Το Μυκηναϊκό Ιγκλού των Μποζαϊτίκων
Category : book reviews
“Να του πεις ότι είναι μεγάλος μασκαράς! Ακούς; Αυτό να του πεις! Μασκαράς μεγάλος!” αναφωνούσε η Μαργαρίτα. Και ο περί ου ο λόγος μασκαράς; Ο Κόντε Λοκούρι. Επομένως, θέλω να πω, δεδομένου ότι η Μαργαρίτα ομιλούσε περί του Κόντε, μου στέκεται πάντα αδύνατο να την πιστέψω. Μασκαρά; Τον Κόντε; Τον φίλο μου με την υπομονή του Βούδα; Τον αιώνιο κυματοθραύστη να τον πει μασκαρά; Δυνατόν ποτέ;
Βέβαια, η Μαργαρίτα είχε παραισθήσεις καθόσον ευρίσκετο στο πρώτο της έμφραγμα, ετών εβδομήντα πέντε. Μετά το έμφραγμα, επανήλθε δριμύτερη. Σταμάτησε να καπνίζει και της εξέλιπε εκείνη η αυτάρεσκη περιφορά της αιωρούμενης στάχτης πάνω από τους γαύρους στο σαβόρο. Όλα κι όλα, ουδέποτε έπεσε η στάχτη στους γαύρους, η ισορροπία πάντα καλά κρατείται. Ένα κράμα φαμ φατάλ και αυτοφατάλ η Μαργαρίτα, καταστροφική για τον εαυτό της, όχι για τον άρρενα επίδοξο. Τέλοσπάντων, θέλω να πω ότι εγώ την Μαργαρίτα πάντοτε την αμφισβητώ και δεν πιστεύω παρά τα μισά των μισών από όσα λέει, δηλαδή περίπου το έν τέταρτον του συνόλου των λεγομένων της. Παράδειγμα, μου είπε ότι δεν θα ξανακαπνίσει ποτέ μετά το έμφραγμα, και μόλις άρχισε να συνέρχεται και φύγαν οι παραισθήσεις από το κρανίο και οξυγονώθηκε ο εγκέφαλος κάπως, ξαναπλακώθηκε σαν αράπης με τα υγιεινά σλιμ υπερ λάητ της και φουμέρνει κανονικά. Μετά κοπάνησε και εγκεφαλικό, πήρε μηχάνημα οξυγόνου, συνήλθε και τώρα ξανά φουμέρνει μερακλίδικα στα ογδόντα της. Μου είπε ότι δε θα ξαναπαίξει ξυστό και την βρήκα στο καφενείο, με το σταυρόλεξο πλάι σε έναν λόφο στάχτης και ξυσμένων ξυστών να έχει ξεμείνει και να μου λέει να με κεράσει έναν καφέ-με τα δικά μου. Πολυλογώ, αλλά έχεις τρακόσιους πενήντα λόγους για να αμφιβάλλεις όταν λαμβάνεις πληροφορίες από την Μαργαρίτα.
Δεν είναι ότι επινοεί πράγματα. Είναι όντως καλοστεκούμενη για τα ογδόντα της. Προσέχει. Βάφει τα μαλλιά της πάντα, πορφυρά, δε θα βρεις τρίχα παραπάνω από όσο πρέπει στο πρόσωπό της, φοράει τα δερμάτινά της, τα τακούνια της, τα όλα της. Είναι ωραία για την ηλικία της. Την κάνεις και εξηντάρα, ας πούμε. Αλλά η αυταρέσκεια ισχύει. Θα πάει στο νεανικότερο δυνατόν καφενείο, θα παίξει, θα πειράξει τον σερβιτόρο, ναι, θα καυλαντίσει. Για την καυλάντα, όχι τίποτε άλλο. Σαφώς θα μου πει “είδες πώς με κοίταγε το γκαρσόνι;” Και σαφώς το γκαρσόνι δε θα έχει κοιτάξει, εδώ και χρόνια τώρα, αλλά δε θα επιβάλω εγώ το γνώθι σαυτήν.
Είμαστε λοιπόν στην παραλία και πίνουμε φρέντο καπουτσίνο με πατατάκια ρίγανη. Ναι, πάνε τα πατατάκια ρίγανη με τον καπουτσίνο. Εγώ περιμένω και χαζεύω, η Μαργαρίτα ανυπόμονη έχει πάει μόνη της στη θάλασσα, έχει ήδη κάνει μπάνιο και έρχεται. Φωνάζει βραχνά “Α μα πια με τον ξεφτίλα! Που να χαθεί ο παλιάθρωπος!”
-Τι έγινε βρε Μαργαρίτα;
-Άσε με, σιχάθηκα!
-Ποιον σιχάθηκες μωρέ; Τι έπαθες;
-Εκεί, στην παραλία. Πίσω από το αρμυρίκι. Ένας μαλάκας. Καθότανε και… φιιιι τι να σου λέω τον ξεφτιλισμένο.
-Τι έκανε μωρέ; Σε έβρισε;
–Είχε πιάσει το πουλί του και…
Εκεί η Μαργαρίτα έκανε μια κίνηση γνωστή, αλλά δεν παίζαμε τάβλι.
– Άσε μας μωρέ Μαργαρίτα. Ντάξει. Το πουλί του. Με εσένα – είπα από μέσα μου. Κάθισε τώρα και ηρέμησε.
– Μα είναι ντροπή! Μέσα στην παραλία! Πήγα να ανάψω το τσιγάρο μου και…
Σταμάτησα να ακούω τις ιστορίες της Μαργαρίτας, καθώς όπως είπα πάντα αμφιβάλλω για τα λεγόμενά της και δεν ενέπιπταν στο έν τέταρτο του συνόλο το οποίο λαμβάνω ενίοτε υπ΄όψη.
~~~~~~~~~
Την επόμενη μέρα είχε πάρα πολύ ζέστη. Οι μύγες επίμονες και επίπονες. Ο μαΐστρος ανελέητος, φύσαγε καυτός και κουραστικός. Κατεβήκαμε με τον Κόντε στην παραλία νωρίς είναι η αλήθεια κι αράξαμε και κοιτούσαμε των παφλασμό των κυμάτων. Κι ακούγαμε τον φλοίσβο. Η Μαργαρίτα, μετά από τρία τηλεφωνήματα και πολύ υστερία και επιμονή είχε αποφασίσει να μην ξανακατέβει στην παραλία. Έτσι, βιαστικά φύγαμε εμείς και μπανιάραμε.
Βιαστικά βιάστηκα και δεν πήρα τα τσιγάρα μου και ξέμεινα. Ψυχαναγκασμός, ναι, αλλά ανάμεσα στις βουτιές θέλω να κάνω ένα τσιγαράκι, τι να κάνουμε;
Εκεί ανάμεσα, λοιπόν, βγαίνω έξω και βλέπω στην άμμο άκρη άκρη έναν σύντροφο καπινιστή. Ξεφτίλα, σκέφτηκα, αλλά μισή ξεφτίλα δική μου, μισή πάλι δική μου. Θα του ζητήσω τράκα. Κάθεται, με το μαγιό του, καπνίζει κι αράζει. Θα με εννοήσει.
Και με εννόησε. Σήκωσε τα γυαλιά ηλίου του στο γκρίζο του κούτελο “Τσιγαράκι θες; Τσάκω!” και προέτεινε το πακέτο με τον αναπτήρα. Αλλά αυτό το “Τσάκω” του είχε κάτι το απόξενο. Είχε χαμογελάσει, και κανονικά το χαμόγελο σε ηρεμεί. Ωστόσο, είχα αισθανθεί κάτι σαν μυρμήγκιασμα στο κρανίο, ίσως αγχώθηκα με την τράκα, ίσως ήταν και ο ήλιος. Δεν ξέρω. Πάντως μου έδωσε να ξεχαρμανιάσω και μετά είπε και “Κράτα τα, έχω άλλα”. Ήθελε ψιλή κουβέντα. Εγώ δεν ήθελα. Να καπνίσω και να ξαναβουτήξω ήθελα, αλλά δε βαριέσαι. Θα μου τα σκοτίσει πέντε λεπτά, θα ξεχαρμανιάσω και θα μπω πάλι στο νερό.
“Ωραία η θάλασσα σήμερα!” μονολόγησε.
-Ωραία, πράγματι. του απάντησα.
-Και δεν έχει και πολύ κύμα.
-Όχι, ευτυχώς.
-Ε, δεν θα πείραζε να έχει λίγο ακόμα.
-Όχι, κακό δε θα ήταν.
Πού στο διάολο πήγαινε αυτή η κουβέντα; Πουθενά. Ο σύντροφος καπνιστής με το μαύρο σπίντο είχε κατεβάσει πάλι τα γυαλιά ηλίου και δεν καταλάβαινα αν κοιτάει εμένα ή γύρω όταν μου μίλαγε. Αλλά η κουβέντα έληξε απότομα.
-Θα αράξετε ώρα; με ρώτησε
-Μέχρι το απόγευμα. του είπα.
-Κράτα το πακέτο και τα λέμε, φίλος” απάντησε και έφυγε χαμογελαστός.
Δε με χάλασε το τσάμπα πακέτο. Αλλά η επικοινωνία με τον σύντροφο καπνιστή είχε κάτι το αόριστα απόκοσμο. Ίσως να είχα πάθει και ηλίαση, πάντως όταν έφυγε αισθανόμουν μία ζάλη κατά τι εντονώτερη από εκείνη που προκαλεί η έλευση της νικοτίνης στον αγνό, εθισμένο οργανισμό. Μία ζάλη αγχώδη, μία αγωνία αναίτια και μία γνωριμία σωτήρια αλλά και περίεργη.
“Τι έλεγε ο φιλαράκος σου;” με ρώτησε κατόπιν ο Κόντε. Τι να πει. Μαλακίες έλεγε, για τα κύματα.
~~~~~~
Την επόμενη μέρα δεν είχε τόσο πολύ ζέστη. Είχε γυρίσει και φύσαγε βοριά. Αργήσαμε να κατεβούμε στην παραλία, κι όταν πια βγήκαμε εκεί γινόταν πατείς με πατώ σε. Δε βρίσκαμε πού να αράξουμε, κι έτσι φτάσαμε άκρη στην άκρη. Εκεί βρήκαμε ένα ιγκλού.
Ένα ολόκληρο οικοδόμημα, σαν μυκηναϊκό τύμβο. Από πέτρες και κλαριά, καμωμένο με μεράκι και πίστη κάτω από ένα αρμυρίκι. Ποιοι μπόπιρες; Ποιοι ανήλικοι κατεργαραίοι το είχαν χτίσει; Πώς δεν το είχαμε δει τόσες και τόσες φορές το ιγκλού; Βέβαια, αν δεν είχε πήξει στον κόσμο η παραλία δε θα φτάναμε στην γωνία τούτη και ίσως να μη το βλέπαμε ποτέ. Αλλά τώρα το είχαμε ανακαλύψει. Τα έβλεπες όλα τα πυρομαχικά των ανηλίκων πολεμιστών χτιστών: βότσαλα, άμμος, ξυλαράκια και κομμάτια λειασμένα κεραμικά. Απέναντι από το ιγκλού κοράσια σαν τα κρύα τα νερά κι απέναντι από τα κοράσια, κρύα τα νερά καθότι φύσαγε βοριάς.
Μαζί με τα κοράσι έφθασε και η Αρετή. Πολύ γυμνασμένη η Αρετή, παρά την ηλικία της κι αυτή, με γνώσεις και κοινωνική μόρφωση και εκκλησιαστική δράση. Βοήθειά της, ποτέ δεν πήγαμε μαζί της στους Αγίους Τόπους, αν και επέμεινε. Κι εκείνη δεν έβρισκε πού να απλώσει την ψάθα της. Της κάναμε νόημα και ήρθε κοντά μας. Αψηλή. Με τα μπανιερά της, με τα όλα της. Αλλά και σοβαρή, σοβαρότατη.
Της έδειξα το ιγκλού και της είπα “Κοίτα τι φτιάξανε τα μαγκάκια! Ωραίοι οι μικροί!”
-Ποιοι μικροί ρε; μου απάντησε κοφτά. Δε ξέρεις ποιος το έχει φτιάξει αυτό;
-Ποιος το έχει φτιάξει βρε Αρετή; την αρώτησα.
-Ο βλάκας ο γιος της Γιωργάκαινας. Κάθεται εκεί μέσα, δεν τον βλέπουν απέξω και δώστου τον αργαλειό.
-Ποιον αργαλειό;
-Τη μανιβέλα, ρε παιδάκι μου.
-Ποια μανιβέλα;
-Το πουλί του, αμά πια κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις! Κάθεται κει μέσα και το παίζει.
-Τι λες βρε Αρετή; Παιδιά δε το φτιάξανε αυτό;
-Ποια παιδιά μωρέ. Εκείνος το έφτιαξε. Κάτσε τι ώρα είναι;
-Δύο παρά.
-Μόλις πάει δύο, θα τον δεις και θα έρθει. Θα παρκάρει το μηχανάκι του εκεί στην προκυμαία και ξαφνικά θα εξαφανιστεί. Εδώ θα χωθεί.
Αμ έπος αμ έργον. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα ο γιος της Γιωργάκαινας πάρκαρε το μηχανάκι του στην προκυμαία. Αλλά εν τω μεταξύ τα γέλια μας είχαν εγείρει το ενδιαφέρον δι’ άλλες κυρίες λουόμενες, οι οποίες είχαν συγκεντρωθεί πέριξ της Αρετής, η Κατερίνα, η Χαρά, η Γιωργία και λέγανε για το γιό της Γιωργάκαινας και πώς μια άλλη φορά που ήταν κάτι όμορφες νεαρές δεν την έπαιζε, αλλά την βρίσκει μόνον με θείτσες και γιαγιάδες και το ένα και το άλλο, και η μάνα του ήταν τρελή, όχι η μάνα του δεν ήταν τρελή, χωρισμένη ήταν, ναι αλλά αυτός είναι για τα σίδερα, όχι δεν είναι για τα σίδερα, σου λέω είναι επικίνδυνος, γιατί είναι θρασύδειλος και οι θρασύδειλοι μπορεί να εγκληματίσουν, σαν τι έγκλημα να κάνει, αφού κάθεται και την παίζει, δεν ενοχλεί, δηλαδή μωρή τη βρίσκεις να την παίζει και να σε κοιτάει, κάκακα τα γέλια, κάκακα τα γέλια.
Μονάχα η Αρετή κοίταζε καλά και όταν έφτασε το μηχανάκι έτεινε τον δείκτη και μου ψιθύρισε ενώ μιλούσαν οι άλλες “Αυτός”. Εκείνες συνέχισαν να ψιθυρίζουν και αυτός να πλησιάζει.
Μα μιλούσαν γι’ αυτόν ωσάν να μην ήταν εκεί. Ενώ ερχόταν. Και όσο πλησίαζε έβλεπα το μαύρο σπίντο. Τα μαύρα γυαλιά και το γκρι μέτωπο. Το πακέτο τα τσιγάρα, το ίδιο με προχτές το κόκκινο. Το μηρμύγκιασμα στο κρανίο μου, το ίδιο με προχτές. Ήταν ο φιλαράκος που είχα κάνει τράκα. Πλησίαζε. Και η Αρετή μου έλεγε πως είναι ο γιος της Γιωργάκαινας. Ο Αυνανιστής. Ο Μπανιστηρτζής. Ο μέγας Κτίστης του Ιγκλού, ο Οικοδόμος, ο Μυκηναίος Άναξ του Τύμβου. Ο γιος της Γιωργάκαινας.
Οι άλλες κυρίες λουόμενες συνέχισαν τον λίβελλο και τα γέλια, ώσπου ο γιος της Γιωργάκαινας πλησιάζοντάς για να πάει προς το Ιγκλού αντελήφθη τι έλεγαν, έκανε απότομη μεταβολή, σήκωσε λίγη άμμο με την παντόφλα του και έφυγε τρέχοντας.
“Μην αγχώνεστε, θα πάει στην απέναντι παραλία” είπε η Αρετή ψύχραιμα.
Αμ έπος, αμ έργον. Ο γιος της Γιωργάκαινας, ο φίλος μου, ο σύντροφος καπνιστής πήγε στην απέναντι παραλία και τον είδαμε. Και μείναμε εμείς να περιεργαζόμεθα το Ιγκλού.
Είχε μαζευτεί πλήθος γύρω από το κτίσμα και κοίταζε, ώσπου ήρθε και ο ξενοδόχος του παρακείμενου “Τζακιού”.
-Τι έγινε ρε παιδιά;
-Εδώ, κοιτάμε το Αυνανιστήριο.
-Το Δοκιμαστήριο;
-Το Αυνανιστήριο. Εκεί που πάει ο γιος της Γιωργάκαινας και την παίζει κοιτάζοντας γριές.
-Πού ναι αυτό; Θα ρθω να το χαλάσω βράδυ, που να τον πάρει ο διάολος τον μινάρα!
~~~~~~
Αλλά τελικά ο ξενοδόχος δεν το χάλασε. Είχε ακόμα δουλειά στο ξενοδοχείο για την σεζόν και πράγματι θα ήθελε πολύ δουλειά για το ξεκάνει. Ο φίλος μας ο Αυνανιστής είχε φέρει ολόκληρα κομμάτια λαξεμένο μπετό, βότσαλα και κοτρώνες, άμμο, χαλίκι, κλαριά και πολλά πολλά αρμυρίκια, χλωρά και ξερά. Το στρώμα τούτο έμοιαζε με εκείνο πάνω στο οποίο κοιμόταν ο Οδυσσέας όταν ξεβράστηκε από την σχεδία στο νησί των Φαιάκων.
Πλην όμως η Ναυσικά και οι παιδίσκες με το τόπι είχαν αντικατασταθεί από γηραιές, γερμένες και κρεμαστές κυρίες.
Πέρναγε το καλοκαίρι και το Ιγκλού εκεί. Μάλιστα, ένα πρωί πάλι με τον Κόντε στην παραλία συναντήσαμε δύο. Φαίνεται πως υπήρξε ανταγωνισμός μπανιστηρτζήδων, και πως ο γιος της Γιωργάκαινας, μετά τη δημόσια διαπόμπευση αποχώρησε. Τώρα όμως έβλεπες δυο, άλλους, πάλι μεσήλικες, πάλι με γκρι μέτωπα και μαύρα σπίντο. Τους κάναμε δε και εκείνο το πρωί χαλάστρα, όπερ είχε ως αποτέλεσμα να μας περικυκλώσουν και να αρχίσουν να αναφωνούν συνθηματικά ο ένας στον άλλο “Έχει κοτσύφια σήμερα;” κι ο άλλος να φωνάζει σχεδόν οργισμένα “Πέρδικες βλέπω, πέρδικες”. Οι φωνές τους ήταν τόσο έντονες και τόσο φορτωμένες που καταλάβαινες πως ήθελαν να μας διώξουν. Μπιζάρανε για να φύγουμε, όπως μπιζάρουν στις φοιτητικές συνελεύσεις οι αντίπαλοι φοιτητές. Δεν φύγαμε, αλλά τα κοτσύφια πέταξαν μακριά. Ένθα κοτσύφια δε σήμαινε βεβαίως τίποτε όμορφες μικρές ή τέτοια πεζά, αλλά πάντα και πάλι τις γηραιές, πατσωμένες κυρίες της παραλίας.
~~~~~
Μα ύστερα πέρασε το καλοκαίρι και ο ξενοδόχος πήρε το τσεκούρι του. Κατέβηκε στην παραλία κι έκοψε δεξιά. Κι έκοψε σύριζα το φιλόξενο αρμυρίκι. Κλώτσησε με τη μπότα του τα αγκωνάρια, έσπρωξε τα μπετά και χάλασε μία και καλή το Ιγκλού. Βότσαλα θρίμματα παντού, και μαλακίες άνυδρες παντού. Κι έπειτα μια ψιλή βροχή, χρυσή βροχή, ο Ζεύς να κεραυνοβολά και να χύνει άμεμπτο το ύδωρ του επί των γκρεμισμάτων του πάλαι ποτέ Μυκνηναϊκού τύμβου.