Γαμήλιον Δείπνον Καθαρευούσης
Category : Uncategorized
ΓΑΜΗΛΙΟΝ ΔΕΙΠΝΟΝ ΚΑΘΑΡΕΥΟΥΣΗΣ
διήγημα Αθηναϊκόν του Ηλία Κολοκούρη
Από κρότους σερβίτσων βοΐζει η ατμόσφαιρα κι έχει καπνιά
λουκουμάδων γλυκιά ευωδιά και τσικνίλα μυρίζει
Με φωνές δυνατές συζητούνε για την τέχνη δυο τρεις νεογνοί,
μα την πίστη μου είναι αγνοί και την τέχνη πονούνε.
Βλέποντάς τους μονάχα φοβούμαι με του λόγου την έξαψη εκεί
καθώς είναι κι οι τρεις νηστικοί μην τυχόν φαγωθούνε.
Στέφανος Μπολέτσης, Το Μπάγκειον
Το σωτήριον έτος 1912 η Γεωργίτσα είναι ετών δεκαεπτά. Νεόνυμφοι με τον Σπήλιο, ο οποίος είναι ετών τριάντα επτά. Έχει μόλις ολοκληρωθεί, είκοσι και έτη αργότερα το έργο του Χαριλάου Τρικούπη, καθώς οι Σιδηρόδρομοι Πειραιώς – Αθηνών – Πελοποννήσου έχουν αφομοιώσει τη χρεωκοπημένη εταιρεία ονόματι Σιδηρόδρομοι Μεσημβρινής Ελλάδος. Πλέον είναι εύκολη η πρόσβαση στο κλεινόν άστυ. Και πού αλλού θα πάρει την εύμορφη Γεωργίτσα του ο Σπήλιος για μήνα (τριήμερο) του μέλιτος, παρά στην Αθήνα ;
Άλλωστε, στην Αθήνα εργάζεται ο αδελφός του Σπήλιου, ο Θεοφάνης. Δεν ήθελε πια να παιδεύεται με τ’ αμπέλια ο Θεοφάνης. Άλλωστε πια δεν υπήρχε ζήτηση για τη σταφίδα. Βγάζανε τόσα σταφύλια κι αναγκάζονταν να τα κάνουν κρασί, και τι κρασί, άμα χάλαγε η σοδειά έπεφτε πείνα, γιατί οι Άγγλοι δεν αγόραζαν πια αποξηραμένη Κορινθιακή. Έτσι, ο Θεοφάνης αποφάσισε πως θα ζούσε μια πιο ανθρώπινη ζωή αν δούλευε στο Πολυτελές Ξενοδοχείο των Αθηνών Μπάγκειον. Ένα τετραώροφο τεράστιο νεοκλασικό στο κέντρο της πόλης, μέσα σε όλα τα σημαντικά και τα μοντέρνα της Αθηναϊκής πρωτεύουσας. Βέβαια, εδώ που τα λέμε, ως αχθοφόρος στο Μπάγκειον τα πρωινά τσίμα τσίμα την έβγαζε να ζει μόνος του στη Νεάπολη. Για αυτό, τα απογεύματα ηργάζετο και ως γκαρσόνι στο μέγα κοσμικόν εστιατόριον Ιντεάλ, επί της οδού Πανεπιστημίου. Προσπάθησε να πιάσει δουλειά στο Παλλάδιον, αλλά εκεί περνούσε μέσον. Λίγο τα φιλοδωρήματα, λίγο τα τυχερά, τα κατάφερνε να στείλει καμιά δραχμή σπίτι του, στην Πάτρα, να βοηθήσει την ανύπανδρη αδερφή του, την Αγγελικούλα.
Αλλά τώρα ο Σπήλιος είχε καλοπαντρευτεί τη Γεωργίτσα. Από προξενιό, από προξενιό. Αλλά της άρεσε ο Σπήλιος, του άρεσε κι εκεινού η Γεωργίτσα. Ερωτευμένοι λοιπόν ξεκίνησαν να πάνε το γαμήλιο ταξίδι στας Αθήνας. Θα πέρνανε το γρήγορο τραίνο από τον Σταθμό Πατρών και μόλις σε πέντε ώρες θα φτάνανε στην Πρωτεύουσα. Έτσι κι έγινε.
Ο Σπήλιος έχει μεγάλο ενθουσιασμό, παρά τις δυσκολίες. Έχει ήδη εργαστεί για δύο χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, στους σιδηροδρόμους του Μιζούρι, κι έχει επιστρέψει. Έχει καταφέρει να τελειώσει το Γυμνάσιο, το Πρώτο Γυμνάσιο Πατρών, στο Πυροσβεστείο. Είναι χαρούμενος, επειδή παρά τη Σταφιδική Κρίση έχει καταφέρει να κρατήσει τη γη της οικογένειας. Άλλοι έχουν χάσει τις περιουσίες τους ήδη. Ο Σπήλιος δεν γνωρίζει ότι θα πάει άλλες δύο φορές στην Αμερική, μα την τρίτη θα αρρωστήσει και θα πεθάνει, αφήνοντας τη Γεωργίτσα με πέντε παιδιά. Είναι ευτυχής μέσα στην άγνοιά του.
Ενθουσιασμένος τους περίμενε και ο Θεοφάνης το απόγευμα στο εστιατόριον Ιντεάλ για το πρώτο τους γαμήλιο δείπνο. Ο Θεοφάνης δεν γνωρίζει ότι λίγους μήνες αργότερα θα επιστρατευθεί για τους Βαλκανικούς Πολέμους και θα συνεχίσει να πολεμά για επτά συναπτά έτη, ως την πρώτη φάση του Ελληνοτουρκικού Πολέμου, το 1920. Το Νοέμβριο ο Βενιζέλαρος θα χάσει τις εκλογές, ο Θεοφάνης θα επιστρέψει στην Πάτρα, και στη ζούλα θα φύγει κι αυτός για Αμερική, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του στην εμπόλεμη Ελλάδα. Αλλά όλα αυτά τώρα δεν τα γνωρίζει. Είναι ευτυχής μέσα στην άγνοιά του, κι έχει και όρεξη για καζούρα.
Ενθουσιασμένη είναι κι η Γεωργίτσα. Το πρώτο τους κατά μόνας δείπνο.
-Τι θα πάρετε ; ρωτάει ο Θεοφάνης.
Η Γεωργίτσα κοιτάει με αγωνία το Μενού. Δεν ξέρει να διαβάζει. Αλλά βρίσκει κάτι και το δείχνει στον Σπήλιο:
-Αυτό εδώ τι είναι καλέ μου ;
–Ανθοί Γεμιστοί, Γιωργίτσα μου.
Πολύ ωραία, σκέφτεται η Γεωργίτσα. Δεν έχει ιδέα τι είναι αυτό, αλλά ακούγεται καλό. Κάτι εξωτικό θα είναι. Ή κάτι ευρωπαϊκό. Πρωτευουσιάνικο. Καλύτερα να μη ρωτήσει και ξεφτιλιστεί. Καλύτερα να δείξει σίγουρη και να το παραγγείλει.
-Τους θες ομορφιά μου ;
-Τους θέλω, Σπήλιο μου. Εσύ τι θα πάρεις;
-Εγώ θα πάρω μια μπριζόλα, Γιωργίτσα μου. Και λίγη ρετσίνα. Θιοφάνη, αυτά.
Έπειτα, ο Σπήλιος θα σηκωθεί από το τραπέζι, καθώς ο Θεοφάνης έχει φύγει με την παραγγελία και το κολλαριστό λευκό του πουκάμισο. Θα πάει προς την κουζίνα του Ιντεάλ, να συζητήσει με τον αδερφό του, διότι είναι μυστήριο το πώς χαμογελούσε ο Θεοφάνης καθώς έφευγε από το τραπέζι τους.
-Θιοφάνη τι παρήγγειλε ; Γιατί γελούσες ; Είναι συμπεριφορά αυτή αδερφού προς αδερφό νιόπαντρο ;
Ναι, ο Σπήλιος έχει τελειώσει το Γυμνάσιο, αλλά αγνοεί τι είναι “Ανθοί Γεμιστοί”.
-Αδερφέ να με συγχωρείς ! Αλλά έτσι όπως κοιτούσε η Γιωργίτσα όταν της είπες τι λέει ο κατάλογος, δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Είχε γουρλώσει τα μάτια της και απορούσε σα να της μιλούσες γαλλικά. “Ανθοί Γεμιστοί” κι η Γιωργίτσα σου να κοιτάει με τα μάτια ανοιχτά σαν παιδί που μαθαίνει τον κόσμο.
-Αυτά είναι ντροπής πράγματα να γελάς με τη γυναίκα μου. Τι παρήγγειλε εν πάσει περιπτώσει ; Θα μου πεις ;
-Θα σου πω ! Ανθοί γεμιστοί είναι κολοκυθολούλουδα βρε Σπηλιάκο. Κολοκυθολούλουδα κι η γυναίκα σου μας κοιτούσε λες και παρήγγειλε φιλέ μινιόν ! Αλλά θα σας φτιάξω, κάτσε και θα της κάνουμε πλάκα !
-Βρε τι πλάκα θα της κάνουμε ; Άσε τα χωρατά και τη σέβομαι την κοπέλα. Δεν έχει μάθει από κάζα και κόλπα. Σε παρακαλώ, έλα να της πεις ότι είναι κολοκυθολούλουδα, να παραγγείλουμε τίποτε της προκοπής !
-Άσε με ρε Σπήλιο σου λέω, θα σας φτιάξω εγώ. Θα της φέρω πρώτα τα κολοκυθολούλουδα και μετά θα της φέρω κι αυτηνής μια μπριζόλα να στανιάρει !
-Έτσι σε μάθανε στην Αθήνα; Να μη σέβεσαι τις νιόπαντρες κοπέλες και να κάνεις πλάκες ;
-Μα αφού σου λέω θα σας φέρω κανονικό φαγητό μετά από τρία λεπτά. Μη χολοσκάς.
-Ας είναι, να δούμε τι θα καταλάβεις. Το νου σου και μεθαύριο φεύγουμε για Πάτρας, μη ξανακάνεις τέτοια αστεία. Παίξε το παιγνίδι σου τώρα, αλλά από αύριο θέλω να σαι τύπος και υπογραμμός.
-Αδερφέ στο υπόσχομαι, ας γελάσουμε σήμερα κι αύριο θα είμαστε εντάξει.
Έτσι κι έγινε. Το γκαρσόνι Θεοφάνης σέρβιρε πρώτα στη Γεωργίτσα το μυστηριώδες πιάτο με το όνομα “Ανθοί Γεμιστοί”. Της είπε δε και για να τη μπερδέψει περισσότερο πριν σηκώσει το κάλυπτρο από την πιατέλα
“Ανθοί Γεμιστοί δηλαδή Fleur de courgettes”.
Η Γιωργίτσα στο άκουσμα των γαλλικών ενθουσιάστηκε ακόμη περισσότερο, οι παλμοί της καρδιάς της ανέβηκαν, το ίδιο και μια γλυκιά αγωνία στο αίμα της.
‘Επειτα ο Θεοφάνης σήκωσε το μεταλλικό κάλυπτρο και περίμενε. Η Γιωργίτσα ξεφύσηξε κι έσκασε δυνατά, γκαρδιακά γέλια.
-Βρε αδερφέ τόσην ώρα κολοκυθολούλουδα μας έφτιαχνες ! Τούτα τα ξέρω να τα μάσω κι εγώ, να τα γιομίζω και να τα φουρνίζω!
Και γέλια, πολλά πολλά γέλια τα οποία δεν γίνεται να περιγραφούν με καμία λέξη, είτε καθαρευούσης είτε δημοτικής, διότι οι παρεξηγήσεις της στιγμής, γλωσσικές ή μη, προξενούν πάντα, και σήμερα και τότε μια ευθυμία που δεν χωρά σε λέξεις. Ούτε η ελπίδα χωρά σε λέξεις, ούτε η προσπάθεια, ούτε η πίστη στις δυνάμεις μας.
Λίγη ώρα μετά κατέφθασαν στο γαμήλιο τραπέζι των νεονύμφων και οι δύο μπριζόλες, ενώ τα κολοκυθολούλουδα φαγώθηκαν μοιραστά στη μέση, όπως φαγώνονται κι οι λύπες κι οι χαρές.