Monthly Archives: October 2017

Κι ένα κείμενο για τον Μαλάκα της Υπόθεσης

Category : Uncategorized

Ο Μαλάκας της Υπόθεσης φυσικά δεν βρίσκεται στην κυβέρνηση. Πλην όμως ο Μαλάκας της υπόθεσης πίστεψε αυτόν που είναι στην κυβέρνηση.

 

Όταν του είπαν ότι δεν πρέπει να πληρώνει διόδια, ο Μαλάκας της Υπόθεσης σήκωσε την μπάρα και πέρασε τσάμπα. Κινδύνεψε να τρακάρει, φοβήθηκε με την παράτολμη αυτή του πράξη, αυτός, ένα καλό παιδί. Αλλά ήταν τόση η αδρεναλίνη, που τελικά το φχαριστήθηκε. Όταν γκάζωνε πατηλίκια στην εθνική, αισθανόταν ότι όλα πια είναι δυνατά στον κόσμο τούτο. Το δίκαιο επιτέλους θα βασιλέψει. Γιατί πήραμε το δίκαιο στα χέρια μας, πια ! Όταν του είπαν ότι δεν πρέπει να πληρώνει εισιτήριο, ο Μαλάκας της Υπόθεσης, με περισσή επαναστατικότητα, μπήκε στο τρόλει και το μετρό τζαμπατζής, γιατί του είχαν πει ότι είναι δικαίωμά του. Τρόμαξε κάπως όταν είδε τον ελεγκτή, αλλά ξεθάρρεψε σαν είδε την πίσω πόρτα του οχήματος ανοικτή και πήδηξε λαχανιασμένος στον δρόμο. Όταν του είπαν ότι οι άλλοι είναι προδότες, γερμανοτσολιάδες, Κουίσλιγνγκ και Τσολάκογλου, ο Μαλάκας της Υπόθεσης διαδήλωσε και διατράνωσε τα δικαιώματά του. Όταν του είπαν του Μαλάκα της Υπόθεσης ότι κάτι γίνεται εδώ, στην πλατεία Συντάγματος, όλο τούτο δεν είναι ομαδική ψυχανάλυση, αλλά πραγματικά κάτι αλλάζει, η ελπίδα έρχεται, ο Μαλάκας της Υπόθεσης πίστεψε, ήλπισε, πάλεψε.

Κάπου ενδιαμέσως, ο Μαλάκας της Υπόθεσης, όσο του επέτρεπαν τα χημικά και τα δακρυγόνα, ερωτεύτηκε ένα κορίτσι. Μια αλλόκοτη χίπισσα, που έμενε στα Βόρεια Προάστεια, κι είχε χαϊμαλιά στα μαλλιά και κρίκους στα αυτιά. Ο Μαλάκας της Υπόθεσης κάπου μπέρδευε τα κίνητρά του, δεν ήξερε αν κατέβηκε στους Αγανακτισμένους για το κορίτσι με τα χαϊμαλιά ή γιατί πράγματι είχε αγανακτήσει. Κάτι τον ερέθιζε στο στομάχι του όταν έσπαγε, με το δίκιο του, τα μάρμαρα στο Σταθμό Πανεπιστήμιο. Άλλωστε, το “σχήμα” του είχε πει ότι όλες οι επαναστατικές πράξεις επιτρέπονται τώρα που έχουμε επανάσταση. Τώρα που θα φέρουμε επιτέλους την Αξιοπρέπεια στην χώρα, κάθε πράξη που επιζητά τούτην την Αξιοπρέπεια, επιτρέπεται. Έτσι του είπαν, έτσι πίστεψε.

“Σπάστα ρε φίλος” του είπαν. “Σπάστα μέχρι να ξεδώσεις !” Και ο Μαλάκας της Υπόθεσης, το έκανε. Τα έσπασε ασύστολα. Κατέβηκε στα Εξάρχεια και τα έκανε λίμπα. Άναψε μερικές μολότωφ, έτρεξε, μικρός ήταν, δεκαεννιά χρονώ, προλάβαινε. Δεν τον έπιασαν. Ξέφυγε. Κυκλοφορούσε με κομμάτια μάρμαρο στην τσάντα, από την πινακίδα στη γωνία στη Νομική, με τους στίχους του ποιητού Γιάννη Κουτσοχέρα. Δεν τον σταμάτησαν για εξακρίβωση. Μικρόδειχνε κιόλας. Δεκαεννιά, μα έμοιαζε για δεκαπέντε.

Μετά πέρασε ο καιρός και η κυβέρνηση έγινε επιτέλους δική μας. Αριστερή. Επιτέλους. Τέρμα τα ψέματα. Τέρμα η κοροϊδία. Τέρμα οι πράκτορες πρωθυπουργοί και οι πουλημένοι γερμανόφιλοι υπουργοί. Τώρα είχαμε την Αριστερά στην Εξουσία. Για πρώτη φορά. Επιτέλους !
Ξαφνικά, ο Μαλάκας της Υπόθεσης είδε κάποιους από το “σχήμα” να βολεύονται εδώ κι εκεί. Να χώνονται σε θεσούλες, να κάνουν δωρεάν ταξίδια στο εξωτερικό, να εργάζονται ξάφνου και να κυκλοφορούν με καινούρια λαπτοπ.

Τότε ο Μαλάκας της Υπόθεσης, μαζί με αρκετούς άλλους Μαλάκες, διερωτήθη

“Για αυτό εγώ έτρεξα ; Για να μπορεί ο Τάδε να εργάζεται ; Και εγώ ; Εγώ τι κέρδισα από τούτο τον αγώνα μου;”

Οι περισσότεροι άλλοι Μαλάκες της Υπόθεσης κοίταξαν τη δουλίτσα τους. Κλείστηκαν στο καβούκι τους, σταμάτησαν να έρχονται στο σχήμα και την τοπική πρωτοβουλία κατοίκων. Το έριξαν στην εργασιοθεραπεία. Αρμπάητ μαχτ φράη. Η εργασία, κακοπληρωμένη κι ανασφάλιστη, απελευθερώνει. Τι θα κάνουμε τώρα ; Η κυβέρνηση μας κορόιδεψε. Ας πάμε στα σπίτια μας, τελείωσε η γιορτή. Δεν πάει άλλο. Δεν θα έρθει αυτό για το οποίο νομίσαμε ότι αγωνιστήκαμε.

Όμως ο Μαλάκας της Υπόθεσης δεν μπορούσε να το δεχθεί αυτό. Τώρα από δεκαεννιά είχε γίνει εικοσιένα. Του ήταν ακόμη αδύνατο να συμβιβαστεί. Συναντήθηκε με άλλον ένα Μαλάκα και συζήτησαν.

-Τι θα γίνει ρε μαν ; Θα κάνουμε πίσω τώρα ;

-Ποτέ δεν θα κάνουμε πίσω ! Στο είχα πει ρε μαν, αν δεν κάνουνε αυτά που είπαν, θα με βρουν απέναντι.

-Ναι ρε μαν, αλλά απέναντι ; Τι θα κάνουμε ;

-Θα βγούμε να σπάσουμε μερικά εκδοτήρια του μετρό. Αυτά τα καινούρια !
-Ρε μαν, φοβάμαι. Αν μας συλλάβουν;

-Μη φοβάσαι πουτσούλα μου. Δεν θα μας συλλάβουν. Είναι δικοί μας. Αύριο ξεκινάμε με μερικά γκραφίτι στο σχολείο και μετά πάμε στο μετρό να καθαρίσουμε. Ντάξει;

-Οκ.

Έτσι κι έγινε. Πλην όμως, στα δύο χρόνια που πέρασαν ο Μαλάκας της Υπόθεσης είχε γαμηθεί να καπνίζει. Είχαν πέσει οι αντοχές του στο τρέξιμο. Κι όπως έβαφαν το τοιχάκι στο σχολείο, τους έπιασαν. Στην τσάντα είχαν πολλά σπρέι. Στην αρχή, ο Μαλάκας της Υπόθεσης δεν φοβήθηκε. “Τι θα μου προσάψουν;” σκέφτηκε. “Γκράφιτι έκανα, άλλωστε έχουμε αριστερή κυβέρνηση, χαλαρά”

Μα έπειτα πήγαν και ψάξανε στο σπίτι του. Βρήκαν αστεράκια νίντζα και τρεις βαριοπούλες. Βρήκαν έναν γκασμά και διάφορα άλλα. “Βαρύς οπλισμός σε γιάφκα αναρχικών” έγραψε το αστυνομικό δελτίο τύπου. Το τι τους έσουρε η ασφάλεια, δεν λέγεται. Εγώ τώρα, βέβαια, πού ξέρω για όλα αυτά και τι με κόφτει ;

 

Λοιπόν, ο Μαλάκας της Υπόθεσης είναι μαθητής μου. Ο πρώτος μαθητής που έκανα ποτέ ιδιαίτερο μάθημα. Πήγαινα να του κάνω Επιτάφιο του Θουκυδίδη, γούσταρε ο τυπάς, αλλά οι γκόμενες – γκόμενες. Μια φορά πήγα να καθίσω στην καρέκλα και πάνω είχε δεμένο καλά ένα χρησιμοποιημένο προφυλακτικό. “Ω, σόρι ρε μαν!” μου απηλογήθη. Κανένα όριο μεταξύ μαθητού και καθηγητού. Ουδείς επιτελούμενος κοινωνικός ρόλος. Πλην όμως, σκάω τώρα. Διότι τότε, ο Σύριζας ανέβαινε, του είχα πει “Μη χάφτεις, γιατί θα καταλήξεις να είσαι ο Μαλάκας της Υπόθεσης. Σου αρέσει η Λογοτεχνία, και τα πιστεύεις όλα, αλλά μην τα πιστεύεις. Δεν θα γίνουν. Χαλάρωσε”

Εκείνος είχε επιμείνει ότι δεν μπορεί να είναι δεκαεφτά δεκαοχτώ και να είναι συμβιβασμένος. Τόσο συμβιβασμένος όσο του ζήταγα. Κάναμε τα ιδιαίτερα μας, γελάγαμε, τον έβλεπα που ήταν τόσο ιδανικός, προσπαθούσα να τον προσγειώσω.
Μετά, επειδή τα όρια των ρόλων μας δεν κρατήθηκαν (κοινώς αρχίζαμε μέσα στα λατινικά να κουβεντιάζουμε για την τύπισσα που καμάκωσε χτες) σταματήσαμε να κάνουμε μαθήματα. Τον ανέλαβε μια φιλόλογος άγνωστη, τυπική και αυστηρή. Ο Μαλάκας της Υπόθεσης πέρασε στο ΦΠΨ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τρομάρα σου, κι εσύ Φιλόλογος, ήθελα να του πω. Δεν του το είπα, τον συνεχάρηκα.

Κει μέσα, στη Φιλοσοφική, ο Μαλάκας της Υπόθεσης ριζοσπαστικοποιήθηκε ακόμα περισσότερο. Έμαθε να ρίχνει γροθιά στο μαχαίρι και να σπάει το μαχαίρι.

Μα κείνο το βράδι που έβαφαν το τοιχάκι του σχολείου, τον Μαλάκα της Υπόθεσης τον συνέλαβαν. Πέρασε δύο βράδια στην Ασφάλεια, απέναντι από το γήπεδο του Παναθηναϊκού.

Η υπόθεση του Μαλάκα της Υπόθεσης, ορθώς ή μη ορθώς, εκδικάζεται την άλλη εβδομάδα. Εκείνο που βρίσκω άδικο όμως, είναι ότι δεν θα ληφθεί υπόψη η παιδεία που έλαβε ο Μαλάκας της Υπόθεσης. Διότι, εκείνοι που ήταν αντιθεσμικοί και μάγκες, του είπαν του Μαλάκα της Υπόθεσης ότι δικαιούται να τα σπάει. Του είπαν ότι μπορεί να βγει και να τα κάνει λαμπόγυαλο, να μην πληρώσει, να πιστολιάσει κάθε θεσμό και να είναι μάγκας και ασύλληπτος. Έτσι του είπαν.
Μετά, οι δήθεν αντιθεσμικοί έγιναν κυβέρνηση και του είπαν ότι δεν δικαιούται να τα σπάει. Εκείνος, ως γνωστός Μαλάκας της Υπόθεσης, συνέχισε να τα σπάει. Και κατέληξε να συλληφθεί. Αυτά είχα να πω περί του Μαλάκα της Υπόθεσης, εύχομαι να τη βγάλει καθαρή.

 

Ηλίας Κολοκούρης

 


Κωνσταντίνος Θεοτόκης – Ἁπόλλων καὶ Δάφνη (1895)

Ἁπόλλων καὶ Δάφνη


Α’
Ὁ Ὑπερίων ἔζεψε τ’ ἄσπρα τ’ ἄλογα, στὸ πύρινο ἅρμα ἀνέβη καὶ τὰ χρυσοκέντιστα λουριὰ στὰ χέρια του ἐπῆρε.
Ἡ Νύχτα ἔφευγε μπροστά, κι ἠ ῤοδoχρώματη Ἠώς ἀπὸ σιμὰ ἀκλουθοῦσε. Ἦταν ἀχνὸς ὁ οὐρανὸς δίχως κανέν’ ἀστέρι, ἐνῷ ποὺ στὴν ἀνατολὴ φαινότουν τὀ κόκκινο χνῶτο τῶν ἄσπρων ἀλόγων.
Ὁ Ζέφυρος ἐφύσησε · ἐτρίξαν χαρούμενα τὰ δένδρα καὶ τὰ πουλιὰ ὅλα μαζὶ ἕνα τραγούδι ἀρχίσαν. Ἡ φύση ὅλη ἔζιουνε μιανῆς μερός ἀκόμα καινούρια ζωή.
Στῆς ἀχτίδας τὸ πρόσταγμα κοιμήθηκε ὁ Ὕπνος κι ἡ Σιωπὴ τ’ ἄλαλο πρόσωπο έκρουψε· καὶ καθὠς ὅταν νικητὴς στὴ χώρα του μπαίνει, μὲ χαρὰ κι ἐνθουσιασμὸ ὁ κόσμος του ζήτω φωνάζει, ἔτσι κι ἡ φύση ἐβούιξε, ὅταν ὁ Ἀπόλλων τὸν οὐρανὸ μὲ μίας ἐκυρίεψε.

Β᾽


Μὲς στὰ πράσινα τῆς Θεσσαλίας λιβάδια, ὅμοια μὲ τὰ Ἠλύσια, ὅπου τ’ ἄτια τ’ ἄσπρα τ’ Ἀπόλλωνα τή νύχτα βόσκουν τὸ πράσινο χορτάρι μἐ νἐχταρ ποτισμένο ἀπ’ τὸ Δία, μία Νύφη μὲ ξανθὰ μαλλιὰ σιμὰ σ’ ἕνα ἀσημένιο ῥυάκι ἐθιάμασε κι αὐτὴ τὴν κοκκινάδα τῆς αὐγῆς πού ‘ναι τὸ πὐρινο χνῶτο τῶν ἄσπρων ἀλόγων, καὶ μὲ χαμόγελο εὐτυχίας εἶδε τὸ φωτοβόλο ἄρμα στὸν οὐράνιο θόλο ν’ ἀνεβαίνει, λαμπρὸ σὰ σφαίρα ἀπό χρυσάφι ποὺ ἡ φωτιὰ ἔχει ἀνάψει, μοναδικὸ μεγαλεῖο στὸν οὐρανὸ τῆς ἡμέρας.
Τὴν εἷδε κι ὁ Ἀπόλλων.
Καὶ τὴν ἡμέρα ὁλάκερη, ἐνῷ τ᾽ ἄσπρα ἄτια κεντοῦσε ὁ μεγάλος θεὸς συλλογιζότουν σ᾽ αὐτἠν.
Γ᾽
Τὸ μεσημέρι ἀπέρασε καὶ τ’ ἄλογα χαρούμενα στὰ Ἠλύσια νὰ γυρίσουν, σηκώνονταν στὰ πισινὰ ποδάρια, χρημήτιζαν, καὶ καπνὸς ἀπὸ τ’ ἀρθούνια τους ἔβγαινε ἡ πνοή τους, καὶ σπίθες ἀπὸ τ᾽ ἄγρια μάτια τους.
Δ᾽
Στὸ ἄρμα του καθισμένος ὁ θεὸς μπροστὰ του πάντα ἔβλεπε μὲ γαληνότη, τὰ χἐρια του ἀκίνητα κρατούσαν μὲ δύναμη τὰ ὁλόχρυσα λουριά.
Κάπου ἡ θάλασσα γαλάζια καὶ μαύρη καὶ χρυσή, ἀνήσυχη· ἡ γῆς· κι οἱ ἄθρωποι· πράσινοι κάμποι, δάσοι, βουνά, χῶρες, ὁ Ὄλυμπος.
Ἁπάνου τὸ ἄπειρο δίχως ἀρχὴ οὔτε τέλος· παντοῦ τὸ ἄπειρο, ὁλόγυρα στὴ γῆς, στὸν ἥλιο, νησιὰ τοῦ ἀπείρου.
Ε ᾽
Καὶ πάλε τὰ σπάνια σύγνεφα κόκκινα στῆς Ἀνατολῆς τὴ χρωμότη· οἱ κορφές τῶν δένδρων μόνο λιασμένες, μα λίγο λίγο κι ἀποφτοῦ ἔφευγε ὁ ἥλιος.
Τῶρα μόνο τ᾽ ἀκροβούνια.
Καὶ σὲ λίγο τὰ λίγα σύγνεφα ποὺ σιμὰ στὴ Δύση ἧταν.
Ὁ ἁγέρας χρῶμα ἰουλί ἔπαιρνε κι ἄρχισε νὰ μαυρίζει.
ΣΤ᾽
Κι ἀφοῦ τ᾽ ἄσπρα τ᾽ἄλογα στὰ Ἠλύσια ἔλυσε ὁ Ἐκηβόλος, μὲ τὴ χρυσή του λύρα ἐπῆε νὰ τραγουδήσει, στὸ σούρουπο, στοῦ ῥυακιοῦ τὴν ὄχτη ὅπου τὴ Νύφη εἶδε.
Ζ᾽
Πρώτη φορὰ ἡ Νύφη ἄκουε τἐτοια θεία φωνή, τέτοια θεία μελωδία, κι ἀνήσυχη λίγο μὰ περίεργη πολὺ καὶ θαμπωμένη γάλι γάλι πρόβαλε ἐμπρός.
Ὦ ἦταν ὁ Ἀπόλλων.
Θεῖο πρόσωπο, ἀναλαμπὴ τοῦ Ἀπείρου, βλέμμα βαθὺ, καὶ γαληνὴ ἀθάνατη ὀμορφότη.
Ἔμειν᾽ ἡ Νύφη.
Κι ὁ Θεός σηκώθηκε μὲ τὴ λύρα του στὸ χέρι, καὶ τὴν ἀγκάλιασε. – Ὠιμἐ.
Ἔτρεμε ἡ Νύφη τοῦ θεοῦ τή μεγαλειότη νοώντας. Τὴν εὐτυχία τῆς ἀγἀπης δὲν ἤθελε, πιστὴ στῆς Ἀρτέμιδος τὴ λατρεία.
Ὁ ἔρωτας γι᾽ αὐτἠν, ἀμαρτία, βλαστήμια, νὰ ἐπιθυμήσει ἕνα θεό. Στο Δία πατέρα δεήθηκε νὰ τὴν ἐλευτερώσει.
Τὴν εἰσάκουσε.
Κι ἐκεῖ ὁποὺ τὸ στόμα της ὁ Ἀπόλλων ἐφιλοῦσε, τὰ νύχια στὰ πόδια ἐμάκραιναν, ἤτανε ῥίζες, τὸ κορμὶ ποὺ ὁ θεὸς ἔσφιγγε ξύλο ἐγενότουν, τὰ χέρια κλῶνοι, τὰ δάχτυλα κλάδοι, τὰ νύχια κλωνάρια.
Καὶ βρίσκεται ἀκόμα τὸ δένδρο στοὺς δάσους τῆς Ἑλλάδας.
Εἶναι ἡ ἔνδοξη Δάφνη.