Monthly Archives: May 2021

Oscar Wilde ~ Η Ελένη της Τροίας

Όσκαρ Ουάιλντ

Οι Γυναίκες του Ομήρου

Μία εισαγωγή – Ηλίας Κολοκούρης

Πρόσφατα μεταφράστηκε στα ελληνικά ο πολύ χρήσιμος τόμος δοκιμίων του Daniel Mendelsohn Περιμένοντας τους βαρβάρους. Ο δοκιμιακός λόγος του Mendelsohn, μαζί με την ικανότητά του να ευρίσκει αισχυλικά διακείμενα σε σειρές που όλοι αγαπάμε όπως οι Sopranos, μόνο να εμπνεύσουν μπορούν. Ωστόσο, δίχως να επιθυμούμε να υποτιμήσουμε την μεγάλη αξία των δοκιμίων, πιστεύουμε πως σε ένα συγκεκριμένο, το αναφερόμενο στον Όσκαρ Ουάιλντ τον κλασικιστή, η εστίαση αν και στοχευμένη, υποτιμά την αξία ενός αμετάφραστου στα ελληνικά, κειμένου. Μιλάμε για το δοκίμιο του Όσκαρ Ουάιλντ, Γυναίκες του Ομήρου.

Ο Mendelsohn αφηγείται με εμβρίθεια την σχέση του Ουάιλντ με τα κλασικά κείμενα, τα Ηθικά Νικομάχεια. Παρουσιάζει το δοκίμιο “Ιστορική κριτική στην αρχαιότητα”, επίσης του Ουάιλντ. Πλην όμως, επιθυμώντας να αποδείξει κάτι το οποίο εμπίπτει στα δικά του ενδιαφέροντα, αποφαίνεται πως ο Ουάιλντ επιλέγει να γράψει για τις γυναίκες στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια επειδή ήταν ένα ασφαλές, ήπιο κεφάλαιο στο βιβλίο του John Addington Symonds Studies of the Greek Poets.

Δηλαδή, ο Ουάιλντ γράφει για τις γυναίκες στον Όμηρο επειδή δεν είναι και τίποτε σπουδαίο ως θέμα, δεν ενοχλεί ιδιαίτερα τον ίδιο, άρα μπορεί να γράψει ανερυθριάστως περί αυτού. Εμείς φυσικά δεν μπορούμε να επιχειρηματολογήσουμε επί του ερωτήματος γιατί γράφει για αυτό και όχι για εκείνο το κεφάλαιο, πόσω μάλλον να μπούμε στην θέση του Ουάιλντ και να ισχυριστούμε ότι μάλλον θα προτιμούσε να γράψει για το σκανδαλώδες τελευταίο κεφάλαιο στο βιβλίο του Symonds, αλλά ντράπηκε. Χάριν αντεπιχειρήματος, ωστόσο, αν ήταν τόσο ασήμαντο το θέμα και ο Ουάιλντ γράφει για αυτό επειδή είναι ασφαλές, τότε γιατί η κριτική του παρέμεινε αδημοσίευτη όσο ζούσε;

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά, πριν απολαύσουμε ένα απόσπασμα από το δοκίμιο αυτό καθαυτό.

Το βιβλίο Studies of the Greek Poets κυκλοφορεί σε δύο τόμους, ο πρώτος το 1873 και ο δεύτερος τον Μάιο του 1876. Ο Όσκαρ Ουάιλντ σπουδάζει κλασική φιλολογία στο Magdalen College της Οξφόρδης. Καταλήγει εκεί, μετά από εξαιρετικές επιδόσεις ως μαθητής στο Βασιλικό Σχολείο Portora, όπου οι προφορικές μεταφράσεις του σε κείμενα του Θουκυδίδη, του Πλάτων και του Βεργιλίου παραμένουν αξέχαστες, όπως μαρτυρεί ένας συμμαθητής του. Μάλιστα δε, μεταφράζει τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου και η φωνή που του δίδει στα αγγλικά θεωρείται viva voce. Υπότροφος της Βασιλίσσης Βικτωρίας, συνεχίζει τις κλασικές του σπουδές στο Δουβλίνο. Κερδίζει βραβεία μεταφράσεως, μετάλλια και γράφει κωμικά ποιήματα στην αττική διάλεκτο, τα οποία δεν σώζονται δυστυχώς σήμερα. Αποφασίζει να δώσει εξετάσεις για το Magdalen College και το 1874 ξεκινά τις σπουδές του στην Οξφόρδη με υποτροφία.

Τον Αύγουστο του 1876, μετά από μία κουραστική εξεταστική περίοδο, ο Ουάιλντ κάνει διακοπές στο θερινό εξοχικό της οικογενείας του στην Κονεμάρα, στα μοναδικά φιορδ της Ιρλανδίας. Στο ψαροχώρι όπου διαμένει, ψαρεύει σολομούς και πέστροφες, κυνηγάει χήνες και κουνέλια και αθλείται. Γράφει ελάχιστα, αλλά γράφει την κριτική για το βιβλίο “ενός από τους πιο αξιόλογους λογίους του 19ου αιώνα” (όπως τον αποκαλεί σε μεταγενέστερο δοκίμιό του). Το βιβλίο είναι το Studies of the Greek Poets και ο καθηγητής και μύστης του Ουάιλντ στα ελληνικά πράγματα John Mahaffy έχει υποσχεθεί να επιμεληθεί το δοκίμιο του ανερχόμενου κριτικού.

Αυτό το βιβλίο που επιλέγει ο Ουάιλντ, καθιέρωσε εν πολλοίς την οπτική που είχαν οι βρετανοί Αισθητιστές / Ντεκαντέντ για την αρχαία Ελλάδα. Το άρθρο του, εκτός από κριτική του βιβλίου είναι και μία ιδιοσυγκρασιακή εισαγωγή του ιδίου του Ουάιλντ στις ηρωίδες των ομηρικών επών. Φαίνεται, από το ύφος του χειρογράφου, πως ο Ουάιλντ σκόπευε να εκφωνήσει το συγκεκριμένο κείμενο πριν το δημοσιεύσει, αλλά το εγκατέλειψε, όμορφο, αλλά μισό.

Η κριτική του Ουάιλντ, προμηνύουσα την μεικτή μέθοδο που ακολουθεί στο μεταγενέστερο Ο κριτικός ως δημιουργός (στα ελληνικά σε μετάφραση του Σπύρου Τσακνιά, εκδόσεις Στιγμή, 1984) δεν δημοσιεύτηκε ούτε ολοκληρώθηκε ποτέ. Το χειρόγραφο παρόλα αυτά, επιβίωσε. 8500 λέξεις με ενιδαφέρουσες παρατηρήσεις και ένας ρέων λόγος ο οποίος μάλλον ξεπερνά το επίπεδο των σημειώσεων έχει διασωθεί. Πρόκειται για την σχετικά πρόχειρη εκδοχή ενός άρθρου το οποίο δυστυχώς ουδέποτε επεξεργάστηκε τελικώς. Είναι, ωστόσο, το πρώτο κείμενο πρόζας του Ουάιλντ που έχουμε στην διάθεσή μας και επίσης περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά της μεταγενέστερης γραφής του. Αναδημιουργεί το κείμενο το οποίο αναλύει, συνάπτει όμορφες και στολισμένες περιλήψεις κλασικών κειμένων, ενώ εμάς τουλάχιστον μας οδηγεί σε αντίθετα συμπεράσματα από εκείνα του Mendelsohn.

Το χειρόγραφο, σαρανταπέντε φύλλα με πλήρεις ενότητες εστιασμένες κάθε φορά σε διαφορετική ηρωίδα του Ομήρου, με αρκετά κενά και διορθώσεις του νεαρού κλασικιστή βρισκόταν στην κατοχή του φίλου του Ουάιλντ, Ρόμπερτ Ρος. Ο Ρος το παρέδωσε στον γιο του Ουάιλντ, Βίβιαν Χόλαντ, ο οποίος το πούλησε σε μία δημοπρασία το 1923. Το 1981 το χειρόγραφο ευρίσκεται στη Νέα Υόρκη και δεν έχει ακόμη εκδοθεί. Το αγοράζει η Βιβλιοθήκη του J.P. Morgan, ναι, του γνωστού χρηματιστού. Εκδίδεται σε μία όχι ιδιαίτερα χρηστική έκδοση, προσβάσιμη στους θαμώνες της Βιβλιοθήκης μονάχα.

Δίχως να μπορούμε να εννοήσουμε γιατί, οι Γυναίκες του Ομήρου, όπως και το δοκίμιο του Ουάιλντ με τίτλο Ελληνισμός παραμένουν έξω από τις εκδόσεις των Απάντων του. Το ασαφές σκεπτικό πως “δεν είναι πλήρη έργα” μας βρίσκει ασύμφωνους. Τύχη αγαθή, το 2008 κατόπιν εξαιρετικής επιμέλειας των Thomas Wright και Donald Mead οι Γυναίκες του Ομήρου εκδόθηκαν στην Μεγάλη Βρετανία, ως ειδική έκδοση της Oscar Wilde Society και του Estate of Oscar Wilde.

Αλλά ας μη πούμε άλλα, ας απολαύσουμε τον λόγο του Όσκαρ Ουάιλντ στα ελληνικά, προσμένοντας την πλήρη έκδοση του κειμένου στα ελληνικά. Ευχαριστούμε την Oscar Wilde Society, τον Thomas Wright και τον εγγονό του Όσκαρ Ουάιλντ, Μέρλιν Χόλαντ, για την παραχώρηση του υλικού.

Η Ελένη της Τροίας

Ήταν του Ποσειδώνα ο γιος, ο Θησέας, που πρώτος αγάπησε την Ελένη, σαν την αντίκρυσε. Κοράσι ακόμη, μα πρώιμης ήδη ομορφιάς (οὔπω μὲν ἀκμάζουσαν, ἤδη δὲ τῶν ἄλλων διαφέρουσαν). Πεπεισμένος ότι δεν αξίζει να ζει χωρίς εκείνη, ούτε έχουν καμιά αξία το σπίτι ή η εξουσία σε οποιονδήποτε τομέα, αψήφισε την εξουσία του Τυνδάρεω, του Κάστορος και του Πολυδεύκη. Η Ελένη απήχθη από τον Θησέα, που την πήγε στις Αφίδνες της Αττικής.

Όμως όταν ο Θησέας έπρεπε να κατέβει στον Άδη, με τον Πειρίθου, για να τον βοηθήσει να αρπάξει το παιδί της Δήμητρας, την Κόρη [Περσεφόνη] η Ελένη επέστρεψε στην Σπάρτη. Και οι πρίγκηπες όλης της Ελλάδας ήλθαν για να την κορτάρουν κι ούτε που σκέπτονταν τις γυναίκες των πόλεών τους. Κι ο κλήρος πέφτει στον Μενέλαο. Η Ελένη, το έπαθλο. Και έπειτα ήλθαν εκείνα τα άθλια καλλιστεία ανάμεσα στις θεές, η πρώτη έναρξη του μεγάλου πολέμου. Διότι η Ήρα, η Αθηνά και η Αφροδίτη ήλθαν προς τον γιο του Πριάμου και τον πρόσταξαν να αποφασίσει ποια ήταν η ομορφότερη. Και η Ήρα του προσέφερε την ηγεμονία όλης της Ασίας. Και η Αθηνά του έταξε αιώνια νίκη στην μάχη. Και η Αφροδίτη, την Ελένη, για γυναίκα του. Και ήταν τόσον τέλειον το κάλλος της, ώστε ο Πάρης δεν μπορούσε πια να αποφασίσει ανάμεσα στις τρεις θεές. Έτσι περιορισμένος να κάνει μιαν επιλογή έστω ανάμεσα στα δώρα τους, επέλεξε τον γάμο με την Ελένη. Διερωτώμαι, λέει ο Ισοκράτης, αν θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως τάχα ήταν βλάκας ο Πάρης που επέλεξε να ζήσει μαζί της, αφού για το χατήρι της τόσοι και τόσοι ημίθεοι ήσαν έτοιμοι να δώσουν και τη ζωή τους. Μάλλον βλαξ θα ήταν, αν περιφρονούσε την ομορφιά, όταν έβλεπε τους θεούς να ερίζουν για αυτήν. Ή ίσως, αν δεν την θεωρούσε ένα τόσον ακριβό δώρο, για το οποίο οι ίδιοι οι θεοί είχαν τόσην επιθυμία.

Ποιος θα μπορούσε να απορρίψει έναν γάμο με την Ελένη, όταν θα έβλεπε πως την στιγμή της απαγωγής της οι Έλληνες οργίσθηκαν, ωσάν να είχε λεηλατηθεί όλη τους η γη. Ενώ οι Βάρβαροι περηφανεύτηκαν, ωσάν να είχαν κατακτήσει την Ελλάδα ολόκληρη. Αντί να την παραδώσουν αμαχητί, οι Τρώες αντιστάθηκαν τόσο, ώστε να δουν τις πόλεις τους λεηλατημένες και την χώρα τους ερημωμένη. Αντί να γυρίσουν σπίτι τους χωρίς εκείνη, οι Έλληνες επέλεξαν να παραμείνουν σε μια ξένη γη ως τα βαθειά γεράματα, και να μη δουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους ποτέ ξανά.

Πλην όμως δεν μάχονταν ούτε για τον Αλέξανδρο, ούτε για τον Μενέλαο, μα για την Ασία και την Ευρώπη. Πεπεισμένοι πως εκείνη η γη στην οποία η Ελένη θα διέμενε τελικά, εκείνη η γη θα ήταν η πιο ευλογημένη. Πολλώ δε μάλλον: όχι μόνον γέμιζαν οι άνδρες από τον πόθο να υποβληθούν σε δυσμένειες και αγώνες για χάρη της. Αλλά κι οι θεοί οι ίδιοι έστειλαν τα παιδιά τους να πολεμήσουν για το χατήρι της, γνωρίζοντας καλά πως θα συναντούσαν το θάνατό τους. Ο Δίας έστειλε τον Σαρπηδόνα, και η Ηώς έστειλε τον Μέμνονα, ο Ποσειδών τον Κύκνο και η Θέτις τον Αχιλλέα. Με την πίστη πως ένας θάνατος στην μάχη για την Ελένη ήταν πιο τιμητικός από μια ζωή δίχως μερτικό στους κινδύνους που πάντοτε περικύκλωναν εκείνη. Και ποια ήταν τελοσπάντων αυτή η μεγαλειώδης γοητεία και δύναμη της Ελένης που έκανε θεούς κι ανθρώπους να λογαριάζουν ως τιμή τον θάνατο για χάρη της; Ήταν το κάλλος, η ύψιστη, η πιο τιμητέα και θεϊκή αρετή που υπάρχει. Το κάλλος, που υποτάσσει ακόμη και τον Παντοκράτορα Δία, ο οποίος ταπεινώνει εαυτόν ενώπιον της ομορφιάς (πρὸς δὲ τὸ κάλλος ταπεινὸς γιγνόμενος).

[απόσπασμα από το δοκίμιο του Όσκαρ Ουάιλντ – Οι Γυναίκες του Ομήρου,

μετάφραση: Ηλίας Κολοκούρης
επιμέλεια : Thomas Wright , Donald Mead
copyright: The Oscar Wilde Society, 2008


Ρόζα Λούξεμπουργκ (Νίκου Καζαντζάκη, 1927)

Κίνησα πρωί πρωί γιά το Διόνυσο, στήν Πεντέλη. Κρατούσα τα «Γράμματα» της Ρόζας Λούξεμπουργκ κ’ ήθελα νά τά διαβάσω ψηλά. στή μοναξιά, κάτου από τά πέφκα.

Ο Νίκος Καζαντζάκης το 1927 στην Αίγινα

Γυάλιζε ό αέρας άκίνητος κι άστραφτε σαν άτσάλι· άπάνου του, σάν ξόμπλια σμαλτομένα, τά δέντρα, οι πεταλούδες, τά σπίτια τών ανθρώπων. Ή Πεν­τέλη μπροστά μου, ή μάνα, μέ τον ανοιχτοπληγωμένον κόρφο, πού είχε γεννήσει τους θεούς· ζερβά μου ο Πάρνης, γαλάζιος και τραχύς. Μύριζε το θυμάρι, η αφάνα, οι βελόνες τών πέφκων, διχαλωτές, έσταζαν τον ήλιο.

Δυο χωριάτες, δυνατοί σάν κάπροι, προσπέρασαν βαριά, τά μά­τια τους μικρά και πονηρά, σα ζώου πού ενεδρέβει, το πρόσωπό τους σαν αίμα χτυπημένο. Μιλούσαν αρβανίτικα και μάλωναν, κι ώς διάβηκαν από μπροστά μου ο αέρας βρώμισε και πολλή ώρα δέν μπο­ρούσα ν’ αναπνέψω.

Σε λίγο, μιά χα­ρά μεγάλη. Ένα σκυλί, με φτενό, όλο νόηση κεφάλι, ήρθε κοντά μου κι άρχισε να με ακλουθάει χαρούμενο, μέ όρθια την ουρά, γαβγίζοντας.

Στο Διόνυσο βρήκα ένα παλιό μου φίλο. Είχα χρόνια νά τον δώ. Απ’ τούς ήρωϊκούς αγώνες μας για τη δημοτική γλώσσα, τά μανιφέστα πού ξαπολούσαμε, τις κρυφές μας συνεδρίες στά υπόγεια ενός μεγάλου σπιτιού, τους νέους πού φέρναμε στά κατηχούμενα τούτα νά τούς φωτίσουμε, να πληθύνουμε, ν’ άνεβούμε από τά υπόγεια, νά φωτίσουμε τήν Ελλάδα!

Έπειτα σκορπίσαμε. Άλλοι παντρέφτηκαν,άλλοι βαρέθη­καν, άλλοι διορί­στηκαν κ’ ήσύχασαν. Όταν τούς συναντώ στο δρό­μο, κάνω πως δεν τους βλέπω από έβγένεια— φοβού­μαι μήπως θυμη­θούν καί κοκινίσουν. Μά σήμερα δέν μπόρεσα νά ξεφύγω. Μόλις πρόβαλα στο μικρο ξε­νοδοχείο του Διό­νυσου, νά ο φίλος μου με το μπα­στούνι του, με το καπέλο γυριστό, να μην τον κάψει ο ήλιος, γλυκοκουβέντιαζε με πέν­τε έξη κοπέλες. Πώς πάχηνε·  Τά μάτια του είσαν πρισμένα, τά μά­γουλά του κρεμόνταν, το πηγούνι του αναπάβουνταν απάνου στο διπλό πριγούλι. 

“Πώς πάχηνες! του είπα.

-Ναι, πήρα τον κατήφορο. Στρώνω τραπέζι για τα σκουλήκια. Γεροντόπαχο. Δε σκοτίζομαι πια για τίποτα, δεν μπορώ να αφομοιώσω καμιά καινούρια ιδέα. Είμαι ήσυχος.

Και σε λίγο πρόσθεσε:

-“Άλλαξαν οι συνήθειές μου. Παντρέφτηκα βλέπεις. Δεν περπατώ πια, βαριέμαι. Αγαπώ τις απλές κουβέντες, τη μαστίχα και τα παιδιά μου.

Θέλησα να του θυμίσω τους αγώνες μας. Όλα τα θυμόταν ήσυχα, χωρίς θλίψη, χωρίς ντροπή.

-“Κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Σήμερα οι νέοι άλλαξαν. Γίνηκαν επαναστάτες, δε σέβουνται.”

Μα καθόλου δε θεράπευε πια την καρδιά μου όλη τούτη η ωραιότητα. Σαν παμπάλαιη μου φάνηκε Σειρήνα, που μάταια μάχουνταν να μας γοητέψει και να ξεχάσουμε το τραχύ, χωρίς γλύκα κι ωραιότητα σύγχρονο χρέος.

Έφριξα. Μιά στιγμή θάρρεψα πώς άρχισε ό φίλος μου ν’ άποσυνθέτεται καί νά μυρίζει. ’Έφυγα. Άρχισα ν’ ανεβαίνω το βουνό. Κου­δούνια, πρόβατα άκούστηκαν, σά νερά πού κα­τεβαίνουν το δάσο έβώδιαζε ρετσίνα, ή θά­λασσα άστραψε ξαφνικά, πνοή γλυκύτατη φύσηξε καί δρόσισε τά μελίγγια μου.

Μά καθόλου δέ θαράπεβε πιά τήν καρδιά μου όλη τούτη ηη ώραιότητα. Σάν παμπάλαιη μου φάνηκε Σειρήνα, πού μάταια μαχόταν νά μάς γοητέψει καί νά ξεχάσουμε τό τραχύ, χω­ρίς γλύκα κι ώραιότητα, σύγχρονο χρέος.

’Ανέβαινα βιαστικός, κλεισμένος μέσα στήν άγωνία μου. Σήμερα μιά γυναίκα άσκημη, χλωμή, άπελπισμένη, ανένδοτη, είταν μαζί μου- ώς άγγιζε το χέρι μου το μικρό βιβλιαράκι τής Ρόζας Λούξεμπουργκ, έφρισσα, σά νά μέ άγγιξε το νευρικό, νεκρό της χέρι καί μέ οδήγαε. 

Μια μέρα την είχα δει σε μια μικρή γερμανική πολιτεία, πάνου σε ένα τραπέζι, να μιλάει σε χιλιάδες εργάτες και πεινασμένους. Είταν αδύναμη, σα ραχητική, φορούσε ένα παλιό σάλι, έτρεμε από το κρύο κ΄ έβηχε. Μα πότε δεν θα ξεχάσω την κραβγή που τινάχτηκε από το ανεμικό της στόμα κι ανέβηκε στον ουρανό: «Ελεφτερία, φως, δικαιοσύνη. Να χαθούμε, όλοι αδέλφια, για να σώσουμε τη γης!».

Πολλοί κλαίγαν, άλλοι βλαστημούσαν και φοβέριζαν. Οι καλοθρεμμένοι αστοί περνούσαν και σφύριζαν. Ήρθαν οι αστυφύλακες και την κατέβασαν από το τραπέζι και την πήραν στη φυλακή. Ποτέ δε θα ξεχάσω τη ματιά της προς τους αψηλούς, βάρβαρους στρατιώτες. Έλεος, αγανάχτηση και θλίψη. Σα να μετρούσε πόσο σκοτάδι υπάρχει ακόμα, πόση σκλαβιά και τι αγώνας χρειάζεται!

Μιαν άλλη μέρα: Είχε κηρυχτεί ο παγκόσμιος πόλεμος, τα γερμανικά σιδερόφραχτα στρατέματα κίνησαν να δρασκελίσουν τα σύνορα και να μπουν στη Ρωσία.

Άξαφνα, μια χλωμή γυναίκα ώρμησε, στάθηκε απάνου στα σύνορα κι άνοιξε τα δυο μικρά της αδύναμα χέρια να σταματήση τους στρατούς που προχωρούσαν. Είταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Τη φυλακίζουν. Από τη φυλακή της κοιτάζει τον ήλιο, τα πουλιά, τα σύννεφα, ακουμπισμένη στα κάγκελα.

Ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού διαβάζω τα γράμματα της στην αγαπημένη της φιλενάδα, τη Σόνια: 

«Κάποτε μου φαίνεται πως δεν είμαι ανθρώπινο πλάσμα, μα ένα πουλί ή ένα οποιοδήποτε ζώο, που πήρε ανθρώπινη μορφή. Περσότερο ταιριάζει στην ψυχή μου μια γωνίτσα περβόλι, ένα χωράφι και να ΄μαι ξαπλωμένη στο χορτάρι, ανάμεσα στα έντομα, παρά να βρίσκουμαι σ’ ένα συνέδριο σοσιαλιστικό. Σε σένα μπορώ να κάμω μια τέτοια εξομολόγηση, γιατί βέβαια δε θα με φανταστείς εσύ πως προδίνω την ιδέα. Το ξέρεις, πως με όλα αφτά, ελπίζω να πεθάνω στο μετερίζι μου: σε μια μάχη στα οδοφράγματα ή μέσα στη φυλακή…».

Γιομάτη επικίντυνα πλούτη κι αντινομίες ήταν η ψυχή της, όπως κάθε μεγάλη ψυχή.

Και παρακάτου γράφει:

«Τη στιγμή που σου γράφω ένας μεγάλος βάβουλας μπήκε στο κελί της φυλακής μου: το γιομώνει με τη βαριά, σα βαρύτονου, φωνή του. Τί ωραίος που είναι, τί βαθύτατη χαρά ζωής αναπηδάει μέσα από το βούισμά του, το γιομάτο δύναμη, ζέστα καλοκαιριάτικη και μυρωδιές από τα λουλούδια!»

«Σονίτσα» γράφει μιαν άλλη μέρα, «παραπονιέσαι με λόγια πικρά γιατί με κρατούν τόσον καιρό φυλακή και φωνάζεις: «Πώς είναι δυνατόν οι ανθρώποι να ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων;» Αγαπητό μικρό μου πουλί, σε όλη την ιστορία ανθρώποι ορίζουν την τύχη άλλων ανθρώπων, κ’ η αδικία τούτη, έχει βαθύτατα τις ρίζες της στις υλικές συνθήκες της ζωής.

Μονάχα η έξέλιξη, μέσα άπό άναρίθμητες σπασμωδικές κρίσεις, μπορεί νά φέρει τή λύ­τρωση. Σήμερα ζούμε ένα από τά πιό τρι­κυμισμένα κεφάλα της εξέλιξης αύτής καί σύ ρωτάς: Πρός τι όλα τούτα; Το ρώτημα τούτο δέν έχει νόημα όταν αγκαλιάσείς αλάκαιρο τον κύκλο της ζωής. Προς τί να υπάρχουν πουλιά στον κόσμο; Δεν ξέρω. Μα χαίρουμαι που υπάρχουν και γλυκότατα παρηγοριέμαι, γρικώντας ξαφνικά ένα βιαστικό “τσι-τσι-μπε” να μου έρχεται μακριάθε, απάνου από τον τοίχο.

Άλλωστε υπερτιμάς τη γαλήνη μου. Δυστυχώς η εσωτερική μου ισορροπία και μακαριότητα ταράζεται κι από τον πιο ανάλαφρο ήσκιο που περνάει ποπάνου μου κι υποφέρω τότε αδήγητο μαρτύριο. Μα τις στιγμές αυτές μου είναι αδύνατο να προφέρω λέξη.».

Σέ ένα άλλο γράμμα της περιγράφει μέ πόνο τά βουβάλια πού σέρνουν μεγάλα κάρα καί κουβαλούν στις φυλακές τά αίματωμένα ρούχα από τον πόλεμο. Ενας στρατιώτης τά χτυπούσε καί χάραζε, έως στο αίμα, τή ράχη τους : 

«Τήν ώρα πού ξεφορτώνουν τά κάρα, τά βουβάλια έμεναν άκίνητα, έξαντλημένα καί το ένα, εκείνο πού έτρεχε αίμα, κοίταζε θλιμένο, ίσα, μπροστά του. Όλη του η μορφή και τα μεγάλα του μάβρα μάτια, τα τόσο γλυκά, είχαν τήν έκφραση παιδιού πού τι­μωρήθηκε σκληρά χωρίς να ξέρει την αιτία· έκλαψε πολύ καί δέν ξέρει πιά πώς νά γλιτώ­σει από το μαρτύριο κι από τη κτηνώδη βία. 

Στεκόμουνα μπροστά στο κάρο καί το πλη­γωμένο ζώο με κοίταζε. Τά δάκρυα τινά­χτηκαν από τα μάτια μου· είσαν τά δάκρυά του. Ώ δύστυχο βουβάλι μου, αγαπημένε, φτωχέ άδερφέ, είμαστε κ’ οί δυο ανυπεράσπιστοι και βουβοί, ενωμένοι κ’ οι δυο στον πόνο στην ανημποριά και στη λαχτάρα!»

Θάμα είναι η ευαισθησία τούτη της καρδιάς σε μια γυναίκα με τόση οξύτατη λογική και διαλεκτική δεινότητα και σοφία.

Κι ακόμα περισσότερο η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε και την Τρίτη ανώτατη αρετή: Δεν είταν μονάχα λεπτότατα παθαινόμενη καρδιά, δεν είταν μονάχα ανυπέρβλητα λαγαρός θεωρητικός νους – μα είταν και μια ζωή γιομάτη Π ρ ά ξ η : αμείλικτος πολεμιστής, έτρεχε από πόλη σε πόλη, μιλούσε στις πλατείες, στα καφενεία, στα εργοστάσια, πήγαινε μπροστά από τους εργάτες σε συλλαλητήρια κι απεργίες.
«Σονίτσα, Σονίτσα, κράτα ό,τι κι αν γίνει, τη γαλήνη σου και την ηρεμία. Τέτοια είναι η ζωή και πρέπει να την παίρνεις όπως είναι, με γενναιότητα, με όρθιο το κεφάλι και με χαμόγελο στα χείλη, μπροστά και ενάντια στα πάντα!»
Και το τελευταίο της γράμμα, λίγο πριν την σκοτώσουν:
«Η ψυχή μου βρίσκεται σε τέτοιο πυρετό, που είναι αδύνατο να δέχουμαι πια τους φίλους μου και να νιώθω πως μας επιβλέπουν οι φύλακες. Το βάσταξα με υπομονή όλα τούτα τα χρόνια κι αν είσαν άλλοι καιροί, θα ‘κανα υπομονή. Μα τώρα που όλα συθέμελα άλλαξαν, δεν το ανέχουμαι πια. Να μ’ επιβλέπουν την ‘ωρα που μιλώ και να να μη με αφήνουν να προφέρω λέξη για ό,τι βαθύτατα μ’ ενδιαφέρει, μου κατάντησε τόσο μαρτύριο, που προτιμώ να στερηθώ κάθε επίσκεψη, ωσότου να μπορέσουμε να ιδωθούμε σαν ελέφτεροι άνθρωποι».
Σε λίγο καιρό, τον Γενάρη του 1919, τη σκότωσαν!

Αχ! Πως ανέβηκε ξαφνικά, μέσα στην Πεντέλη, η κραβγή: – Β ο ή θ ε ι α !
Δεν είταν μια γυναίκα που φώναζε – ήταν η κραβγή, η σημερινή, αλάκαιρης της Γης.
Κατέβαινα το βουνό ταραγμένος. Τα δάκρυα είχαν τιναχτεί από τα μάτια μου. Πώς όταν είδα τη γυναίκα τούτη στη μακρυνή πολιτεία να φωνάζει, απάνου στο τραπέζι, μικρή, αδύναμη κι άσκημη, πώς να μη χυθώ να σφίξω το χέρι της και να πάω μαζί της! Μα θυμούμαι, πειράχτηκα κι απόστρεψα το πρόσωπό μου. Ένας γιατρός, που ήταν μαζί μου είπε: «Θα είναι υστερική· θα την πάντρευα να ησυχάσει». Κι εγώ γέλασα, θυμούμαι.
Φρίσσω λογιάζοντας πόσο κτήνος μπορεί να ‘ναι ο άνθρωπος, χωρίς να το νοιώθει. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ξεπέσει τόσο, μεγαλήτερη αμαρτία δεν έκαμα.
Και τώρα τα δάκρυα ανεβαίνουν, μια καρδιά χτυπάει και γιομίζει με αντίλαλο την ερημιά, η ζωή ανασηκόνεται όλη απάνου στους αδύναμους, καμπουριασμένους ώμους της χλωμής τούτης μεγαλομάρτυρης αδελφής.
Έφυγε η κραβγή από το στήθος της, λεφτερώθηκε από το εφήμερο κορμί της και δουλέβει, φωνάζοντας πολεμικά, μέσα στα στήθη των ανθρώπων.
Τέτοια η κραβγή της λευτεριάς. Έκαμε χρόνια να φτάσει και να χτυπήσει την ψυχή μου. Άλλες ψυχές, πιο χαμηλά, πιο πέρα, ακόμα δεν τη γρίκησαν. Βλέπουν μια γυναίκα ν’ ανοίγει το στόμα της, να σηκόνει τα χέρια απάνου σ’ ένα τραπέζι, μα δεν ακούν τί λέει: ύστερα από πέντε, δέκα χρόνια, θ’ ακούσουν· κι η ψυχή τους θα τιναχτεί κραβγάζοντας.
Η κραβγή της Ρόζας Λούξεμπουργκ σκίζει τα σωθικά μας:
Β ο ή θ ε ι α
Ο αέρας άλλαξε, αναπνέμε μιαν άνοιξη βαρειά, γιομάτη θειάφι. Ποιος φώναξε; Εμείς φωνάζουμε, οι αδικημένοι ανθρώποι! Κ’ ύστερα σιωπή· ξεχνούμε από τεμπελιά, από συνήθεια, από φόβο. Μα ξάφνου πάλι η κραβγή σκίζει τα σωθικά μας. Γιατί δεν είναι απόξω, δεν είναι μακριά, δεν έρχεται, για να μπορούμε να ξεφύγουμε – μέσα στην καρδιά κάθεται η κραβγή και φωνάζει.
Ανίλεη, αφστηρή είναι η στιγμή που περνούμε. Δε στρέφουμε πια το πρόσωπό μας στον ουρανό, ζητώντας βοήθεια. Ξέρουμε, ουρανός και γης είναι ένα. Ο νους μας είναι ο ποιητής ουρανού και γης· αυτός ανάλαβε όλη την ευθύνη του χαμού ή της σωτηρίας. Ο νους μας είναι σαν το «Μικρό Σκορπιό» μιας αφρικάνικης παράδοσης, που αν την ήξερε, πολύ θα την αγαπούσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ.
«Ο   μ ι κ ρ ό ς   σ κ ο ρ π ι ό ς   ε ί π ε: – Ε γ ώ, ο   μ ι κ ρ ό ς   σ κ ο ρ π ι ό ς   π ο τ έ   δ ε   θ α  ε π ι κ α λ ε σ τ ώ   τ ο   ό ν ο μ α  τ ο υ   Θ ε ο ύ. Ε γ ώ, ο   μ ι κ ρ ό ς   σ κ ο ρ π ι ό ς,   ό τ α ν   θ έ λ ω   ν α  κ ά μ ω   τ ί π ο τ α, θ α   τ ο   κ ά μ ω   μ ε   τ η ν   ο υ ρ ά   μ ο υ !»

Στο περιοδικό Ηλύσια το 1927, τεύχος 1, 22 Μαΐου 1927, σελ. 12- 15.