Το σύνδρομο Σταντάλ: η εθνική μας παραφορά
Category : book reviews
Γ. Σεφέρης, Μυθιστόρημα, Γ’
Υπάρχουν βιβλία που σε συγκινούν, βιβλία αδιάφορα και βιβλία που σε παρασέρνουν. Στα τελευταία θα έβαζα το Σύνδρομο Σταντάλ του Γιάννη Δούκα. Είναι ένα βιβλίο που σε ξεκουνάει, σε σηκώνει από την τελματώδη αδράνεια και σε βοηθά να ξανακερδίσεις τη χαμένη πόλη σου, την Αθήνα.
Νομίζω πως είναι ένα βιβλίο έμμετρο το οποίο ενδείκνυται προς, κυριολεκτικώς, πεζή ανάγνωση. Βάζεις το Σύνδρομο στην τσέπη και βγαίνεις στους δρόμους της Αθήνας για άσκοπο βάδην. Και ανακαλύπτεις ξανά την πόλη, τους δρόμους και τη μνήμη της μέσα από τα αγάλματα.
Δίχως συστολή, αλλά και χωρίς περιττό θράσος ο Δούκας θίγει έννοιες οι οποίες τείνουν σήμερα να γίνουν όλο και πιο αλλότριες, όπως το έθνος, η αρχαιότητα και η θέση των προγόνων ή πρώιμων οικιστών του κλεινού μας άστεως.
Μια τουριστική αντιμετώπιση της ίδιας μας της ταυτότητας (Η πόλη όλη άγαλμα θα μοιάζει/ κι εμείς, οι θλιβεροί της υπνοβάτες/ νεκρή φύση με σουβλάκι και πατάτες) εγγενής, αλλά τόσο αδέξια κρυμμένη στον καθένα μας. Ένα ποίημα είναι ωραίο όταν μας εγείρει την αίσθηση της ανοικείωσης. Όταν δηλαδή περιγράφει ένα δέντρο, αλλά αυτό είναι άλλο δέντρο επειδή το περιγράφει ωραία. Η ιτιά δεν είναι απλώς ιτιά, μα λουλουδιασμένη.
Ο Δούκας, το καταφέρνει αυτό πολύ κατεργάρικα. Φράσεις που βλέπουμε κάθε μέρα στο μετρό (Δεν υπάρχει γνωστή γιορτή) γίνονται καινούριες, προκαλούν τον στοχασμό και τελικά απλά, καθημερινά γκραφίτι του δρόμου δίνουν το συμπέρασμα (Είμαστε όλοι πλαστελίνη). Η ελευθερία, η εθνική συμφιλίωση, η νεοναζιστική απώλεια μνήμης ενχαράσσονται σε μία ποίηση απαιτητική μεν σχηματικώς, αλλά ρέουσα και παιχνιδιάρα εντός μέτρου. “Τη σβάστικα δεν βιάστηκα να σπάσω… ακούω, συμπονώ, πηγαίνω πάσο” λέμε σχεδόν όλοι με τη μετριοπαθή στάση μας, μα το Σύνδρομο Σταντάλ καταφέρνει να καταγράψει το αδιέξοδο αριστοτεχνικά και μετρημένα. Γιατί, μη σπάζοντας τη σβάστικα, κυρτωμένοι στις αγκύλες, αφήνουμε την πόλη γυμνή κι εκφυλισμένη, βορά σε φασιστικές συμπεριφορές και δίνουμε χώρο στα Φαρμακονήσια να επιτρέπονται.
Τα πράγματα είναι και όμορφα και άσχημα εν τω άμα, διότι ο Θησέας της πλατείας Κοτζιά είναι και χεσμένος εντελώς απ’ τα πτηνά της πόλης, και πηρομελής κι αλώβητος. Ο μυθικός βασιλεύς της Αθήνας επανέρχεται σε 3 ποιήματα, μα ρεαλιστικότερο όλων βρίσκουμε εκείνον που ο ποιητής ρωτά Θησέα, βασιλιά και μετανάστη/ εσένα ποιοι σου νοίκιαζαν το άστυ; Μια ποίηση σχεδόν παρηγορητική, χιουμοριστική και πικρή, αφού εγκλείει τις καθημερινές μας αντιφάσεις, την αμηχανία μας μπροστά στο παρελθόν και την αγωνία για το μέλλον Καινούριες ο καθένας έγνοιες, άλλες/ και όμως από μέσα του προβάρει/ του Ίκαρου την πτώση και τη χάρη/ κρυφά, σε ταρατσάκια και σε σκάλες διαβάζουμε και βλέπουμε το μνημείο της Πλατείας Καραϊσκάκη.
Καθώς διαβάζεις τα ποιήματα, διαβαίνεις ανάμεσα στα λησμονημένα αγάλματα της Αθήνας, κι ακροάσαι κάποιον ράπερ ολίγον εξεζητημένο να σου μιλά, ειλικρινή μέσα στην έντεχνη απλότητά του. Ο ποιητής περπατά στην Αθήνα και παρατηρεί ενδελεχώς, καταγράφει κατανοητά αλλά όμορφα, στήνει μικρά διανοητικά παιχνίδια και κρατά την προσοχή σου όσο διαβάζεις. Τα αγάλματα των ποιημάτων μετά την ανάγνωση δεν θα είναι ποτέ ίδια. Αυτή είναι, θαρρώ, η εθνική μας παραφορά: ένα παρελθόν σχεδόν ακατανόητο, ελκυστικό μα και άγνωστο, το οποίο θαυμάζουμε μα και διόλου επιθυμούμε να γνωρίσουμε. Κι εμείς, ανήμποροι, με το κεφάλι στα χέρια, να απορούμε, να κουραζόμαστε και να θαυμάζουμε.
Πηγή: protagon