement triste ! Le ciel méme sourit à sa beauté, mais elle la dédaigne comme un haillon! La radieuse fille du Titien est venue, a ramassé en souriant cette guenille, et s’en est fait un manteau royal.
Ι. – ΔΥΟ ΑΦΡΟΔΙΤΕΣ Ανάμεσα στους παλιούς πίνακες της Φλωρεντίας, υπάρχουν δύο πίνακες, των οποίων η μνήμη με στοιχειώνει, και οι οποίοι επί μακρόν διεκδικούν την προσοχή του βλέμματός μου. Δύο θεές, αδελφές και αντίπαλοι· η Αφροδίτη του Τισανού, νωχελικά ξαπλωμένη στο μαλακό της κρεβάτι … και η Αφροδίτη του Μποτιτσέλι, αιωρούμενη ύπερθεν των κυμάτων και έτοιμη να εφορμήσει επί της γης, όπου όλα τα άνθη της άνοιξης την προσμένουν και όλες οι λατρείες των ανδρών. Πόσο όμορφες είναι και οι δύο τους! Αλλά εν τω άμα, πόσο διαφορετικές: εκείνη του Τισιανού τόσον βυθισμένη σε μια στιγμή, ωσάν πάνθηρας αποκαμωμένος! Απολαμβάνει εκ βαθέων την ομορφιά της. Γνωρίζει καλά την σαγήνη της πόζας της, το μεγαλείο της αποχρώσεώς της· προσφέρει στα χείλη μας την τελειότητα της μορφής της· Δεν της ζητάμε μήτε σκέψη μήτε τρυφερότητα. Εκείνη είναι η ίδια η ζωή! Η ζωή η φλεγόμενη, η παλλόμενη, η αιώνιος ζωή! Η ηδονή ενσαρκώνεται, η θεά πάλλεται και μας μειδιά. Ευθύς σκέπτομαι την άλλη, εκείνη του Μποτιτσέλι· προελαύνει με μιαν ελεύθερη και ευέλικτη κίνηση! Τα αερένια πόδια της ίσα που εφάπτονται (προσεγγίζουν μόλις) στο κέλυφος του κοχυλιού που τα στηρίζει. Τα ρεύμα του αέρος, άνεμος ικανός να την μεταφέρει, και όταν θα φθάσει στις χλόες και τις αυλές μας, το πόδι της δεν θα λυγίσει μήτε το τρυφερό κεφαλάκι της βιολέτας από ευλάβεια. Όλη η γη είναι ντυμένη τα καλά της για να την υποδεχτεί, αλλά, εκείνη, καθώς την περίμεναν, επιθυμητή, δοξασμένη, είναι θλιμμένη! Η κίνηση του σώματός της εκφράζει όλη τη χαρά της ζωής, το πρόσωπό της ίσα που έχει πάνω του την οδύνη της απελπισίας. Έχει μιαν κάποιαν αίσθησι ότι οι λάτρεις της θα χύσουν στα πόδια της αρώματα ανάξια της αγιότητός της· το βλέμμα της θεάται το μακρινό μεγαλείο που ήρθε να αποκαλύψει στον κόσμο, μα και ότι ο ίδιος ο κόσμος δεν έχει επιθυμία για εκείνη. Οι άνθρωποι την κάλεσαν, κι εκείνη έρχεται προς αυτούς· μα σε τούτην την ίδια την καταδεκτικότητά της, υπάρχει εντός μια μια απέραντη απέχθεια και περιφρόνηση: Εκείνη τους πλησιάζει, αλλά χωρίς να τους βλέπει, και όταν την κρατούν στην αγκαλιά τους, εκείνη δεν θα το μάθει καν. Η Ψυχή της θα παραμείνει παρθένα, γι’ αυτό μοιάζει τόσο παράξενα με τις Παναγίες, τις αδερφές της.Είναι λυπημένη! Θανάσιμα θλιμμένη! Ο ίδιος ο Παράδεισος/ Ουρανός χαμογελά με την ομορφιά της, αλλά η ίδια την περιφρονεί σαν κουρέλι!Η απαστράπτουσα κόρη του Τισιανού έφθασε, μειδιώσα πήρε αυτό το κουρέλι από χάμω κι έφτιαξε τον δικό της βασιλικό μανδύα.Μετάφραση: Ηλίας Κολοκούρης
Ι. – TWO VENUSES
Among the old paintings of Florence, there are two whose memory pursues me, and which have long competed for my attention. Two goddesses, sisters and rivals; Titian’s Venus, languidly stretched out on her soft couch…; Botticelli’s Venus, passing over the waves and ready to rush to earth, where all the flowers of spring and all the adoration of men await her. How beautiful they both are! But how different: Titian’s has slumped for a moment like a weary panther! She enjoys her beauty deeply. She is aware of the seduction of her pose, of the splendour of her complexion; she offers to our lips the perfection of her forms. We ask her neither thought nor tenderness. She is life! Hot, pulsating, eternal life! Voluptuousness has become flesh, pulses goddess and smiles at us. Now I think of the other one, that of Botticelli; she moves forward with a free and supple movement! her aerial foot barely brushes the shell that supports her. The breath of the wind is enough to carry her, and when she passes over our lawns, her foot will not make the violets bend their heads. All the earth is dressed to receive her, but she, expected, desired, acclaimed, is sad! The movement of her body expresses all the joy of life, her face has only the almost desperate suffering. She senses that her worshippers will pour on her feet only perfumes unworthy of her divinity; her eyes look at the distant splendour which she has come to reveal to the world, but which it has not even desired in her. Men call to her, she comes to them; but in this very condescension there is an infinite contempt: she comes to them, but without seeing them, and when they hold her in their arms, she will not even know it. Her Soul will remain virgin, that’s why she looks so strangely like the Madonnas, her sisters.She is sad! mortally sad! Heaven itself smiles at her beauty, but she disdains it like a rag! Titian’s radiant daughter came, picked up this rag with a smile, and made herself a royal coat.
MAX RIVES. — RÊVES PAIENS REVUE POLITIQUE ET LITTÉRAIRE REVUE BLEUE FONDATEUR : EUGÈNE YUNG DIRECTEUR : FÉLIX DUMOULIN NUMÉRO 5 5. SÉRIE – TONET 30 JANVIER 1904 133 137 RÊVES PAÏENS II. – LES SIRÈNES
*** II. – LES SIRÈNES C’était une chaude nuit d’été; la lune en pluie d’argent ruisselait sur les eaux, dans les flots trem-. blait la lumière des étoiles, et la légère galère glis sait sur la mer avec un doux bruissement. Les deux marins regardaient, tantôt la mer, tantot le ciel. Le plus jeune, debout, à l’avant du navire, . les bras croisés semblait attendre quelque événement étrange. Le plus agé s’était attaché fortement au måt. Il dit à son compagnon : « Ami, erois-moi, ne sois pas fou. Les sirènes sont fatales à l’homme. Pais comme moi, ou leur chant te sera funeste. » Mais l’adolescent secoue la tête. « Non, laisse-moi! je ne crains pas les séductions de ces créatures. Je veux les voir, les entendre, et les défier ! Après un long silence, un soupir frole l’eau, qui tressaitle amoureusement. Le doux son grandit, des voix innombrables chantent les invocations suprêmes, toutes les délices de la ehair, toutes les extases de l’ame. A travers la nuit luminense, les dieux tendent les bras aux mortelles et le ciel et la terre sourient à leur étreinte. La douleur coule dans les veines comme un nectar aux fortes ivresses ! La vie est une passion joyeuse ! Le jeune homme, sanglotant éperdument, s’ineline vers la profondeur bleue. De longs cheveux flottent sur les vagues ! L’eau se soulève aux battements d’un cour de femme.“ Viens, dit une voix, viens là bas dans nos palais de cristalt nous avons pour toi des chants, de la beauté, de l’amour. Donne nous ta jeunesse comme une perle ! »
It was a warm summer night; the moon in silver rain was streaming over the waters, in the waves the light of the stars was shining, and the light galley was gliding over the sea with a gentle rustle. The two sailors looked at the sea and the sky. The younger one was standing at the front of the ship with his arms folded, seemingly waiting for some strange event. The older one had tied himself tightly to the mast. He said to his companion: “Friend, listen to me, don’t be mad. Mermaids are fatal to man. Pais like me, or their song will be fatal to you. But the teenager shakes his head. “No, let me go! I do not fear the seductions of these creatures. I want to see them, hear them, and challenge them! After a long silence, a sigh ripples the water, which was lovingly braiding. The sweet sound grows, countless voices sing the supreme invocations, all the delights of the ehair, all the ecstasies of the soul. Through the luminous night, the gods stretch out their arms to the mortals and heaven and earth smile at their embrace. Pain flows through the veins like a nectar with strong intoxications! Life is a joyous passion! The young man, sobbing distraughtly, lines up towards the blue depths. Long hair floats on the waves! The water rises to the beat of a woman’s heart. Come, says a voice, come there in our crystal palaces we have songs, beauty, love for you. Give us your youth like a pearl!
MAX RIVES. — RÊVES PAIENS REVUE POLITIQUE ET LITTÉRAIRE REVUE BLEUE FONDATEUR : EUGÈNE YUNG DIRECTEUR : FÉLIX DUMOULIN NUMÉRO 5 5. SÉRIE – TONET 30 JANVIER 1904 133 137 RÊVES PAÏENS III. — LE PALAIS DE L’AMOUR.
***III. — LE PALAIS DE L’AMOUR. J’étais un jeune homme élevé par des maitres aus tères. On m’avait enseigné à fuir tous les dieux qui troublent la raison qui embrasent les cours et les sens. La sage Minerve, déesse stérile née d’un cer veau tourmenté, avait présidé à mon éducation. Plus tard, je voulus me vouer à un être céleste digne de mes adorations. Je vénérais Athéné, mais sa sévérité m’inspirait de la crainte. Je pensai à Psyché, jeune et belle, ame immortelle et sans tache, éternellement pure et brillante, et je fis le serment de me donner à elle tout entier. Cependant, j’avais un désir brûlant de l’entrevoir… Je savais qu’elle était apparue à quelques mortels favorisés. Pourquoi ne serais-je pas un de ceux-là? Il fallait mériter cette vision. Je vécus de la vie des ascètes; ma jeunesse ne connut ni plaisir, ni fêtes. Je redoutais surtout l’amour. Je me disais que ce Dieu dont le culte avilit, ce fils eruel de la volupté, tuerait en moi le désir de la céleste vierge. Si je me baissais vers l’enfant venimeux, jouant parmi les fleurs de la terre, s’il enlançait mon cou de ses bras, et s’il posait sur mes paupières ses lèvres empoi sonnées, je ne pourrais plus lever les yeux vers l’espace où planait l’âme ailée. Je désirais Psyché et ne désirais qu’elle. Je la cherchai partout où son pied blanc pouvait se poser sans souillure. Dans les écoles où parlait Pla ton; au bord du ruisseau où buvait dans sa main le philosophe cynique; sur les champs de bataille, auprés de ceux qui mouraient pour la patrie; parmi les mystères d’Eleusis lorsque montait vers elle l’en cens et les prières: en vain ! Hélas ! jamais je n’aperçus un pli de sa robe. Enfin, découragé, je renonçai à tout espoir et recommençai à vivre comme les autres hommes. Un jour, dans une contrée lointaine ou j’errais pour ” oublier l’ennui de mon existence, je vis tout à coup se dresser devant moi un palais, un fragile palais d’ivoire éclairé par une lumière intense, mais irréelle comme un reflet d’innombrables soleils disparus. Dans l’air flottaient les parfums des forêts et des roses; partout jaillissait la fraicheur des fontaines dont l’argent s’élançait jusqu’au bleu du firmament et retombait sur la verdure touffae des arbres. Mille oiseaux aux couleurs d’arc-en-ciel mélaient le cha toiment de leur plumage à la blancbeur ombrée de l’ivoire. Dans ces lieux régnait la beauté resplandissante. Nos vieux poètes nous ont parlé de cette merveille : Je reconnus le palais de l’Amour. Un désir irrésistible m’entraina : j’entrai, Je vis l’Amour lui-même, plus grand et plus fort que jadis, agenouillé auprès d’une femme qu’il enla çait passionnément et qui s’offrait à son baiser. Celle que j’avais tant cherchée m’apparaissait enfin ! Oui, c’était bien elle, mon désir éternel, l’espoir de ma jeunesse, le rêve de ma vie. Elle élait moins frèle qu’on ne nous l’a dépeinte, plus. de gaité étin celait dane ses yeus, elle souriait à son amant avec des lévres plus rouges. Dans le royaume de la beauté, Psyché se donnait à l’Amour.
I was a young man raised by austere masters. I had been taught to shun all the gods that trouble reason and inflame the courts and the senses. The wise Minerva, a barren goddess born of a tormented brain, had presided over my education. Later, I wanted to devote myself to a celestial being worthy of my adoration. I venerated Athene, but her severity inspired me with fear. I thought of Psyche, young and beautiful, immortal and unblemished soul, eternally pure and brilliant, and I vowed to give myself entirely to her. However, I had a burning desire to catch a glimpse of her… I knew that she had appeared to some favoured mortals. Why shouldn’t I be one of them? I had to earn this vision. I lived the life of the ascetics; my youth knew neither pleasure nor celebrations. I was especially afraid of love. I told myself that this God whose worship debases, this erual son of voluptuousness, would kill in me the desire of the celestial virgin. If I bent down to the venomous child, playing among the flowers of the earth, if he embraced my neck with his arms, and if he placed his poisonous lips on my eyelids, I could no longer raise my eyes to the space where the winged soul hovered. I desired Psyche and desired only her. I looked for her wherever her white foot could land without defilement. In the schools where Pla ton spoke; on the banks of the stream where the Cynic philosopher drank from her hand; on the battlefields, next to those who died for the fatherland; among the mysteries of Eleusis when the censor and the prayers went up to her: in vain! Alas! I never saw a fold of her dress. At last, discouraged, I gave up all hope and began again to live like other men. One day, in a distant land where I was wandering to “forget the boredom of my existence, I suddenly saw a palace standing before me, a fragile ivory palace lit by an intense but unreal light, like a reflection of countless vanished suns. In the air floated the perfumes of forests and roses; everywhere gushed the freshness of the fountains whose silver rose to the blue of the firmament and fell on the bushy greenery of the trees. A thousand rainbow-coloured birds mingled their plumage with the shaded whiteness of the ivory. In these places resplendent beauty reigned. Our old poets have told us about this marvel: I recognised the palace of Love. An irresistible desire drew me in: I entered, I saw Love himself, taller and stronger than before, kneeling beside a woman whom he passionately embraced and who offered herself to his kiss. The one I had been looking for appeared to me at last! Yes, it was her, my eternal desire, the hope of my youth, the dream of my life. She was less frail than she had been portrayed, more cheerfulness sparkled in her eyes, she smiled at her lover with redder lips. In the kingdom of beauty, Psyche gave herself to Love.
MAX RIVES. — RÊVES PAIENS REVUE POLITIQUE ET LITTÉRAIRE REVUE BLEUE FONDATEUR : EUGÈNE YUNG DIRECTEUR : FÉLIX DUMOULIN NUMÉRO 5 5. SÉRIE – TONET 30 JANVIER 1904 133 137 RÊVES PAÏENSIV. – GANYMÊDE.
IV. – GANYMÊDE. Je suis Ganymede, fils de roi. J’avais seize ans; les jeunes filles me trouvaient beau; quand je passais, elles baissaient les yeux et souriaient. Mes habits étaient brodés d’or; de superbes chevaux me servaient de monture ; j’aimais ma lyre, et les temples de nos dieux. J’étais heureux. Un soir, j’étais seul, auprès de la mer étoilée; je rêvais à l’avenir. Soudain, une ombre noire me cacha le ciel, et je sentis des griffes s’enfoncer dans ma chair: je me débattis de toutes mes forces, j’appelai au secours, mais en vain. Je fus emporté à travers l’espace; la terre disparut. Je ne voyais plus que deux yeux, brillants comme des pointes de feu. Je dis à la vie un adieu éternel, et m’évanouis. En m’éveillant, je crus rêver encore. Dans une lumière sereine glissaient des formes légères, avec un murmure de feuilles froissées par la brise. J’entendais des battements d’ailes et des rires doux comme des baisers. Une joie surhumaine m’enveloppait. J’ai goûté au divin nectar! j’ai oublié la terre et ses vierges… Je suis Ganymede, l’échanson des dieux ! ***
IV. – ΓΑΝΥΜΗΔΗΣ. Είμαι ο Γανυμήδης, υιός βασιλέως.Ήμην δεκαέξι ετών· τα νεαρά κορίτσια με εύρισκαν όμορφο· όταν με βλέπαν να περνώ, κοίταζαν χαμηλά και μειδιούσαν. Τα ρούχα μου ήταν κεντημένα με χρυσό, χρυσοποίκιλτα· καβαλούσα υπέροχα άτια· Μου άρεσε πολύ / αγαπούσα τη λύρα μου και τους ναούς των θεών μας. Ήμην ευτυχής. Ένα απόβραδο, ήμην μόνος δίπλα στην έναστρη θάλασσα/ ακρογυαλιά· Ονειρευόμουν το μέλλον. Αίφνης, μια μαύρη σκιά μού έκρυψε τον ουρανό, και ένιωσα νύχια να βυθίζονται στη σάρκα μου: Πάλεψα με όλη μου τη δύναμη, φώναξα βοήθεια, αλλά ματαίως. Παρασύρθηκα στο διάστημα· η γη εξηφανίσθη από τα πόδια μου. Έβλεπα μονάχα δύο μάτια, δυο μάτια που έλαμπαν σαν αιχμές πυρός. Αποχαιρέτησα τότε μ’ ένα αιώνιο αντίο τη ζωή και λιποθύμησα.Όταν ξύπνησα, νόμιζα ότι ονειρευόμουν ακόμα. Μέσα στο γαλήνιο φως ελαφρές μορφές γλιστρούσαν, με το μουρμουρητό των φύλλων καθώς θροΐζουν από το αεράκι. Άκουγα το χτύπημα των φτερών κι ένα γέλιο απαλό σαν φιλιά. Μια υπεράνθρωπη χαρά με τύλιξε. Γεύθηκα το θεϊκό νέκταρ! Έχω ξεχάσει πια τη γη και τις παρθένες της … Είμαι ο Γανυμήδης, ο οινοχόος των θεών!***Μετάφραση: Ηλίας Κολοκούρης
IV. – GANYMEDE
I am Ganymede, son of a king. I was sixteen years old; the young girls found me beautiful; when I passed, they lowered their eyes and smiled. My clothes were embroidered with gold; beautiful horses served as my mounts; I loved my lyre, and the temples of our gods. I was happy. One evening I was alone by the starry sea, dreaming of the future. Suddenly, a black shadow hid the sky from me, and I felt claws digging into my flesh: I struggled with all my strength, I called for help, but in vain. I struggled with all my strength, I called for help, but in vain. I was carried away through space; the earth disappeared. I saw only two eyes, shining like points of fire. I bade life an eternal farewell, and fainted. When I awoke, I thought I was still dreaming. In the serene light, light forms glided by, with a murmur of leaves rustled by the breeze. I could hear the beating of wings and laughter as soft as kisses. A superhuman joy enveloped me. I have tasted the divine nectar! I have forgotten the earth and its virgins… I am Ganymede, the cupbearer of the gods! ** *
MAX RIVES. — RÊVES PAIENS REVUE POLITIQUE ET LITTÉRAIRE REVUE BLEUE FONDATEUR : EUGÈNE YUNG DIRECTEUR : FÉLIX DUMOULIN NUMÉRO 5 5. SÉRIE – TONET 30 JANVIER 1904 133 137 RÊVES PAÏENS V. – LE LÉTHÉ.
V. – LE LÉTHÉ. Moi, fille des Dieux, je fus l’épouse d’un homme. Son amour me fut plus cher que l’encens brulé par les Grecs sur les autels de Junon. Mais mon bien-aimé mourut ; il me laissa une fille, belle comme les rêves divins et l’espérance humaine.
Je fus mère, de toutes les forces de mon coeur; mais une pensée me désespérait; mon enfant élait néé d’un homme et un jour, comme son père, elle connaitrait la mort. Je voulais, qu’au moins, elle ne perdit pas, à travers la vie, son âme de déesse. Pendant longtemps son front fat radieux. Le bean et le bien chantaient en elle ; l’étincelle céleste s’avivait dans ses yeux. Puis, elle connut la pitié, et la fille des Immortels pleura ; mais, à travers ses larmes, je vis briller plus pur le feu sacré. Elle aima; et celui à qui elle donna son coeur ne le sut jamais; il ne pensait qu’à la patrie et à la gloire et tomba sur le champ de bataille.: Ma fille prit le deuil ; et la tristesse la pénétra tout entière. Je ne voulus pas qu’elle souffrit. Jupiter me permit de la mener, vivante, aux bords du Léthé ou la dou leur s’endort. Et je dis à la vierge adorée : « Bois, ma fille, bois l’apaisement des maux dont je n’ai pu te préserver. Bois le bonheur avec l’oubli. » Elle obéit; je la vis avec joie se pencher sur l’onde froide. Quand elle se releva, sa tristesse avait dis paru; mais dans ses yeux quelque chose s’était éteint. L’Oubli l’avait rendue semblable aux mortels vulgaires. En elle était morte, à tout jamais, son ame de déesse! ***
V. – Η ΛΗΘΗ.
Ἐγὼ, μιὰ κόρη τῶν Θεών ἐγενόμην σύζυγος θνητοῦ. Ὁ ἔρως του μου ήταν πιο πολύτιμος κι ἀπὸ το θυμίαμα τῶν Ἑλλῆνων πάνω στοὺς βωμοὺς τῆς Ἥρας· ἀλλ᾽ ὁ πολυαγαπημένος μου ἀπέθανε. Μοῦ ἄφησε μιὰ κόρην ἔμορφη ὡσὰν τὰ ὄνειρα τῶν θεῶν καὶ ὡσὰν τὴν ἐλπίδα τῶν ἀνθρώπων.
Ἤμουν μητέρα με ὅλες τὶς δυνάμεις τῆς καρδιᾶς μου· ἀλλὰ μία σκέψις μου ἔφερνε ἀπελπισία· τὸ παιδὶ μου ὑπῆρξε γέννημα ἀνθρώπου καὶ μίαν ἡμέραν, ὅπως ὁ πατέρας της, θὰ ἐγνώριζεν τὸν θάνατον. Θὰ ἤθελα, τουλάχιστον, ἐνόσῳ ζούσε, νὰ μὴ χάσῃ τὴν ψυχὴν Θεᾶς. Ἐπὶ μακρὸν τὸ μέτωπόν της ἔλαμπε. Τὸ Κάλλος καὶ τὀ Ἀγαθόν τραγουδοῦσαν ἐντὸς της· ἡ οὐράνια σπίθα ζωντἀνευε στὰ μάτια της. Ἔπειτα, ἐγνώρισε τὸν οἶκτο καὶ ἡ κόρη τῶν Ἀθανάτων ἔκλαψε· ἀλλὰ μέσα ἀπ᾽ τὰ δάκρυά της, εἶδα τὴν ἰερὴ φωτιὰ νὰ λάμπει πιο καθαρὴ.
I, daughter of the Gods, was the wife of a man. His love was dearer to me than the incense burned by the Greeks on the altars of Juno. But my beloved died; he left me a daughter, beautiful as divine dreams and human hope.
I was a mother with all the strength of my heart; but one thought made me despair; my child was born of a man and one day, like her father, she would know death. I wanted her not to lose her goddess-like soul through life. For a long time her forehead was radiant. The bean and the good sang in her; the celestial sparkle was alive in her eyes. Then she knew pity, and the daughter of the Immortals wept; but through her tears I saw the sacred fire shine more pure. She loved; and he to whom she gave her heart never knew it; he thought only of the fatherland and of glory and fell on the battlefield: My daughter mourned; and sadness penetrated her all over. I did not want her to suffer. Jupiter allowed me to lead her, alive, to the banks of Lethe, where their sweetness falls asleep. And I said to the adored virgin: “Drink, my daughter, drink the appeasement of the evils from which I could not preserve you. Drink happiness with oblivion. She obeyed; I saw her with joy bend over the cold wave. When she stood up, her sadness had disappeared; but in her eyes something had gone out. Oblivion had made her like ordinary mortals. In her was dead, for ever, her goddess soul!
MAX RIVES. — RÊVES PAIENS REVUE POLITIQUE ET LITTÉRAIRE REVUE BLEUE FONDATEUR : EUGÈNE YUNG DIRECTEUR : FÉLIX DUMOULIN NUMÉRO 5 5. SÉRIE – TONET 30 JANVIER 1904 133 137 RÊVES PAÏENS VI. – LE VOILE DE LUMIÈRE.
VI. – LE VOILE DE LUMIÈRE. Dans un petit temple, auprès de la mer de Grèce, la prêtresse attendait sur son trone d’ivoire. La blancheur de sa robe était brodée d’or, sa chevelure était ornée de cyprès. Un guerrier parut et vint s’agenouiller auprès de la jeune femme. Il jeta devant elle sa couronne de lauriers : « Je suis victorieux, dit-il, et je viens te rendre hommage dans les lieux où tu avais commencé à m’initier aux grands mystères. C’est à toi que j’apporte mes lauriers ». Elle répondit d’un ton doux et ferme. «M’as-tu rapporté ta pensée ?» — « Prêtresse, j’ai servi le peuple, j’ai protégé les esclaves, j’ai nourri les pauvres, j’airendu une justice incorruptible, j’ai vaincu dans les combats. Les malheureux m’ai men!, la patrie m’honore. » «M’as-tu rapporté ta pensée ? ». Il baissa la tête. « Je sais que tu as été courageux et loyal; ton pays est fier de toi; sois heureux ! «Mais tu n’a servi et contemplé que les vérités utiles; ta place n’est plus en ce temple, mon âme ne reconnait plus la tienne. «As-tu donc oublié que pour connaître la vie, il fallait soulever un coin du voile d’or d’Apollon ? Regarde. «As-tu donc oublié que pour connaître la vie, il fallait soulever un coin du voile d’or d’Apollon ? Regarde. » Le soleil baissait à l’horizon; l’air flamboyait; quelques nuages rayonnants auréolaient la terre.. Enfin les splendeurs du jour s’éteignirent, et sur le ciel assombri surgirent les étoiles. «Regarde, – répéta gravement la prêtresse en ‘étendant la main. — Sur nos têtes ont brillé toute la journée ces innombrables mondes; mais nous ne pouvions les voir à la lueur de celui qui fait murir nos blés. Il suffit aux dieux de la lumière du même astre pour nous faire vivre et pour nous voiler l’infini. Pour nous révéler la grandeur des cieux, ils éteignent un soleil. « Adieu! quand il fera nuit dans ton ame’ reviens ! » ***Max Rives
VI. – ΤΟ ΠΕΠΛΟ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ. Σ᾽ έναν μικρό ναό κοντά στο ελληνικό πέλαγος, η ιέρεια πρόσμενε καθήμενη επί του θρόνου του ελεφάντινου. Το λευκό της φόρεμα ήτον χρυσοκεντημένο, η κόμη της κεκοσμημένη με κυπαρίσσια.
Ένας πολεμιστής εμφανίστηκε και έκλινε το γόνυ δίπλα στη νεαρή γυναίκα. Έριξε στα πόδια της το δάφνινο στεφάνι: «Νενίκηκα», είπε, «και ήλθα να σας τιμήσω εδώ, στους τόπους όπου πρώτα με μυήσατε στα μεγάλα μυστήρια. Σ’ εσάς προσφέρω τες δάφνες μου» Εκείνη απάντησε με απαλό, σταθερό τόνο. «Μου επέστρεψες την σκέψη σου;» – «Ιέρεια, υπηρέτησα τον λαό, προστάτευσα τους σκλάβους, τάισα τους πτωχούς, υπηρέτησα την αδιάφθορον δικαιοσύνη, νίκησα στες μάχες. Οι ατυχείς με οδήγησαν!, Η πατρίδα με τιμά.»
«Μου επέστρεψες την σκέψη σου;». Εκείνος έσκυψε το κεφάλι.«Γνωρίζω ότι υπήρξες γενναίος και πιστός. η πατρίδα σου είναι περήφανη για σένα· ευδαιμόνει ! «Πλην όμως υπηρέτησες και συλλογίστηκες μόνον χρήσιμες αλήθειες· η θέση σου δεν είναι πια σε τούτον τον ναό, η ψυχή μου δεν αναγνωρίζει πλέον την ψυχή σου.«Λησμόνησες ότι για να γνωρίσεις τη ζωή έπρεπε να σηκώσεις μια γωνιά από το χρυσό πέπλο του Απόλλωνος; Κοίτα.»«Λησμόνησες ότι για να γνωρίσεις τη ζωή έπρεπε να σηκώσεις μια γωνιά από το χρυσό πέπλο του Απόλλωνος; Κοίτα.»Ο ήλιος εβασίλευε εις τον ορίζοντα· ο αέρας εφλέγετο· ολίγα ακτινοβόλα σύγννεφα κύκλωναν την γη.Τελικά, η λάμψη της ημέρας έσβηνε, και εις τον σκοτεινόν ουρανόν εμφανίστηκαν τα αστέρια.«Κοίτα», επανέλαβε η ιέρεια με αυστηρότητα, τείνουσα την χείρα αυτής. – Όλη την ημέρα, τούτοι εδώ οι αναρίθμητοι κόσμοι έλαμπαν πάνω στο κεφάλι μας· αλλά δεν μπορούσαμε να τους δούμε, με το φως εκείνου που ωριμάζει το σιτάρι μας. Αρκεί να έχουν οι θεοί το φως του ίδιου άστρου για να μας δίνουν την ζωή και να καλύπτουν έπειτα το άπειρο από εμάς. Για να μας αποκαλύψουν το μεγαλείο των ουρανών, σβήνουν έναν ήλιο.Αντίο! Όταν σκότος κυριεύσει την ψυχή σου, επέστρεφε!” Μετάφραση: Ηλίας Κολοκούρης
VI. – THE VEIL OF LIGHT
In a small temple by the Greek sea, the priestess was waiting on her ivory throne. The whiteness of her dress was embroidered with gold, her hair was adorned with cypress. A warrior appeared and came to kneel beside the young woman. He threw his laurel wreath before her: “I am victorious,” he said, “and I have come to pay homage to you in the places where you began to initiate me into the great mysteries. It is to you that I bring my laurels. She answered in a soft, firm tone. “Have you brought me your thought?” – “Priestess, I have served the people, I have protected the slaves, I have fed the poor, I have served incorruptible justice, I have conquered in battle. The unfortunate have led me, the fatherland honours me. “Have you brought me your thoughts?”. He lowered his head. “I know you were brave and loyal; your country is proud of you; be happy! “But thou hast served and contemplated only useful truths; thy place is no longer in this temple, my soul no longer recognizes thine. “Have you forgotten, then, that to know life, you had to lift a corner of Apollo’s golden veil? Look. “Have you forgotten that to know life, you must lift a corner of Apollo’s golden veil? Look.” The sun was dropping on the horizon; the air was blazing; a few radiant clouds were haloing the earth. At last the splendours of the day were extinguished, and on the darkened sky the stars appeared. Look,” repeated the priestess gravely, extending her hand. — On our heads have shone all day these countless worlds; but we could not see them by the light of the one that ripens our wheat. It is enough for the gods to have the light of the same star to make us live and to veil the infinite. To reveal to us the greatness of the heavens, they extinguish a sun. “Farewell! when it is night in your soul, come back! ** Max Rives
MAX RIVES. — RÊVES PAIENS REVUE POLITIQUE ET LITTÉRAIRE REVUE BLEUE FONDATEUR : EUGÈNE YUNG DIRECTEUR : FÉLIX DUMOULIN NUMÉRO 5 5. SÉRIE – TONET 30 JANVIER 1904 133 137 RÊVES PAÏENSVII. – L’OLYMPE.
***VII. – L’OLYMPE. Je vivais aux pieds de l’Olympe et je rêvais aux dieux. Quand le tonnerre et la foudre passaient dans les nuages, j’inclinais la tête devant le redoutable Zeus. Quand les rayons de la lune argentaient déli catement les rochers rugeux de la montagne sacrée, mon caur tressaillait en songeant à la beauté de Diane. Je n’avais plus qu’un désir ; arriver jusqu’au sommet adoré, et contempler un moment la gloire des Immortels. Dès longtemps, l’oracle nous avait dit : « Les cimes de l’Olympe ne sont pas inaccessibles ; mais celui dont le pied les foulera sera, de tous les mortels, le plus à plaindre. »Nous avions souvent parlé de cet oracle et nous croyions le comprendre. En effet, chacun sait que Jupiter foudroie les orgueilleux et que trop de lumière aveugle les yeux faibles. Personnne encore n’avait osé profaner les lieux sacrés. Je voulus être le premier, j’étais prêt à donner ma vie pour voir un seul instant les dieux face-à face. Je dis adieu à ceux qui m’aimaient et je partis. Je méprisai tous les dangers du voyage; je côtoyai les précipices sans les voir; je ne songeais qu’à la vision céleste et je comprenais l’extase qui tue. Enfin, mon ascension était finie. La plus haute cime se dressa devant moi. Je la gravis, léger comme l’oiseau et en baissant les yeux pour ne rien voir avant l’instant suprême. Puis, le coeur battant folle ment, je regardai. La neige froide couvrait les rochers; l’Olympe était désert ! Je suis redescendu parmi les hommes. Quand ils me questionnent… je ne réponds jamais. L’oracle n’avait pas menti. De tous les mortels je suis le plus à plaindre.
I lived at the feet of Olympus and dreamed of the gods. When thunder and lightning passed through the clouds, I bowed my head to the dreaded Zeus. When the rays of the moon lightly silvered the ruptured rocks of the sacred mountain, my heart tingled as I thought of the beauty of Diana. I had only one desire: to reach the adored summit and contemplate for a moment the glory of the Immortals. For a long time the oracle had said to us: “The summits of Olympus are not inaccessible; but he whose foot treads on them will be, of all mortals, the most to be pitied.” We had often spoken of this oracle and we thought we understood it. Indeed, everyone knows that Jupiter strikes down the proud and that too much light blinds the weak eyes. No one had yet dared to desecrate the sacred places. I wanted to be the first, I was ready to give my life to see the gods face to face for a single moment. I said goodbye to those who loved me and left. I despised all the dangers of the journey; I walked along the precipices without seeing them; I thought only of the celestial vision and I understood the ecstasy that kills. At last my ascent was over. The highest peak stood before me. I climbed it, light as a bird and lowering my eyes so as not to see anything before the supreme moment. Then, with my heart beating wildly, I looked up. Cold snow covered the rocks; Olympus was deserted! I came down among men. When they question me… I never answer. The oracle had not lied. Of all mortals I am the most to be pitied.
MAX RIVES. — RÊVES PAIENS REVUE POLITIQUE ET LITTÉRAIRE REVUE BLEUE FONDATEUR : EUGÈNE YUNG DIRECTEUR : FÉLIX DUMOULIN NUMÉRO 5 5. SÉRIE – TONET 30 JANVIER 1904 133 137 RÊVES PAÏENSVIII. SALULATIONS A ÈVE.
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝΠΕΡΙΟΔΟΣ Β’ ΕΤΟΣ 2 5 ” i ΑΘΗΝΑΙ 1 -1 5 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1911 i ΑΡΙΘΜΟΣ 999
***VIII. SALULATIONS A ÈVE.Mère vénérable qu’on a tant maudite, Ève tendre et pécheresse, le jour viendra bientôt où tu seras enfin adorée. Nous te remercions, car tu as affranchi ta postérité. Sans toi, l’humanité, emprisonnée dans le Paradis terrestre, aurait langui dans un bonheur monotone, sans douleur et sans espoir, sans désirs et sans extase, sans-luttes et sans victoires, sans haine et sans amour; ses pieds n’eussent pas saigné ; aucune larme n’eut coulé de ses yeux, et son front étroil ne se fût jamais incliné sous le poids d’une pensée. . Tu l’avais bien senti. Dès le premier moment tu portais en toi le gérie de la vie, et tu ne voulus pas manger les fruits insipides du jardin fermé, sous le tiède soleil de l’éternelle prospérité, avec le compa gnon que tu n’avais pas choisi. . Quand apparut le tentateur, tu fus héroïque et faible, tu osas l’écouter. Tu fus la première révoltée. Tu cueillis, parmi les dangers, le fruit délicieux de l’arbre de la science. Tu devinas que de la vie pou vait couler l’ivresse comme le vin du raisin, et tes lèvres, que le lait des brebis et des vaches n’avail pas désaltérées, voulurent s’abreuver avidement à la liqueur brûlante….. Sans l’acte sublime par lequel tu bravas les châti ments célestes et l’ingratitude humaine, toutes les choses exquises nous seraient restées à jamais in connues. L’héroïsme ne fut pas né sans le péril, ni la pitié sans la souffrance, ni le baiser peut-être sans les soupirs. L’amour serait sans ailes et sans flêches ; la femme ne serait pas parée des nobles draperies de la pudeur ni de la perle noire du vice; ses yeux ne se baisseraient pas sur ses joues rougissantes, ni ne glisseraient entre leurs cils recourbés un regard séducteur. Au créateur lui-même tu fis un don magnifique. Avant ton péché, il ne recevait qu’un hommage sans noblesse, né voyait à ses genoux que des esclaves. La Foi ne déploirait pas vers lui son vol superbe, si par le Doute elle ne se sentait éternellement pour suivie. Lorsque retentit cette parole menaçante: «Tu en fanteras dans la douleur », ton coeur de femme tres saillit voluplueusement. Car ainsi, tu devins deux fois mère. Si sur un gazon toujours sec et moelleux ton enfant avait pu dormir en sûreté, abrité par les ailes des anges, tu n’aurais pas goûté la joie de veiller sur son berceau, d’apaiser ses cris, de le serrer contre le sein meurtri par lui. Dans le fade Paradis, quelle terne humanité aurait pullulé. C’est à peine si ces êtres satisfaits auraient différé l’un de l’autre. Les corps nus se ressemble raient comme les uniformes d’une école de charité. Les couples flaneraient, se tenant mollement la main, sans étreinte, sans un regard curieux sur les mystères de la terre et des cieux. Leurs enfants, pa reils à eux, grandiraient, paisibles comme des beufs qui ruminent, et leur vie aurait le goût de la paille lentement remâchée. Il est vrai qu’avant ta faute, le spectre qui nous hante aujourd’hui ne grimaçait pas entre les branches fleuries du Jardin Bienheureux. La créature devait posséder éternellement la création. Mais som. nolente et sans désir, elle ne pouvait en jouir. L’apparition effroyable de la Mort est venu e réveiller le monde avant de l’endormir. La terre nous est devenue plus chère depuis qu’elle est si mystérieuse, et qu’à sa poussière se mêlent les ossements de ceux qui l’ont foulée avant nous. De la tombe sont nées des terreurs et des espérances infinies. Les voix des revenants ont murmuré d’étranges choses, et les vivants ont frémi, en se sentant effleurés par les fantômes dans l’ombre….. Dans la lutte contre l’inflexible Ennemie, notre pensée et notre courage se sont aguerris, et sauront encore s’aguerir. Nous avons juré de lui arracher son secret, un jour, peut-être, nous découvrirons qu’elle n’est pas invincible ; nous lui abandonnerons sans regrets les dépouilles qu’elle réclame; et nous reconnaitrons en elle notre suprême libératrice! Le premier homme, innocent et soumis, était visité par les messagers célestes, mais ses vercus ne lui pretèrent pas d’ailes pour franchir les hauts murs de la prison paradisiaque. C’est l’Esprit inquiet et curieux qui a poussé les lourdes portes et les a refermées derrière lui. Sois bénie! belle Eve au coeur ardent, compagne envoyée par Dieu qui as écouté la voix du démon. Grâce à toi, aieule sage et mystérieuse, à la poitrine blessée, aux lèvres souriantes, nous sommes en route à travers le vaste monde, entre les hauteurs et les abîmes. Parmi nous retentissent les chants de triomphe mêlés aux hymnes funèbres. Grâce à toi, nos joies ne croupissent pas comme des étangs dans un parc abrité, mais jaillissent des profondeurs de notre être en gerbes étincelantes. Il est vrai que pous saignons de nombreuses blessures; souvent nous tombons à terre, désespérément las. Et cependant, même égarés dans le désert, quand nous gémissons contre le ciel et maudissons la vie, au pire moment de détresse luit la vision de la terre promise, et consolés par le rêve, nous ne nous sentons pas vaincus. Oui, nous te remercions, créature faible et tentée?, adorable tentatrice. Grâce à toi, les fruits sont savoureux, car nous avons eu faim ; les vérités sont belles comme des maîtresses longtemps cherchées, fidèlement servies. Les caresses nous ravissent, car nos sens sont troublés. Et l’âme lutte, pour conquérir glorieusement l’Immortalité. Grâce à toi, o Mère exquise, adorable et méconnue, dont la petite main nous a délivrés, il y a plus de volupté dans la souffrance que n’en contenait le bonheur; la mort est plus palpitante que n’était la vie. Max Rives. MAX RIVES. — RÊVES PAIENS
Oh venerable mother who has been so cursed, tender and sinful Eve, the day will soon come when you will finally be adored. We thank you, for you have set your posterity free. Without you, humanity, imprisoned in the earthly Paradise, would have languished in a monotonous happiness, without pain and without hope, without desires and without ecstasy, without struggles and without victories, without hatred and without love; its feet would not have bled; no tear would have flowed from its eyes, and its narrow forehead would never have bowed under the weight of a thought. . You felt it well. From the very first moment you carried within you the germ of life, and you did not want to eat the insipid fruits of the closed garden, under the warm sun of eternal prosperity, with the companion you had not chosen. When the tempter appeared, you were heroic and weak, you dared to listen to him. You were the first to rebel. You picked, among the dangers, the delicious fruit of the tree of science. You realised that from life could flow intoxication like wine from the grape, and your lips, which had not been quenched by the milk of sheep and cows, wanted to drink greedily from the burning liquor….. Without the sublime act by which you defied heavenly punishment and human ingratitude, all the exquisite things would have remained unknown to us forever. Heroism was not born without peril, nor pity without suffering, nor the kiss perhaps without sighs. Love would be without wings and arrows; woman would not be adorned with the noble draperies of modesty or the black pearl of vice; her eyes would not droop on her blushing cheeks, nor would they slip a seductive glance between their curved lashes. To the Creator himself you gave a magnificent gift. Before your sin, he received only a homage without nobility, saw only slaves at his knees. Faith would not have flown to him, if it had not felt itself eternally followed by Doubt. When this threatening word rang out: “You will be in pain”, your woman’s heart was full of joy. For thus you became twice a mother. If your child had been able to sleep in safety on an ever-dry and soft lawn, sheltered by the wings of angels, you would not have tasted the joy of watching over his cradle, of soothing his cries, of clasping him to the breast he had bruised. In the dull Paradise, what dull humanity would have swarmed. These satisfied beings would hardly have differed from each other. Naked bodies would look like charity school uniforms. The couples would stroll along, holding hands loosely, without an embrace, without a curious glance at the mysteries of earth and heaven. Their children, their own children, would grow up, peaceful as ruminating oxen, and their lives would taste like slowly chewed straw. It is true that before your fault, the spectre that haunts us today did not grimace between the flowering branches of the Blessed Garden. The creature was to possess creation eternally. But dark and desireless, it could not enjoy it. The dreadful appearance of Death came to awaken the world before it fell asleep. The earth has become dearer to us since it is so mysterious, and the bones of those who walked on it before us are mingled with its dust. From the grave have come infinite terrors and hopes. The voices of the dead have whispered strange things, and the living have shuddered, feeling themselves brushed by the ghosts in the shadows….. In the struggle against the unyielding Enemy, our thought and courage have grown stronger, and will continue to grow stronger. We have sworn to wrest her secret from her, one day, perhaps, we shall discover that she is not invincible; we shall abandon to her without regret the spoils she claims; and we shall recognise in her our supreme liberator! The first man, innocent and submissive, was visited by the heavenly messengers, but his vercus did not give him wings to cross the high walls of the paradisiacal prison. It was the restless and inquisitive Spirit who pushed open the heavy doors and closed them behind him. Bless you, beautiful Eve with a burning heart, companion sent by God who listened to the voice of the devil. Thanks to you, wise and mysterious goddess, with a wounded chest and smiling lips, we are on our way through the vast world, between the heights and the abysses. Among us, songs of triumph resound, mingled with funeral hymns. Thanks to you, our joys do not stagnate like ponds in a sheltered park, but spring up from the depths of our being in sparkling sprays. It is true that we bleed from many wounds; often we fall to the ground, desperately weary. And yet, even when we are lost in the wilderness, when we groan against heaven and curse life, in the worst moment of distress the vision of the promised land shines forth, and comforted by the dream, we do not fail to see the way forward.
Σειρά Δεύτερη
Catullus Cynthia, Propertius Lesbia
LETTRES D’UNE VESTALE LETTRE I.
ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΕΣΤΙΑΔΟΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ
MAX RIVES. — RÊVES PAIENS REVUE POLITIQUE ET LITTÉRAIRE REVUE BLEUE FONDATEUR : EUGÈNE YUNG DIRECTEUR : FÉLIX DUMOULIN NUMERO Б 5SÉRIE – TOME II 30 JUILLET 1904 par M. Emile Boutrour, de ‘institut, 1er juin 1904. rue d’Athènes, la 41 ANNÉE. — 5 star, L. IL LETTRES D’UNE VESTALE Fragments d’une Correspondance perdue. On ne sait à qui ces lettres étaient adressées ni à quelle époque elles furent écrites. LETTRE I. Eh bien oui ! Le mot que je n’ai pas voulu te dire, je te l’écris. – Je t’aime! Vesta m’abandonne. Ta parole et ton regard m’ont poursuivie toute la nuit ; je n’ai pu m’endormir qu’à l’aube ; dans mon sommeil tu m’es encore apparu, et tu me disais : « Si tu étais libre, m’aimerais-tu ? » et je te répondais : «Oui, oui, de toute mon âme. » Quand je me suis réveillée, il me semblait que j’étais entrée dans un monde inconnu, un monde brûlant comme l’Afrique, où les parfums sont des poisons. Voilà dix ans que je suis Vestale. Je vivais, calme et sereine, auprès du feu sacré. Depuis que je t’ai connu, j’ai perdu à tout jamais la paix du cæur. Quand je t’ai vu pour la première fois, tu ne m’as pas plu. Ton front sévère, ta figure pâle et ravagée, ton regard presque dur, ne m’attiraient pas; moi qui, dans mes rêves, voyais passer de jeunes dieux ayant le rayon et le sourire, je me détournai de toi. Puis tu m’aimas ; d’abord, je fus offensée, t’en sou viens-tu ? Ensuite, je compris que ta pensée voyait dans l’amour l’hommage suprême, et que ta souf france était un agenouillement touchant devant la femme ; alors les prosternations de la piété devant la prêtresse me semblèrent peu de chose ; et quand je te disais : non! je souffrais plus que toi. Tu ne l’as pas deviné? J’ai trop lutté. Je n’ai plus de force! en t’aimant, je ne serai pas vile, car je donne ma vie.
Oui, bénis soient ceux qui ont condamné la Vestale coupable à une mort affreuse. Ils nous ont défendues, à tout jamais, de la profanation des plaisirs légers; quand nous allons vers celui que nous aimons, nous savons que la mort sera, tôt ou tard, notre châtiment; toute étreinte a la passion et la tendresse des baisers suprêmes. Je ne veux pas que tu sois mal heureux. Viens ! toutes les années qui me restaient à vivre et toutes celles que j’ai vécues sans toi, je les mettrai dans la première heure que nous passerons ensemble. Viens ! Tu m’as bien aimée, je veux te rendre fou de bonheur. Je m’étais juré de respecter en moi la prêtresse, et je tiens mon serment; car je ne crains pas de me tromper, c’est bien l’Amour, le dieu lui-même qui me parle puisque je peux mépriser la lente torture qu’on m’infligera pour la joie que je te donnerai et que je te demande. Viens ! je n’ai pas à craindre la satiété, ni l’abandon. La mort me prendra, et celle qui te quittera ainsi ne pourra être oubliée. – Nous ne serons pas de ces amants qui rient plus tard de leur folie ; il y a dans notre passion assez de douleur pour l’éterniser. Bénis soient ceux qui me chatieront, car ils me sauvent du mépris. Ne crains pas pour moi le péril auquel tu m’exposes; car pour vivre enfin de toutes mes forces, pour ressentir une telle ivresse, je mourrais mille fois. Viens, c’est moi qui t’en prie ! Viens, je t’attends!
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΕΣΤΙΑΔΟΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥΑποσπάσματα χαμένης αλληλογραφίας. Δεν είναι γνωστό σε ποιον απευθύνονταν αυτές οι επιστολές ή πότε γράφτηκαν.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ Ι. Λοιπον ναι! Την λέξη που δεν ήθελα να σας πω, σας την γράφω. – Σ’ αγαπώ! Η Εστία με εγκατέλειπε. Τα λόγια σου και το βλέμμα σου με κυνηγούσαν όλη τη νύχτα. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ μέχρι την αυγή. Στον ύπνο μου εμφανίστηκες ξανά εσύ και μου είπες : “Αν ήσουν ελεύθερη, θα με αγαπούσες;” “Και σας απαντούσα στο όνειρο:” Ναι, ναι, με όλη μου την ψυχή. “Όταν ξύπνησα, μου φάνηκε πως είχα εισέλθει εις κόσμο άγνωστο, κόσμο φλεγόμενο ωσάν την Αφρική, κόσμο όπου όλα τα αρώματα είναι δηλητήρια. Ιδού! Είμαι Εστιάς Παρθένος δέκα χρόνια τώρα. Έζησα, ήρεμη και γαλήνια, πλησίον του ιερού πυρός. Από τότε που σε γνώρισα, έχασα την ηρεμία της καρδιάς μου δια παντός. Όταν σε είδα για πρώτη φορά, δεν μου άρεσες. Το μέτωπό σου, πολύ αυστηρό, η όψι σου, χλωμή και ταλαιπωρημένη, σπασμένη, το σχεδόν σκληρό βλέμμα σου, δεν με προσέλκυσε· Εγώ, που στα όνειρά μου έβλεπα νέους θεούς να περνούν με τις αχτίδες και τα χαμόγελά τους, αισθανόμουν για σένα αποστροφή. Έπειτα εσύ με αγάπησες· στην αρχή προσεβλήθην, το θυμάσαι; Τότε κατάλαβα ότι η σκέψη σου εθεωρούσε τον έρωτα ως την ύψιστη αφοσίωση, και ότι η οδύνη σου ήτο μια συγκινητική γονυκλισία ικεσίας μπροστά σε μια γυναίκα· εν τοιαύτη περιπτώσει, οι γονυκλισίες ευλαβείας ενώπιον μίας ιέρειας μου φαινόνταν μικρές, ένα τίποτε· και όταν ύστερα σου είπα: όχι! υπέφερα πολύ περισσότερο από ό,τι εσύ. Δεν το μάντεψες; Έχω αγωνιστεί πάρα πολύ. Δεν έχω άλλη δύναμη! αγαπώντας σε, δεν θα είμαι αθλία, διότι δίνω τη ζωή μου. Ω ναι, ευλογημένοι είναι εκείνοι που καταδίκασαν την Ένοχη Εστιάδα εις θάνατον φρικτόν. Μας έχουν απαγορεύσει, δια παντός, την βεβήλωση των ελαφρών, γήινων απολαύσεων· όταν πηγαίνουμε σε εκείνιον που αγαπάμε, γνωρίζουμε ότι αργά ή γρήγορα ο θάνατος θα είναι η τιμωρία μας· κάθε αγκαλιά, κάθε ασπασμός έχει το πάθος και την τρυφερότητα των υπέρτατων φιλιών. Δεν θέλω να είσαι πια δυστυχισμένος. Έλα ! όλα τα χρόνια που μου έμειναν να ζήσω και όλα εκείνα που έζησα χωρίς εσένα, τα εναποθέτω στην πρώτη ώρα που θα περάσουμε μαζί. Έλα ! Με αγάπησες, θέλω να σε κάνω να τρελαθείς από ευτυχία. Είχα ορκισθεί στον εαυτό μου να σεβασθώ την ιέρεια εντός μου, και τον όρκο τον δικό μου, τον τηρώ· γιατί δεν φοβάμαι μήπως σφάλλω, είναι πράγματι ο Έρως, ο ίδιος ο θεός μου ομιλεί, αφού μπορώ να περιφρονήσω τά αργά βασανιστήρια που θα μου επιβάλλουν για τη χαρά που θα σας δώσω και που απαιτώ από εσένα. Έλα ! Δεν χρειάζεται να φοβάμαι τον κορεσμό ή την εγκατάλειψη. Ο θάνατος θα με πάρει, και εκείνη που σε αφήνει έτσι δεν γίνεται να λησμονηθεί.- Δεν θα γίνουμε ποτέ εκείνοι οι ερασταί που αργότερα γελούν με την τρέλα τους· υπάρχει αρκετός πόνος μέσα στο πάθος μας, ώστε να διαιωνίσει ες αεί την τρέλα. Ευλογημένοι είναι εκείνοι που θα με τιμωρήσουν, διότι θα με σώσουν έτσι από την περιφρόνηση. Μη φοβάσαι για μένα και πως εκτίθεμαι για το χατίρι σου σε κίνδυνο· γιατί για να ζήσω επιτέλους με όλες μου τις δυνάμεις, για να νιώσω τέτοια μέθη, θα πέθαινα χίλιες φορές.Έλα, εγώ, εγώ σε ικετεύω! Έλα, σε περιμένω!Μετάφραση: Ηλίας Κολοκούρης
MAX RIVES. — RÊVES PAIENS REVUE POLITIQUE ET LITTÉRAIRE REVUE BLEUE FOUNDER: EUGÈNE YUNG DIRECTOR: FÉLIX DUMOULIN NUMERO Б 5SÉRIE – TOME II 30 JULY 1904 by Mr. Emile Boutrour, of the Institute, June 1, 1904. rue d’Athènes, 41 YEAR. – 5 star, L. IL LETTERS FROM A VESTAL Fragments of a Lost Correspondence. It is not known to whom these letters were addressed or when they were written.
LETTER I.
Well, yes! The word I did not want to say to you, I am writing it to you. – I love you! Vesta abandons me. Your word and your gaze pursued me all night; I could not fall asleep until dawn; in my sleep you appeared to me again, and you said to me: “If you were free, would you love me?” and I answered you: “Yes, yes, with all my soul. When I woke up, it seemed to me that I had entered an unknown world, a world burning like Africa, where perfumes are poisons. I have been a Vestal for ten years. I lived, calm and serene, by the sacred fire. Since I met you, I have lost my peace of heart forever. When I first saw you, I did not like you. Your severe forehead, your pale and ravaged face, your almost hard gaze, did not attract me; I who, in my dreams, saw young gods passing by with a ray and a smile, turned away from you. Then you loved me; at first I was offended, do you remember? Then I understood that your thought saw in love the supreme homage, and that your suffering was a touching kneeling before the woman; then the prostrations of piety before the priestess seemed to me little; and when I said to you: no! I suffered more than you. Didn’t you guess it? I have struggled too much. I have no strength left! By loving you, I will not be vile, for I give my life.
Yes, blessed are those who condemned the guilty Vestal to a dreadful death. They have forbidden us, for ever, from the profanation of light pleasures; when we go to the one we love, we know that death will, sooner or later, be our punishment; every embrace has the passion and tenderness of the supreme kisses. I do not want you to be unhappy. Come! All the years I have left to live and all those I have lived without you, I will put into the first hour we spend together. Come on! You have loved me well, I want to make you mad with happiness. I swore to respect the priestess in me, and I keep my oath; for I am not afraid to be mistaken, it is indeed Love, the god himself who speaks to me, since I can despise the slow torture that will be inflicted on me for the joy that I will give you and that I ask of you. Come! I need not fear satiety, nor abandonment. Death will take me, and she who leaves you like this cannot be forgotten.
We shall not be like those lovers who later laugh at their folly; there is enough pain in our passion to eternalize it. Blessed be those who will keep me, for they save me from contempt. Do not fear for me the peril to which you expose me; for to live at last with all my strength, to feel such intoxication, I would die a thousand times. Come, I beg you! Come, I am waiting for you!
LETTRES D’UNE VESTALE LETTRE II.
ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΕΣΤΙΑΔΟΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ
*** LETTRE II. Je t’avais écrit, il y a dix jours, mais mon messager n’est pas venu, et je n’ai pu t’envoyer ma lettre. Il vaut mieux qu’il en soit ainsi, car j’ai été faible, je te disais des choses insensées. Aujourd’hui, je me sens plus de courage. J’ai prié, et la déesse est venue à mon secours. Obéis-moi, je t’en supplie, pars, ne me revois plus. Je l’avoue, si je n’eusse été prétresse, si j’avais pu être ton épouse, je t’aurais follement aimé. Mais cela ne sera, hélas ! jamais possible. Je suis vierge, noble et Romaine, je mourrai plu tôt que de forfaire à l’honneur. Tu as aimé d’autres femmes; ces paroles que tu m’as dites, d’autres les ont entendues, d’autres les entendront. Etre ta victime comme elles, jamais ! Hier, j’ai rencontré l’Impératrice ; elle s’appuyait sur le beau Clodius; deux plébéiens ricanèrent : « Encore un », et ils se regardèrent. Je ne veux pas qu’on puisse se regarder ainsi, en m’entendant nommer. La honte et le vice sont partout autour de moi. Je veux être pure parmi les impures. Je veux veiller sur le feu sacré qui est l’emblème de la vertu humaine. Lorsque presque tous l’oublient, il est juste que quelques femmes y dévouent leur vie entière. A vous, les hommes, la patrie demande la fierté, le courage, toutes les grandes vertus ; ne rien demander aux femmes ! ce serait les mépriser ; elle nous demande la chasteté ! je la remercie de nous imposer ce sacrifice, de nous estimer assez pour nous confier un devoir, et j’obéirai. Je veux que ma vie soit blanche comme ma robe. Adieu!
ΕΠΙΣΤΟΛΗΔΕΥΤΕΡΑ
ΕΠΙΣΤΟΛΗ II. Σας έγραψα προ δέκα ημερών, αλλά ο αγγελιοφόρος μου δεν ήρθε και δεν μπορούσα να σας στείλω την επιστολή μου. Καλύτερα που έγινε έτσι, γιατί ήμουν πολύ αδύναμη, και σας έλεγα πράγματα ανόητα και βλακώδη.Σήμερα αισθάνομαι πιο θαρραλέα. Προσευχήθηκα, και η θεά εισάκουσε και ήρθε στη βοήθειά μου. Υπακούστε σε αυτό που σας λέω, σας ικετεύω, φύγετε, μην με ξαναδείτε πια. Ομολογώ, το παραδέχομαι, αν δεν ήμουν ιέρεια, αν μπορούσα να είμαι η γυναίκα σας, θα σας αγαπούσα τρελά. Αλλά αυτό δεν θα είναι, αλλίμονο, ποτέ δυνατό.Είμαι παρθένα, ευγενής και Ρωμαία, θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να χάσω την τιμή μου. Έχετε αγαπήσει άλλες γυναίκες· εκείνα τα λόγια που μου είπατε, άλλες τα έχουν ακούσει πριν από μένα, κι άλλες ακόμη μετά θα τα ακούσουν πάλι. Να γίνω εγώ το θύμα σας, όπως εκείνες, ουδαμώς, ποτέ! Χθες γνώρισα την Αυτοκράτειρα· έγερνε στην αγκαλιά του όμορφου Κλαυδίου· δύο πληβείοι τους εχλεύασαν: «Άλλος ένας» είπαν και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους πονηρά. Δεν θέλω κανείς να κοιτάζει κανέναν πονηρά, στην ακρόαση του ονόματός μου.Η αισχύνη, η ατίμωση και η κακία είναι παντού γύρω μου. Θέλω να είμαι αγνή μεταξύ των ακαθάρτων. Θέλω να προσέχω την ιερή φωτιά, το ιερόν πυρ, το μόνον έμβλημα της ανθρωπίνης αρετής.Όταν σχεδόν όλοι το λησμονούν, δίκαιο είναι μερικές γυναίκες να αφιερώνουν ολόκληρη τη ζωή τους σε εκείνο. Από εσάς τους άνδρες, η πατρίδα απαιτεί υπερηφάνεια, θάρρος, όλες τις υψηλές αρετές· να μην ζητάτε τίποτε από τις γυναίκες! κάτι τέτοιο θα ήταν σα να την περιφρονούμε· από εμάς γυρεύει την αγνότητα! Την ευχαριστώ που μας επέβαλε τούτη τη θυσία, που μας θεώρησε αρκετά άξιες, ώστε να μας εμπιστευθεί ένα τόσο υψηλό καθήκον και εγώ θα υπακούσω σε αυτό.Επιθυμώ η ζωή μου να είναι τόσο λευκή όσο το φόρεμά μου. Αντίο !Μετάφραση: Ηλίας Κολοκούρης
LETTER II.
I wrote to you ten days ago, but my messenger did not come, and I could not send you my letter. It is better that it should be so, for I have been weak, saying foolish things to you. Today I feel more courageous. I prayed, and the goddess came to my aid. Obey me, I beg you, go away, do not see me again. I confess that if I had not been a priestess, if I could have been your wife, I would have loved you madly. But that, alas, will never be possible. I am a virgin, a noblewoman and a Roman; I will die sooner than to forfeit my honour. You have loved other women; these words you have spoken to me, others have heard them, others will hear them. To be your victim like them, never! Yesterday I met the Empress; she was leaning on the handsome Clodius; two plebeians sneered: “Another one”, and they looked at each other. I do not want anyone to be able to look at each other like that, when they hear me named. Shame and vice are all around me. I want to be pure among the impure. I want to watch over the sacred fire which is the emblem of human virtue. When almost everyone forgets it, it is right that a few women should devote their whole lives to it. To you men, the fatherland asks for pride, courage, all the great virtues; to ask nothing of women! that would be to despise them; she asks us for chastity! I thank her for imposing this sacrifice on us, for esteeming us enough to entrust us with a duty, and I will obey. I want my life to be as white as my dress. Farewell!
LETTRES D’UNE VESTALE LETTRE III
ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΕΣΤΙΑΔΟΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ
***LETTRE III (à un autre inconnu). Je viens d’apprendre la mort de ton ami, je suis folle de douleur. Hélas ! les dieux récompensent mal la vertu. S’il est mort, si l’Empereur l’a condamné, c’est qu’il était trop grand, trop fier pour cette horrible cour. Il a su qu’il devait mourir, et avant de se frapper il n’a pas eu un mot pour moi; il n’a pas demandé à me voir; il ne m’aimait donc plus ? Ah ! si seulement j’avais tenu sur ma poitrine sa tête mourante, je serais moins malheureuse; si seulement je lui avait dit combien je l’aimais ! Mais il est mort, il ne le saura jamais. Si j’avais été plus faible, je l’aurais rendu heu reux pendant quelques semaines, et ce souvenir aurait suffi à ma vie; oui, j’aurais pu mourir avec lui sans attendre la sentence de mes juges; à présent je n’ose me tuer, car, lorsque son ombre rencontrera la mienne, elle la repoussera peut-être. Je souffre affreusement. Je vois toujours ses yeux suppliants qui se posaient sur moi comme une caresse et une brûlure. Comme j’aurais voulu céder à leur prière ! mais je ne l’ai pas fait; à présent, c’est trop tard. J’ai voulu garder le respect du monde ; comme il ne parait peu de chose en ce moment ! Le respect de moi-même ? Je ne sais si je ne me méprise pas d’avoir mal aimé. Il me reste l’approbation des dieux. Et si ces dieux n’existaient pas ? J’ai voulu être pure. J’ai révé, cette nuit, que j’étais dans un pays couvert de neige. Les arbres n’étaient que des formes blanches, le ciel était cou vert de nuages blancs, la mer gelée n’était qu’une immense surface blanche, et, dans toute cette blancheur, je vis couchée une statue de femme en marbre blanc. Et je me dis : Voilà la pureté absolue; cette femme de pierre, c’est moi telle que je me suis faite. C’est cette blancheur mortelle que j’ai préférée à la nature ensoleillée, criminelle et féconde, pleine de boue et de sang, d’harmonie et de couleur. Aucun pied humain ne doit se poser sur cette neige qu’il souillerait. Je dois demeurer, à tout jamais, seule, dans cette blancheur immaculée. Ah ! l’affreux rêve ! tu vois que je deviens folle. Je sens que je mourrai de ma douleur ; et je n’ai pas vécu ! Pas un jour, pas une heure ! Les dieux me rendront-ils ce que j’ai perdu ici-bas ? L’Amour aussi est un dieu, et je l’ai mortellement offensé. Je suis belle et nul n’a été heureux par moi. Voilà la pensée qui me tue. ***
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΙΙΤΡΙΤΗΕΠΙΣΤΟΛΗ III (προς έτερον ξένον, άγνωστον). Μόλις πληροφορήθην περί του θανάτου του φίλου σας, και πονώ τρελά από την θλίψη. Αλίμονο! οι θεοί ανταμείβουν άσχημα την αρετή.Εάν είναι νεκρός, αν ο Αυτοκράτωρ τον καταδίκασε, τούτο είναι επειδή ήταν πολύ υψηλός, πολύ υπερήφανος για εκείνο το φρικτό, αισχρό δικαστήριο. Εγνώριζε ότι έπρεπε να πεθάνει και πριν αυτοκτονήσει δεν μου είπε ούτε λέξη· μήτε να με δει ζήτησε· μήπως δεν με αγαπούσε πια;
Αχ! Ας είχα μονάχα κρατήσει την θνήσκουσα αγαπημένη κεφαλή του στο στήθος μου, θα ήμην λιγότερο θλιμμένη· αν μονάχα του είχα πει πόσο τον αγαπούσα! Αλλά είναι νεκρός πια, δεν θα το μάθει ποτέ. Αν ίσως είχα υπάρξει πιο αδύναμη, θα τον είχα κάνει ευτυχισμένο για μερικές εβδομάδες και εκείνη η ανάμνηση, έστω, θα ήτο αρκετή δια την ζωή μου· Ναι, θα μπορούσα να πεθάνω μαζί του, δίχως να περιμένω την απόφαση των δικαστών μου· Τώρα δεν τολμώ καν να αυτοκτονήσω, γιατί όταν η σκιά του συναντήσει τη δική μου, μπορεί να με διώξει. Πονώ φοβερά. Βλέπω ακόμα τα ικετευτικά του μάτια, να αναπαύονται πάνω μου, σαν χάδι και καύμα. Πώς θα ήθελα να είχα υποχωρήσει τότε στην προσευχή των ματιών του ! Αλλά δεν το έκανα όσο ήταν ακόμη καιρός· τώρα είναι πολύ αργά. Ήθελα να διατηρήσω τον σεβασμό του κόσμου· πόσο ασήμαντος μου φαίνεται τούτη τη στιγμή! Σεβασμός για εμένα την ίδια; Δεν ξέρω αν δεν περιφρονώ τον εαυτό μου που αγάπησα τόσο σκληρά. Μου δίδεται ακόμη η έγκριση των θεών. Τι γίνεται αν αυτοί οι θεοί δεν υφίστανται ; Αν δεν υπάρχουν; Ήθελα να είμαι αγνή. Ονειρεύτηκα εκείνο το βράδυ, ότι ήμην σε μια χώρα καλυμμένη από το χιόνι. Τα δέντρα είχον γίνει μονάχα λευκά σχήματα, ο ουρανός ήτο πράσινος με άσπραις νεφέλαις και σύννεφα, η παγωμένη θάλασσα ήτο απλώς μια απέραντη λευκή επιφάνεια και, εντός όλης τούτης της λευκότητος, είδα να ξαπλώνει χάμω ένα άγαλμα, άγαλμα γυναικός από λευκό μάρμαρο. Και είπα στον εαυτό μου: Αυτή είναι η απόλυτη αγνότητα· αυτή η πέτρινη γυναίκα είναι εγώ όπως έχω χτίσει τον εαυτό μου. Τούτη την θανατηφόρο λευκότη προτίμησα, αντί της ηλιόλουστης, εγκληματικής και γονίμου φύσεως, αντί της γεμάτης λάσπη και αίμα, της φύσεως της γεμάτης με αρμονία και χρώματα. Κανένα ανθρώπινο πόδι δεν πρέπει να πατήσει αυτό το χιόνι, γιατί θα το μολύνει. Πρέπει να παραμείνω, δια παντός, μόνη, εντός αυτής της αψόγου λευκότητος. Αχ! το απαίσιο όνειρο! Βλέπεις πως τ ρ ε λ α ί ν ο μ α ι.Αισθάνομαι ότι θα πεθάνω από τον πόνο μου· και δεν έχω ζήσει! Ούτε μια ημέρα, ούτε μια ώρα! Θα μου δώσουν πίσω οι θεοί αυτά που έχασα εδώ κάτω στη γη; Ο Έρωτας κι εκείνος θεός είναι, και τον προσέβαλα θανάσιμα.Είμαι πανέμορφη και κανείς δεν στάθηκε ευτυχισμένος πλάι μου. Ορίστε. Ιδού η σκέψις που με σκοτώνει.***Μετάφραση: Ηλίας Κολοκούρης
** LETTER III (to another unknown person).
I have just learned of the death of your friend, I am mad with grief. Alas! the gods reward virtue badly. If he died, if the Emperor condemned him, it is because he was too great, too proud for this horrible court. He knew that he had to die, and before striking himself he did not have a word for me; he did not ask to see me; did he not love me any more? Ah, if only I had held his dying head on my chest, I would be less unhappy; if only I had told him how much I loved him! But he is dead, he will never know. If I had been weaker, I would have made him happy for a few weeks, and that memory would have been enough for my life; yes, I could have died with him without waiting for the sentence of my judges; now I dare not kill myself, for when his shadow meets mine, it may push it away. I suffer terribly. I still see her pleading eyes, which used to rest on me like a caress and a burn. How I would have liked to give in to their prayer! but I did not; now it is too late. I wanted to keep the respect of the world; how little it seems at this moment! Respect for myself? I don’t know if I don’t despise myself for having loved badly. I still have the approval of the gods. And if these gods did not exist? I wanted to be pure. I dreamed, last night, that I was in a country covered in snow. The trees were only white shapes, the sky was green with white clouds, the frozen sea was only a huge white surface, and in all this whiteness I saw a white marble statue of a woman lying. And I said to myself: This is absolute purity; this woman of stone is me as I have made myself. It is this mortal whiteness that I have preferred to the sunny, criminal and fertile nature, full of mud and blood, of harmony and colour. No human foot must ever set foot on this snow, for it would defile it. I must remain, forever, alone, in this immaculate whiteness. Ah, the awful dream! You see I am going mad. I feel that I will die of my pain; and I have not lived! Not a day, not an hour! Will the gods give me back what I have lost here on earth? Love too is a god, and I have mortally offended him. I am beautiful and no one has been happy through me. This is the thought that kills me. * *
MAX RIVES. — RÊVES PAIENS REVUE POLITIQUE ET LITTÉRAIRE REVUE BLEUE FONDATEUR : EUGÈNE YUNG DIRECTEUR : FÉLIX DUMOULIN NUMERO Б 5SÉRIE – TOME II 30 JUILLET 1904 par M. Emile Boutrour, de ‘institut, 1er juin 1904. rue d’Athènes, la 41 ANNÉE. — 5 star, L. IL
LA DOULEUR DE PROMÉTHÉE Le Titan rêvait ! derrière les noirs rochers du Caucase, de sombres nuages s’amoncelaient. Prométhée voyait Jupiter sur son trône. Pour qu’un tyran soit condamné, il suffit qu’un seul offre au vautour un corps dont la tête ne s’est pas inclinée. Le grand Titan savait que la pensée était née en l’homme, et que les dieux tremblaient. Bien des siècles s’étaient écoulés depuis qu’il avait dérobé le feu sacré, ce feu qui est en même temps chaleur et lumière. Bien des siècles s’écouleraient encore, mais le jour de la victoire viendrait. Jupiter avait fait un martyr. Jupiter s’écroulerait. Prométhée connaissait maintenant l’extase qui jaillit du sacrifice et que les Olympiens ne connaîtront jamais. Il se sentait le Maître des Dieux et l’ami des mortels. Il avait la majesté suprême devant laquelle Vénus même se prosterne, palpitante et soumise. Soudain une forme ailée se posa sur le roc et vint s’agenouiller aux pieds du Titan. C’était une femme d’une beauté lunaire. « Sois la bienvenue » dit Prométhée. Je t’attendais depuis longtemps, ma divine Messagère ! » « Mon amour et mon Maitre, c’est pour te servir que je suis restée loin de toi. Je t’apporte de grandes nouvelles. Ne regarde plus la Grèce, ton pays chéri t’oublie. » « Si la Grèce m’oublie, j’ai donc perdu le cœur de l’humanité. » « Bien-aimé, il y a un pays où les hommes sont laids et haineux, et pourtant en ce moment même il s’y passe des choses merveilleuses, car là vit un être adorable. Regarde la Palestine, je t’en supplie. » Vers le coin de terre que sa Messagère lui mon trait, le Titan tourna ses yeux profonds. Il vit, sur un crucifix, un corps sanglant comme le sien, et il se dit : C’est un révolté comme moi ! Mais le crucifié parla : « Mon père, que ta volonté soit faite sur la terre comme au ciel ». Le Titan tressaillit. Ce père c’était le Puissant, le Despote, celui que Prométhée combattait. Qu’on le nommat Jupiler ou Jéhovah, c’était le même Dieu ! Le martyr du Caucase vit que le martyr du Golgotha serait profondément aimé. Un jour, il tiendrait dans ses mains percées le coeur de l’humanité, et il l’offri rait à celui qui règne dans les cieux. Prométhée disait à l’esclave : « Lutte sans lassitude et sans fin. Délivre-toi. » Jésus lui dirait. « Le tyran céleste est ton père. Adore sa volonté. » Prométhée murmura : « Je suis peut-être vaincu ; je suis, certes, oublié. Je voulais rendre la terre digne du ciel, mais maintenant, pendant des siècles, les meilleurs parmi les hommes dédaigneront la terre pour mériter le ciel. Ils ont mis leur Dieu si haut, qu’ils ne peuvent songer à le détrôner. « Vois, mon amie. Celui qui souffre là-bas, lève vers un Paradis céleste ses yeux mourants. Moi, lié sur la plus haute des cimes terrestres, je contemple avec désir la vallée où l’on travaiile et où l’on aime. « Mais mon règne est fini. Le Christ a murmuré des paroles de douceur que je n’ai pas su prononcer, et l’ame des humbles a tressailli. « Les hommes vivront de rêves et de cauchemars; quand ils s’éveilleront, ils penseront à moi. « Mais ce jour tardera. Viens ici, ma bien aimée, près de moi, mets ta main dans la mienne; seule ta tendresse de femme peut consoler le Titan oublié. » Elle obéit. Ils restèrent longtemps ainsi, silencieux. Soudain ? Prométhée sentit que les doigts de l’Amante étaient froids et inertes; il vit qu’elle regardait fixe ment là-bas, où des femmes mortelles couvraient de larmes et de parfums le corps du crucifié. Il laissa tristement retomber la petite main, et dit : « Va donc où ton cæur t’appelle. Va trouver ceux à qui leur Maitre a promis le bonheur, ceux qui appellent la révolte un crime, ceux qui ont senti sur leur épaule une lourde main qui les a jetés à genoux ». Elle est partie. Les siècles s’écoulent ; le Titan torturé ne sent plus sur ses blessures les lèvres d’une amante. Il est seul, car la femme est à Jésus. Le vautour s’est envolé, le laissant à ses chaines pesantes. Suspendu entre la terre et le ciel, il médite, et il attend le réveil de l’homme. ***Max RivesPage 148
Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΩΣΟ Τιτάν ωνειρεύετο! Πίσω από τους μαύρους βράχους του Καυκάσου, συγκεντρώνονταν σύννεφα σκοτεινά.Ο Προμηθεύς είδε τον Δία στο θρόνο του. Για να καταδικαστεί ένας τύραννος, το μόνον που χρειάζεται είναι να προσφερθή στο όρνεο ένα σώμα του οποίου η κεφαλή δεν υπετάχθη ακόμη. Ο μέγας Τιτάν εγνώριζε ότι η σκέψη γεννήθηκε εντός του ανθρώπου και ότι οι θεοί έτρεμαν γι’ αυτό. Αιώνες επί αιώνων είχαν περάσει από τότε που είχε κλέψει το ιερόν πυρ, εκείνη τη φωτιά που είναι εν τω άμα καύμα και φως. Αιώνες επί αιώνων θα περνούσαν ακόμη, αλλά έσσεται η ημέρα της νίκης.
Ο Ζευς είχε κάνει έναν κάνει μάρτυρα. Ο Ζευς θα κατέρρεε. Ο Προμηθέας εγνώριζε πλέον την έκστασι την πηγάζουσα από τη θυσία, την έκστασι την οποία οι Ολύμπιοι ουδέποτε θα εγνώριζαν. Ησθάνετο πως ήτο ο ίδιος ο Διδάσκαλος των Θεών και ο φίλος των θνητών. Είχε την υπέρτατη μεγαλοπρέπεια έμπροσθεν της οποίας ακόμη και η Αφροδίτη έκλινε με σέβας το γόνυ, παλλόμενη και υποταγμένη. Αίφνης μια μορφή φτερωτή προσγειώθηκε στο βράχο και γονάτισε στους πόδας του Τιτάνος. Ήταν μια γυναίκα σεληνιακού κάλλους και φεγγάρινης ομορφιάς. «Καλώς ήλθατε», είπε ο Προμηθεύς. Σας περίμενα πολύ καιρό, θεϊκή μου Αγγελιαφόρε!» «Έρωτά μου και Δάσκαλέ μου, μόνον δια να σας υπηρετώ έμεινα μακριά σας επί μακρόν. Υπέροχα νέα σας φέρνω και αγγελίες. Μη προσέχετε πια την Ελλάδα, η αγαπημένη σας χώρα σας έχει ξεχάσει. »«Αν η Ελλάς με έχει ξεχάσει, τότε έχω χάσει την καρδιά της ανθρωπότητας.» «Αγαπημένε, υπάρχει μια χώρα όπου οι άνθρωποι είναι άσχημοι και μισητοί, μολαταύτα τούτη τη στιγμή πράγματα συμβαίνουν υπέροχα εκεί, διότι ζει εκεί ένα υπέροχο ον. Κοίτα την Παλαιστίνη, σε ικετεύω.»
Προς κείνη τη γωνιά της γης που του έδειξε η Αγγελιαφόρος του, ο Τιτάν έστρεψε τα βαθιά του μάτια. Και είδε, επί του σταυρού, ένα σώμα αιμάσσον, ωσάν το δικό του, και είπε εις εαυτόν: Επαναστάτης είναι, όπως εγώ ! Αλλά ο Εσταυρωμένος ωμίλη: “Πάτερ μου, γεννηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης». Ο Τιτάνας ετινάχθη και μόρφασε. Τούτος ο πατέρας ήταν ο Παντοδύναμος, ο Δεσπότης, εκείνος ο ίδιος τον οποίο πολεμούσε ο Προμηθεύς. Είτε τον αποκαλούσαν Δία είτε Ιεχωβά, ήταν ο ίδιος Θεός! Ο μάρτυρας του Καυκάσου είδε ότι εν τέλει ο μάρτυρας του Γολγοθά θα αγαπηθεί βαθιά. Μια μέρα θα κρατούσε την καρδιά της ανθρωπότητας στα τρυπημένα χέρια του κι έπειτα θα την προσέφερε σε εκείνον που βασιλεύει στους ουρανούς. Ο Προμηθεύς είπε στην σκλάβο: «Αγωνίσου χωρίς αδυναμία και χωρίς τέλος. Παραδώσου». Ο Ιησούς θα της έλεγε. «Ο επουράνιος τύραννος είναι ο πατέρας σου. Να λατρεύεις το θέλημά του. “ Ο Προμηθεύς μουρμούρισε: «Ίσως νικήθηκα. Είμαι, το δίχως άλλο, λησμονημένος.
Επιθύμησα να κάνω τη γη άξια για παράδεισο, αλλά από τώρα και για αιώνες εις το εξής, οι καλύτεροι των ανθρώπων θα περιφρονούν την γη για να τους αξίζει ο επουράνιος παράδεισος. Τοποθέτησαν τον Θεό τους τόσον υψηλά, ώστε ούτε καν ονειρεύονται να τον εκθρονίσουν.«Δες, φίλη μου αγαπημένη. Εκείνος που υποφέρει εκεί πάνω, ανυψώνει τα μάτια του προς έναν επουράνιο Παράδεισο. Εγώ, δεσμώτης στην υψηλότερη από τις επίγειες κορυφές, ατενίζω με πόθο την κοιλάδα όπου κάποιος εργάζεται και αγαπά.«Αλλά η βασιλεία μου τελείωσε. Ο Χριστός μουρμούρισε ζεστά λόγια γλυκύτητας τα οποία εγώ ούτε πώς να τα προφέρω δεν θα ήξερα, και οι ψυχές των ταπεινών αναπήδηξαν.
«Οι άντρες θα ζήσουν με όνειρα και εφιάλτες. όταν ξυπνούν θα με σκέφτονται κι εμένα.«Αλλά εκείνη η μέρα θ’ αργήσει ακόμη. Έλα εδώ, αγαπημένη μου, κοντά μου, βάλε το χέρι σου στο δικό μου· μόνον η θηλυκή σου τρυφερότης δύναται να παρηγορήσει τον λησμονημένο Τιτάνα».Εκείνη υπάκουσε. Έμειναν σιωπηλοί για πολύ καιρό. Αίφνης; Ο Προμηθεύς ησθάνθη πως τα δάκτυλα της ερωμένης ήσαν κρύα και αδρανή· είδε πως εκείνη κοίταζε σταθερά πέρα εκεί, όπου θνητές γυναίκες σκέπαζαν το σώμα του εσταυρωμένου με δάκρυα και αρώματα. Άφησε με θλίψη το χεράκι της να πέσει, και είπε, «Πήγαινε εκεί που σε καλεί η καρδιά σου». Πήγαινε να βρεις εκείνους στους οποίους ο Δάσκαλός τους έχει υποσχεθεί ευτυχία, εκείνους που αποκαλούν την επανάσταση έγκλημα, εκείνους που έχουν νιώσει στον ώμο τους ένα βαρύ χέρι να τους έχει ρίξει στα γόνατα ». Εκείνη έφυγε. Οι αιώνες περνούν· Ο μαρτυρικός Τιτάν δεν αισθάνεται πλέον τα χείλη της ερωμένης στις πληγές του. Είναι μόνος του, γιατί η γυναίκα ανήκει στον Ιησού. Ο γύπας, το όρνεο πέταξε, αφήνοντάς τον στις βαριές αλυσίδες του. Αιωρούμενος και υπό περιορισμόν, στ’ ανάμεσα γης και ουρανού, διαλογίζεται και περιμένει την αφύπνιση του ανθρώπου.** *Max RivesΣελίδα 148 Μετάφραση : Ηλίας Κολοκούρης
PROMETHEUS’ PAIN
The Titan was dreaming! Behind the black rocks of the Caucasus, dark clouds were gathering. Prometheus saw Jupiter on his throne. For a tyrant to be condemned, it is enough for one to offer the vulture a body whose head has not bowed. The great Titan knew that thought was born in man, and that the gods trembled. Many centuries had passed since he had stolen the sacred fire, that fire which is both heat and light. Many centuries would still pass, but the day of victory would come. Jupiter had made a martyr. Jupiter would fall. Prometheus now knew the ecstasy that springs from sacrifice and that the Olympians will never know. He felt himself the Master of the Gods and the friend of mortals. He had the supreme majesty before which even Venus prostrates herself, throbbing and submissive. Suddenly a winged form landed on the rock and came to kneel at the Titan’s feet. It was a woman of lunar beauty. “Welcome,” said Prometheus. I have waited for you for a long time, my divine messenger! “My love and my Master, it is to serve you that I have stayed away. I bring you great news. Do not look at Greece any more, your beloved country has forgotten you. “If Greece forgets me, then I have lost the heart of humanity.” “Beloved, there is a country where men are ugly and hateful, and yet at this very moment wonderful things are happening there, for there lives a lovely being. Look at Palestine, I beg of you. To the corner of the earth which his Messenger had drawn for him, the Titan turned his deep eyes. He saw, on a crucifix, a bloody body like his own, and he said to himself: This is a rebel like me! But the crucified one spoke: “Father, thy will be done on earth as it is in heaven. The Titan shuddered. This father was the Mighty One, the Despot, the one whom Prometheus was fighting. Whether he was called Jupiter or Jehovah, it was the same God! The martyr of the Caucasus saw that the martyr of Golgotha would be deeply loved. One day he would hold the heart of humanity in his pierced hands and offer it to the one who reigns in heaven. Prometheus said to the slave: “Struggle without weariness and without end. Deliver yourself. Jesus would say to him. “The heavenly tyrant is your father. Worship his will. Prometheus murmured: “I may be defeated; I am certainly forgotten. I wanted to make the earth worthy of heaven, but now, for centuries, the best of men will despise the earth to deserve heaven. They have set their God so high that they cannot think of dethroning Him. “See, my friend. He who suffers there, lifts his dying eyes to a heavenly Paradise. I, bound on the highest of earthly peaks, contemplate with desire the valley where one works and loves. “But my reign is over. Christ has whispered words of sweetness which I have not been able to utter, and the souls of the humble have leaped. “Men will live in dreams and nightmares; when they awake, they will think of me. “But that day will be late. Come here, my beloved, close to me, put your hand in mine; only your female tenderness can console the forgotten Titan. She obeyed. They remained silent for a long time. Suddenly? Prometheus felt that the Lover’s fingers were cold and inert; he saw that she was looking fixedly over there, where mortal women were covering the body of the crucified one with tears and perfumes. He sadly let the little hand fall back, and said: “Go, then, where your heart calls you. Go and find those to whom their Master has promised happiness, those who call rebellion a crime, those who have felt a heavy hand on their shoulder which has thrown them to their knees. She is gone. Centuries pass; the tortured Titan no longer feels the lips of a lover on his wounds. He is alone, for the woman is Jesus’. The vulture has flown away, leaving him to his heavy chains. Suspended between earth and heaven, he meditates, and awaits the awakening of the man. *Max RivesPage 148
Σειρά Τρίτη
PRIÈRE DE L’AVENIR AU POÈTE Je suis le Puissant, l’Indomptable. Je marche, et mon pas fait vaciller le monde. Je parle, et au son de ma voix les forteresses s’écroulent. Quoi que tu fasses, je serai vainqueur! Et cependant je t’implore; car, sans toi, je ne serai pas aimé, sans toi, les etres nobles ne me comprendront pas, et maudiront l’Avenir et son œuvre. Je suis le grand Forgeron qui travaille dans la poussière et dans l’ombre. Lorsque surgit, des ténèbres, ma tête redoutable, les femmes s’en fuient, épouvantées. Pour mon front sévère, seules les fines mains savent tresser les parures. Toi seul peux attacher à mes chevilles les sandales ailées. Aime-moi, je serai charmant. Aime-moi, tu seras fort… Oublie le chemin des cimetières. N’arrose plus de tes larmes les troncs desséchés; sur les idoles brisées, laisse s’étendre la mousse. Viens à moi. Je suis nu et pauvre encore. Donne-moi ma couronne de rayons, donne-moi ma robe de beauté.
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΛΛΟΝΤΑ ΠΟΙΗΤΗ Είμαι ο Ισχυρός, ο Αδάμαστος. Περπατώ και το βήμα μου κάνει τον κόσμο να λικνίζεται. Μιλάω, και στον ήχο της φωνής μου τα φρούρια καταρρέουν. Ό,τι κι αν κάνεις, θα σε νικήσω / κατακτήσω! Και όμως σε ικετεύω- γιατί χωρίς εσένα δεν θα με αγαπήσουν, χωρίς εσένα τα ευγενή όντα δεν θα με καταλάβουν και θα καταριούνται το Μέλλον και το έργο του. Είμαι ο μεγάλος σιδηρουργός που εργάζεται στη σκόνη και στις σκιές. Όταν το φοβερό μου κεφάλι αναδύεται από το σκοτάδι, οι γυναίκες τρέπονται σε φυγή τρομαγμένες. Για το αυστηρό μου μέτωπο, μόνο τα λεπτά χέρια ξέρουν πώς να πλέκουν τα στολίδια. Μόνο εσύ μπορείς να δέσεις τα φτερωτά σανδάλια στους αστραγάλους μου. Αγάπα με, θα είμαι γοητευτικός. Αγάπα με, θα είσαι δυνατή… Ξέχασε το μονοπάτι των νεκροταφείων. Μην ποτίζεις τους ξεραμένους κορμούς με τα δάκρυά σου- στα σπασμένα είδωλα, άφησε τα βρύα να απλωθούν. Έλα σε μένα. Είμαι ακόμα γυμνός και φτωχός. Δώσε μου το στέμμα των ακτίνων μου, δώσε μου το ένδυμα της ομορφιάς μου.
PRAYER OF THE FUTURE TO THE POET
I am the Mighty One, the Indomitable One. I walk, and my step shakes the world. I speak, and at the sound of my voice fortresses crumble. Whatever you do, I shall conquer! And yet I implore you; for without you I shall not be loved, without you the noble ones will not understand me, and will curse the Future and its work. I am the great Blacksmith who works in the dust and in the shadows. When my fearsome head emerges from the darkness, women flee from me in horror. For my severe forehead, only the fine hands know how to weave the ornaments. Only you can tie the winged sandals to my ankles. Love me, I shall be charming. Love me, you will be strong… Forget the path of the cemeteries. Do not water the dried up trunks with your tears; on the broken idols, let the moss spread. Come to me. I am naked and poor still. Give me my crown of rays, give me my robe of beauty.
LES CYCLOPES Pour arracher au sol le métal et les pierres précieuses, pour allumer le feu des forges, et battre le fer, les Cyclopes avaient durement et sans trève peiné, La sueur coulait de leurs fronts brunis. Ils étaient las. Ils avaient soif. Appuyant sur les tables de granit leurs coudes massifs, ils criaient : « A boire » Soudain apparurent trois hommes magnifiquement parés. De lourdes broderies d’argent raidissaient l’étoffe somptueuse de leurs tuniques. Des rubis, des émeraudes, des saphirs cuirassaient leur étroite poitrine. Sur leur visage émacie, le fard mettait un masque blanc taché de rouge. Leurs paupières aux cils teints voilaient à demi des pru nelles énigmatiques et mornes. Très fiers, ils portaient haut la tête. Au milieu de la caverne rocheuse el profonde où roulaient des flots de vapeur, où, dans la lueur rouge des brasiers, flottaient de grandes ombres noires, ils semblaient des poupées étranges, d’une mesquine joliesse. Marchant lentement, avec des allures pompeuses, ils s’approchèrent et dirent: « Nous sommes la Joie, l’Orgueil et la Gloire des nations, les favoris des Immortels ! Nous sommes les divins artistes. Nous avons entendu vos gémissements. Pour vous consoler, nous vous apportons nos œuvres. Elles sont d’une valeur inestimable et d’un travail si habile qué nul autre n’eût pu l’ere cuter. Voyez la pureté des formes, et comme les diamants, les turquoises et les perles tracent, dans l’or, des fleurs étincelantes. » Ayant dit, ils tendirent aux Cyclopes des coupes merveilleusement ciselées, élégantes comme des lys. Mais les rudes ouvriers, déçus, bri sèrent avec fureur les coupes vides. Epouvantés, les orfèvres s’enfuirent en maudissant les forgerons, et des en trailles de la terre s’éleva encore ce rauque appel: « A boire ! A boire! »Alors, vers les géants lamentables, vint un homme de petite taille, d’apparence modeste, vêtu de toile fine. Ses yeux bleus souriaient. Il entr’ouvrit les mains, et l’on vit, entre ses paumes arrondies, pétiller la liqueur dont une goutle suflit à désaltérer le monde, la boisson divine, le nectar! Et les redoutables Cyclopes, joyeux comme des enfants, acclamèrent, en pleurant d’amour, l’envoyé des Olympiens. C. PSYCHA
ΟΙ ΚΥΚΛΩΠΕΣ Για να αποσπάσουν από τη γη μέταλλα και πολύτιμους λίθους, για να ανάψουν τη φωτιά των σιδηρουργείων και να χτυπήσουν το σίδερο, οι Κύκλωπες είχαν κοπιάσει σκληρά και χωρίς ανάπαυση, ο ιδρώτας έτρεχε από τα στιλβωμένα τους μέτωπα. Ήταν κουρασμένοι. Διψούσαν. Στηρίζοντας τους ογκώδεις αγκώνες τους στα γρανιτένια τραπέζια, φώναζαν: «Πιείτε! » Ξαφνικά εμφανίστηκαν τρεις άνδρες, μεγαλοπρεπώς στολισμένοι. Βαριά ασημένια κεντήματα στόλιζαν το πλούσιο και πολυτελές ύφασμα των χιτώνων τους. Ρουμπίνια, σμαράγδια και ζαφείρια στόλιζαν τα στενά στήθη τους. Στα παγωμένα πρόσωπά τους, το κοκκίνισμα φόρεσε μια λευκή μάσκα λεκιασμένη με κόκκινο. Τα βλέφαρά τους, με τις βαμμένες βλεφαρίδες τους, μισοκάλυπταν τα αινιγματικά και θαμπά μάτια. Πολύ υπερήφανοι, κρατούσαν το κεφάλι τους ψηλά. Στη μέση του βαθέος, βραχώδους σπηλαίου, όπου κυλούσαν ρυάκια ατμού, στην κόκκινη λάμψη των καμινέτων μεγάλες μαύρες σκιές τρεμόπαιζαν, κι έμοιαζαν με παράξενες, ασήμαντες κούκλες, ελαχίστου κάλλους. Περπατώντας αργά, με πομπώδες βάδισμα, πλησίασαν και είπαν: «Είμαστε η Χαρά, η Υπερηφάνεια και η Δόξα των εθνών, οι ευνοούμενοι των Αθανάτων! Είμαστε οι θεϊκοί καλλιτέχνες. Ακούσαμε τους στεναγμούς σας. Για να σας παρηγορήσουμε, σας φέρνουμε τα έργα μας. Είναι ανεκτίμητης αξίας και εργασία τέτοιας δεξιοτεχνίας που κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να την κάνει. Δείτε την καθαρότητα των μορφών και πώς τα διαμάντια, τα τιρκουάζ και τα μαργαριτάρια ανιχνεύουν, μέσα στο χρυσό, αστραφτερά λουλούδια.» Αφού το είπαν αυτό, παρέδωσαν στους Κύκλωπες υπέροχα σμιλεμένα κύπελλα, κομψά σαν κρίνα. Όμως οι άγριοι εργάτες, απογοητευμένοι, έσπασαν με θυμό τα άδεια κύπελλα. Οι χρυσοχόοι τράπηκαν σε φυγή με τρόμο, βρίζοντας τους σιδηρουργούς, και από τα βάθη της γης ακούστηκε ξανά η βραχνή κραυγή: «Πιείτε! Πιείτε! »Τότε στους θρηνούντες γίγαντες ήρθε ένας άνδρας μικρού αναστήματος, σεμνός στην εμφάνιση, ντυμένος με ωραία λινά. Τα γαλάζια μάτια του χαμογέλασαν. Άνοιξε τα χέρια του, και ανάμεσα στις στρογγυλεμένες παλάμες του φάνηκε να αστράφτει το ποτό, μια σταγόνα από το οποίο θα έσβηνε τον κόσμο, το θεϊκό ποτό, το νέκταρ! Και οι φοβεροί Κύκλωπες, χαρούμενοι σαν παιδιά, αποθέωσαν τον απεσταλμένο των Ολυμπίων, κλαίγοντας από αγάπη.Κ. ΨΥΧΑ
THE CYCLOPES
To tear from the ground the metal and the precious stones, To light the fire of the forges, and to beat the iron, The Cyclops had toiled hard and without rest, The sweat flowed from their burnished foreheads. They were weary. They were thirsty. Leaning their massive elbows on the granite tables, they shouted: “Drink! Heavy silver embroidery stiffened the sumptuous fabric of their tunics. Rubies, emeralds and sapphires clad their narrow chests. On their glazed faces, the blush put a white mask stained with red. Their eyelids, with their dyed lashes, half-veiled enigmatic and dull eyes. Very proud, they held their heads high. In the middle of the deep, rocky cavern, where streams of steam were rolling, where, in the red glow of the braziers, great black shadows floated, they seemed like strange, petty dolls. Walking slowly, with pompous gaits, they approached and said: “We are the Joy, the Pride and the Glory of nations, the favourites of the Immortals! We are the divine artists. We have heard your groans. To console you, we bring you our works. They are of priceless value and of such skillful work that no other could have done it. See the purity of the forms, and how the diamonds, turquoises and pearls trace, in the gold, sparkling flowers. Having said this, they handed the Cyclops wonderfully chiselled cups, elegant as lilies. But the rough workers, disappointed, angrily smashed the empty cups. The goldsmiths fled in horror, cursing the smiths, and from the depths of the earth again arose the hoarse call: “Drink! Then to the lamenting giants came a small, modest-looking man dressed in fine linen. His blue eyes smiled. He opened his hands, and one saw, between his rounded palms, sparkling the liquor, a drop of which would quench the world, the divine drink, the nectar! And the dreaded Cyclops, joyful as children, acclaimed, crying with love, the envoy of the Olympians. C. PSYCHA
Σειρά Τέταρτη
La Revue de Paris, Livraison du 1 Mai Mai-Juin 1908pages 181 – 195
ΙLA FUITE DE DAPHNE Dans la plaine d’Attique, lorsque naissait la cité souveraine, le dieu du soleil vit, un matin, aux abords du Céphise, une nymphe qu’il aima pour sa chevelure blonde, sa grâce timide, sa fraîcheur printanière. Elle regardait couler l’eau sur ses pieds d’ivoire, et rêvait à l’inconnu, doux et charmant comme elle, qui viendrait bientôt et lui dirait, tout bas, les mots qu’elle attendait.. Soudain, un éclair brilla sur la terre, le ciel et l’onde; et Daphné vit apparaître le jeune Apollon, au corps blanc, aux yeux de flammes, cuirassé d’or, casqué de lumière, terrible, ardent et pur. Il parla. Aux accords de sa voix harmonieuse, l’air vibrait comme une lyre. Daphné ne l’écouta pas: épouvantée par l’éclat de l’immortel amant, elle s’enfuit. Plus rapide que les flots, elle courait vers les demeures des hommes. Mais elle entendit près d’elle les pas légers de l’Olympien qui riait, joyeux et fier. Alors elle s’écria :-O Zeus redoutable ! mes forces défaillent, je suis perdue! Toi seul peux me secourir aie pitié de moi !
Sa prière fut exaucée au moment où la main du dieu toucha son épaule, la nymphe fut changéeen plante. Depuis ce jour, sur le clair Céphise, s’inclinent les fleurs roses du laurier mystique. Le passant respire, sans volupté. son amer parfum. Ni les rayons d’été ni les neiges d’hiver ne flétrissent ses pétales. Mais parfois, à l’heure du regret, quand les étoiles s’éteignent dans le ciel livide, au son d’un chant triste, les feuilles frissonnent. – Daphné ! Daphné par quel châtiment le Maître suprême a répondu à ta prière impie! Tu as eu peur, hélas! peur des joies surhumaines tu as mérité de t’enraciner dans le sol, d’être à jamais captive. » Toi qui fus si belle, malheureuse! pourquoi fuyais-tu l’étreinte divine Songe, ah! songe que celles qui ont aimé le radieux Apollon règnent dans la gloire à ses côtés, et sont les mères des demi-dieux !» Toi que j’ai perdue, ne le savais-tu pas?
IΗ ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ Στην πεδιάδα της Αττικής, ότε εγεννήθη η κυρίαρχη πόλις, ο θεός του ήλιου είδε, ένα πρωί, εις τα περίχωρα του Κηφισού, μιαν νύμφην, την οποίαν αγάπησε για τα ξανθά της τα μαλλιά, τη ντροπαλή χάρη της, την νεότητα του έαρος, την ανοιξιάτικη φρεσκάδα της.Η νύμφη παρατηρούσε το νερό να κυλάει πάνω στα φιλντισένια πόδια της, και ονειρεύτηκε τον ξένο, απαλό και γοητευτικό όπως κι εκείνη η ίδια, ο οποίος θα ερχόταν σύντομα και θα της ψιθύριζε απαλά τα λόγια που περίμενε.Αίφνης, ένας κεραυνός αστραποβόλησε λάμποντας στη γη, τον ουρανό και τα κύματα· και η Δάφνη είδε να εμφανίζεται ο νεαρός Απόλλωνας, με το λευκό του σώμα, τα φλογερά του μάτια, την χρυσή πανοπλία του, την πάμφωτη περικεφαλαία του, τρομερός, απαστράπτων και αγνός.Μίλησε. Στις χορδές της αρμονικής φωνής του, ο αέρας δονήθηκε σαν λύρα.Η Δάφνη δεν τον άκουσε: έντρομη από το έντονο φως του αθάνατου εραστή, τράπηκε σε φυγή.Ταχύτερη από τα κύματα, έτρεξε προς τα σπίτια των ανθρώπων. Όμως άκουσε κοντά της τα ελαφρά βήματα του Ολυμπίου,να γελάει καθώς πλησίαζε, χαρούμενα και υπερήφανα.Τότε εκείνη αναφώνησε:-Μα τον φοβερό Δία! Η δύναμή μου με πρόδωσε, χάθηκα! Μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις, ελέησόν με !Η προσευχή της εισακούσθηκε καθώς το χέρι του θεού ακουμπούσε τον ώμο της, κι η νύμφη μεταμορφώθηκε σε φυτό.Από εκείνη την ημέρα, πάνω από την όχθη του διάφανου Κηφισού υποκλίνονται τα ροδαλά άνθη της μυσταγωγικής δάφνης. Ο περαστικός θα εισπνεύσει τα άνθη δίχως ευχαρίστηση, δεν θα βρει αισθησιασμό σε εκείνα. Το άρωμά τους είναι πικρό. Ούτε οι ακτίνες του καλοκαιριού, ούτε τα χιόνια του χειμώνα μαραίνουν τα πέταλα του φυτού. Αλλά καμιά φορά, την ώρα της λύπης και των τύψεων, όταν τα αστέρια σβήνουν στον χλωμό ουρανό, στον ήχο ενός λυπημένου τραγουδιού, τα φύλλα της δάφνης τρέμουν.- Δάφνη! Δάφνη! Με ποια τιμωρία ο Ανώτατος Δάσκαλος απάντησε στην ανίερη προσευχή σου! Φοβήθηκες, αλλοίμονο ! Νίκησε το κράτος του φόβου εμπρός στις υπεράνθρωπες χαρές, που σου άξιζε να ριζώσεις στο χώμα, αιχμάλωτη για πάντα.Ω Δάφνη, ήσουν τόσο όμορφη, τόσο λυπημένη! Γιατί δραπέτευσες από την Θεϊκή αγκαλιά του Ονείρου; Σκέψου ! Αχ! Σκέψου πόσες αγάπησαν τον λαμπρό Απόλλωνα τότε, και σήμερα βασιλεύουν πλάι του εν δόξη, και είναι σήμερα μητέρες ημίθεων!Εσύ, που σε έχασα, δεν το ήξερες τάχα αυτό;Μετάφραση: Ηλίας Κολοκούρης
THE FLIGHT OF DAPHNE
In the plain of Attica, when the sovereign city was born, the sun god saw, one morning, on the banks of the Cephisus, a nymph whom he loved for her blond hair, her timid grace, her spring freshness. She was watching the water flow over her ivory feet, and dreaming of the stranger, gentle and charming like her, who would soon come and tell her, softly, the words she was waiting for. Suddenly, a flash of lightning shone on the earth, the sky and the waves; and Daphne saw the young Apollo appear, with his white body, his eyes of flames, armoured with gold, helmeted with light, terrible, ardent and pure. He spoke. At the chords of his harmonious voice, the air vibrated like a lyre. Daphne did not listen to him: frightened by the brilliance of the immortal lover, she fled. Faster than the waves, she ran towards the homes of men. But near her she heard the light steps of the Olympian laughing, joyful and proud. Then she cried out: ‘O dreadful Zeus, my strength is failing, I am lost! Only you can help me, have mercy on me!
Her prayer was answered the moment the god’s hand touched her shoulder, the nymph was changed into a plant. Since that day, on the clear Cephis, the pink flowers of the mystic laurel bow. The passer-by breathes, without pleasure, its bitter perfume. Neither the summer rays nor the winter snows wither its petals. But sometimes, at the hour of regret, when the stars fade in the livid sky, to the sound of a sad song, the leaves shiver. – Daphne! Daphne, with what punishment has the Supreme Master answered your unholy prayer! You were afraid, alas! afraid of superhuman joys you deserved to be rooted in the ground, to be forever captive. You who were so beautiful, unhappy! Why did you flee from the divine embrace? Think, ah! think that those who loved the radiant Apollo reign in glory by his side, and are the mothers of the demigods! Didn’t you know that I have lost you?
La Revue de Paris, Livraison du 1 Mai pages 181 – 195
II LE SECRET Je me nomme Théano. Je demeure à Mycone. Ma mère mourut en me mettant au monde. Mon père, honnête et courageux pêcheur, veilla sur mon enfance mais, épuise par un labeur incessant, il suivit bientôt sa femme. Il me laissait pauvre et seule, à quinze ans. Je vécus en tissant de la tuile pour des femmes moins belles que moi. Car je fus très belle. Et cependant j’étais malheureuse, et nul ne me rendait hommage. L’existence était dure pour tous à Mycone, rocher stérile balayé par les vents. On n’avaitpas d’heures à consacrer aux femmes, on n’y connaissait pas la volupté ni les plaisirs.
Un soir, lasse d’ avoir erré sur la plage, je m’appuyai contre le rocher géant dont l’ombre flotte au loin sur la mer. J’écoutais la menace des vents et des flots, je contemplais ma patrie aride, et je songeais à Corinth. e, Éleusis, Olympie, Athènes, aux cités glorieuses. Ne verrais-je jamais les temples resplendissants, ni les luttes héroïques, ni les fêtes des peuples, fortunés? Tout à coup, un mot fut murmuré à mon oreille. Je tressaillis et regardai autour de moi personne! J’étais bien seule. Avais-je rêvé ce mot, dont le sens m’était Inconnu? Je répétai, à haute voix, les syllabes harmonieuses, et je sentis, sous ma main, le rocher lentements’ entr’ ouvrir. Dans une caverne profonde, aux colonnes de bronze, ruisselaient l’or, l’argent et les pierres précieuses. Il me semblait que la terre me révélait sa splendeur, et m’ouvrait son sanc- tuaire magnifique. J’y”pénétrai sans crainte, à la lueur des diamants qui roulaient sous mes pieds comme des cailloux et constellaient les voûtes de porphyre. Longtemps je restai dans la caverne. Je choisissais des pierres bleues, vertes, rouges, pour en parer mes bras et mon cou de neige, mes cheveux d’ébène. Je m’enivrais de joie et d’orgueil. Après tant de souffrances, tant d’humiliations, quel triomphe! Savoir ce que nul ne savait Posséder aujourd’hui toutes ces richesses, demain dominer le monde! Moi, Théano, belle, inspirée, reine des trésors! A l’aube, je sortis de la grotte, et m’élançaiversles humbles maisonnette du villages pour y proclamer ma découverte. Je voulais crier à mes compagnons de misère :- Venez, venez ! il y a la du bonheur pour tous. Laissez vos filets et vos barques. Par moi, Mycone sera plus opulente qu’Athènes. Appelons a nous les poètes, les artistes. Que de nobles figures de marbre et d’ivoirese dressent sur nos places ! Qu’à la fureur des flots les temples opposent leur majesté sereine! Que des chants mélodieux apaisent la plainte des airs ! Que la beauté se pose enfin sur l’île mélancolique, sans bois et sans fleurs !
Je courais, haletante, juycuse, lorsqu’une autre pensée tra- versa mon esprit:« Si tous connaissent mon trésor, il leur appartiendra comme à moi. Verrai-je vendre, dans les boutiques, les joyaux divins?a Verrai-je, aux doigts des matelots, ces pierres royales? Des paroles vulgaires troubleront-elles le silence de ces lieux enchantes?» Qui a murmuré à mon oreille les syllabes miraculeuses? a Quelque dieu invisible, sansdoute.Je suis l’élue,je suis l’unique. Révélerai-je le mystère à ceux qui n’ontpas été choisis, à ceux qui ne pouvaient entendre la voix que j’ai entendue?
» Je ne serais plus que la servante des hommes. Non! les profanes ne doivent pas connaître les trésors sacrés. »Deux fois le soleil s ‘ alluma sur Mycone. Lorsque ses derniers rayons s’éteignaient dans les eaux, je me glissais dans mon royaume, et j’en sortais avant l’aurore, emportant quelques joyaux que je cachais dans ma cabane. Il me serait permis, à moi, de trafiquer avec ces choses merveilleuses, puisque c’est à moi qu’elles furent données. Bientôt, quand j’aurais amassé des richesses, je m’en irais, loin de Mycone, vers les villes de luxe et de plaisir. Le troisième soir, je posai, comme les autres fois, la main sur le roc, et j’entr’ uuvrisles lèvres. Mais je restai muette. Je frémis. Ai-je oublie? Ah! Dieux! Ai-je oublie? Toute la nuit, je fis pour me souvenir un enort surhumain. Je fouillai ma mémoire, j’assemblai des sons divers, j’écrasai mon front contrôla muraille de granit, je promis des sacrifices à tous les immortels, j’invoquai celui qui m’avait parle… Au matin, glacée par le vent, raidie par la fatigue,je retour- nai dans ma chaumière. La nuit suivante,je luttai encore contre le destin. Puis j’allai vers les hommes. Je leur contai mon histoire, je les suppliai de prendredes haches et d’enfoncerla porte dont nul n’avait la clef. Ils consentirent;mais leurs bras vigoureux ne purent rien contre le roc trop dur, contre le mur implacable. Ils ont ri de moi. Ils me croient folle. Jamais ils ne sauront. Si je leur avais fait don du mot magique! Je l’aurais retrouvé dans leur cœur.
Mais non! ce qui est à tous n’est à personne. Pour moi seule, l’or a brillé dans les cavernes profondes. Je fus la favorite des Dieux. J’ai gardé leur secret. J’en conserve à jamais l’orgueil. Aujourd’hui je suis triste et vieille, mais je songe encore à ce qui fut, à ce qui pouvait être, et je cherche, je cherche toujours. Quand vient la nuit, j’évoque la splendeur des trésors cachés, à genoux devant la porte qui ne s’ouvre plus.
IIΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ Το όνομά μου είναι Θεανώ. Ζω στην Μύκονο. Η μητέρα μου πέθανε την ώρα που με έφερνε στον κόσμο. Ο πατέρας μου, ένας έντιμος και θαρραλέος ψαράς, με φρόντισε ως παιδί, αλλά, εξαντλημένος από την ακατάπαυστη εργασία, σύντομα ακολούθησε τη γυναίκα του. Με άφησε φτωχή και μόνη σε ηλικία δεκαπέντε χρονών. Ζούσα υφαίνοντας κεραμιδί? φορέματα (la tuile pour des femmes) για γυναίκες λιγότερο όμορφες από μένα. Διότι ήμουν πράγματι πανέμορφη. Κι όμως ήμουν δυστυχισμένη, κανείς δεν μου απέδιδε την δέουσα τιμή. Η ζωή ήταν δύσκολη για όλους στη Μύκονο, έναν άγονο ανεμοδαρμένο βράχο. Δεν είχαμε χρόνο να αφιερώσουμε στον βίο μας ως γυναίκες, δεν γνωρίζαμε την ευχαρίστηση ή τις απολαύσεις.Ένα βράδυ, κουρασμένη από την περιπλάνηση στην παραλία, ακούμπησα στον τεράστιο βράχο του οποίου η σκιά αιωρείται πέρα μακριά στη θάλασσα. Άκουγα την απειλή των ανέμων και των κυμάτων, ατένιζα την άνδυρη πατρίδα μου και σκεφτόμουν την Κόρινθο, την Ελευσίνα, την Ολυμπία, την Αθήνα, τις ένδοξες πόλεις. Δεν θα έβλεπα ποτέ τους λαμπρούς ναούς, τους ηρωικούς αγώνες, τις εορτές και τις πανηγύρεις των τυχερών λαών τους ;Αίφνης μια λέξη ανέμισε στο αυτί μου. Ανατρίχιασα, τινάχθηκα, κοίταξα και δεν είδα ψυχή! Ήμουν απολύτως μόνη.Μήπως είχα ονειρευθεί αυτήν την λέξη, η σημασία της οποίας μου ήταν παντελώς άγνωστη ; Επανέλαβα, με δυνατή φωνή, τις αρμονικές συλλαβές, και ένιωσα, κάτω από το χέρι μου, ο βράχος να ραγίζει ανοίγοντας αργά.Βρέθηκα σε ένα βαθύ σπήλαιο, με χάλκινες στήλες, παντού έρρεε χρυσός, ασήμι και πολύτιμοι λίθοι. Μου φάνηκε ότι η γη μου αποκάλυπτε το μεγαλείο της και μου άνοιγε το υπέροχο ιερό της. Εισήλθα στο ιερό χωρίς φόβο, στο φως των διαμαντών που κυλούσαν κάτω από τα πόδια μου, ίδια με βότσαλα κατάστικτα στους πορφυρίτες θόλους.Έμεινα στο σπήλαιο για ώρα πολλή. Συνέλεξα μπλε, πράσινους, πορφυρούς λίθους να διακοσμήσω τα χέρια μου και τον χιονάτο λαιμό μου, τα εβένινα μαλλιά μου. Ήμουν μεθυσμένη από χαρά και υπερηφάνεια. Μετά από τόσα βάσανα, τόση ταπείνωση, τι θρίαμβος! Να γνωρίζω εγώ εκείνο που κανείς άλλος δεν είχε μάθει, να κατέχω εγώ όλα αυτά τα πλούτη σήμερα που θα κυβερνούν τον κόσμο αύριο! Εγώ, η Θεανώ, η όμορφη, η εμπνευσμένη, η βασίλισσα των θησαυρών!Το ξημέρωμα με την αυγούλα, έφυγα από το σπήλαιο και έτρεξα στα ταπεινά μικρά σπίτια στα χωριά για να αναγγείλω την ανακάλυψή μου. Ήθελα να φωνάξω στους δυστυχισμένους συντρόφους μου:- Ελάτε, Ελάτε ! Υπάρχει ευτυχία για όλους. Αφήστε τα δίχτυα και τις βάρκες σας. Με τη βοήθειά μου, η Μύκονος θα γίνει πιο πλούσια από την Αθήνα. Ας καλέσουμε κοντά μας τους ποιητές, τους καλλιτέχνες. Είθε ευγενείς μορφές μαρμάρου και ελεφαντόδοντου να στέκονται στις πλατείες μας! Είθε οι ναοί να αντιταχθούν με το γαλήνιο μεγαλείο τους στην μανία των κυμάτων! Είθε μελωδικά τραγούδια ν’ απαλύνουν τον θρήνο του αέρος! Είθε η ομορφιά να προσγειωθεί επιτέλους στο μελαγχολικό νησί μας, το δίχως δάση και άνθη!Έτρεχα, ασθμαίνουσα, χαρούμενη, όταν μια άλλη σκέψη διαπέρασε στο μυαλό μου:«Αν όμως όλοι γνωρίζουν τον θησαυρό μου, θα τους ανήκει όπως και σε μένα. Θα δω τα θεϊκά κοσμήματα προς πώλησιν στα καταστήματα; Θα δω τούτους τους βασιλικούς λίθους στα δάχτυλα των ναυτικών; Θα διαταράξουν τα χυδαία λόγια τη σιωπή αυτών των μαγεμένων τόπων;Ποιος ψιθύρισε τις θαυματουργές συλλαβές στο αυτί μου; Κάποιος αόρατος θεός, χωρίς αμφιβολία, είμαι η επιλεγμένη, είμαι η μόνη. Θα αποκαλύψω το μυστήριο σε όσους δεν επελέχθησαν, σε εκείνους που δεν μπορούσαν να ακούσουν τη φωνή που άκουσα;Δεν θα ήμουν τίποτα περισσότερο από δούλη των ανθρώπων έτσι. Οχι! Οι βέβηλοι κι αμύητοι δεν πρέπει να γνωρίζουν τους ιερούς θησαυρούς. »Δύο φορές ο ήλιος έφεξε στην Μύκονο. Όταν οι τελευταίες ακτίνες του έσβησαν στα νερά, γλίστρησα στο βασίλειό μου και έφυγα από εκεί κρυφά, πριν από την αυγή, παίρνοντας μερικά πολύτιμα πετράδια που έκρυψα στην κάμαρή μου. Θα μου επιτρεπόταν να ασχοληθώ με αυτά τα υπέροχα πράγματα, αφού άλλωστε σε εμένα είχαν δοθεί. Λίαν συντόμως, όταν θα είχα συγκεντρώσει αρκετό πλούτο, θα έφευγα, μακριά από την Μύκονο, στις πόλεις της πολυτέλειας και της ευχαριστήσεως.Το τρίτο βράδυ, όπως τις άλλες φορές, έβαλα το χέρι μου πάνω στο βράχο και άνοιξα τα χείλη μου. Αλλά παρέμεινα σιωπηλή. Ανατρίχιασα. Ερρίγησα. Ελησμόνησα; Αχ! Θεοί! Ελησμόνησα ; Το ξέχασα;Όλη τη νύχτα έκανα υπεράνθρωπη προσπάθεια να θυμηθώ. Σκάλισα τη μνήμη μου, συνήρμοσσα ήχους παράταιρους, θρυμμάτισα το μέτωπό μου κόντρα στον γρανιτένιο τοίχο, υποσχέθηκα θυσίες σε όλους τους αθάνατους, επικαλέστηκα εκείνον που μου είχε μιλήσει …Το πρωί, παγωμένη από τον άνεμο, άκαμπτη από την κόπωση, επέστρεψα στην αγροικία μου.Το επόμενο βράδυ, πολέμησα και πάλι ενάντια στην μοίρα.Κατόπιν πήγα στους άντρες. Τους είπα την ιστορία μου, τους ικέτευσα να πάρουν τα τσεκούρια τους και να σπάσουν την πύλη της οποίας κανείς δεν είχε το κλειδί. Εδέχθησαν, αλλά τα δυνατά τους χέρια δεν κατάφεραν να κάνουν τίποτα πάνω στον σκληρότατο βράχο, στον αμείλικτο τοίχο.Με καταγέλασαν. Με θεώρησαν τρελή. Δεν θα το μάθουν ποτέ.Αν τους είχα δώσει τη μαγική λέξη! Θα είχα μια θέση στις καρδιές τους.Αλλά όχι! αυτό που ανήκει σε όλους δεν ανήκει σε κανέναν. Μόνον για μένα, αποκλειστικά, ο χρυσός έλαμπε στα βαθέα σπήλαια. Ήμην η αγαπημένη των Θεών. Φυλάττω το μυστικό τους. Διατηρώ την τιμή του μυστικού ες αεί και διά παντός υπερήφανη.Σήμερα είμαι λυπημένη και γηραιά, αλλά ακόμα σκέφτομαι τι ήταν, τι θα μπορούσε να είναι, και ψάχνω, εξακολουθώ να ψάχνω. Όταν έλθει η νύχτα, ακόμη αναθυμούμαι το μεγαλείο των κρυμμένων θησαυρών, γονατιστή, μπροστά στην πύλη, η οποία δεν ανοίγει πλέον. Μεταγραφή – Μετάφραση: Ηλίας Κολοκούρης 2021
II THE SECRET
My name is Theano. I live in Mycone. My mother died giving birth to me. My father, an honest and courageous fisherman, looked after my childhood but, exhausted by incessant work, he soon followed his wife. He left me poor and alone at the age of fifteen. I lived weaving tiles for women less beautiful than me. For I was very beautiful. And yet I was unhappy, and no one paid me any tribute. Life was hard for everyone in Mycone, a barren, windswept rock. There were no hours to devote to women, there was no voluptuousness or pleasure.
One evening, tired of wandering on the beach, I leaned against the giant rock whose shadow floats in the distance on the sea. I listened to the threat of the winds and the waves, I contemplated my barren homeland, and I thought of Corinth, Eleusis, Olympia, Athens, the glorious cities. Would I never see the shining temples, nor the heroic struggles, nor the festivals of the fortunate peoples? Suddenly a word was whispered in my ear. I shuddered and looked around me. I was alone. Had I dreamed this word, whose meaning was unknown to me? I repeated, aloud, the harmonious syllables, and I felt, under my hand, the rock slowly opening. In a deep cavern, with bronze columns, gold, silver and precious stones flowed. It seemed to me that the earth was revealing its splendour to me, and opening its magnificent sanctuary to me. I entered without fear, in the light of the diamonds that rolled under my feet like pebbles and studded the porphyry vaults. For a long time I remained in the cave. I chose blue, green and red stones to adorn my arms and neck with snow, my hair with ebony. I was intoxicated with joy and pride. After so much suffering, so much humiliation, what a triumph! To know what no one else knew To possess all these riches today, to dominate the world tomorrow! I, Theano, beautiful, inspired, queen of treasures! At dawn, I left the cave, and rushed to the humble houses of the village to proclaim my discovery. I wanted to shout to my fellow miserable people: – Come, come! there is happiness for all. Leave your nets and your boats. Through me, Mycone will be more opulent than Athens. Let us call to us the poets, the artists. May noble figures of marble and ivory stand in our squares! Let the temples oppose the fury of the waves with their serene majesty! Let melodious songs soothe the lament of the air! May beauty at last settle on the melancholy island, without woods and without flowers!
I was running, panting, jealous, when another thought crossed my mind: “If all know my treasure, it will belong to them as to me. Shall I see the divine jewels sold in the shops?a Shall I see the royal stones on the fingers of the sailors? Shall vulgar words disturb the silence of these enchanted places?” Who whispered the miraculous syllables in my ear? a Some invisible god, no doubt. Shall I reveal the mystery to those who were not chosen, to those who could not hear the voice I heard?
“I will be only the servant of men. No! the profane must not know the sacred treasures. “Twice the sun lit up over Mycone. When its last rays were extinguished in the waters, I slipped into my kingdom and left before dawn, taking with me some jewels which I hid in my cabin. I would be allowed to deal with these marvellous things, since they were given to me. Soon, when I had amassed wealth, I would go away, far from Mycone, to the cities of luxury and pleasure. On the third evening I laid my hand on the rock as on other occasions, and opened my lips. But I remained silent. I shuddered. Did I forget? Ah! Gods! Have I forgotten? All night long I made a superhuman effort to remember. I searched my memory, I assembled various sounds, I crushed my forehead against the granite wall, I promised sacrifices to all the immortals, I invoked him who had spoken to me… In the morning, chilled by the wind, stiffened by fatigue, I returned to my cottage. The next night I struggled again against fate. Then I went to the men. I told them my story, I begged them to take axes and break down the door to which no one had the key. They agreed, but their strong arms were no match for the hard rock, the implacable wall. They laughed at me. They think I am crazy. They will never know. If I had given them the magic word! I would have found it in their hearts.
But no! What belongs to all belongs to none. For me alone, gold shone in the deep caves. I was the favourite of the Gods. I kept their secret. I am forever proud of it. Today I am sad and old, but I still think of what was, of what could have been, and I seek, I still seek. When night comes, I evoke the splendour of the hidden treasures, kneeling before the door that no longer opens.
La Revue de Paris, Livraison du 1 Mai pages 181 – 195
III MYRRHINE Dans les bois ombreux d’Arcadie s’était réfugié Photion, le philosophe. Il était jeune encore, enthousiaste et beau. Il fuyait Sparte, sa rude et glorieuse patrie, car il ne pensait pas sur les Dieux ce que les magistrats de la cité ordonnaientque l’on pensât. Sans cesse, il méditait avec angoisse sur les volontés du Destin et les désirs des hommes, sur les mystères de la vie, née de la volupté, livrée à la douleur. Il aimait les êtres et les choses. Il interrogeait,il jugeaitles Dieux. Ni le Maître souverain qui lance la foudre, ni la Sagesse inviolable et sereine, ni la Vierge altiere, gloire et terreur des nuits, ni la blanche Aphrodite aux cheveux d’or, n’emplissaient son cœur, ne dominaient sa pensée.
Son esprit inquiet descendait plus bas que les Enfers, s’éle- vait plus haut que l’Olympe. Il cherchait, par delà les Dieux. Jamais il n’allait vers les villes, ne s’agenouillaitdans les temples. Il habitaitles bois avec Myrrhine, sa femme. Elle l’avait volontairement suivi. Elle l’aimait. Délicate et pensive, elle avait beaucoup souJIert aLacédémone,parmi les durs guerriersà qui le ciel sourit en vain. Maintenant elle était heureuse. Pendant le jour, elle vaquait aux soins de la maison, filait, cultivait le petit jardin plein de fleurs et d’abeilles. Son rouet bourdonnait comme une ruche, elle chantaitcomme un rossignol. Souvent, a.ssise..aux pieds de Photion, elle l’écoutaitlire les paroles inscrites sur ses tablettes d’ivoire. Paroles redoutables, ardentes et pures comme la flamme. Elle l’admiraitpour sa force, elle l’adorait pour sa douceur. Elle était toutà lui. ***Par une pluvieuse matinée d’automne, la jeune femme errait seule, dans le bois. La masse sombre des nuages qui voilaient le soleil laissait échapper quelques rayons palis. Des gouttes d’eau étincelaient dans les arbres, et tombaient, une à une, sur l’herbe. Myrrinne marchait lentement. Un pressentimentla troublait. Elle était émue, vaguement inquiète. Soudain il lui sembla qu’une main effleurait son épaule surprise, elle se retourna. D’abord, elle ne distingua rien; mais, peu à peu, elle vit apparaître, entre les branches d’un laurier, une femme vêtue de here depuis les pieds jusqu’à la ceinture. L’inconnue était belle. Ses cheveux, plus souples que la liane, plus roux que les feuilles d’automne, s’enroulaient à ses bras roses, à son cou rond, à sa poitrine forte et pleine. Son visage avait l’éclat des pèches mûres; ses yeux verts étaient doux et profonds comme l’ombre des bois. Malgré sa fraîcheur, elle avait le charme mélancolique d’une plante touchée parl’hiver. On ne pouvait deviner si elle était jeune ou vieille. D’une voix aussi plaintive que les notes lointaines d’une flûte, elle dit: – Myrrhine!. .– Qui es-tu? demanda la jeune femme en tremblant. Nymphe ou déesse? Car tu n’es pas de la race des hommes. L’inconnue sourit gravement : –Non je ne suis pas de la. race cruelle des hommes. Je suis Thymbris, la dryade. Il y a longtemps, très longtemps, les Dieux m’ont confié un arbre merveilleux qui croissait dans les forêts d’Arcadie. Qu’il fut beau, mon chêne! Je m’en souviens femme, je me souviens six bergers, en joignant les mains, pouvaient à peine embrasser son tronc magninque. Entre ses racines, les lièvres peureux trouvaient un sur abri; les fleurs germaient à son ombre dans son feuillage touffu sou-pirait la brise, chantaient les oiseaux. Des vies innombrablesse mêlaient à sa vie. » Comme je ‘aimais. Je pressais ardemment ma poitrine contre sa rude écorce, je nouais ma chevelure à ses branches, je mordillais ses feuilles, je buvais sa sève comme du vin. Je sentais passer en moi la puissante jeunesse de l’arbre séculaire. » Un jour, ah! Dieux! jour de printemps, des bûcherons sont venus. En marchant, ils causaient, ils riaient. Je vis sur mon chêne se lever leurs haches de fer. Invisible, je luttai contre eux. Mais ces êtres grossiers ne pouvaient deviner la présence dela dryade, ne pouvaient ressentirla terreur sacrée. Je ne pus défendre mon chêne. » J’entends encore le bois craquer, gémir. Je vois l’entaille profonde. L’arbre vénérableest tombé lentement sur le sol. La poussière a souillé ses feuilles délicates. Il est mort. Je crus mouriraussi. Hélas! j’avaispuisé en lui des forces redoutables…
» Depuis ce jour, je hais les hommes. Vaincue, humiliée, impuissante, livrée auxregrets, je fuis les lieux où j’ai connu la douleur d’avoir failli à ma tâche! Douleur dont nulle d’entre nous ne se consola jamais. » Je fuis les lieux où jadis étaient ma joie et mon orgueil. Maintenant il ne reste du chêne divin qu’un morceau de tronc noir. Le gazon se dessèche à la place où fut son ombre, les lièvres cherchent ailleurs un abri, et les oiseaux n’y chantent plus.» Je hais les hommes! Maisje les plains car ils ne savent qu’asservir, voler, tuer. Invincibles et lamentables, ils sont les maîtres du monde. Ils possèdent la terre, mais la joie n’y fleurit pas pour eux.» Ils viennent, et nous partons. Chaque pas qu’ilsfont efface nos pas. Ils avancent, et les sylvains, les nymphes, les satyres, les dryades fuient comme des bêtes traquées. Nous disparaîtrons bientôt ils sont plus forts que nous.
» C’ est porquoi malgré ma haine, je viens en amie, pour qu’ils ne méritent plus le nom de destructeurs; pour qu’ils soient compatissants aux êtres qu’ils ont vaincus, et qu’ils sentent, enfin, l’âme des choses.» Depuis que j’erre sur la terre dépouillée, cent fois j’ai vu partir les hirondelles. Je suis triste et lasse. Mais, avant d’entrer dans la paix profonde, je veux agir encore une fois. J’ai longtemps cherché un être humain digne de posséder un secret que je possède. A toi je puis le révéler, car tu es de ma race. On t’a dit, n’est-ce pas, que le trisaïeul de ta trisaïeule est né d’une dryade, et que, pour-l’amour d’une femme, -il abandonna les bois? Tu es sa fille; quelques gouttes de sève se mêlent encore à ton sang. Je t’ai reconnue, et je ne me suis pas voilée à ton approche, et je t’ai appelée. Ce que j’ai à te dire, tu peux l’ entendre.
Myrrhine inclina la tête :Je t’écoute, – dit-elle gravement.La dryade fixa sur la jeune femme son clair regard: Depuis que je suis revenue’en Arcadie, je t’observe, et j’observe aussi Photion, ton époux, ton ami, ton maître. Invisible et muette, je me suis approchée de vous et j’ai pénétré dans vos cœurs. Vous respectez la vie, la joie et la beauté. Jamais vous n’avez piétiné la fourmi, volé l’œuf du rossignol, froissé l’aile du papillon, Je t’aime, ô ma sœur, toi qui n’as pas offensé l’esprit des forêts! Je veux te parler, à toi seule.Myrrhine tremblait d’épouvante. Qu’allait-elle apprendre? Quel secret pouvait lui révéler la dryade? Une chose terrible, sans doute, peut-être surhumaine. Elle ne désirait pas la connaître. Elle ne désirait rien, car elle possédait l’amour. Mais elle savait que Photion eût recueilli, à genoux, les mots qu’allait prononcer Thymbris.
« Si je refuse de les entendre, je serai criminelle envers mon époux, songca-t-elle. Je veux être digne de lui je ne veux pas craindre l’inconnu. »Elle se tourna vers la dryade :–Parle! mais sache que ce que tu diras, je le répéterai à celui que j’aime. S’il est une seule de tes paroles qu’il ne doive pas entendre, tais-toi 1 car moi, je ne saurais me taire.La dryade répliqua :-Je n’exige de toi aucun seiment/sentiment. Quand tu posséderas mon secret, tu verras toi-même ce que tu dois faire. Voici.» Solitaire et libre, j’ai parcouru ‘ll ellade. Moi, la fille des forêts antiques qui couvrent les plaines, j’ai gravi les hautes cimes, je~uis descendue dans les vallées. Partout où pousse un brin d’herbe, où s’épanouitune-fleur, où s’élève un arbre, j’ai posé le pied. Sur les monts, j’ai cueilli le thym sauvage; dans les jardins des rois, les lis de neige et les roses de pourpre; dans les prés, les friches anémones; dans les cimetières, l’asphodèle d’Or; la belladone parmi les temples en ruines, et la ciguë dans les marais. Un exilé d’Égypte m’apporta la semence des sombres pavots. Aux rayons de la lune, je me suis penchée sur les étangs limpides, et les doigts transparents des nymphes m’ont tendu le lotus mystique, le pâle nénuphar. J’ai cueilli les fleurs qui tapissent les champs, qui rampent dans les décombres, qui s’enlacent aux arbres et aux pierres, qui ornent les tombes; celles qui s’ouvrent au soleil, aux étoiles ou à l’ombre, qui flottent sur les eaux. Toutes les fleurs de lavolupté, de l’extase, du rêve, de l’oubli et de la mort; je les ai baisées de mes lèvres, pressées contre mes seins nus, broyées entre mes mains. J’ai mêlé à à leurs pétales les feuilles salubres de l’eucalyptus, les feuilles vénéneuses du noble laurier, les feuilles de chêne qui jadis couronnaient ma tête et dontje ne suis plus digne de me parer. A cette végétation merveilleuse j’ai demandé ses parfums, son miel et ses poisons. J’ai distillé de sa substance le suc qu’elle puisa dans la terre, la goutte de feu que lui versa le ciel.
» J’en ai composé un miraculeux élixir. Heureux celui qui pourra le boire! Il sentira couler en ses veines une vie intense. Son âme s’éveillera. La joie et la douleurse livreront à lui. Il chantera la pitié, l’amour et l’espérance. Ses yeux percevront les astres lointains. Il lira dans les cœurs. Il découvrira les trésors enfouis. Les voix de la terre lui parleront. Quand la pluie ne tombera pas des nues, quand les champs seront durs comme le roc, et que l’herbe se desséchera au fond des ruisseaux taris, il entendra sous ses pieds le frais murmure des sources il creusera le sol, et l’eau jaillira.» Ses enfants seront fiers et magnanimes. Sa pensée inspirera les disciples qui lui succéderont. Et peu à peu naîtra une race héroïque, noble, généreuse et subtile. » J’ai longtemps souffert. Quand mes sœurs dansent autour de l’arbre divin, je pleure de honte et m’éloigne d’elles. Le jour où je verrai marcher, à l’ombre des bois, les hommes nouveaux,je serai consolée. » Les feuilles de chêne n’ ornent plus ma tête. Je voudrais y poser la couronne de laurier. Alors je pourrai mourir. » La liqueur que renferme ce flacon d’argent suffirait à conserver pour toujours la chair d’un cadavre. Sept vivants, fussent-ils des vieillards, peuvent y puiser des forces surhu- maines. Je te la donne. Mais apprends ceci tu ne dois la verser qu’à ceux qui aiment et qui pensent. Pour ceux-là, seuls, elle a des vertus magiques. Pour les autres, elle est aussi inefficace que l’eau des rivières. Il ne faut pas qu’elle coule en vain. » Tu serais criminelle si de ce breuvage précieux tu perdais une seule goutte. » Bois, toi-même, o femme ! si tu te juges digne de boire, et si tu l’oses mais n’oublie ni mes promesses ni mes menaces. Je mets entre tes mains l’élixir de vie. Si grave était l’accent de la voix mélodieuse que Myrrhine hésita. Elle avait peur. Puis elle songea : « Je donnerai à Photion ce breuvage merveilleux. Lui seul décidera. Il saura me désigner les élus à qui je le verserai. Je n’y tremperai moi-même les lèvres que s’il me le permet, s’il me l’ordonne. » – Je te remercie, ô dryade! – dit-elle. – J’accepte, en tremblant, le don que tu me fais. Mais je veux être libre de te le rendre demain. – C’est bien, qu’il en soit ainsi. Prends; et que je puisse bientôt mourir, triomphante et consolée!***La lune brillait très haut dans le ciel. Ses rayons argentés ultraient à travers le feuillage sombre. Lesoiseaux dormaient. Les feuilles mortes tombaient sans bruit. Rien ne troublait la paix lumineusede cette nuit d’automne. Assise devant sa porte, Myrrhine regardait au loin. Elle était pâle. Son visage amaigri avait la rigidité d’un masque. La lièvre brillait dans ses yeux noirs. Sa tête, dépouillée de sa chevelure blonde, se penchait tristement. Soudain, à quelques pas d’elle, la dryade apparut, et, comme la première fois, l’appela par son nom : Myrrhine Myrrhine ! La jeune femme tressaillit: – Que veux-tu, ô dryade? que veux-tude moi?- Pourquoies-tu si triste Depuis vingt jours, jet’attends, près du laurier. Tu n’es pas venue. Pourquoi J’ai vu, sur le sol, le flacond’argent où j’ai gravé mon nom. Il était vide. A qui as-tu versé le baume magique?La jeune femme ne répondit pas. – En vain tu gardes le silence. Je sais qu’en me quittant tu trouvas inanimé, sur le seuil de ta maison, l’époux que tu adores. Sur l’oreiller parfumé de tes cheveux, je sais quelle tête repose. Je sais que tu baises des lèvres muettes et que, toutes les nuits, tu serres dans tes bras un cadavre, aussi chaud que ta poitrine d’amoureuse. Je sais sur quelle chair a coulé, goutte à goutte, l’élixir de vie. Ah! pauvre femme! si tendre, si faible et si criminelle! Qu’as-tu donc osé faire?Myrrhine répondit avec orgueil : – Je n’ai pas voulu livrer à la terre ou à la flamme le corps de mon époux. Je l’ai pieusement embaumé. Le miracle que tu m’avais annoncé s’est accompli, il est plus beau qu’aux premiers temps de nos amours! et je le garde, à jamais, contre mon cœur.
– Tu as offensé ceux que nul n’offense impunément. Je te plains, mais je ne puis rien pour toi. Et Myrrhine vit s’approcher d’elle, lentement, en foule, les rousses dryades aux prunelles vertes, les satyres velus, les centaures à la croupe luisante, au buste cuivré, les naïades légères et pures comme les sources, les fauves bacchantes. Plus loin apparaissait, à demi noyé dans l’ombre, le rude et mélancolique visage d’un cyclope. Et tous ces êtres redoutables dardaient sur elle leurs regards pleins de menaces..Muette, immobile, elle attendait. Alors une voix retentit :- O dryade erranteet désolée, pour la deuxièmefoisvaincue, toi qui avais élu cette femme pour lui donner l’élixir de vie, prononce sa sentence ! Thymbris parla : -Tues la première deceux qui dissiperont les précieux arômes des champs et des bois pour embaumer les cadavres. Pour ce crime, il n’est pas de pardon. Voici ton châtiment :» Tu ne descendras que très vieille dans la tombe. Mais jamais plus tu n’ approcheras d’un être vivant. Les hommes, dépouillés par toi, te renieront. Les bêtes et les oiseaux fuiront à ton approche. Les abeilles même, en te sentant venir, abandonneront leur ruche emplie de miel.» Le jour, auprès de ton époux inanimé, tu vivras solitaire. La nuit, tu presseras, comme hier, tes lèvres sur ses lèvres, et tu l’enlaceras de tes bras. » Il est à toi, le mort auquel tu sacrifias la joie et la noblesse de tant d’êtres à venir, le mort que tu as trop aimé. A toi pour toujours! » Sans prières et sans larmes, elle avait écouté. Dans ses yeux brillait le terrible regard de ceux qui défient le Destin. Elle releva fièrement sa tête dépouillée et retourna vers le mort.
IIIΜΥΡΡΙΝΗ Ο Φωτίων, ο φιλόσοφος, είχε καταφύγει στο σκιερό δάσος της Αρκαδίας. Ήταν ακόμη νέος, ενθουσιώδης και όμορφος. Έφυγε από τη Σπάρτη, τη σκληρή και ένδοξη πατρίδα του, επειδή δεν σκεφτόταν για τους Θεούς όσα διέταζαν οι άρχοντες της πόλης να σκέφτονται. Ακαταπαύστως διαλογιζόταν με αγωνία τις θελήσεις της μοίρας και τις επιθυμίες των ανθρώπων, τα μυστήρια της ζωής, γεννήματα της ηδονής, παραδομένα στον πόνο. Αγαπούσε τους ανθρώπους (τα όντα;) και τα πράγματα. Αμφισβήτησε, έκρινε τους Θεούς. Ούτε ο Ανώτατος Δάσκαλος που ρίχνει την αστραπή, ούτε η απαραβίαστη και γαλήνια Σοφία, ούτε η υπεροπτική Παρθένος, η δόξα και ο τρόμος των νυχτών, ούτε καν η πάλλευκος Αφροδίτη με τα χρυσά μαλλιά, γέμισαν την καρδιά του, δεν κυριάρχησαν στη σκέψη του. Το ανήσυχο πνεύμα του κατήλθε χαμηλότερα από τον Κάτω Κόσμο, ανήλθε υψηλότερα από τον Όλυμπο. Ατένιζε κι έψαχνε πέρα από τους Θεούς. Δεν πήγε ποτέ στις πόλεις, δεν γονάτισε ποτέ ευλαβικά σε ναούς. Ζούσε στο δάσος με την Μυρρίνη, την σύζυγό του. Τον είχε ακολουθήσει οικειοθελώς. Τον αγαπούσε. Λεπτή και στοχαστική, είχε υποφέρει πολύ στην Λακεδαίμονα, ανάμεσα στους σκληρούς πολεμιστές, στους οποίους ο Ουρανός χαμογελούσε μάταια. Τώρα ήταν ευτυχισμένη. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, φρόντιζε το σπίτι, καλλιεργούσε τον μικρό κήπο γεμάτο λουλούδια και μέλισσες. Η ανέμη του αργαλειού της περιστρεφόμενη βούιζε σαν κυψέλη, τραγουδούσε σαν αηδόνι.Συχνά, καθισμένη στα πόδια του Φωτίωνος, τον άκουγε να διαβάζει τα λόγια που ήταν γραμμένα στις ελεφαντοστέινες πινακίδες του. Φοβερές λέξεις, πύρινες και αγνές σαν την φλόγα.Τον θαύμαζε για τη δύναμή του, τον λάτρευε για την ευγένεια του. Ήταν όλη δική του. *** Ένα βροχερό φθινοπωρινό πρωινό, η νεαρή γυναίκα περιπλανιόταν μόνη της στο δάσος. Η σκοτεινή μάζα των νεφών που κάλυψε τον ήλιο άφηνε ίσα μερικές ωχρές ακτίνες να λάμπουν. Σταγόνες νερού άστραφταν στα δέντρα και έπεφταν, μία προς μία, στην χλόη. Η Μυρρίνη περπατούσε αργά. Ένα προαίσθημα την ενοχλούσε. Ήταν συγκινημένη, αισθανόταν μια κάπως αόριστη ανησυχία. Αίφνης, της φάνηκε πως ένα χέρι άγγιζε τον έκπληκτο ώμο της, και γύρισε να δει. Στην αρχή, δεν μπορούσε να δει τίποτε. Αλλά, σιγά-σιγά, είδε να εμφανίζεται, ανάμεσα στα κλαδιά μιας δάφνης, μια γυναίκα ντυμένη ελαφίνα από τα πόδια μέχρι τη μέση. Η άγνωστη ήταν όμορφη. Τα μαλλιά της, πιο απαλά από την αναρριχώμενη αγράμπελη, πιο πορφυρά από τα φύλλα του φθινοπώρου, ήσαν τυλιγμένα γύρω από τα ρόδινα χέρια της, τον στρογγυλό λαιμό της, το δυνατό, γεμάτο στήθος της. Το πρόσωπό της είχε τη λάμψη των ώριμων ροδάκινων, τα πράσινα μάτια της ήσαν απαλά και βαθιά σαν τις σκιές του δάσους. Παρά τη φρεσκάδα της, είχε τη μελαγχολική γοητεία ενός φυτού που το άγγιξε ο χειμώνας. Δεν μπορούσες να πεις αν ήταν νέα ή ηλικιωμένη.Με μια φωνή τόσο θρηνητική όσο οι μακρινές νότες ενός φλάουτου, είπε: – Μυρρίνη! .- Ποια είσαι; την ρώτησε η νεαρή γυναίκα, τρέμοντας. Νύμφη ή θεά; Επειδή από το γένος των ανθρώπων δεν είσαι. Η άγνωστη ξένη χαμογέλασε σοβαρά: – Όχι, δεν είμαι από εδώ, δεν ανήκω στην σκληρή φυλή των ανθρώπων. Είμαι η Θύμβρις, η Δρυάδα. Πολύ, πολύ καιρό πριν, οι Θεοί μου εμπιστεύηκαν ένα υπέροχο δένδρο που φύτρωνε κι υψωνόταν στα δάση της Αρκαδίας. Πόσο όμορφη ήταν η δρυς / βελανιδιά μου! Την θυμάμαι σαν γυναίκα, θυμάμαι έξι βοσκοί, με τα χέρια τους ενωμένα με δυσκολία μπορούσαν να φιλήσουν τον υπέροχο κορμό της. Ανάμεσα στις ρίζες της, οι δειλοί λαγοί έβρισκαν καταφύγιο. Στην σκιά της, στο πυκνό φύλλωμά της φυτρώνουν τ’ άνθη, ή τ’ αγεράκι φυσούσε, τα πουλιά τραγουδούσαν. Αναρίθμητες ζωές αναμειγνύονταν με τη ζωή της δρυός μου. Πόσο την αγάπησα. Έσφιγγα το στήθος μου με θέρμη στον τραχύ φλοιό της, έδενα τα μαλλιά μου στα κλαδιά της, δάγκωνα τα φύλλα της, έπινα τους χυμούς της σαν κρασί. Ένιωθα την ισχυρή νεότητα του αρχαίου αιωνόβιου δένδρου να διαπερνά το κορμί μου. Μια μέρα, αχ! Θεοί! Μια μέρα ανοιξιάτικη, ήρθαν οι ξυλοκόποι. Καθώς περπατούσαν και κουβέντιαζαν, γελούσαν. Είδα τα σιδερένια τσεκούρια του να κατεβαίνουν βιαίως πάνω στην βελανιδιά μου. Αόρατα, πάλευα μαζί τους, τούς πολεμούσα. Αλλά αυτά τα αγενή, άξεστα όντα δεν μπορούσαν να μαντέψουν την παρουσία της Δρυάδος, δεν μπορούσαν να νιώσουν τον ιερό τρόμο. Δεν μπορούσα να υπερασπισθώ την Βελανιδιά μου. Ακούω ακόμα το ξύλο να τρίζει και να βογγάει. Βλέπω την βαθεία πληγή. Το σεβάσμιο δένδρο έπεσε αργά στο έδαφος. Η σκόνη είχε λερώσει τα λεπτά φύλλα της. Είχε πλέον πεθάνει. Νόμιζα ότι κι εγώ η ίδια θα πεθάνω. Αλλίμονο, είχα απορροφήσει τις τρομερές μου δυνάμεις σ’ εκείνη … Από εκείνη τη μέρα, μισώ τους άνδρες. Ηττημένη, ταπεινωμένη, αδύναμη, παραδομένη στις τύψεις, δραπετεύω από τα μέρη όπου γνώρισα τον πόνο της αποτυχίας στην αποστολή μου! Δεν την προστάτευσα. Πόνος από τον οποίο κανείς μας δεν μπορεί να παρηγορηθεί ποτέ. Φεύγω από τα μέρη όπου κάποτε ήταν η χαρά και η υπερηφάνια μου. Τώρα μονάχα ένα κομμάτι μαύρου κορμού παραμένει από τη θεϊκή βελανιδιά. Η χλόη ξεραίνεται εκεί που κάποτε ήταν η σκιά της, οι λαγοί αναζητούν αλλού καταφύγιο και τα πουλιά δεν κελαηδούν πια εκεί.Μισώ τους άνδρες ! Αλλά τους λυπάμαι, επειδή μόνον πώς να υποδουλώσουν ξέρουν, πώς να κλέψουν, να σκοτώσουν. Ανίκητοι και αξιολύπητοι, είναι οι κυρίαρχοι του κόσμου. Κατέχουν την γη, μα η χαρά δεν ανθίζει εκεί για τους ίδιους.Έρχονται και απέρχονται. Κάθε βήμα που κάνουν εκείνοι, διαγράφει τα δικά μας βήματα. Προχωρούν, και οι Σιλουανοί (Πάνες της Ρώμης) οι Νύμφες, οι Σάτυροι, οι Δρυάδες φεύγουν σαν κυνηγημένα θηρία. Σύντομα θα εξαφανιστούμε, είναι πιο δυνατοί από εμάς. “Γι ‘αυτό, παρά το μίσος μου, έρχομαι ως φίλη, ώστε να μην τους αξίζει πλέον το όνομα των καταστροφέων. Ώστε να μάθουν να δείχνουν συμπόνοια προς τα όντα που έχουν υποτάξει, ώστε να νιώσουν, επιτέλους, την ψυχή των πραγμάτων. Από τότε που περιπλανιέμαι την ξεγυμνωμένη γη, εκατό φορές έχω δει τα χελιδόνια να φεύγουν. Είμαι λυπημένη και κουραμένη. Αλλά, πριν εισέλθω σε βαθεία γαλήνη, θέλω να δράσω μια τελευταία φορά. Ψάχνω εδώ και καιρό έναν άνθρωπο άξιο να μάθει το μυστικό που κατέχω. Σε σας μπορώ να το αποκαλύψω, γιατί είστε από την φυλή μου. Σας έχουν πει, έτσι δεν είναι, ότι ο προ-προ-προπάππος σας γεννήθηκε από μια Δρυάδα, και ότι, για την αγάπη μιας γυναίκας, εγκατέλειψε το δάσος; Είσθε η κόρη του. Μερικές σταγόνες του δενδρώδους χυμού εξακολουθούν να αναμιγνύονται με το αίμα σας. Σας αναγνώρισα και δεν κρύφτηκα καθώς πλησιάζατε. Αντιθέτως, σας φώναξα. Ό,τι έχω να σας πω, μπορείτε να το ακούσετε.
Η Μυρρίνη έσκυψε το κεφάλι της:-Σας ακούω, – είπε με σοβαρότητα. Η Δρυάς εστίασε το καθάριο βλέμμα της στη νεαρή γυναίκα: Από τότε που επέστρεψα στην Αρκαδία, παρακολουθώ εσένα και έχω παρακολουθήσει επίσης τον Φωτίωνα, τον σύζυγό σου, τον φίλο σου, τον αφέντη σου. Αόρατη και σιωπηλή, σας πλησίασα και διείσδυσα στις καρδιές σας. Σέβεστε την ζωή, την χαρά και την ομορφιά. Δεν ποδοπατήσατε ποτέ μυρμήγκι, δεν κλέψατε το αυγό της αηδόνας, δεν τσαλακώσατε το φτερό της πεταλούδας, Σ’ αγαπώ, ω αδελφή μου, εσένα που δεν προσβάλλεις το πνεύμα του δάσους! Θέλω να σου μιλήσω, να μιλήσω μονάχα σ’ εσένα. Η Μυρρίνη έτρεμε από φόβο. Τι επρόκειτο να μάθει; Τι μυστικό θα μπορούσε να της αποκαλύψει η Δρυάδα; Κάτι φοβερό, χωρίς αμφιβολία, ίσως υπεράνθρωπο. Δεν ήθελε να φθάσει σε τούτη τη γνώση. Δεν ήθελε να το μάθει. Δεν επιθμούσε τίποτα, γιατί είχε την αγάπη. Αλλά ήξερε ότι ο Φωτίων θα είχε διαλογισθεί, το δίχως άλλο, γονυπετής, τις λέξεις που θα εκστόμιζε η Θύμβρις. “Αν αρνηθώ να τις ακούσω, θα έχω εγκληματίσει απέναντι στον άνδρα μου”, σκέφτηκε. “Θέλω να είμαι άξια γι αυτόν, δεν θέλω να φοβάμαι το άγνωστο.”Γύρισε προς την Δρυάδα: -Μίλα! Αλλά να γνωρίζεις πως ό,τι πεις, εγώ θα το επαναλάβω σε εκείνον που αγαπώ. Αν υπάρχει έστω και μία λέξη σου που δεν θα έπρεπε να ακούσει, σώπασε, παρακαλώ, γιατί εγώ δεν μπορώ να σιωπήσω. Η Δρυάς απάντησε: – Δεν χρειάζομαι κανέναν όρκο από εσάς. Όταν έχεις το μυστικό μου, θα δεις μόνη σου τι πρέπει να κάνεις. Ορίστε. Μοναχική και ελεύθερη, έχω ταξιδέψει την Ελλάδα. Εγώ, η κόρη των αρχαίων δασών που καλύπτουν τις πεδιάδες, έχω ανεβεί στις ψηλές κορυφές, έχω κατεβεί στις κοιλάδες. Όπου φυτρώνει το χορτάρι, όπου ανθίζει το λουλούδι, όπου υψώνεται ένα δένδρο, έχω πατήσει το πόδι μου. Στα βουνά, μάζεψα τ’ άγριο θυμάρι· στους κήπους των βασιλιάδων, μάζεψα κρίνα του χιονιού και πορφυρά τριαντάφυλλα· στα λιβάδια, πρωινές φρέσκες ανεμώνες· στα κοιμητήρια, χρυσούς ασφόδελους· την Belladonna μάζεψα στους ερειπωμένους ναούς και μυστικά το κώνειο στους βάλτους. Ένας εξόριστος από την Αίγυπτο μου έφερε το σπόρο της μηκώνου της υπνοφόρου, της σκοτεινής παπαρούνας. Μέσ’ στις αχτίδες του φεγγαριού, έσκυψα πάνω από τις διαυγείς λίμνες, και τα διάφανα δάχτυλα των νυμφών μου άπλωσαν τον μυστηριακό λωτό, το χλωμό νούφαρο. Διάλεξα τα λουλούδια που καλύπτουν τα χωράφια, που σέρνονται στα χαλάσματα, που περιπλέκονται στα δέντρα και στις πέτρες, που στολίζουν τους τάφους· εκείνα τα άνθη που ανοίγουν στη θέαση του ήλιου, των αστεριών ή της σκιάς, εκείνα που επιπλέουν στα νερά. Όλα τα λουλούδια της ηδονής, της έκστασης, του ονείρου, της λήθης και του θανάτου. Τα φίλησα ένα προς ένα με τα χείλη μου, τα πίεσα πάνω στα γυμνά μου στήθη, τα συνέθλιψα στα χέρια μου. Έχω ανακατέψει με τα πέταλά τους τα ευεργετικά φύλλα του ευκαλύπτου, τα δηλητηριώδη φύλλα της ευγενούς δάφνης, τα φύλλα της βελανιδιάς που κάποτε στεφάνωναν το κεφάλι μου, μα τώρα πια δεν είμαι πλέον άξια να στολίζομαι με εκείνα. Από αυτή την θαυμάσια βλάστηση ζήτησα τ΄ αρώματά της, το μέλι και τα δηλητήριά της. Έχω αποστάξει από την ουσία του τον χυμό που άντλησε από την γη, τη σταγόνα της φωτιάς που έσταξε ο ουρανός για εκείνην. Έχω συνθέσει ένα θαυμαστό ελιξίριο απ’ τον χυμό. Ευτυχισμένος είναι εκείνος που μπορεί να το πιει! Θα νιώσει μια έντονη ζωή να ρέει μέσα στις φλέβες του. Η ψυχή του θα ξυπνήσει. Η χαρά και ο πόνος θα του παραδοθούν. Θα τραγουδήσει τον οίκτο, την αγάπη και την ελπίδα. Τα μάτια του θα αντιληφθούν τα υπέρτατα μακρινά αστέρια. Θα διαβάσει καρδιές. Θα ανακαλύψει θαμμένους θησαυρούς. Οι φωνές της γης θα του μιλήσουν. Όταν η βροχή δεν θα πέφτει πια από τον ουρανό, όταν τα χωράφια θα είναι σκληρά σαν βράχος και το χορτάρι θα μαραίνεται στον πάτο των αποξηραμένων χειμάρρων, εκείνος θα ακούσει το δροσερό μουρμουρητό των πηγών κάτω από τα πόδια του, θα σκάψει τη γη, και το νερό θα αναβλύσει. Τα παιδιά του θα είναι υπερήφανα και μεγαλόθυμα. Η σκέψη του θα εμπνεύσει τους μαθητές που θα τον ακολουθήσουν. Και σιγά-σιγά, λίγο-λίγο, θα γεννηθεί μια ηρωική, ευγενής, γενναιόδωρη και δαιμόνια φυλή. Έχω υποφέρει εδώ και πολύ καιρό. Όταν οι αδερφές μου χορεύουν γύρω από το θεϊκό δένδρο, κλαίω απ’ την ντροπή και απομακρύνομαι από αυτές. Την ημέρα που θα ιδώ τους νέους ανθρώπους να περπατούν πάλι στη σκιά του δάσους, θα παρηγορηθώ. Τα φύλλα βελανιδιάς δεν κοσμούν πλέον το κεφάλι μου. Θα ήθελα να φορέσω το δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι. Τότε πια, θα μπορώ να πεθάνω. Το ποτό που περιέχεται σε αυτήν την ασημένια φιάλη θα ήταν ικανό για να διατηρήσει τη σάρκα ενός πτώματος ες αεί. Επτά ζωντανοί άνθρωποι, ακόμη κι αν είναι ηλικιωμένοι, μπορούν να αντλήσουν υπεράνθρωπη δύναμη από αυτό. Σας το δίνω. Αλλά μάθετε τούτο εδώ που πρέπει: να το ενσταλάξετε μόνο σε όσους αγαπούν και σκέφτονται. Γιατί για εκείνους μονάχα έχει το ελιξήριο τις μαγικές ιδιότητές του. Για τους άλλους, είναι τόσο αναποτελεσματικό, όσο το νερό του ποταμού. Δεν πρέπει να ρεύσει ματαίως.Θα ήσουν εγκληματίας, αν έχανες έστω και μία σταγόνα αυτού του πολύτιμου αναψυκτικού. Πιες κι εσύ η ίδια, ω γυναίκα! Αν θεωρείς τον εαυτό σου άξιο να πιεις, και αν τολμάς, αλλά μην ξεχάσεις τις υποσχέσεις μου ή τις απειλές μου. Αφήνω στα χέρια σου το ελιξίριο της ζωής. Τόσο σοβαρός ήτο ο τόνος της μελωδικής φωνής, που δίστασε η Μυρρίνη. Φοβόταν πολύ. Τότε σκέφθηκε : «Θα δώσω στον Φωτίωνα τούτο το υπέροχο ποτό. Μόνος αυτός θα αποφασίσει. Θα ξέρει πώς να ορίσει τους εκλεκτούς στους οποίους θα το χύσω. Εγώ η ιδία δεν θα μουλιάσω τα χείλη μου με αυτό, εκτός εάν μου το επιτρέψει ο Φωτίων, ή αν με διατάξει. » – Σε ευχαριστώ, ω Δρυάς! – της είπε. -Δέχομαι, τρέμοντας, το δώρο που μου δίνεις. Αλλά θέλω να έχω την ελευθερία να σου το επιστρέψω αύριο. – Πολύ καλά, ας γίνει έτσι. Πάρε· και είθε σύντομα να πεθάνω, θριαμβεύουσα και παρηγορηθείσα !*** Η σελήνη έλαμπε πολύ ψηλά στον ουρανό. Οι ασημί αχτίδες της διέσχιζαν το σκοτεινό φύλλωμα. Τα πουλιά κοιμόσαντε. Τα νεκρά φύλλα έπεφταν σιωπηλά. Τίποτα δεν διατάραζε τη φωτεινή γαλήνη τούτης της φθινοπωρινής νύχτας. Καθισμένη μπροστά από την πόρτα της, η Μυρρίνη ατένιζε τον ορίζοντα. Ήτον χλωμή. Το λεπτοκαμωμένο της πρόσωπο είχε την ακαμψία μιας μάσκας. Ο λαγός έλαμπε στα σκοτεινά μαύρα μάτια της. Το κεφάλι της, απογυμνωμένο από τα ξανθά μαλλιά της, έσκυβε λυπημένο.Αίφνης, λίγα βήματα από αυτήν, ενεφανίσθη η Δρυάς και, όπως την πρώτη φορά, την αποκάλεσε με το όνομά της :-Μυρρίνη Μυρρίνη !Η νεαρή γυναίκα ανατρίχιασε :- Τι θες, ω Δρυάς; Τι θέλεις από εμένα; – Γιατί είσαι τόσο θλιμμένη; Εδώ και είκοσι μέρες περιμένω, δίπλα στη δάφνη. Μα δεν ήλθες ακόμη. Κι όμως είδα ήδη στο έδαφος, την ασημένια φιάλη όπου είχα χαράξει τ’ όνομά μου. Ήτον άδεια η φιάλη. Σε ποιον έδωσες το μαγικό βάλσαμο;Η νεαρή γυναίκα δεν απάντησε.- Ματαίως σιωπάς. Ξέρω ότι όταν με άφησες, βρήκες τον σύζυγο που λατρεύεις, άψυχο, στο κατώφλι του σπιτιού σου. Στο αρωματισμένο μαξιλάρι των μαλλιών σου, ξέρω καλά ποιο κεφάλι ξεκουράζεται. Ξέρω ότι φιλάς χείλη βουβά και ότι κάθε βράδυ σφίγγεις με τα χέρια στην αγκαλιά σου ένα πτώμα, τόσο ζεστό, όσο το στήθος του εραστή σου. Ξέρω σε τίνος τι σάρκα κύλησε το ελιξίριο της ζωής, σταγόνα – σταγόνα. Αχ! καημένη γυναίκα! τόσο τρυφερή, τόσο αδύναμη και τόσο εγκληματική! Τι τόλμησες να κάνεις; Η Μυρρίνη απάντησε με υπερηφάνεια: – Δεν ήθελα να παραδώσω το σώμα του συζύγου μου στη γη ή στη φλόγα. Το ταρίχευσα με ευσέβεια. Το θαύμα που μου ανακοίνωσες, έγινε πραγματικότητα κι είναι πιο όμορφα από ό, τι στις πρώτες μέρες του έρωτά μας! Και το κρατώ, φευ, για πάντα, στην καρδιά μου. – Έχεις προσβάλει εκείνους που κανείς δεν μπορεί να προσβάλλει ατιμώρητα. Σε λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα για σένα. Και η Μυρρίνη είδε να την πλησιάζουν, αργά, σε πλήθη οι Κόκκινες Δρυάδες με τα πράσινα μάτια, οι τριχωτοί Σάτυροι, οι Κένταυροι με τα γυαλιστερά καπούλια και τα χάλκινα στήθη, οι Ναϊάδες, ελαφριές και καθάριες ωσάν πηγές, τ’ άγρια βακχεύοντα θηρία. Λίγο πιο πέρα, μισοβυθισμένο στην σκιά, εμφανίστηκε το τραχύ και μελαγχολικό πρόσωπο ενός Κύκλωπα. Και όλα αυτά τα τρομερά και αξιοθαύμαστα όντα κάρφωναν πάνω της τα βλέμματά τους, γεμάτα απειλές. Σιωπηλή, ακίνητη, εκείνη, περίμενε. Τότε ηκούσθη μια φωνή: – Ω περιπλανώμενη και έρημη Δρυάς, για δεύτερη φορά ηττημένη, Εσύ που είχες επιλέξει αυτή τη γυναίκα για να της δώσεις το ελιξίριο της ζωής, ανακοίνωσε την ποινή της!Η Θύμβρις εμίλησε: – Είσαι η πρώτη από εκείνους που θα σπαταλούσαν τα πολύτιμα αρώματα των αγρών και των δασών για να ταριχεύσουν ένα πτώμα. Για αυτό το έγκλημα δεν υπάρχει συγχώρεση. Ορίστε η τιμωρία σου: Δεν θα κατέβεις στον τάφο μέχρι να γεράσεις πολύ. Αλλά ποτέ ξανά δεν θα πλησιάσεις ζωντανό ον έως τότε. Οι άνδρες, γδυμένοι από εσένα, θα σε αρνούνται. Τα θηρία και τα πουλιά θα φεύγουν μακριά σου καθώς τα πλησιάζεις. Ακόμη και οι μέλισσες, κάθε που θα αισθάνονται ότι έρχεσαι, θα εγκαταλείπουν την κυψέλη τους γεμάτη μέλι. Την ημέρα, θα ζεις μόνη, με τον άψυχο σύζυγό σου. Τη νύχτα, όπως χθες, θα πιέζεις τα χείλη σου στα χείλη του και θα τον αγκαλιάζεις στον κόρφο σου.Είναι δικός σου, ο νεκρός για τον οποίο θυσίασες την χαρά και την ευγένεια τόσων πολλών όντων που θα έπονταν, όλα για έναν νεκρό που αγάπησες πάρα πολύ. Δικός σου για πάντα!» Χωρίς προσευχές και χωρίς δάκρυα, είχε ακούσει η Μυρρίνη. Στα μάτια της έλαμπε το τρομερό βλέμμα εκείνων που αψηφούν την Μοίρα. Με υπερηφάνεια σήκωσε το γυμνό κεφάλι της και επέστρεψε στον νεκρό.
III MYRRHINE
In the shady woods of Arcadia Photion, the philosopher, had taken refuge. He was still young, enthusiastic and handsome. He fled from Sparta, his rough and glorious homeland, because he did not think about the Gods what the magistrates of the city ordered to be thought. He constantly meditated with anguish on the wills of Fate and the desires of men, on the mysteries of life, born of voluptuousness, delivered to pain. He loved beings and things. He questioned, he judged the Gods. Neither the sovereign Master who throws the thunderbolt, nor the inviolable and serene Wisdom, nor the altiere Virgin, glory and terror of the nights, nor the white Aphrodite with golden hair, filled his heart, dominated his thought.
His restless spirit descended lower than the Underworld, rose higher than Olympus. He sought beyond the gods. He never went to the cities, never knelt in the temples. He lived in the woods with Myrrhine, his wife. She had voluntarily followed him. She loved him. Delicate and thoughtful, she had suffered a lot in Lacedemonia, among the hard warriors to whom the sky smiled in vain. Now she was happy. During the day she tended the house, spun yarn, and cultivated the little garden full of flowers and bees. Her spinning wheel buzzed like a beehive, she sang like a nightingale. Often, sitting at Photion’s feet, she listened to him read the words written on his ivory tablets. Fearsome words, fiery and pure as flame. She admired him for his strength, she adored him for his gentleness. She was all his. ** On a rainy autumn morning, the young woman was wandering alone in the woods. The dark mass of clouds that veiled the sun let out a few pale rays. Drops of water sparkled in the trees and fell, one by one, on the grass. Myrrinne walked slowly. A presentiment troubled her. She was moved, vaguely worried. Suddenly it seemed to her that a hand was touching her surprised shoulder, and she turned around. At first she could see nothing, but gradually she saw a woman dressed in here from the feet to the waist between the branches of a laurel tree. The stranger was beautiful. Her hair, softer than creeper, redder than autumn leaves, was wrapped around her pink arms, her round neck, her strong, full breasts. Her face had the glow of ripe peaches; her green eyes were soft and deep like the shadows of the woods. Despite her freshness, she had the melancholy charm of a plant touched by winter. One could not tell whether she was young or old. In a voice as plaintive as the distant notes of a flute, she said: “Myrrhine! Who are you?” asked the young woman, trembling. Nymph or goddess? For you are not of the race of men. The unknown woman smiled gravely: – No, I am not of the cruel race of men. I am Thymbris, the dryad. Long, long ago, the Gods entrusted me with a marvellous tree that grew in the forests of Arcadia. How beautiful was my oak tree! I remember it as a woman, I remember six shepherds, joining their hands, could hardly kiss its magninque trunk. Between its roots, the timid hares found a safe shelter; flowers sprouted in its shade, in its dense foliage, the breeze blew, the birds sang. Countless lives mingled with its life. How I loved it. I pressed my chest ardently against its rough bark, I tied my hair to its branches, I nibbled its leaves, I drank its sap like wine. I felt the powerful youth of the age-old tree pass through me. One day, oh Gods! a spring day, some woodcutters came. As they walked, they talked and laughed. I saw their iron axes rise on my oak. Invisible, I fought against them. But these rude beings could not guess the presence of the dryad, could not feel the sacred terror. I could not defend my oak tree. I can still hear the wood creaking and groaning. I see the deep cut. The venerable tree has fallen slowly to the ground. The dust has stained its delicate leaves. It died. I thought I would die too. Alas! I had used up formidable forces in it…
“Since that day, I have hated men. Defeated, humiliated, powerless, given over to regrets, I flee the places where I “Since that day, I have hated men. Defeated, humiliated, powerless, left to regret, I flee from the places where I knew the pain of having failed in my task! Pain from which none of us can ever be consoled. I flee from the places where once my joy and pride were. Now only a black piece of trunk remains of the divine oak. The grass withers where its shade once was, the hares seek shelter elsewhere, and the birds no longer sing there.” I hate men! But I pity them because they know only how to enslave, steal and kill. Invincible and pitiful, they are the masters of the world. They possess the earth, but joy does not blossom there for them.” They come, and we go. With step they take they erase our steps. They advance, and the sylvans, the nymphs, the satyrs, the dryads flee like hunted beasts. We will soon disappear, they are stronger than we are.
“That is why, in spite of my hatred, I come as a friend, so that they no longer deserve the name of destroyers; so that they may be compassionate to the beings they have vanquished, and that they may feel, at last, the soul of things. Since I have been wandering the bare earth, a hundred times I have seen the swallows leave. I am sad and weary. But before I enter into deep peace, I want to act once more. I have long sought a human being worthy of possessing a secret that I possess. To you I can reveal it, for you are of my race. You have been told, have you not, that your great-great-grandfather was born of a dryad, and that, for the love of a woman, he abandoned the woods? You are his daughter; a few drops of sap still mingle with your blood. I recognised you, and I did not hide myself at your approach, and I called you. What I have to say to you, you can hear.
The dryad fixed her clear gaze on the young woman: Since I returned to Arcadia, I have been watching you, and I have also been watching Photion, your husband, your friend, your master. Invisible and mute, I have approached you and penetrated your hearts. You respect life, joy and beauty. You have never trampled the ant, stolen the nightingale’s egg, crumpled the butterfly’s wing, I love you, O my sister, you who have not offended the spirit of the forests! I want to talk to you, to you alone.Myrrhine trembled with fear. What would she learn? What secret could the dryad reveal to her? Something terrible, no doubt, perhaps superhuman. She did not wish to know it. She desired nothing, for she possessed love. But she knew that Photion would have gathered, on his knees, the words that Thymbris was going to pronounce.
“If I refuse to hear them, I will be a criminal to my husband, she said. I want to be worthy of him, I do not want to fear the unknown. She turned to the dryad: “Speak! but know that what you say, I will repeat to him whom I love. If there is a single word of yours that he should not hear, be silent, for I cannot be silent. The dryad replied: “I do not require any feeling from you. When you possess my secret, you will see for yourself what you must do. This is it.” Solitary and free, I have travelled through ‘ll ellade. I, the daughter of the ancient forests that cover the plains, have climbed the high peaks, I have descended into the valleys. Wherever a blade of grass grows, wherever a flower blooms, wherever a tree rises, I have set foot. In the mountains I have picked the wild thyme; in the gardens of kings, the snow lilies and the purple roses; in the meadows, the anemone wasteland; in the cemeteries, the golden asphodel; the belladonna among the ruined temples, and the hemlock in the swamps. An exile from Egypt brought me the seed of the dark poppies. In the rays of the moon I bent over the limpid ponds, and the transparent fingers of the nymphs held out to me the mystic lotus, the pale water lily. I picked the flowers that carpet the fields, that crawl in the rubble, that entwine themselves with trees and stones, that adorn the tombs; those that open to the sun, to the stars or to the shade, that float on the waters. All the flowers of pleasure, ecstasy, dream, oblivion and death; I have kissed them with my lips, pressed them against my naked breasts, crushed them in my hands. I have mingled with their petals the salubrious leaves of the eucalyptus, the poisonous leaves of the noble laurel, the oak leaves which once crowned my head and which I am no longer worthy to adorn. From this marvellous vegetation I have asked for its perfumes, its honey and its poisons. I have distilled from its substance the juice it drew from the earth, the drop of fire that the sky poured on it.
“I have made a miraculous elixir from it. Happy is he who can drink it! He will feel an intense life flowing in his veins. His soul will awaken. Joy and pain will surrender to him. He will sing of pity, love and hope. His eyes will perceive the distant stars. He will read hearts. He will discover buried treasures. The voices of the earth will speak to him. When the rain does not fall from the sky, when the fields are hard as rock, and the grass withers in the bottom of the dried-up streams, he will hear the fresh murmur of springs under his feet; he will dig the ground, and the water will gush forth.” His children will be proud and magnanimous. His thought will inspire the disciples who will follow him. And little by little a heroic, noble, generous and subtle race will be born. I have suffered for a long time. When my sisters dance around the divine tree, I cry with shame and move away from them. The day I see the new men walking in the shade of the woods, I will be consoled. The oak leaves no longer adorn my head. I would like to put the laurel crown on it. Then I can die. The liquor contained in this silver bottle would be enough to preserve the flesh of a corpse for ever.
Seven living people, even old men, can draw superhuman strength from it. I give it to you. But learn this: you must pour it only to those who love and think. For these alone it has magical properties. For the others, it is as ineffective as river water. It must not flow in vain. You would be a criminal if you lost a single drop of this precious drink. Drink yourself, O woman, if you deem yourself worthy of drinking, and if you dare, but do not forget my promises or my threats. I place in your hands the elixir of life. So grave was the accent of the melodious voice that Myrrhine hesitated. She was afraid. Then she thought: “I will give Photion this wonderful drink. He alone will decide. He will know how to choose the chosen ones to whom I will pour it. I will only dip my lips in it if he allows me to, if he orders me to. – I thank you, O dryad! – she said. – I accept, trembling, the gift you give me. But I want to be free to give it back to you tomorrow. – It is well, let it be so. The moon shone high in the sky. Its silver rays shone through the dark foliage. The birds were sleeping. The dead leaves fell noiselessly. Nothing disturbed the luminous peace of the autumn night. Sitting in front of her door, Myrrhine looked into the distance. She was pale. Her thin face had the rigidity of a mask. The hare shone in her black eyes. Her head, stripped of its blond hair, bent sadly. Suddenly, a few steps away from her, the dryad appeared, and, as the first time, called her by her name: Myrrhine Myrrhine! The young woman shuddered: – What do you want, O dryad? what do you want of me? – Why are you so sad For twenty days I have been waiting by the laurel. You have not come. Why I saw, on the ground, the silver flask where I engraved my name. It was empty. The young woman did not answer. – In vain you keep silent. I know that when you left me you found the husband you adore lying lifeless on the threshold of your house. On the perfumed pillow of your hair I know whose head lies. I know that you kiss mute lips and that every night you clasp in your arms a corpse as warm as your lover’s breast. I know on which flesh the elixir of life has flowed, drop by drop. Ah! poor woman! so tender, so weak and so criminal! What have you dared to do? Myrrhine answered with pride: – I did not want to deliver the body of my husband to the earth or to the flame. I embalmed it piously. The miracle that you announced to me has been accomplished, it is more beautiful than in the first days of our love! and I keep it forever against my heart.
You have offended those whom no one offends with impunity. I pity you, but I can do nothing for you. And Myrrhine saw the red dryads with their green eyes, the hairy satyrs, the centaurs with their shiny rump and coppery bust, the light and pure naiads like springs, the wild bacchants, slowly approaching her in a crowd. Farther on appeared, half-drowned in the shadow, the rough and melancholic face of a cyclops. And all these fearsome beings were staring at her with their threatening eyes… Silent, motionless, she was waiting. Then a voice resounded: – O wandering and desolate dryad, for the second time defeated, you who had chosen this woman to give her the elixir of life, pronounce her sentence! Thymbris spoke: -Kill the first of those who will dissipate the precious aromas of the fields and woods to embalm the corpses. For this crime there is no forgiveness. This is your punishment: “You shall not go down to the grave until you are very old. But never again shall you come near a living being. Men, robbed by you, will deny you. Beasts and birds will flee from you. Even the bees, sensing you coming, will abandon their hive full of honey. By day, you will live alone with your inanimate husband. At night you will press your lips to his lips as you did yesterday, and embrace him with your arms. He is yours, the dead man to whom you sacrificed the joy and nobility of so many beings to come, the dead man you loved too much. Yours forever!” Without prayer or tears she had listened. In her eyes shone the terrible look of those who defy Fate. She proudly raised her bare head and returned to the dead man.
Τέλος, υπάρχουν και άλλα δύο Ειδωλολατρικά Όνειρα, δημοσιευμένα στην εφημερίδα “Censeur politique et littéraire” 3 août 1907. Rêves païens. : Prière de l’avenir au poète. Les cyclopés, par C. Psycha. 434-435.
Εκδόθηκαν όλα μαζί σε βιβλίο; Αν ισχύει η παρακάτω παραπομπή από τον Mercure de France της 16ης Νοεμβρίου 1908, σελ. Catina Psycha “Rêves païens” impr. de Vaugirard 1908.
Βιβλιοκριτική αρνητική και ανώνυμη, στο Polybiblion-BIBLIOGRAPHIQUE UNIVERSELLE, Janvier 1909. T. CXV. 1.
Rêves païens, par C. Psycha. Paris, imp. de Vaugirard, s. d.,
in. 8 de 100 p. 125
Les Rêves païens, publiés sous la signature C. Psycha, sont
des poésies on prose, mais d’une prose qui ne justifie pas ses préten-
tions poétiques. Ce sont de vagues évocations, moitié récits, moitié
rêveries, mettant en scène des dieux ou des personnages antiques,
mais peu intéressantes dans le fond et sans qualités saillantes de forme.
L’auteur vise à la simplicité dans le style. Peut-être, du reste, plaira-
t-il à certains amateurs qui trouvent du charme à ces « tranches de
mythologie » découpées par l’intellectualisme moderne. Le volume est
illustré de vignettes assorties.
Τα Ειδωλολατρικά Όνειρα, που δημοσιεύονται με την υπογραφή C. Psycha, είναι
ποιήματα σε πεζό λόγο, αλλά ενός πεζού λόγου που δεν δικαιολογεί τις ποιητικές του αξιώσεις. Είναι αόριστες αναμνήσεις, μισές αφηγήσεις, μισές ιστορίες, μισές ονειροπολήσεις, με θεούς ή αρχαίους χαρακτήρες, αλλά με μικρό ενδιαφέρον στην ουσία και χωρίς εξέχουσες ιδιότητες μορφής.
Ο συγγραφέας στοχεύει στην απλότητα του ύφους. Μπορεί να ικανοποιήσει κάποιους της μυθολογίας” που κόπηκε από τον συγγραφέα και την οποία βρίσκουν γοητευτική, της μυθολογίας” που έχει κοπεί από τον σύγχρονο διανοητισμό. Ο τόμος είναι εικονογραφημένος με διάφορες βινιέτες.
Το 2016 επωλήθη σε γερμανική δημοπρασία ένα αντίτυπο του βιβλίου της:
– 48. Psycha, C. Rêves païens.
(Vaugirard), o. J. OBrosch. – Aussen gebrauchsspurig, gebräunt, teils stärker bestossen; Innen zumeist gebräunt, vereinzelt kl. Randeinrisse
oder gebrochene Bindung. Insgesamt aber in guter Erhaltung. – Nicht eingehend kollationiert, kein Rückgaberecht.