Και φύλακας και πιάστης: η νέα μετάφραση του Σάλιντζερ

Και φύλακας και πιάστης: η νέα μετάφραση του Σάλιντζερ

Category : book reviews

fylakas

Κατ’ αρχάς, αυτή ήταν μια κατ’ αρχήν ψυχαναγκαστική διαδικασία, που δεν έχετε κανέναν λόγο να κάνετε: Διάβασα και τον παλιό και τον καινούριο, κι ανάμεσα τζόλευα τον πρωτότυπο του Salinger.

Ο Χόλντεν Κόλφηλντ, ο έφηβος μέσα μας, απλωμένος στις μαγικές σελίδες του μυστηριώδους συγγραφέα έχει θρέψει γενιές και γενιές αναγνωστών. Αποδέχεται αυθεντίες; Έχει μήπως εικονίσματα να προσκυνά και σιγουριές να περιφέρει; Ξερωγω. Δεν νομίζω. Άρα; Άρα, αποφεύγοντας μέχρι φέτος να διαβάσω τον Πιάστη κάνοντας εικόνισμα τον Φύλακα, τι έκανα; Τον έφτιαξα αυθεντία και τι σπουδαίος που ήταν ο παλιός, και ω τώρα δεν είναι… και τέτοιες παπαριές έλεγα. Μα δεν ήμουν έτσι και λίγο κάλπης και γλίτσης και δήθεν; Η Τζένη Μαστοράκη μετέφρασε τον Πιάστη ή τον Φύλακα εκ νέου, από την αρχή. Κι εγώ, πιστός στο εικόνισμα, τον πέρασα τον Πιάστη στο ντούκου. Άρνηση. Δεν θα το διαβάσω! Σα να μην είχα καταλάβει γρι από τον Χόλντεν, πάντα αμφισβητία, πάντα έφηβο, πάντα εντός της πολύτιμης ελευθερίας του λάθους. Ποιο το σκεπτικό της νέας μετάφρασης λοιπόν;

Κατά τη γνώμη μου, αυτό το πολύτιμο δικαίωμα στο λάθος. Τα αγγλικά που μιλά ο ήρωας του Salinger είναι μια γλώσσα πλαστή. Δεν ομιλήθηκαν ούτε στη Νέα Υόρκη του ’50 ούτε πουθενά. Τα φτιάχνει ο μυστήριος συγγραφέας θέλοντας να δώσει έναν παιδιάστικο, λίγο μορφωμένο, σκοπίμως σφάλλοντα, όμορφο χαρακτήρα. Τώρα πού τα στηρίζω αυτά; Στο ‘να μου νύχι;

Ποιο το στόρι του Catcher; Ένας νεαρός αποβάλλεται από το σχολείο. Πριν την αποβολή, πλακώνεται με έναν και την κοπανάει νωρίτερα. Προσπαθεί να σουλατσάρει την πόλη χωρίς να μάθουν οι γέροι του ότι αποβλήθηκε. Αυτό! Το στόρι είναι αυτό το σουλάτσο κι η γητιά του όλη η φωνή του νεανία.

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης ή μάλλον «Ανηλικίωσης» (ευχαριστώ τον Άθω Δημουλά από το Καλειδοσκόπιο για την εφεύρεση της λέξης). Ανηλικίωση, δηλαδή το δικαίωμα ενός νέου ανθρώπου να επιστρέφει στην παιδικότητα, στο αναποφάσιστο, στη διαρκή αμφιβολία. Μην παραλείπουμε, ωστόσο, πως ο συγγραφέας δεν είναι δεκαέξι όπως ο ήρωάς του, ο Χόλντεν, αλλά ετών τριάκοντα δύο όταν δημοσιεύει τον Φύλακα ή Πιάστη, το 1951. Άρα πώς γράφει με αυτήν την παιδικότητα που βράζει να ενηλικιωθεί αλλά δεν;

Πιθανολογώ: Ακούει τους εφήβους της εποχής που γράφει. Θυμάται τους εφήβους της δικής του εφηβείας. Προσπαθεί να αγνοήσει τον ενήλικα εαυτό του που γράφει. Μέσα από αυτή την τριπλή δημιουργική όσμωση, νομίζω, βγαίνει η ανεπανάληπτη φωνή-γραφή του Χόλντεν στα αγγλικά, με στοιχεία και από τις τρεις πηγές. Όσμωση που οδήγησε πολλούς αναγνώστες -μαθητές μου, μιας κάποιας ηλικίας Αμερικανούς- να μου πουν πως «αυτή η γλώσσα του βιβλίου μάλλον δεν μιλήθηκε ποτέ». Κι αν υπάρχουν άρθρα που εκθειάζουν τον Catcher ως μνημείο εκείνης της γλώσσας των νέων, ξερωγω, πείθομαι από την αυθόρμητη απάντηση των άλλωνε.

Όπως και να έχει, είναι εντελώς ιδιοσυγκρασιακό παιδί ο Χόλντεν, σε μια απολύτως υποκειμενική αφήγηση, μαυλιστική, αποξενωμένη από όσους συναντά στο στόρι αλλά και τόσο οικεία για τον αναγνώστη. Αφού, τι άλλο είναι η εφηβεία παρά μια ακατανόητη, φαινομενικά ατέρμονη αίσθηση «εκτός εαυτού»;

Έτσι, ο Χόλντεν χρησιμοποιεί εκφράσεις της καθομιλουμένης, αλλά και εκφράσεις της δική του «ιδιολέκτου». Γιατί η γλώσσα των νέων είναι ακριβώς αυτό: «όχι ένα αυτοτελές γλωσσικό σύστημα αλλά (…) ένας τρόπος ομιλίας με λεξιλογικά, πραγματολογικά και δομικά χαρακτηριστικά που χρησιμοποιείται υπό ορισμένες συνθήκες επικοινωνίας και είναι μέρος της γλωσσικής συνείδησης μιας κοινότητας». Μια συνεχής ανάγκη για διαφοροποίηση αλλά και για «συμμετοχή σε μία νεανική κουλτούρα», αναφέρει ο κοινωνιογλωσσολόγος Ανδρουτσόπουλος.

c

 

Όμως, αυτό το κλειστό σύστημα επικοινωνίας γίνεται να διαμορφωθεί σήμερα; Υπάρχει μία κουλτούρα στην οποία συμμετέχουν όλοι οι νέοι; Λόγου χάρη, η έκφραση «έγινα κάρτα» που είδα πρόσφατα σε τοίχο σχολείου, σε ποια κοινωνική υποομάδα νέων ανήκει (hiphopάδες; μεταλάδες; ποδοσφαιρόφιλοι;) κι άρα πόθεν να ερμηνευτεί; Ή το παραγέμισμα «να ‘ούμε» που ήταν σε τόσο έντονη χρήση επί χούντας; Τι σημασία είχε; Θέλω να πω, οι ομάδες αλληλοκαλύπτονται, άρα είναι ού τόπος η απόπειρα κανονικοποίησης του ακανόνιστου. Η γλώσσα των νέων είναι δημιουργική, σαν την ποίηση, μια πόρτα κλειστή.

Γι’ αυτό, με όλη την ιδιοτροπία της, η γλώσσα του Χόλντεν είναι τόσο γοητευτική και επαναστατική. Γιατί με τα σκοπίμως αντικανονικά και αντιγραμματικά «λάθη» του συμπυκνώνει μια φωνή εφηβική και λεξιπλαστική, του τότε, του τώρα, του πάντα. Ο Χόλντεν γνωρίζει καλά τα γραμματικά «λάθη» του και τα ταμπού που η κοινωνία έχει έναντι αυτών. Σκοπίμως, ενσυνείδητα, εφηβικά, τα παραβιάζει. Πολλοί εξέφρασαν ενστάσεις για τη λέξη «μαβλακεία» της νέας μετάφρασης και άλλες. Όμως, κι η λέξη “crap” δεν θα ήταν αυτή που ξέρουμε αν δεν τη χρησιμοποιούσε εξ αρχής ο Salinger λεξιπλαστικά ως την χρησιμοποίησε στον Catcher.

Το αντίστοιχό του, νομίζω, κάνει η Μαστοράκη ξαναγράφοντας τον Πιάστη. Τηρώντας τη σύμβαση (υποθέτω) ανάπτυξης μια γλώσσας των νέων δίχως διαδίκτυο, δίχως τηλεοπτικά γλωσσικά ερεθίσματα, δίχως ένα κάρο μαβλακείες. Τα λάθη που δεξιοτεχνικώς επιλέγει η μεταφράστρια δεν μπορούμε να ξέρουμε πόσο αληθινά είναι. Δείχνουν αληθοφανή. Αληθινή γλώσσα; Όχι. Μα ούτε ο Χόλντεν στο πρωτότυπο μίλαγε αληθινή γλώσσα! Ο Χόλντεν μίλαγε σαν Χόλντεν! Οι ασυνταξίες που υπάρχουν στη νέα μετάφραση, θαρρώ, συμπλέουν περισσότερο με τις σκόπιμες ασυνταξίες του Salinger στα αγγλικά – ενώ στην μετάφραση του 1977 δεν ήταν τόσο έντονες. Δηλαδή, ο Πιάστης είναι προφορικότερος του Φύλακα, πιο ελευθέρας αργκό, αφού είναι πιο αταξινόμητος.

Μέχρι το φετινό θεοπάλαβο καλοκαίρι αγνόησα τη νέα μετάφραση, όπως και οι κριτικοί. Ναι, η γλώσσα του Πιάστη είναι πλαστή. Αλλά ποιο έργο τέχνης χρησιμοποιεί απολύτως υπαρκτή γλώσσα; Άλλωστε, κανένα λογοτέχνημα δεν καλείται να πει την αλήθεια, αλλά ένα επιτυχώς αληθοφανές ψέμα. Το πόσο θα πείσει τον αναγνώστη αυτό το ψέμα έγκειται στο χάρισμα του παραμυθά. Αλλά οφείλουμε να ακούσουμε το παραμύθι για να δούμε πόσην ισχύ έχει η άσκηση πειθούς που λέγεται λογοτεχνία.

Παρομοίως και με τη νέα μετάφραση της Μαστοράκη. Δεν στοχεύει στην αλήθεια. Αλλά για να δούμε πόσο μας πείθει περίς αυτής ο πάντα κατεργάρης, πάντα νέος ψεύτης πιάστης, οφείλουμε πρώτα να τον διαβάσουμε.

Διαβάζεται, λοιπόν, ο νέος Πιάστης. Τη νέα του φωνή την ευχαριστήθηκα. Δεν υπάρχει αυτό το παιδί ! Κι ο παλιός, όμορφα στέκεται πλάι του. Τα κουβεντιάζουν οι δυο τους. Κανείς δεν καταλαβαίνει. Πάντα παιδιά, πάντα ψεύτες, δηλαδή πάντα ειλικρινώς αναποφάσιστοι. Και οπωσδήποτε, και στα δύο “κωλοραντεβού” η Σάλι Χέιζ είναι το ίδιο υπέροχο κορίτσι. Απίθανη, και πολύ στις ομορφιές της. Με μαύρο πανωφόρι ή παλτό, και κάτι σα μαύρο μπερεδάκι. Καπέλα, αυτή, δεν έβαζε σχεδόν ποτέ, αλλά το μπερεδάκι τής πήγαινε πολύ. Η πλάκα είναι που μόλις την είδε, ο Χόλντεν, του ήρθε να την παντρευτεί! Ήταν για δέσιμο. Μα το θεό, τόση παράνοια μιλάμε! Αλλά έτσι δεν είναι κι οι έφηβοι όλοι;

Πηγή: protagon