Monthly Archives: September 2018

Γαμήλιον Δείπνον Καθαρευούσης

Category : Uncategorized

ΓΑΜΗΛΙΟΝ ΔΕΙΠΝΟΝ ΚΑΘΑΡΕΥΟΥΣΗΣ

διήγημα Αθηναϊκόν του Ηλία Κολοκούρη

 

Από κρότους σερβίτσων βοΐζει η ατμόσφαιρα κι έχει καπνιά
λουκουμάδων γλυκιά ευωδιά και τσικνίλα μυρίζει

Με φωνές δυνατές συζητούνε για την τέχνη δυο τρεις νεογνοί,
μα την πίστη μου είναι αγνοί και την τέχνη πονούνε.

Βλέποντάς τους μονάχα φοβούμαι με του λόγου την έξαψη εκεί
καθώς είναι κι οι τρεις νηστικοί μην τυχόν φαγωθούνε.

Στέφανος Μπολέτσης, Το Μπάγκειον

Το σωτήριον έτος 1912 η Γεωργίτσα είναι ετών δεκαεπτά. Νεόνυμφοι με τον Σπήλιο, ο οποίος είναι ετών τριάντα επτά. Έχει μόλις ολοκληρωθεί, είκοσι και έτη αργότερα το έργο του Χαριλάου Τρικούπη, καθώς οι Σιδηρόδρομοι Πειραιώς – Αθηνών – Πελοποννήσου έχουν αφομοιώσει τη χρεωκοπημένη εταιρεία ονόματι Σιδηρόδρομοι Μεσημβρινής Ελλάδος. Πλέον είναι εύκολη η πρόσβαση στο κλεινόν άστυ. Και πού αλλού θα πάρει την εύμορφη Γεωργίτσα του ο Σπήλιος για μήνα (τριήμερο) του μέλιτος, παρά στην Αθήνα ;

 

Άλλωστε, στην Αθήνα εργάζεται ο αδελφός του Σπήλιου, ο Θεοφάνης. Δεν ήθελε πια να παιδεύεται με τ’ αμπέλια ο Θεοφάνης. Άλλωστε πια δεν υπήρχε ζήτηση για τη σταφίδα. Βγάζανε τόσα σταφύλια κι αναγκάζονταν να τα κάνουν κρασί, και τι κρασί, άμα χάλαγε η σοδειά έπεφτε πείνα, γιατί οι Άγγλοι δεν αγόραζαν πια αποξηραμένη Κορινθιακή. Έτσι, ο Θεοφάνης αποφάσισε πως θα ζούσε μια πιο ανθρώπινη ζωή αν δούλευε στο Πολυτελές Ξενοδοχείο των Αθηνών Μπάγκειον. Ένα τετραώροφο τεράστιο νεοκλασικό στο κέντρο της πόλης, μέσα σε όλα τα σημαντικά και τα μοντέρνα της Αθηναϊκής πρωτεύουσας. Βέβαια, εδώ που τα λέμε, ως αχθοφόρος στο Μπάγκειον τα πρωινά τσίμα τσίμα την έβγαζε να ζει μόνος του στη Νεάπολη. Για αυτό, τα απογεύματα ηργάζετο και ως γκαρσόνι στο μέγα κοσμικόν εστιατόριον Ιντεάλ, επί της οδού Πανεπιστημίου. Προσπάθησε να πιάσει δουλειά στο Παλλάδιον, αλλά εκεί περνούσε μέσον. Λίγο τα φιλοδωρήματα, λίγο τα τυχερά, τα κατάφερνε να στείλει καμιά δραχμή σπίτι του, στην Πάτρα, να βοηθήσει την ανύπανδρη αδερφή του, την Αγγελικούλα.

Αλλά τώρα ο Σπήλιος είχε καλοπαντρευτεί τη Γεωργίτσα. Από προξενιό, από προξενιό. Αλλά της άρεσε ο Σπήλιος, του άρεσε κι εκεινού η Γεωργίτσα. Ερωτευμένοι λοιπόν ξεκίνησαν να πάνε το γαμήλιο ταξίδι στας Αθήνας. Θα πέρνανε το γρήγορο τραίνο από τον Σταθμό Πατρών και μόλις σε πέντε ώρες θα φτάνανε στην Πρωτεύουσα. Έτσι κι έγινε.

Ο Σπήλιος έχει μεγάλο ενθουσιασμό, παρά τις δυσκολίες. Έχει ήδη εργαστεί για δύο χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, στους σιδηροδρόμους του Μιζούρι, κι έχει επιστρέψει. Έχει καταφέρει να τελειώσει το Γυμνάσιο, το Πρώτο Γυμνάσιο Πατρών, στο Πυροσβεστείο. Είναι χαρούμενος, επειδή παρά τη Σταφιδική Κρίση έχει καταφέρει να κρατήσει τη γη της οικογένειας. Άλλοι έχουν χάσει τις περιουσίες τους ήδη. Ο Σπήλιος δεν γνωρίζει ότι θα πάει άλλες δύο φορές στην Αμερική, μα την τρίτη θα αρρωστήσει και θα πεθάνει, αφήνοντας τη Γεωργίτσα με πέντε παιδιά. Είναι ευτυχής μέσα στην άγνοιά του.

Ενθουσιασμένος τους περίμενε και ο Θεοφάνης το απόγευμα στο εστιατόριον Ιντεάλ για το πρώτο τους γαμήλιο δείπνο. Ο Θεοφάνης δεν γνωρίζει ότι λίγους μήνες αργότερα θα επιστρατευθεί για τους Βαλκανικούς Πολέμους και θα συνεχίσει να πολεμά για επτά συναπτά έτη, ως την πρώτη φάση του Ελληνοτουρκικού Πολέμου, το 1920. Το Νοέμβριο ο Βενιζέλαρος θα χάσει τις εκλογές, ο Θεοφάνης θα επιστρέψει στην Πάτρα, και στη ζούλα θα φύγει κι αυτός για Αμερική, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του στην εμπόλεμη Ελλάδα. Αλλά όλα αυτά τώρα δεν τα γνωρίζει. Είναι ευτυχής μέσα στην άγνοιά του, κι έχει και όρεξη για καζούρα.

Ενθουσιασμένη είναι κι η Γεωργίτσα. Το πρώτο τους κατά μόνας δείπνο.

-Τι θα πάρετε ; ρωτάει ο Θεοφάνης.

Η Γεωργίτσα κοιτάει με αγωνία το Μενού. Δεν ξέρει να διαβάζει. Αλλά βρίσκει κάτι και το δείχνει στον Σπήλιο:

-Αυτό εδώ τι είναι καλέ μου ;

Ανθοί Γεμιστοί, Γιωργίτσα μου.

Πολύ ωραία, σκέφτεται η Γεωργίτσα. Δεν έχει ιδέα τι είναι αυτό, αλλά ακούγεται καλό. Κάτι εξωτικό θα είναι. Ή κάτι ευρωπαϊκό. Πρωτευουσιάνικο. Καλύτερα να μη ρωτήσει και ξεφτιλιστεί. Καλύτερα να δείξει σίγουρη και να το παραγγείλει.

-Τους θες ομορφιά μου ;

-Τους θέλω, Σπήλιο μου. Εσύ τι θα πάρεις;

-Εγώ θα πάρω μια μπριζόλα, Γιωργίτσα μου. Και λίγη ρετσίνα. Θιοφάνη, αυτά.

 

Έπειτα, ο Σπήλιος θα σηκωθεί από το τραπέζι, καθώς ο Θεοφάνης έχει φύγει με την παραγγελία και το κολλαριστό λευκό του πουκάμισο. Θα πάει προς την κουζίνα του Ιντεάλ, να συζητήσει με τον αδερφό του, διότι είναι μυστήριο το πώς χαμογελούσε ο Θεοφάνης καθώς έφευγε από το τραπέζι τους.

-Θιοφάνη τι παρήγγειλε ; Γιατί γελούσες ; Είναι συμπεριφορά αυτή αδερφού προς αδερφό νιόπαντρο ;

Ναι, ο Σπήλιος έχει τελειώσει το Γυμνάσιο, αλλά αγνοεί τι είναι “Ανθοί Γεμιστοί”.

-Αδερφέ να με συγχωρείς ! Αλλά έτσι όπως κοιτούσε η Γιωργίτσα όταν της είπες τι λέει ο κατάλογος, δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Είχε γουρλώσει τα μάτια της και απορούσε σα να της μιλούσες γαλλικά. “Ανθοί Γεμιστοί” κι η Γιωργίτσα σου να κοιτάει με τα μάτια ανοιχτά σαν παιδί που μαθαίνει τον κόσμο.

-Αυτά είναι ντροπής πράγματα να γελάς με τη γυναίκα μου. Τι παρήγγειλε εν πάσει περιπτώσει ; Θα μου πεις ;

-Θα σου πω ! Ανθοί γεμιστοί είναι κολοκυθολούλουδα βρε Σπηλιάκο. Κολοκυθολούλουδα κι η γυναίκα σου μας κοιτούσε λες και παρήγγειλε φιλέ μινιόν ! Αλλά θα σας φτιάξω, κάτσε και θα της κάνουμε πλάκα !

-Βρε τι πλάκα θα της κάνουμε ; Άσε τα χωρατά και τη σέβομαι την κοπέλα. Δεν έχει μάθει από κάζα και κόλπα. Σε παρακαλώ, έλα να της πεις ότι είναι κολοκυθολούλουδα, να παραγγείλουμε τίποτε της προκοπής !

-Άσε με ρε Σπήλιο σου λέω, θα σας φτιάξω εγώ. Θα της φέρω πρώτα τα κολοκυθολούλουδα και μετά θα της φέρω κι αυτηνής μια μπριζόλα να στανιάρει !

-Έτσι σε μάθανε στην Αθήνα; Να μη σέβεσαι τις νιόπαντρες κοπέλες και να κάνεις πλάκες ;

-Μα αφού σου λέω θα σας φέρω κανονικό φαγητό μετά από τρία λεπτά. Μη χολοσκάς.

-Ας είναι, να δούμε τι θα καταλάβεις. Το νου σου και μεθαύριο φεύγουμε για Πάτρας, μη ξανακάνεις τέτοια αστεία. Παίξε το παιγνίδι σου τώρα, αλλά από αύριο θέλω να σαι τύπος και υπογραμμός.

-Αδερφέ στο υπόσχομαι, ας γελάσουμε σήμερα κι αύριο θα είμαστε εντάξει.

Έτσι κι έγινε. Το γκαρσόνι Θεοφάνης σέρβιρε πρώτα στη Γεωργίτσα το μυστηριώδες πιάτο με το όνομα “Ανθοί Γεμιστοί”. Της είπε δε και για να τη μπερδέψει περισσότερο πριν σηκώσει το κάλυπτρο από την πιατέλα

“Ανθοί Γεμιστοί δηλαδή Fleur de courgettes”.

Η Γιωργίτσα στο άκουσμα των γαλλικών ενθουσιάστηκε ακόμη περισσότερο, οι παλμοί της καρδιάς της ανέβηκαν, το ίδιο και μια γλυκιά αγωνία στο αίμα της.

‘Επειτα ο Θεοφάνης σήκωσε το μεταλλικό κάλυπτρο και περίμενε. Η Γιωργίτσα ξεφύσηξε κι έσκασε δυνατά, γκαρδιακά γέλια.
-Βρε αδερφέ τόσην ώρα κολοκυθολούλουδα μας έφτιαχνες ! Τούτα τα ξέρω να τα μάσω κι εγώ, να τα γιομίζω και να τα φουρνίζω!

Και γέλια, πολλά πολλά γέλια τα οποία δεν γίνεται να περιγραφούν με καμία λέξη, είτε καθαρευούσης είτε δημοτικής, διότι οι παρεξηγήσεις της στιγμής, γλωσσικές ή μη, προξενούν πάντα, και σήμερα και τότε μια ευθυμία που δεν χωρά σε λέξεις. Ούτε η ελπίδα χωρά σε λέξεις, ούτε η προσπάθεια, ούτε η πίστη στις δυνάμεις μας.

Λίγη ώρα μετά κατέφθασαν στο γαμήλιο τραπέζι των νεονύμφων και οι δύο μπριζόλες, ενώ τα κολοκυθολούλουδα φαγώθηκαν μοιραστά στη μέση, όπως φαγώνονται κι οι λύπες κι οι χαρές.


Η Απόστολος

Category : Uncategorized

 

 

Η Απόστολος

διήγημα Αθηναϊκόν του Ηλία Κολοκούρη

Εξήρχετο του ναού του έρωτος μόνον δια προσηλυτισμόν.
Εις μια εκ των εξόδων εκ του καβουκίου της χελώνης καρέτα βαριέται καρέτα έπιπτε πάνω μου.
Νιαουυυ” είπε. Περίεργον δια χελώνα. Τουρτουάζ τουρτουάζ.

“Είμαι ένα κορίτσι που του αρέσουν τα κορίτσια, μα ερωτεύεται αγόρια”. Είπε.

Εις πρόσωπον τρίτον. Οίον εσυνήθιζε να ομιλεί, τουτέστιν
“Αυτή τον θέλει. Αυτή έχει καυλώσει πάρα πολύ”.
Ωσάν αυτή και εκείνη δύο έταιρες εταίρες να ήσαν, και ήσαν. Ήσαν και παραήσαν και παρήσαν.

Κι έκτοτε άρχισε του διαβόλου η δίνη. Όχι ηθικώς.
Εγώ δηλαδή ουδέποτε την έκρινα ηθικοπλαστικώς και τέτοια χαζά!

Μα απλώς πάσας τες ερωμένες της έθαπτε μετά των χειρίστων άμα και ηδίστων λόγων.
Κατάθλιψη η μια, προβληματική η άλλη, τεμπέλα η τρίτη.
Έλεγε, και τρις, κατά τας γραφάς, ηρνήθη οιαδήποτε λεσβιάζουσα τάση.
Και κάθε μια εκ των συντριβάδων χιονοστιβάδων της, την ύβριζε.

Συστήθηκα εις την μια.
“Είμαι έγκυος” μοι είπε.
“Όχι με τον κρίνο, με έναν καλώς θρησκευόμενο μαλάκα που δεν θέλει να το ρίξει. Θα κάμωμε φαμίλια.”
Συστήθηκα εις την άλλη όλως τυχαίως εις το λεωφορείον.
Μιλήσαμε ιταλιστί “vai a San Nicola” είπε κατά πως λένε στο Μπάρι.
Συστήθηκα εις την τρίτη, εις την Πλάκα, πέριξ της οδού Πανός.
Γεια σου θήλυ γερμανικό ντόμπερμαν” είπα. “Είμαι ο Λευτέρης”.
“Ποιος νομίζεις ότι είσαι” ; κάγχασε τεθλιμμένη.
Αυτός, ένα – μηδέν. Της είπα.
Διότι ο έρως είναι όλων, άνευ ορίων άνευ όρων .

Μα ετούτες όλες, που μου ζήτησαν Χριστιανόπουλο να αναγνώσω εν φωνή και χροία,
εν θλίψει καταβιούσαν. Και ψευδώς. Κουήρ, λέει.
Μα γουστάρουσιν κοράσια κι είναι όλες τους με αγόρια.
Στραβοχωσμένες.

Αφού ηρνήθην την ανάγνωση, η Απόστολος με κάλεσε να πάω να δω την παράσταση την παιδική την οποία ετοίμαζε πυρετωδώς. Καλούμενη “Τα μάγκικα μαξιλάρια”
Υπό Ευγενίου Τρί Βυζα. Ενδεδυμένες κορασίδες ως κουτσαβάκηδες, με μουστάκες και τα λοιπά, μπεγλέρια.
Διότι μοιραζόμασταν με τον ξάδερφό της μίαν ευγένεια.
Να πάμε να δεις τα παιδάκια, μου είπε, τους έταξα πως θα έρθει “Εμπειρογνώμων”
Η Εμπειρικογνώμων.

Αλλά είπα, η Απόστολος ευρίσκει προβληματικά άτομα που δεν έλαβαν μήτε υγιή αγάπη, μήτε έρωτα ελευθερωτή.
Ωσάν προΑπόστολος Σαούλ την καύλα και τον έρωτα τους δωρίζει.
Ωσάν την ανάπηρη ηθοποιό Ελπινίκη, η οποία διαρκώς της διαμαρτύρεται για εγκατάλειψη και λίγη παρέα
ακόμη ζητεί και
διαρκώς της ζητάει να την βλέπει, αλλά δεν γίνεται εκείνη εσένα θέλει Λευτέρη μου”.

 

Μπερδεύτηκε κανείς; Η “εκείνη” δεν είναι η Ελπινίκη, αλλά η Απόστολος.
Είπα, μιλάει σε τρίτο πρόσωπο για τον εαυτό της.
“Της γκρινιάζει σαν ήτανε ζευγάρι αυτή η Ελπινίκη και εκείνη δεν ξέρει τι να κάνει Λευτέρη μου.
Της κάνει ζήλιες η άλλη, ότι την επαράτησε διαμαρτύρεται. Μα δεν μπορεί άλλο.
Να την βγάζει βόλτες με το καροτσάκι, ναι, έναν άνδρα καλό να της συστήσει, ναι,
να γνωρίσει ένα εντάξει παιδί γιατί όλο λάθος επιλογές κάνει κι όλοι της φεύγουν γρήγορα”.
Τρίτον πρόσωπον περιαυτολογούσα η Απόστολος.

Η Ελπινίκη είναι καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι κι ίσως η Απόστολος να την μαλακίζει ενίοτε, πάντως λέγει ανερυρθριάστως
Εκείνη δεν ξέρει αν η Ελπινίκη έχει έρθει ποτέ σε οργασμό, γιατί δε νιώθει τίποτε από τα χέρια και κάτω. Ίσως της αρέσει το χάδι στα αυτιά, αλλά εκείνη δεν ξέρει. Πρέπει να βρει έναν άνθρωπο σαν την ίδια, ανάπηρο”.

Τέτοια περίπου έλεγε η Απόστολος, ότε και εφθάσαμε εις το Αμφιθέατρο της Πλάκας, ένθα εγίγνετο ανάγνωση ποιήσεως μακρά. Εκεί εγνώρισα τον Κλεομένη. Ο Κλεομένης είναι ο εις εκ των δύο του Θήλεος Γερμανικού Ντόμπερμαν.
Γιατί το Θήλυ Γερμανικό Ντόμπερμαν, μπορεί τους άνδρες να μη τους θέλει, αλλά τους έχει δυο δυο.
Προέρχεται από μία καθόλα φυσιολογική οικογένεια.

Ο αδελφός του Κλεομένη είναι φανατικός φασίστας Χρυσαυγίτης, ο ίδιος αριστερότατος. Αλλά του αρέσει ο στρατός. Γράφει σουρεάλ ποίηση, που άμα έχεις πάει στρατό καταλαβαίνεις ότι είναι στρατοκαυλίασης, κι όχι υπερρεαλισμός.
Ο άμοιρος ο Κλεομένης έχασε την μητέρα του από καρκίνο.
Ο ίδιος, ωστόσο, παραμένει αριστερός. Σοβαρά τώρα, χωρίς πλάκα. Αριστερός μέχρι τα μπούνια.
Αφού να φανταστείς, η ποίησή του διεκτραγωδεί τα σκληρά, άσκημα βιώματα του στρατού.
Αλλά με έναν σουρεάλ τρόπο, ώστε η αηδία να δίδεται όχι με ακηδία.
Καταλαβαίνεις πόσο αντιμιλιταριστής και αριστερός και Σύριζα είναι από το πώς γράφει.
Από την άλλη, βέβαια, απορείς λίγο γιατί έχει τόσο ενθουσιασμό
όταν μετρά τις κάμψεις που καταφέρνει να κάνει, αν και καπνίζει,
όταν μιλά για το πόσα σουβλάκια σάντουιτς κούμπωνε στην Κύπρο ως Ελδυκάριος.
Αναρωτιέσαι, δηλαδή, γουστάρεις στρατό ρε Κλεομένη για δε γουστάρεις;

Πώς μιλάς τόση ώρα για εννιά- άντε δώδεκα μήνες κατορθώματα;
Αφού όλοι ξέρουμε τι μπουχέσας είναι ο ελληνικός στρατός σήμερα,
γιατί μιλάς λες και πήγες στην Αλβανία και γύρισες με βάρος μισή οκά;

Απορώ επίσης με την παρουσία του θήλεος Γερμανικού Ντόμπερμαν, αφού αυτή είναι υποτίθεται ξύπνια και
πώς διάολο θέλει έναν μαλάκα που μιλάει για το στρατό λες και πήγε στο μέτωπο και κάνει και τον αντιμιλιταριστή αντιχρυσαυγίτη ταυτόχρονα;

Αλλά ας σκάσω, διότι κι ετούτη, το Ντόμπερμαν, τούτο το απαράμιλλο θεσσαλικό άτι, επαρχιακής προελεύσεως είναι και
παγανιστικής κατευθύνσεως και άστα να πάνε στο διάολο. Έχει κάνει και απόπειρα αυτοκτονίας, η Απόστολος την πήρε λέει στην Δρέσδη να συγκατοικήσουν και να συνέλθει και την πρόσεχε.
Τώρα εντός της “σιδηράς φιλίας” της τα μόνταρε με τον Κλεομένη, που είναι πρωτίστως φίλος της Αποστόλου. Σους λοιπόν. Άλλωστε, έχουμε πιάσει μια ιδιαιτέρως αριστερή συζήτηση. Ο Κλεομένης μιλάει μαινόμενος:

“-Ή τα πήρε, ή είναι πρακτοράκι, ή είναι μαλάκας. Τέλος. Ένα από τα τρία συμβαίνει. Δε
θυμάσαι τότε που έκανε σκέητμπορντ και δεν ήξερε να ρολάρει ο πανηλίθιος; Ούτε να
μιλήσει δεν ξέρει. Το αμερικανάκι.

Τέτοια λέγει ο Κλεομένης, με αριστεροσύνη και σιγουριά. Εγώ θέλω να πω πως η αριστερά που έχω στο μυαλό μου δεν αρκείται σε θεωρίες συνωμοσίας, δεν πείθεται από ασάφειες, ερευνά, ψάχνει, διερωτάται, μαθαίνει.
Η αριστερά που έχω στο κεφάλι μου δεν είναι ρατσιστικής ρητορικής.
Δεν κυκλοφορεί με τη γραμματική στο χέρι, ούτε κρίνει την αξία των πολιτικών ανδρών από τα γραμματικά τους λάθη.
Η αριστερά που έχω στο κεφάλι μου προπαντός δεν είναι σίγουρη, αμφιβάλλει, αμφισβητεί, εξετάζει. Αλλά. Σκασμός.
Η συζήτηση με τον ποιητή Κλεομένη ουδεμία σχέση έχει με ποίηση ή λογοτεχνία.
Αναλώνεται σε ιστορίες στρατού εν είδει κατορθωμάτων αντοχής κι ίσως πολιτική με ολίγη, αφού για όλα φταίει “το βλαμμένο” ο αποδιοπομπαίος τράγος, ο ένας, ο Βελζεβούλης Παπανδρέου που “γάμησε τη χώρα”.

Έτσι αποφάνθηκε ο Κλεομένης κάθετα και οριζόντια :
“Την γάμησε την Ελλάδα ο Γιωργάκης”.
Μα, το γαμήσι καλό πράμα δεν είναι πουριτανούλη Κλεομένη; Για μήπως είναι κακό τελικά;

Γιατί έτσι ξέρουμε, να μειώνουμε όπως μας δίδαξαν στην τιβί. Όχι αλλιώτικα. Και ταυτοχρόνως να κοπτώμεθα για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Και ρατσιστές και φιλάνθρωποι, γιατί συμφέρει.

Απορώ, να πω την μαύρη αλήθεια, με τη γενιά μου που τόσον εύκολα άγεται και φέρεται, τόσον εύκολα πείθεται, τόσον εύκολα συμπεραίνει. Πλήττω αφόρητα με τη μαλακία που μας δέρνει, με την όλη κουβέντα με τον ποιητή και την απολίτικη συλλήβδην επιλογή ενός και μόνου φταίχτη.
Μου θυμίζει ολίγον τη νοοτροπία του ούγκανου “φιλάθλου” του οποίου η ομάδα μόλις έχασε το ματς κι εκείνος, ειδήμων καφενείου κραίνει “Αν ήμουν εγώ προπονητής, σου ‘λεγα ‘γω πόσα γκολάκια θα τους χώναμε ! Μα είναι στήσιμο το 3-3-4 ;
Παίξε μπαλίτσα να πούμε !” Όλοι μας. Όλοι μας έχουμε γίνει Αλέφαντοι. Σπουδαγμένοι Αλέφαντοι !

Κατόπιν αφορήτου πλήξεως και ένα διαρκές “έχεις δίκιο, έχεις δίκιο” η Απόστολος με ερωτά
Δεν είναι ωραίοι μαζί με την Διηάνειρα; Δείχνει χαρούμενη!” Μα η Διηάνειρα, το Γερμανικό Ντόμπερμαν, ούτε μίλαγε ούτε λάλαγε στην ταβέρνα. Έκανε μπιλάκια την ψίχα το ψωμί, έσχιζε το τραπεζομάντιλο κι όταν μίλησε, είπε πικρόχολα για το μούσι του Κλεομένη ότι είναι σαν μαλάκας Λακεδαιμόνιος και οφείλει για το καλό της ανθρωπότητος να το ξυρίσει.

“Ωραίοι είναι” της είπα, ωστόσο. Άντε φεύγουμε.

Ανηφορίζουμε την οδό Πειραιώς κι αρχίζω να της λέγω πώς καλώς
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ’ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας

από τον Επιτάφιο του Περικλέους, ο οποίος, μωρό μου, λόγος, εξεφωνήθη εδώ, πίσω από το Ιερόν της Εκκλησίας, εις τον
αρχαιολογικόν χώρον του Κεραμεικού. Και από εκεί έφευγαν οι Μύστες για τα Ελευσίνεια Μυστήρια. Κι είναι μυστήριο τι γίνανε όλοι οι τάφοι μέχρι την Ελευσίνα. Διότι όλοι οι διάσημοι εθάπτοντο επί της Ιεράς Οδού και πιθανώς το σκυλάδικο του Γιαννάκη του Πλούταρχου να έχει για καμπινέ κάποιο αρχαίο μνήμα. Κι ανηφορίζουμε άλλο λίγο κι ύστερα σταματώ κάτω από μία στρογγυλή επιγραφή που έχει λεκέ από κόκκινη μπογιά στο χαλκό πάνω και μονολογώ με ανοιχτά τα χέρια προς τα ταξί και την Πειραιώς και τα πλήθη της Πειραιώς, παίρνω μια βραχνή φωνή, τη φωνή του Ανδρέα:

Λαέ των Αθηνών ! Λαέ των Αθηνών ! Βοήθα, θα σηκώσουμε μαζί τον ήλιο της Ελπίδας, τον ήλιο της Αξιοπρέπειας πάνω από την Ελλάδα. Δεν είμαι αεροπλάνο. Δεν είμαι ο Σούπερμαν. Λαέ των Αθηνών, δεν είμαι ο Γεώργιος, μα ούτε και ο Ανδρέας.
Λαέ των Αθηνών γιγνώσκεις ετούτο το κτήριο; Λαέ, είμαι ο Αλέξης και έχω καταπιεί τον Γεώργιο, τον Ανδρέα και τον Γιώργο εδώ, πλάι στο Ίδρυμα Παπανδρέου. Λαέ, είμαι ο Αλέξης σου !”

Και η Απόστολος γελά υστερικά και πιάνει το στόμα της καθώς της δεικνύω το Ίδρυμα. Με τη δική μου φωνή πια

“Σαν πολύ σίγουρη δεν είναι η αριστερά σου για το γαμήσι;” την ερωτώ.

Μα τι να την ερωτήσω; Ο πατήρ της Αποστόλου είναι διευθυντής Ιατρός Νοσοκομείου της Δωδεκανήσου, άνευ ειδικότητος, ο οποίος παρεπέμφθη δις για καταχρασμό προμηθειών του δημοσίου μα τον έσωσαν κάτι Λάηονς δικαστές και τα λοιπά, και ψήφιζε τον χριστιανοπαπάρα Παπαθεμελή και της κάνει δώρο ένα προσευχητάρι μπλε κάθε Χριστούγεννα και κλέβει τις παντόφλες από τα ξενοδοχεία. Τι να της πω;

Σα μπολύ σίγουρη δεν είναι η αριστερά σου για το ποιος γάμησε τη χώρα; Εγώ πάλι αμφιβάλλω πάντα”.
Δεν απαντά, μοναχά τριτοπρόσωπα

Κάνει και μιμήσεις ! Αχού τι μωλό είναι ατό ! Σα το φάω!” και τον φιλά.

Ε, μπερδεύτηκα με τα τριτοπρόσωπα, με φιλά.

Εμπνέομαι βαθέως και της λέγω ξερώς “Έλα εδώ!” Την βουτάω από το χέρι και τρέχουμε προς το πίσω μέρος, προς την αυλή του Κεραμεικού. Μία πινακίδα προτρέπει

“ΣΕΒΑΣΘΕΙΤΕ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ”. Τριγύρω μυρίζει ούρα.

Ένα τσίγκινο κουτί είναι το σπίτι του νυχτοφύλακα και το σούρουπο έχει ξαπλώσει πάνω στα μάρμαρα της συνοικίας των
Κεραμέων και στα θραύσματα του αρχαίου κόσμου και στις νεκρικές στήλες και θυμάμαι κάπου πλέει ο Βαρκάρης προς τον άλλο κόσμο και κουβαλάει τους οβολούς των νεκρών στις τρύπιες του τσέπες.

Να τα σεβασθούμε τα αρχαία, μα εγώ επιθυμώ να τιμήσω τον Γεώργιο. Που κατέβηκε από το βουνό ένας χωριάταρος, μορφώθηκε και κατά πώς έλεγε ο δεξιός προπάππος μου καταγάμησε όλες τις καλές κυρίες των Αθηνών. Να τιμήσω τον Ανδρέα. Που κατέβηκε από το αμφιθέατρο ένας διανοητής, ξεμορφώθηκε και από άνθρωπος της θεωρίας έγινε της πράξης, συνεργάστηκε με ζαγάρια για να καταγαμήσει το κατεστημένο και τους προνομιούχους.
Να τιμήσω τον Γιώργο. Που κατέβηκε ένας θεός ξέρει από πού και όλοι έχουν την σιγουριά, μα εγώ ακόμη αμφιβάλλω.
Τους γάτους όλους να τιμήσω και τους Γατανιστές.

 

Εδώ, μωρό μου, είναι το αρχαίο νεκροταφείο” της δείχνω. “Κι εκεί πίσω τα μεσημέρια βογκάνε οι χελώνες, σαν ανθρώποι, ότε εβατεύονται. Ήκουσας αυτές ποτές στο βόγκο;”. Η Απόστολος απορεί με το βόγκο.

Θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος” ψέλνω μεταμεσονυχτίως πια κι είναι η εαρινή δροσούλα όμορφη, το νεκροταφείο σκοτεινό και οι χελώνες βογκάνε τα μεσημέρια ανθρωπινά. Υγρή πάχνη βγαίνει μέσα από τον πευκώνα
και μυρίζει γλυκά το ρετσίνι. Ο φύλακας; Να είναι εδώ; Ελέγχω. Ουδείς.

Γονατίζω την Απόστολο απότομα “Εδώ και τώρα!
Ακκουμβά το φουστάνι της το κόκκινο στα ούρα του πεζοδρομίου και τις ακαθαρσίες, το λουλουδάτο της φόρεα σούρνεται μαζί με τα βήματα των Πακιστανών. Μου ανοίγει το φερμουάρ και εισβάλει ο κατηραμένος όφις εις την οπή την μελωμένη της, ο στόμας της παίζει κι η γλωσσίτσα λείχει και μαίνομαι αρχαιομανής. Δολιχοδρομούμε σε αυτή την ιδανικότητα, θα πάμε και θα έρθουμε και πάλι εδώ θα είμαστε, αλλά ναι. Η καύλα καύλα.

Έπειτα γέλια στον αιθέρα, ενώ έχει σηκώσει το λουλουδάτο της ανθέμιον φόρεμα και είναι έτοιμη να στηθεί κάποιοι περνούν. Καρφώνει τον όφι μέσα της και περιμένει να φύγουν σιωπηλή.

Τρεις περαστικοί την βλέπουν καρφωμένη πάνω μου, κάτω από ένα κλαρί πεύκου. Οι περαστικοί έχουν παρκάρει ακριβώς μπροστά μας ένα πορφυρό όχημα. Πορφυρό σαν το αιδοίο της. Μα εκείνο μένει καρφωμένο πάνω μου και σιωπηλό. Καθώς το κλαρί του πεύκου του Κεραμεικού πευκώνος. Ωσάν όνος.
Οι περαστικοί γελούν, μπαίνουν στο όχημα και φεύγουν. Ο όφις εξέρχεται ορθός, θέλω εγώ να την λείχω, ωστόσο, μα δεν φθάνω. “Κοίτα γύρω” της λέγω “τα αστέρια” μα δεν με αφήνει να την λείχω. Επιθυμεί το μαρκάλεμα βιαίως, κι αν εξηράνθη, βιαίως το επιθυμεί και έτσι.

Ορθώνομαι εκ νέου, πευκοβελόνες μου τρυπούν τα μέλη, κύμβαλα αλαλάζουν, Ω Φορτούνα, Βέλουτ Λούνα, έχει ένα Φεγγάρι απόψε, οι κόρνες των ταξί της Πειραιώς ηχούν, οι πόρνες μεταξύ μας ζουν, είναι νυξ έαρος ερωτικού και τα πεύκα μυρίζουν σαν
πεύκα, τα πεύκα μυρίζουν σαν ούρα, τα πεύκα μυρίζουν ρετσίνα. Μέθυσα.
Ενδυόμαστε κι επί της οδού Σαλαμίνος της λέγω

Ναυμαχήσαμε εντόνως, ω Απόστολε. Ο ορθός εχθρός μας ηττήθη και έκλαυσε κλαύμα δακρυρρέων. Δεν ηξεύρω εάν οι Παπανδρέου εγάμησαν τη χώρα. Αφήνω τις σιγουριές σε αριστερές σαν κι εσένα. Ταπεινώς ηξεύρω πως μιαν αριστερά περιστερά καυλίτσα Απόστολος την εγάμευσε εντόνως κι εσαλαμινομάχισε μετ’ αυτής ο Λευτέρης με τ’ όνομα.
Και το πνεύμα εν είδει αριστεράς εβεβαίου του λόγου το επισφαλές. Σε ευχαριστώ και με συγχωρείς δια το ταχύ της υποθέσεως”.

Και εκείνη ενδύεται τα κιμονό της, τα μπουζουξίδικου σκυλέ της, την αρχαία χλαμύδα και την ιησουίτικη πορφύρα, νεύει προς τον Γραμματικό της και τον επόμενον καλεί. Διότι επί πολλού δεν εμίσθωσα ετούτη την οικία, μα μοναχά για μιαν ιαχή ναυμαχίας. Κι όλοι μόνοι μείναν εις την Σαλαμίνα.