Monthly Archives: April 2020

«Ορισμένοι είναι γεννημένοι ηθογράφοι ή ελληνολάτρες»

ΤΕΤΑΡΤΗ, 04 ΜΑΡΤΙΟΥ 2015 00:00

alt

Ανέκδοτη συνέντευξη του Παύλου Μάτεσι από το 2007 για τον Αριστοφάνη και τις μεταφράσεις του.

Του Ηλία Κολοκούρη

Tο 2007, με αφορμή μια εργασία μεταφραστικής θεωρίας και πρακτικής για το μάθημα του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, συνάντησα τον Παύλο Μάτεσι στα Εξάρχεια, στο Βοξ. Η μέρα ήταν ωραία και ο κύριος Μάτεσις είχε κέφια. Έχει μόλις επανεκδοθεί η Μητέρα του σκύλου από τις εκδόσεις Καστανιώτη, κι έχουν κυκλοφορήσει σε μετάφρασή του οι Σφήκες του Αριστοφάνη. Συνάντησα άλλες δύο φορές τον κύριο Μάτεσι, και κάθε φορά τελείωνε τη συνάντηση ευχόμενος «Χαίρε, Υγίαινε, Σκίζε!». Το 2013 ο Παύλος Μάτεσις ακολούθησε τον Διόνυσο και τον Ξανθία στην διαμάχη Ευριπίδη – Αισχύλου στον Κάτω κόσμο, κοάζων είρων και ωραίος “Βρεκεκεκὲξ κοὰξ κοάξ”. Αποχώρησε στα 80 του χρόνια, 20 Ιανουαρίου 2013.

Στο θέατρο, το κείμενο, η λέξη πρέπει την στιγμή που εκφέρεται, εκείνη την στιγμή να γίνεται κατανοητή από τον θεατή. Δεν φταίει ο θεατής.

Υπάρχει δύσκολο θέατρο ή είναι δύσκολο το κοινό;

Στο θέατρο, το κείμενο, η λέξη πρέπει την στιγμή που εκφέρεται, εκείνη την στιγμή να γίνεται κατανοητή από τον θεατή. Δεν φταίει ο θεατής. Αν την καταλάβει μετά από δέκα δευτερόλεπτα, δεν συμβαδίζει με το έργο και τον ηθοποιό. Χρειάζεται να υπάρχει καθαρότητα και ευθυβολία και του νοήματος και του ήχου. Έχεις σπουδάσει τη μουσική;

Είχα κάνει λίγο πιάνο, αλλά όχι πολλά πράγματα, εσείς;

Έχω τελειώσει βιολί και θέλω να πω ότι αντιλαμβάνομαι πως η λέξη συγγενεύει με την μουσική, αφού έχει ως πρώτη ύλη τον ήχο, παράλληλα όμως έχει μια έννοια, ένα νόημα. Αυτό απευθύνεται στον εγκέφαλο. Δηλαδή, η λέξη είναι ένας ήχος που απευθύνεται στο υποσυνείδητο και δεν ξέρουμε πώς θα επιδράσει στον κάθε δέκτη. Ο συγγραφέας ξέρει όμως. Αν θυμάσαι στον Οιδίποδα επί Κολωνώ, όπου στο τέλος ο Οιδίπους καταριέται τον γιο του, οι λέξεις είναι πάρα πολύ σκληρές ηχητικά, όλο μπρρρ ντρρρρ γκρρρ. Ήξερε τι έκανε ο Σοφοκλής, το ίδιο και ο Αριστοφάνης.

Πώς σας φαίνονται οι υπάρχουσες μεταφράσεις του Αριστοφάνη;

Οι παλιότερες μεταφράσεις του Αριστοφάνη ντρέπονται να πούνε και τα σύκα σύκα. Έτσι, βλέπεις πολλούς αριστερούς (Ρώτας, Βάρναλης κλπ) οι οποίοι, ενώ θέλανε να ξεμπροστιάσουν την γλώσσα, σε πράγματα που έχουν σχέση με το σεξ ήταν ντροπαλοί.

Κάθε λέξη ως ήχος επιδρά διαφορετικά σε κάθε δέκτη. Από κει και πέρα το να προσπαθήσεις να στρατεύσεις την γλώσσα και να τη χρησιμοποιήσεις για τα κόμματα, το δημιούργημά σου είναι λίγο ζαβό. Οι μεταφράσεις που έχουν γίνει του Αριστοφάνη, αν ιδωθούν με κριτικό μάτι σε σχέση με το πρωτότυπο, θα φανεί ότι η γλώσσα είναι στρατευμένη. Κομματική. Ακόμα και του Βάρναλη. Καλά, του Ρώτα είναι φρίκη, δεν συζητιέται. Του Σταύρου είναι άμουσες, είναι μη ποιητικές. Ο Αριστοφάνης είναι μέγας ποιητής. Βλέπεις εκεί που μιλάει, λέει λέει λέει, χρησιμοποιεί την γλώσσα την τότε καθημερινή, αλλά στα χορικά είναι τόσο λυρικός που τα χάνεις. Όπου του το επιτρέπει η κωμωδία, ο λυρισμός του διαχέεται. Στις Νεφέλες υπάρχει ένας λυρισμός ιερατικός, δεν σηκώνει κουβέντα. Και μάλιστα το τελειώνει το έργο κι οι Νεφέλες λένε: «Βγάλτε μας από ’δω, αρκετά σας χορέψαμε για σήμερα!», κάτι δίσημο, αφού και χορέψαμε για εσάς αλλά και σας χορέψαμε. Οι παλιότερες μεταφράσεις του Αριστοφάνη ντρέπονται να πούνε και τα σύκα σύκα. Έτσι, βλέπεις πολλούς αριστερούς (Ρώτας, Βάρναλης κλπ) οι οποίοι, ενώ θέλανε να ξεμπροστιάσουν την γλώσσα, σε πράγματα που έχουν σχέση με το σεξ ήταν ντροπαλοί. Μετέφραζαν σαν μέλη χριστιανικής ένωσης. Του Γεωργουσόπουλου οι αριστοφανικές μεταφράσεις είναι κακές. Ο άνθρωπος ξέρει αρχαία όσο κανείς, αλλά δεν έχει αίσθηση του χιούμορ, κι έτσι το περνάει όλο στο χωριάτικο. Είναι ορισμένοι άνθρωποι που είναι γεννημένοι ηθογράφοι ή είναι ελληνολάτρες. Ο Γεωργουσόπουλος θέλει να βγάλει τα ηπειρώτικα τραγούδια μες στην τραγωδία.

Διαφωνείτε όταν γίνεται σύνδεση της Ελλάδας των πρώτων χρόνων μετά το ’21 με την Ελλάδα της αρχαιότητας μέσα σε μια μετάφραση;

Ναι. Συχνά καταντά γελοίο, γιατί από μια στιγμή και μετά, η ελληνική πραγματικότητα υπέστη μια καθίζηση και μια ήττα εξαιτίας της νέας θρησκείας, του χριστιανισμού. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο Αριστοφάνης, ή τα σύμβολα, τα φαλλικά σύμβολα (στους Αχαρνείς που βάζει την κορούλα του Δικαιόπολι να κρατάει τον φαλλό) σήμερα θα ήταν τερατώδη, όχι το τότε γονιμικό σύμβολο. Σήμερα θα λέγανε ότι έβαλε την κόρη του να κρατάει την πούτσα.

alt

Ο χριστιανισμός κατέστρεψε ή έσωσε κάτι από την αρχαία Ελλάδα;

Ο χριστιανισμός μετέβαλε τα πράγματα, έφερε την αίσθηση της αμαρτίας. Σου λέει ό,τι και να κάνεις θα είναι αμαρτία, στο σεξ, στον έρωτα. Ποιο; Το πιο φυσιολογικό πράγμα για τους αρχαίους, ο έρωτας. Ακόμα και ο έρωτας μεταξύ αντρών δεν ήταν κατακριτέος, εκτός απ’ την πορνεία, δηλαδή όταν το παιδί πήγαινε και γαμιότανε για λεφτά, τότε ήτανε όνειδος. Αυτή η αίσθηση της αμαρτίας σήμερα μας εμποδίζει στην μετάφραση. Επιπλέον είναι και ένα άλλο πράγμα, σχετικά με τις λέξεις που έχουν να κάνουν με τα γεννητικά όργανα και τις φυσικές λειτουργίες του σώματος. Οι λέξεις οι σημερινές είναι λίγο βάναυσες ηχητικά, επειδή είναι οι περισσότερες παρμένες από ξένες γλώσσες. Οι αρχαίες λέξεις, εκτός του ότι δεν έχουνε την χροιά της αμαρτίας, δεν είναι άσχημες. Αν κυριολεκτήσεις όταν μεταφράζεις, βρωμάει το πράγμα. Εκεί πρέπει να βρεις έναν τρόπο να «περάσεις από το πλάι». Λόγου χάρη το «πούτσα» προέρχεται από τη σλάβικη λέξη bozzo. Μπορεί η αρχαία λέξη να ’ναι όντως η «ψωλή», δεν μπορείς όμως να το βάλεις έτσι. Αν πάλι πεις «πουλί», εκεί γίνεται πολύ χαδιάρικο. Πρέπει να βρεις έναν τρόπο χιουμοριστικό. Παραδείγματος χάριν, στο τελευταίο που μετέφρασα, στις Σφήκες, το «ευρύπρωκτος», να βάλεις πούστης; Είναι άσχημο. Εγώ το έβαλα «κώλος δημοσίας χρήσεως». Έτσι, περνάει αυτό που θέλει ο Αριστοφάνης και με χιούμορ και βρίζει, και ξεφωνίζει.

Πώς αντιλαμβάνεστε εσείς τον Αριστοφάνη ως προσωπικότητα;

Ο Αριστοφάνης ήτανε αστός και εύπορος. Δεν ήτανε χωριάτης, όπως θέλουν μερικοί να τον παρουσιάσουν. Βεβαίως, ορισμένοι ήρωές του είναι χωριάτες. Κι εκεί, ως έξυπνος συγγραφέας που είναι, τους βάζει να μιλάνε χωριάτικα. Ορισμένες φορές η γλώσσα δεν ανήκει στον συγγραφέα, ανήκει στο πρόσωπο.

Όπως με την Ραραού στο δικό σας έργο. Σωστά;

Ναι, υπήρξε και μία ωραία παρεξήγηση με ένα δικό μου έργο. Όταν μεταφράστηκε Η Μητέρα του σκύλου στα γαλλικά στις εκδόσεις Gallimard, κάποιοι το διάβασαν και είπαν ότι ο μεταφραστής είναι αγράμματος. Το διάβασε και ο Jacques Bouchard, ο οποίος είναι διαπρεπής μεταφραστής, μέλος της Ακαδημίας και λοιπά και τους εξήγησε ότι δεν είναι αγράμματος ο μεταφραστής, είναι αγράμματη η ηρωίδα, η Ραραού. Πρέπει όμως να σκεφτείς, ακόμα κι όταν ο επί σκηνής μιλά με ιδίωμα, αν οι λέξεις που χρησιμοποιείς είναι γνωστές στο κοινό. Δηλαδή, εγώ βάζω τον Ψευδαρτάβα τον Πέρση στους Αχαρνείς να λέει «Πάρη παπάρι» και «Γιουνάν». Γιατί αν την ώρα που μιλά ο θεατής καθυστερήσει έστω και λίγο, πάει, έχασε και τα επόμενα. Βέβαια, η λογοτεχνία γενικά σήμερα και το θέατρο απευθύνεται σε μία μειονότητα. Αναγκαστικά θα αγνοήσεις τους αγράμματους, προσπαθώντας όμως να μη τους δυσκολέψεις κι άλλο. Παίζει μερικές φορές τεράστιο ρόλο ο ρυθμός σε μια μετάφραση, ο τρόπος που ο ήχος κατευθύνεται προς τον εγκέφαλο. Ο ρυθμός της λέξης ορίζει πάρα πολλά πράγματα, στην τυπολογία και στην διάθεση. Αλλιώς επιδρά ο στίχος που τονίζεται στην λήγουσα κι αλλιώς στην προπαραλήγουσα. Αυτό το ξέρει πολύ καλά και το κάνει πολύ καλά ο Αριστοφάνης. Έχει διαβάσει τους Προσωκρατικούς, δεν είναι αγράμματος.

Ναι, αλλά παρωδεί τον Ευριπίδη. Πώς κι έτσι;

Σήμερα υπάρχει ένα είδος πνευματικής τρομοκρατίας: όταν ένα πρόσωπο είναι διάσημο και δεν αρέσει σε κάποιον, εκείνος δεν τολμά ούτε να τον ξεφωνίσει, ούτε καν να πει την γνώμη του. Ο Αριστοφάνης γενικά δεν φοβάται να σατιρίσει και να αμφισβητήσει.

Ο Αριστοφάνης λάτρευε τον Ευριπίδη. Ο Ευριπίδης είχε αρχίσει να αμφισβητεί τους δύο προηγούμενούς του, τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή που ακόμη και σήμερα αποτελούν το «τοτέμ» της τραγωδίας. Ο Ευριπίδης αμφισβήτησε τους θεούς, εισήγαγε την ειρωνεία. Ορισμένα έργα του είναι εντελώς ειρωνικά, δεν αστειεύεται. Γι’ αυτό και στον καιρό του ήταν σκάνδαλο. Πήρε μόλις τέσσερα βραβεία σε μια ζωή. Ο από μηχανής θεός του Ευριπίδη είναι καθαρή ειρωνεία, είναι σαν να λέει το έργο «Παιδιά είμαι σε αδιέξοδο, βγάλτε τον θεό, αλλιώς βγάλτε τα πέρα μόνοι σας». Αυτό είναι ειρωνεία νομίζω. Με όλα αυτά κινδύνευε κιόλας, να τον περάσουνε στην αθεΐα και να τον θανατώσουν. Ο Αριστοφάνης ειρωνεύεται τον Ευριπίδη συνέχεια, αλλά και τον λατρεύει, γι’ αυτό του αφιερώνει τόσους στίχους και στους Αχαρνείς. Η σκηνή είναι καθαρή παρωδία, αλλά ο ποιητής επιλέγει να παρωδήσει τον μέγιστο. Όταν θες να κάνεις σωστή σάτιρα, ας πούμε στις πουτάνες, θα πάρεις την κορυφαία πουτάνα. Όταν σατιρίσεις θα πάρεις την κορυφαία προσωπικότητα, δεν θα πάρεις τους «δεύτερους». Θέλει να σατιρίσει ένα είδος της λογοτεχνίας, κι έτσι επιλέγει τον κορυφαίο του είδους. Δεν θα μπορούσε να πάρει έναν άσημο της εποχής. Πήρε τον Ευριπίδη, μία κορυφή, η οποία προκαλούσε κιόλας. Δεν είναι αντιδραστικός απέναντί του. Οι άλλοι δύο της τραγωδίας δεν ζούσαν πια, γι’ αυτό τον επιλέγει, και επειδή προκαλούσε σκάνδαλο. Σήμερα υπάρχει ένα είδος πνευματικής τρομοκρατίας: όταν ένα πρόσωπο είναι διάσημο και δεν αρέσει σε κάποιον, εκείνος δεν τολμά ούτε να τον ξεφωνίσει, ούτε καν να πει την γνώμη του. Ο Αριστοφάνης γενικά δεν φοβάται να σατιρίσει και να αμφισβητήσει. Στους Βατράχους του σατιρίζει τον Διόνυσο με πολύ ελευθερία. Τηρουμένων των αναλογιών, δεν θα μπορούσε κανείς σήμερα να τολμήσει να σατιρίσει όχι τον ηγέτη της κρατούσας θρησκείας, κάποιον δευτερεύοντα, τον Άγιο Διονύσιο. Θα σε φάνε. Υπήρχε ένα κοινό με ανοιχτό μυαλό που επέτρεπε στον Αριστοφάνη την τόλμη του. Δεν είναι εμπαθής, είναι έντονος.

Μπορεί ο μέσος αναγνώστης να απολαύσει από μόνο του σήμερα Αριστοφάνη;

Πιστεύω ότι για να διαβάσεις, να καταλάβεις και να μεταφράσεις σωστά Αριστοφάνη, πρέπει να προηγηθεί ανάγνωση του Θουκυδίδη. Γιατί ο Αριστοφάνης έχει άμεση σχέση με την πατρίδα του. Πατρίδα τότε δεν ήταν η χώρα, όπως σήμερα. Πατρίδα ήταν οι άνθρωποι.

Πιστεύω ότι για να διαβάσεις, να καταλάβεις και να μεταφράσεις σωστά Αριστοφάνη, πρέπει να προηγηθεί ανάγνωση του Θουκυδίδη. Γιατί ο Αριστοφάνης έχει άμεση σχέση με την πατρίδα του. Πατρίδα τότε δεν ήταν η χώρα, όπως σήμερα. Πατρίδα ήταν οι άνθρωποι. Υπάρχει μια φράση στον Θουκυδίδη που λέει «Ἄνδρες γαρ πόλις». Τώρα να τ’ ακούσουν οι γυναίκες θα μας σφάξουνε… (γέλια) Δεν υπήρχε η σημερινή απόσταση που υπάρχει από το «κράτος». Ο απλός Αθηναίος φρόντιζε για την ιστορία της πατρίδας του. Σήμερα εννοείται δεν έχουμε καμία σχέση, είμαστε ένα μικρό, ασήμαντο και γελοίο κράτος. Ισχύει το «ο σώζων εαυτώ κατ’ ιδίαν σωθήτω». Τότε ήταν το μεγαλύτερο κράτος της γνωστής οικουμένης. Βέβαια, έκαναν και λάθη, έγιναν αυτοκρατορία του κερατά. Απόπειρες εξάπλωσης σε όλη την Μεσόγειο, αυτή η Αυτοκρατορία της ανατολικής Μεσογείου ήταν και το όνειρο του Αλκιβιάδη με την εκστρατεία στην Σικελία. Ο Αριστοφάνης είχε την συναίσθηση ότι κινδυνεύουν όλα αυτά από τις μαλακίες των Ελλήνων, την διχόνοια ανάμεσα και στους πολίτες και ανάμεσα στα κράτη της Αθήνας και της Σπάρτης. Ο Αριστοφάνης έβλεπε ότι όλα αυτά χάνονταν. Στην αρχή προέτρεπε για την νίκη και άλλα τέτοια. Μετά την Σικελική Πανωλεθρία, με τους Ὄρνιθες, πάει στην ουτοπία. Ο Πλοῦτος είναι μιας άλλης εποχής, υπάρχει λογοκρισία, γι’ αυτό και δεν υπάρχει παράβαση και άλλα τμήματα του χορού, δεν επιτρέπεται.

Όταν ο Αριστοφάνης αναφέρεται σε άγνωστα σήμερα ιστορικά πρόσωπα;

Το έργο, η μετάφραση προορίζεται μόνο να παιχτεί. Και πρέπει να γίνεται κατανοητό την ώρα που παίζεται, μόλις εκφέρεται ο λόγος.

Τι θα κάνεις; Ή θα βάλεις μια λέξη πλάι που να εξηγεί τι ήταν αυτός, αλλιώς κάνεις μία μετάφραση για το γραφείο. Το έργο, η μετάφραση προορίζεται μόνο να παιχτεί. Και πρέπει να γίνεται κατανοητό την ώρα που παίζεται, μόλις εκφέρεται ο λόγος. Ο Αριστοφάνης έχει τις αντιρρήσεις του ως προς αυτό. Κάνει τρελά πράγματα, είναι σουρεαλιστής. Αυτά που νομίζουν ότι έχουν γραφτεί τώρα, έχουν γίνει από τότε. Όταν σταματάει την δράση και βάζει την Παράβαση, όπου τους βρίζει γιατί δεν του έδωσαν το βραβείο, «ξυπνάει» το κοινό του και τους λέει «Είμαστε στο θέατρο! Μην ξεχνιόμαστε…». Μάλιστα, πάρα πολλές φορές στο μέσον της υπόθεσης, βάζει μες στον λόγο του έναν θεατή, κάνει αυτό που έγινε πολύ πιο μετά με το Θέατρο του Παραλόγου. Από τον Αριστοφάνη υπήρχε ήδη αυτή η ερωτική σχέση ανάμεσα στον ηθοποιό και τον θεατή. Οι αναχρονισμοί χρειάζονται σε αυτή την σχέση, η οποία σήμερα βγαίνει μέσω της μετάφρασης. Στους Σφῆκες μιλάει ο πατέρας και λέει «Θα επιβάλει δικτατορία» και έβαλα εγώ να του απαντά «Τι δικτατορία; Εδώ έχουμε να δούμε δικτατορία από το ’67!» Δηλαδή όταν υπάρχει ένα πρόσωπο τότε γνωστό, για παράδειγμα μια ξακουστή πουτάνα της εποχής, το να μεταφράσεις με μια πουτάνα σημερινή σχεδόν επιβάλλεται. Όχι βέβαια όταν μιλάμε για διάσημα πρόσωπα, ο Αλκιβιάδης είναι ο Αλκιβιάδης, ο Περικλής είναι ο Περικλής. Τα δευτερεύοντα τα αντικαθιστάς με σημερινά (πάλι στους Σφῆκες λέει «Πάμε για συμπόσιο» και έβαλα «Πάμε στου Μπαϊρακτάρη», ή στον Πλοῦτο «Δεν έχεις λεφτά; Σου γύρισα την πλάτη. Έχεις λεφτά; Σου γύρισα τον κώλο») Αμέσως περνάς αυτό που θέλεις.

Πώς όμως προκαλείται το γέλιο στον σημερινό θεατή του Αριστοφάνη;

Η μετάφραση δεν αντιπροσωπεύει ακριβώς το πρωτότυπο έργο. Η μετάφραση αντιπροσωπεύει την περί του πρωτοτύπου άποψη της εποχής κατά την οποία γίνεται.

Με την μεταφορά στη εποχή μας. Η αναφορά σε μια σύγχρονη πουτάνα προκαλεί γέλιο. Η παρεμβολή σημερινών λέξεων προκαλεί γέλιο. Η χρήση γαλλικών όρων για παράδειγμα στις δικές μου Θεσμοφοριάζουσες (νεσεσέρ κ.λπ.) προσδιορίζει το αδερφάτο του εν σκηνή προσώπου, ενώ παράλληλα βοηθά τον σημερινό θεατή να «συγκατοικήσει» με τον τότε θεατή και συγγραφέα. Ο Αριστοφάνης δεν είναι ένα μουσείο, είναι ζων, ζωντανός. Παίζει πολύ μεγάλο ρόλο η γλώσσα, για καθαρά θεατρικούς λόγους πρέπει να γίνεται κατανοητή. Δεν πρέπει να φοβηθείς να παρεμβάλεις όπου κρίνεις ότι χρειάζεται καθαρεύουσα. Για παράδειγμα, όταν μιλά μια πουτάνα με έναν πολύ καθωσπρέπει κύριο. Ή πάλι, όταν μιλάνε ημιμαθείς, μπορείς να βάλεις να πετάνε άγριες κοτσάνες, αυτά τα πιάνει το κοινό αμέσως. Δεν μπορείς να χρησιμοποιείς το αρχαίο κείμενο ως έχει, μιλάμε μόνο για λέξεις της καθαρεύουσας. Η καθαρεύουσα αποτελεί μια πρώιμη μορφή της σύγχρονης ελληνικής, είναι κοντά σχετικά στον σημερινό ακροατή. Θεωρώ αδιανόητο ένας μαθητής να μην ξέρει καθαρεύουσα. Δεν θα μεταφράσουμε τον Ροΐδη τώρα, όπως κάνουν μερικοί ανόητοι. Παίζει ρόλο ο ρυθμός στο πώς θα βγει γέλιο. Στο αρχαίο κείμενο αλλάζουν οι ρυθμοί εκεί που δεν το περιμένεις. Κι αυτό δίνει ένα μικρό μπατσάκι, ξυπνάει τον θεατή, βγάζοντας πράγματα κωμικά μέσα από τον ρυθμό. Δηλαδή, αν πάρεις έναν δυο ασήμαντους στίχους και τους μεταφράσεις σε επικό ύφος ή σε ανάπαιστους, το κείμενο γίνεται γελοίο, κωμικό. Ή όταν ετοιμάζεται ο Τρυγαίος στην Εἰρήνη να πάει στους θεούς για να κανονίσει ειρήνη και ανεβαίνει στο ζουζούνι το μεγάλο, έρχονται η κόρες του και τον ρωτάνε, αν αυτό μεταφραστεί σε ύφος τραγικό: «Ω μπαμπά μας μέσα στα δώματά μας…» κλπ, και απαντά «Πάω προς θεού μου», διαπράττοντας ταυτόχρονα μια ύβρη έναντι του θεού, αλλά δίνοντας και το αναπάντεχο που περιμένει ο θεατής για να γελάσει. Το απροσδόκητο χρειάζεται, πρέπει όταν αναφέρει ποιητές για παράδειγμα, να το μεταφέρεις σε σύγχρονους. Κάπου έβαλα (Ὄρνιθες) ότι θα τραγουδήσει τραγούδια «ελύτικα, ελυώτικα, ελυτοσεφεριώτικα, μακρόσυρτα ρετσέλια καβαφιώτικα» όπου βγαίνει κι ένας ρυθμός, εκείνος ο νωθρός του παλαιού τραγουδιού του Τώνη Μαρούδα. Τότε είναι πλήρης η σάτιρα, όταν έρχεται ο Αριστοφάνης κοντά στον σημερινό θεατή.

Τελικά, ποια είναι καλή μετάφραση;

Η καλή μετάφραση είναι θνησιγενής. Η μετάφραση δεν αντιπροσωπεύει ακριβώς το πρωτότυπο έργο. Η μετάφραση αντιπροσωπεύει την περί του πρωτοτύπου άποψη της εποχής κατά την οποία γίνεται. Τίποτε άλλο. Δεν αντέχει πάνω από είκοσι χρόνια. Μπορεί το 1930 να ’ναι τέλεια και το 1980 να μην βλέπεται. Κι εγώ τώρα τις παλιές μου μεταφράσεις όταν ξαναπαίζονται, τις αλλάζω όλες. Δηλαδή, μετέφρασα το «Τάνγκο» το 1972, το έπαιξε ο Ευαγγελάτος και το μετέφρασα πάλι όλο από την αρχή όταν ξαναπαίχτηκε. Γιατί ειμαρμένη του ανθρώπου και της ιστορίας γενικά, είναι η αλλαγή.

*Ο ΗΛΙΑΣ ΚΟΛΟΚΟΥΡΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ. 

Πρώτη δημοσίεση: Bookpress, 2015.


Νικόλαος Ἐπισκοπόπουλος Ut dièse mineur (1893)

Ήρκεσεν ἐν βλέμμα τῆς, ἐκ τῶν ἀτενῶν ἐκείνων καὶ χαύνων, ἐνῶ τὰ ἄκρα τῶν χειλέων τῆς ἀνεσηκώνοντο ὀλίγον, καὶ συνεπτυχούτο τὸ πρόσωπον τῆς ἐλαφρῶς εἰς ἄηχον γέλωτα, παιγνιώδη καὶ φύσει εἴρωνα, καὶ ἠνοίγοντο ενθαρρυντικώς  καὶ ελευθέρως οἱ βραχίονες τῆς πρὸς σφιγκτόν ἐναγκαλισμὸν – ὅπως ὅλα τὰ λησμονήσω καὶ πάλιν, μετᾶ τῆν στιγμιαίαν ἐκείνην ἐξέγερσιν τὴν ἀπεγνωσμένην, καὶ δεθῶ καὶ πάλιν εἰς τὴν ἄλυσίν μου τὴν μαγικήν, ἥτις μὲ έκαμνε νὰ μὴ βλέπω τίποτε, τίποτε νὰ μὴν ἀκούω καὶ νὰ μεθύω αἰωνίως καὶ νὰ διψῶ τὸν έρωτά της, τοὺς ἐναγκαλισμούς τῆς τοὺς θερμούς, εἰς τοὺς ὁποίους μοῦ παρέδιδε, μοῦ εγκατέλειπεν επιχαρίτως τὸ σῶμα της ὁλόκληρον, καί τὰ φιλήματα τῆς τὰ καίοντα καὶ ἡδυπαθῆ, καὶ ὅλον τῆς τὸ σῶμα τὸ αρωματώδες καὶ εὐκίνητον καὶ λεπτὸν ὡς ερπετού…

Αἱ ἔριδες αὗται, βάναυσοι ὡς ἐπί τὸ πλεῖστον καὶ βίαιαι ἐκ μέρους μοῦ, προερχόμεναι ἐκ τῆς ψυχρότητος καί τοῦ πείσματος καί τῆς ἀπιστίας τῆς, τοιουτοτρόπως  πάντοτε ἐτελείωνον, καὶ ἀπέμενον ἐγὼ μὲ μεγάλην ἀπώλειαν νευρκκῆς δυνάμεως, ἀσθενικός, μὲ πληγωμένα καὶ ἐξηντλημένα τὰ πτωχά, τὰ εὐερέθιστα νεῦρα μοῦ, μὲ περισσοτέραν ἀνάγκην θωπειῶν καὶ ἀγάπης ἀπὸ πρῶτα. 
  Ἔπεσα τώρα κουρασμένος ἐπί τῆς εὐρείας καὶ μαλακῆς ἔδρας εἰς τὸ ἡμίφως, καὶ ἡ Μύρρα εκάθησεν ἀναποφάσιστος πρό τοῦ κλειδοκυμβάλου, νωχελώς, καὶ ἔσυρε τυχαίως ἐν μουσικὸν τεμάχιον ἐκ τοῦ ὀκρίβαντος.

Τὸ κλειδοκύμβαλον ανεωχθέν ἀφῆκε οἰμωγὴν μετάλλου, κενὴν καὶ ἀόριστο, ἀπείρως πένθιμον καὶ δυστυχῆ.

Τὸ φῶς τῶν κηρίων, ὡς διήρχετο διά τοῦ τετραγώνου ἐρυθροῦ αλεξιφώτου μὲ τὰς ἐκ λεπτοῦ ἀτλαζιοῦ παρυφάς, ἐφώτιζε πλαγίως τὴν μίαν παρειάν τῆς Μύρρας καί τὸ σῶμα τῆς τὸ κομψόν μέ τὴν λεπτοτάτην ὀσφὺν καί τὰ εὐρέα ἰσχία. Ἔβλεπον, ὡς εκαθήμην δεξιόθεν, τὸν λεπτὸν καταφώτιστον χνουν περιστέφοντα λαμπρώς διὰ χρυσῆς αἴγλης τὴν φευγαλέαν κατατομήν τοῦ παιδικοῦ τῆς προσώπου. Τοὺς ὀφθαλμούς τῆς τόσον μεγάλους καὶ ὑγρούς, σύμβολον τῆς θελήσεως καί τῆς ισχύος τῆς καλλονῆς τῆς, καί τὰ χείλη τῆς ἐρυθρά, ἐρυθρά, προτεταμένα ὀλίγον, σύμβολον τῆς ἡδονῆς, τῆς σχεδὸν ὀδυνηρὰς καὶ οἱονεὶ διυλισμένης, τὴν ὁποίαν μοι παρείχεν – δέν τὰ ἔβλεπον.

Ἡ λάμψις τῶν κηρίων διέγραφε περί τὸ κλειδοκύμβαλον κύκλον φωτεινὸν περιωρισμένον, καὶ ἡ λοιπὴ ἀπέραντος αἴθουσα εὑρίσκετο βυθισμένη εἰς τὸ σκότος μὲ σκιὰς ἀορίστους, μὲ ἔπιπλα ἀόριστα, μὲ μόνον φωσφορίζον σημεῖον, κομψὸν λαμπτῆρα μέλαινα μὲ ἠλαττωμένην πολύ τὴν φλόγα, σχεδὸν εσβεσμένον, ἀναδίδοντα φέγγη σελήνης παγερὰς καὶ ὁμιχλώδους, διὰ μέσου τῆς ἀδιαφανοῦς σφαίρας τοῦ.

Οἱ λεπτοὶ καὶ ἐπιμήκεις δάκτυλοι ἤγγισαν τὰ πλῆκτρα βραδέως καὶ ἐλαφρῶς κατ’ ἀρχάς.

Εἰς τοὺς πρώτους ἤχους, ἀποσπασθέντας μαλακοὺς καὶ παρατεταμένους, εσήκωσα τὴν κεφαλὴν ταραγμένος καὶ παρετήρησα τὴν μουσικήν. Ήτο τὸ ἀριστούργημα τοῦ Μπετόβεν, ἡ σονάτα εἰς ut diese mineur.

Αἱ πρώται συγχορδίαι μακραὶ καὶ πένθιμοι, μὲ ποίαν τινὰ χροιὰν μελαγχολίας ἀνέκφραστον, ἐκδηλουμένην δι’ ἤχων βαρέων, ἐμμόνων καὶ ἄλλων ὀξέων, παιγνιωδῶν διαδεχομένων ἀλλήλους, μοι ἐπροξένησαν φρικίασιν τινὰ ἐντεταμένην, ποίαν τινὰ συγκίνησιν ἀνεξήγητον, όσω καὶ βαθεῖαν, ἥτις μοῦ ετάραζε πολύ τὰ νεῦρα, μοῦ ἐπέφερε ἀγωνίαν τινὰ καὶ ταχύτητα τῆς ἀναπνοῆς. Καὶ ἠσθανόμην τὸ στῆθος μοῦ πιεζόμενον ἐκ τῶν ἔσωθεν καί τὸν ἀέρα εκλείποντα

Κραυγαὶ ἄλγους ἐξήρχοντο τώρα ἐκ τοῦ κλειδοκυμβάλου, ἀλλὰ κραυγαὶ ἄλγους ἠρέμου, πλήρους ἐγκαρτερήσεως λυπηράς, γλυκείαι ὡς λυγμοὶ κλαίοντος ἐραστοῦ, οἵτινες εἰσέδυον ανεκφράστως εἰς τὴν καρδίαν καί τὴν ἐβύθιζον εἰς ὄνειρον γλυκύ, εἰς ἐφιάλτην ἥσυχον.

Τὸ ἀρχικὸν θέμα, συνοδευόμενον ὑπὸ συγκεκομμένου ρυθμοῦ τῆς basse, περιοδικοῦ, κατήρχετο ἔπειτα εἰς βαρύτερον τόνον μὲ διαμελώδησιν ὡραίαν καὶ ευφυά, ἥτις ἐπὶ στιγμὴν ‘μ’ ἔκαμε νὰ δοκιμάσω χαρὰν αμιγή… Ἡ σύγχυσις μοῦ ἡ γλυκεία ἠκολούθει δουλικώς τῆς μουσικῆς φράσεως τὴν ἀνάπτυξιν, νωχελῆ καὶ βραδείαν καὶ λυπηράν, ὡς τὸ μοιρολόγιον τοῦ Γολγοθά… Ἔπειτα τὸ κλειδοκύμβαλον έσυρεν αἰφνιδίως μακρὰν κραυγὴν πόνου, βαθεῖαν, ἀπροσδόκητον, ἥτις διήλθεν ἐναλλὰξ ἀντιλαλοῦσα ἐπὶ ὅλων μοῦ τῶν νεύρων καὶ ἀφῆκε αὐτὰ πάλλοντα καὶ πληγωμένα.

Σπαρακτικαὶ κραυγαί, δυσαρμονία τῆς ἑβδόμης, θαυμασίως ἀποκρυπτόμεναι ὑπό τὰ ἄλλα κύματα τῆς ἁρμονίας, ‘μ’ ἐκράτησαν μετέωρον εἰς φρικίασιν ἐπώδυνον, ἐνῶ τὸ θέμα ἐξηκολούθει ἔπειτα πάλιν τὸν κανονικὸν ροῦν τοῦ μὲ  μελαγχολίαν πάντοτε βαθεῖαν, βαθυτάτην, ἀνήκουστον, μὲ παλλιροίας καὶ ἀμπώτιδας, ἐπιτεινόμενον βαθμηδὸν καὶ καταπῖπτον ἔπειτα χλιαρὸν καὶ κατευνάζον, ἐξαφανιζόμενον ὑπὸ διαμελωδήσεις ποικίλους καὶ ἀνακῦπτον πάλιν εἰς τὴν ἀρχικὴν χροιάν, λυπηρὰν πάντοτε καὶ πένθιμον.

Μετὰ μακρὸν καὶ ἄρρυθμον κλονισμὸν συγκινήσεως ἐβυθίσθην τώρα ἐξηντλημένος, λικνιζόμενος ὑπό τῶν δακρυβρέκτων τόνων, εἰς νάρκην βαθεῖαν καῖν τεταραγμένην, ὡς ἐφιάλτην, νάρκην μορφινομανοῦς, καὶ μοι ἐφαίνετο ὡς οἱ ἦχοι νὰ ἤρχοντο μακρόθεν, καὶ ἐξέπνεον πρό τῶν ὤτων μοῦ καὶ μετεδίδοντο εἰς τὸν ἐγκέφαλον μοῦ ὡς ὀπτικαὶ καὶ ὀσφραντικαὶ εἰκόνες.

Ὡσεὶ ἐν φαντασματοσκοπίω ανελίσσοντο τώρα πρό τῶν ὀφθαλμῶν μοῦ τοπία ἤρεμα καὶ πένθιμα, δύσεις ἠλίου πλήρεις πορτοκαλιοχρόου καὶ ἰώδους καὶ κροκοειδούς κιτρίνου, μὲ νέφη τραγικώς ἐρυθρὰ καὶ τελευταίας ἀκτῖνας ἠλίου εσβεσμένας καὶ παγεράς· καὶ ἀνατολαὶ σελήνης εξέρυθροι ὡς αἱματώδεις καὶ ὀπτασίαι ποταμῶν σιγαλώς κυλιόντων τὰ πράσινα, τὰ θολὰ νερά τῶν, στιλπνὰ καὶ γοργὰ ὡς σώματα ὄφεων μελανωπών.

Καὶ ὡς ἀτμόσφαιρα τῶν εἰκόνων, προσέβαλλε τὴν ὄσφρησιν παραδόξως απόπνοια βανίλλης ξεθυμασμένης καὶ ἴου καὶ ροδοδένδρου καὶ μύρρας, ὅλην επικρατουμένην ὑπὸ ἀορίστου αναθυμιάζεως βενζόης καὶ λιβάνου νεκρωσίμου.

Ὅλον μοῦ τὸ σῶμα ἐφαίνετο ἐλαφρωθὲν καὶ ἀναπτερούμενον πρός τὸν αἰθέρα, καὶ ἔβλεπον περιέργως ὡς ξένην καὶ μετὰ τινὸς οἴκτου καὶ περιφρονήσεως τὴν γυναῖκα ἐκείνην, τὴν ὁποίαν τόσον φρενιτιωδῶς ἠγάπων, καὶ τόσον βαθέως ἐμίσουν, τὴν τύραννον μοῦ ἐκείνην τὴν ἄπιστον, ἥτις διὰ μαγγανείας, διὰ γοητείας μυστηριώδους, μὲ συνεκράτει αρρήκτως καί μὲ κατέστρεφεν…
   Ὀλίγαι νόται ἀκανόνιστοι, βαθεῖαι, ἀσύνδετοι, ὡς προαγγέλλουσαι καταιγίδα, καὶ ἤρχισε τώρα τὸ allegretto τῆς σονάτας, παιγνιῶδες, πλῆρες ἠλεκτρισμοῦ καὶ ἀνησυχίας πυρετικῆς, καὶ ποιᾶς τινὸς χαρὰς τρελλής, χαρὰς μεγάλης, διακοπτομένης ὑπὸ ἐκρήξεων πικρίας καὶ χολῆς – εκδηλούν ὅλο τὸ πάθος τὸ ἀπελπιστικόν τοῦ μεγάλου συνθέτου, τοῦ ἀπαθανατίσαντος εἰς τὴν περιπαθῆ ταύτην σονάταν ὅλον τὸ πῦρ καί τὴν πικρίαν καί τοῦ περιγραφέντος ἔρωτος τοῦ, ὅλην τὴν ἀγανάκτησιν καί τὸ μῖσος τοῦ διά τὴν γυναῖκα.
    Καὶ ἐμὲ κατέλαβεν ἀγανάκτησις καὶ λύπη κατά τῆς γυναικὸς ἐκείνης τῆς ἱστορικῆς, ἥτις απέσπασεν ἐκ τοῦ στήθους τοῦ μεγάλου ἐκείνου μουσικοῦ τὸν ὕψιστον ἐκείνον γογγυσμόν τοῦ πάθους. Ἤθελα νὰ εἴπω τῆς Μύρρας νὰ κλείση τὸ κλειδοκύμβαλον, τὸ ὁποῖον τόσο μὲ συντάρασσεν, ἀλλὰ δὲν ὡμίλησα, δὲν ἐκινήθην. Ήτο μοιραίον…
   Ήρχιζεν ἤδη τὸ τελευταῖον μέρος τῆς σονάτας, καὶ ὡς πρὸς ἐπισημοποίησιν τῆς στιγμῆς ἐκείνης τῆς φοβεράς, τὸ μέγα ὡρολόγιον τῆς αἰθούσης ἔτριξε παραδόξως, ὡς ὅλα τοῦ τὰ ἐντόσθια νὰ συνεκλονίσθησαν καὶ εκτύπησεν ἔπειτα κλαυθμηρώς ὡς ἀγγεῖον ραγισμένον, μὲ διαστήματα ἀγωνιώδη καὶ παρατεταμένα, τὸ μεσονύκτιον.
   Τὰ πλῆκτρα ἔφριτταν τώρα ὑπό τὴν γοργήν, τὴν τεταραγμένην περιοδείαν τῶν δακτύλων, καὶ ἀνέδιδον ἤχους κλιματοείδείς, συνηνωμένους σχεδόν, ταχυτάτους,  τελευτώντας, σβεννυμένους εἰς μικρὰν παράτασιν ἀπότομον. Ἦσαν δάκρυα, δάκρυα φλογερά, ἀπολήγοντα εἰς σπασμόν, δάκρυα ἐγκαταλείψεως, δάκρυα λύσσης, συνοδευόμενα ὑπὸ κραυγῶν ἀπελπισίας, ὑπὸ φωνῶν ἐξεγέρσεως· παραφροσύνη ὁλόκληρος μανίας, κατάραι εξεμούμεναι ἀπὸ στόματος ψυχορραγοῦντος, φωναὶ διαμαρτυρίας ὑπερτάτης, συντριβόμεναι εἰς βαρείας μελωδίας θορυβώδεις. Ἔπειτα αἱ φωναί, αἱ ἀπελπισίαι, αἱ κατάραι, ἐξέλειπον βαθμηδόν, εσβέννυντο ὡς πνιγόμεναι εἰς τὴν ἰδίαν τῶν λύσσαν, καθησύχαζον ὀλίγον ὑπὸ πλημμύραν δακρύων καὶ ἐπανήρχοντο ἔπειτα μὲ νέας δυνάμεις, κορυφούμεναι εἰς πάταγον ἁρμονικόν, πλήρη πάθους σφοδροῦ, ὅστις ἀντήχει εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μοῦ, εξυπνών τὰς μυχίας κοιμωμένας ἠχοῦς τῶν πενθιμωτέρων μοῦ ἀναμνήσεων.
   Κατελήφθην ὑπὸ ταραχῆς ὑψίστης καὶ διεγέρσεως τινὸς σχεδὸν παραφόρου, ὡς κατά τοὺς ἀραιοτάτους παροξυσμούς τῶν νευρικῶν κρίσεων τῶν πολυώρων, αἵτινες κατελάμβανον κάποτε τὰ ἀσθενικά μοῦ νεῦρα.
   Ὁ ὀξὺς ἐκεῖνος παραμερισμός τοῦ πάθους, ὅστις εξωγκούτο ὡς θάλασσα μανιώδης, συνετρίβετο εἰς μικρὰς ἀπείρους κραυγὰς ὀξείας καὶ ὡς καταρράκτης συντριβόμενος εἰς κατακλυσμὸν υδατοκόνεως, μὲ ἀνήγειρε τῆς καρώσεως ἐκείνης, εἰς ἥν μὲ εἶχον ρίψει αἱ λικνιστικαὶ συγχορδίαι τῆς ἀρχῆς καὶ ‘μ’ εβύθιζεν εἰς μανιώδη τώρα ὄνειρα, τεταραγμένα ὄνειρα μέθης, ὄνειρα χασισοπότου παράδοξα καὶ ὅλον μοῦ τὸ σῶμα ἐταράσσετο τώρα ἀνήσυχον, καὶ ἡ κεφαλή μοῦ ἔσφυζε, καὶ οἱ ὀφθαλμοί μοῦ συνεστρέφεντο εἰς χρώματα αἱματώδη.
   Εἰς τὸν μεγάλον ἐκείνον νευρικὸν υπερερεθισμόν ὅλη μοῦ ἡ μανία καί τὸ μῖσος κατά τῆς Μύρρας ἐπανῆλθε σφοδρότερον. Ἡ γυνὴ ἐκείνη μοι ἐφαίνετο ὡς ὄφις συχαμερά, ὅστις μὲ ἐκράτει δουλικώς διά τῆς μαγνητιστικής δυνάμεως τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ, ὡς Σειρὴν μυσαρὰ καὶ δολία, καὶ εξεγειρόμην τώρα κατ’ αὐτῆς περισσότερον, ἐρεθιζόμενος πάντοτε ὑπό τῶν στοναχών ἐκείνων τῆς μουσικῆς, ἔμπλεος λύσσης καὶ μανίας.
    Εἰς διακεκομμένην τινὰ συγχορδίαν ὀξείαν καὶ παράφορον, ἐνόμισα ὅτι παρεφρόνουν, ἡ καρδία μοῦ εφώναζεν ὡς ζητοῦσα ἐκδίκησιν, ὡσεί τὰ παλαιὰ μίση τὰ ἀταβιστικά, ὅλον τὸ ἀνθρώπινον κτῆνος ἐξηγείρετο· καὶ ἴλιγγος μὲ κατέλαβε καὶ οἱ μυῶνες μοῦ συνεσπάσθησαν καὶ ἡ χείρ μοῦ συνέτριβε πυρετωδῶς μετὰ λύσσης καί τὸ περίβλημα, τὸ ἁπαλόν, τῆς ἔδρας. Τὸν νοῦν μοῦ διέτρεχον καὶ επλημμύρουν μύρια σχέδια αἱματηρὰ καὶ τερατώδη, ἐπιτεινόμενα ὑπό τῆς μουσικῆς καταιγίδος καὶ λαμβάνοντα ἔντασιν παράδοξον, τὰ ὁποία μάτην απεδίωκον μετὰ φρίκης.
   Ἠσθανόμην ὅτι ἡ δύναμις, ἡ γοητεία ἥτις μὲ συνεκράτει αρρήκτως συνηνωμένον μετά τοῦ πλάσματος ἐκείνου, ήτο ἀκατανίκητος, καὶ ἤθελα νὰ σωθῶ, καὶ ήξευρα ὅτι δὲν ἠδυνάμην, ἐνόσω οἱ δύο ἐκεῖνοι ὀφθαλμοὶ καί τὰ ἐρυθρὰ χείλη τῆς μαγίσσης ὑπῆρχον διάθερμα, ἐκινοῦντο, καὶ ἔκτοτε ἤρχισα νὰ συζητῶ πλέον μετὰ περισσοτέρας ἐπιμονῆς τὰς φρικώδεις σκέψεις, αἵτινες μὲ ταλαιπωροῦν.
   Ἔβλεπον τὴν ἄβυσσον τοῦ ἐγκλήματος, ἥτις έχαινεν ἔμπροσθεν μοῦ καὶ ἐσυρόμην πρὸς αὐτὴν λεληθότως, ὡς ὠθούμενον ὑπὸ δυνάμεως ὑπερτάτης, ὡς ἡ βαθύτης αὐτῆς καί τὸ ἀπείρως φοβερὸν νά μὲ εἵλκυε περισσότερον.
   Ἡ Μύρρα έστρεψεν ἔπειτα μοιραίως τὸ μυσαρὸν πρόσωπον τῆς καί μὲ παρετήρησε γελῶσα, καὶ ἀντήχησε τώρα ὁ γέλως τῆς, καὶ ἀπεκαλύφθησαν οἱ ὀξεῖς ὡς εχίδνης ὀδόντες τῆς, ἐνῶ οἱ δάκτυλοι τῆς ἐξηκολούθουν τὰς ἰλιγγιώδεις ἁρμονίας, αἵτινες τὴν άφινον ἐκείνην παντελῶς ἀδιάφορον.
   Εἰς τὰ διατετριμμένα μέχρι ρήξεως νεῦρα μοῦ ἡ παραφορὰ καὶ ἡ λύσσα, καὶ ἡ ἰδέα τοῦ ἐγκλήματος ἐκορυφώθησαν. Ἡ λάμψις ἐκείνη ἡ ζωώδης τῶν ὀφθαλμῶν τῆς, καὶ ἡ ἀναισθησία τῆς μὲ κατέστησαν έκφρονα.
   Ἡ μουσικὴ καταιγὶς ἐξηκολούθει πάντοτε, πυρετώδης, διακεκομμένη, μὲ ἐξάρσεις νευρικάς, αποτόμους…
   Ὥρμησα έκφρων καὶ τὴν ἔδραξα ἐκ τοῦ λαιμοῦ διά τῶν δύο μοῦ χειρῶν, καί τὴν ἔσφιγγα, τὴν ἔσφιγγα μανιώδης, ἐνῶ διά τῶν ὀδόντων μοῦ έδακνον μετὰ λύσσης, ἀπέσπων τὴν ξάνθην τῆς κόμην· καὶ προσήγγιζον τὸ πρόσωπον μοῦ εἰς τὸ πρόσωπον τῆς, καὶ παρηκολούθουν μετ’ ἀνακουφίσεως ὑψίστης τὴν ἀγωνίαν τῆς, τοὺς ὀφθαλμούς, οἵτινες ἐξήρχοντο τῶν κογχῶν, μοῦ ἐπροξένουν διὰ πρώτην φορὰν ἀηδίαν, καί τὰ χείλη τῆς κυανὰ τώρα καὶ εξογκωμένα… καὶ ὅλου τοῦ προσώπου τῆς τὴν ἀγωνιώδη διαστροφὴν ἡ ὁποία μοι ἀπέδιδε τὴν ἐλευθερίαν, μὲ ἐλύτρωνε διὰ παντός…
   Καί τὴν ἔσφιγγα, τὴν ἔσφιγγα, ἐνόσω τὸ κλειδοκύμβαλον ἐξηκολούθει ‘ν’ ἀποδίδη τὴν φρίσσουσαν ἠχώ τοῦ, καὶ ἔπειτα, ὅταν καὶ ἐκεῖνο ἀπέθανε, τὴν ἀπώθησα μετὰ φρίκης, καὶ ἔφυγα μέ τὴν καρδίαν διαρρηγνυομένην ὑπό τῶν παλμῶν καί τὸ λογικόν μοῦ διαστραφὲν διὰ παντός!


ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΤΟΥ ΡΟΚΦΕΛΛΕΡ (18 Απριλίου 1910)

Τζον Ροκφέλλερ, 1910

ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΤΟΥ ΡΟΚΦΕΛΛΕΡ

ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΙΚΗ ΥΠΟΔΟΧΗ

  • Μετά τὴν ἀκολουθίαν
  • Ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ ἐπὶ γῆς !

ΧΕΙΡΑΨΙΑΙ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

Ὁ δισεκατομμυριοῦχος βασιλεύς τοῦ πετρελαίου Τζών Ροκφέλλερ δὲν ἀπολαύει ἐν Ἀμερική τῆς δημοτικότητος τοῦ ὁμοτίμου τοῦ ἐν πλούτῳ Κάρνετζη. Πολλοί, μάλιστα, διατείνονται ὅτι ὁ Ροκφέλλερ εἶνε λίαν ἀντιπαθὴς εἰς τοὺς συμπατριῶτας τοῦ καὶ εἰς ἀπόδειξιν τούτου ἔφεραν πλεῖστα παραδείγματα.

Ἐν τούτοις, κατὰ τὴν παρελθοῦσαν Κυριακήν, ἡμέραν τοῦ Πάσχα διά τοὺς ἀκολουθοῦντας τὸ Γρηγοριανὸν ἡμερολόγιον, ἐδόθη εἰς τὸν Ἀμερικανὸν αὐτὸν Κροῖσον ἡ εὐκαιρία ὅπως ἀντιληφθῆ αὐτοπροσώπως τί ἀκριβῶς φρονοῦσιν οἱ συμπατριῶται τοῦ δι’ αὐτόν.

Ἐπιφωνήματα θαυμασμοῦ

Ὁ Ροκφέλλερ ἀπεφάσισε νὰ παραστῆ εἰς τὴν λειτουργίαν καὶ ἐξέλεξε πρὸς τοῦτο τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Βαπτιστοῦ, κειμένην ἐπὶ τῆς πέμπτης λεωφόρου.

Μόλις εἰσήλθεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἐγένετο ἀντικείμενον ἐκδηλώσεων μεγίστου σεβασμοῦ. Ὅλοι παραμέρισαν διὰ νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ διἔλθη καὶ ὅταν ἐτοποθετήθη τέλος εἰς τὴν θέσιν τοῦ, ὅλων τὰ βλέμματα ἐστράφησαν πρὸς αὐτόν.

Μετά τὴν τελικὴν εὐλογίαν, τὰ πλήθη τῶν ἐκκλησιαζομένων προσῆλθον πέριξ τοῦ καθίσματος τοῦ Ροκφέλλερ καὶ ἔσφιγγον τὴν δεξιάν του μετὰ διαχύσεως.

Μία κυρία ἀνεφώνησε δυνατῶς, ὥστε ν᾽ ἀκουσθῆ παρὰ πάντων : «Ὁ Θεὸς νά σᾶς εὐλογήσει κύριε Ροκφέλλερ.»

Μία ἄλλη τὸν ἀνεκήρυξε στεντορείᾳ τῇ φωνῇ εἐεργέτην τῆς ἀνθρωπότητος, ἐνῶ μία τρίτη ὑπερθεματίζουσα τὸν ἀπεκάλεσεν «ἀντιπρόσωπον τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς».

  • Παροχὴ βοηθημάτων

Ὄρθιος πρό τοῦ καθίσματος τοῦ ὁ Ροκφέλλερ ἔτεινε τὴν χεῖρα πρός τοὺς παρελαύνοντας ἐνώπιον τοῦ, καὶ ἤκουσε μειδιῶν τὰ κολακευτικά τῶν φιλοφρονήματα. Ἐννοεῖται ὅτι πολλοὶ ἐπωφελήθησαν τῆς περιστάσεως ὅπως τῷ ζητήσωσι βοηθήματα, ὁ δὲ Ροκφέλλερ παρέσχεν ἀμέσως πᾶν τὸ αίτηθέν.

Μία κυρία τὸν ηὐχαρίστει ἔνδακρυς διὰ χρηματικόν τί ποσόν τὸ ὁποῖον τὴ έδωκεν. Ὁ Ροκφελλερ ὑπεκλίθη εὐγενῶς ἐνώπιον τῆς καὶ τῇ ἠπήντησεν:

  • Ἡ εὐχαρίστησις τῆς δωρεὰς ταύτης ἀνήκει ὁλόκληρος εἰς ἐμέ, κυρία μοῦ.

Ὅταν ἐξῆλθε τοῦ ναοῦ τὸν περιεκύκλωσαν ἀμέσως πολλοὶ φωτογράφοι οἱ ὁποῖοι κατώρθωσαν νά τὸν φωτογραφήσουν εἰς διαφόρους στάσεις.

Χιλιάδες δὲ ἀνθρώπων τὸν ἠκολούθησαν καθ’ ὁδὸν ἐπ᾽ ἀρκετὸν διάστημα, ὡς ἐν διαδη(λῶ)σει, ἀνακράζοντας πρὸς ἀλλήλους :

  • Αὐτὸς είνε ὁ Τζών Ροκφέλλερ !

Κορονοϊού Πάρεργα

Category : Uncategorized

Του Καθηγητού Παλαιογραφία Αγαμέμνονος Τσελίκα:

Αγαπητοί φίλοι και φίλες αυτό είναι το τρίτο πάρεργο του εγκλεισμού. Το πρώτο είναι το αντίδοτο”Ἰατρικὸν πάνυ δόκιμον εἰς κορονοϊὸν εὑρεθὲν εἰς ἀρχαῖον χειρόγραφον.”, το δεύτερο (αδημοσίευτο) ολόκληρη παράσταση Καραγκιόζη με τίτλο “Ο Καραγκιόζης και ο γιος της Κορώνας”, και το τρίτο είναι το σημερινό που δεν είναι σατυρικό. Σε όλους εύχομαι Καλή Ανάσταση και οι νοσούντες να αναρρώσουν γρήγορα. Μαζί με την ευγνωμοσύνη μου σε όσους δίνουν τη μάχη εναντίον του ιού.

ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ ΠΑΡΕΡΓΑ 3

Βιβλίον τῆς Ἐξόδου δεύτερον. Σοφίᾳ πρόσχωμεν.

Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι λοιμὸς Ἰοῦ Κορώνης ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ πολλοὶ ἀπέθνησκον, ὅτι πολλὴ ἡ ανομία ἦν ἐν αὐτῷ. Καὶ ἐλάλησεν Κύριος ὡς μεγαλόθυμος τῷ Μωϋσῇ καὶ εἶπεν: Κέλευσον τῷ Ἰῷ τῆς Κορώνης, ἵνα τχέως άπέλθη ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς. Καὶ ἐπετίμησεν Μωϋσῆς τὸν Ἰὸν τῆς Κορώνης. Καὶ οὗτος οὐκ ὑπήκουσεν τῷ Μωϋσῇ. Ἐθρασύνθη δὲ καὶ σφοδρότερος ἐνέσκηψε ἐπὶ τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτι πλείονες ἀπέθνησκον. Καὶ εἶδεν Μωϋσῆς καὶ ἐφοβήθη. Καὶ εδεήθη τοῦ Θεοῦ, ἵνα ἀποστείλῃ αὐτῷ βοήθειαν. Καὶ ἤκουσεν ὁ Θεὸς τὴν δέησιν Μωϋσῆ καὶ εἶπεν αὐτῷ: Ἐπιτίμησον τὸν Ἰὸν καὶ ἀποστελῶ σοι. Εἰπὲ δὲ τῷ λαῷ σου, ἵνα μὴ τοῦ λοιποῦ παρήκοοι γένωνται ταῖς ἐντολαῖς μου καὶ ἵνα παύσωνται παρανομοῦντες. Καὶ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς Τσιόδραν τὸν ἰατρὸν δεινὸν ἀκέστωρα καὶ Χαρδαλέαν τὸν ἀπὸ ἐπάρχων πρῶτον τῇ τάξει. Εἱστήκεσαν δὲ οὗτοι παρὰ τῷ Μωϋσῆ, ὁ εἷς ἐκ δεξιῶν ὁ δ’ ἕτερος ἐξ εὐωνύμων μετὰ τῶν ταξιαρχιῶν αυτῶν. Εἶπεν δὲ αὐτοῖς Μωϋσῆς: Πράξατε ὡς γινώσκετε καὶ σώσατε τὸν λαόν μου. Οἱ δὲ περιεζώσαντο τὰς ἑαυτῶν ρομφαίας καὶ ἐπῆλθον μετὰ τῶν στρατιωτῶν αὐτῶν εἰς ὑπάντησιν τοῦ Ἰοῦ τῆς Κορώνης. Εἶπον δὲ τῷ λαῷ: Ἀκούσατε τὰς ἐντολὰς καὶ νουθεσίας ἡμῶν. Ἐγκλείσθητε εἰς τὰς σκηνάς σας καὶ οὐ μὴ ἐξέλθητε ἐξ αὐτῶν, ὅτι ὁ Ἰὸς πανταχοῦ περιπολεῖ. Κρυφὸς γὰρ καὶ ἀόρατός ἐστι. Τὰ σώματα ὑμῶν πανταχόθεν καλύψατε καὶ μὴ συγχρωτεῖσθε πυκνῶς, ὅτι δόλιός ἐστι καραδοκῶν βλάψαι ὑμᾶς. Καὶ ὁ λαὸς ἀπεκρίθη: Ἠνωτίσθημαν τὰς ἐντολὰς ὑμῶν καὶ τηρήσομεν αὐτάς.
Οἱ δὲ ἐκ Θεοῦ σταλέντες ταξιάρχαι τῷ Μωϋσῇ Τσιόδρας καὶ Χαρδαλέας μετὰ τῶν στρατιωτῶν αὐτῶν προῆλθον καὶ ἐπέπεσον ἐπὶ τὴν παρεμβολὴν Ἰοῦ τῆς Κορώνης, ἵνα πολεμήσωσιν αὐτόν. Καὶ μάχην σφοδροτάτην ἐποιήσαντο ἕως τὰς δυσμὰς τοῦ ἡλίου, ἀλλ’ οὐκ ἠδυνήθησαν ἐκπολεμῆσαι αὐτόν. Ἰσχυρῶς γὰρ ἀνθίστατο.
Τινὲς δὲ τοῦ λαοῦ παρήκοοι τῶν ἐντολῶν καὶ εὐήθεις οὐκ ἠβουλήθησαν τηρῆσαι τὸν ἐγκλεισμὸν καὶ παραμεῖναι εἰς τὰς σκηνὰς αὐτῶν καὶ ἀφρόνως ἐξῆλθον εἰς τὰ πέριξ τῆς παρεμβολῆς κινδυνεύοντες θύματα γενέσθαι καὶ βορὰ τοῦ Ἰοῦ.
Τῇ ἐπιούσῃ γενομένου τούτου γνωστοῦ τῷ Μωϋσῇ οὗτος ὠργίσθη τὰ μάλα καὶ ἐνετείλατο τοῖς ὑπηρέταις αὐτοῦ ὅπως συλλάβωσι τούτους καὶ μαστιγώσωσι.
Καὶ ἐξῆλθεν καὶ πάλιν Τσιόδρας καὶ Χαρδαλέας, ὅπως ἀπαντήσωσι καὶ πάλιν τὸν Ἰὸν τῆς Κορώνης ἐν τῷ πεδίῳ. Καὶ ἐπέδραμον ἔφιπποι κατ’ αὐτοῦ μετὰ τῶν ταξιαρχῶν αὐτῶν σθεναρῶς καὶ γενναίως. Καὶ ἐπολέμουν αὐτὸν ἕως μεσημβρίας. Ὁ δὲ Μωϋσῆς ὁρῶν τὴν μάχην ἐδέετο τοῦ Θεοῦ ἵνα ένδυναμώσῃ τοὺς μαχητὰς τοῦ λαοῦ καὶ εἶπε: Στήτω ἡ ἡμέρα καὶ ὁ ἥλιος καθ’ ὕψος τόξου αὐτοῦ. Καὶ ἰδοῦ ὁ Θεὸς ἐπέτεινεν τὰς ἀκτίνας τοῦ ἡλίου καὶ τὸ καῦμα αὐτοῦ ἐπί τοῦ Ἰοῦ τῆς Κορώνης καὶ τῶν στρατιωτῶν αὐτοῦ καὶ ἐξουθένωσαν πάντας. Καὶ θαῤῥρήσαντες οἱ ταξιάρχαι Μωϋσέως ἔτι σφοδρότερον ἐπέδραμον ἐπὶ τὸν Ἰὸν τῆς Κορώνης καὶ ἐτροπώσαντο αὐτὸν καὶ ἠφάνισαν αὐτὸν ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς. Καὶ ἀνακάμψαντες Τσιόδρας και Χαρδαλέας εἰς τὰς σκηνὰς Μωϋσέως εἶπον αὐτῷ: Ἰδοῦ ἡμεῖς διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ ἐλυτρώσαμεν τὸν λαόν σου ἐκ τοῦ φοβεροῦ τούτου καὶ ἀνθρωποβόρου ἐχθροῦ. Παράλαβε οὖν αὐτὸν καὶ ἔξελθε τῆς γῆς ταύτης τῆς ἀνομίας καὶ ὁ Θεὸς ἔσεται πάντων βοηθός.

Ἡ εἰκόνα εἶναι λεπτομέρεια ἀπὸ τὸ περίφημο περγαμηνὸ εἰλιτάριο τοῦ 10ου αἰώνα μὲ τὴν ἱστορία τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυΐ. Cod. Vat. Pal. Gr. 431.
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ


ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΣΑΤΥΡΟΥ – KISS OF THE SATYR

Perikles Giannopoulos (1871 – 1910)

(Στὴ ζωγραφιά τοῦ Ρωπς)

πρώτη δημοσίευση στο ερευνητικό άρθρο: Ντουνιά Χριστίνα (2016), Λογοτεχνία και ζωγραφική: η συνάντηση του Περικλή Γιαννόπουλου με τον Φελισιέν Ροπς. Στον τόμο: ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΤΡΙΚΑ, ΥΦΟΛΟΓΙΚΑ, ΚΡΙΤΙΚΑ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ • ΤΟΜΕΑΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2016

Το στοιχειωμένο δάσος ὁ ἥλιος πυρώνει, ἡ λαύρα ἀπ’ τὴ γῆ ἀνεβαίνει λαχτάρα, οἱ ἴσκιοι ζωντανεύουν, ξυπνοῦνε τα στοιχειά. – Ἦρθε μεσημέρι.

Πανώρια ἡ Λάμια, ἀπ’ τὸν ὕπνο ξεληθαργώνεται, τὸ δάσος ἁλωνίζει, σ’ τὰ δυνατά των κοιμισμένων βοσκῶν νεῦρα χύνεται ὄνειρο καφτερό. Ἀχόρταστη ἀπ’ τὸν ἕνα σ’ τὸν ἄλλον πετάει, κι’ ἡ διψασμένη τῆς ψυχή τῶν κοιμισμένων τὴ ζωὴ ῥουφάει σὲ φίλημα θανατικό. Καὶ πάει, ἀδρόσιστη, φρενιασμένη ἀπ’ τὴν ἀδάμαστη ἡδονή. 

Κάτου ἀπὸ γιγάντια σικυά ποὺ μονάχη τὸ στραβοδίβολο κορμό τῆς ξανοίγει, μέσα σ’ τὴν παχεῖα σκιὰ ποὺ κρατοῦνε τὰ φύλλα τῆς τὰ ὅμοια μὲ φάσκελα, κολώνα μισοστέκεται μαυρισμένη, Γέρο – Σατύρου βαστώντας καιροφαγωμένη προτομή. Ψηλά, σ’ τοῆ ἥλιου τὸ ἄναμμα, κοράκια, στρυφογυρίζουν γυαλίζουν καὶ κρώζουν. Χάμου, χαμηλὰ πρασινάδας πεθαμμός, καὶ σ’ τον ἴσκιο παχύ, το γελοῖο, ποὺ κρύβει τῆς αἰώνιας ἡδονῆς τὸ μυστικό. 

Μὲ χείλια ἀφρισμένα, ἡ Λάμια πανώρηα, σ’ τη μαρμαρένια κρεμάστηκε προτομή, σὲ στήθια ἀναμμένα σφιχτά το μάρμαρο ἔκλεισε, μέ τους χτύπους της καρδιᾶς της την πύρινη δέηση ἔκαμε, το μυστικὸ ζητώντας ἡδονῆς παντοτινής… Καὶ καρφωμένη σ’ τα νύχια, τα δόντια σφιχτά, το στόμα ἐκόλλησε σ’ το γέλιο το βαθύ. 

Ἀπ’ τη λαύρα τοῦ φιλιοῦ ζωντανεμένο, κουνήθηκε, ἔσκυψε, το μαρμαρένιο κεφάλι, μὲ στόμα ὡς τ’ αὐτιὰ ἀνοιχτό, καὶ ‘μ’ ἄφωνο γέλιο Θεοῦ τρομερό, φίλησε το ἀφρισμένο στόμα. 

Τρέμει καὶ καίεται. Το κορμί τῆς μανιώνει ἡ δύναμη του Θεοῦ, σ’ τὴν ψυχή της ξανανοίγει Παράδεισος τρομερός, τὰ μάτια τῆς ξαστράφτουν μαγεμμένα… Δέντρα φύλλα κλαδιὰ λουλούδια, ηλιασμένες κι’ ισκιωμένες μεριές, ὅλα πλουμισμένα μὲ μάτια – ‘μ’ ὅλα τὰ μάτια ποὺ σβυσε μὲ φιλιὰ  – αστρόφωτα, τὸ τρελαμένο της κορμὶ σαϊτεύουν ‘μ’ ἡδονή….. καὶ κάθε κλώνου λίγωμα, κάθε πεθαμένου φύλου χάιδεμα, κάθε χορταριοῦ ἀνάδεμα, κάθε φωνὴ καὶ κάθε χρῶμα, το δάσος ὅλο κι’ ὅλος ὁ ἀέρας μαζί μέ τὸν οὐρανό, γεννώντας σ’ τὸ κορμί τῆς ἡδονὴ ‘μ’ ἄφαντα φιλιά της πίνουν την ψυχή. 

Λιποθυμισμένη τώρα σ’ την πρασινάδα πού τὴν φιλεῖ μὲ βελονιές, καταχωνιασμένη ἀπ’ τὴν ἄπειρη ἡδονὴ ποὺ βαθεῖα δὲν περονιάζει τώρα σ’ τὰ κόκκαλα, νοιώθει τὸ αἷμα της νὰ ξεθυμαίνη μὲ πόνο, τὴν ψυχή της νὰ σώνεται ἀπ’ τὴν ἄσπλαχνη γλύκα μὲ πρόσωπο σπαραχτικὰ γελαστό. Τὰ μάτια τῆς ξεψυχισμένα ὁλάνοιχτα, σ’ το ἀφάνταστο σπασμὸ – σ’ τὸν τελευταῖο του κορμιοῦ κορδακισμό – λάγνα σκιάχτρα στρίβουν σ’ τὸν ἥλιο τὶς λάγνες του ρουφώντας φωτιές, πεθαμένα ἀχόρταστα. 

Σ’ τὸν οὐρανὸ φωτιά. Σ’ τὸ στοιχειωμένο δάσος ἀποκαμωμένη λαμπράδα. Σ’ τὸ κεραυνωμένο τῆς Λάμιας κορμί, κοντὰ σ’ το γέλιο τοῦ προσώπου τὸ τραγικό, τὰ δύο μάτια θεάνοιχτα ‘μ’ ἀστραφτερὴ γιαλάδα. Κάτου ἀπ’ τὸν κομπιασμένο τῆς σικυᾶς κορμό, ἀπὸ τὰ φύλλα τὰ ὅμοια μὲ φάσκελα, στὸ γέλιο τοῦ Γέρο – Σατύρου τὸ Σατανικὸ, στὰ μαυρισμένα καὶ μαρμαρένια χείλια του, λάμπει ἀκόμα μιὰ στάλα ἀπὸ τ’ ἀφρισμένο φίλημα. 

ΛΩΤΟΣ «Ἡμερολόγιον Ποδογύρου», 1896, σελ. 57-59

In the haunted forest, the sun is firing the forest, the fire, burning, is rising from the earth longing, the shadows are coming to life, the ghosts are waking up. – It’s noon.

Lamia the all beautiful, she wakes up from her sleep, threshes the forest, on the dormant shepherds’ strong nerves she pours a burning dream. Unsatisfied, lustful, she flies from one to the other, and her thirsty soul, the life of those asleep, she sucks into a kiss of death. And she goes, ruthless, furious with the indomitable pleasure / hedonistic .

Under a giant fig tree that alone, its crooked doubleroaded trunk reopens, in the thick shadow that keeps its leaves like an open palm, a column is half-standing, blackened, of an Old- Satyr, bearing a time-consumed bust. High, in the lighting of the sun, crows, turn around, shine and crack. Down, low greens’ death, and in the shadow of thick, laughter, that hides the secret of eternal pleasure.

With lips of froth, Lamia the all beautiful, on the bust she hung on the bust of marble, the marble she tightly closed among her breasts, with the beating of her heart she made the fiery prayer, the secret asking of eternal pleasure …παν And nailed on her nails, her tight teeth , her mouth stuck on the deep laughter.

From the burning of the kiss alive, he moved, he bent down, the marble head, with his mouth as open up to his ears, and with a dumb voiceless terrible laughter of a God, he kissed her foamy mouth.

She’s trembling and she burns. Her body is enraged, manic by the power of God, in her soul reopens the terrible Paradise, her eyes sparkle enchanted… Trees leaves branches flowers, sunny and shaded places, all enriched with eyes – with all the eyes that she faded away with her kisses – starlightnings, her mad body they shoot with arrow of pleasure… .. and every branch’s lust, the lust of every clone, every caress of a dead leave, every weed’s swirling, every voice and every color, the whole of the forest and all the air together with the sky, giving birth of pleasure to her body with invisible kisses they drink her soul.  

Fainted now in the greenery that kisses her with stitches, buried inside from infinite pleasure that now deeply does not bite in her bones, she feels her blood soothe with pain, her soul being saved from the ruthless sweetness with a tearful face smiling. Her eyes open wide open, with no soul, in an unimaginable spasm – in the last licentious dirty dancing of her body – lustful scarecrows turn in the sun sucking his lustful fires, dead insatiably.

Fire in the sky. In the haunted forest, a bright weary glow. In the lighted body of Lamia, near the tragic laughter of the face, the two eyes divinely wide open with a shining luster. Below the compressed, nervous trunk of the fig tree, from the leaves that look like open palms, in the laughter of the Old – Satyr the Satanic, on his blackened and marble lips, shines another drop from the foamy kiss.

Translation: Ilias Kolokouris (2020)


ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΕΡΟΣ… ΤΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ ΑΕΡΟΣ ΛΟΓΙΑ…

Θ. Θάνατος

Ανήμερα του Αγίου Περικλέους του Μάρτυρος εκ των Τεσσαράκοντα, 10 Απριλίου 1910, ευρέθη νεκρός (;) ο Περικλής Γιαννόπουλος.
Μεγάλη Πέμπτη, ωστόσο, είχαν γίνει τα μαγικά:
eam Thessaliam ex negotio petebam.

Scripta Manent, Verba Volant

ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΕΡΟΣ…

ΤΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ ΑΕΡΟΣ ΛΟΓΙΑ….

Ἀλήθεια εἶνε Λόγια τοῦ Ἀέρος… τοῦ Ἀττικοῦ Ἀέρος Λόγια… Τῶν Ῥοδίνων Ἀέρων τῆς Αὐγῆς, τῶν Μενεξεδένιων Ἀέρων τῆς Δύσεως. Δὲν τὰ λέω ἐγώ… Καθισμένα ἐλαφρότατα αἴρονται μόνα των, αἰωροῦνται εἰς τὸν Ἀέρα καὶ σὰν ἄρωμα πλέουν εἰς τὸ Φῶς – τὸ θυμαρόεν Φῶς. Χρυσοῦν στάχυ παῖζον εἰς τὸν ὦμον καφεοροδίνου βράχου, γράφει μὲ τὸ χρυσόν του δάκτυλον, εἰς τὸν σμαράγδινον οὐρανόν, ποιήματα τρελλότατα. Εἰς τὰ κολπούμενα πλάγια λόφου μακρυνοῦ, φαίνεται ἀναπαυομένη ὡραία Νύμφη, λέγουσα τὰ ὄνειρά της εἰς τα φῶτα. Ἀπὸ τὴν λιγυρὰν γραμμὴν λόφου ἄλλου, ἀφίπταται σὰν πτερωτὴ Νίκη, ἔρχεται, ἔρχεται ὅλη χαρά, νεοτάτη, ὡραία Ἰδέα. Ἀπὸ ἀργυροκλίνοντα κλῶνον ἐλαίας, τρυφερότατον ἀποκρεμᾶται αἴσθημα, ὅπως πίπτουν τῶν ἀνθισμένων δένδρων, τὰ πέταλα τῶν ἀνθέων. Ἀπὸ γυρμένων ἀκτίνων πεύκου, πίπτει βροχὴ ἀκτίνων ἄλλη, φωτοραίνουσα ἡδονικώτατα τὴν ψυχὴν. Ἀπὸ ἀναπνοὴν κύματος ἱοθωπεύτου ἀκτῆς, ἀμβρόσιον ἐκπνέεται συναίσθημα. Καὶ ἀπὸ τὸν χορὸν τῶν ὀρεινῶν κορυφοσειρῶν, ποῦ στεφανώνουν τὸ οὐράνιον Ἄστυ, ἐπουρανία ἐκπορεύεται μελῳδία. Δὲν τὰ λέγω ἐγώ… Καθισμένα εἰς τὸν ἀέρα, αἴρονται μόνα των, μόνα των ἔρχονται τὰ Λόγια τοῦ Ἀέρος καὶ θωπεύουν τὰ αἰσθητήρια τοῦ ἐφήμερου διαβάτου τῆς Ζωῆς.

Truth is, what is spoken, flies. Words they are of the Wind… Of the Attic Wind. Of the Rosy Airs of Dawn, of the the Violet Airs of the Dusk… I do not say these… Sitting smoothly the rise on their own, they float on the air and like an aroma they waft to the Light – the Light of Thyme. Golden cob playing on the shoulder of a brownred rock, writing with its golden finger, up on the skies of emerald, poems of insanity. In the engulfed slopes of a faraway hill, you can see a resting Nymph, narrating her dreams to the lights. From the clear line of another hill, flapping away like a winged Nike, she is coming, in joy, young, a beautiful Idea. From the declining branch of an olive tree, tender feeling is swining, same as the pedals of flowers from blossomed trees fall. From the declining beams of the pine tree, another rain of rays is falling, sprinkling sensuously the light on the soul. From the breath of a wave on a shore that is carressed by the violets (ἱοθωπεύτου ἀκτῆς) ambrosiac, immortal feeling is pouring. And from the dance of the mountainous peak line, that are crowning the City of Skies, a heavenly melody is marching ahead. I do not say these. Sitting in the skies, they are risen on their own, alone they come, the Words of the Wind and they caress the senses of the ephemeral flaneur of Life.

Ἐλαφρά, αἰθέρια, μὲ τὰ χρωματιστά των φορέματα καὶ τὰς μουσικάς των γραμμάς, ἀεροποροῦν εἰς τὸν Ἀέρα, μέ μαλακότατον ταξιδεύουν ῥυθμόν. Ἄλλοτε ἔρχονται σαν ἴα · ἄλλοτε σὰν τριαντάφυλλα, προσφερόμενα ἀπὸ ὡραῖον χέρι · ἄλλοτε σὰν κρίνοι, κρίνοι χωρὶς ἄγγελον, φέροντες Εὐαγγέλια Χαρᾶς. Καὶ ἐνίοτε ἔρχονται καὶ περικάθηνται γύρων τῶν κροτάφων, σὰν πράσινα στεφάνια κισσοῦ · ἐνίοτε σὰν ἀργυρόχροα Στεφάνια ἐλαίας. Κάποτε ζητοῦν, ψαύουν, θροοῦν, ψιθυρίζουν, σαν χείλη · καὶ κάποτε καίουν, σὰν φιλήματα. Ὤ ναι! σὰν Ἀφροδίσεια βίσινα χείλη, φιλοῦν τὰς αἰσθήσεις μεθυστικώτατα τὰ ὡραῖα Λόγια. Λόγια τῶν Ῥοδίνων Ἀέρων τῆς Αὐγῆς, τῶν Μενεξεδένιων Ἀέρων τῆς Δύσεως. Ἀλήθεια δὲν τα λέγω ἐγώ. Ἀλήθεια εἶνε… Λόγια τοῦ Ἀέρος… τοῦ Ἀττικοῦ Ἀέρος Λόγια…

Isadora Duncan

1.Εἰς ἕνα μέρος τοῦ Ἐλαιῶνος, τοῦ ἱεροῦ Ἐλαιῶνος, ποῦ ἔχει ἀκόμη ἐλαίας τοῦ ὡραίου καιροῦ, εἰς ἀγρὸν φυλαγμένον ἀπὸ τὰ ἀργυρᾶ του φύλλα, ἀγρὸν φουντωμένον ἀπὸ κλήματα νέα, ἕνας νέος, ξανθὸς νέος, κύπτει σκάπτων, εἰς τὴν ἱερὰν τῆς πρωΐας σιγήν.

Καὶ ὁ μόνος κρότος τῆς ἀξίνης, ὁ χανόμενος εἰς τὸ ξανθοπράσιον κῦμα τῶν κλημάτων καὶ τὸ ἀργυροῦν ἁβροσάλευμα τῶν ἐλαιῶν, λαλεῖ ῥυθμικά καὶ λέγει:

Light, aethereal, with their colourful dresses and their musical lines, their they airflow in the Air, with a soft rhythm they travel. Once they come like violets; whilom they come as roses, offered from a beautiful hand ; whilome they come like lilies, lilies without an angel, bearing Gospels of Joy. And sometimes, they come and circle around the temples, as green crowns of ivy; some times as silvercoloured Crowns of olive. Every now and then, they ask, they touch gently, they rustle and they whisper, as lips; and every now and then, they burn, like kisses. Oh yes! Like Aphrodisial sour cherry lips, they kiss the senses in the most entoxicating manner those beautiful Words. Words of the Rosal Winds of East, of the Violet Winds of the West . I really do not say these words. They really are Words of the Wind… of The Attic Wind the Words…

1. In a part of the Olive Grove, the holy Olive Grove that still hase the olive trees of the beautiful times, on a meadow kept safe from it silver leaves, a meadow blooming with new grapevines, a young, blong man, leans, digging, in the sacred silence of the morning.

And only the clash of the pickaxe, lost within the blondegreen wave of the grapevines and the silver courteous move of the olive trees, sing rhythmically and says:

Ὄργωνε, ὄργωνε, σκάπτε καὶ δούλευε, ὅλην τὴν ὥραν, χωρὶς ἀρχήν, χωρὶς τελειωμόν, χωρὶς νὰ πάρῃς ποτὲ ἀνασασμόν. Ὄργωνε, ὄργωνε, σκάπτε καὶ δούλευε τὴν ἄμπελον ποῦ σοῦ ἔδωκεν ὁ Κύριος, τὴν χρυσοφωτισμένην Ἄμπελον τῆς Ψυχῆς, ποῦ δίδει τὸ μεθυστικὸν τοῦ Ὡραίου ποτόν. Ἐντὸς ὀλίγου θὰ περάσῃ ὁ Κύριος τῆς Ἀμπέλου κουρασμένος, καὶ πρέπει νὰ ἔχῃς χρυσοφώτεινα φύλλα διὰ νὰ στεφανώσῃ τὰ νυκτόχροα μαλλιά του, καὶ πρέπει νὰ ἔχῃς ὡραῖα σταφύλια διὰ νὰ δροσίσῃ τὰ ῥοδόχροα χείλη του.
Ὄργωνε, ὄργωνε, σκάπτε καὶ δούλευε, χωρὶς ἀρχήν, χωρὶς τελειωμόν, χωρὶς νὰ πάρῃς ποτὲ ἀνασασμόν. Ἑντὸς ὀλίγου θὰ περάσῃ ὁ Κύριος, ὁ Ἀπολλώνειος Κύριος – Ο ΘΑΝΑΤΟΣ.

Plow, plow, dig and work, all the time, no beginning, no ending, without ever taking time to breathe. Plow, plow, dig and work the vine that the Lord has given to you, the golden lighted Vine of the Soul, that gives out the entoxicating drink of Beauty. In a while, the Lord of the Vine shall pass tired, and you must have golden bright leaves to crown his nightly coloured hair, and you must have good grapes to cool his rosecoloured lips. Plow, plow, dig and work, no beginning, no ending, without ever taking time to breathe. In a while, the Lord, the Apollonian Lord shall pass, – DEATH.

2. Πλησίον τῆς θύρας τοῦ Ἐρεχθείου περνῶ ὥρας ὡρῶν, καὶ ὅπου γυρίσουν τὰ μάτια, εἰς τὸν Ἐλαιῶνα, εἰς τὰ πλάγια τῶν καφεοροδίνων λόφων, εἰς τὰ πλάγια τοῦ Πεντελικοῦ, ἢ τοῦ Πάρνηθος,ἢ τοῦ Αἰγάλεω, ἢ τοῦ Κορυδαλοῦ, τὰ μάτια μένουν μαγευμένα, καὶ ἕνα πάντα συναίσθημα πλημμυρίζει τὴν ζωήν.

Σὰν μία μουσικὴ νὰ ἔπαιζε παντοῦ, ᾆσμα χαρᾶς ἡδυτάτης καὶ λύπης ἀκροτάτης, σὰν μία ὀρχήστρα νὰ ἔπαιζεν ἐκεῖ καὶ νὰ μὴ ἔφθανεν ἦχος ἕως ἐδῶ, ἀλλὰ δόνησις αἰθέρος ἄηχος, νὰ ἔφθανε μόνον ἕως ἐδῶ καὶ να ἔπαλλε μουσικώτατα τὴν ψυχήν.

Τί θαυμασία ποῦ εἶνε ἡ ζωή ! τί θαυμασία ἡ αἴσθησις τοῦ νέου Σώματος εἰς τὸν ἡδονικὸν Ἀέρα ! πῶς αισθάνεται θαυμάσια εἰς τὸ κυανορόδινον φῶς καὶ ποθεῖ, ποθεῖ, ποθεῖ τὸ κάλλος ! τὸ ἐξωτερικὸν κάλλος τὸ ζωγραφιζόμενον ἐντός του μὲ φιλήματα μουσικά.

2. Πλησίον τῆς θύρας τοῦ Ἐρεχθείου περνῶ ὥρας ὡρῶν, καὶ ὅπου γυρίσουν τὰ μάτια, εἰς τὸν Ἐλαιῶνα, εἰς τὰ πλάγια τῶν καφεοροδίνων λόφων, εἰς τὰ πλάγια τοῦ Πεντελικοῦ, ἢ τοῦ Πάρνηθος,ἢ τοῦ Αἰγάλεω, ἢ τοῦ Κορυδαλοῦ, τὰ μάτια μένουν μαγευμένα, καὶ ἕνα πάντα συναίσθημα πλημμυρίζει τὴν ζωήν.

2. Close to the gate of the Erechteion I pass hours upon hours, and wherever my eyes turn, in the Olive Grove, on the slopes of the brownred hills, on the sides of Mount Pentelikon, or on Parnes, or Egaleon, or Korydallus, eyes remain enchanted, and one sentiment, always, floods life.

As if a music was playing everywhere, a song of sweet joy and extreme sorrow, like an orchestra playing out there and it sound never reaching here, but the vibration, the soundless vibration of the aethereal reaching here and musically vibrating the soul.

How wondrous is life ! What miraculous is the feeling of the new Body in the hedonistic Air ! How wonderful in the cyanrose light the Body feels, and desires, desires, desires the beauty! The superficial beauty painted inside of it with musical kisses.

Πλησίον τῆς θύρας τοῦ Ἐρεχθείου, περνῶ  ὥρας ὡρῶν, κρατημένος ἐκεῖ εἰς τὸν Ἐαρινὸν Ἀέρα, χωρὶς νὰ διανοοῦμαι οὐδέν, αἰσθανόμενος μόνον τὸ Σῶμα νὰ ζῇ, νὰ διαμένῃ μακάριον.

Καὶ κάποτε, σὰν ἕνας πόθος ἀόριστος καὶ φευγαλέος, περνᾷ εἰς τὸ κυανοῦν καὶ αἰθέριον μέθυ τοῦ γλυκοῦ Ἀέρος · περνᾷ, μόνος πόθος ἀόριστος καὶ φευγαλέος, περνᾷ καὶ ἀναπερνᾷ και περιγυρίζει, ὅπως ἡ σκιὰ τῶν πουλιῶν εἰς τὸ φωτισμένον χῶμα : νὰ ἥμουν Ἔφηβος Φειδίου Μαρμάρινος, νὰ βλέπω αἰῶνας αἰώνων τὸ Ἀττικὸν Φῶς.

Close to the gate of the Erechteion I pass hours upon hours, holding myself up there in the Spring Air, without thinking of anything, feeling only the Body live, remaining blissful.

And sometimes, like a vague desire fleeting, passes in the cyan and aethereal drunkedness of the sweet Air; passes, alone a desire vague and fleeting, passes and comes back again and circles, like the shadow of the birds that fly on the enlightened earth; as if I were an Ephebe of Pheidias, Marble, watching eons upon eons the Attic Light.

3. Ἐδῶ, ἐδῶ, εἰς τὸν Ἀττικὸν Ἀέρα, πλέει ὅλη ἡ Σοφία, γεννᾶται καὶ ἐνθουσιάζει ὁ πόθος τῶν Τελείων Καλλονῶν. Ἐδῶ, ἐδῶ ἐπάνω εἰς τὰ Παλάτια τοῦ Ὡραίου, Νίκης, Ἐρεχθέως, Ἀθηνᾶς, τοὺς Θείους Οἴκους, ὁ θειότερος τοῦ κόσμου Ἀὴρ ἐκδύει τὴν ψυχήν, ὅλων τῶν χυδαίων φορεμάτων, ἐνδύει καὶ κοσμεῖ αὐτήν, δι᾽ ὅλων τῶν βασιλείων ἐνδυμάτων.

Ἐδῶ, ἐδῶ ἐπάνω, εἰς τῶν παγκάλων Ἱερῶν τὸ θεῖον θέαμα, εἰς τοῦ θείου Ἐρεχθείου τὰ πρόθυρα, ὅπου οἱ λευκοφόροι ἱερεῖς τοῦ ὡραίου καιροῦ ἐρέμβαζον μὲ τὰ θεῖα, διαμένω ὥρας ὡρῶν, μακαρίως λησμονῶν τὴν ταπεινῆν ζωήν, μὲ ἄφωνον ἔκστασιν ἀκούων τὸ Νέον μου Σῶμα νὰ ὑμνῇ ἀφώνως, τὸν Θεὸ τοῦ Ὡραίου.

Ἀπὸ τὸν Ἐλαιῶνα, ἀπό τὰς μελῳδούσᾳς γραμμὰς τῶν Ὁρέων, ἀπὸ τὰ ἀδειανὰ ἄδυτα τῶν Ναῶν, ἀπὸ κάθε μαρμαρίνην φαεινὴν χορδήν, αἱ εἰκόνες, αἱ ἰδέαι, τὰ ἄνθη, τὰ ἀρώματα, ἐκπορεύονται, ἔρχονται, ἔρχονται ἀπὸ παντοῦ σὰν ἀνοιγμένα χείλη, τὰ ὡραῖα συναισθήματα, οἱ ὡραῖοι πόθοι, τὰ ὡραῖα Λόγια τοῦ Ἀττικοῦ Ἀέρος. Ἔρχονται καὶ θωπεύουν καὶ στολίζουν τὴν ψυχὴν καὶ τὴν φιλοῦν, μὲ τὸν διάπυρον πόθον νὰ τὴν κάμουν Ὡραίαν. Καὶ ἡ Ψυχὴ εὐφραίνεται καὶ μεθᾷ, σὰν Νύμφη ὑπὸ παρθένων στολιζομένη διὰ συνουσίαν μὲ Ὡραῖον Θεόν.

Ἄχ ! τί παραδίσειαι εἶνε αἱ Ὧραι ἐδῶ, ἐδῶ ἐπάνω, εἰς τοῦ θείου Ἐρεχθείου τὰ γαμήλια πρόθυρα. Ἐνίοτε αἰσθάνομαι ἐπὶ τῶν νώτων μαλακὸν πλοῦτον πορφῦρας, καὶ εἰς τὴν κεφαλὴν λαμποβολὴν διαδήματος. Ἐνίοτε τὸ Σῶμα προσκλίνει ἀκούσια ἀπὸ τῶν βαθμίδων, διὰ νὰ δεχθῇ τὰ ἁβρότατα χαρίσματα, ὅπως Βασιλεὺς ἀπὸ Θρόνον δεχόμενος δῶρα. Ἐνίοτε τὸ Σῶμα ὑποκλίνεται μὲ εὐλάβειαν εἰς ὡραῖον ἄγγελον φέροντα κρίνον · καὶ ἐνίοτε μοῦ φαίνεται ὅτι, σὰν ἀπὸ Ὡραίαν Πύλην Ναοῦ, μὲ ἀργυρόμαλλον νεότητα Ὄντος Ἀθανάτου, τείνω ῥοδίνην εὐδαιμονίαν χειλέων, πρὸς ἅγιον φίλημα Ὡραίας Θεότητος.

Θ. ΘΑΝΑΤΟΣ

3. Here, here, in the Attic Air, floats all Wisdom, is born and excites, amuses the desire of Perfect Beauties. Here, here up on the Palaces of Beauty, Victory, Erechtheus, Athena, the Holy Houses, the most divine Air of the cosmos strips off/ undresses the soul, of all the vulgar dresses, attires and beautifies the soul, with clothes of all kingdoms.

Here, here, up here, in the all good Sanctuaries the divine view, in the divine Erechtheion the propylon, where the white dressed priests of beautiful time were daydreaming with the divine, I remain, hours upon hours, blissfully forgetting the humble life, with a voiceless ecstasis listening to my New Body praising aphonically, soundless, the God of Beauty.

From the Olive Grove, from the melodic lines of the Mountains, from the empty Adyton of the Temples, from every marble lightning string, the images, the ideas, the flowers, the aromas, they arrive, they come out, they come from everywhere, like open lips, the beautiful sentiments, the beautiful desires, the beautiful Words of the Attic Air. They come and they caress and they ornament the soul and they kiss it with a burning desire to make her Beautiful. And the Soul rejoices and gets drunk, like a Nymph decorated by virgins, for the intercourse with a Beautiful God.

Oh! How heavenly are the Hours here, here, up here, up on the divine Erechteion the marital/ bridal gates. Sometimes I feel up on my rear a soft wealth of Tyrrean purple, and on the head the bright shining of a diadem. Sometimes the Body leans unwillingly from the degrees, to receive the courteous charismas, like a King from a Throne, accepting gifts,. Sometimes the Body inclines, bows with piety to a beautiful angel bearing a lily; and sometimes it seems to me that, as if from a Beautiful Gate of a Temple, with the Silverhaired youth of an Immortal Creature, I extend a bliss of lips towards the sacred kiss of a Beautiful Deity.

Θ. ΘΑΝΑΤΟΣ – D. DEATH.
Translation: Ilias Kolokouris