Κλαφ’ τα Χαράλαμπε: Ο Πίνακας και ο Καθρέφτης
Category : book reviews
Στο πρώτο του μυθιστόρημα ο Χαράλαμπος Μαγουλάς αφηγείται έναν πένθιμο έρωτα. Ακολουθώντας κατά πόδας ένα ποίημα του Καρυωτάκη, στο ΠΡΙΝ του έρωτα συνέρχεται από τον προηγούμενο. Εδώ, το ύφος του Φιλολόγου – Αφηγητή είναι καθαρό, ο λόγος δομημένος. Έχει μόλις επιστρέψει στον Πειραιά και γυρίζει σπίτι του. Το ταξίδι με τον ηλεκτρικό γνώριμο, μια Αθήνα που πάλλεται από την ερωτική καταστροφή. Ή την οικονομική; Αλλά ο Φιλόλογος ακόμα ξέρει τι λέει. Τέρπεται από τους δρόμους, συνομιλεί δημιουργικά με τα ονόματά τους, με την ιστορία και την μνήμη της πόλης του. Σουλατσάρει στα Εξάρχεια, έχει μόλις χάσει τη δουλειά του. Άνεργος αλλά προσπαθεί να μην είναι άεργος. Έχει μόλις απολυθεί από ένα ιδιωτικό λύκειο στο Μαρούσι, χάνει και Εκείνη. Πώς να συνέλθει από την απώλεια των δύο; Το εργασιακό δείχνει να μη μπορεί να λυθεί.
Έτσι ευρίσκει ή εφευρίσκει μιαν άλλη Εκείνη. Την Κοκκινομάλλα. Να είναι τάχα αληθινή ή πλάσμα της φαντασίας;
Τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο είναι ευχάριστα ασαφή. Βόλτες στη Μασσαλίας, στην Μπενάκη, ξανά στον Πειραιά. Παράλληλα, ο δομημένος λόγος του Φιλολόγου ακολουθεί την Πρέβεζα του Καρυωτάκη. Τίποτε δεν δείχνει το σκότος που επέρχεται. Η Αθήνα μοιάζει να μην έχει ελπίδα, δίχως πυξίδα, δίχως καβάντζα καμιά. Σιδηρόπουλος και blues ακούσματα, αλλά η αφήγηση διέπεται από συνοχή ακόμα.
Κατόπιν έρχεται το ΤΩΡΑ της αφήγησης. Εδώ ο αφηγητής Φιλόλογος ακολουθεί τα Κεριά του Καβάφη ανά κάθε κεφάλαιο. Ο λόγος του παραμένει δομημένος, στέκει γερά ακόμα καλύτερα από το ΠΡΙΝ. Το είδος της γραφής αλλάζει, πλέον οι ήρωες είναι πρόσωπα ενός δράματος. Τα δρώμενα δίδονται ευχάριστα σε θεατρικούς διαλόγους, φιλοσοφικές διαφωνίες. Σε μια έκθεση ζωγραφικής και σε ένα μπαρ, ευρήματα συνήθη για τους άνεργους της απελπισμένης Αθήνας. Τι θα κάνουν ο Φιλόλογος και η νέα Εκείνη; Από ταξίδι επέστρεψαν, μα αφού αντάμωσαν, σε νέο ταξίδι θα συνεχίσουν. Ξανά στον Πειραιά και τα νησιά του Αιγαίου παίρνουν. Με τα τελευταία λεφτά στην τσέπη, την αναίσχυντη αποζημίωση του λυκείου, ο Φιλόλογος ξαναζεί στη φύση, κάπως σα να χαίρεται τον νέο έρωτα. Μα στοχάζεται, δυστυχώς, κάθε στιγμή αναλύει με τον Καβάφη ανά χείρας. Κρίνει τους πάντες, μοιάζει να μισεί τους πάντες, μοιάζει να μισεί τον εαυτό του.
Πάντα όμως, ακόμα και μέσα στην ελπίδα του ΤΩΡΑ, έρχεται το ΜΕΤΑ. Το ΜΕΤΑ του μυθιστορήματος λοιπόν είναι το πιο διαλυμένο κομμάτι του βιβλίου. Η Κοκκινομάλλα αναλαμβάνει να συνεχίσει την αφήγηση του έρωτά τους. Στα χνάρια του Καρυωτάκη: Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμε/ στους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε,/ αυστηροί, γνώριμοι, αόριστοι φίλοι,/ μ’ ένα χαμόγελο στ’ ανύπαρκτά τους χείλη; Χάρηκαν λοιπόν τον έρωτα; Μάλλον όχι. Αλλά η μέθεξη των δύο επήλθε, ο Φιλόλογος γίνεται Εκείνη και τανάπαλιν. Η γραφή εδώ μοιάζει να γίνεται ντελίριο.
Άλλωστε πια δε μιλά ο Φιλόλογος. Δεν ακολουθείται η αυστηρή λογική της πρώτης φωνής. Έτσι, έχουμε κατεβατά ολόκληρα, παραγράφους επί παραγράφων. Η κοκκινομάλλα μοιάζει να μην ξέρει σύνταξη, να μην ξέρει να γράψει τις σκέψεις του και τις σκέψεις της. Ή μήπως αμήχανη στέκει μπροστά στο ΜΕΤΑ του έρωτα; Με αυτή την έννοια, η ντελιριακή γραφή του τρίτου μέρους δικαιολογείται. Πάντα μετά τον έρωτα ο άνθρωπος χάνει τα στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας του, οικειοποιείται τον άλλο και έσονται οι δύο εις σάρκαν μίαν. Και το μετά του έρωτα, όταν δεν έχει καταλήξει ευτυχής, θα είναι δυσνόητο, σκοτεινό, ασύνταχτο και θα κουράζει.
Δηλαδή, έχουμε μία συντακτική οπτικοποίηση της ασυνταξίας που επιφέρει στον ανθρώπινο νου ο έρως. Για να το πούμε λιανά, σου κάνει τα μυαλά πουρέ. Και ο Φιλόλογος κάνει πουρέ τα μυαλά της Κοκκινομάλλας. Ή τα δικά του. Διότι η μια φωνή μπαίνει μέσα στην άλλη ώσπου να φτάσουν στο σωτήριο ΕΠΕΚΕΙΝΑ.
Νεκροί και οι δύο στο τελευταίο μέρος, φάσματα των εαυτών τους, αποσυντίθενται μέσα στους στίχους του Καββαδία, ιδανικοί και ανάξιοι εραστές. Τα τρία Κ λοιπόν, Καρυωτάκης, Καβάφης και Καββαδίας δένουν καλά αυτή τη φιλοσοφική ερωτική ιστορία, όπου δεν εμφανίζεται φως και λύση του σκότους. Ωραίο μυθιστόρημα, με βασικά ατού του τις περιγραφές της Αθήνας, την εμπύρετη κυνικότητα του αφηγητή και την όμορφη αθωότητα της Κοκκινομάλλας. Τον αφηγητή θέλεις να τον μισήσεις, αλλά ταυτόχρονα τον κατανοείς με αυτή την απελπισμένη ανεργία που του φορέθηκε χωρίς να το επιλέξει.
Αν συνεχιζόταν στα σημερινά το μυθιστόρημα, θα έβρισκε την ελπίδα ο αφηγητής; Θα την διέβλεπε να έρχεται; Κι άραγε, θα ‘δινε έστω μια ευκαιρία στην κοκκινομάλλα να δημιουργήσουν ομού; Είναι η κοκκινομάλλα η Αριστερά που έχει εκ των προτέρων απορρίψει; Κι όμως, αφού γράψανε ολόκληρο μυθιστόρημα, δημιούργησαν. Ένα απαισιόδοξο, σκοτεινό πίνακα, ναρκισσιστικό και απελπισμένο. Δηλαδή, η απελπισία έχει μέσα της την ελπίδα, και το φως μέσα του το σκοτάδι. Χώρια ξεκίνησαν, μαζί πορεύτηκαν, ξανά χώρια βρέθηκαν. Μα στον πίνακα, στο σύνολο, πάντα μαζί θα είναι.
Πηγή: protagon