Monthly Archives: October 2021

Αθησαύριστα Κείμενα του Περικλή Γιαννόπουλου

Το παρακάτω δημοσίευμα αποτελεί πνευματική εργασία και κομμάτι επερχόμενης διατριβής.

Κάθε αναπαραγωγή οφείλει να γίνεται με άδεια του συγγραφέα.

Ο Περικλής Γιαννόπουλος στο Ναό της Αθηνάς Νίκης, φωτ. Σοφίας Λασκαρίδου. Αρχείο Λασκαρίδου. Επιμέλεια αρχείου και ψηφιοποίηση: Δημήτρης Παπαγεωργόπουλος

Αθησαύριστα Κείμενα του Περικλή Γιαννόπουλου

Ηλίας Κολοκούρης

Υπ.Διδ. Νεοελληνικής Φιλολογίας

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Ο Περικλής Γιαννόπουλος, υπέγραφε τα ιδιόμορφα πεζά του έως το τραγικό πέρας του βίου (1871-1910) του με ψευδώνυμα.  Σύμφωνα με τη Ντουνιά (2015) θα χρειαστεί να φτάσουμε στο 1902, μετά από χρόνια άσκησης στην γραφή, ώστε με ενθουσιασμό ο “Έλληνας Ράσκιν” να υπογράψει πια επωνύμως. Παρουσιάζει ενδιαφέρον ο συσχετισμός των ψευδωνύμων του Γιαννόπουλου με τα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε ο θείος του, λόγιος Μανουήλ Χαιρέτης. “Έλλην” ο θείος, “Νεοέλλην” ο ανηψιός. Ακολουθώντας την Βιβλιογραφία Κατσίμπαλη βλέπουμε πως τα λογοτεχνικά του υπογράφονται αρχικώς με το ψευδώνυμο Λωτός, κυρίως οι πρώιμες μεταφράσεις του, πεζά των Τσαρλς Ντίκενς, Έντγκαρ Άλλαν Πόε, Μιρμπώ και Πιέρ Λοτί. Επίσης, το 1894 δημοσιεύει διηγήματα και πεζοτράγουδα στην Ακρόπολη και την εφημερίδα Το Άστυ. Κατά τον Κατσίμπαλη το τελευταίο δικό του κείμενο που υπογράφει με το ψευδώνυμο “Λωτός” είναι το πεζό τραγούδι Το φιλί του σατύρου, δημοσιευμένο στο Ημερολόγιον του Ποδογύρου το 1896. Το συγκεκριμένο αισθησιακό κείμενο, αφορμώμενο από μία εικόνα του Φελισιέν Ροπς, ωθεί το αφηγηματικό εγώ στην θέαση της ερωτικής συνευρέσεως μιας μυθολογικής Λάμιας με ένα άγαλμα του Πανός, αναλυτικότερα στη Ντουνιά. Από το 1898 ο Γιαννόπουλος φαίνεται να αλλάζει ποικίλα ψευδώνυμα, ως “Ονούφριος” και κατόπιν ως “Απολλώνιος”, ώσπου να γίνει “Νεοέλλην” το προς το τέλος του 1899. Πλην όμως επανέρχεται το ψευδώνυμο “Λωτός” στις 21 Νοεμβρίου του 1899, οπότε και μεταφράζει Βοδελαίρ. Φαίνεται πως πράγματι από τον Ιανουάριο του 1896 έως τον Δεκέμβρη του 1898 ο Γιαννόπουλος δεν δημοσιεύει κανένα κείμενο. Ενδεχομένως πίσω το ψευδώνυμο “Ρέντγκεν” και τα δημοσιεύματα στην εφημερίδα Ακρόπολη κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων να βρίσκεται ο Περικλής Γιαννόπουλος. Άλλωστε οι θεματικές και υφολογικές ενδείξεις που ευρίσκει η Ντουνιά είναι εύλογες. Δυστυχώς δεν έχουμε ημερολόγια ή επιστολές εκείνης της εποχής, ώστε να γνωρίζουμε πού κατοικούσε ο Γιαννόπουλος. 

Το παρακάτω κείμενο προέρχεται από τον Μάρτιο του 1898 και αποτελεί χρονογράφημα. Υπογράφεται με το ψευδώνυμο “Λωτός” το οποίο, άλλωστε, ο Γιαννόπουλος επαναφέρει σε δημοσιεύσεις του το 1899. Το παιγνιώδες ύφος, η γλώσσα, αλλά και το σπάνιο ψευδώνυμο, “σύμβολο της ομορφιάς, του πνεύματος και της τέχνης που παραπέμπει στην παράδοση του ευρωπαϊκού αισθητισμού” αποτελεί και εδώ ένα προσωπείο. Γιατί το επιλέγει ο Γιαννόπουλος; Ίσως λόγω του παιγνιώδους χαρακτήρα του κειμένου; Πάντως έως τότε δεν έχει ακόμη υπογράψει επωνύμως κείμενό του. Όλα τα παραπάνω δεικνύουν πως πρόκειται για αθησαύριστο κείμενό του.

Το άρθρο έρχεται ως αντίδραση στα όσα παρατηρεί στην πόλη που βρίσκεται, την Πάτρα. Στο φύλλο της 12ης Μαρτίου 1898 του Νεολόγου διαβάζουμε την ανακοίνωση: “Σήμερον, ώραν 7 μ.μ. ο παρ’ ημίν θερμός υποστηρικτής παντός έργου αναγομένου εις την πρόοδον της γεωργίας και βιομηχανίας, ο Εμμανουήλ Θ. Χαιρέτης (πατήρ) θέλει πραγματευθή περί εκθέσεων εν γένει και περί της οργανιζομένης υπό της Βιοτεχνικής Εκθέσεως εν Πάτραις. Δια το επίκαιρον του θέματος και την ειδικότητα του ομιλητού, δεν αμφιβάλλομεν ότι η αίθουσα της Β. Σχολής έσεται πλήρης και κατά την εσπέραν ταύτην”. Μέσω των δραστηριοτήτων της Βιοτεχνικής Σχολής (της οποίας διευθύντρια βρίσκουμε το 1905 την Αναστασία Λαμπαρδοπούλου εκ Δημητσάνης) η οικογένεια Χαιρέτη, με το καρπερό κτήμα της στα Μποζαΐτικα Πατρών εκείνη την εποχή, είχε σημαντικότατη δημόσια παρουσία στα κοινά της εκβιομηχανιζόμενης τότε πόλης. Μιας Πάτρας όπως απεικονίζεται αριστουργηματικά στο μυθιστόρημα της Αθηνάς Κακούρη Πριμαρόλια. Μετά την τραγική ήττα του 1897 και εν μέσω σταφιδικής κρίσεως. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως ο Περικλής Γιαννόπουλος έφυγε από την Αθήνα και βρέθηκε στην Πάτρα; Όπου και γράφει όσα παρουσιάζουμε στην παρούσα δημοσίευση; Ενδεχομένως,

Τρεις ημέρες μετά την ανακοίνωση περί πατρός Χαιρέτη, την 15η Μαρτίου 1898 στο Νεολόγο ανακοινώνεται η διάλεξη: “Σήμερον Κυριακή, ώραν 7 μ.μ. ο γεωπόνος κ. Σωτήριος Ε. Χαιρέτης θέλει εξακολουθήσει την περί μεταξοσκώληκος διάλεξίν του”. Φαίνεται πως αφορμώμενος από αυτή την διάλεξη, ο ανηψιός και υιός Χαιρέτη, Περικλής, αρθρογραφεί. Ο διδακτικός τόνος του θυμίζει αρκετά το ύφος των κειμένων του λογίου θείου του, Μανουήλ Χαιρέτη. Επίσης ενδιαφέρον έχει η αρκετά προωθημένη μεταφορική χρήση της λέξεως “οργασμός” ιδιαίτερα δε σε ένα άρθρο το οποίον επιθυμεί να δασκαλεύσει “δέσποινας και δεσποινίδας”. Θα έλεγε κανείς πως ειρωνεύεται τις γυναίκες, γυναίκες που με προεξάρχουσα τότε την Καλλιρρόη Παρρέν και το έντυπο Εφημερίς των Κυριών γυρεύουν την βασική ανεξαρτησία των και διεκδικούν ελευθερίες και πρόσβαση στην παιδεία, καθώς και αυτάρκεια. Μη ξεχνάμε πως ο θεσμός της προίκας θα καταργηθεί μετά το 1981, ενώ δικαίωμα ψήφου οι γυναίκες αποκτούν μόλις το 1952. Επίσης, θα διερωτάτο κανείς τι σημαίνει “συμφυεστέρα τη γυναικί ασχολία”, δηλαδή ποια είναι η απόλυτη φύση της γυναίκας και εν τέλει γιατί πρέπει να υπάρχουν φύσει κατάλληλες εργασίες για εκείνες; Αλλά οι συγκεκριμένες αντιλήψεις του Γιαννόπουλου-Λωτού αφ’ ενός αποδίδονται με ψευδώνυμο και ενδεχόμενο στόχο την πρόκληση, αφ’ ετέρου απηχούν ένα γενικότερο κλίμα καταπίεσης και υποβάθμισης της θέσεως της γυναίκας, το οποίο χρειάστηκαν χρόνια και αγώνες για να αρθεί, όσο έχει αρθεί στη σημερινή εποχή της γυναικοκτονίας. Μολαταύτα, το κείμενο έχει ενδιαφέρουσα γλώσσα, με τα κλασικά άλματα του μεταγενέστερου Γιαννόπουλου, χιούμορ, αλλά και ωραία εικονοποιία. 

ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΠΑΤΡΑΙ

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 1898 

ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΣΜΟΣ 

Έκτακτος οργασμός κατέλαβεν εν τη πόλει μας δεσποίνας και δεσποινίδας της ανωτέρας τάξεως υπέρ βιοτεχνικών εργασιών. 

Ούτω από τινος δεν ακούει τις εις ταις συναναστροφαίς των ανωτέρων τάξεων παρά περί παραγγελίας εργαλειών προς ύφανσιν, ευρέσεως διδασκαλισσών προς εκμάθησιν της εργασίας, περί προμηθείας σπόρου μεταξοσκώληκος και καλλιεργείας αυτών, περί αγγειοπλαστικής κλπ. 

Λίαν αξιέπαινος ο ζήλος ούτος του ωραίου φύλου να επιδοθή εις εργασίας τόσω χρησίμους της παραγωγής, και να αποβάλη το άεργον και άγονον της παρ’ ημίν γυναικός εν τη υψηλοτέρα σφαίρα. 

Ιδίως η καλλιέργεια του μεταξοσκώληκος και η παραγωγή μετάξης είναι η συμφυεστέρα τη γυναικί ασχολία, διότι η λεπτότης ην απαιτεί η του σκώληκος ανατροφή, και η λεπτότης και το πολύτιμος και ευγενές προϊόν αυτού, της μετάξης, μόνον μετά της γυναικείας συμβιβάζονται λεπτότητος και αβράς επιμελείας. 

Αλλαχού τωόντι η σηροτροφία αποτελεί την ιδιάζουσαν της αριστοκρατικής του ωραίου φύλου ενασχολήσεως, και άμιλλα γεννάται μεταξύ αυτών περί παραγωγής εκλεκτοτέρου είδους μετάξης. 

Ωραία ευκαιρία παρέχεται και παρ’ ημίν ήδη, ότε ευτυχώς ανεπτύχθη τοιούτος ζήλος έν τη σηροτροφία, ώστε εις τάς διαλέξεις, τις οποίας έν τη Βιοτεχνική Σχολή έκαμε περί μεταξοσκώληκος ο ημέτερος γεωπόνος κ. Σωτήριος Χαιρέτης, το ακροατήριόν του συνέκειτο εκ πλείστων αντιπροσώπων του ωραίου φύλου, εν τη προσεχώς γενησομένη εκθέσει της Βιοτεχνικής Εταιρίας, να εκθέσωσιν αι κυρίαι και δεσποινίδες, το εκ της σηροτροφίας προϊόν της εργασίας αυτών. 

Και διά τον υφαντικόν ζήλον, το αυτό ηθέλομεν συστήσει, να παρουσιασθώσιν έργα του εργαλειού εκ της ανωτέρας τάξεως. 

Αλλά χρειάζεται και μία παρατήρησις, ήτις δεν θα ευαρεστήση ίσως πολύ την τάξιν ταύτην, ήτις τόσω εκθύμως πρόκειται να επιδοθή εις την εργασίαν αυτήν. Λαμπρά ασχολία αύτη να υφαίνη η κυρία τα αναγκαιούντα αυτή υφάσματα διαφόρων ειδών. Αλλ’ υπάρχει και έτέρα εργασία μάλλον οικεία προς άβρας χείρας, το ράψιμον των φορεμάτων, και η κατασκευή των πολυδαπάνων αυτών πίλων.

Φαντασθείτε κυρίαν ήτις υφαίνει εργαλειόν, και ράπτεται εις τής δείνα μοδίστας πληρώνουσα αδρότατα ραπτικά, ή προμηθευομένη εξ Αθηνών πίλους τερατώδεις, αξίας τερατωδεστέρας, και τους οποίους θα ηδύνατο να κατασκευάζη μόνη, αντί μικράς δαπάνης προς μεγίστην χαράν του συζύγου, και ισορροπίαν μεγάλης του βαλαντίου αυτού ! 

Εμπρός λοιπόν κυρίαι και δεσπονίδες, μη περιορισθήτε εις τους εργαλειούς μόνον, οι οποίοι ίσως έ[ρι]δα μόνον θα προσθέσουν εις τας οικιακάς δαπάνας, αλλά αναλάβετε και την ραπτικήν της αμφιέσεώς σας, και την καπέλλωσιν των ερασμίων κεφαλών σας, και την κατασκευήν των τεχνιτών ανθέων σας, δια να συντελέσητε και σείς εις την οικονομικήν αναμόρφωσιν, την τόσω αναγκαίαν ημίν. 

Λωτός. 

Αφορμώμενοι από την παραπάνω αισθητή παρουσία του Περικλή Γιαννόπουλου εν Πάτραις, κάνουμε μία διαφορετική υπόθεση εργασίας. Στις 5 Απριλίου 1897 με διακοίνωση της Υψηλής Πύλης ο Σουλτάνος κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα. Στις 13 Απριλίου κατελήφθη από τους Τούρκους η Λάρισα, αλλά λίγο αργότερα διατηρήθηκαν τα ελληνικά εδάφη στο χωριό Πέτα Άρτης. Ήδη όμως από τον Μάρτιο στο κέντρο της Αθήνας επικρατεί οχλοκρατία. Ανοργάνωτες και οργανωμένες διαδηλώσεις, χάος και βιαιότητες, άπαντες θεωρούνται ύποπτοι για εσχάτη προδοσία. Την καχυποψία ακολουθεί ενθουσιασμός, ο οποίος αποδεικνύεται φρούδος, αφού μετά την ήττα των ελληνικών δυνάμεων στο Δομοκό, στις 5 Μαΐου, υπάρχουν ως και φόβοι για προέλαση του Σουλτάνου μέχρι την Αθήνα.

Με βάση τα παραπάνω, αλλά και την αρθρογραφία του Λωτού – Γιαννόπουλου τον Μάρτιο του 1898 στην εφημερίδα Πελοπόννησο, υποθέτουμε πως εν τέλει το κενό στην Βιβλιογραφία Κατσίμπαλη δεν οφείλεται στο γεγονός ότι ο Γιαννόπουλος σωπαίνει από το 1896 έως τον Δεκέμβριο του 1898, αλλά στο γεγονός πως ο νεαρός (μόλις εικοσιέξι – εικοσιεφτά ετών), καθώς δεν γνωρίζουμε αν του επετράπη να στρατευθεί ως εθελοντής, βρισκόταν στην Πάτρα. Τα παρακάτω κείμενα, δημοσιευμένα στην εφημερίδα Πελοπόννησος έχουν αρκετά από τα χαρακτηριστικά του Γιαννόπουλου ως πεζογράφου:

  1. Υπογράφονται με το ψευδώνυμο “Αχέρων”. Ο Αχέρων ποταμός, για τον οποίο ο Όμηρος περιγράφει πως “Χύνουνται εκεί ο Πυριφλεγέθοντας κι ο Κωκυτός, που βγαίνει από τη Στύγα, στον Αχέροντα· τα δυο ποτάμια σμίγουν λίγο πιο πάνω τα βροντόλαλα· στη μέση κι ένας βράχος.” Αυτό το ποτάμι των θρήνων, εκεί που ρέουν τα νερά για τον Κάτω Κόσμο επιλέγει ο μυστηριώδης εν Πάτραις συγγραφέας. Αν συσχετίσουμε την μετέπειτα επιλογή του Γιαννόπουλου να δημοσιεύσει το 1903 και 1904 πολλά κείμενά του (Λόγια του αέρος… του Αττικού αέρος λόγια, Οι αποτρόπαιοι θεοί, Η ζωή και ο θάνατος) με το ψευδώνυμο “Θ. Θάνατος”, δεν φαίνεται απίθανο η σειρά των παρακάτω κειμένων να του ανήκει. Επίσης, το ψευδώνυμο “Αχέρων” δεν έχει αποδοθεί από τον Ντελόπουλο σε κάποιον άλλο συγγραφέα.
  2. Τα πρώτα κείμενα που δημοσιεύει σχεδόν επωνύμως, δημοσιεύονται με τα αρχικά Π.Γ. ή Περ. Γ. το 1904, σύμφωνα με τον Κατσίμπαλη. Στην σειρά των κειμένων που δημοσιεύουμε εδώ υπάρχει και ένα άρθρο με τα ίδια αρχικά, ενώ το ύφος και οι θέσεις που εκφράζονται στο συγκεκριμένο χρονογράφημα θυμίζουν Γιαννόπουλο.
  3. Η αρχαιογνωσία, η δημιουργική χρήση των μύθων και η γλώσσα με άλματα από την καθαρεύουσα στην καθομιλουμένη θυμίζουν Περικλή Γιαννόπουλο.
  4. Στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύει σταθερά ο θείος του Μανουήλ Χαιρέτης ως “Έλλην”, ενώ έχουμε ενδείξεις πως πιθανόν η οικογένεια Χαιρέτη να ήσαν και ιδιοκτήτες τμήματος της εφημερίδος.
  5. Στην ίδια σειρά άρθρων μεταφράζονται Όσκαρ Ουάιλντ και Πιέρ Λοτί, αμφότεροι στα ενδιαφέροντα του Γιαννόπουλου. Οι δε ρήσεις του Ουάιλντ αναγράφονται “Οσκάρ” [sic] ιδιόμορφο τονισμό τον οποίο προτίμησε ο Γιαννόπουλος και όταν δημοσίευσε το Τριαντάφυλλο και το Αηδόνι το 1901 στο περιοδικό Παναθήναια.
  6. Το κείμενο “Στον τάφο του παιδιού της” θυμίζει ως θέμα αλλά και υφολογικά το βεβαιωμένο κείμενο του Γιαννόπουλου “Κηδεία μικρού παιδιού”.
  7. Το οραματικό και με ύφος αποκαλύψεως πεζοτράγουδο “Τιμωρός και εκδικητής” θυμίζει υφολογικά το “Στην εικών του Αγίου Αντωνίου” ενώ η περιγραφή της θεώμενης εικόνας που γίνεται, με τον συγκερασμό των τεχνών (βλ. Αγγελάτος) μας παραπέμπει σε βεβαιωμένα κείμενα του Γιαννόπουλου, όπως “Το φιλί του Σατύρου”. Στο “Τιμωρός και εκδικητής” ο αφηγητής περιγράφει ωσάν να βρισκόταν και εκείνος εκεί κατά την εκδίωξη των εμπόρων από το Ναό. (Κατά Μάρκον 11:15-19· Κατά Λουκάν 19:45-48· Κατά Ιωάννην 2:13-22). Ωστόσο, καθώς η περιγραφή δεν είναι τόσο κοντά στο λεκτικό της Καινής Διαθήκης, φαίνεται πως ο Αχέρων – Γιαννόπουλος παρατηρεί και περιγράφει το έργο του Ελ Γκρέκο “La expulsión de los mercaderes” ή “La purificación del Templo” (1600, Frick Collection, New York City) με τον καθαρμό του Ναού και το αυστηρό, βλοσυρό πρόσωπο του Ιησού.
  8. Στο φύλλο 1963 της 1ης Οκτωβρίου 1897 δημοσιεύεται το πρώτο μέρος της εισαγωγής που έγραψε ο Αναστάσιος Γεννάδιος για το έργο του Μενάρ Ιστορία της Νέας Ελλάδος. Ο Αναστάσιος Γεννάδιος μας είναι γνωστός για την φιλία του με τον Γιαννόπουλο και την παροιμοιώδη ρήση του προς εκείνον «Πάψε να διαβάζεις Μπωντλέρ και λοιπά περιττώματα.» Θα μπορούσε, δεδομένου πως από τον Μάιο του 1897 ο Γεννάδιος έχει εξαναγκαστεί σε διακοπή κυκλοφορίας της εφημερίδας του “Σωτηρία” να εκλάβει την συγκεκριμένη παρουσία ως ένδειξη συνεργασίας των δύο, δηλαδή Γιαννόπουλος – Γεννάδιος ομού στην Πελοπόννησο. Ο εισαγωγικός λόγος δε του Γενναδίου θυμίζει έντονα την μεταγενέστερη γιαννοπουλική Έκκλησι προς το Πανελλήνιον Κοινόν.
  9. Ως περιεχόμενο, οι έννοιες του εκφυλισμού, της ελληνικής παρακμής και της πατρίδας, εντός κλίματος απαισιοδοξίας και με λίαν αποφθεγματικό λόγο, τα κείμενα που παρουσιάζουμε θυμίζουν επίσης την παρουσία του Περικλή Γιαννόπουλου. Τέλος, η έντονη χρήση αποσιωπητικών και τα ιδιαίτερα σημεία στίξης θυμίζουν μεταγενέστερα άρθρα του αλλά και την σελιδοποίηση με τα ηχηρά κεφαλαία που ακολούθησε στα βιβλία του Νέον Πνεύμα και Έκκλησις προς το Πανελλήνιον Κοινόν.

ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 1907 

ΠΑΤΡΑΙ ΤΡΙΤΗ 5 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1897 

ΕΤΟΣ ΙΑ’. 

Η ΠΑΛΗ ΔΙΑ ΤΗΝ ΖΩΗΝ 

ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΚ ΤΩΝ ΓΡΑΦΕΝΤΩΝ 

ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ. 

Θα μάς επιτρέψη βεβαίως και κοινωνιολόγος κ. Μ. … και να τιτλοφορήσωμεν την προς αυτόν συνοπτικήν απάντησίν μας διά του γενικού τίτλου «Η πάλη διά την ζωήν» ον ούτος μετεχειριζετο προσπαθειών να παραστήση τη κοινωνία τα δεινά τα οποία εκάστη εργατική τάξις υφίσταται, και τούτο όπως προκαλέσωμεν την προσοχήν των παρακολουθησάντων τάς μελέτας αυτού.

Εξετάζων τας διαφόρους εργατικάς τάξεις ο κ. Μ….ς κατέληγε καθ’ εκάστην εις συμπεράσματα λίαν απελπιστικά διά την κοινωνίαν, φέρων αληθή κατακλυσμόν και προτρέπων, ούτως ειπείν. πάντας να απορρίπτωση πάσαν εργασίαν όπως απολαμβάνωσι πλείονα και ζώσι περισσότερον χρόνον. 

Ούτε οι τυπογράφοι, ούτε οι μαρμαρογλύπται, ούτε οι σοφαντζήδες, ούτε οι εμπορροράπται, ούτε οι γυρολόγοι, ούτε οι εξωμάχοι και οι κτηματίαι ούτε κανείς άλλος κατ’ αυτόν δεν είνε ευχαριστημένος διότι όλοι πεινώσι και όλοι ζώσιν ολίγα χρόνια. 

Χωρίς να εισέλθωμεν εις λεπτομερείας και και να εξετάσωμεν ιδιαιτέρως εκάστης των τάξεων τούτων λέγομεν αυτώ: Τι πρέπει έκαστος να μετέλθη όπως απολαύση πλείονα και ζήση περισσότερα έτη. 

Τι πρέπει να μετέλθη ο τυπογράφος όπως μη λαμβάνη ημερομίσθιον δραχ. 3,50 -5 αλλά 10 ως υπουργός ; Τι ο σοφαντζής όπως μη λαμβανη ημερομίσθιον 5-7 δραχ. την ημέραν και να μη ανέρχεται επί των ικριωμάτων, αλλά να κατασκευάζη τας οικίας από μέσα από καμμίαν αποθήκην, δια να μη υπάρχη φόβος να πέση και να μη τον τρώγη ο ήλιος ; Τι ο ράπτης όπως μη λαμβάνη και ημερομίσθιον δρ. 4 ; Τι ο ξυλουργός όπως του αυξηθούν από δραχμές 5 εις 20 ; Τι μία γυνή η οποία διπλώνει νήματα και πανιά διά να αυξηθή το ημερομίσθιον της από 1,50 δρ. 5 ; 

Νομίζομεν ότι δεν εξήτασε καλώς τα πράγματα, διότι ομολογουμέν – και μεθ’ ημών βεβαίως θα συμφωνήση – σήμερον πεινώσι περρισότερον οι άνθρωποι των γραμμάτων, οι οποίοι εδαπάνησαν και χρήμα και ζωήν, όπως εκμάθωσι τι και όμως σήμερον δεν απολαμβάνουσιν ούτε δύο δραχμάς και άλλοι τίποτε. Ολίγοι δέ οι οποίοι ζώσιν αξιοπρεπέστερον αυτοί παλαίoυσιν χειρότερον του σοφαντζή και μαραγκού, του γυρολόγου και τυπογράφου κ.λ.π. 

Οι εργάται όλοι χωρίς να δαπανήσωσι τίποτε έπειτα από ολίγας ημέρας αφ’ ή ετοποθετήθησαν ως μαθηται ακόμη, απελάμβανον ημερομίσθιον και η ωφέλεια εκ της εργασίας των είνε μεγαλητέρα των άλλων, ενώ οι άνθρωποι των γραμμάτων εδαπάνησαν τα διπλάσια και τριπλάσια. 

Κάτι άλλο θα ήθελε δια των μελετών του τούτων ο κ. Μ…ς να υπονοήση και όχι ότι αι εργατικαί τάξεις πάσχουσι. 

Αν επιμείνη εις τας αξιώσεις του ταύτας, τότε θα τον παρακαλέσωμεν να μας είπη τί πρέπει να μετέλθη ο εργάτης όπως μη κοπιάζη και όπως απολαμβάνη περισσότερα. Δεν πιστεύομεν όμως να μας είπη ότι όλοι πρέπει να γίνωσι τοκισταί και συνταξιούχοι. 

Όσον δ’ αφορά διά την πρόληψιν ην έχει ότι όλοι κινδυνεύουσι να πάθωσι τι εργαζόμενοι και να σ κ ο τ ω θ ώ σ ι πρέπει να την αποσκορακίση, διότι και ο τοκιστής και ο έμπορος γράφων δύναται να πάθη τι τυχαίως ή εξ απροσεξίας. 

Πλείονα άλλοτε. 

Γ. Π…ς. 

ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 1927

ΕΤΟΣ ΙΑ’. 

ΠΑΤΡΑΙ, ΔΕΥΤΕΡΑ 23 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1897 

ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΗΣ 

Ήταν από τόση ώρα γονατισμένη μπροστά στον τάφο του, σκυμμένη απάνω στον ξύλινο σταυρό του. Τα άταχτα μαλλιά της είχανε ξεπλεχθή κι’ επέφτανε χάμου στό χώμα και εφαινόσαντε σάν να το φιλούσαν κρυφά, κρυφά. Η ντυμασιά της ήτανε. .. αχ και ποιός δεν μπορεί να το μαντεύση. Τι άλλη ντυμασιά  της έπρεπε παρά μαύρα, κατάμαυρα είσα με πού θα  ‘πέθαινε! 

Το πρόσωπό της δεν εφαινότανε· τόσο πολύ είχε πλησιάσει στη γη. Μοναχά τα δάκρυα έφαινόσαντε που τρέχανε σωρό, σαν βροχή. Καμμιά φορά δε κάτι άξαφνοι τιναγμοί έδειναν σημείο πώς ήτανε ζωντανή, γιατί όποιος θα την έβλεπε, θα την ‘νόμιζε γιά άγαλμα· τόσο ακίνητη ήτανε. 

Ευρισκότανε μοναχή, καταμόναχη, μέσα σ’ εκείνους όλους τους τάφους, σ’εκείνα τα άγια χώματα που έκρύφτανε μέσα τους, τόσα ένδοξα παλληκάρια, τόσους μάρτυρας της πατρίδος…. 

Καμμιά φορά δε μέσα σε ‘κείνη τη νεκρική σιγή πού ‘βασίλευε, άκουγότανε, ένας γεροπλάτανος, που ήτανε εκεί κοντά, να βογγάη αγάλια αγάλια, σάν νάκλεγε κι’ αυτός για τα τόσα άμοιρα παλληκάρια πού ήσαν θαμμένα από κάτω στον ίσκιο του, και τόσο κρυφά, σαν να ‘φοβότανε μην πάη και τα ξυπνήση από τον βαθύ τους και γλυκό ύπνο. … 

Κάποτε, κάποτε εδιάβαιναν από ‘κείθε από ένας ένας οι στρατιώτες, μα κι αυτοί χλωμοί με σκυμμένο κάτω το κεφάλι.  Κάπου κάπου δε ‘φαινότανε και κάνα δάκρυ να λαμπυρίζη μέσα στα μάτια τους. ‘Εκαναν σαν ξεχασμένοι το σταυρό τους μα καθώς βλέπανε την δυστυχισμένη εκείνη μάνα που βρίσκονταν βουβή εκεί χάμω, τότε τους έπιανε ένα παράπονο και τα δάκρυα τόσο πολύ ετρέχανε, ώστε εφεύγανε πάλι, γιατί δεν μπορούσαν να βαστάξουν από την λύπη. Εφεύγανε όμως με ήσυχο σαν νεκρικό βήμα, γιατί ίσως δεν θα θέλανε να τους δή εκείνη η άτυχη. 

Το είχε μονάκριβο ή άμοιρη εκείνο μόνο το παιδί της είχε απομείνει. Είχε κι’ άλλο ένα λεβεντόπαιδο, το καμάρι της γειτονιάς μα ! της άτυχης της το πήρε κι’ αυτό άσπλαγχνα ο χάρος. Οκτώ ημέραις έδερνότανε απάνω στο κρεβάτι του, χωρίς καμιά ελπίδα, και στης εννιά πέθανε στην αγκαλιά της. Ο θάνατός του της έκαψε την καρδιά. Αλλά μέσα στην τόση απελπισία της, μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι έφεγγε σαν μικρό φώς πού μπορούσε να ελπίζη, το άλλο της το παιδί, αχ αυτό που ήτανε τώρα μπροστα της μέσα στον τάφο. Η δύστυχη, το είχε κρυφή χαρά και είχε μια τόσο καλή καρδιά · με κανένα ποτέ δεν είχε μαλώσει, όλος ο κόσμος είχε να πη γι’ αυτό.

  Αλλοίμονο όμως ήρθε ο πόλεμος και της το πήρανε κι’ αυτής. “Εφυγε χαρούμενο, με χίλιαις ελπίδες πώς θα γυρίση, την εμάλωσε μάλιστα όταν την είδε πού έκλαιγε, γιατί του έφαινότανε πώς ήτανε κακό. Από το στρατόπεδο της είχε στείλει τρία γράμματα και της έγραφε πολλά. Ύστερα από κείνα δεν έλαβε άλλο. ‘Αρχισε κι’ ανησυχούσε και έγραφε άκοπα γράμματα μα ! αλλοίμονο απάντησε καμιά. Τότε απελπίστηκε, άρχισε να φοβήται, έκλαιγε πολλαίς φοραίς χωρίς να το θέλη, έδερνότανε, ετραβούσε τα μαλλιά της, γιατί της εφαίνετο σαν κάτι να της έλεγε μέσα της πώς της το σκοτόσανε το παιδί της. 

Δεν είχε άλλο να κάμη παρά να γράψη στο λοχαγό του, οποίος ήτανε φίλος του παιδιού της από πρώτα. “Εστειλε λοιπόν γράμμα και τον παρακαλούσε να της γράψη αν ζη το παιδί της ναι ή όχι και να μή της το κρύψη διόλου.

Επερίμενε αρκεταίς ημέραις, μα αυτής της φαινότανε πώς η ημέρα ήτανε χρόνος. Είχε μεγάλη αγωνία, στο κρεβάτι δεν είχε πέσει, να κοιμηθή δεν μπορούσε.  Είχε μία στενοχώρια απερίγραφτη. 

Έκαθότανε μέσα κλεισμένη νύχτα μέρα, κι’ άλλη δουλειά δεν έκανε παρά έδιάβαζε της τρείς επιστολαίς του παιδιού της. 

Μία ημέρα όμως εκεί που καθότανε σκυμμένη  απάνω ‘ς το τραπέζι ακούει να  κτυπάνε την πόρτα της. Πετάχτηκε αμέσως από την θέση της κι’ επήγε κι άνοιξε την πόρτα. Το γράμμα που περίμενε ήρθε. Το πήρε στα χέρια της αλλά εδίσταζε να το ανοίξη. Της ήρθε σαν σκοτούρα κι’ επήγε κι’ εκάθησε στην καρέκλα. Εκεί το άνοιξε τα μάτια της ελάμπανε σαν του αστρίτη και ετρέχανε απάνω στο γράμμα εδώ κι’ εκεί; ‘Εψαχνε να δη μήν έγραφε για… θάνατο. 

Άξαφνα βγάνει μια φωνή σπαραχτική  και πέφτει χάμω λιποθυμισμένη. 

Εδιάβασε η άμοιρη τον θάνατο του παιδιού της. 

Οι γειτόνοι είδανε τον γραμματοκομιστή, μα δεν ξέρανε πώς έτρεχε τέτοια δουλειά. Τον έρωτήσανε από πούθε ερχότανε και αφού έμαθανε πως ήτανε από το στρατόπεδο ήσυχάσανε, γιατί ενόμισαν πως το έστελνε το παιδί της.  Ύστερα από λίγαις  μέραις είδανε το σπίτι της κλειστό. ‘Αρχισαν ν’ ανησυχούνε. Ναι μεν δεν την έβλεπαν γιατί δεν έβγανε από τότε που έφυγε το παιδί της, μα τώρα νάναι κλειστό και  το σπίτι της κάτι κακό πράγμα θα έγινε.  Ερώτησαν λοιπόν εδώ, εκεί, εγύρισαν όλα τα γνώριμα σπίτια, μήπως την είδαν,  αλλά παντού όπου κι αν ρώτησαν, δεν ήξευραν γι’ αυτην τίποτε.  Μια, μέρα όμως ‘κεί που ρωτούσαν, έμαθαν πως την είδαν ντυμένη κατάμαυρα κι’ εμπήκε σ’ ένα ατμόπλοιο πού έφευγε για  το στρατόπεδο… 

Αχέρων

ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 1937 

ΠΑΤΡΑΙ, ΠΕΜΠΤΗ, 4 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1897 

ΕΤΟΣ ΙΑ’. 

Ο ΕΦΕΔΡΟΣ

Δόσατέ μου σας παρακαλώ κύριοι ό,τι ευχαριστείσθε για να πληρώσω τον ναύλο να πάω στο σπήτί μου…

Τας λέξεις ταύτας απηύθηνε προς όμιλόν τινά, μετ΄ενδομύχου λύπης, ως εδείκνυε το πρόσωπόν του το καταμέλανον, το οποίον ιδρώς περιέβρεχεν, άνθρωπος μετρίου αναστήματος, φέρων ενδυμασίαν χωρικήν πλήν του σάκκου και του πίλου,κ άτινα αντικαθίστα η βλούζα και το πηλίκιιον.  Ήτο στρατιώτης της ηλικίας οτυ 85, ήν οι κυβερνήται μας τώρα εθεώρησαν περιττήν πλέον και προς απόλυσίν της ενόμισαν καθήκόν των μόνον, να εκ΄δωσωσι το σχετικόν περί τούτου διάταγμα, αδιάφορον αν οι ατυχείς ούτοι στρατιώται στερούνται μέσων προς επάνοδος εις τας εστίας των.  Και ως εκ τούτου βλέπεις στρατιώτης καταλιπόντα  τέκνα και σύζυγον ή φέροντας γονείς και αδελφάς, σπεύσαντα εις την φωνήν της Πατρίδος, μη ελπίζοντα να επανέλθη και αφίταντα εν τη οικία του την λύπην και την δυστυχίαν να επαιτή τι;  Να επαιτή τον ναύλον της επανόδου του εις την προσφιλή του οικίαν.

Οία ειρωνεία!  Οίος εξευτελισμός!

Ο πρώην σφριγών υπό του ιερού προς την Πατρίδα ενθουσιασμού, ο μεταβάς εις το πεδίον της τιμής καθάριος εύρωστος, υγιής, χαίρων, επανέρχεται νύν καταπεπονημένος, άπελπις, φθειριών και το χείριστον επαιτών και πηγαίνει;  ‘Α!  πικρόν μειδίαμα αναβαίνει επί των χειλέων μου, αποτέλεσμα του ψυχικού πόνου, όστις με καταλαμβάνει αναλογιζόμενος τι υπέφερε και τι θα υποφέρη ο δυστυχής Έλλην, ένεκεν της επαισχύντου αναλγησίας των κυβερνητών του, πηγαίνει ο τάλας στρατιώτης να εύρη όπως κατέλιπεν την οικίαν του, τα τέκνα του την σύζυγόν του;  Πηγαίνει ν΄ανακουφισθή εκ των φρικτών ταλαιπωριών άς υπέστη εις το στρατόπεδον;  Όχι.  Πηγαίνει να εύρη την οικογένειάν του πεινώσαν, ελεεινή, γυμνητεύουσαν ήδη, πηγαίνει να εύρη τα κτήματά του ακαλλιέργητα, σχεδόν φθίνοντα, πηγαίνει ο τάλς να ριφθή πάλιν, μη δυνάμενος άλλως να πράξη ά τε βλέπων το φάσμα της πείνης να τον πλησιάζη, να ριφθή πάλιν εις τον βιοπαλαιστικόν αγώνα, να μοχθήση να κοπιάση υπερανθρώπως, διότι ο δυστυχής αισθάνεται την πείναν κρούουσαν αδιαλείπτως την θύραν της οικίας οτυ και νομίζει ότι ακούει τα τέκνα του πεινώντα κλαίοντα, τείνοντα προς αυτόν τας χείρας να ζητώσιν άρτον….

Τον εκάλεσε τότε η Πατρίς προς βοήθειαν, τον ήρπασεν εκ της εστίας του ίνα τον μεταφέρη εις το πεδίον των μαχών, να πολεμήση, ν΄αποθάνη, τα οποία ούτος ευχαρίστως ήθελεν υπομείνει χάριν αυτής.

Τώρα η αυτή ιδία Πατρίς τον εγκαταλείπει εις το έλεος του Θεού, τώρα πλέον δεν τον γνωρίζει, τώρα δεν είνε το τέκνον της εκείνο, ού επικαλείτο την συνδρομήν, δεν είνε τώρα ο υπερήφανος στρατιώτης της, δεν τον γνωρίζει πλέον.

Τώρα δεν είνε δι΄αυτήν τίποτε και ομοιάζει σαν να του λέγη

-Πήγαινε εις την εστίαν σου, επάνελθε εις τα τέκνα σου, δεν μοί χρειάζεσαι πλέον.

Και όταν ο τάλας αντείπη την έλειψιν των μέσων, στρέφει αύτη τα νώτα και απέρχεται προσσποιουμένη ότι δεν ήκουσεν αυτόν….

Αλλά δεν πταίεις σύ τάλαινα Πατρίς.  Όχι, δεν πταίεις σύ.  Πταίουν οι διά τυχοδιωτικών μέσων γιγνόμενοι εκάστοτε κυβερνήταί σου, αυτοί πταίουν αυτοί σε ητίμασαν, αυτοί σε κατέστρεψαν, αυτοί σε κατέσχισαν και σε κατέστησαν πτώμα…..

Θα έλθη όμως καιρός………. 

Αχέρων

ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 1946 

ΠΑΤΡΑΙ, ΚΥΡΙΑΚΗ 14 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1897

ΕΤΟΣ ΙΑ’. 

ΟΙ ΑΙΣΙΟΔΟΞΟΙ 

Μπα ! πίσω πόλεμο; δεν εντρέπεσε αδελφέ ! … ούτε στ’ όνειρό σας δεν πρέπει να το φαντάζεσθε… Δεν θέλουν έλεγχον… ο έλεγχος θα μας σώση, θα μας δώση  την ησυχίαν μας… θα σωθούμε … 

Και όλο θα μας σώση ο έλεγχος εγκρίνιαζε κεκυφός τι γερόντιον…. 

– Τι βρ’ αδελφέ πόλεμο; τα ίδια πίσω; δεν λέτε έλεγχο παρά πόλεμο· η ήττα μας (!) μάς έσωσε και ο έλεγχος θα μας σωφρονίση. Γιατί αν νικούσαμε θα το επέρναμε απάνω μας, θα ετρελλαινόμεθα: καλλίτερα που ήλθαν έτσι τα πράγματα… 

Επρόφερε μετά θράσσους ένας υπάλληλος ανώτερος … 

‘Ετριψα καλά τα μάτια μου, τους κύτταξα, τους παρετήρησα προσεκτικά, τους έκαμα ανατομίας με τους οφθαλμούς μου, μήπως δεν είδα καλά, μήπως και ηπατήθην…. 

Δεν επίστευα ό,τι ήκουσα να το ειπή, να τολμήση να το προφέρη ένας, μα και και ο τελευταίος Έλλην. Και όμως το ήκουσα και είδα καλά ποιος το είπε δεν  ηπατήθην όχι, το είπε Έλλην, επιστήμων, νομοθέτης και …. ανώτερος υπάλληλος. Τάλαινα Πατρίς…. δεν επερίμενα να τα ακούσω. Ιδού λοιπόν πατριώται, ιδού αισιόδοξοι περί της καταστροφής σου. Εκοκκίνισα, εκιτρίνισα και εγώ δεν γνωρίζω πόσα χρώματα ήλλαξα εις το διάστημα της απαισίου συνομιλίας των. Φαντάζομαι την ψυχικήν τους γαλήνην, φαντάζομαι τον βρεφικόν ύπνο τους, φαντάζομαι τέλος την …. ευτυχία τους … 

Ευτυχείς αυτοί, αισιόδοξοι, ήρεμοι. διατί ; διότι ένικήθημεν, διότι επροδόθημεν, διότι ητιμάσθημεν, διότι ίσως, το οποίον δεν το ελπίζω να γίνη, νά αλυσοδεθώμεν και ταφώμεν δια παντός εν τη ατιμία … 

Ευχαριστήθησαν διά την ήτταν μας, διότι θα το επέρναμε επάνω μας (!) θέλουν τον έλεγχον, διότι θα μας σωφρονήση!!, διότι τους αρέσει, τους ευχαριστεί.. 

Και ποιοι είνε αυτοί ; Α! ιδού, έλληνες, επιστήμονες. Μάλιστα. Αυτοί οίτινες έπρεπε να φωνάζουν νυχθημερόν εις τους άλλους τον επερχόμενον κίνδυνον, αυτοί οίτινες γνωρίζουν τι εστί έλεγχος και ποία τα αποτελέσματα αυτού. 

Γνωρίζουν ότι έλεγχος είνε καθώς η φθίσις, ήτις κατατρώγουσα το σώμα του ανθρώπου, τον μαραίνει και τέλος τον αφανίζει. Το γνωρίζουν αυτό. Και όμως υποστηρίζουν ν’ αποθάνωμεν τον διά φθίσεως θάνατον, άδοξοι, καταφρονημένοι, επικατάρατοι υπό των προγόνων τε και υπό των επερχομένων ελληνικών γενεών παρά να αποθάνωμεν ένδοξοι επί του πεδίου της τιμής, ευλογούμενοι υπ’ αυτού του Θεού και αποδεικνύοντες τοις χαμερπέσιν Γερμανοεβραίοις και εις τους ακολούθους τούτων πώς ξεύρει ο Έλλην να ζη και ξεύρει πώς ν’ αποθάνη …. 

Οίμου τάλαινα Πατρίς …. 

Αχαίρων 

ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 1960 

ΠΑΤΡΑΙ, ΚΥΡΙΑΚΗ 28 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1897 

ΕΤΟΣ ΙΑ’. 

Ο ΤΙΜΩΡΟΣ ΚΑΙ ΕΚΔΙΚΗΤΉΣ

…Και τον είδον το μαστίγιον ανά χείρας έχοντα, αυστηράν την όψιν, μαστιγούντα και εκδιώκοντα αυτούς, οίτινες κάτω την κεφαλήν νεύοντες, έφευγον όπως κρυβώσιν εις μέρος τι μάλλον σκοτεινόν, μάλλον αόρατον, ένθα ίσως ήλπιζον να εύρωσι προσωρινήν ησυχίαν και …ανάπαυσιν. Εφόρουν ακόμη την υπ᾽ αυτών κηλιδωθείσαν εκ του αίσχους των στολή, ουζί όπως μετά των τους βαθμούς εκδεικνυόντων άστρων.

Το πιλικιόν των δεν είχε πλέον τας γραμμάς εκείνας….ούτε ο Σταυρός μετά του Στέμματος εφαίνετο επ΄αυτού.   Οι την ηχηράν και ολίγον σπασπωδικήν φωνήν παράγοντες πτερνιστήρες έλειπον· Η δε ενίοτε γρυλλίζουσα σπάθη…..απουσίαζεν.

Έφευγον, έφευγον ως οι τελευταίοι κατάδικοι:  η δεν κηρινή μορφή των προεκάλει την λύπην και τον οίκτον. Ταυτοχρόνως ηκούετο η σάλπιγξ λυπηρώς ηχούσα την….καθαίρεσιν.

Και ανεμνήσθην του Χριστού εκδιώκοντος εκ του ναού τους αργυραμοιβούς και διαφόρους πωλητάς, οίτινες εβεβήλουν τον οίκον του πατρός του πωλούντες και ….αγοράζοντες.

Οποία αλληγορία και ….ομοιότης.

Τους εξεδίωκεν ο Χριστός, διότι υπό την πρόφασιν της προσευχής εισήρχοντο και επώλουν και εμπορεύοντο.

Τους εξεδίωκεν ο Στρατηγός διότι υπό το πρόσχημα και την πρόφασιν ότι θα υπηρετήσουν και θεραπεύσουν την Πατρίδα την…..

Και εις αμφότερα προδοσία και βεβήλωσις.

. . . . . . . . . . .

Τους παρετήρουν μετά οίκτου, έβλεπον την μάστιγα πίπτουσαν άσπονδον και ανεηλεή επί της ράχεώς των, επί του προσώπου των.

Ρίγος με κατέλαβε. Ετόλμησα  ο τάλας να ρίψω μίαν ματιάν επί του πελωρίου Στρατηγού, αλλ’ έν σοβαρόν βλέμμα του τόσον σεβασμόν και φόβον συνάμα μοι ενέπνευσε, ώστε αυθωρεί ένευσα προς την γήν.

Και ήκουον την φοβεράν και βροντώδη φωνήν του συγχεομένην μετά των κρωγμών της μάστιγος να λέγη.

«Άνανδροι…. Προδόται…. αφανίσθητε» ….

Και ηννόησα ευθύς οποίον έργον ετελείτο, οποία καταδίκη εγίγνετο και οποία σωτηρία προεκηρύσσετο….

Τότε η καρδία μου η εκ του φόβου ψυχρανθείσα, εθερμάνθη ολίγον και ανεσκίρτησε και …. ετόλμησα να αιωρήσω πλάνον τι και περιδεές βλέμμα επί του στρατηγού….

Έτερον τότε θέαμα με κατέστησε σχεδόν εννεόν.

Άνωθεν και πέριξ του Στρατηγού είδον, την κόμην μακράν και πάλλευκον έχοντας, τον Κολοκοτρώνην και Καραϊσκάκην, τον Κανάρην και Μιαούλην και εν κύκλω πάντας τους λοιπούς ήρωας και ελευθερωτάς μας.

Τους έβλεπον με άπληστον όμμα, η δεν καρδία μου έπαλλεν ευφρόσυνος και ηγάλλετο…

Έβλεπον τους ημιθέους εκείνους, τους ατρομήτους εκείνους ήρωας, παρισταμένους εις την εκτέλεσιν της δικαίας εκείνης τιμωρίας, ωσανεί να ήθελον διά της παρουσίας των να επιδοκιμάζουν την σωτήριον και εκδικητικήν ταύτην πράξιν του Στρατηγού και ήμην ευδαίμων….ευτυχής….πλήν….. εκκωφαντική βροντή μετά τυφλωτούσης αστραπής με έφερεν εις….το γραφείον μου καθήμενον και πρό εμού έχοντα ανηρτημένην την εικόνα του Στρατηγού ανά μέσον των εικόνων των ημιθέων του εικοσιένα….      

Αχέρων

ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 1962 

ΠΑΤΡΑΙ, ΤΡΙΤΗ 30 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1897 

ΕΤΟΣ ΙΑ’. 

ΗΜΕΡΑ ΤΗ ΗΜΕΡΑ

«ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΕΡΑΣΗ»

Βαρύς υπό των εθνικών συμφορών μετέβην μετά τίνων φίλων μου ή μάλλον εφέρθην υπ΄αυτών είς τι ποτοπωλείον, όπως, κατά την εν Πάτραις συνήθειαν λάβωμεν το ορεκτικόν. Εισήλθομεν εντός εγώ δε εσκοτισμένος υπό πολλών σκέψεων και ιδεών καθίσας ερέμβαζα, ουδόλως προσέχων εις τας ευτραπέλους γλυαρίας των ομοτραπέζων μου.  Και τοι τους παρετήρουν οι οφθαλμοί μου, εγώ όμως δεν τους έβλεπον ή μάλλον τους έβλεπον αλλά δεν τους εώρων.

Κυριολεκτικώς είχα πελαγώσει εν τη ρέμβη του απείρου, εν τη υπνωτική και συνεφώδει εκείνη ατμοσφαίρα…..

Μόνον, ότε εμέλλομεν να πίωμεν, εισήλθον εις την πραγματικότητα και έλαβον το προσφερθέν ποτήριον ίνα πίω.

Και προς στιγμήν διελύθησαν τα μελανά και σκοτεινά νέφη, άτινα με περιεκύκλουν.

Έλαβον το ποτήριον και αναισθήτως έφερον εις τα χείλη μου τούτο.

Αίφνης εσταμάτησαν οι οφθαλμοί μου επί του τοίχου, επί τινος καλλιτεχνικού πλαισίου όπερ είχε καλλιτεχνικώς γεγαμμένας τας λέξεις:

Κι’ αὐτὸ θὰ περάσῃ

Θα περάση κι᾽αυτό, έλεγε· ποίον;  Τι ήθελον αι λέξεις αύται να είπωσιν;  Εσκέφθην…..

Θα περάση το έτος αυτό το δυστυχές το άθλιον, το υπό πάσαν έποψιν κακόν;

Θα περάση το δυστύχημα και το πένθος της ταλαίνης Πατρίδος, το τόσον σκληρόν και ανέλπιστον;

Ά μήπως ήθελε να είπη ότι θα περάση κι᾽ αυτό το εν τω ποτηρίω ποτόν και ότι ένεκεν τούτου χρήζει νέου τοιούτου;

….Αγνοώ ….

Και εσκέφθην την ιδεώδη, την πραγματικήν, την στερεότυπον εφ΄όλων των πραγμάτων αλάνθαστον αυτήν αλήθειαν.

Και εβυθίσθην εν τω απεράντω πελάγω των σκέψεων….

Και μοί εφάνη ως να είδον εν τω απείρω γεγραμμένην ταύτην την λέξιν:

Έλπιζε.

. . . . . . . . .

Όταν εξήλθομεν του ποτοπωλείου η καρδία μου ήτο ολιγώτερον βεβαρυμένη, ανέπνεον ανετώρερον, διότι μοί εφάνη ότι και αυτή η λαθραίως επί του προσώπου μου πνεόυσα γλυκεία και ναρκωτική αύρα, μοί εφάνη λέγω, ότι και αυτή ως να μοί εψιθύριζεν εις το ούς μου, ηδονικώς

Έλπιζε……

                                                                                         Αχέρων

ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 1963 

ΠΑΤΡΑΙ, ΤΕΤΑΡΤΗ 1 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1897 

ΕΤΟΣ ΙΑ’

ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Τα υψηλά αλώνια άρχισαν να ευμοιρούν ολίγων περιπατητών.  Η γραφικωτέρα θέσις της πόλεώς μας, η μαγευτική αυτή είνε· βλέπεις την δύσιν του Ηλίου· βλέπεις αυτόν κόκκινον εκ της θερμότητος σπεύδοντα να λουσθή.

Χ

Τα δενδράκια πρό πάντων αυτής της πλατείας των υψηλών αλωνίων, είνε κάτι τι έξοχον, ποιητικόν· μοιάζουν σαν μποκεδάκια το ένα κοντά στο άλλο αδελφωμένα σαν να φιλιώνται, σαν να κρυφομιλούν.

Χ

Ημείς όμως δεν την εκτιμώμεν· μόνον η φύσις και οι ξένοι επισκέπται· ημείς τίποτε.

Χ

Και επειδή ο λόγος περί πλατείας, αυτή η πλατεία του Αγ. Γεωργίου ομοιάζει σαν αποχερσωθέν χωράφιον. Ανωμαλία εδάφους πρωτοφανής διά πλατείαν. Αυτή η ιστορικοτέρα, η τόσας αναμνήσεις εθνικάς περικλείουσα, αυτή είνε η πλέον εγκατελελειμμένη· μερικά ασθενικά, φθισικά δενδράκια κι’ αυτά εγκαταλελειμμένα υπάρχουν, και εις το μέσον η λιμνάζουσα ενίοτε στέρνα.

Χ

Μετ’ ολίγον θα έχωμεν τελείαν και υπό πάσαν έποψιν την Παντάνασσαν πρώτην εκκλησίαν εν τη Ελλάδι. Έν κόσμημα αξιόλογον της πόλεως. Μένει μόνον να γείνη η πρό της εκκλησίας πλατεία, δηλαδή το πρό αυτής νύν τετράγωνον αυτό όμως εις το…μέλλον.

Αχέρων

ΕΤΟΣ ΙΑ’. 

ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 1985 

ΠΑΤΡΑΙ, ΣΑΒΒΑΤΟΝ 23 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1897 

ΚΑΙ ΣΥ ΒΡΟΥΤΕ;

Τέλεον απογοητευμένος, ανεγίνωσκον εν τω αναγνωστηρίω τας τοσούτον φρικτάς αποκαλύψεις των διαφόρων εφημερίδω διά την ήτταν μας, ήτις ήδη αποδεικνύεται προεσχεδιασμένη.

Βαθεία η σιγή επεκράτει· μόνον ξηρός τις βηξ κάποτε ηκούετο και τίνες μονόλογοι ομοιάζοντες ολίγον προς μυκηθμούς και την επιδοκιμασίαν ή τουναντίον, των αναγιγγνωδκομένων δηλούντες.

Εκ τω μέσω όμως της σιγής ταύτης ακούεται αίφνης μικρός θόρυβος μετατιθεμένου καθίσματος· συγχρόνως δε επιφωνήματά τινα αγανακτήσεως μάλλον ή απορίας και κύριός τις λέγων προς έτερον ταύτα:

-Φρίκη φίλε μου φρίκη….απελπισία!  γι΄αυτό λοιπόν ηττήθημεν χωρίς να νικηθώμεν τας απάτριδας!…….   γι΄αυτό έλεγον άνανδρον και δειλόν τον στρατόν μας διά να καλύψουν το αίσχος των….οι δείλαιοι…..διατί εγκαταλείφθη το Μάτι….η Λάρισσα; Μη και είχομεν έλλειψιν επιτηδείων, μήπως ενικήθημεν, μήπως εδειλίασεν ο στρατός μας πολεμών;  …τους αθλίους· όχι!  όχι!

-Μα τότε λοιπόν διατί;  Μήπως και….

-Ιδού διατί· ιδού· διότι υπεχωρούμε· ουδόλως πολεμούντες και διότι ηττήθημεν νικώντες· τα εννοεις λοιπόν τι σημαίνουν αυτά τα οξύμωρα σχήματα;  Τα εννοείς; ….Δυστυχής Ελλάς! Πάντοτε και εν τη καρδία σου ακόμη θα ενδιαιτώνται οι καταστροφείς σου;  Καλά οι εξωτερικοί σου εχθροί, οι οποίοι αναφανδόν σε επολέμουν, σε επεβουλεύοντο, σε κατεδίωκον · αλλά αυτοί…..αυτά τα τέκνα σου; Πόσον ομοιάζεις τάλαινα τον Καίσαρα πόσον τον ομοιάζεις.  Και αυτός ο δύστηνος εχθρούς ενόμισε μόνον εκείνους, οίτινες φανερά τον επολέμουν, αγνοών ότι και εν τω οίκω του και μεταξύ των προσφιλεστάτων αυτώ ενυπήρχον οι δολοφόνοι του· και ότι εδολοφονείτο μη δυνάμενος ακόμη και τότε να πιστεύση, ότι οι φίλτατοι αυτώ οικείοι του τον εδολοφόνουν, εφώναξεν απελπιστικώς:

«Και σύ Βρούτε;»

Πόσον αρμόζει και εις σε αθλία Πατρίς ν’ αναφωνήσης, περιχεομένη υπό των αιμάτων των ρεόντων εκ των τραυμάτων σου λυπηρώς και μάλλον οικείως:

«Και σείς τέκνα μου;»

Πώς ενεπαίχθημεν οι ταλαίπωροι…πόσον ηπατήθημεν…..τους δολοφόνους!…..

-Μα μήπως είνε τυχόν υπερβολικά, υπέλαβεν ο έτερος κύριος δειλώς.

-Υπερβολικά; Αυτά υπερβολικά;…

Εάν ήταν υπερβολικά ή και ψευδή έπρεπε αμέσως να διαψευσθώσιν και να φυλακισθώσιν οι ταύτα αποκαλύπτοντες αλλά αλλοίμονον · όλα είνε αλήθειαι πικραί μεν δι’ ημάς, δι’ αυτούς όμως…

Και έβηξεν σπασμωδικώς.

Και πάλιν η προτέρα σιγή επανήλθε, αλλά μελαγχολικωτέρα και μάλλον νεκρική….

Εν τω μέσω ταύτης ανεμνήσθην των αποφράδων εκείνων ημερών, ας η μία μετά την άλλην κατέφθανον αι ειδήσεις περί εγκαταλείψεως δ ι α δ ο χ ι κ ώ ς των διαφόρων θέσεων. Και ανεπόλησα την θλίψιν, ήτις πάντας κατέλαβεν επί τούτοις, την απογοήτευσιν, την απελπισίαν…

Και ενεθυμήθην τας παννυχίους εκείνας συζητήσεις επί των τριόδων και πλατειών και των διαφόρων κέντρων και την από τότε αμφιβολίαν του λαού ως προς την διεύθυνσιν του πολέμου· την οσημέραι επαυξάνουσαν ιδέαν περί της προσχεδιασθείσης ήττης μας και νύν ταύτην επιβεβαιουμένην….

Δεν ηδυνήθην πλέον να μείνω εντός, αι χείρες μου σπασμωδικώς εκινούντο και σκοτοδινία ήρχισε να με καταλαμβάνη, ηγέρθην και εξήλθον, ίνα αναπνεύσω ολίγον την εσπερινήν αύραν, και ίνα άλλαι ιδέαι εισχωρήσουν εις το εσκοτισμένον κρανίον μου….

Και ενώ εβάδιζον σύνοφρυς, σκεπτικός ανεμνήσθην πάλιν το του Καίσαρος:

«Και σύ Βρούτε;» ..,…

                                                                                         Αχέρων

ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 1992

ΠΑΤΡΑΙ, ΠΕΜΠΤΗ 30 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1897 

ΕΤΟΣ ΙΑ’. 

ΠΑΡΕΡΓΑ

Η ΜΟΥΣΙΚΗ

Αντιθέσεις επί αντιθέσεων.

Η πλατεία ήτο κατάμεστος κόσμου, ήτο αληθές ανθρωποστίβαγμα· πληθώρα εκ του θήλεως ή του ωραίου, όπως θέλετε, φύλου, οι κομψευόμενοι ντιστεγκέδες και αυτοί εις ουχί  μικράν ποσότητα ήσαν. Τα καθίσματα των πέριξ της πλατείας καφενείων και ζαχαροπλαστείων πλήρη μέχρις ενός. Τα πολυτελή και μοδέρνα (;) γλυκίσματα και διάφορα ποτά επηγαινοήρχοντο ακαταπαύστως και κατεβροχθίζοντο ανηλεώς.

Τα γελαστά και φαιδρά πρόσωπα πάντων και πασών εδήλουν την υπερπληρούσαν αυτούς χαράν και ψυχικήν τέρψιν, αι δε μετά πολλής επιτετηδευμένης στωμυλίας συνδιαλέξεις των επλήρουν τον πνέοντα αραβίαν όλον ασφυκτικόν και στενόν εκείνον χώρον του πηγαινοερχομού.

Εδώ γέλωτες και καγχασμοί ένεκεν επιτυχίας αστεϊσμού τινος, εκεί τρυφεροί χαιρετισμοί επακολουθούμενοι από ρεβερέντσιαις ήγουν από εδαφιαίας υποκλίσεις, παρέκει βλέμματα υπόπτου προελεύσεως στεναγμοί και που και….. επιψαύσεις…. Διατί η τοσαύτη συνάθροισις και πληθύς; Μήτοι και σπουδαίον τι μελετάται; Μήτοι (ένεκεν του δεσπόζοντος κατά τον αριθμόν ωραίου φύλου) και προμηνύεται συλλαλητήριον προς αποσκοράκισιν της ασκόπου πολυτελείας και υποστήριξιν της εγχωρίου βιομηχανίας;…. Όχι,  ούδεν εξ αυτών· ούτε το πρώτον, διότι εις τα σπουδαία τρέχομεν ως αι χελώναι και βαδίζομεν ως οι καρκίνοι, ούτε το δεύτερον, διότι τούτο διαψεύδουσιν οι περικαλλείς ανθώνες και ορνιθώνες, οι εναέριοι ούτως ειπείν, οι επί των κεφαλών των γυναικών στηριζόμενοι. Αλλά διατί λοιπόν;… Ά! σύνηθες· θα παιανίση η μουσική και…. ιδού ακούεται το τύμπανον αυτής ερχομένης…….

. . . . . . . . .

Η μουσική ήλθεν…. παιανίζει ήδη το εμβατήριον. Πάντες ανακουφίζονται· πόσον ωραία παιανίζει· πόσον καιρόν είχομεν να την ακούσωμεν. Φαντάσου εννέα όλους μήνας χωρίς μουσικήν…. πώς υπεμείναμεν· αλλά τώρα πλέον. . . . τα πάντα βαίνουσιν κατ΄ευχήν. . . . . . 

Και ενώ η μουσική επαιάνιζε μελωδικώτατα και οι πάντες ηγάλλοντο και αι γαστέρες πολλών επληρούντο πολυδαπάνων του ενός κατόπιν του άλλου ερχομένων γλυκισμάτων, εν μια άκρα της πλατείας θα έβλεπε τις μικράν ομάδα προσφύγων ρακενδύτων και ριγούντων, εκ των οποίων άλλοι μεν καθήμενοι οκλαδόν κατεβρόχθιζον απλήστως μικρόν τι τεμάχιον άρτου, άλλοι δε όρθιοι, κεκυφότες και την απελπισίαν εζωγραφισμένην έχοντες εν τω προσώπω, περιλύπως εθεώντο τον εν τη πλατεία ποικιλόχρωμον και φαιδρόν συρφετόν. . . . 

Οποία ειρωνική αντίθεσις!..,…

. . . . . . . . .

Πόσον ωραία, πόσον καταλλήλως πόσον ειρωνικώς ήθελες ανακράξει το αθάνατον εκείνο, ώ Αίσωπε:  «τῶν οἰκιῶν αυτῶν ἐμπιπραμένων οὖτοι ἅδουσιν, οἱ κοχλίαι!….»…….

Και μοί επανήλθεν η εντύπωσις εκείνη, ήν μοί παρήγαγεν η μουσική, προηγουμένην τινά εορτήν, παιανίσασα τον εθνικόν μας ύμνον.  Και πάλιν, ως και τότε τα ώτα μου εβόμβουν και μοί εφάνη ως να ήκουον και πάλιν τον ύμνον παιανιζόμενον ουχί ως ποτέ, ενθαρρυντικόν και μετά στόμφου, αλλά λυπηρώς, μετά δέους, και ειρωνείας και οιονεί προς ημάς την νεωτέραν γενεάν του 97 λέγουσαν «Δυστυχής παρηγορία, μόνο σ΄έμενε να λές | περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να….κλαις ( ; ; )! »

Αλλοίμονον! . . . . . .

Αχέρων

ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 1999 

ΠΑΤΡΑΙ, ΠΕΜΠΤΗ 6 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1897 

ΕΤΟΣ ΙΑ’. 

Ο ΕΚΦΥΛΙΣΜΟΣ

Μεταξύ των πολλών και διαφοροτρόπων υπονομεύσεων προς κατάπνιξιν του εθνικού μας φρονήματος και αποκτήνωσιν ημών, υπό των ενόχων, παρουσιάσθη πρό τινων ημερών και η απαγόρευσις της παραστάσεως μερικών εθνικών δραμάτων υπό της αστυνομίας της πρωτευούσης κατ΄ανωτέραν εντολήν……

Απηγορεύθησαν δε ταύτα διατί νομίζετε ώ Έλληνες; Διότι είνε εθνικά, διότι είνε Ελληνικά· διότι εις την παράστασις εμφανίζεται το ελληνικόν μας ένδυμα, το ένδυμα των πατέρων μας, των ελευθερωτών μας, η φουστανέλλα, το φέσι, το τσαρούχι· διότι ακούονται κελαδούμενα τα αθάνατα των πατέρων μας άσματα, τα άσματα εκείνα, τα οποία αδόμενα ενεθάρρυνον τους πατέρας μας και έφερον αυτούς προς την ελευθερίαν, τα οποία και νύν αδόμενα μας ενθυμίζουν την Ελληνικήν γενεάν του 21, τα κατορθώματα αυτής και τον ιδικόν μας προορισμόν.

Χ

Γνωρίζομεν πόθεν πηγάζει η ανωτέρα αύτη εντολή της απαγορεύσεως.

Ώ της κουφότητητος, ώ της ηλιθιότητός των!…. Νομίοζουσιν ότι θα καταπνίξουν τοιουτοτρόπως το μένος, την οργήν τον πόθον της εκδικήσεως…..

Δεν θέλουσι να εμφανίζεται εις την  σκηνήν η φουστανέλλα, δεν θέλουσι να ψάλλωνται τα ελληνικά άσματα ·γνωρίζουσιν οι δόλιοι ότι εις ταύτα ο και πλέον αναίσθητος ο και πλέον τελευταίος Έλλην σκιρτά εκ του ενθουσιασμού, αναζωογονείται εν αυτώ το αίσθημα της πατρίδος, του καθήκοντος και παράγονται λαμπηδόνες, αρκεταί προς παραγωγήν ηθικής θερμότητος και εθνικού συναισθήματος εν τη ψυχρά και μαύρη αυτού καρδία.

Δεν θέλουσι την αναπτέρωσιν του εθνικού φρονήματος νύν, ότε έπρεπε να αναζωογονήται αυτό προς εξουδετέρωσιν της απογοητεύσεως, ήτις πάντας κατέλαβε, κατόπιν του εθνικού δυστυχήματος, όχι δεν θέλουσιν αυτό.  Θέλουσι και επιζητούσι διά διαφοροτρόπων καταχθονίων μέσων τον εκφυλισμόν μας. Θέλουσι να μας καταστήσωσιν αναισθήτους, ζώα, κτήνη, τοιούτους, ώστε να μην εννοώμεν τι γίγνεται ολίγον πέραν ημών υπ΄αυτών και των ομοίων των. Απαγορεύουσι την παράστασιν των μεστών αθωότητος, και θερμού πατριωτισμού, εθνικών δραμάτων, διότι γνωρίζουσιν οι οι δημοβόροι, ότι έφθασεν η ημέρα της κρίσεως, ότι ήγκικεν η ώρα καθ’ ην θέλουσι δώσει λόγον των πράξεών των, ότε και θα αμειφθώσι καθώς ειργάσθησαν….

Χ

         Πρέπει όμως καθώς ούτοι λαμβάνουσι τα μέτρα των ούτω και ο Ελληνισμός, το έθνος, πάς Έλλην να λάβη τα μέτρα του τα νόμιμα, τα συνταγματικά να υπερασπίση τον εθνισμόν του, διότι η απαλλοτρίωσις των ηθών μας θα μας θάψη και θα μας αφανίση και τότε… δε πρέπει πλέον να ονομαζώμεθα Έλληνες..

Τι κάμνωμεν όμως ημείς;  όχι μόνον δεν αντιδρώμεν προς τον ημέρα τη ημέρα προοδεύοντα εκφυλισμός μας αλλά και συντρέχομεν πάσαις δυνάμεσιν αναισθήτως και ασυνειδήτως προς επαυξησιν αυτού.

Υπακούομεν εις τας επιβούλους και αχρειωτάτας ανωτέρας εντολάς ως δούλοι Κάφροι και Ζουλού και το μάλλον χειρότερον δεχόμεθα αυτάς ου μόνον αγογγύστως, αλλά και μετά σιωπής αξιοστιγματίστου και παράδειγμα η μετά ευλαβεστάτης σιωπής αποδοχή της κατ’ ανωτέραν εντολήν απαγορεύσεως των εθνικών μας δραμάτων.

Άς ίδωμεν έως πότε.

Αχέρων.

ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 2025 

ΠΑΤΡΑ, ΤΡΙΤΗ 2 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1897 

ΕΤΟΣ ΙΑ’.

ΠΑΡΕΡΓΑ 

Η ΦΘΙΣΙΩΣΑ

Πόσον ωραία, πόσον θελκτική, πόσον χαρίεσσα ήτο πρίν. Φεύ! τώρα πόσον χλωμή, πόσον μελαγχολική, πόσον ρεμβώδης. Α! αυτή η κατάστασις την κατεβασάνιζε πολύ. Εκείνο το ελαφρόν, το μόλις των παρειών της εφαπτόμενον ερύθημα, το διαρκές εκείνο δώρον της φύσεως εξέλιπε. Την θέσιν του κατείχε το άνοστον, το περιφρονημένον χρώμα, το χλωμόν. Ουδείς ήδύνατο ν’ αναγνωρίση εν τη χλωμή εκείνη παρθένω την πρίν ζωηράν νεάνιδα, την τόσους αδηφάγους οφθαλμούς προς αυτήν ελκύουσαν, την πρίν ευπροσήγορον εν τοίς θελγήτρεις αυτης ωραιότητα …. Ουδείς ! 

Και εάν τις ανεγνώριζε ταύτην παρήρχετο μετ’ αδιαφορίας, περιφρονών τα ίχνη της πρίν υπ’ αυτού θαυμασθείσης νύν δέ εκλιπούσης ωραιότητος. Ουδείς πλέον τη ήτο φίλος· ουδείς προσέφερεν εις αυτήν ως τι εύοσμον ρόδον τον χαρίεντα αυτού και φιλοφρονα χαιρετισμόν. 

Και βεβαίως … 

Χ

Έπαυσαν πλέον αι αλησμόνητοι εκείναι νυκτεριναι διασκεδάσεις, καθ’ άς αύτη συνοδευομένη υπό της ρεμβώδους κιθάρας της έψαλλεν μελωδικώς ως δι’ αγγελικής φωνής τόσα ωραία άσματα· πέριξ δ’ αύτης τότε οι παρευρισκόμενοι γνώριμοι νέοι καθήμενοι κατέτρωγον διά των οφθαλμών, την μελανόφθαλμον και πολυθέλγητρον εκείνην κόρην. Αλλ’ όμως παρήλθεν ο καιρός εκείνος … 

Την ωραιότητα του προσώπου της και την λευκότητα αυτού διεδέχθη το απαισιον του φθινοπώρου χρώμα.· η φωνή της,  το Σειρήνιον εκείνο κελάδημα εχάθη, απωλέσθη, εξέλιπε και αποτέλεσμα τούτων … η διά παντός διακοπή των διασκεδάσεων και η εγκατάλειψις υφ’ όλων των πρίν θαυμαστών της.

Λείψανα των παλαιών θελγήτρων έμενον οι μεγάλοι και μαύροι ωραίοι εκείνοι οφθαλμοί, οίτινες μόνοι εν τω μέσω της … ωχρότητος, προσεπάθουν διά των ηδονικών των βλεμμάτων να υπενθυμίσωσι την εκλιπούσαν ήδη ωραιότητα. 

Χ 

Πάντες οι πρίν φίλοι, νύν μετεβλήθη σαν εις αγνώστους· ουδείς αυτήν επλησίαζε, διότι ήτο φθισιώσα. Καίτοι όμως εγνώριζε τούτο εις τους ερωτώντας αυτήν απεκρίνετο ερωτώσα: Είμαι ακόμη χλωμή; 

Εγνώριζε βεβαίως την υποσκάπτουσαν, βραδέως και κατ’ ολίγον την ζωήν της επάρατον εκείνην νόσον, απηχθάνετο όμως και να το λέγη. Εγνώριζνε ότι επ’ ολίγον ήθελε ζήση, αλλά δεν εδειλία. 

Το μόνον πράγμα όμως, το οποίον την κατελύπει ήτο ή των γνωρίμων αυτής εγκατάλειψης και αδιαφορία· αυτό την κατέτρωγε. Πλήρης δε αισθήματος και καρδίας έκλαιεν εκ τούτου. Ολίγον κατ’ ολίγον τα δάκρυα και αυτά εξέλιπον την δε προς τον κόσμον αγάπην διεδέχθη η αποστροφή και ολίγον τι το μίσος. Δι’ αυτήν ο ορίζων ήτο νεφελώδης και σκοτεινός, αποτρόπαιος εν τη μελαγχολία της, απειλητικός εν τη όψει της. 

– Τα πάντα απελπιστικά….

Ήδη προσήγγιζε το τέλος της· αλλά τίς εκ των οικείων της θα ετόλμα να εκτοξεύση τοιαύτην λέξιν ; …. 

Καθημένη η κόρη απέναντι της κρεμαμένης και προ πολλού σιγώσης κιθάρας της, έβλεπεν αυτήν περίλυπος. Δεν ηδύναντο φεύ ! Οι πρίν ωραίοι και χυτοί αυτής δάκτυλοι τότε οστεώδεις να εγγύσωσι και κρούσωσι ταύτην. Και παρατηρούσα ταύτην απερροφάτο και εβυθίζετο τίς οίδε εις ποίας μαγικάς και φαντασιώδεις εκστάσεις, εις ποία θλιβερά και φρούδα όνειρα ….

      Εν τω φανταστικώ τουτω των ονείρων πελάγει πλέουσα ημέραν τινά, ανετινάχθη εκ της θέσεώς της ακούσασα και ιδούσα τας χορδάς της κιθάρας της διαθλωμένας μίαν προς μίαν, αίτινες εις εκάστην θλάσιν εξέπεμπον θρηνώδη τινά και πένθιμον ήχον. Και τότε κλίνασα αλγεινώς και περιλύπως την κεφαλήν της επανέπεσεν, υπόκωφο και βαθύν στεναγμόν έκβαλούσα εις την προτέραν της θλιβεράν και νεφελώδη φαντασίαν, διαγνούσα ίσως η ατυχής εν τη θλάσει των χορδών της κιθάρας της το προμήνυμα του μετ’ ολίγον επελθόντος αώρου τέλους της…. 

‘Αχέρων. 

Το Νοέμβριο του 1904 η Νέα Σκηνή βρίσκεται στην Πάτρα. Διδάσκεται το έργο “Το Ξένο Ψωμί”, Ρώσου συγγραφέως, το οποίο λαμβάνει διθυραμβικές κριτικές “Εύγε στον κύριον Χρηστομάνον δια την εκλογήν. Εύγε και στον κύριον Παπαγεωργίου δια την επιτυχίαν”  καθώς και οι κωμωδίες “Πώς μιλούμε τ’ Αγγλικά” και “Μπεμπέ”.

Το Νοέμβριο του 1904 η Νέα Σκηνή βρίσκεται στην Πάτρα. Διδάσκεται το έργο “Το Ξένο Ψωμί”, Ρώσου συγγραφέως, το οποίο λαμβάνει διθυραμβικές κριτικές “Εύγε στον κύριον Χρηστομάνον δια την εκλογήν. Εύγε και στον κύριον Παπαγεωργίου δια την επιτυχίαν”  καθώς και οι κωμωδίες “Πώς μιλούμε τ’ Αγγλικά”, “Μπεμπέ”, “Ο κύριος Προσωπάρχης” και η κωμωδία “Η τελευταία απ’ όλαις”. Για την πρώτη γράφεται πως “ήτο η ωραιοτέρα εξ όσων ανεβάσθησαν επί της Πατραϊκής σκηνής. Όλη γέλως, απ’ αρχής μέχρι τέλους. Προυκάλεσεν ενθουσιασμόν και γενική αξίωσις είναι να επαναληφθή.” Στον Χρηστομάνο συνίσταται “να επιμεληθή τα του υποβολείου του οποίου αι φωναί καλύπτουσι πολλάκις τας επί σκηνής”.

Στην στήλη “Θεατρικά” της ίδιας εφημερίδας, στις 2 Δεκεμβρίου διαβάζουμε προεξαγγελτικώς: 

«Κοραλία και Σία» μία από τας θαυμασιωτέρας φάρσας του παγκοσμίου δραματολογίου, πρώτη φορά αναβιβαζομένη επί Ελληνικής σκηνής, με μόνον ελάττωμα ή προτέρημα, αν θέλετε, ότι είναι ολίγον πιπεράτη. Η λεπτότης όμως των φράσεων, η ευφυία της πλοκής και η άφθαρτος κωμικότης των επεισοδίων και πρωτοτυπία των σκηνών, καθιστώσι συγγνωστήν και ευχαρίστως αποδεκτήν ακόμη και την ελευθεριάζουσα γλώσσαν και σκέψιν του έργου. Οπως δήποτε μολονότι η κωμωδία είναι κυρίως της αυτής των πλείστων έργων του γαλλ. δραματολογίου, τα οποία τόσον αριστοτεχνικώς μας έδωκε η Νέα Σκηνή, η Διεύθυνσις του θιάσου, ίνα μη προσκρούση εις ευλόγους λεπτότητας καλώς εσκέφθη να εκφράση την ευχήν, όπως αι νεαραί δεσποινίδες μη προσέλθωσιν εις την παράστασιν χαρακτηρίζουσι ως λαμβάνουσαν χώραν αι διαδραματιζομέναι σκηναί μόνον εις το Παρίσι. Όντως η αποψινή απόλαυσις εις το Θέατρον Απόλλων θα είνε μια πανδαισία τόσον μάλλον αβίαστος, όσον και τερπνή.”

Η παράσταση ανεβαίνει, αλλά την επόμενη ημέρα η κατά τ’ άλλα δραστήρια στήλη σωπαίνει. Η Νέα Σκηνή παραμένει στην Πάτρα, αλλά αλλάζει μάλλον άρον – άρον εκ νέου ρεπερτόριο, με τα έργα “Ο Μπρινιόλ και η κόρη του” και “Η Νίκη του Λεωνίδου” στις 5 και 6 Δεκεμβρίου 1904. Λίγες ημέρες αργότερα ανακοινώνεται πως καταφθάνει στην Πάτρα η Ελένη Πασαγιάννη, αδελφή του Άγγελου Σικελιανού και γυναίκα του Σπήλιου και μία εκ των “μυστών” του Χρηστομάνου, και η Νέα Σκηνή θα συνεχίσει με τα έργα “Αγριόπαπια” του “δαιμονίου Ίψεν” και “Λοκαντιέρα” του Γολδόνη. Την Κυριακή 12 Δεκεμβρίου η Νέα Σκηνή διοργανώνει τιμητική εσπερίδα υπέρ των θεατρώνων του Θεάτρου Απόλλων Ανδρέα Ευσταθίου και Κωνσταντίνου Θεμελή, προφανώς κατόπιν των αντιδράσεων που προκάλεσε η «Κοραλία και Σία». Η Ελένη Πασαγιάννη τελικά δεν εμφανίζεται παρά στις 21 Δεκεμβρίου και ενώ αρχικώς η Νέα Σκηνή κλείνει την παρουσία της στην Πάτρα την Κυριακή 19 Δεκεμβρίου, με τα έργα “Το πυρ υπό την τέφραν” και “Το κατάβρεγμα του έρωτος”, αμφότερα με την Κυβέλη Ανδριανού Μυράτ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, επανέρχονται λίγο πριν τα Χριστούγεννα με το έργο “Ο κύριος Προσωπάρχης” και “Οι ερωτευμένοι” του Γολδόνη. Το τελευταίο έργο που ανεβαίνει εν Πάτραις είναι η κωμωδία “Κάτι ξέρω” του γερμανού Kneirel. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το μέγεθος του ρεπερτορίου που ανεβαίνει σε μία υποτίθεται επαρχιακή πόλη. 

Εγράφη εν φύλλω Νεολόγου Νοεμβρίου (Δεκεμβρίου) 6 1904 περί Νέας Σκηνής. Εν τω άρθρω εκείνω κατακρίνεται και καταΧΧΧΧ η Νέα Σκηνή δια το άσμενον και ακόλαστον ΧΧΧστικών έργων της εν τω θεάτρω. 

Εις το άρθρο εκείνο κάποιος ανωνύμως απήντησε ομολογουμένως ικανά και ειρωνευόμενος και εξαίρει τους αγώνας και τας θαυμασίας της Νέας Σκηνής νέες της τέχνης.

Επί της απάντησιν ταύτην είναι ανταπάντησις το ενταύθα δημοσιευθέν.

ΝΕΟΛΟΓΟΣ 

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΠΑΤΡΩΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 

ΠΕΜΠΤΗ 2 Δεκεμβρίου 1904 

ΘEATPON KΑΙ ΘΕΑΜΑΤΑ 

Από της ενάρξεως της Νέας Σκηνής ο εγχώριος Τύπος άμιλλάται αδιαλείπτως πλέκων το εγκώμιον της παρ’ ημίν επιτυχίας της Νέας Σκηνής, των αρίστων καλλιτεχνών αυτής και των παιζομένων εκάστοτε μετά λαμπράς επιτυχίας έργων. Και περί μεν της εν γένει παραστάσεως και υποκρίσεως των διαφόρων ηθοποιών ουδεμίαν έχομεν αντίρρησιν προς τα κατά καθήκον ή κατά προαίρεσιν πλεκόμενα αφειδή εγκώμια, και είνε βεβαίως πολλών συγχαρητηρίων αξία η Νέα Σκηνή, ή προβιβάσασα την σκηνήν εις καλλιτεχνικήν απόλαυσιν. Και δικαίως ένεκα τούτου το θέατρον είνε καθ’ εσπέραν κατάμεστον θεατών, και το κοινόν παρέχει όλην την συνδρομής του προς ενίσχυσιν της Νέας Σκηνής. . 

Αλλά το θέατρον δεν είνε μόνον απλούν θέατρον ψυχαγωγίας των θεατών. Είνε δημόσιον θέαμα, το οποίον εαν μη συμβάλλη προς την διδασκαλίαν τών χρηστών ή των ωφελίμων, εάν περιορίζη ται εις τα ευτράπελα και κωμικά έργα, οφείλει όμως να μη προσκρούη ούτε πόρρωθεν εις την δημοσίαν αιδώ, τα χρηστά ήθη, την κοινήν ηθικήν. Ατυχώς, είτε εκ παραδρομής, είτε εκ πεπλανημένης γνώμης, τινά των έργων, τα οποία επαίχθησαν από της Νέας Σκηνής, πολύ απέχουσι τού να τηρώσει τους τελευταίους τούτους όρους. Τα έργα ταύτα πιθανόν να επαίχθησαν λαμπρά υπό τεχνικήν έποψιν, αλλά δεν είνε έργα διά θέατρα Ελληνικά, και μάλιστα εν Επαρχίαις, όπου το ηθικόν αίσθημα τηρείται αλώβητον ακόμη από την ψώραν του ψευδοπολιτισμού, και όπου η διαφθορά των ηθών δεν θεωρείται ακόμη ως ένα προϊόν υψηλής περιωπής! 

Τοιαύτα έργα είναι καλά ίσως αλλού, ίσως εις τα Καφωδεία των Παρισινών βουλεβάρτων, ή τα καφφενεία των Λεσχών των Παρισίων και είναι όχι μόνον άτοπον και άκοσμον τόσω απεριφράστως, τόσω καταφώρως πολλάκις να προσβάλλεται η αιδώς, αλλά και βλαπτικόν αποβαίνει εις τα δημόσια χρηστά ήθη. 

Ακριβώς κατά τινας παραστάσεις εί δεμεν δεσποίνας και δεσποινίδας να τρέπωνται εις φυγήν εκ των θεωρείων, ως μή ανεχόμεναι τοιαύτα θεάματα. Είναι αληθές ότι δεν έφυγεν εις αυτάς όλος ο κόσμος, ούτε εσφύριξε την παράστασιν (ουχί τους ηθοποιούς), ώς ώφειλε να πράξη, αλλ’ είναι γνωστόν ότι ατυχώς εισί τινές οι οποίοι την διαφθοράν, την ανηθικότητα, την έλλειψιν αιδούς, την ακοσμίαν, εν γένει, θεωρούσιν ώς πρόοδον την οποίαν επιβάλλει ο νέος πολιτισμός, ο Φράγκικος, εις τον οποίον ενασμενίζονται να επιδεικνύωνται ότι επιδίδουσιν. Εισί και άλλοι οι οποίοι εξ επιεικείας και ανοχής ανέχονται τα πάντα, ίνα μη φανώσι και ούτοι υστερούντες κατά τον ψευδοπολιτισμό! I 

Αλλ’ υπάρχουσιν όρια, πέραν των oποίων η ανοχή είναι ασυγχώρητος. Όταν δε ο κ.Διευθυντής της Νέας Σκηνής δεν αντιλαμβάνεται των ορίων τούτων, και αναβιβάζη επί της σκηνής έργα, τα οποία φυγαδεύουσι τους θεατές, οφείλουσιν οι άλλοι αρμόδιοι, οι γνώσται των ηθών του τόπου, των αισθημάτων του κοινού, να επιβάλωσιν αυτώ καλλιτέραν εκλογήν. 

Το θέατρον είναι Δημοτικόν και επομένως ο Δήμαρχος είναι ο ανώτερος επόπτης 

αυτού. Πάσα παρεκτροπή των του θεάτρου, αντανακλά εις αυτόν, και ανάγεται εις την αρμοδιότητά του και έχει το καθήκον να την περιστέλλη. Δεν πιστεύομεν δε ότι και ο Δήμαρχός μας είναι  οπαδός του ψευδοπολιτισμού, και αρέσκεται και αυτός εις την εν τω τόπω του διαβουκόλησιν της εθνικότητος. Ηξεύρομεν μάλιστα, ότι και αυτός εξέφρασε την απαρέσκειάν του κατά τινα παράστασιν κατά παιζομένου ασέμνου έργου· ατυχώς όμως περιωρίσθη εις απλήν απαρέσκειαν. Άλλως τε η Επιτροπή του θεάτρου ήτις είναι η αμέσως αρμοδία να επιβλέπη και επί του προκειμένου, είναι η ήκιστα κατάλληλος όπως κρίνη περί αιδούς και κοσμιότητος, έχουσα τον τίτλον της Επιτροπής μόνον ένα έχη την είσοδον δωρεάν και πλέον ού! 

Αλλά, θα πήτε, «αυτά γίνονται και στας Αθήνας» και ο κόσμος τα ανέχεται και τα εκθειάζει. Ναί… ατυχώς! Αλλά μήπως εκεί δεν εχειροκρότησαν και την Μις Δούγκαν διότι ενεφανίσθη γυμνή επί της σκηνής;! Αλλως «το ψάρι βρωμά από το κεφάλι» κατά την παροιμίαν και ημείς τουλάχιστον ας φυλαχθώμεν από την βρώμαν αυτην! 

Πατριώτης 

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΠΑΤΡΩΝ 

ΠΑΤΡΑΙ-ΣΑΒΒΑΤΟ 11 Δεκεμβρίου 

Η ΝΕΑ ΣΚΗΝΗ ΚΑΙ Ο ΗΘΙΚΟΛΟΓΟΣ 

Αληθής σταυροφορία διοργανώθη από τινος εν Πάτραις κατά της Νέας Σκηνής επ’ ευκαιρία της παραστάσεως έργων τινων τού δραματολογία της και ιδίως της «Κοραλίας και Σα». Αι διαμαρτυρίαι αύται εξενεχθείσαι με όλην την μεγαλόστομον αγανάκτησιν και τον ψευδή στόμφον  «κουακέρου» εύρον απήχησιν και εις τας στήλας Αθηναϊκής εφημερίδος, εκορυφώθησαν δε διά της, υπό του κ. Δημάρχου απαγορεύσεως της επαναλήψεως τής «Κοραλίας και Σα» την όποίαν ζωηρότατα επεξήτει το Πατραϊκόν κοινόν. Το βέβαιον είνε ότι η διεύθυνσις της Νέας Σκηνής επί τη αναγγελία της παραστάσεως του έργου είχεν εκφρασει δια του τύπου την ευχήν, όπως αι δεσποινίδες μη προσέλθωσιν, αφ’ ενός μεν δια να μη προσκρούση ακριβώς εις ουδένα, έστω και αδικαιολόγητον, εν ονόματι της ηθικής δισταγμόν, αφ’ ετέρου δε και κυριώτατα χάριν πλείονος ρεκλάμας, διότι είχε ληφθή φροντίς να περικοπώσει πάντα τα κάπως τολμηρά της εκφράσεως· ανεξαρτήτως όμως τούτου το έργο είναι τόσον υπερόχως τέλειον δια την ευφυίαν του διαλόγου, το έντεχνον της πλοκής και την άφθαστον κωμικότητα των σκηνών και επεισοδίων, ώστε αποτελεί πνευματικόν εντρύφημα σπανίου περιεχομένου εις το ελληνικόν κοινόν και το οποίον καθιστά ευχαρίστως αποδεκτά και έτι ορθώτερα ή όσον είναι τα αφελή λογοπαίγνια και τας φαιδράς παρεξηγήσεις του έργου. 

Όσον αφορά το δραματολόγιον της Νέας Σκηνής εν γένει οφείλει τις να παρατηρήση ότι τα εν αυτώ αναφερόμενα έργα είνε απαξάπαντα αριστουργήματα κορυφαίων πανευρωπαϊκής φήμης δραματουργών τελούντα σταθμούς επιτυχίας, εις τα πρώτα ευρωπαϊκά θέατρα και εν χώραις ακόμη όπου υπάρχει αυστηρά λογοκρισία και ότι ο σκοπός ιδίως του διευθυντού ήτο να ιδρύση νέαν σχολήν ηθοποιίας και να υψώση το ελληνικόν θέατρον υπό έποψιν τέχνης, καλαισθησίας και πνευματικής ψυχαγωγίας εις οίων επίπεδον ευρίσκονται τα Ευρωπαϊκά. 

Εάν το κατώρθωσεν ή όχι ο κ. Χρηστομάνος, μ’ όλα τα παρεμβληθέντα ανυπέρβλητα εμπόδια, περί τούτου θα ομιλήστη η ιστορία, όταν θα γράψη την σελίδα τη δια το ελληνικόν Θέατρον, αλλά και το Πατραϊκόν κοινόν θα ομολογήση μια φωνή, ό τι ουδέποτε είδε Θίασον υψηλοτέρας τέχνης, και προς κοινόν τελείως ανεπτυγμένον και μόνον αποτεινόμενον προ της Ν. Σκηνής. 

Με τοιούτον πρόγραμμα η Νέα Σκηνή δεν ηδύνατο βεβαίως να παριστάνη την «Γκόλφω και τον «Μπάρμπα Λινάρδο».Και εν τούτοις μόνη αυτή, και αυτού του Βασιλικού Θεάτρου προθυμοτέρα, προσεπάθησε ν’ αναδείξη την νέαν ελληνικήν δραματουργίαν, επιμένουσα να παίζη προ κενών εδωλίων ελληνικά πρωτότυπα έργα, ως δυστυχώς, απεδείχθη και ενταύθα προ παντός όμως δεν εσκόπει η Νέα Σκηνή να κηρύξη νηστείαν και προσευχήν εις τους μέχρι τούδε αποδειχθέντας οπαδούς του Βοκακίου και των ποικιλωνύμων άλλων οπερετών, εναντίον των οποίων ουδέποτε ελήφθη μέτρον λογοκρισίας· αφ’ ετέρου οφείλει να ομολογήση τις ότι η Νέα Σκηνή αντικαταστήσασα εφέτος κατά την χειμερινήν περίοδον την Ιταλικήν όπεραν αντικατέστησεν εντελώς και επί το ελληνοπρεπέστερον τα γνωστά ήθη των Ιταλικών παρασκηνίων. 

Απολλώνιος 

Σημείωσις: Ταύτα εγράφησαν υπό τινός της Νέας Σκηνής εις απάντησιν του άρθρου μου (της 10ης Δεκεμβρίου Νεολόγου) και αυτής δημοσιευθείσας εις το φύλλον το οποίον απωλέσθη. Συνεπεία δε του άρθρου μου εκείνου παρεκινήθη ο Δήμαρχος να απαγορεύση την επανάληψιν της «Κοραλίας και Σία» ως ανήθικον. Ο «Ηθικολόγος» δε εις ον απευθύνεται η όπισθεν απάντησις της Νέας Σκηνής δια του Απολλωνίου, εννοεί τον «Πατριώτην», ψευδώνυμον με το οποίον γράφω συνήθως. 

Η Αρλεζιάνα του Ντωντέ που ανέβασε ο Χρηστομάνος εγκαινιάζοντας το ιδιόκτητο θέατρό του, θεωρήθηκε η καλλιτεχνικότερη παράσταση που είχε δοθεί στην Αθήνα ως το 1903. Παρασυρμένος από την επιτυχία και θεωρώντας το εύκολη οικονομική λύση στα προβλήματα που αντιμετώπιζε το θέατρο (του οποίου μέτοχος ήταν και ο Γιαννόπουλος) ανέβασε την κωμωδία “Κοραλία και Σία” των Εννεκέν και Βαλαμπρέκ. Η ηθική έκπτωση όμως επί σκηνής προκάλεσε τους θεατές, αφήνοντας την σκηνική απόπειρα ως μελανέστατο σημείο στην ιστορία της πρωτοποριακής Νέας Σκηνής. 

ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ 

ΠΑΤΡΑ — ΤΕΤΑΡΤΗ 15 Δεκεμβρίου 1904 

Η ΝΕΑ ΣΚΗΝΗ 

Η Νέα Σκηνή ησθάνθη, φαίνεται, την ανάγκην να απολογηθή δια την εξεγερθείσαν κοινήν γνώμην κατά τινων των παιζομένων υπ’ αυτής έργων. 

Χαίρω, διότι ησθάνθη την διαμαρτυρίαν και ηννόησε το καυτήριον, αν και η απολογία της ήκιστα δικαιολογεί την μήνιν της επί τοις ελεγχθείσι. 

Δεν συζητούμεν ούτε τους αγώνας και κόπους της, ούτε την ανύψωσιν της τέχνης ην διεκδικεί, αλλά φρονούμεν ότι ηδύνατο, και ώφειλε μάλιστα, να καταβάλη και ολίγην φροντίδα περί την εκλογήν των έργων τα οποία παίζει, και αντί να διαλέξη τα μάλλον άσεμνα και άκοσμα θεάματα της Ευρωπαϊκής εκφυλισμένης Μούσης, να ανεύρη και μερικά μη τοιαύτα, 

Εις το θέατρον επιβάλλεται η ηθικοποίησις και ουχί ο εκφυλισμός και εκφαυλισμός των θεωμένων. Δεν φρονούμεν δε ότι εις αξιoύντα την δημιουργίαν και την ανύψωσιν της θεατρικής τέχνης είναι απαραίτητη η παράστασις όλων των φράγκικων ασχημιών, και μόνον ασχημιών, όπως προσελκύση την προσοχήν και την εύνοιαν και την προσέλευσιν του κοινού. 

Ημπορεί τα παιζόμενα έργα να είναι εξόχων συγγραφέων, να έτυχον μεγάλης επιτυχίας αλλού. Αλλά αυτό το αλλού και το εδώ, διαφέρουν πολύ. Είναι δε περίεργον πώς η έξοχη αντίληψις του κ. Χρηστομάνου (Διευθυντού της Νέας Σκηνής) υστερεί εις την αντίληψη της διαφορές ταύτης ! 

Μέμφεται του Δημάρχου, ως εμποδίσαντος την επανάληψιν της παραστάσεως της Κοραλίας. Αλλ’ ίσα ίσα ο κ. Δήμαρχος απαγορεύσας τούτο, εξετέλεσε καθήκον προς την ευπρέπειαν και του θεάτρου και αυτής της σκηνής. Εάν δε, ως διατείνεται και συνήγορος της Νέας Σκηνής, εζητείτο επιμόνως η αναπαράστασις, τον συγχαίρομεν δια την αντίληψίν του, αλλά δεν μως λέγει και από ποίους εζητείτο….διότι υπάρχουσι και άνθρώποι πλέον άπαστροι από χοίρους, η δε εύνοια και επιδοκιμασία των τοιούτων έχει αξίαν μόνον εις τους ομοίους. 

Βεβαίως όλα τα αριστουργήματα των ξένων δεν περιορίζονται μόνον εις ξεδιάνθρωπα έργα, τα οποία και με όλην την δύναμιν της τέχνης η οποία δυνατόν να τα περιβάλη, και με όλην την τελειότητα της σκηνικής παραστάσεως, ουδέποτε χάνουσι τον έκφυλον χαρακτήρα, οπουδήποτε και αν παίζωνται, και εις οιονδήποτε ακρωτήριον. Είναι και άριστα έργα παλαιών και νέων συγγραφέων εξόχων, τα οποία δεν περιορίζονται εις την «Γκόλφω» και τον «Μπάρμπα Λινάρδον» και τα οποία ηδύναντο κάλλιον να εξάρωσι την Νέαν Σκηνήν. 

Aπορούμεν τωόντι, διατί η Νέα Σκηνή εξελέξατο το πεδίον της δράσεως και αναδείξεώς της, εντός σφαίρας ελαττωματικής, και δεν αφιέρωσε τόσους μόχθους και κόπους διά να υπηρετήση, συν τη τέχνη και την ηθικοποίησιν. 

Hμπορεί να επαίχθησαν άλλοτε εις το θέατρόν μας όπερας και οπερέται, μή συνάδουσαι πολύ με την ευκοσμίαν και ηθικήν, χωρίς να εξαναστή κατ’ αυτών το κοινόν. Αλλ’ εις την όπεραν και την οπερέταν υπάρχει και πολλά καλύπτουσα και τα χαμηλά εξαίρουσα μουσική, ή μάλλον την προσοχήν ελκύουσα, και η ξένη γλώσσα, ήτις δεν είναι κοινώς καταληπτή. Τα εξιλαστήρια ταύτα δύνανται να δικαιολογήσωσι πάσαν του κοινού ανοχήν. Άλλως πιστεύομεν ότι η Νέα Σκηνή δεν αξιοί την δόξαν των θιάσων εκείνων, οι οποίοι ουδεμίαν έχoυσι σχέσιν ουδε αξίωσιν της εξυψώσεως του θεάτρου και της προαγωγής της τέχνης και της ηθοποιίας, ούτε διεκδικούσι την κοινήν ευγνωμοσύνην δια το έργον των !
Πατριώτης 


Περικλής Γιαννόπουλος ~ Νύκτωμα

«Νύκτωμα» (Ὡς Λῖνος· περ. «Παναθήναια», τόμ. Β’, 15-6-1901, σελ. 181)

NΥΚΤΩΜΑ

Μαλακὰ μαλακώτατα ἐτελείωνεν ἡ Ἡμέρα, προέβαινεν ἡ Νύκτα θωπευτικότατα· πλησίον σιδηρῶν πλεγμάτων προαυλίου κηπαρίου ἐκαθήμην ὡραίαν θερινήν ὥραν, ἐκφυλλίζων διανοημάτων και συναισθημάτων ἄνθη, ἐπαφίνων αὐτά, εἰς τὰ κάτωθεν ἀπλούμενα τοῦ Αἰγαίου ἀτέρμονα κουρασμένα νερά.

Δάφνης δενδρύλλιον ἐκυμαίνετο ἡδέως ἄνωθέν μου, θωπεῦον τὸν ἀέρα διὰ λευκαζόντων ἀνθέων· παρομοία, ἡ ταλαντευομένη ἀπαλά ψυχή μου, ἐθώπευε τὴν ἐρχομένην Νύκτα, διὰ παρομοίων λευκοχρόων ἀνθέων, ἀνθέων ὠχρολεύκων μεγάλων ὁλοέν ἀναδυομένων, ἐκφυλλιζομένων καὶ ἀνανεουμένων ὁλοέν.

ὥρα σιγηλή, κατανυκτικῆς ἀρμονίας τῆς ψυχῆς, ποῦ νυκτώνει παρομοίως ἐν αὐτῇ, ποῦ ἀναβλύζουν δάκρυα ἡδονικά περιχυνόμενα μυστικὰ καὶ καθηδύνοντα τὸν μύχιον κόσμον. ὥρα σιγηλὴ ποῦ ἡ ψυχικὴ μουσικὴ λύεται ἡρέμα εὶς μελωδικούς κλαυθμοὺς καὶ κινείται πόθος μητρικῆς θωπείας των όρωμένων.

Ὀλίγον ἀργυροῦν φῶς, τρέμον ἐφίλει τὰ τρέμοντα ἀτέρμονα νερά· ἀπό τῶν νυκτωμένων ἀοράτων περάτων τοῦ ψυχικοῦ ουρανοῦ πνοαὶ γλυκεῖαι περασμένων ἐσάλευον τὴν ζωήν μου· παρόμοιαι αἱ αὔραι τῆς γῆς σαλεύουν ὕδατα καὶ ἄνθη. Τί ὤρα γλυκυτάτη διὰ τὴν κάθοδον εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς ! 

Ἔξωθεν ἀπό τοῦ δρομίσκου διήρχοντο σχήματα θηλέων ὑγρότατα, μὲ λεπτυνομένας ἀπὸ τὸ ἡμίφως τὰς γραμμὰς, τὰ μαλακώτατα ἡδυμελῆ σχἠματα τῶν νησιωτικῶν θηλέων, ὧν ἀπομακρυνομένων ἠκούετο ἐν τῇ προϊούσῃ σιγῇ, πότε μελωδικοῦ λαλήματος διαλελυμένη φράσις, πότε γέλωτος μακρινόν σκόρπισμα. 

Ὁλοὲν ἀμυδρότερον ἔφθανεν ὁ κάτωθεν φλοῖσβος, ὁλοὲν ἀμυδρότερον ἐθρόουν τὰ φύλλα, ὁλοὲν ἀμυδρότερον ἐφαίνοντο τὰ ἄνθη, ὁλοὲν ἀμυδρότερον ἐψιθύριζον αἱ ἀναμνήσεις καὶ δυνατώτερον γύρωθεν ἐπυκνούτο τὸ σκότος, τὸ μυρωμένον σκότος ἀπό τῶν καιομένων ἐλελισφάκων καὶ θύμων τῶν ἀρωματικών φυτῶν τῆς νήσου·

Τι ὥρα δι’ ἀπαλά φιλήματα ρέμβης ἡδονικωτάτη συνοδία· ὥρα ποῦ μαλακώνει εἰς τὴν γῆν καὶ σιγολαλεῖ ὁ ἔρως, ἀνέρχεται ἐλαφρώς ὡς θυμίαμα ἐκκλησιδίου· μακρινόν ᾄσμα ἐφήβων περνᾷ ἀπαλωτάτη θωπεία : “γιαλό γιαλό πηγαίναμε κι’ ὅλο γιὰ σένα λέγαμε”

Καὶ ὅλα ἐνύκτωναν μαλακώτατα, τρυφερώτατα ἐχάνοντο ὅλα παρομοία ἐγίνετο ἡ ψυχή μου : πέλαγος νυκτωμένον με νυκτωμένον οὐρανόν, ἀπὸ τοῦ ὁποίου ὀλίγον ἀσημένιο φῶς τρέμον ἐφίλει τὰ τρέμοντα ἀτέρμονα νερά, καὶ τὰ δημιουργήματα τῆς ψυχῆς μου ὡσὰν χανόμενα νησιά, μαντευόμενον μάζευμα σκότους, σκοτάδι μυρωμένον.  

ΛΙΝΟΣ


Κάρμα Νιρβαμή ~ Requiem

Requiem

περ. Πινακοθήκη,

Ετος Ζ’, Μάρτ. 19Ο7, σελ. 3 – 4.

Υπογρ. Κάρμα Νιρβαμή, Ξανατ. στό περ. Νέα Εστία, Τόμ. 64, 1 Ιουλ. 1958, σελ. 1024 – 25.

Συντρίμμια από βράχους κι από φύκη το πλέξαν το σπιτάκι μας στην άκρη του γιαλού. Κατώφλι του γίνονται οι αφροι και η αρμύρα και στη στέγη του απάνω αγαπούν ακόμα και σμίγουν ακόμα απελ ισμένα μέσα στον θάνατο τα κογχύλια. Από τα βάθη του πέλαγου ανέβαιναν κατρακυλώντας τα όμορφα πετράδια χρόνια και χρόνια τώρα κι απλώθηκαν χάμω στο βράχινο σπιτάκι μας και μας έστρωσαν κρεββάτια πέτρινα.

Ποιά ήταν η νεράιδα – την είδες εσύ; που μας πήρε από το χέρι, μάς επέρασε από τους βράχους, μέσα από τα νερά, απάνω από το τριζοβολητό των άμμων κι έσκυψε χαμογελώντας και μας έσπρωξε σιγά – σιγά, κι απαλώτατα στο βράχινο σπιτάκι ;

Ένα κύμα εγέλασε την ώρα που μπαίναμε, εσύρθηκε ίσα με τα πόδια μας και κάτι μάς είπε κι έφυγε. Ένα πουλί του γιαλού τ’ άκουσε, επέταξε από ένα βράχο απέναντι, έσκυψε και μας είδε κι έφυγε. Κάτι είπε στον αγέρα και τα μαλλιά μας εκινήθηκαν ξάφνου κι εφιληθήκαν από κάποιο μυστικό, αγέρινο χάδι.

Πέρα, στα βάθη, καράβια ακινητούσαν και του κάκου, μάς φαινόταν, προσπαθούσαν να χωρίσουν τον ουρανό από τη θάλασσα.

Απάνω στον γιαλό εβάραινεν ο ήλιος.

Και είπα: Ο Άγγελος της Αγάπης και της Οδύνης είναι αδελφοί. Στα βάθη μόνο τα γαλανά κι ασάλευτα των νερών κοιμάται πεθαμένη η Γαλήνη. Η καρδιά μου λαμποκοπά απάνω στα κύματα και βουλιάζει – ώ πώς βουλιάζει βαρειά από τον πόνο και πηγαίνει νάβρει απελπισμένη την αγάπη μου πεθαμένη στα βάθη των νερών…

Έβαλε το χέρι της απάνω στο χέρι μου – ω πόσο κρύο ήταν το χέρι της σαν νάβγαινε από τα βάθη του γιαλού ! και μουπε : “Πού κυττάζεις;” Ανατρίχιασα όλος και την κύτταξα.

Το σώμα της διαγράφεται έμορφότατο απάνω στο πέτρινο κρεββάτι. Ένα κύμα πάλι εγέλασε. Από το άνοιγμα ενός βράχου, απέναντι, δυο μάτια γαλανά κάποιας νεράιδας μ’ εκύτταζαν. Απάνω στη στέγη αγαπούσαν, κολλημένα, τα κογχύλια.

Το πόδι της το ένα ήταν πλεγμένο. απάνω στο άλλο σε ηδονικώτατες καμπυλότητες γραμμών και το ένα χέρι της τής ήταν προσκεφάλι και το πρόσωπό της το μισό φαινόταν και τα μαλλιά της έπαιζαν απάνω κι’ από τα κλειστά της τα ωχρότατα χείλη ανέβλυζε κι εχυνόταν αθόρυβα σ’ όλο της το πρόσωπο και σ’ όλο της το σώμα, θαρρούσες, ένα χαμόγελο.

Μπροστά μας από τη σχισμάδα του βράχου όλοι οι θεοί της θάλασσας συνάχτηκαν και τη θωρούσαν. Κι ένοιωσα, εγέμισε το βράχινο σπιτάκι μας ανοιγοκλείσματα φτερών, κι ανατριχιάσματα φιλημάτων και μέσα στη ψυχή μου έννοιωσα όλους τους θεούς της θάλασσας να γέρνουν και να τη θωρούνε…

Έβαλα τη ψυχή μου απάνω στα κύματα, τα χέρια μου απλώθηκαν απελπισμένα στη περιώδυνη μουσική του θανάτου που ανέβαινε από τα σπλάχνα του γιαλού κι απάνω στα μνήματα που ανοίγουν τα κύματα εξάπλωσα τις ελπίδες μου όλες και τις χαρές μου όλες, εκύτταξα την αγάπη μου που χαμογελούσε στα πέτρινα κρεββάτια και είπα : «Ο Άγγελος της Αγάπης και του Θανάτου είναι αδελφοί. Όταν Σου λέω πώς Σ’ αγαπώ, μην το πιστεύεις. Αν αγαπώ τα μάτια Σου τα μεγάλα τ’ αγαπώ γιατί μοιάζουν της Αγαπημένης μου. Αν αφίνω απάνω στο κορμί Σου να γέρνουν οι επιθυμίες μου όλες, το κάνω γιατί το κορμί Σου είναι όμορφο κι όταν κοίτεται ξαπλωμένο απάνω σε πετράδια του γιαλού μού ενθυμίζει την Αγαπημένη μου. Αν μ’ αρέσει η αγάπη Σου και την αφίνω να σαπίζει σιγά – σιγά το κορμί μου όλο και να διαφθείρει τη ψυχή μου και να σκάφτει όληνυχτίς τα θεμέλια του νου μου – μ’ αρέσει γιατί μοιάζει και στην έκταση και στην ωμορφιά και στην ελπίδα που δίνει του θανάτου με την Αγαπημένη μου… Ακουσε, όταν Σου λέω πως Σ’ αγαπώ, μην το πιστεύεις… Αγαπώ μίαν άλλη. Τα μπράτσα Σου του κάκου πλέκονται στο κορμί μου και του κάκου αλυσσοδένεις τον νούν μου με την αγάπη… Μια νύχτα ο πόνος εδάγκωσε κι εκομμάτιασε τη ζωή μου. Εκατέβηκα κι απλώθηκα στην αμμουδιά και είπα τον πόνο μου. Πέρα ως πέρα, γιαλό – γιαλό, χυθήκανε σε μουρμουρητό τα παρηγορητά της.

Εκείνη είναι η Μεγάλη, η Αιώνια, ή Παρηγορήτρα. Εσύ τί είσαι ; Της έδωκα εκείνη τη νύχτα τη ψυχή μου. Σ’ ένα σπασμένο βράχο στη μέση – μέση του γιαλού είναι από τότε η ψυχή μου δεμένη. Εκεί τελούνται τα μεσάνυχτα οι μυστικές και περιώδυνες ενώσεις. Οι θυγατέρες του Γέρου Ωκεανού έρχονται χαμογελούσες και μου κάνουν συντροφιά. Τα πουλιά του γιαλού με γνωρίζουν και μ’ αγαπούνε. Εκεί ανοίγονται οι φλέβες της ψυχής μου και η ζωή μου όλη χύνεται απάνω στα κύματα. Οι νεράιδες θέλουν να με λύσουν και να με σύρουν στον αέρινο χορό των. Μην αλυσσοδένεις τη ζωή μου με την αγάπη…»

Έπλεξε το κορμί της γύρω μου και μ’ εκύτταξε στα μάτια κι ανατρίχιασα.

Ναι, ναι το ξέρω, ένα μυστήριο αρμενίζει στα μάτια Σου. Όταν Σ’ αγκαλιάζω θαρρώ αγκαλιάζω τη θάλασσα όλη. Την Αγαπημένη μου. Ίσως νάσαι η μικρογραφία Eκείνης, της ‘Αληθινής… Ποιος ξέρει… Τα μυστήρια που κρύβετε οι δυό Σας ποιός τα ξέρει;… Έχεις κι εσύ τη δύναμη να ξερριζώνεις και να κομματιάζεις όπως Εκείνη βράχους και καράβια, ζωές εσύ κι αθωότητες κι Ιδανικά που σηκώνουνε κεφάλι μπροστά σ’ Εσένα. Σε κυττάζω όλη, μέσα στο βράχινο σπιτάκι μας. Σε κυττάζω όλη, και νοιώθω, δίνεις κι Εσύ τις ίδιες ελπίδες και στα μάτια Σου και στις καμ πυλότητες του κορμιού Σου νοιώθω τις ίδιες υποσχέσεις. Την απέραντη, την παντοδύναμη, την αγιάτρευτη νοσταλγία του θανάτου… Να βουτήσει κανείς με το κεφάλι μπροστά, με κλειστά τα μάτια, με τα χέρια ανοιχτά στο Μυστήριο και στο Αίνιγμα. Να μην υπάρχει πλειά, να τον πετούν τα κύματα και να τον παίρνουν πάλι και νάχει κλειστά τα μάτια και πεθαμένη τη ψυχή. Ακουσε, μην τρέμεις. Αν Σ’ αγαπώ, Σ’ αγαπώ γιατί νοιώθω πώς με πεθαίνεις ολημέρα, γιατ’ είσαι το μονοπάτι που φέρνει στην άλλη, την αιώνια, την αληθινή μου Αγάπη, γιατί νοιώθω πως μόνο τα μικρά Σου χέρια, τα λευκότατα, και μόνο τα χείλη Σου, τα ωχρότατα, και τα μεγάλα Σου μάτια μόνο μπορούν να με κάνουν να πεθάνω όλος, μην τρέμεις, να πεθάνω όλος – και το σώμα και η ψυχή.

ΚΑΡΜΑ ΝΙΡΒΑΜΗ