Monthly Archives: August 2019

Ἡ Γορ­γό­να

Category : Uncategorized

Ἀν­δρέ­ας Καρ­κα­βί­τσας

Ἡ Γορ­γό­να

Ε ΤΟ ΜΠΡΙΚΙ τοῦ Κα­πε­τὰν Φα­ρά­ση ἀρ­μέ­νι­ζα μι­σο­κά­να­λα ἐ­κεί­νη τὴ νύ­χτα. Σπά­νια νύ­χτα! πρώ­τη καὶ τε­λευ­ταί­α θαρ­ρῶ στὴ ζω­ή μου. Τί εἴ­χα­με φορ­τω­μέ­νο; Τί ἄλ­λο ἀ­πὸ σι­τά­ρι. Ποῦ πη­γαί­να­με; Ποῦ ἀλ­λοῦ ἀ­πὸ τὸν Πει­ραιᾶ. Πρά­μα­τα καὶ τὰ δυ­ὸ ποὺ τὰ ἔ­κα­μα τὸ λι­γώ­τε­ρο εἴ­κο­σι φο­ρές. Μὰ ἐ­κεί­νη τὴ βρα­δυ­ὰ ἔ­νι­ω­θα τέ­τοι­ο πλά­κω­μα στὴν ψυ­χή, ποὺ κιν­τύ­νευ­α νὰ λι­γο­θυ­μή­σω. Δὲν ξέ­ρω τί μοῦ ἔ­φται­γε· θὲς ἡ γα­λη­νε­μέ­νη θά­λασ­σα, θὲς ὁ ξά­στε­ρος οὐ­ρα­νός, θὲς τὸ τσου­χτε­ρὸ λι­ο­πύ­ρι· δὲν μπο­ρῶ νὰ εἰ­πῶ. Μὰ εἶ­χα τό­σο βα­ρειὰ τὴν ψυ­χή, ἥ­βρε­σκα τό­σο σα­χλο­πλημ­μυ­ρι­σμέ­νη τὴ ζω­ή, ποὺ ἂν μὲ ἅρ­πα­ζε κα­νεὶς νὰ μὲ ρί­ξη στὸ νε­ρό, «ὄ­χι!» δὲ θά ‘λε­γα.

       Ὁ ἥ­λιος ἦ­ταν ὥ­ρα βα­σι­λε­μέ­νος. Τὰ χρυ­σο­πόρ­φυ­ρα συ­γνε­φά­κια, ποὺ συν­τρό­φευ­αν τὸ βα­σί­λε­μά του, σκά­λω­σαν κά­που μαῦ­ρα σὰν με­γά­λες κα­πνι­ές. Ὁ Ἀ­πο­σπε­ρί­της ἔ­λαμ­ψε κρυ­σταλ­λό­χι­ο­νο μέ­σα στὰ σκοῦ­ρα. Φά­νη­καν ψη­λὰ οἱ ἀ­στε­ρι­σμοὶ ἕ­νας κι ἕ­νας. Τὰ νε­ρά κά­τω πῆ­ραν ἐ­κεῖ­νο τὸ λευ­κο­σκό­τει­νο χρῶ­μα, τὸ κρύ­ο καὶ λα­χτα­ρι­στὸ τοῦ ἀ­τσα­λιοῦ. Τὸ ναυ­τό­που­λο ἄ­να­ψε τὰ φα­νά­ρια· ὁ κα­πε­τά­νιος κα­τέ­βη­κε νὰ κοι­μη­θῆ· ὁ Μπούλ­μπε­ρης ἔ­κα­τσε στὸ τι­μό­νι. Ὁ Μπρα­χά­μης, ὁ σκύ­λος μας, κου­λου­ρι­ά­στη­κε στὴ ρί­ζα τοῦ ἀρ­γά­τη νὰ ἡ­συ­χά­ση καὶ κεῖ­νος.

      Ἐ­γὼ οὔ­τε νὰ ἡ­συ­χά­σω μπο­ροῦ­σα. Οὔ­τε ὕ­πνο οὔ­τε ξύ­πνο. Δο­κί­μα­σα νὰ πιά­σω κου­βέν­τα μὲ τὸν τι­μο­νι­έ­ρη· μὰ εἶ­χε τό­ση ἀ­νο­στιά, ποὺ ἔ­σβη­σε σὰν φω­τιὰ ἀ­ναμ­μέ­νη μὲ χλω­ρό­ξυ­λα. Πῆ­γα νὰ παί­ξω μὲ τὸν Μπρα­χά­μη· ἀλ­λὰ καὶ κεῖ­νος τρύ­πω­σε ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τὸ μου­σού­δι στὰ πό­δια του καὶ βα­ρι­ε­στι­σμέ­νος γρί­νια­σε, σὰ νὰ μοῦ ἔ­λε­γε: —Ἄ­φη­σέ με καὶ δὲν ἔ­χω τὴν ὄ­ρε­ξή σου! Τό­τε βα­ρι­ε­στι­σμέ­νος καὶ γὼ πῆ­γα καὶ ξα­πλώ­θη­κα μπρού­μυ­τα κα­τα­με­σὶς κι ἔ­κλει­σα στὴ χού­φτα τὰ μά­τια μου. Ἤ­θε­λα νὰ μὴ βλέ­πω τί­πο­τα, νὰ μὴν αἰ­σθά­νο­μαι πὼς ζῶ. Καὶ λί­γο-λί­γο σχε­δὸν τὸ κα­τόρ­θω­σα. Κά­τι ἐ­λά­χι­στο, σὰν θαμ­πὸ καν­τη­λά­κι, ἔ­νι­ω­θα νὰ ζῆ μέ­σα μου καὶ γύ­ρω τὸ κορ­μί μου νὰ σμί­γη καὶ νὰ χω­νεύ­η μέ­σα στ’ ἀ­ναί­σθη­τα σα­νί­δια τῆς κου­βέρ­τας.

      Πό­σο ἔ­μει­να ἔ­τσι, δὲν ξέ­ρω. Τί μοῦ ἦρ­θε στὸ νοῦ κι ἂν μοῦ ἦρ­θε τί­πο­τα, δὲ θυ­μοῦ­μαι. Ἄ­ξαφ­να ὅ­μως ἄρ­χι­σα ν’ ἀ­να­τρι­χιά­ζω· σὰν κά­ποι­ος μα­γνή­της νὰ ἐ­ρέ­θι­ζε τὰ νεῦ­ρα μου, ὅ­πως ἡ ὑ­γρα­σί­α ἀ­ναγ­κά­ζει τὰ που­λιὰ στὸ φλυ­ά­ρι­σμα. Κι εὐ­θὺς πορ­φυ­ρὸ κῦ­μα χύ­θη­κε ἀ­πά­νω μου. Πί­στε­ψα πὼς κο­λυμ­ποῦ­σα στὰ αἵ­μα­τα. Καὶ ὅ­πως ὁ κοι­μά­με­νος σὲ σκο­τει­νό δω­μά­τιο αὐ­τό­μα­τα ξυ­πνᾶ στὸ λαμ­πρὸ φῶς τῆς ἡ­μέ­ρας, καὶ γὼ ἄ­νοι­ξα τὰ μά­τια μου. Τ’ ἄ­νοι­ξα ἢ τά ’κλει­σα, δὲ θυ­μοῦ­μαι. Θυ­μοῦ­μαι μό­νο πὼς ἔ­μει­να ἀ­κί­νη­τος. Πρώ­τη μου σκέ­ψη ἦ­ταν πὼς ξύ­πνη­σα στὸ στο­μά­χι κά­ποι­ου ψα­ριοῦ, ποὺ ρού­φη­ξε τὸ κα­ρά­βι μας. Καὶ ὅ­μως δὲν ἦ­ταν στο­μά­χι ψα­ριοῦ. Ἦ­ταν ὁ οὐ­ρα­νὸς ψη­λὰ καὶ κά­τω ἡ θά­λασ­σα. Μὰ ὅ­λα, ψη­λὰ καὶ χα­μη­λά, στρω­μέ­να ἦ­ταν μὲ ροῦ­χο κα­τα­κόκ­κι­νο, κυ­μα­τι­στό, ποὺ ἔ­βα­φε μὲ ἁ­βρὸ φεγ­γο­βό­λη­μα ὣς καὶ τὸ σω­τρό­πι τῆς σκά­φης μας. Κά­που στὰ πέ­ρα­τα τῆς γῆς πυρ­κα­γιὰ τί­να­ζε τὴ λαμ­πά­δα της ψη­λά κι ἔρ­ρι­χνε φο­βε­ροὺς ἀ­πο­κλα­μοὺς πε­ρα­δῶ­θε. Μὰ ποῦ τὸ κά­μα καὶ ποῦ ἡ ἀ­θά­λη της; Καὶ τὰ δυ­ὸ ἔ­λει­παν.

      Κά­τω στὰ βά­θη τοῦ βο­ριᾶ κά­ποι­ο με­νε­ξε­δέ­νιο σύ­γνε­φο ἅ­πλω­σε καὶ τύ­λι­ξε γα­λα­ζό­χρω­μα τ’ ἀ­στέ­ρια, τὰ ἔ­κρυ­ψε κά­τω ἀ­πὸ τὸ πυ­κνὸ μα­γνά­δι του. Καὶ πα­ρα­πά­νω τό­ξο ἁ­πλώ­θη­κε λευ­κο­κί­τρι­νο κι ἔ­χυ­σε με­σού­ρα­να πο­τά­μια σκο­τει­νὰ καὶ πο­τά­μια πρά­σι­να, χρυ­σο­ρό­δι­να καὶ γλαυ­κά, λὲς καὶ ἤ­θε­λε νὰ βά­ψη τὸ στε­ρέ­ω­μα. Καὶ τὸ τό­ξο, κι­νη­τὸ σὰν ἀ­νε­μό­δαρ­το πα­ρα­πέ­τα­σμα, κου­νοῦ­σε τὰ κρόσ­σια ἐμ­πρός, ἅ­πλω­νε τὶς ἀ­ρα­χνο­ΰ­φαν­τες δαν­τέλ­λες του καὶ πρό­βαι­νε, ὅ­πως ἡ πλημ­μύ­ρα προ­βαί­νει καὶ σκε­πά­ζει μὲ ἀ­φροὺς καὶ γλῶσ­σες τὴν ἀμ­μου­διά. Τ’ ἀ­έ­ρι­να πο­τά­μια ἔ­τρε­χαν γορ­γὰ καὶ φού­σκω­ναν καὶ κυ­λοῦ­σαν πάν­τα σκο­τει­νὰ ἢ πρά­σι­να, χρυ­σο­ρό­δι­να ἢ γλαυ­κά, καὶ σκόρ­πι­ζαν ἀν­τι­φεγ­γί­σμα­τα ὁ­λοῦ­θε σὰν ἠ­λε­κτρι­κοῦ προ­βο­λὲς χον­τρὲς καὶ ἀ­δα­πά­νη­τες. Ἡ θά­λασ­σα ἀ­κί­νη­τη ἀν­τα­να­κλοῦ­σε τὰ τό­σα χρώ­μα­τα καὶ φαί­νον­ταν ὅ­λα ξαφ­νι­σμέ­να μέ­σα στὴν τό­ση λάμ­ψη. Μὰ πε­ρισ­σό­τε­ρο ξαφ­νι­σμέ­νος ἤ­μουν ἐ­γώ. Δὲν ἤ­ξε­ρα τί νὰ κά­μω καὶ τί νὰ συλ­λο­γι­στῶ. Ἔ­φτα­σε, εἶ­πα, τοῦ κό­σμου ἡ συν­τέ­λεια. Τέ­τοι­α ὅ­μως συν­τέ­λεια μπο­ροῦ­σε νὰ εὐ­χα­ρι­στή­ση τὸν κα­θέ­να. Ἡ Γῆ βού­λε­ται νὰ πε­θά­νη μέ­σα στὰ ρο­δο­κύ­μα­τα!­.­..

      Ἄ­ξαφ­να ἀ­να­τρό­μα­ξα. Κά­τω βα­θιά, μέ­σ’ ἀ­πὸ τὸ με­νε­ξε­δέ­νιο σύ­γνε­φο, εἶ­δα νὰ προ­βαί­νη ἴ­σκιος πε­λώ­ριος. Ἡ χον­τρὴ κορ­μο­στα­σιά, τὸ πυρ­γο­γύ­ρι­στο κε­φά­λι του φάν­τα­ζαν Ἁ­γι­ο­νό­ρος. Τὰ δυ­ό του μά­τια γύ­ρι­ζαν φω­τει­νοὺς κύ­κλους κι ἔ­βλε­παν πε­ρή­φα­να τὸν Κό­σμο πρὶν τὸν κλω­τσή­σουν στὴν κα­τα­στρο­φή. Νά τος, εἶ­πα, ὁ θε­ό­σταλ­τος ἄγ­γε­λος, ὁ χα­λα­στὴς καὶ σω­τή­ρας! Τὸν ἔ­βλε­πα κι εἶ­χα σύγ­κρυ­ο στὴν ψυ­χή. Ἀ­πὸ στιγ­μὴ σὲ στιγ­μὴ πρό­σμε­να σφυ­ρὶ νὰ πέ­ση τὸ φρι­χτὸ χτύ­πη­μα. Πά­ει τώ­ρα ἡ Γῆ μὲ τοὺς καρ­πούς, πά­ει κι ἡ θά­λασ­σα μὲ τὰ ξύ­λα της! Οὔ­τε τρα­γού­δια πλιό, οὔ­τε τα­ξί­δια, οὔ­τε φι­λιά!

      Ἀλ­λὰ δὲν ἄ­κου­σα τὸ χτύ­πη­μα. Ὁ ἴ­σκιος πρό­βαι­νε στὰ νε­ρὰ μὲ ἅλ­μα­τα πύ­ρι­να. Κι ὅ­σο γρη­γο­ρώ­τε­ρα πρό­βαι­νε, τό­σο μί­κραι­νε ἡ κορ­μο­στα­σιά του. Καὶ ἄ­ξαφ­να ὁ θε­ό­τρο­μος ὄγ­κος χι­λιό­μορ­φη κό­ρη στά­θη­κε ἀν­τί­κρυ μου. Δι­α­μαν­το­στό­λι­στη κο­ρώ­να φο­ροῦ­σε στὸ κε­φά­λι καὶ τὰ πλού­σια μαλ­λιὰ γα­λά­ζια χή­τη ἅ­πλω­ναν στὶς πλά­τες ὣς κά­τω στὰ κύ­μα­τα. Τὸ πλα­τὺ μέ­τω­πο, τ’ ἀ­μυ­γδα­λω­τὰ μά­τια, τὰ χεί­λη της τὰ κο­ραλ­λέ­νια ἔ­χυ­ναν γύ­ρα κά­ποι­α λάμ­ψη ἀ­θα­να­σί­ας καὶ κά­ποι­α πε­ρη­φά­νεια βα­σι­λι­κή. Ἀ­πὸ τὰ κρυ­σταλ­λέ­νια λαι­μο­τρά­χη­λα κα­τέ­βαι­νε κι ἔ­σφιγ­γε τὸ κορ­μί ὁ­λό­χρυ­σος θώ­ρα­κας λε­πι­δω­τός καὶ πρό­βα­λε στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ τὴν ἀ­σπί­δα κι ἔ­παι­ζε στὸ δε­ξὶ τὴ Μα­κε­δο­νι­κὴ σά­ρι­σα.

      Δὲν εἶ­χα συ­νέρ­θει ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­ρί­α καὶ φω­νὴ γλυ­κειά, ἤ­ρε­μη καὶ μα­λα­κὴ ἄ­κου­σα νὰ μοῦ λέ­η:

      —Ναύ­τη – κα­λε­ναύ­τη· ζῆ ὁ βα­σι­λιᾶς Ἀ­λέ­ξαν­τρος;

      Ὁ βα­σι­λιᾶς Ἀ­λέ­ξαν­τρος! Ψι­θύ­ρι­σα μὲ πε­ρισ­σό­τε­ρη ἀ­πο­ρί­α. Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸ νὰ ζῆ ὁ βα­σι­λιᾶς Ἀ­λέ­ξαν­τρος; Δὲν ἤ­ξε­ρα τί ρώ­τη­μα ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νο καὶ τί νὰ τῆς ἀ­πο­κρι­θῶ, ὅ­ταν ἡ φω­νὴ ξα­να­δευ­τέ­ρω­σε:

      —Ναύ­τη – κα­λε­ναύ­τη· ζῆ ὁ βα­σι­λιᾶς Ἀ­λέ­ξαν­τρος;

      —Τώ­ρα, Κυ­ρά μου! ἀ­πάν­τη­σα χω­ρὶς νὰ σκε­φτῶ. Τώ­ρα βα­σι­λιᾶς Ἀ­λέ­ξαν­τρος! Οὔ­τε τὸ χῶ­μα του δὲ βρί­σκε­ται στὴ γῆ.

      Ὠ­ι­μέ! κα­κὸ ποὺ τό ‘πα­θα! Ἡ χι­λι­ό­μορ­φη κό­ρη ἔ­γι­νε με­μιᾶς φο­βε­ρὸ σί­χα­μα. Κύ­κλω­πας βγῆ­κε ἀ­πὸ τὸ κῦ­μα κι ἔ­δει­ξε λε­πι­ον­τυ­μέ­νο τὸ μι­σὸ κορ­μί. Ζων­τα­νὰ φί­δια τὰ με­τα­ξό­μαλ­λα ση­κώ­θη­καν πε­ρα­δῶ­θε, ἔ­βγα­λαν γλῶσ­σες καὶ κεν­τριὰ φαρ­μα­κε­ρὰ κι ἔ­χυ­σαν φο­βε­ρι­στι­κὸ ἀ­νε­μο­φύ­ση­μα. Τὸ θω­ρα­κω­τὸ στῆ­θος καὶ τὸ παρ­θε­νι­κὸ πρό­σω­πο ἄλ­λα­ξαν ἀ­μέ­σως σὰ νὰ ἦ­ταν ἡ Μο­νο­βύ­ζω τοῦ πα­ρα­μυ­θιοῦ. Τώ­ρα κα­λο­γνώ­ρι­σα μὲ ποι­ὸν εἶ­χα νὰ κά­μω! Δὲν ἦ­ταν ὁ Χά­ρος τῆς Γῆς, ὁ χα­λα­στὴς καὶ σω­τή­ρας ἄγ­γε­λος. Ἦ­ταν ἡ Γορ­γό­να, τ’ Ἀ­λέ­ξαν­τρου ἡ ἀ­δερ­φή, ποὺ ἔ­κλε­ψε τ’ ἀ­θά­να­το νε­ρὸ καὶ γύ­ρι­ζε ζων­τα­νὴ καὶ παν­το­δύ­να­μη. Ἡ Δό­ξα ἦ­ταν τοῦ με­γά­λου κο­σμο­κρά­το­ρα, ἀ­γέ­ρα­στη κι αἰ­ώ­νια σὲ στε­ριὰ καὶ θά­λασ­σα. Καὶ μό­νο γιὰ Κεί­νης τὸν ἐρ­χο­μὸ ἔ­χυ­σε ὁ Πό­λος τὸ Σέ­λας του, νὰ στρώ­ση τὸν ἀ­θέ­ρα της μὲ τῆς πορ­φύ­ρας τὸ χρῶ­μα. Δὲ ρω­τοῦ­σε βέ­βαι­α γιὰ τὸ φθαρ­τὸ σῶ­μα, ἀλ­λὰ γιὰ τὴ μνή­μη τοῦ ἀ­φέν­τη της. Καὶ τώ­ρα στὴν ἄ­κρι­τή μου ἀ­πό­κρι­ση μα­νι­α­σμέ­νη ἔρ­ρι­ξε τὸ χέ­ρι, ἕ­να δα­σο­τρι­χω­μέ­νο καὶ βα­ρὺ χέ­ρι στὴν κου­πα­στή, ἔ­παι­ξε ζερ­βό­δε­ξα τὴν οὐ­ρά της κι ἔ­δει­ξε Ὠ­κε­α­νὸ τὸν μα­λα­κὸ Πόν­το.

      —Ὄ­χι, Κυ­ρά, ψέ­μα­τα!­.­.. τρα­νο­φώ­να­ξα μὲ λυ­μέ­να γό­να­τα.

      Ἐ­κεί­νη μὲ κοί­τα­ξε αὐ­στη­ρὰ καὶ μὲ φω­νὴ τρε­μά­με­νη ξα­να­ρώ­τη­σε:

      —Ναύ­τη – κα­λε­ναύ­τη· ζῆ ὁ βα­σι­λιᾶς Ἀ­λέ­ξαν­τρος;

      —Ζῆ καὶ βα­σι­λεύ­ει· ἀ­πάν­τη­σα εὐ­θύς. Ζῆ καὶ βα­σι­λεύ­ει καὶ τὸν κό­σμο κυ­ρι­εύ­ει.

      Ἄ­κου­σε τὰ λό­για μου κα­λά. Σὰ νὰ χύ­θη­κε ἀ­θά­να­το νε­ρὸ ἡ φω­νή μου στὶς φλέ­βες της, ἄλ­λα­ξε ἀ­μέ­σως τὸ τέ­ρας κι ἔ­λαμ­ψε παρ­θέ­να πά­λι χι­λι­ό­μορ­φη. Σή­κω­σε τὸ κρι­νά­το χέ­ρι της ἀ­πὸ τὴν κου­πα­στή, χα­μο­γέ­λα­σε ρο­δό­φυλ­λα σκορ­πών­τας ἀ­πὸ τὰ χεί­λη της. Καὶ ἄ­ξαφ­να στὸν ὁ­λο­πόρ­φυ­ρον ἀ­έ­ρα χύ­θη­κε τρα­γού­δι πο­λε­μι­κό, λὲς καὶ γύ­ρι­ζε τώ­ρα ὁ Μα­κε­δο­νι­κὸς στρα­τὸς ἀ­πὸ τὶς χῶ­ρες τοῦ Γάγ­γη καὶ τοῦ Εὐ­φρά­τη.

      Σή­κω­σα τὰ μά­τια ψη­λὰ καὶ εἶ­δα τ’ ἀ­έ­ρι­να πο­τά­μια, τὰ σκο­τει­νὰ καὶ τὰ πρά­σι­να, τὰ χρυ­σο­ρό­δι­να καὶ τὰ γλαυ­κά, νὰ σμί­γουν στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ νὰ κά­νουν Στέμ­μα γι­γάν­τιο. Ἦ­ταν κά­μω­μα τοῦ και­ροῦ ἢ μὴν ἦ­ταν ἀ­πό­κρι­ση στὸ ρώ­τη­μα τῆς ἀ­θά­να­της; Ποι­ὸς ξέ­ρει. Μὰ σι­γὰ-σι­γὰ οἱ ἀ­χτῖ­νες ἄρ­χι­σαν νὰ θαμ­πώ­νουν καὶ νὰ σβή­νουν μιὰ μὲ τὴν ἄλ­λη, λὲς κι ἔ­παιρ­νε τὰ κάλ­λη μα­ζί της ἡ Γορ­γό­να στὴν ἄ­βυσ­σο.

      Τώ­ρα οὔ­τε Στέμ­μα οὔ­τε Τό­ξο φαι­νό­ταν που­θε­νά. Κά­που-κά­που σκόρ­πια σύ­γνε­φα ἔ­με­ναν στα­χτιὰ καὶ κά­τω­χρα· καὶ μέ­σα στὴν ψυ­χή μου θαμ­πὴ καὶ ξέ­θω­ρη ἡ πορ­φύ­ρα τῆς πα­τρί­δας μου.

      Μὲ τὸ μπρί­κι τοῦ κα­πε­τὰν Φα­ρά­ση ἀρ­μέ­νι­ζα μι­σο­κά­να­λα ἐ­κεί­νη τὴ νύ­χτα.

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Λό­για τῆς Πλώ­ρης,Ἀθήνα, 1899.

Ὁ Ἀνδρέας Καρκαβίτσας εἶναι ἀπὸ τοὺς κύριους πεζογράφους τῆς ἑλληνικῆς λογοτεχνίας, ποὺ θεμελίωσε τὸ διήγημα μαζὶ μὲ τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Κονδυλάκη καὶ ἐκπροσώπησε τὴν περίοδο τῆς ἠθογραφίας μὲ πλῆθος ἔργα.

Γεννήθηκε στὰ Λεχαινὰ τῆς Ἠλείας τὸ 1866. Σπούδασε γιατρὸς καὶ ὑπηρέτησε ὡς στρατιωτικὸς γιατρός, ἀλλὰ καὶ σὲ ἐμπορικὰ καράβια. Κατὰ διάφορα ἐπίσης διαστήματα ὑπηρέτησε ἐκτάκτως στὴ δημοσιογραφία, ἀναλαμβάνοντας διάφορες ἀποστολὲς καὶ περιοδεῖες.

Οἱ ἀπασχολήσεις αὐτὲς τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ γνωρίσει καλὰ τὸ ἑλληνικὸ ὕπαιθρο, τὴ ζωὴ τῶν χωρικῶν, τὰ ἐπαρχιακὰ ἤθη καὶ τὸν κόσμο τῆς θάλασσας. Γνώρισε δηλαδὴ τὴ ζωντανὴ Ἑλλάδα τῆς ἐποχῆς, κι αὐτὴν μᾶς ἀπεικονίζει πιστὰ καὶ μὲ ἐνάργεια στὶς σελίδες του.

Ὁ Καρκαβίτσας μᾶς δίνει στὰ βιβλία του μιὰ Ἑλλάδα ταπεινὴ καὶ βασανισμένη, μὲ τοὺς καημοὺς καὶ τὴ φτώχεια της, τὶς χαρὲς καὶ τὶς πίκρες της. Γίνεται ὁ ἀπαράμιλλος ζωγράφος της. Καὶ κερδίζοντας ὁλοένα σὲ πεῖρα καὶ τεχνική, κυκλώνει τὰ θέματά του ἀπὸ παντοῦ, κεντάει τὴ λεπτομέρεια, τραγουδάει μὲ τὸ διάλογο, ξεδιπλώνει τὴν περιγραφή, εἰσδύει στὰ μύχια τῶν ἀνθρώπων καὶ συλλαμβάνει τὰ μυστικὰ παλέματα τῆς ψυχῆς τους. Γλαφυρός, παραστατικός, νευρώδης καὶ φωτεινός, δίνει τὸν καλύτερο ἑαυτό του στὰ ἔργα του: Λόγια τῆς πλώρης, καὶ Ὁ Ζητιάνος – ἕνα δροσερὸ πλοῦτο φωτοσκιάσεων στὸ πρῶτο, ποὺ ἀποθεώνει τὴ ναυτική μας ζωή, ἕναν ἄτεγκτο ρεαλισμὸ στὸ δεύτερο, πού, γιὰ μερικούς, συμβολίζει τὴν ἴδια τὴν Ἑλλάδα.

Γράφοντας ἀρχικὰ στὴν καθαρεύουσα, δὲν ἄργησε νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ δημοτικὴ ἔπρεπε νὰ ἐπικρατήσει (ὅπως στὴν ποίηση) καὶ στὸν πεζὸ λόγο. Κατάκτησε ἔτσι μιὰ ἐπίζηλη θέση στὴ μόλις διαμορφούμενη πεζογραφία μας, καὶ πέτυχε μιὰ θελτικὴ ἀπεικόνιση τῶν ἠθῶν τῆς Ἑλληνικῆς ζωῆς, μέσα σε ἠθογραφικὰ πλαίσια.

Ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχολογικὴ ἀποτύπωση τῶν ἡρῴων του ἀποδείχτηκε ἐπίσης δεξιοτέχνης. Ἐξέδωσε τὶς συλλογές: ΔιηγήματαΠαλιὲς ἀγάπεςΛόγια τῆς ΠλώρηςὉ ΖητιάνοςἩ ΛυγερήὉ Ἀρχαιολόγος, ποὺ γνώρισαν πολλὲς ἐπανεκδόσεις. Τὰ Ἅπαντα τοῦ Καρκαβίτσα ἐκδόθηκαν τὸ 1966.

Οἱ κακουχίες τῶν πολέμων καὶ οἱ διάφορες κατὰ καιροὺς ἀρρώστιες, εἶχαν σκάψει σιγὰ-σιγὰ τὴν ὑγεία του. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1917 νοσηλεύτηκε γιὰ λίγο καιρὸ στὸ σανατόριο τῆς Πεντέλης. Ἀπ᾿ τὸ 1918 εἶχε ἀποσυρθεῖ σὲ κακὴ κατάσταση ἀπὸ τὴ φυματίωση, στὸ Μαρούσι, ὅπου καὶ πέθανε στὶς 24 Ὀκτωβρίου τοῦ 1922.