Η ΘΥΣΙΑ
Category : Uncategorized
ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΡΟΔΟΚΑΝΑΚΗ
Η «Θυσία» (1916), το εκτενέστερο και χρονολογικά τελευταίο λογοτεχνικό έργο του συγγραφέα, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά εκτενώς από τον νεοελληνιστή καθηγητή στο Πανεπιστήμο Ιωαννίνων Σωκράτη Νιάρο, το 2008. Στην ανακοίνωση «Τα νέα ερευνητικά δεδομένα για τον Πλάτωνα Ροδοκανάκη», στον τόμο: Νέοι ερευνητές φιλόλογοι-ιστορικοί της τέχνης, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας/Σχολή Μωραΐτη, Αθήνα [Πρακτικά Συνεδρίου 27/11/2008], σ. 75-88. Πρόκειται να δημοσιευθεί πλήρως από τον ερευνητή που το ανακάλυψε. Η παρούσα δημοσίευση σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί επιστημονική δημοσίευση, αλλά απλή αντιγραφή της αρχής του μυθιστορήματος για ιδία χρήση του αντιγράφοντος.
Αντιγραφή – Διορθώσεις : Ηλίας Κολοκούρης
υπ. Διδ. Νεοελληνικής Φιλολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών.
Διατηρήθηκαν οι ορθογραφικές ιδιομορφίες της πρώτης δημοσίευσης.
Μέγα ἀθηναϊκὸν μυθιστόρημα μὲ τὴν ζωὴν τῆς ἀνωτέρας τάξεως.
Το μυθιστόρημα του κ. ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΡΟΔΟΚΑΝΑΚΗ ποῦ ἀνεβάζει τὴν γυναῖκα εἰς τὴν ὑψηλοτέραν σφαῖραν τοῦ ἀλτρουϊσμοῦ, ὅταν σφίξῃ εἰς τὴν ἀγκάλην της τὸν καρπὸν τοῦ ἔρωτός της.
Ὁλόκληρος ἠ ἀνωτέρα Ἀθηναϊκὴ ζωὴ, μἐ ἀπόψεις παρμένας κινηματογραφικῶς καὶ μὲ μοναδικὴν παραστατικότητα, θὰ παρελάσῃ ὰπὸ τῶν γραμμῶν τῆς ΘΥΣΙΑΣ
ἡ ὁποία θὰ ἀποτελέσῃ μοναδικὸν ἐντρύφημα ὅσων ἡγάπησαν τὰς Ἀθήνας, τὴν πόλιν ὅπου ἠράσθη καὶ ὑπέφερεν, ἤνθισε καὶ ἐφυλλορρόησε σὰν κόκκινος κρῖνος
Η ΔΩΡΑ ΑΝΕΜΑ
ἡ ἡρωΐς τοῦ ὅλου δράματος.
Η ΘΥΣΙΑ γραμμένη μὲ τὴν εὐγένειαν τοῦ ὕφους τοῦ κ. ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΡΟΔΟΚΑΝΑΚΗ θὰ μείνῃ ὑπόδειγμα φραστικῆς ἀβρότητος, ὡς νὰ θίγη τα πρόσωπα καὶ τὰ πράγματα, ποῦ θὰ μᾶς παρουσιάζῃ, μὲ τὸ μετάξινον χάϊδι παλαιὰς ταντέλλας.
ΕΤΟΣ ΤΡΙΤΟΝ, Ἀριθμὸς 900
Παρασκευή, 22 Ἀπριλίου 1916
Η ΘΥΣΙΑ
Α´.
Τρέχουν πηδηκτὰ, φεύγουν μὲ τὸ ἀγκομαχητὸ τῆς λαχτάρας, παρασύρονται ἀπὸ τὸν ἴλιγγον τῆς ἰδίας των μέθης, τὰ δύο κλειστὰ αὐτοκίνητα, στὸν ἀπέραντον δρόμον. Ἕνα σύννεφο σκόνης, ἀνεβάζει τοῦφες θαμπὲς, κἄτι σὰν ἀχνὸν κανέλλας, καὶ περιχύνει μὲ αὐτὸν τὶς πιπεριὲς, ποῦ φαντάζουν εἰς τὰ δύο πλάγια τῆς λεωφόρου Συγγροῦ, μὲ πρασινοφορεμένες νυφάδες, ἡ ὁποῖες, κρατιοῦνται χέρι μὲ χέρι σὲ μιὰ γραμμὴ ἀτέλειωτη, καὶ σκύβουν πρὸς τὰ ὀπίσω καὶ τινάζονται μὲ ἀναφιλητὰ, γιὰ νὰ μὴ παρασυρθοῦν θαρρεῖς ἀπὸ τὴν τρλλὴ τρεχάλα τῶν δύο θηριῶν, ποῦ φυσομανοῦν, μουγκρίζουν, ἀφίνουν ἀφροὺς καπνοῦ εἰς τὸ διάβα των καὶ ὁρομοῦν πηδηκτὰ καὶ γλυστροῦν μὲ τὸ φειδίσιο ἅπλωμα τῶν χελιῶν πρὸς τὴν γαλανὴν οὔγια τὴς θαλάσσης.
Ἡ ὥρα εἶνε τετάρτη ἀπογευματινή. Ὁ μαγιάτικος ἥλιος, ἕνας ἔφηβος ζυμωμένος μὲ τὴν λάβαν τοῦ ἔρωτος, εὑρίσκεται σκυμμένος ἐπάνω ἀπὸ τὴν Ἀττικὴν, τῆς περισφίγγει μὲ τὸ νευρῶδες μπράτσο του τὸ δακτυλίδι τῆς μέσης καὶ τὴν τραβᾷ πρὸς ὅλας τὰς κοιλότητας τῆς θερμῆς του ὑπάρξεως, στῆς ἀγκαλιᾶς καὶ τῶν λαγόνων τοὺς κόλπους, σφιξίματα ποῦ μυρώνουν τὰ θυμάρια κὰι κάμνουν τὴν ῥετσίνα νὰ τρέχῃ ποταμὸς, ἀπὸ τὰ εὐωδιαστὰ σπλάγχνα τῶν πεύκων.
Εἰς τὸ πρῶτον αὐτοκίνητον, ποῦ ἔχει κατεβασμένα τα μπερντεδάκια, τέσσερα κορίτσια, μόλις κατορθώνουν νὰ συγκρατοῦν τὰ γέλια των, καὶ προσπαθοῦν νὰ σταθοῦν, νὰ στηριχθοῦν, νὰ μὴ πέσουν, ἡ μιὰ πετῶντας το φουστάνι της, ἡ ἄλλη κρατῶντας τὰ δύο της χέρια στηριγμένα στὸ σκαρπίνι, ποῦ θέλει νὰ τὸ ξεκουμπώσῃ, ἡ τρίτη ἀναδύοντας ἀπὸ τὴς πτυχές τῶν φορεμάτων της, τὰ ὁποῖα τῆς στεφανώνουν τὰ σφυρὰ μὲ ἀφροὺς ταντελλῶν, καὶ ἡ τελευταία, αὐτὴ ὁλόγυμνη, κάμοντας τώρα μὲ μίαν ἀνάτασιν τῶν βραχιόνων, σὰν δέησι, νὰ περιμαζεύσῃ τὰ πηκτὰ μαλλιὰ της, βοστρύχους ποῦ δείχνουν τὸ σπάνιο χρῶμα τῆς πλαιᾶς σκουριᾶς ἢ τοῦ ξηροῦ αἵματος εἰς αἰχμὴν στιλέτου.
Ἔχουν ἀναμμένο τὸ ἠλεκτρικὸ καὶ κἄποτε σηκώνουνε τὰ μπερντεδάκια μὲ προσοχὴ, γιὰ νὰ βεβαιωθοῦν ποῦ βρίσκονται, κυττάζοντας καὶ ἀπὸ τὸ αὐγουλωτὸ κρύσταλο τοῦ πίσω μέρους, γιὰ νὰ κατασκοπεύσουνε, τὸ ἄλλο ἀυτοκίνητο ποῦ ἀκολουθεῖ ἀπὸ μακρυά.
Ἡ ὁλόγυμνη κόρη, εἶπε:
-Κορίτσια, ἐπιφυλάσσω μιὰν ἔκπληξι στοὺς φίλους ποῦ μᾶς συνοδεύουν. Ἔδωκα τοῦ σωφὲρ, ὁλόκληρο σερβίτσιο τσαγιοῦ καὶ ἕνα σωρὸ λιχουδιές. Ἔχουμε καὶ ζαχαρωμένα φυστίκια ἀκόμη. Θὰ εἶνε τρέλλα αὐτὴ ἡ τεϊοποσία ἐπάνω στὰ βότσαλα.
Σε λίγο ἐπρόσθεσε:
-Ἐπῆρα καὶ τραπεζομάντυλο.
Ἡ άλλες ἐγελοῦσαν, καὶ ἡ κάθε μιά, κἄτι εἶχε νὰ φλυαρήσῃ μισοπνιγμένο ἀπὸ τὸν θόρυβον τῆς μηχανῆς, συνθηματικὰ μονοσύλλαβα, ποῦ κάνουν πολλὲς φορὲς τὸν ἄνθρωπο νὰ μοιάζῃ μὲ σπουργίτι, ὅταν ἀπὸ τὰ κεραμύδια τῶν σπιτιῶν, ὅπου φωληάζει, πέφτουν τὰ ὀρθρινὰ του κελαϊδήματα, σὰν μεγάλες σταλαγματιὲς, βαρειὲς ἀπὸ τὸν ἡδονισμὸ τῆς χαρᾶς, ποῦ γουργουλίζει στὸ πουπουλένιο λαρυγγάκι του.
*
* *
Τὴν ἵδια στιγμή, τὸ αὐτοκίνητον ἔβγαινεν ἀπὸ τὴν λεωφόρον εἰς τὴν ἀκτὴν τοῦ Ἐνυδρείου, καὶ διαγράφοντας βίαιον τόξον ἐπροξένησε δυνατὸν κλονισμὸν εἰς τὰς δεσποινίδας. Ὅλες ἐτινάχθησαν εἰς τὴν ἀντίθετον πλευρὰν, σπαρταρισμένες ἀπὸ τὰ γέλια, δύο ἐκυλίσθησαν κατάχαμα εἰς τὸ δέρμα τοῦ πάνθηρος, ἡ τρίτη ἐκουλουριάστηκε εἰς τὴν γωνιὰ τοῦ καναπὲ καὶ μόνη ἡ Δώρα, ἡ κόρη ἡ γυμνὴ, μὲ τὰ μαλλιὰ ποῦ ἔχουν χρῶμα παλαιᾶς σκουρᾶς, ἀνεβασμένα ὅπως ἐκρατοῦσε τὰ χέρια γιὰ νὰ φορέσῃ μιὰ κόκκινη σκούφια τοῦ λουτροῦ, ἄπλωσε τὰ μπρᾶτσα, ἀρπάχτηκεν ἀπὸ τὰ κρεμάμενα στηρίγματα τῶν δύο εἰσόδων, καὶ μέσα εἰς τὸ φωτισμένον ἀυτὸ ἄδυτον, ὑψώθη ἴδιο σάρκινον ἄνθος, ἴδιο ἄγαλμα Ἴσιδος σκαλισμένον εἰς τὸν ὄνυχα, ἡ θεὰ ποὺ εἶχε ξαπλωμένα εἰς τὰ ´ποδια της ἡμίγυμνα σώματα κοριτσιῶν, φερμένων ἐκεῖ διὰ κἄποιαν θυσίαν ἰλαστήριον.
Ἡ Δώρα Ἀνεμᾶ, ἤτανε ἕνα ὄνομα πολὺ γνωστὸν εἰς τὴν ἀθηναϊκὴν ἀριστοκρατίαν. Τὰ γράμματα ποῦ ἔστελλε, εἶχαν εἰς τὴν ἐπάνω γωνιὰ. ἔναν ὁλόχρυσο θυρεὸ μὲ γαλάζιο δελφίνι στὴ μέση καὶ ἀπὸ πάνω στέμμα, κλειστό μὲ δέρμα ἱκτίδος, ποῦ ἐμαρτυροῦσεν ὅτι οἱ πρόγονοί της θὰ εἶχαν πάρῃ ἀπὸ κἄποιον Σουλτὰν Ἀζὶζ ἢ Σουλτὰν Σελήμ, τὴν ἡγεμονίαν τῆς Μολδαβίας δι᾽ἀνταμοιβὴν τῆς φαναριώτικῆς των πονηρίας. Μοναχοκόρη, μὲ δύο ὁλόκληρα τετράγωνα οἰκοδομῶν εἰς ἕνα κεντρικὸν μέρος τῆς πόλεως, μὲ ἐπαύλεις στὴν Κηφισσιὰ καὶ στὸ Φάληρο, καὶ τὸν μπαμπᾶ της, τὸν κυριώτερο μέτοχον εἰς ὅλας τὰς ἐπιχειρήσεις τῆς δευτέρας βασιλείας, ἡ Δώρα, ἐγνώριζεν ἕνα μυστικόν. Ἐγνώριζεν ὅτι ἠ μοῖρα δὲν τῆς ἀφήρεσεν ἀκόμη ἀπὸ τὸ μέτωπον τὸ στέμμα, ποῦ ἔκανεν ἄλλοτε στὸ Βουκουρέστι τοὺς βοεβόδας νὰ κλίνουν ταπεινὰ τὰ κεφάλια ἑμπρὸς εἰς τὸ διάβα τῶν γιαγιάδων της, Ῥαλλούδων καὶ Μαριεττῶν, μὲ τὰ μακρόσυρτα μενεξελιὰ φορέματα καὶ τὰ φαρδυὰ μανίκια τὰ κατάκοπα, Δόμναις, ποῦ εφορούσανε φεσάκι βελουδένιο κόκκινο ἀπὸ τιρτίρι ἀσημένιο ὁλοκέντητο καὶ πασουμάκια ἕχοντα τοὺς πάτους ἀπὸ στόφα χρυσοὕφαντη.
Εἰκοσιπέντε χρονῶν ἡ Δώρα, εἶνε ὅμως Πρόεδρος ἑνὸς Συλλόγου ἀπὸ ἀριστοκράτισσες, καλλιτέχνας καὶ νέους οἰκογενειῶν, ποὺ ἔβαλαν σκοπόν των νὰ καθοδηγήσουν τὴν ἑλληνικὴν καλαισθησίαν εἰς τὴν θαυμασίαν ἐποχὴν τῆς μεσαιωνικῆς αὐτοκρατορίας, καὶ πρὸ πάντων ὅσον ἀφορᾷ τὸν ῥυθμὸν τῶν ἐπίπλων, προσπαθῶντας νὰ ζωογονήσουν ἕνα εἶδος ξυλογλυπτικῆς, ὑφαντουργίας καῖ κατασκευῆς τῶν ἐπίπλων ἐντελῶς ἐμπνευσμένον ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴν Ἀνατολὴν, καὶ ξένον μὲ τὰ φράγκικα ὑποδείγματα, ποῦ γεμίζουν τὰ σπιτικὰ ὅλων τῶν κοινωνικῶν διαβαθμίσεων μὲ ἀκατανόητα σχήματα.
Μέλη τοῦ Συλλόγου αὐτοῦ ἤτανε καὶ ἡ ἄλλες τρεῖς δεσποινίδες, ἡ Γιάννα μὲ τὰ γαλανὰ τὰ μάτια, σἂν δύο ὑπετροφικὲς μυοσωτίδες, ἡ Λουλοῦ μὲ τὸ ἐξαϋλωμένο πρόσωπο καὶ τὴν γρυπὴ τὴ μύτη καὶ ἡ Ῥένα, σωστὴ φυσιογνωμία μαρκησιας ἀπὸ χρωματιστὴ πορσελάνη, ποῦ ἔδειχνε ὡραῖα μαῦρα μάτια, τὰ ὁποῖα ἀνοιγολοῦσαν βλέφαρα στολισμένα μὲ τσίνουρα μακρυὰ καὶ στριφτὰ, καὶ ποῦ ὅλο ἔπαιζαν σὰν φτερὰ πεταλουδῶν, ζυγιζομένων ἐπάνω σὲ κάλυκα. Τὴν Γιάννα τὴν ὠνόμαζαν Ἀρειμανία, γιατὶ ὅ,τι κι᾽ ἂν ἔλεγεν αὐτὴ, τὸ ἐχαρακτήριζε μὲ αὐτὸ τὸ ἐπίθετον.
– Ἔκαμα ἕναν ἀρειμάνιο περίπατο. Τὸ ἐπιθυμῶ ἀρειμανίως. Τί γίνεται ὁ ἀρειμάνιος φίλος σας ; Ἀγαποῦσε νὰ καπνίζει, ἐδιάβαζε Χρηστομᾶνο, ἔκαμνε συλλογὴν παλαιῶν κομβολογίων ἀπὸ ἥλεκτρον καὶ ἡ χαρά της ἤτανε νὰ δέχεται τακτικὰ μερικοὺς ἀκολούθους τοῦ ὑπουργείου τῶν Ἐξωτερικῶν, δυὸ, τρεῖς ἀνθρώπους τῶν γραμμάτων, καμπόσες δεσποινίδες τοῦ Συλλόγου, καὶ μέσα εἰς τὸ ἐκπληκτικόν αὐτὸ περιβάλλον νὰ ὁμιλῇ, ὅσον ἔφθανε νὰ πάρῃ μία ρουφηξιὰ καπνοῦ καὶ νὰ τὸν κατεβάσῃ εἰς τὸ στῆθός της, μὲ τὰ μάτια ὑγρὰ ἀπὸ τὴν δοκιμασίαν, λίγο γιὰ πολιτικὴ, λίγο γιὰ καλλιτεχνία, μισὴ λέξι γιὰ ἐπιστῆμες καὶ τὸ ὑπόλοιπον γιὰ γράμματα.
Ἡ Λουλοῦ ἀγαποῦσε τὰς ἐκδρομὰς, τὸ τέννυς, τὰ γερὰ ὑποδήματα ἀπὸ χονδρὸ δέρμα καὶ τὰ ἀγγλικὰ σαπούνια, καὶ ἡ Ῥένα, ἄνοιγε τὸ ζαχαρωμένο σὰν κουφέτο μικρὸ στοματάκι της γιὰ νὰ ὁμιλήσῃ ὅλο γιὰ πλοὺς καὶ για φτερὰ, ποῦ τὴν χάνεις ποῦ τὴν βρίσκεις, διαρκῶς στῆς μοδίστας, ἐξοδεύοντας ὁλόκληρο τὸ πρωὶ γιὰ τὴν τουαλέττα τῶν χεριῶν της, ποῦ ὁ Ἰακωβίδης, καθὼς λέγουν, ἐζήτησε νὰ τοὺς ἀποσπάσῃ εἰς ἕνα πίνακά του εὐρισκόμενον εἰς τὴν Πινακοθήκην, τὸ ἀνάγλυφο μυστικό των.
Ἡ Γιάννα ἐδημηγοροῦσε, φέρνοντας τὰς πυγμὰς τῶν χεριῶν της μαζωμμένας εἰς τὸ στόμα, ἔτσι σὰν νὰ ἤθελε νὰ τὰς δαγκώσῃ ἀπὸ ἕνα ἐσώτερον ἐνθουσιασμόν.
-Δός μου περιπέτειες καὶ πάρε μου τὴ ζωή. Ὁ κίνδυνος, μήπως μᾶς δοῦν, μᾶς καταγγέιλουν, μᾶς διασύρουν, αὐτὸ μὲ κάνει νὰ μεθῶ ἴσα μὲ τὴς ἄκρες τῶν μαλλιῶν μου. Φαντασθῆτε, κορίτσια, νὰ μᾶς ἔπιαναν. Ἡ ἐφημερίδες αὔριο θὰ ἐχαλοῦσαν κόσμο. Τρελλαίνομαι γιὰ τὴς ἀδρὲς συγκινήσεις. Μὲ τραβᾷ τὸ σκάνδαλον, ὅπως μερικοὺς ἀνθρώπους ποῦ πάσχουν ἀπὸ ἴλιγγον τοὺς παρασύρει ὁ γκρεμνός… Ἡ μητέρα, ὅταν ἀκούῃ αὐτὲς τὴς ἐξαντρισιτὲ, λέγει ὅτι εἶμαι γιὰ δέσιμο καὶ κάθε Κυριακὴ, στέλνει τοῦ παπᾶ τῆς ἐνορίας μὲ τὴν ὑπηρέτρια μιὰ δραχμή, γιὰ νὰ μὲ μνημονεύῃ “ὑπὲρ ὑγείας”…
Τώρα ἐντύθηκαν καὶ ἡ τέσσερες τὰ φορέματα τοῦ λουτροῦ καὶ χωρὶς νὰ ἀφίνουν τὸ κουβεντολόγημα, μολονότι περισσότερον μαντεύοντας ἢ ἀκούοντας τὰ λεγόμενά των, προσπαθοῦν μὲ βίαν νὰ τακτοποιήσουν τὰ φορέματά των καὶ ἡ Λουλοῦ, ποῦ ἔδωκε μία κλωτσιὰ καὶ τὰ ἐσώριασεν ὅλα κάτω ἀπὸ τὸν καναπὲ, ἅρπαξεν ἀπὸ τὸ ἀνθοδοχεῖον τὸ εὐρισκόμενον πλάϊ ἀπὸ τὸ παράθυρον τοῦ αὐτοκινήτου, ἕνα μάτσο βυσσινόχρωμα γαρύφαλλα καὶ ἄρχισε μὲ αὐτὰ ἕναν ἀνθοπόλεμο τρελλὸ, ὁ ὁποῖος ἐγενικεύθη μέσα εἰς αὐτὴν τὴν ὁλόφωτη μπομπονιέρα, ὅπως ἔμοιαζε τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ αὐτοκινήτου, τὸ ταπετσαρισμένο μὲ ἀσημόχρωμη στόφα. Ἅρπαζαν ἡ ἄλλες ὅσα γαρύφαλλα ἔπεφταν ἐπάνω των καὶ μὲ αὐτὰ, μέσα σε γέλια καὶ χαϊδευτικὰ σπρωξίματα, τὰ ὁποῖα εδυνάμωνε περισσότερον ἡ μηχανὴ ποῦ εἶχεν ἀφεθῆ εἰς κἄποιον κατήφορον, ἔπληττεν ἡ μία τὴν ἄλλην μὲ τὰ ὁλοπόρφυρα ἄνθη καὶ τὰ πέταλά των, τά ὁποῖα ἐμαδοῦσαν, ἄφιναν τρίγωνες σταγματιὲς αἱμάτινες, εἰς τὰ πελεκκητὰ κορμιά των, ποῦ ἐτἐντωναν τὰ νειάτα των μέσα εἰς τὸ λεπτὸν ὕφασμα τοῦ φορέματος.
Τὸ δέυτερον αὐτοκίνητον, ποῦ ακολουθοῦσεν εἰς ἀρκετὴν ἀπόστασιν, δὲν εἶχε κατεβασμένα τὰ μπερντεδάκια. Ἀλλὰ καὶ περιπατηταὶ ἂν ὑπῆρχαν κατά τὴν θερμὴν ἐκείνην ὥραν εἰς τὴν ἀκτὴν τοῦ Παλαιοῦ Φαλήρου, τόσον ἔτρεχεν ἡ μηχανὴ, ὥστε δὲν θὰ ἠμποροῦσαν νὰ ἀντιληφθοῦν τὴν περιβολὴν τῶν νέων, οἱ ὁποῖοι, γρηγορώτεροι εἰς τὴν τουαλέτταν ἀπὸ τὰ κορίτσια, εἶχαν ὰπὸ τὰ μισὰ τοῦ δρόμου φορέσει τὰ κοστούμια τοῦ λουτροῦ καὶ ἔπαιζαν σβερικὲς καὶ γαργαλητά. Πολλές μάλιστα φορές ἐτέντωναν ἀπὸ τὴν θυρίδα μίαν κνήμην χυτὴν εἰς τὸν χαλκὸν, μὲ τὸ ἀπὸ ψάθαν πλεκτὴν γοβάκι εἰς τὸ ἄκρον ἢ παρέδιδαν εἰς τὸ ῥεῦμα τοῦ ἀνἐμου ἕνα σακκάκι ἀπὸ φανέλλαν λευκὴν, ποῦ ἐφούσκωνε καὶ ἐπλατάγιζε διαβολικὰ εἰς τὸ πλευρὸν τοῦ αὐτοκινήτου. Ὅλοι ἐτραγουδοῦσαν τὸ γνωστὸ βιεννέζικο βαλσάκι:
Κοντὰ σὲ μένα ἔλα ἐσὺ
Κοντὰ στὸ φλάουτο εἶν᾽τὸ βιολὶ
Φιλιὰ γλυκὰ να δοκιμάσῃς
Καὶ το βιολῖ μου να θαυμάσῃς
καὶ τὰ μάτια των ἐλαμποκοποῦσαν ἀπὸ ὑπερέντασιν φλόγας ζωικῆς καὶ τὰ πρόσωπά των ἦσαν κατακόκκινα ἀπὸ τὸν βρασμὸν τῆς κυκλοφορίας, ὁ ὁποῖος παρουσιάζετο ὡς φυσικὴ συνέπεια τῆς ὁρμῆς τοῦ αὐτοκινήτου, ποῦ διαρκῶς ἐτίναζε καὶ παρέσυρεν εἰς τὴν παραφρουσύνην τοῦ δρόμου του ὁλόκληρου τὸ νευρικὸν σύστημα τῶν σφριγηλῶν αὐτῶν ὀργανισμῶν.
(Ἀκολουθεῖ)
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΘΝΟΣ,
ΝΕΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ ΕΦΗΜΕΡΙΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: ΣΠ. Κ. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΤΟΣ ΤΡΙΤΟΝ, Ἀριθμὸς 902
Κυριακή, 24 Ἀπριλίου 1916
Μέρος 2
Πίκολο, πίκολο, τσιμ τσιμ τσιμ
Πέτ΄ ἀγάπη μου χρυσή
Στη θερμὴ μου αγκαλιά….
Ήσαν καὶ οἱ πέντε, μέλη τοῦ «Συλλόγου των Βυζαντινῶν Ἐπίπλων», ἕνας ἀξιωματικὸς τοῦ ναυτικοῦ, ἄλλος τμηματάρχης Τραπέζης, καὶ οἱ λοιποί, ἀναποφάσιστοι ἀκόμη, γιατὶ δὲν τους ἔμενε καιρὸς νὰ ἐκδηλώσουν μίαν ορισμένην κλίσιν. Εξυπνούσαν το πρωὶ πολὺ ἀργὰ καὶ μόλις επρόφθαιναν νὰ πάρουν το χλιαρὸ λουτρὸ των, προτοῦ κάμουν την συνηθισμένην βόλτα εἰς τα Ζαχαροπλαστεῖα των Παλαιῶν Ἀνακτόρων, ὅπου τους ἀνέμενε ἡ φιλικὴ συντροφιὰ γύρω ἀπὸ τον δίσκον της μαστίχας. Το βράδυ πάλιν, ἤρχοντο ἕνα σωρὸ κοινωνικαὶ ὑποχρεώσεις ποὺ μόλις τους ἐπέτρεπαν νυσταγμένοι ν΄ακουμπήσουν το κλειδὶ εἰς την ἐξώθυραν του πατρικοῦ μεγάρου, ὅταν ἀπὸ τὰς μακρυνάς συνοικίας των Ἀθηνῶν, την ἀρχοντικὴν καὶ λησμονημένην Πλάκαν, ὅπου διατηροῦν το πατροπαράδοτο κοτέτσι, ανέβαινεν ὁ πρῶτος ἀποχαιρετισμὸς των κοκκόρων πρὸς τα δύοντα ἄστρα, ποὺ όμοιά μὲ ἄνθησιν ἀργυρῶν λωτῶν, εσφαλούσεν ένα-ένα τον λαμπρὸν κάλυκα του καὶ εβουλούσεν εἰς τα μαῦρα νερὰ της δημιουργίας.
-Τα κορίτσια ἔχουν ξετρελλαθή, γιατὶ θὰ παραβοῦμε την ἀστυνομικὴ διάταξι.
-Ό,τι εἰς το Λίντο καὶ την Οστάνδη είνε συνηθισμένη διασκέδασις, ἐδῶ το κρίνουν γιὰ μεγάλο έγκλημα.
-Μα δὲν ξέρω, τὶ διαφορὰ ὑπάρχει εἰς ἕνα βὰλς μὲ μία κυρία ντεκολτὲ ἴσα μὲ τα γόνατα, ἀπὸ ἕνα ἀθῶο κολύμπημα μπροστὰ στὰ μάτια ὅλου του κόσμου.
-Έπειτα, ἔχουμε καὶ το προηγούμενον των ἀρχαίων, ποὺ πάντα μας τους φέρνουν γιὰ παράδειγμα. Οἱ τρίτωνες καὶ ἡ νεράιδες, τὶ ἄλλο ἦσαν, ἀπὸ νταντήδες καὶ ντεμουαζέλες της ἐποχῆς του Θησέως, ποὺ ἔπαιρναν μακροβούτι εἰς τα φαληρικά νερά;
-Δεν σας φαίνεται, ὅτι εἰς τον τόπον μας ἐπικρατοῦν τα κακοφτιαγμένα σώματα, ποὺ ἔχουν καὶ ἀνάλογες ιδέες;
-Τον κίνδυνον αὐτὸν τον ἀπέφευγαν οἱ Σπαρτιᾶται, οἱ ὁποῖοι κάθε ασχημάνθρωπον, μόλις εγεννιότανε, τον εγκρεμοτσάκιζαν ἀπὸ το βάραθρον του Ταυγέτου. Ἂν ὅλοι αὐτοὶ οἱ καχεκτικοί, ποὺ τους ἐπιτρέπουν σήμερα νὰ ζοῦν καὶ ἂν μολύνουν τον ἀέρα μὲ τα χνῶτα κα;ι της γνῶμες των, ὑπῆρχαν καὶ εἰς την ἐποχὴν του Λεωνίδα, θαρρεῖτε πὼς ἡ ἡμέρα του θὰ εξεμύτιζεν εἰς την ἀγορὰν μὲ φαινομηρίδα, χωρὶς νὰ την κατηγορήση ἡ ἀστυνομία γιὰ κοκότα;
Τους τελευταίους λόγους τοὺς διετύπωσεν ὁ Νώλης, νέος ἀπὸ τους ἀναποφάσιστους ἀκόμη, μὲ πνευματικὴν φυσιογνωμίαν, ξυρισμένος καὶ ἡλικίας τριάντα περίπου ἐτῶν. Το ἐξωτερικὸν του ὅμως διέσωζε κάτι το πολὺ παιδικόν, καὶ θὰ ημπορούσε κανεὶς νὰ ὑποθέση ὅτι μόλις ἔκλεισε τα εικοσιδύο, ὅταν πρὸ πάντων εφορούσε το καπέλλο του καὶ δὲν ἀπεκαλύπτετο το εξωγκωμένον μέτωπον, αυλακωμένον ἀπὸ μερικὲς φευγαλέες ρυτίδες, ποὺ επ΄ροδιδαν ὅτι το πνεῦμα της γνώσεως εἶχε φυσήξη εἰς την ἐπιφάνειαν της ψυχῆς του.………………………………………………………………………………………………………………
Φιλιὰ γλυκὰ νὰ δοκιμάσης
Καὶ τὸ βιολὶ μου νὰ θαυμάσης
………………………………………………………………………………………………………………
-Να ὁ Λίνος, ἐφώναξεν ὁ Νώλης, δείχσνοντας εἰς την βεράντα ἑνὸς των μεγάλων ξενοδοχείων της παραλίας, ποὺ ὕψωνε εἰς ἕνα ἀδυσώπητον ἥλιον την λευκὴν του πρόσοψιν, στολιζομένην εἰς τους ἐξώστας μὲ πελώριες ομβρέλλες ἀπὸ ραβδωτὸν κεραμμυδί καὶ πορτοκαλλί ὕφασμα.
– Φώναξε τον.
– Δὲν τον παίρνουμε;
– Μὴ θυμώσουν τὰ κορίτσια…
– Τον κάνομε ἀμέσως, μέλος τοπυ Συλλόγου
– Λίνο, Λίνο……
Πολλές φωνὲς μαζὶ διέταξαν τὸν σωφὲρ νὰ σταματήση καὶ ἕνας ψαρᾶς μὲ πανέρι γεμᾶτο ἀχινούς, ποὺ ἔτυχε νὰ περιπατῆ ἀμέριμνος ἐκείνην την στιγμὴν μέσα εἰς την αιγνιδίαν κατεύθυνσιν των τροχῶν, αρπάχτηκεν ἀπὸ τον βράχον, τον ὁποῖον περιστρέφει ὁ τρόμος καὶ ερρίχτηκε μὲ κινήσεις ἐξευτελισμένες νὰ σωθῆ πρὸς το μέρος της ἀκτῆς, μουντζώνοντας τον ὁδηγὸ γιὰ την στραβομάρα του.
Το αὐτοκίνητο, μὲ μίαν ἔντεχνον καμπήν, εγύρισε καὶ εστάθη εἰς ὀλίγων μέτρων ἀπόστασιν ἀπὸ τα σκαλοπάτια της κυρίας εἰσόδου, ἀπὸ τα ὁποία έπευδε νὰ κατεβῆ ἕνας κύριος ζωηροῦ ἐξωτερικοῦ. Ἔβγαλαν ὅλοι τα κεφάλια καὶ τα χέρια ἀπὸ την θυρίδα, προσπαθώντας νὰ τον παρασύρουν εἰς την διασκέδασιν. Κανεὶς ὅμως δὲν του είπεν, ὅτι προηγεῖτο καὶ ἄλλο αὐτοκίνητον μὲ δεσποινίδες ἄγνωστες διὰ τον νέον. Διότι ὁ Λίνος, ἂν εγνώριζεν αὐτὴν την λεπτομέρειαν, χωρὶς ἄλλο θὰ ἀπέφευγε νὰ δεχθῆ την πρόσκλησιν καὶ νὰ παρουσιασθῆ τόσον ἀπότομα εἰς μίαν συγκέντρωσιν, ἡ ὁποία εἶχε σχεδὸν ἀδελφικὸν χαρακτῆρα. Ὅλοι οἱ ἐκδρομεῖς ἐγνωρίζοντο ἀπὸ μικρὰ παιδιὰ καὶ ἡ οἰκογένειες του εἶχαν κουμπαριὲς καὶ ἦσαν καθημερινῶς μαζί, πρᾶγμα ποὺ χαρακτηρίζει ἄλλως τε τὰς πλουτοκρατικὰς κοινωνίας, αἱ ὁποῖαι περισσότερον ἀπὸ της ἀριστοκρατικές, ἀποτελοῦν ἕνα εἶδος μασονίας, μὲ κλειστὲς της πόρτες διὰ κάθε βέβηλον.
Εἴχαν νὰ ἰδωθοῦν μερικὲς μέρες καὶ ἔλεγαν μὲ βίαν τα νέα των. Ὁ Λίνος, εὑρίσκετο ἐκεῖνο το πρωὶ εἰς το Σούνιον, ὅπου ἕνας ἄκληρος συγγενὴς τῆς μητέρας του, διατηροῦσε μεγάλο κτῆμα, σχεδὸν ἀκαλλιέργητο, περιτριγυρισμένον ἀπὸ τείχη ὑψηλὰ σὰν φρούρια, μὲ πεῦκα μέσα καὶ ὅλων των εἰδῶν τα περιστέρια ποὺ ἡ τελειοποίησις του εἴδους των ἀποτελοῦσε την μόνην διασκέδασιν τοῦ ἐρημίτου.
Κάθε Σεπτέμβρη, καὶ πρὸ πάντων τὰ χρόνια ποὺ ἤτο φοιτητής, ὅταν επερνούσαν ἀπὸ ἐκεῖ τα διαβατάρικα πουλιά, ἐξωρίζετο καὶ ὁ Λίνος μὲ το ὅπλον του διὰ τρεῖς, τέσσερις βδομάδες εἰς το συγγενικὸν κτῆμα. Ἐκεῖ συναντοῦσε καὶ ἄλλους κυνηγοὺς ἀπὸ τὰς Ἀθήνας, πολλοὶ ἀπὸ τους ὁποίους ἦσαν σκορπισμένοι εἰς ἐπαύλεις φιλικὰς ἢ εδοκίμαζαν την βιβλικὴν ἁπλότητα της νομαδικῆς ζωῆς, κάτω ἀπὸ μεγάλα τσαντήρια καὶ σκηνὰς ποὺ ἀνέδιδον ἀπὸ το πρωὶ ἴσα μὲ το βράδυ τὴν μεθυστικὴν κνίσσαν τῶν ψηνόμενων ὀρτυκιῶν.
Τοὺς παρέστησε τὴν μαγείαν τῶν νυχτῶν τοῦ ἀκρωτηρίου μὲ τὴν ὑγρὰν ἀτμόσφαιραν, βαρεῖαν ἀπὸ βαλσαμικά ἀρώματα, τα πικρὰ καὶ ζωογόνα τῶν μουσκεμένων φυκιῶν καὶ περιέγραψε μὲ δύο λόγια ἕνα σεληνόλουστο βράδυ, ἀνάμεσα εἰς τους μαρμάρινους σταλακτίτας ποὺ στήνουν ὁλόρθους εἰς το βαθυγάλαζον βελοῦδον των νυκτῶν του Αἰγαίου, οἱ δωρικοὶ κίονες του ναοῦ της Ἀθηνᾶς. Τόσον ζωηραὶ ἦσαν αἱ ἐντυπώσεις του φίλου των ἀπὸ την πρωινὴν ἐκδρομήν, ὥστε παρεσύρθησαν καὶ αὐτοὶ εἰς τὰς ἀπολαύσεις της μελλοντικῆς διαμονῆς των, τὸν καιρὸν ποὺ θὰ κατεύαινε το πρώτον ὀρτύκι νὰ δροσίση τὸ ράμφος του εἰς τὸ φτωχὸ ἀττικὸ ρυάκι, καὶ κανεὶς δὲν επρόφθασε ν΄ ἀντιληφθῆ ὅτι το αὐτοκίνητον ἐλάττωνε πλέον την ὁρμὴν του καὶ πὼς θὰ εἶχε φθάση εἰς το τέρμα του δρόμου του.
Ἐπέρασαν, χωρὶς νὰ το ἀντιληφθοῦν, το μέγαρον τῆς κομήσσης Κ……, Ρωσσίδος κυρίας μὲ ποιητικῆς ψυχήν, ποὺ ἀγάπησε τόσον την Ἑλλάδα ὥστε νὰ της ἀφιερώση ὁλόκληρον τόμον γαλλικῶν ἐμπνεύσεων της, καὶ μολονότι διαρκῶν σχεδὸν έμενεν εἰς το Παρίσι, νὰ κτίση ἕνα παλάτι εἰς την φαληρικήν παραλίαν, μὲ διακόσμησιν μινωικήν, περιβάλλοντας το ἀπὸ ζωφόρον ὅλο ὑδατογραφίες, ποὺ παριστάνουν πελώριους κύκνους μὲ λευκόμαυρα πτερώματα. Τώρα εἰς τὸ ἀκατοίκητο παλάτι μπαινοβγαίνουν την ἄνοιξιν ἀπὸ της ἀνοιχτὲς πόρτες καὶ τα τεντωμένα παράθυρα κοπάδια χελιδονιῶν, των ὁποίων τα κελαιδήματα κάμνουν νὰ μὴν ἀκούγεται των κυμάτων ὁ θόρυβος, ὅταν ξεδιπλώνονται εἰς πολλῶν μέτρων ἀπόστασιν ἐπάνω εἰς την χέρσαν, στολιζομένην ἀπὸ μπουκέτα ὅλο μακριὲς βελόνες βούρλων, ἴδια φανταστικοὶ σκαντζόχοιροι.
Το αὐτοκίνητον ἔτριξε καὶ ἀνέβηκε , κλίνοντας πρὸς τα ἀριστερά, εἰς ἕνα νέον κατασκεύασμα ἀκτῆς. Η γῆ ἐδῶ ἤτανε κομμένη σὰν φέτα γιγαντιαίας μαχαιριᾶς ποὺ καταφερθῆ ἀπὸ μπράτσα κύκλωπα ἐπάνω σὲ ‘ξερὲς καὶ χονδρὲς κρούστες ἀπὸ θειάφι. Τώρα ἡ μηχανὴ ἐσύρθη μὲ κατεύθυνσιν πρὸς τὸν Ἅγιον Κοσμᾶν, τὸ ψαράδικο μοναστήρι μὲ τὰ κόκκινα παράθυρα ἕναν κύβον ἀκουμβησμένον βαρὺν ἐπάνω εἰς βραχώδη προεξοχὴν τῆς στερηάς.
Μέρος 3ον
Διάφορα ἐξοχικὰ ἀνθοπωλεῖα, μὲ ειδιαίτερα δημάτια, ἀναρτοῦσαν εἰς τα πλάγια του δρόμου μεγάλους μαυροπίνακας μὲ τα τιμολόγια των «κρύων φαγητῶν». Ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, γλυστρημένες εἰς την αμμουδιάν ἢ ἀποτραβηγμένες εἰς την ἀγκάλην μιᾶς ρυτίδος του γήινου φλοιοῦ, εσηκώνοντο σκόρπιες ευπαύλεις Ἀθηναίων καὶ Πειραιωτῶν νοικοκοιραίων, μὲ κατάκλειστα τα παράθυρα. Το ἀπόγευμα ἤτανε πνηγηρό πραγματικά, καὶ ἀπὸ την θάλασσαν καὶ ἀπὸ την ξηράν, δὲν εφυσούσε κανένα δροσερὸ ἀεράκι, ποὺ νὰ κάνη νὰ θροΐσουν το χαρμόσυνο βουκολικὸ των μουρμούρισμα, τα ψαλλιωτά φύλλα των καλαμιῶν.
Όταν οἱ τροχoί εσταμάτησαν, ἤνοιξαν οἱ νέοι την πόρταν καὶ εκύτταξαν το ἀκρογιάλι, σιωπηλὸν καὶ ἔρημον.
-Μήπως ἔμειναν όπίσω;
-Περίεργον, δὲν είναι;
-Τἰ εἶνε περίεργον; Ἐρώτησε ὁ Λίνος.
Δεν επρόφθασεν ὅμως νὰ του ἀπαντήση κανείς, διότι ἀκριβῶς ἐκεῖ κάπου, εμαντευότανε μᾶλλον, παρὰ νὰ ἀκουσθῆ, το τράβηγμα ἐλαφρῶν βηματισμῶν εἰς το ἀμμῶδες ἔδαφος καὶ γέλια μισοπνιγμένα, κάτι σὰν νότες ἀπὸ φλάουτο, ποὺ ανεδόθησαν θαμπὰ καὶ εσβυσαν. Οἱ νέοι, εκατάλαβαν ὅτι τα κορίτσια θὰ τους εἶχαν προετοιμάση κάποιον αἰφνιδιασμόν, καὶ χωρὶς νὰ προηγηθῆ ἀναμεταξὺ των καμμία συνεννόησις, ἀλλὰ ἔτσι ὅπως συμβαίνει μὲ την δύναμιν του ἐνστίκτου εἰς τὰς ὁμαδικὰς ἀποφάσεις, καὶ μὲ σκοπὸν νὰ ἐκπλήξουν αὐτοί, ἀντὶ νὰ περιμένουν νὰ τους ἐκπλήξουν ἐκεῖνες, εχύθηκαν ἔξω δύο ἀπὸ αὐτούς, ἁρπάξανε τον Λινὸ ἀπὸ τα χέρια καὶ οἱ ἄλλοι ἀρχίνησαν νὰ τον σπρώχνουν ἕως ὅτου τον ετίναξαν, σὰν ἕνα μαῦρο θαυμαστικό, ολόρθον εἰς τὴν παραλίαν.
***
Τὴν ἴδια στιγμή, ἡ δεσποινίδες ποὺ επερίμεναν τους συντρόφους των, κατασκοπεύοντας τον ἐρχομὸ των, χαμηλωμένες ὀπίσω ἀπὸ μία κουρίτα πλευρισμένης ἐπάνω εἰς την ἀμμουδιά, ἀνέβασαν μὲ προφύλαξιν τα κεφάλια, εβγήκαν εἰς το φανερόν, ἔτρεξαν καμπουριαστά, ἔκαμαν ἔφοδον κατὰ των νεοφερμένων καὶ συνοδεύοντας την χειρονομίαν των μὲ δυνατὰ γέλια, εσφενδόνισαν εἰς τον ὅμιλον ἀπὸ μία χουγριά νερὸ θαλασσινό, ποὺ εἶχαν μαρτυρήσει, προσθαθώντας νὰ το διατηρήσουν γιὰ ἀρκετὴν ὥρα εἰς το κείλος της παλάμης καὶ νὰ μὴ στραγγίξη ἀνάμεσα ἀπὸ τα χωρίσματα των δακτύλων. Το νερὸ ὅμως ἦλθε νὰ ἐκραγῆ ὅλο μαζὶ εἰς το πρόσωπον του Λινοῦ, ὁ ὁποῖος κατακόκκινος ἀπὸ την ανέλποιστην αὐτὴν ὑποδοχὴν καὶ κατρακυλώντας διὰ μιᾶς ὅλα τα σκαλοπάτια της ἐκπλήξεως, δὲν εγκώριζε πὼς νὰ συνέλθη, γιὰ νὰ ἀποφύγη τον κωμικὸν ρόλος του ὁποίου αὐτὸς ἀποτελοῦσε το κέντρον καὶ οἱ ἄλλη την περιφέρειαν.
-Δὲν πειράζει, είνε το βάπτισμα, είπεν ὁ Νώλης. Ἐγὼ γίνομαι ἀνάδοχος του νεοφώτιστου.
Καὶ δυναμώνοντας τὴν φωνὴν διὰ νὰ ἀκουσθῆ ἀπὸ τὶς δεσποινίδες, ποὺ εἶχαν περίτρομες σκορπισθῆ εἰς ὅλας τὰς διευθύνσεις διὰ την ἐμφάνισιν ἑνὸς ποὺ δὲν επερίμεναν, καθὼς καὶ διὰ την γκάφαν ποὺ ἔκαμαν, εφώναξε μὲ ὕφος ἐπίσημον.
-Ο κύριος Λίνος Σκαρμῆς, προτείνεται καὶ ψηφίζεται μέλος του Συλλόγου.
-Άξιος, ἄξιος, εφώναξαν οἱ ἄνδρες, ποὺ εχοροπηδούσαν εἰς τα νερὰ της ἀμμουδιᾶς. Τα κορίτσια κάτι ἐψιθύρισαν μὲ φανερὴ δυσαρέσκειαν ἀναμεταξὺ των καὶ εγύρισαν μὲ ὑπεροψίαν τὶς πλάτες εἰς τον παρείσακτον, ὁρμώντας τώρα σὰν νὰ μὴ εἶχε συμβεή τίποτε, εἰς τα νερά, καὶ ὁ Λινός, ἐξακολουθοῦσε νὰ στέκεται μισοζαλισμένος ἐκεῖ ποὺ τον εἶχαν κατεβάσει,κ συλλογιζόμενος τὶ ήτο προτιμότερον, νὰ φύγη, νὰ ζωθή εἰς το αὐτοκίνητον ἢ νὰ βουτήξη καὶ αὐτὸς μὲ τα φορέματα του, ρίχνοντας το στὸν τρελλό, κατὰ την ὑπεροχὴν ρωμαίικη συνήθεια.
-Αν σὲ προειδοποιούσαμε, φιλαράκο, δὲν θὰ ἐρχόσουνα, του είπεν ὁ Νώλης, κτυπώντας τον μὲ ἀφοσίωσιν εἰς τον ὦμον. Ἄλλως τε, ἐσένα, σου ἀρέσουν, καθὼς ξέρω, ὅλα τα πράγματα ποὺ δὲν κόβονται εἰς το συνηθισμένο ἀχνάρι.
– Ὄχι ὅμως καὶ ὅταν το ἀχνάρι αὐτὸ είνε γιὰ κανένα κοστούμι μασκαράτας, ποὺ θέλουν νὰ μου φορέσουν, παρετήρησεν ὁ Λίνος, μὲ κάποιαν δυσφορίαν.
Ήτανε ὅμως καλὴ καρδιὰ ὁ Λίνος. Μερικὰ αστςία του Νώλη, γιὰ την πλούσια νύφη ποὺ θὰ εἶχε τώρα νὰ διαλέξη «ἐξ αὐτοψίας», τον κατεπράυναν. Τώρα, ὅλη του ἡ στεναχώρια ἤτανε μὴ θυμώσουν ἡ δεπσοινίδες, ποὺ δὲν της ἐγνώριζε προσωπικῶς, ἀλλὰ του ἦσαν φυσιογνωμίες συνηθισμένες, ἡ ἀφρόκρεμα εἰς κάθε κοσμικῆς συγκέντρωσιν θεάτρου ἢ φιλανθρωπικῆς ἑορτῆς, ὅπου ὁ Λίνος ἀγαποῦσε νὰ ἐμφανίζεται. Ἐγνώριζε μάλιστα καὶ τα ὀνόματα των. Ὁ Νώλης, τον καθησύχασε καὶ γι’ αὐτό.
-Θὰ γίνουν οἱ καλλίτερές σου φιληνάδες. Ἡ Ἀθήνα μας, δὲν ἔχει εὐγενικώτερα κορίτσια ἀπ’ αὐτά. Ἀρκεῖ νὰ δείξης ζῆλον διὰ τα βυζαντινὰ ἔπιπλα. Ἔχομε, βλέπεις, ὅλοι αὐτὴ την λόξα καὶ λατρεύομε κάθε ἄνθρωπον, ποὺ θὰ καταληφθῆ ἀπὸ τον ἴδιο μὲ μας φανατισμό. Πηγαίνω τώρα νὰ τους ἐξηγήσω πὼς ἔγιναν τα πράγματα. Θὰ δῆς πὼς θὰ σου φερθοῦν ὅταν θὰ τελειώσωμε τὰς σπονδὰς μας στὴν Ἀμφιτρίτη.
Σε λίγον ὁ Νώλης ευρισκότανε κοντὰ εἰς τὰς δεσποινίδας, ποὺ ἐν όσω τους ωμιλούσε, εγύριζαν τα πρόσωπα καὶ ἐφαίνοντο ὡς νὰ ἤθελαν νὰ ἐξετάσουν καλλίτερα τον ἄγνωστον. Ἠκούσθησαν μάλιστα καὶ γέλια, τα ὁποία ὁ Λινὸς , ποὺ παρακολουθοῦσε την σκηνὴν μὲ κάποιαν στεναχώριαν, ἐξήγησε ὡς νὰ ἦσαν ρόδινα ἀποσιωπητικά, ποὺ ἀκουμποῦσαν τα παρθενικὰ χειλάκια εἰς το τέλος μιᾶς περιπετείας , ἡ ὁποία ἔπρεπε νὰ μείνη χωρὶς παρεξήγησιν καὶ ἀπὸ τα δύο μέρη.
Ἡ θάλασσα ἤτανε ἤρεμη καὶ εἶχε το χρῶμα του οὐρανοῦ καὶ ὁ οὐρανός, ευρισκότανε συννεφιασμένος, τυλιγμένος μὲ μία γάζα πυκνῶν ὑδρατμῶν, ποὺ ἔδειχναν το χρῶμα βαμβακιοῦ μεταχειρισμένου. Ἕνας πελώριος ασημένος λεκές, εμαρτυρούσε το μέρος ὅπου εκρυβότανε ὁ ἥλιος καὶ εἰς την λιπόθυμην ἐπιφάνειαν των ὑδάτων, ἡ αντεύγειές του, φανταστικὸ δίχτυ ἀπὸ γυαλιὰ φλογισμένα, ελαμποκόπαγε ριχμένο ἀπὸ της ἀκτὲς της Σαλαμῖνος ἴσα μὲ την Καστέλλα, μὲ τον τρούλο του Ἁγίου Σπυρίδωνος, ἐπιδεικτικὰ ὑψωμένο, σὰν πετράδι δακτυλιδιοῦ.
Ὁλόκληρη ἡ περιοχὴ αὐτὴ, παρουσιάζετο εἰς τὸ βλέμμα σὰν ἕνας μεγάλος κόλπος μὲ μοναδικὴν διέξοδον πρὸς της Φλέβες. Τίποτε δὲν ἔδιδε κίνησιν εἰς την λευκόφαιην εἰκόνα, καὶ μόνον ἀπὸ μίαν ὑψηλὴν καμινάδα, ολόρθην εἰς το Νέον Φάληρον, εξετυλιγότανε το σύρμα γαλατόχρωμου καπνοῦ, ποὺ εσέρνετο κατσαρωτός ἐπάνω ἀπὸ την Καστέλλα, σὰν ἐναέριο φείδι, τραβώντας νὰ κουλουριαστὴ στῆς ιόχρωμες βουνοκορμές τοῦ Μωρηά.
Ο Λίνος, τὰ εἴδεν ὅλα αὐτὰ μὲ μία ματιά, ἀλλὰ ἀπὸ κάποιον αἴσθημα ἀξιοπρεπείας, γιατὶ ἡ ὄχθη ἤτανε ριχή καὶ ἡ δεσποινίδες της περισσότερες φορὲς εὑρίσκοντο ἀναγκασμένες νὰ ἔχουν την θάλασσαν ἴσα μὲ της γάμπες, εβημάτισεν εἰς την αμμόστρωτην παραλίαν καὶ ἐπῆγε νὰ καθήση εἰς το καφενεδάκι, ποὺ εσηκωνε την σανιδένια του ὕπαρξι δύο βήματα ἀπὸ το στρῶμα των κογχυλιῶν.
Ἐκεῖ εἴδε τοὺς σωφὲρ νὰ προσπαθοῦν νὰ ἑνώσουν δύο μεγάλα τραπέζια. Έβγαλεν ἔπειτα ὁ ἕνας ἀπὸ κάποιο καλάθι μία τσαγιέρα, φλιτζάνια καὶ μερικὰ πακέτα καὶ τσάι. Τοὺς ἐβοηθοῦσεν ὅσο μπόρεγε ὁ κὺρ Λιβαδίτης, ὁ ἰδιόκτητης του καφενείου, ποὺ ἐφαίνετο πρόθυμος ἄνθρωπος, ἀκολουθούμενος εἰς ὅλα τα πήγαινε καὶ ἔλα, ἀπὸ ἕνα μανδρόσκυλο.
Ὁ Λίνος ἐκάθησε κάτω ἀπὸ τὸ ὑπόστεγο, φτιαγμένο μὲ πλέγμα καλαμιὼν καὶ βεργῶν, ἐπάνω ἀπὸ της ὁποῖες ἦσαν στιβαγμένα ξερὰ βάγια ἀπὸ φοινικόκλαδα. Ἐζήτησε μία ρετσίνα καὶ ἄναψε το τσιγάρο του. Τα φλιτζάνια εβροντούσαν εἰς τα χέρια του σωφέρ, μὲ ὅσην προσοχὴν καὶ ἂν ἤθελε νὰ τα τακτοποιήση, καὶ ὁ Λίνος ἀνησυχοῦσε, διότι εἶδε ὅτι ὅλα ἦσαν μετρημένα ἀναλόγως μὲ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἐκδρομέων καὶ ἤρχισε νὰ στεναχωρῆται μὲ την ἰδέαν, πὼς θὰ εγινότανε ζήτημα ὅταν δὲν τα εὕρισκαν σερβίτσιο καὶ δι’ αὐτόν.
Ὅσο ὅμως καὶ ἂν δὲν ἤθελεν ὁ Λίνος νὰ φαίνεται ὅτι ἐπρόσεχε πρὸς τὸ μέρος τῆς θαλάσσης, πάντα, κάτι τὸν ἀνάγκαζε νὰ γυρίζη τα βλέμματα, ἐκεῖ ὅπου μὲ παιδικὴν ἀφέλειαν ἐκυνηγούσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μέσα εἰς τὰ νερά. Ἄλλοτε ἔβγαζε φωνὴν θριάμβου ὁ Νώλης, ποὺ έτρεπεν εἰς φυγὴν τὴν Ἀρειμανίαν, ἡ ὁποία παρουσιάστηκε τώρα κρυφὰ ἀπὸ πίσω καὶ εζητούσε νὰ την βουτήξη, καὶ ἄλλοτε ἐσχίζετο ἡ ἀγωνιώδης κραυγὴ τοῦ κολυμβητοῦ, τοῦ ὁποίου τὴν κνήμην ετραβούσαν δύο χέρια ἀπὸ τα βάθη τῆς θαλάσσης, μὲ σκοπὸν νὰ τὸν κατεβάσουν κάτω ἀπὸ τὴν επιφάνειαν.
Πότε τα κεφάλια τῶν δεσποινίδων μὲ τὶς χρωματιστὲς σκούφιες, τόσον ἀλλόκοτα δεμένες εἰς τα μαλλιά, ἔμεναν ἀκίνητα εἰς τον ὑδράργυρον των νερῶν καὶ επροξενούσαν τὴν ἐντύπωσιν σὰν νὰ ἦσαν υδατοχαρή λουλούδια, μὲ γαλάζια ἢ κόκκινα πέταλα, καὶ τότε πάλιν τα κορμιὰ εσηκώνοντο ἀπὸ το ρευστὸ ἄπειρο καὶ ἀνέβαιναν ἴσα μὲ τὰς κυρτώσεις των λαγόνων καὶ ἦσαν τόσον ρευσταὶ αἱ κινήσεις των καὶ ἐφαίνοντο τόσον ἕνα μὲ τὴν θάλασσαν, ὥστε νὰ δημιουργῆται ἡ φαντασίωσις ὅτι ἂν ἔβγαιναν πάρα ἔξω, θὰ έσαιρναν ἀπὸ την μέσην καὶ κάτω την ψαλιδωτὴν οὐρὰν τῶν νυμφῶν, μὲ τα γαλανοπράσινα λέπια.
**
***
Μία πρὸ πάντων, ἡ Δῶρα Ανεμά, ποὺ συναντούσεν ὁ Λίνος τακτικὰ εἰς ὅλες της πρῶτες των θεατρικῶν ἔργων, τοῦ ἔκαμε ζωηρὰν εντύπωσιν.
Εἴχεν ἕνα ἀπὸ τα περίεργα ἐκεῖνα σώματα μὲ τὰ ὁποία οἱ γλύπται της ἀρχαιότητος ἀποθέωσαν τὴν ἐφηβικὴν πλαστικότητα. Του ἐθύμιζεν ἕνα ἀγαλματίδιο ἀπὸ κιτρινισμένο μάρμαρο, γυμνοῦ Διονύσου, ποὺ ἀγαποῦσε νὰ πηγαίνη κάποτε καὶ νὰ θαυμάζη, μπροστὰ σὲ μία προσθήκη του Μουσείου. Τὰ πόδια ἀψηλά, σὰν μέγεθος νευρώδη καὶ ἀνάγλυφα εἰς την ἁρμονικὴν ἀντικειμενικότητα πλαστικότητα των κυρτώσεων.
Αὐτὰ μὲ κόκκινο μελάνι εἶναι λέξεις ποὺ δὲν ἔβγαιναν καθαρά.. κατὰ πάσα πιθανότητα εἶναι λάθος..
Μέρος 4
Σχεδὸν κανένα φόρτωμα σαρκῶν εἰς τὰς λαγόνας, ποὺ κάμνουν το γυναικεῖον σῶμα νὰ ὁμοιάζη της περισσςότερες φορές, μὲ τα φουρκσωμένα κανάτια των νιπτήρων. Τὸ στῆθος, ἀνέβαζε πρὸς τα ἐπάνω τους διδύμους ἀδελφοὺς τῆς παρθενίας, καρποὺς μὲ περισσοτέραν ζωὴν ἀπὸ τα κύτρα, τα ὁποία ἀπορροφοῦν ὅλους τους χυμοὺς των κλάδων καὶ τρίζσει ὁ μυρωμένος των γλοιός, ἕτοιμος νὰ εκραγῇ. Σφικτά, ὅπως ἤτανε κολλημένο το κοστούμι εἰς τὸ κορμὶ τῆς Δώρας, ἐμαρτυρούσε τὴν κλασικήν λιτότητα τῶν γραμμῶν του, καὶ τὸ αἴσθημα ποὺ ἐδοκίμαζεν ὁ Λίνος, παρακολουθῶν το εὐγενὲς αὐτὸ πλάσμα μίας ράτσας καλλιεργημένης, θὰ ἠμπορούσε νὰ παραβληθῇ μὲ τὸν ἐνθουσιασμόν, τον ὁποῖον αἰσθάνεται ἕνας μορφωμένος ἄνθρωπος, εὑρισκόμενος ἀπέναντι μεγάλου ἔργου τέχνης. Τὸ κεφάλι της ἐστηρίζετο ἐπάνω εἰς λαιμὸν ἰσχυρὸν καὶ ὁλόκληρον τὸ σώμα εἶχε μίαν διαρκῆ φορὰν πρὸς τα ἐπάνω, εφαίνετο ἕτοιμον νὰ φύγῃ, νὰ ριφθῇ πρὸς τὰ ὕψη ἀπὸ μίαν χορδὴν βέλους, ἡ ὁποία ἐμαντεύετο εἰς διαρκῆ ὑπερέντασιν ζωικήν, κάτω ἀπὸ τὸ ἀνακούφωμα τῶν ποδιῶν της.
Αυτή ἐβγήκε πρώτη καὶ ἔδραμεν εἰς τὸ αὐτοκίνητον, τοῦ ὁποίου οἱ τροχοὶ σχεδὸν ήγγιζαν τὴν θάλασσαν. Ἤτανε τρόπον τινὰ ἡ οἰκοδέσποινα καὶ ἔπρεπε νὰ κάμη τὰς τιμὰς εἰς την παρέα καὶ νὰ ἐπιστατήση εἰς το ἄνοιγμα των δεμάτων, ποὺ εἶχε φέρει γιὰ τὸ τσάι.
Σε λίγο, την ἀκολούθησαν καὶ ἡ ἄλλες, τραβώντας μὲ κάποιαν κούρασιν εἰς τὴν κινητὴν καμπίναν καὶ ρίχνοντας λοξὲς ματιὲς εἰς τὸν ἄγνωστον κύριον, μὲ τὴν παρουσίαν τοῦ ὁποίου ἤρχισαν νὰ συνηθίζουν. Ὁ Νώλης, ὁ ὁποῖος προτοῦ πάγη νὰ ντυθῆ, ἐστάθηκε γιὰ μερικὰ λεπτὰ περιρρυτος ἐμπρὸς εἰς τὸν φίλον του, τοῦ ἀνήγγειλε ὅτι έδωκε της καλλίτερες πληροφορίες στὰ κορίτσια, ποῦ ἐνδιαφέρονται πολὺ νὰ γνωρίσουν τὸν νέον ἀπόστολον τῶν ἰδεῶν των.
Παρ΄όλα ὅμως αὐτά, ὅταν ὁ Λίνος εἶδε τὰ πόδια της Δώρας νὰ κατεβαίνουν ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητον, διότι ἐβγήκεν ἀπὸ τὴν εἴσοδον τὴν γυρισμένην πρὸς τὴν θάλασσαν, ἠσθάνθη μία τραραχήν ἀσυνήθιστη καὶ ὅταν παρετήρησεν ὅτι ἡ εὐγενικὴ κόρη, μὲ τὸ ἀνάλαφρον ἀπὸ λευκὴν βατίσταν φόρεμα, επροχωρούσε πρὸς το ὑπόστεγο, εσηκώθηκε μὲ συγκίνησιν ἀπὸ την θέσιν του καὶ ἔβγαλε το καπέλλο, αἰσθανόμενος μὲ πολλήν ταραχήν, ὅτι εἶχε γίνει κατακόκκινος.
-Ο κύριος Λίνος Σκαρμῆς; Είπεν ἡ Δῶρα, πλησιάζοντας μὲ ἀρχοντικὴν ἀφέλειαν καὶ δωρίζοντας του ἕνα φιλικὸ χαμόγελο μαζὶ μὲ γερὸ σφίξιμο των δακτύλων του εἰς τὸ ψυχρὸν ἀκόμη ἀπὸ τὸ νερὸ χεράκι της.
Ο Λίνος ἠθέλησε νὰ ἀπαντήσῃ, ἀλλὰ διὰ μιᾶς εχάθηκαν ὅλαι αἱ ἰδέαι του καὶ μολονότι ἔψαξε μὲ ὑπερτάτην ἀγωνίαν μερικὰ δευτερόλεπτα, δὲν ημπόρεσεν ὅμως νὰ εὕρη ἄλλην λέξιν ἀπὸ τὸ συνηθισμένο
–Δεσποινίς-, νὰ ὑποκλιθῇ καὶ νὰ ἐννοήση, αὐτὴν τὴν φορὰν πλέον μὲ τελείαν συντριβὴν τοῦ ἀνδρικοῦ του ἐγωισμοῦ, ὅτι ὅλον το αἷμα του ρωμαλέου κορμιοῦ του του ἐμαστίγωνε το πρόσωπον καὶ του ἐσκότιζε την ὄρασιν.
Ἡ Δῶρα, ἐφάνηκε πὼς δὲν επρόσεξεν εἰς τὴν ταραχὴν του νέου καὶ διὰ νὰ του δώσῃ καιρὸν νὰ συνέλθη, εἶπε μὲ χαμηλήν, σχεδὸν χαιδευτικήν φωνούλα:
–Θὰ σας παρακαλέσω νὰ μου ἐπιτρέψετε νὰ ρίξω μιὰ ματιὰ ἐκεῖ στὸ τραπέζι.
Και εὐθὺς ἀμέσως, μόλις εκινήθηκε νὰ φύγη, γυρίζοντας το πρόσωπο καὶ δείχνοντας τα μαργαριτάρια ἑνὸς μειδιάματος:
–Θα πάρετε μαζὶ μας τὸ τσάι, δὲν εἶνε έτσι;
–Πως ὄχι, απήντησεν ὁ Λίνος, καὶ μόλις επρόφερεν αὐτὲς τὶς δύο λέξεις, ενόησεν ὅτι δὲν ἦσαν ἐκεῖνες ποὺ ἔπρεπε νὰ πῆ. Αὐτὸ τον ἔκαμε ἔξω φρενῶν μὲ τον ἑαυτὸν του. Εἰσέπνευσε διαστέλλοντας τα ρουθούνια, έτςι σὰν νὰ ἤθελε νὰ ἐξουδετερώση κάποιον λυγμόν, μεγάλην δόσιν θαλασσινοῦ ἀέρα καὶ μὲ ἡδονισμόν, του ὁποίου δὲν ἐγνώριζε την αἰτίαν, ἐκράτησε την ἐντύπωσιν , ὅτι ἡ Δῶρα, ποὺ διὰ πρώτην φορὰν έβλεπεν ἀπὸ τόσο κοντὰ καὶ ἤκουε νὰ ὁμιλῆ, ήτο δι΄αυτόν σὰν ἕνα δάγκωμα ζουμεροῦ ροδάκινου, ποὺ καὶ το χρῶμα του ἀκόμη είχεν ἡ σάρκα της, ἡ σταρόχρωμη καὶ χρυσόφωτη καὶ ροδοζύμωτη.
Τώρα ἀπὸ κοντὰ ἠμπορούσε νὰ ἐξετάση τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου της, ποὺ εἶχε μίαν ἔκφρασιν πίκρας εἰς τα σαρκώδη χείλη, τῶν ὁποίων τὸ ἄνω κομμάτι ήτο ἀνεβασμένο λιγάκι, παρουσιάζοντας την αναγλυφην δίπλαν, ποὺ ἔχουν τα στόματα εἰς τὰς ἀρχαϊκὰς προσωπίδας. Η μύτη, κατέβαινε δυνατήμ, σχεδὸν ἐλαστική, μὲ ἀνεπαίσθητον κύρτωμα εἰς το μέσον καὶ απέληγεν εἰς χαριτωμένην καμπύλην, προτοῦ κατεβῆ ἡ γραμμή, νὰ πάρῃ βόλτα τοὺς ρώθωνας. Τα μάτια τῆς Δώρας εἶχαν κόρες χρώματος ἀβανας καὶ ἔπλεκαν εἰς την ὑγρότητα τῶν βλεφάρων τἠς ζαρκάδας. Στενὸν ἐπρόβαλλε τὸ μέτωπον, χαμένο σχεδὸν κάτω ἀπὸ τα ἄφθονα μαλλιά, τὰ ὁποία ὑπέθετε κανείς, ὅτι εἶχαν ζυμωθῆ ἀπὸ ὕλην πηκτήν, μετάξινα ξέφτια σφιγμένα γήρω ἀπὸ τὸ κεφάλι της, καθὼς τὸ μαλλὶ φουσκώνει στίβα εἰς τὸ ἐπάνω ἄκρον της ρόκας, βόστρυχοι μὲ κίνησιν καὶ ζωὴν ιδικήν των, ὅπως ἐπάνω ἀπὸ της βελανιδιὲς κρέμουνται τα παράσιτα φυτά, μὲ τα μακρυά κλωνάρια.
Σε λίγο ἦλθε κοντὰ καὶ ἡ συνομιλία ἄρχισε. Ο Λίνος, αἰσθανότανε κάποιαν συγκίνησιν, διότι ἅρπαξε μερικὲς φορὲς την ματιὰ της Δώρας καρφωμένην ἐπάνω του καὶ ἀπὸ αὐτὸ εννοούσεν, ὅτι καὶ ἡ δεσποινίς, τον εξ΄πηταζε μὲ τον ἴδιον ἐνδιαφέρον, ποὺ παρακολουθοῦσε καὶ αὐτὸς ὅλας τὰς ἐκδηλώσεις τῆς ὑπάρξεως της. Τοῦ ὡμιλοῦσεν ἐκείνη γιὰ τὴν ἐκδρομὴ καὶ εγελούσεν ἀκόμη γιὰ τὴν ὑποδοχὴ ποὺ του ἔκαμαν, μὲ το θαλάσσιο κατάβρεγμα. Ἐν ὅσῳ ὅμως ἔλεγεν αὐτά, σχεδὸν μηχανικῶς, μὲ μίαν εὐχέρειαν ποὺ της εἶχε δώση ἀπὸ μικρὰς ἡλικίας ἡ συνήθεια της ὑποχρεωτικῆς συναναστροφῆς καὶ της προσεκτικῆς κουβέντας, κατώρθωνε νὰ ἔχη δευτέραν συνομιλίαν, ἐντελῶς ἰδιαιτέραν, μὲ τον ἴδιον ἑαυτὸν της.
(Τι ὡραία χέρια! Καὶ ἐκεῖνο το δακτυλίδι μὲ το θαμπὸ βενετικὸ χρυσάφι, περασμένον εἰς τον δείκτην, μαρτυρεῖ ὅτι θὰ ἔχει λίγην δόσιν ἐκφυλισμοῦ. Τα αὐτιὰ του εἶνε πολὺ μικρά. Χαρακτηριστικὸν βλακείας. Ἐν τούτοις φαίνεται ἐνδιαφέρον ἄνθρωπος. Μιλᾶ παράξενα. Τρώγει τα φωνήεντα. Σφυρίζει ἁπαλὰ μὲ τα χείλη τὰ σύμφωνα. Νόστιμη φυσιοφνωμία. Πὼς θὰ ἤθελα νὰ τὸν αρπούσα ἀπὸ τα μαλλιὰ καὶ νὰ του ἔδινα ἕνα σκαστὸ φιλὶ στὸ στόμα. Ἀλλὰ θὰ μὲ ἔπαιρνε γιὰ τρελλή. Φορεῖ καὶ κάλτσες αζούρ…)
Και ἡ Δώρα ἐξακολουθοῦσε ταυροχρόνως την φανερὴ κουβέντα της μὲ τον Λίνο.
-Ναι, δίκιο ἔχετε. Μοῦ ἀρέσει ὑπερβολικὰ το θέατρο. Ὁ μπαμπὰς ὑποφέρει ἀπὸ την ὑγρασία, ἀκόμη καὶ το καλοκαίρι. Μόλις δύσῃ ὁ ἥλιος, κλείνεται μέσα καὶ καταγίνεται μὲ τα γραμματόσημα του. Εἶνε διαβόητος συλλέκτης. Γι΄ αὐτὸ το βράδυ θὰ μὲ βλέπετε πάντα μὲ την μαμμά καὶ μὲ φιλικὲς οἰκογένειες.
-Εὐρήκατε τὴν βεντάγια, ποὺ εχάσατε στὸ τελευταῖο κονσέρτο τοῦ Ὠδείου;
-Πῶς τὸ ξέρετε;
-Ήμουν ἐκεῖ καὶ εἶδα ὅλη σας τὴν ταραχή.