Η Βουτιά
Category : book reviews
Το ποτό αποκοιμίζει τις σκέψεις, μαλακώνει τους πόνους, μ’ αυτό κεντρίζω τον εαυτό μου κάθε τόσο να προχωράει ένα μισάωρο πιο κάτω… Όμως η στάθμη του ποτού στο μπουκάλι κατεβαίνει, πρέπει να φυλάω το θησαυρό μου και για μετά. Πίνω την τελευταία γουλιά (την πιο μεγάλη !) στο κατώφλι του σπιτιού μου, πριν αντικρίσω την Μάγδα. Θα πάω σιγά σιγά να πλαγιάσω στον καναπέ. Δεν θέλω καυγάδες απόψε. Τώρα θα βυθιστώ στον ύπνο. Να ξεχάσω όλα όσα έγιναν σήμερα. Να γίνω πάλι αφεντικό του εμπορικού. Να γίνω πάλι αφεντικό του εαυτού μου. Ένα τόσο δα μικρό, ασήμαντο λάθος ! Δεν χάθηκε κι ο κόσμος βρε αδερφέ…
Hans Fallada, Ο πότης
Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαγε κουνιστός:
― Σε καβάλησε ο Xριστός!
Το γαϊδούρι, Κώστας Βάρναλης
Όταν έριχνα αυτή τη βουτιά δεν περίμενα ότι θα είναι τόσο σκοτεινά εδώ κάτω.
Συνειδητά, με λογισμό και μ’ όνειρο, πρώιμή μου γνώση, πήρα φόρα και πήδηξα βαθιά στα αφρώδη νερά. Μπουρμπουλήθρες, εγκλωβισμένα οξυγόνα σε μικρές μικρές σφαίρες αέρος. Μπύρα μου. Εμπειρία μου. Εγώ θα κόψω το κρασί για σένα μπύρα μου χρυσή.
Ήξερα ή δεν ήξερα τι θα βρω ; Δεν θυμάμαι. Πάντως, εγώ είμαι όλα αυτά που βρήκα ; Κατσαρίδες και αράχνες, νυχτερίδες και σκοτάδι. Δεν θυμάμαι καλά. Θυμάμαι πάντως πως όταν έπινα την πρώτη γουλιά, πριν να βουτήξω, γελούσα υστερικά. Γελούσα με την καρδιά μου. Προσπαθώ να ανακατασκευάσω την συζήτηση που είχαμε εκείνη τη στιγμή, αλλά δεν γίνεται.
Έπαιζα με τα τσιγάρα μου και ρουφούσα. Ενδεχομένως και να λέγαμε σαχλαμάρες. Ενδεχομένως και να λέγαμε σοφίες. Δεν ξέρω. Πάντως σίγουρα δεν πίναμε καφέ. Πίναμε οικειοθελώς και μανιασμένα κρασί. Πίναμε δηλητήριο. Διότι δεν το νερώναμε, το κατεβάζαμε καθαρό, οινόπνευμα οξύ. Τρύπα στο στομάχι.
Μετά, σαν έφτασα εδώ, στον πάτο, θυμήθηκα πως στην αρχή, εκεί γύρω στο πώμα του μπουκαλιού είχα αναφωνήσει σταθερά “Καμία απάντηση δεν βρίσκεται στον πάτο του μπουκαλιού”. Σαν έφτασα όμως στο γυαλί, είχα όλες τις ερωτήσεις να εκφέρω :
“Ποιο το νόημα ;”
“Θα τα καταφέρω ;”
“Πότε ;”
“Πώς ;”
“Πού είσαι ;”
Μα δεν ήσουν εκεί. Δεν σε βρήκα. Κοίταξα γύρω μου, μα ήταν ύδατα πράσινα. Ίσως και να μην ήταν ύδατα, ίσως και να ήταν το φως που έμπαινε αχνό από το κοίλον μέρος του μπουκαλιού. Πάντως είναι σίγουρο ότι τα έβλεπα όλα υγρά. Πού ξέρεις, ίσως να είχαν υγρανθεί και τα μάτια μου;
Καταστολή, καταστολή, καταστολή, μην επαναστατείς μποέμισσα καρδιά, δεν έχει άλλο. Τούτο εδώ είναι. Θα ριζοσπαστικοποιηθείς κάποιαν επόμενη μέρα. Θα πάρεις φόρα και θα αρνηθείς όλα ετούτα που σου φορέσανε καπέλο. Σαν ξυπνήσεις μονομιάς, θα ρθει ανάποδα ο ντουνιάς.
Κι όσο πέρναγαν τα χρόνια, αντί να μεγαλώνω, μίκρυνα. Μίκρυνα κι έγινα αυτός που δεν είμαι εγώ. Έγινα ένας μικρός άνθρωπος, φοβισμένος με τα πιο απλά πράγματα. Φοβάμαι να πάω μέχρι τη γωνία, διότι μπορεί να εμφανιστεί καμιά μάγισσα και να εναποθέσει τίποτε πεθαμένα λουλούδια στην όποια ελπίδα μου επάνω και να νεκρωθεί κι εκείνη αμέσως.
Κι όπως μίκραινα εγώ, μεγαλώνανε τα πράγματα γύρω μου. Δραστηριότητες καθημερινές και απλές, άρχισαν να γίνονται σύνθετες και πολύπλοκες. Εκείνα τα ίδια που πριν περάσει ο καιρός τόσο απλά τα κατάφερνα, τώρα αισθανόμουν πως πάει, είναι αδύνατον να γίνουν.
Η έκφραση έγινε φράγμα. Όσα κανείς άνθρωπος λέει έτσι απλά και ξεστομίζει “Μου αρέσεις” , “Σε θέλω”, “Πάμε!” τώρα γίνανε εξισώσεις άλυτες. Κι εκείνα τα κλισέ, τα χιλιοειπωμένα, γίνανε ανείπωτα.
Μη με ακουμπάς ! Σου λέω, μη με ακουμπάς ! Αισθάνομαι σα να με κλέβεις όταν με ακουμπάς ! Αισθάνομαι σαν, πώς να σου το πω, μια προδοσία. Μια παράταιρη αναλήθεια ανάμεσα στην πράξη και την πράξη. Όχι ανάμεσα στην πράξη και στον λόγο. Ανάμεσα στην πράξη σου και την πράξη σου. Θέλω τα όλα, πώς να σου το εξηγήσω ; Όταν με ακουμπάς, δεν επιθυμώ να μείνει εκεί, το ακούμπισμα, αλλά να γίνει αγκαλιά μία αιώνια και τίποτε λιγότερο από τα πάντα. Επομένως, μη με ακουμπάς. Κοντά τα χέρια σου. Ευχαριστώ. Όταν με χαϊδεύεις, με κοροϊδεύεις, με κοροϊδεύεις και πονάω. Πονάω παντού.
Σου εξήγησα ότι εδώ κάτω, στον πάτο του μπουκαλιού όλα τα αισθήματα κυριαρχούν. Η αμφιβολία γίνεται σιγουριά για το τίποτε, η επιθυμία γίνεται μανία ακόρεστη, η σκέψη γίνεται άνοια. Μουδιάζω σιωπηλά εδώ κάτω. Ξέρεις, ξεχνάω τι σκέφτηκα πριν και πού τραβάει το τρένο του συλλογισμού μου. Ή μάλλον, περίμενε θα σου το εξηγήσω πιο απλά.
Η Βαρκελώνη βρίσκεται στην Καταλονία. Σωστά ; Σωστά.
Η Καταλονία βρίσκεται στα εδάφη της βόρειας Ισπανίας. Σωστά ; Σωστά.
Υπάρχει περίπτωση να μετακινηθεί προς βορράν ή προς νότον ; Επ’ ουδενί.
Υπάρχει περίπτωση η Βαρκελώνη να γίνει, ας πούμε, τμήμα της Σικελίας ή χερσόνησος της Πελοποννήσου ; Επ’ ουδενί.
Επομένως καταλήγουμε στο ασφαλές και απόλυτο συμπέρασμα πως η Βαρκελώνη βρίσκεται εκεί που βρίσκεται. Εντάξει; Ωραία.
Τώρα πάμε στο πώς σκέπτομαι εγώ μετά τη βουτιά. Τώρα, μη με ρωτάς τι και πώς, είχα συνείδηση ότι βουτάω στο υποσυνείδητο. Ναι, το ήξερα. Δεν ήξερα τι θα βρω δω κάτω και βρήκα τούτο το φίδι να σέρνεται πάνω σε έναν θρόνο από σκατά.
Λοιπόν, ο θρόνος από τα σκατά είναι το προδιαγεγραμμένο μέλλον, εντάξει ;
Και το φίδι είναι όλες οι προδοκίες που έχει η κοινωνία από εμένα, θα δουλέψεις, θα παντρευτείς, θα κάνεις οικογένεια, μπορείς, έλα τώρα, καμάρι μου, γιατί δεν μπορείς, μπορείς, τι πάει να πει δεν σου φτάνουνε τα λεφτά, μπορείς, αγόρι μου, μπορείς, όλα τα μπορείς, τίποτε δεν είναι αδύνατον, σε παρακαλώ, μη λιποψυχείς, μη μου κάνεις φλωριές και τα θες όλα έτοιμα, παράτησε τον καφέ σου και βγες και άρπαξε τον ταύρο από τους όρχεις ΤΩΡΑ !
Αυτά ακούγονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της βουτιάς σαν απελπισμένη ικεσία ή σαν χρησμός σκοτεινός. Τελοσπάντων, αλλά υποσχέθηκα να σου εξηγήσω εν σχέση με τη Βαρκελώνη πώς συλλογίζομαι εγώ τώρα.
Λοιπόν, ο ανωτέρω συλλογισμός είναι απλός, δομημένος και το συμπέρασμά του ασφαλές. Απολύτως. Πού βασίζεται; Στα δεδομένα της όρασης, σε όσα βλέπει το μάτι μας στον χάρτη ή αν φέρει μια γύρα στα γεωγραφικά πλάτη και μήκη της γης. Ωραία !
Κάθομαι εδώ στη γωνία του μπαρ Μέμφις και διερωτώμαι σαν Αιγύπτιος Κοσμοναύτης : Τι περιμένετε από εμένα εσείς εκεί έξω από το μπαρ ; Να κάνω ετούτο. Και να το κάνω έτσι. Να παντρευτώ. Να βρω μια καλή κοπέλα. Να κάνουμε παιδιά. Να προχωρήσει ο τόπος. Προς τα πού ; Πού να φτάσει ; Γιατί κι άλλοι πάνω σε τούτο τον πλανήτη ; Θα σηκωθώ από τη μπάρα, θα παρατήσω το μπαρ. Τους σιχάθηκα όλους εδώ μέσα στο Μέμφις. Τους σιχάθηκα, γιατί και αυτοί εδώ απαιτούν να φοράς συγκεκριμένα ρούχα. Πρέπει να έχεις μακριά μαλλιά. Πρέπει να φοράς μαύρες μπλούζες με νεκροκεφαλές. Πρέπει να φοράς σκισμένα τζιν. Αυτά αν είσαι μεταλλάς. Αν είσαι πανκ, πρέπει να έχεις πράσινα ή ροζ μαλλιά. Και καρφιά στα ρούχα. Αν είσαι γκοθάς, χειρότερα. Αν είσαι χίπης, πρέπει να φοράς λουλούδια στα μαλλιά και χαϊμαλιά και χάντρες. Θα επαναστατήσω. Πιάσε το πρέπει από το γιώτα και γδάρε το ίσαμε το πί. Θα γίνω άλλος. Θα γίνω ; Μα τι λέω ; Εδώ κάτω ήδη άλλος είμαι. Εγώ, πάντως σίγουρα δεν είμαι. Εδώ δεν είμαι εγώ. Δεν έχω, ευτυχώς, απολύτως καμία ιδιότητα.
Εδώ, λοιπόν, στον πάτο του μπουκαλιού, όπου φυλακίστηκαν όλες οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις, φυλακίστηκαν αιωνίως να συγκατοικούν αρμονικά, έχω να δηλώσω ευθαρσώς ότι : αν υπάρχουν αντικαταθλιπτικά φάρμακα, υπάρχουν και καταθλιπτικά φάρμακα.
Τα καταθλιπτικά φάρμακα περιλαμβάνουν το αλκοόλ και το τσιγάρο. Και τα άλλα, τα πιο έξυπνα, το χασίσι και τις σκόνες. Και τα πιο βιομηχανικά καταθλιπτικά φάρμακα. Τα χάπια. Δεν το λέω εγώ. Θυμάμαι μου το είπε ο Όζυ Όζμπορν, μέσα σε μία παραίσθηση, που δεν ήταν παραίσθηση, αλλά συνέντευξη σε σκανδαλοθηρικό περιοδικό. Είναι καταθλιπτικό φάρμακο η μπύρα, σε παίρνει ολόκληρο άνθρωπο και σε κάνει κομματάκια. Τα κομματάκι αυτά γελάνε πρώτα. Πρόσεξε όμως, αναίτια γέλια. Γελοία γέλια. Κομματιασμένα. Γίνεσαι πουρές. Πουρές πατάτας, άψυχος. Κοιτάς το κενό, με ένα μουδιασμένο βολικά βλέμμα και περιμένεις. Ή μάλλον δεν περιμένεις τίποτε. Δεν έχεις καμιά προσδοκία. Ή μάλλον περιμένεις, να περάσει η επήρεια, να αισθανθείς πάλι. Δεν πιστεύω ότι αυτό το μούδιασμα από το πιοτό μοιάζει καθόλου με το μούδιασμα όταν σε νανουρίζουν. Το λένε αυτό κάποιοι, αλλά μαλακίες λένε. Όταν σε νανουρίζουν, ανασαίνουν πάνω σου, σε αναπνέουν. Καταλαβαίνεις; Σε ακουμπάνε. Κι εγώ τι σου ζήτησα; Να μη με ακουμπάς άλλο γιατί πονάω. Επομένως ; Φύγε. Σώπα, εντάξει, υπερβάλλω. Περίμενε, θα σου πω αυτό που σου υποσχέθηκα. Περί του συλλογισμού του πιωμένου. Πώς συλλογάται ο μεθυσμένος. Άκου το καλά και βάλε το στο νου σου.
Πρώτα όμως ποιος είναι ο μεθυσμένος; Είπαμε. Δεν είναι αυτός που σαχλαμαρίζει σε κάποιο μπαρ. Μήτε εκείνος ο κακομοίρης που τρυπώνει ανάμεσα στα βιβλία τις μπουκάλες τις πλαστικές από το φτηνό κρασί του περιπτέρου. Ο μεθυσμένος είναι εκείνος που το πρωί βρίζει γιατί δεν πίνει και το βράδυ σταματάει να βρίζει γιατί από τα χείλη του ρέει ποτάμι το αλκοόλ. Ενδεχομένως και μερικές φορές το πρωί απλώς να φοβάται και να μη βρίζει. Αυτός, λοιπόν, είναι ο μεθυσμένος, εκείνος που στραβά σκέφτεται κι όταν είναι ξεμέθυστος. Πώς σκέφτεται τώρα όμως ;
Όλοι οι συλλογισμοί του μεθυσμένου βασίζονται στο συναίσθημα. Θα πεις, αντίφαση, σύντροφος ! Πολλά του ζητάτε του μεθυσμένου. Του έχετε χτίσει ένα μάτσο στερεότυπα, ότι δεν θέλει τη ζωή του, ότι δεν θέλει τη ζωή γενικότερα. Δεν είναι έτσι. Ο μεθυσμένος πολύ τη θέλει τη ζωή του, αλλά μπερδεύτηκε. Ξέχασε. Θόλωσε το μυαλό του. Δεν βλέπει πια. Έχει τυφλωθεί για τα καλά, και με τη θέλησή του. Και προσπαθεί να δομήσει έναν συλλογισμό, χωρίς το βασικό συστατικό του συλλογισμού, τον λόγο. Συλλογισμός είναι συρραφή λόγων. Αλλά οι συλλογισμοί του μεθυσμένου είναι συρραφή άλογων ιδεών. Δηλαδή, εκεί που βλέπαμε την Βαρκελώνη και λέγαμε “Να τη, αυτή εδώ είναι η Βαρκελώνη !” τώρα ο μεθυσμένος, μαθημένος στην μέθη του, δεν βλέπει.
Νομίζει. Αισθάνεται. Δεν έχει αντίληψη των πραγμάτων. Μονάχα μια κάποια αόριστη αίσθηση.
Έτσι, λέει “Χμμ, μάλλον αυτό που αισθάνομαι είναι φόβος” και πατάει γερά γερά πάνω σε αυτό το συναίσθημα, που επιπλέει σαν καρυδότσουφλο, σαν ξεχαρβαλωμένη σχεδία στο πέλαγο της θαλάσσης. Διότι ο φόβος του δεν έχει βάση, παρά πηγαίνει μία εδώ, μία εκεί. Και πάνω σε αυτόν τον φόβο ο μεθυσμένος προχωράει προς τα πάνω. Χτίζει τις αντιλήψεις και τις πεποιθήσεις του. Αποφασίζει φοβισμένος, δηλαδή αναβάλλει επί μακρόν. Και προχωρά.
Ξέχασα εδώ κάτω τον χρόνο. Ξέχασα εδώ μέσα, στον κρύο πάτο του μπουκαλιού μου τα λεπτά που περνάνε, τις ημέρες που αργοκυλάν, τα χρόνια που φεύγουν σα νερό, μα εγώ μένω ακίνητος και κάθομαι. Κάποιος καλός άνθρωπος έχει βρεθεί και μου δανείζει χρόνο, δεν γίνεται αλλιώς. Κάποιος αφελής ή κάποιος αθώος βγάζει από την τσέπη του λεπτά σαν δεκάρικα και μου τα δανείζει. Κι εγώ τα πετάω, τα ρίχνω χύμα στον υπόνομο και λέω συνειδητά “Δε γαμιέται”. Και πάμε.
Άλλη φορά πάλι, ενδέχεται το συναίσθημα πάνω στο οποίο χτίζω τον παραλογισμό μου, τον οποίο καλώ συλλογισμό, να είναι ο ενθουσιασμός. Η απόλυτη πίστη στις δυνατότητες των πραγμάτων να μεγαλώσουν, ενώ εγώ μικραίνω κλιμακωτά. Ενώ εγώ γίνομαι μη ον, τα πράγματα γίνονται όντως όντα, κι ας μην υπάρχουν, κι ας είναι σκέτο αποκύημα της αχαλίνωτης φαντασίας μου. Και με τούτο τον συλλογισμό προχωρώ και πάω. Χταπόδια. Χταπόδια. Χταπόδια. Όταν συνουσιάζεται το άρρεν με το θήλυ, ο οκτάπους γίνεται επτάπους, διότι απώλεσε τον έναν πόδα.
Θέλω να πω, ότι όλες οι αποφάσεις και τα συμπεράσματά μου εδώ πέρα είναι απολύτως συναισθηματικά. Εμφορούνται, φυτεύονται και φυτρώνουν πάνω στα πιο γερά χώματα : φόβος, αγωνία, απαισιοδοξία, αισιοδοξία, προσδοκία, αναμονή, έρωτας, απελπισία. Τούτα είναι τα γερά τούβλα της αέρινης συλλογιστικής μου και φυσικά η σκάλα τραβάει και πάει, από πάνω προς τα κάτω. Όσες γουλιές κατεβάζω, τόσα σκαλοπάτια κατεβαίνω επί της κλίμακος. Τα σύννεφα του ουρανού από τον ουρανό έρχονται εδώ κάτω, μέσα στο μπουκάλι, το μπουκάλι γίνεται λυχνάρι, θολώνει απολύτως ο ορίζοντας. Με φωνάζουνε Τζίνι, το Τζίνι, το Τζίνι.
Να σου πω, εκείνη εκεί θυμάμαι που έλεγε ότι ο πατέρας της τής έλεγε για τον Χριστιανικό Γάμο που οφείλει να έχει σαν καλή κοπέλα. Και όταν κοιμόταν, είχε πάντα στο προσκεφάλι της ένα μπλε βιβλίο, το Προσευχητάρι. Δεν γνωρίζω αν προσευχόταν, δεν την είδα ποτέ. Αλλά την ονόμασα Απόστολο. Διότι όλα αυτά που αντιπροσώπευε ο πατέρας της, σα να ήθελε να τα φέρει τούμπα. Στα κορίτσια αρέσουν τα αγόρια, έτσι δεν είναι; Ε, εκείνη της άρεσαν τα κορίτσια. Στα κορίτσια που αρέσουν κορίτσια, είναι αναμενόμενο και να ερωτεύονται κορίτσια. Ε, εκείνη ερωτευόταν αγόρια. Στα κορίτσια που ερωτεύονται αγόρια, είναι αναμενόμενο να φέρονται καλά στα αγόρια που ερωτεύονται. Ε, εκείνη φερόταν σαν σε σκουπίδι στα αγόρια που ερωτευόταν. “Γιατί εσύ είσαι το αγαπημένο μου σκουπίδι” έλεγε. Τόσα πολλά αναμένονταν από εκείνη την κοπέλα και τόσα ανάποδα εκείνη έκανε. “Είμαι κουήρ” έλεγε. Κι εγώ, καθώς κατέβαζα μια γουλιά βότκα, της είπα “Εγώ δεν είμαι. Μου αρέσουν τα κορίτσια, δεν μου αρέσουν τα αγόρια καθόλου. Ερωτεύομαι κορίτσια και φέρομαι καλά στα κορίτσια” και πήρα άλλη λίγη φόρα και κατέβηκα βαθύτερα τη βουτιά.
Κι όσο βαθαίνει η βουτιά, γίνομαι ένα με το υγρό, υγραίνομαι κι εγώ, μουδιάζω σαν μεθυσμένο μωρό και αγκαλιάζω στοργικά τον στρογγυλό πάτο του μπουκαλιού. Και αφήνω τις ερωτήσεις να συγκατοικούν μαζί με τις απαντήσεις, χωρίς να τις συνδυάζω. Χαίρετε νύμφες ανύμφευτες, ποτέ δεν θα γνωρίσει η μια σας την άλλη, παρά θα κοιμάστε ναρκωμένες. Εγώ σας πότισα. Εγώ σας έφερα εδώ. Εγώ κι θαλερή θαλπωρή της βουτιάς μου. Δεν είναι εύκολο να αλλάξεις όταν χαλάσεις εντελώς, δεν έχεις μάτια να κοιτάξεις ποιος είναι ο δρόμος ο καλός. Έχει κι η λάσπη ηδονή.